Remove ads
From Wikipedia, the free encyclopedia
Με τον όρο μάχη του Κουρσκ (ρωσ. Курская битва, γερ. Schlacht bei Kursk) αναφερόμαστε στις επιχειρήσεις της Βέρμαχτ και του Κόκκινου Στρατού στην περιοχή του Κουρσκ, οι οποίες διεξήχθησαν την περίοδο 5 Ιουλίου - 23 Αυγούστου 1943 και έληξαν με αποφασιστική νίκη του Κόκκινου Στρατού. Η μάχη του Κουρσκ είναι γνωστή ως η μεγαλύτερη αρματομαχία στην ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με αποκορύφωμα τη μάχη της Πρόχοροφκα.
Μάχη του Κουρσκ | |||
---|---|---|---|
Ανατολικό Μέτωπο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου | |||
Η μεραρχία SS «Ντας Ράιχ» μετά την αποτυχία της Επιχείρησης «Ακρόπολη» | |||
Χρονολογία | 5 Ιουλίου-23 Αυγούστου 1943 | ||
Τόπος | Βόρεια και νότια του Κουρσκ, Αριόλ, Μπέλγκοροντ, Χάρκοβο (ΕΣΣΔ) | ||
Έκβαση | Αποτυχία της γερμανικής επίθεσης. Επιτυχής αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού. Απελευθέρωση του Αριόλ, του Μπέλγκοροντ και του Χαρκόβου. Απόκτηση υπεροχής σε όλες τις κατευθύνσεις του Ανατολικού Μετώπου | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απώλειες | |||
|
Η μάχη χωρίζεται σε δύο φάσεις: στη γερμανική επίθεση (5-17 Ιουλίου) και στη σοβιετική αντεπίθεση (12 Ιουλίου-23 Αυγούστου). Η γερμανική επίθεση διεξήχθη βάσει του σχεδίου της Επιχείρησης «Ακρόπολη» (γερ. Unternehmen Zitadelle), σύμφωνα με το οποίο, μεγάλος αριθμός αρμάτων μάχης και στρατιωτών (βλ. πίνακα) της Ομάδας Στρατιών «Κέντρο» και της Ομάδας Στρατιών «Νότος» επιτέθηκαν από τα βόρεια και τα νότια της πόλης αντίστοιχα. Ωστόσο, οι Σοβιετικοί κατάφεραν να σταματήσουν (με μεγάλη δυσκολία στα νότια) την επίθεση των Γερμανών και πέρασαν στην αντεπίθεση, η οποία διήρκησε μέχρι τις 23 Αυγούστου.
Κατά τη διάρκεια της αντεπίθεσης, στα βόρεια, ο Κόκκινος Στρατός απελεύθερωσε το Αριόλ και το Μπέλγκοροντ, ενώ στα νότια, απελεύθερωσε το Χάρκοβο. Η επιτυχία της σοβιετικής αντεπίθεσης είχε ως αποτέλεσμα τη λήξη (μέχρι το τέλος του πολέμου) των γερμανικών επιθέσεων στο Ανατολικό Μέτωπο και την απόκτηση (από τους Σοβιετικούς) της υπεροχής σε όλες τις κατευθύνσεις του γερμανοσοβιετικού μετώπου.
Από τις 17 Ιουλίου 1942 μέχρι τις 2 Φεβρουαρίου 1943, κύρια πεδία των γερμανοσοβιετικών συγκρούσεων αποτέλεσαν το Στάλινγκραντ και ο Καύκασος. Η 6η Στρατιά του Φρίντριχ Πάουλους περικυκλώθηκε από τις δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού στο Στάλινγκραντ (Επιχείρηση «Ουρανός») και οι Σοβιετικοί πέρασαν στην αντεπίθεση. Σύμφωνα με τον Γκεόργκι Ζούκοφ, κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων στο Στάλινγκραντ, η Βέρμαχτ έχασε 1.5 εκατομμύρια στρατιώτες, 3.500 άρματα μάχης και πυροβόλα εφόδου, 12.000 πυροβόλα και όλμους, καθώς επίσης και 3000 αεροσκάφη[4]. Μετά την περικύκλωση της 6ης Στρατιάς στο Στάλινγκραντ, οι Σοβιετικοί συγκέντρωσαν τις κύριες δυνάμεις τους για να διαλύσουν την Ομάδα Στρατιών «Β» του Μαξιμίλιαν Βάιχς. Στις 14 Ιανουαρίου, ο Κόκκινος Στρατός επιτέθηκε στις γερμανικές δυνάμεις του στρατηγού Φρέττερ-Πίκο στο Μίλλεροβο και κατάφερε να προωθηθεί μέχρι το Ντονέτς[5], ενώ στις 20 Ιανουαρίου, τέσσερα σώματα του Κόκκινου Στρατού επιτέθηκαν στις δυνάμεις της 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων που βρίσκονταν νοτίως του Ντον και κατάφεραν να φθάσουν μέχρι το αεροδρόμιο του Ροστόφ[6]. Καθώς η κατάσταση στο Στάλινγκραντ και στην Κουμπάν γινόταν πιο δύσκολη για τη γερμανική διοίκηση, ο Χίτλερ διέταξε (στις 24 Ιανουαρίου) την υποχώρηση της 1ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων στο Ροστόφ[7]. Παράλληλα, όπως αναφέρει ο Μάνσταϊν, η γερμανική διοίκηση ήθελε πάση θυσία να διατηρήσει το Ντονμπάς (βιομηχανικό κέντρο της Ουκρανίας), ωστόσο, δεν ήταν σίγουρη αν είχε αρκετές δυνάμεις για την άμυνα του[8].
Στις 2 Φεβρουαρίου, παράλληλα με τη λήξη της μάχης στο Στάλινγκραντ, οι δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού (3 σώματα τεθωρακισμένων, 1 μηχανοκίνητο σώμα και 1 σώμα πεζικού) πέρασαν τον ποταμό Ντόνετς στα ανατολικά του Βοροσιλοφγκράντ - οι ιταλικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην περιοχή δεν έδειξαν σοβαρή αντίσταση[9]. Μέχρι τις 7-8 Φεβρουαρίου, οι σοβιετικές δυνάμεις κατέλαβαν το Μπατάισκ (στα περίχωρα του Ροστόφ) και προωθήθηκαν στο Ροστόφ και στο Βοροσιλοφγκράντ[10]. Παράλληλα, η μεραρχία SS «Ντας Ράιχ», μετά από την ήττα στο Βολτσιάνσκ, αναγκάστηκε να υποχωρήσει στο Ντονέτς[10]. Στις 9 Φεβρουαρίου, οι Σοβιετικοί απελευθέρωσαν το Μπέλγκοροντ και το Κουρσκ (βόρεια του Χαρκόβου)[10]. Η κατάληψη του Κουρσκ προκάλεσε μεγάλο ρήγμα στη γερμανική άμυνα μεταξύ του Δνείπερου και της δεξιάς πτέρυγας της Ομάδας Στρατιών «Κέντρο» στα βόρεια του Κουρσκ - σύμφωνα με τον Μάνσταϊν, σ' αυτή την κατεύθυνση, η γερμανική διοίκηση διέθετε την ομάδα του Λάντς και δύο στρατιές της Ομάδας Στρατιών «Β» στα δυτικά του Κουρσκ[10]. Ο Μάνσταϊν, στο βιβλίο «Verlorene Siege», δηλώνει πως ζήτησε από τον στρατηγό Κουρτ Τσάιτσλερ (Kurt Zeitzler) τη δημιουργία μιας νέας στρατιάς από 5-6 μεραρχίες και τη μεταφορά της (μέσα σε 2 εβδομάδες) βορείως του Ντνεπροπετρόφσκ, καθώς και τη μεταφορά ακόμα μιας στρατιάς στα δυτικά του Κουρσκ για επίθεση στα νότια[11] - ο στρατηγός Τσάιτσλερ υποσχέθηκε να αποσπάσει έξι μεραρχίες από την Ομάδα Στρατιών «Κέντρο» και την Ομάδα Στρατιών «Βορράς», καθώς έγινε εμφανής ο κίνδυνος της διάλυσης των γερμανικών δυνάμεων στον νότιο τομέα του γερμανοσοβιετικού μετώπου[12].
Παράλληλα, η 1η Στρατιά Τεθωρακισμένων του στρατηγού Μάκενσεν, η οποία είχε αναλάβει την απομάκρυνση των σοβιετικών δυνάμεων από τον ποταμό Ντονέτς, βρισκόταν σε δύσκολη κατάσταση. Οι σοβιετικές δυνάμεις (χωρισμένες σε δύο ομάδες) πέρασαν τον ποταμό Ντονέτς - η πρώτη ομάδα πέρασε τον ποταμό στο Βοροσιλοφγκράντ και προσπάθησε να προωθηθεί στο μέτωπο μεταξύ της 1ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων και των δυνάμεων του Χόλλιντ (που βρίσκονταν στον δρόμο για το Μίους), ενώ η δεύτερη ομάδα πέρασε τον ποταμό στη γραμμή Λισιτσιάνσκ-Σλαβιάνσκ και προσπάθησε να επιτεθεί στο δυτικό άκρο των γερμανικών δυνάμεων που βρίσκονταν στον Κριβόι Τόρτς[12]. Καθώς έγινε εμφανής ο κίνδυνος περικύκλωσης της 1ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων, η γερμανική διοίκηση διέταξε την αντεπίθεση της 1ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων και στις δύο κατευθύνσεις - αρχικά, η 1η Στρατιά Τεθωρακισμένων έπρεπε να διαλύσει τις σοβιετικές δυνάμεις στο Σλαβιάνσκ και μετά να προωθηθεί στο Βοροσιλοφγκράντ[12]. Αρχικά, η 1η Στρατιά Τεθωρακισμένων σκόπευε να επιτεθεί, από τη δυτική πλευρά του Κριβόι Τόρτς, στις σοβιετικές δυνάμεις που βρίσκονταν στο Σλαβιάνσκ - ωστόσο, η γερμανική κατασκοπεία ανέφερε πως η περιοχή δεν ήταν κατάλληλη για χρήση αρμάτων μάχης, λόγω μορφολογίας και κακών καιρικών συνθηκών. Γι' αυτό τον λόγο, οι δυνάμεις της 1ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων αναγκάστηκαν να περάσουν σε μετωπική επίθεση κατά μήκος και ανατολικά της κοιλάδας Κριβόι Τόρτς. Καθώς οι καιρικές συνθήκες ήταν δύσκολες, οι γερμανικές δυνάμεις έδωσαν έμφαση στην κατάληψη των κατοικημένων περιοχών της κοιλάδας[13]. Σύμφωνα με τον Μάνσταϊν, οι γερμανικές δυνάμεις (κυρίως η 11η μεραρχία τεθωρακισμένων) δεν κατάφεραν να προωθηθούν γρήγορα[13]. Παράλληλα, τα ξημερώματα της 11ης Φεβρουαρίου, τα σοβιετικά άρματα μάχης προωθήθηκαν από τα δυτικά του Κριβόι Τόρτς μέχρι το Γκρίσινο, με αποτέλεσμα να βρεθούν βαθιά στο πλευρό της 1ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων και να καταλάβουν την κύρια συγκοινωνία της γερμανικής στρατιάς, η οποία οδηγούσε από το Ντνεπροπετρόφσκ στο Κρασνοαρμέσκογιε - μοναδική συγκοινωνία της 1ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων αποτελούσε πλέον ο δρόμος από το Ζαπορόζιε[13]. Παράλληλα, ένα σώμα ιππικού του Κόκκινου Στρατού προωθήθηκε από το Βοροσιλοφγκράντ μέχρι τον σιδηροδρομικό σταθμό του Ντεμπάλτσεβο, ο οποίος βρισκόταν στην οπισθοφυλακή του δεξιού πλευρού της 1ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων - ωστόσο, οι Γερμανοί κατάφεραν να περικυκλώσουν τους Σοβιετικούς στο Ντεμπάλτσεβο, χωρίς, όμως, να πετύχουν τη γρήγορη διάλυση του σώματος[14].
Στο δυτικό πλευρό της γερμανικής παράταξης, η μεραρχία SS «Βίκινγκ» κατάφερε να σταματήσει τα σοβιετικά άρματα μάχης στο Γκρίσινο, ωστόσο, υπέστη μεγάλες απώλειες - ο Μάνσταϊν αναφέρει πως το κύριο πρόβλημα της μεραρχίας (που αποτελείτο από εθελοντές των SS από τη Βαλτική και τις βόρειες χώρες) ήταν η έλλειψη διοικητών[14]. Ο Μάνσταϊν, στις 12 Φεβρουαρίου, ζήτησε από τη διοίκηση της Βέρμαχτ να αποσπάσει μερικές μεραρχίες από την Ομάδα Στρατιών «Κέντρο» και την Ομάδα Στρατιών «Βορράς», καθώς οι Σοβιετικοί μπορούσαν να περικυκλώσουν όλες τις γερμανικές δυνάμεις στον νότιο τομέα του γερμανοσοβιετικού μετώπου[15]. Τα ξημερώματα της 12ης Φεβρουαρίου, ο Μάνσταϊν μετέφερε το επιτελείο της Ομάδας Στρατιών «Νότος» στο Ζαπορόζιε - η Ομάδα Στρατιών «Νότος» έλαβε τη διοίκηση των δυνάμεων της Ομάδας Στρατιών «Β», η οποία εξαλείφθηκε ως ομάδα στρατιών της Βέρμαχτ[16]. Ο στρατηγός Χούμπερτ Λαντς τέθηκε επικεφαλής ενός τμήματος Στρατιάς και έλαβε διαταγή από τον Χίτλερ να κρατήσει πάσει θυσία το Χάρκοβο, ενώ το σώμα τεθωρακισμένων των SS (πυρήνας του τμήματος Στρατιάς Λαντς) έπρεπε να προωθηθεί μέχρι το Λόζοβαγια για να διευκολύνει την κατάσταση στο αριστερό πλευρό της Ομάδας Στρατιών «Νότος»[17]. Ο Μάνσταϊν, στον οποίον υπαγόταν η ομάδα του Λαντς, προσπάθησε να πείσει τον Χίτλερ να αλλάξει τη διαταγή του και να στείλει τον Λαντς νοτίως του Χαρκόβου, καθώς οι δυνάμεις της ομάδας του Λαντς δεν ήταν αρκετές για να υπερασπιστούν την πόλη - ωστόσο, ο Χίτλερ δεν άλλαξε γνώμη[18]. Στις 15 Φεβρουαρίου, το τεθωρακισμένο σώμα των SS (παρά τις αντιρρήσεις του Λαντς) υποχώρησε από το Χάρκοβο, καθώς έγινε εμφανής η πιθανότητα περικύκλωσης του - γι' αυτό τον λόγο, ο Λαντς (ο οποίος ήταν στρατηγός των ορεινών σωμάτων) αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Κεμπφ[19]. Η ομάδα του Λαντς υποχώρησε στα νοτιοδυτικά (στον ποταμό Μοζ)[20][εκκρεμεί παραπομπή].
Την επόμενη μέρα, οι δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού που βρίσκονταν δυτικά του Ιζιούμ επιχείρησαν επίθεση προς την κατεύθυνση του Πάβλογκραντ και του Ντνεπροπετρόφσκ, η οποία έληξε ανεπιτυχώς[21]. Παράλληλα, ο Χίτλερ επισκέφθηκε το επιτελείο του Μάνσταϊν στο Ζαπορόζιε - ο Μάνσταϊν ανέφερε πως η ομάδα του Χόλλιντ έφθασε στο Μίους με αρκετές απώλειες, ενώ η 1η Στρατιά Τεθωρακισμένων κατάφερε να σταματήσει τις σοβιετικές δυνάμεις στο Γκρίσινο, ωστόσο, δεν κατάφερε να απομακρύνει τις σοβιετικές δυνάμεις που βρίσκονταν στο Σλαβιάνσκ[20]. Την περίοδο 17-19 Φεβρουαρίου, σύμφωνα με τον Μάνσταϊν, διεξήχθησαν αρκετές συζητήσεις στο επιτελείο της Ομάδας Στρατιών «Νότος» με την παρουσία του Χίτλερ και του Έβαλντ φον Κλάιστ. Ο Χίτλερ ήθελε να ανακαταλάβει το Χάρκοβο όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, ωστόσο, η μεραρχία SS «Νεκροκεφαλή» είχε κολλήσει μεταξύ του Κιέβου και της Πολτάβας, καθιστώντας αδύνατη την επίθεση της ομάδας του Λαντς βορείως του Χαρκόβου[22]. Τότε, ο Χίτλερ διέταξε την επίθεση στα νοτιοανατολικά με σκοπό τη διάλυση των σοβιετικών δυνάμεων που προωθήθηκαν στο ρήγμα μεταξύ της ομάδας του Λαντς και της 1ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων. Επίσης, ο Χίτλερ διέταξε την επίθεση της μηχανοκίνητης μεραρχίας πεζικού SS «Ντας Ράιχ» στο Πάβλογκραντ - σύμφωνα με το σχέδιο, αυτή η μεραρχία έπρεπε να καλύψει την επιχείρηση της 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων εναντίον των σοβιετικών δυνάμεων νοτίως του Χαρκόβου[23]. Στις 19 Φεβρουαρίου, οι Σοβιετικοί κατέλαβαν τον σιδηροδρομικό σταθμό του Σινζινόκοβο, την κύρια συγκοινωνία της Ομάδας Στρατιών «Κέντρο» και του δεξιού πλευρού της Ομάδας Στρατιών «Νότος» - επίσης, οι Σοβιετικοί βρέθηκαν σε απόσταση μόλις 60 χιλιομέτρων από το επιτελείο του Μάνσταϊν στο Ζαπορόζιε[24].
Την ίδια μέρα, η 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων έλαβε διαταγή να περάσει στην αντεπίθεση κατά των σοβιετικών δυνάμεων που βρίσκονταν στη γραμμή Περεσίπινο-Πάβλογκραντ-Γκρίσινο[25]. Στις 20 Φεβρουαρίου, οι Σοβιετικοί (3 μεραρχίες πεζικού, 2 σώμα τεθωρακισμένων και ιππικό) επιτέθηκαν στις θέσεις της ομάδας του Χόλλιντ στον ποταμό Μίους[25]. Παράλληλα, δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού επιχείρησαν να διαλύσουν το μέτωπο της ομάδας του Κεμπφ στα νοτιοδυτικά και στα δυτικά του Χαρκόβου[25]. Την επόμενη μέρα, το 8ο Σώμα Ιππικού των Σοβιετικών, το οποίο περικυκλώθηκε στο Ντεμπάλτσεβο, αναγκάστηκε να παραδοθεί - επίσης, οι Γερμανοί περικύκλωσαν ένα σοβιετικό σώμα τεθωρακισμένων στην περιοχή του Μίους[26]. Στο μέτωπο της 1ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων (στο Γκρίσινο και στο Κραματόρσκ), όπως αναφέρουν τα δεδομένα της γερμανικής κατασκοπείας, οι Σοβιετικοί (ομάδα του Ποπόφ) αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα ανεφοδιασμού[26]. Παράλληλα, η 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων κατέλαβε το Πάβλογκραντ, με αποτέλεσμα (τις επόμενες μέρες) να διαλύσει δύο σώματα τεθωρακισμένων, ένα σώμα πεζικού και ένα σώμα ιππικού στο Πάβλογκραντ και στα νότια της πόλης[27]. Οι επιτυχίες της 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων είχαν ως αποτέλεσμα την επιστροφή (στους Γερμανούς) της υπεροχής στα νότια του γερμανοσοβιετικού μετώπου[28]. Μέχρι τις 1 Μαρτίου, η 1η και η 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων κατάφεραν να διαλύσουν τέσσερα σώματα του Κόκκινου Στρατού (μηχανοκίνητα σώματα και σώματα τεθωρακισμένων)[28]. Στον ποταμό Μίους, οι Σοβιετικοί απομάκρυναν τα σώματα τεθωρακισμένων και έριξαν στη μάχη σώματα πεζικού[29]. Σύμφωνα με τον Μάνσταϊν, τα αποτελέσματα της γερμανικής αντεπίθεσης ήταν τα εξής: οι δυνάμεις του Νοτιοδυτικού Μετώπου του Κόκκινου Στρατού (6η Στρατιά, Ομάδα του Ποπόφ και 1η Στρατιά Πεζικού-Φρουράς) αποδυναμώθηκαν και δεν μπορούσαν να συνεχίσουν τις επιθετικές επιχειρήσεις. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής αντεπίθεσης σκοτώθηκαν 23.000 Σοβιετικοί, ενώ άλλοι 9000 αιχμαλωτίστηκαν - επίσης, οι Γερμανοί κυρίευσαν 615 άρματα μάχης, 354 πυροβόλα, 69 αντιαεροπορικά και μεγάλο αριθμό αυτόματων πυροβόλων και όλμων[30].
Μετά την επιτυχία της αντεπίθεσης, η Ομάδα Στρατιών «Νότος» έλαβε διαταγή να επιτεθεί στις δυνάμεις του Μετώπου του Βορόνεζ που βρίσκονταν στο Χάρκοβο. Σύμφωνα με το σχέδιο της επιχείρησης, οι γερμανικές δυνάμεις είχαν ως κύριο σκοπό τη διάλυση των Σοβιετικών στα νότια της πόλης - σε περίπτωση που οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές, οι Γερμανοί σκόπευαν να επιχειρήσουν επίθεση στην οπισθοφυλακή των Σοβιετικών από τα ανατολικά της πόλης[31]. Η 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων, μέχρι τις 5 Μαρτίου, κατάφερε να διαλύσει δύο σώματα τεθωρακισμένων, ένα σώμα ιππικού και τρεις μεραρχίες πεζικού της 3ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων του Κόκκινου Στρατού, η οποία βρισκόταν στον ποταμό Μπερεστοβά (νοτιοδυτικά του Χαρκόβου)[31]. Κατά τον Μάνσταϊν, κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων στον ποταμό Μπερεστοβά σκοτώθηκαν 12.000 Σοβιετικοί - επίσης, οι Γερμανοί αιχμαλώτισαν 61 άρματα μάχης, 225 πυροβόλα και 600 αυτοκίνητα[31]. Μετά την επιτυχία αυτή, οι Γερμανοί είχαν σκοπό να μεταφέρουν την 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων στο μέτωπο της ομάδας του Κεμπφ (Αχτίρκα και Πολτάβα), ωστόσο, οι μετεωρολογικές συνθήκες δεν το επέτρεψαν[31]. Γι' αυτό τον λόγο, η διοίκηση της Ομάδας Στρατιών «Νότος» αποφάσισε (στις 7 Μαρτίου) να επιτεθεί στις σοβιετικές δυνάμεις στα βόρεια από το Κρασνογκράντ (κοντά στον ποταμό Μπερεστοβά) με τις δυνάμεις της 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων, του σώματος τεθωρακισμένων SS (συμπεριλαμβανομένου και της μεραρχίας «Νεκροκεφαλή») και της 1ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων - η επίθεση ήταν επιτυχής και είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση σοβιετικών δυνάμεων στα άκρα[31]. Η διοίκηση του Μετώπου του Βορόνεζ αποφάσισε να μεταφέρει μερικά σώματα τεθωρακισμένων και μερικά μηχανοκίνητα σώματα από το Βοροσιλοφγκράντ στο Ιζιούμ για να επιτεθεί στο πλευρό της 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων, ωστόσο, αυτές οι δυνάμεις είχαν αποδυναμωθεί στις προηγούμενες μάχες - το μόνο που κατάφεραν ήταν να καταλάβουν το προγεφύρωμα στα βορειοδυτικά του Ιζιούμ (στη νότια ακτή του Ντονέτς)[32]. Επίσης, οι Σοβιετικοί έριξαν στη μάχη το 2ο Σώμα Τεθωρακισμένων της Φρουράς και απομάκρυναν τις δυνάμεις που είχαν στο μέτωπο της ομάδας του Κεμπφ και της 2ης Στρατιάς στα δυτικά (στο Μπογκοντούχοφ)[32].
Σύμφωνα με τον Μάνσταϊν, το σώμα τεθωρακισμένων SS σχεδίαζε μετωπική επίθεση στο Χάρκοβο, ωστόσο, η διοίκηση της Ομάδας Στρατιών «Νότος» απέρριψε το σχέδιο και δίεταξε το σώμα τεθωρακισμένων SS να παρακάμψει το Χάρκοβο από τα ανατολικά[32]. Αυτή η επίθεση είχε ως αποτέλεσμα την αποκοπή της υποχώρησης μεγάλων σοβιετικών δυνάμεων μέσω του ποταμού Ντονέτς[32]. Καθώς οι σοβιετικές δυνάμεις βρέθηκαν περικυκλωμένες, το σώμα τεθωρακισμένων SS κατέλαβε την πόλη στις 14 Μαρτίου[33], αν και οι μάχες συνεχίστηκαν μέχρι τις 16 Μαρτίου[34]. Παράλληλα, στο βόρειο πλευρό της ομάδας του Κεμπφ, η μεραρχία τεθωρακισμένων SS «Μεγάλη Γερμανία» (γερ. Großdeutschland) επιτέθηκε στο Μπέλγκοροντ[33]. Οι Σοβιετικοί έριξαν (στο Γκαϊβορόν) μεγάλο αριθμό αρμάτων μάχης, ωστόσο, οι Γερμανοί απέκρουσαν την επίθεση και κατέλαβαν το Μπέλγκοροντ[33]. Μετά την κατάληψη του Χαρκόβου και του Μπέλγκοροντ, η Ομάδα Στρατιών «Νότος» σχεδίασε επίθεση (σε συνεργασία με την Ομάδα Στρατιών «Κέντρο») στην προεξοχή του Κουρσκ με σκοπό να διαλύσει τις σοβιετικές δυνάμεις, οι οποίες είχαν προκαλέσει ένα μεγάλο ρήγμα μεταξύ των μετωπών της Ομάδας Στρατιών «Νότος» και της Ομάδας Στρατιών «Κέντρο» - ωστόσο, η διοίκηση της Ομάδας Στρατιών «Κέντρο» δήλωσε πως δεν ήταν έτοιμη να συμμετέχει σ' αυτή την επιχείρηση[35]. Ως αποτέλεσμα, η προεξοχή στο Κουρσκ παρέμεινε στα χέρια των Σοβιετικών, ενώ οι Γερμανοί παρέμειναν στη γραμμή που είχαν φθάσει τη χειμερινή περίοδο 1941-1942 και αναγκάστηκαν να περιμένουν μέχρι τον Ιούλιο για να επιχειρήσουν επίθεση στην προεξοχή του Κουρσκ[36].
Στις 12 Απριλίου, ο Χίτλερ ενέκρινε το σχέδιο της Επιχείρησης «Ακρόπολη», το οποίο έλεγε το εξής: η Ομάδα Στρατιών «Κέντρο» και η Ομάδα Στρατιών «Νότος» θα επιχειρούσαν (ταυτόχρονα) επιθέσεις στην προεξοχή του Κουρσκ από την πλευρά του Αριόλ και από την πλευρά του Μπέλγκοροντ αντίστοιχα[37] με σκοπό να περικυκλώσουν τις δυνάμεις του Κεντρικού Μετώπου και του Μετώπου του Βορόνεζ του Κόκκινου Στρατού[38]. Από την άλλη πλευρά, ο Κόκκινος Στρατός αρχικά σκόπευε να περάσει σε επίθεση στην προεξοχή του Κουρσκ, ωστόσο, στις 12 Απριλίου, το Γενικό Επιτελείο του Κόκκινου Στρατού άλλαξε τα σχέδια του. Όπως αναφέρει ο Βασιλέφσκι στο λήμμα της Μεγάλης Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας για τη μάχη του Κουρσκ, στις 12 Απριλίου, η σοβιετική κατασκοπεία έστειλε το σχέδιο της Επιχείρησης «Ακρόπολη» στο Κρεμλίνο[1]. Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης, ο Ζούκοφ και ο Βασιλέφσκι πρότειναν στον Στάλιν να οικοδομήσουν μια ισχυρή και βαθιά άμυνα σε όλες τις κατευθύνσεις του γερμανοσοβιετικού μετώπου, δίδοντας περισσότερη έμφαση στην προεξοχή του Κουρσκ - ο Στάλιν αποδέχθηκε την πρόταση, ωστόσο, το τελικό σχέδιο εγκρίθηκε στις αρχές Ιουνίου[39]. Σε περίπτωση αποτυχίας της γερμανικής επίθεσης, το Γενικό Επιτελείο του Κόκκινου Στρατού αποφάσισε να περάσει στην αντεπίθεση στον κεντρικό τομέα του γερμανοσοβιετικού μετώπου με σκοπό τη διάλυση των γερμανικών δυνάμεων στο Κουρσκ και στο Ντονμπάς[39]. Παράλληλα, οι Σοβιετικοί συγκέντρωσαν μεγάλο αριθμό εφεδρειών στη γραμμή Λίβνι-Στάριι Οσκόλ-Κορότσα, οι οποίες είχαν λάβει διαταγή να ετοιμάσουν ισχυρή γραμμή άμυνας σε περίπτωση επέκτασης των Γερμανών στην προεξοχή του Κουρσκ[40] - επίσης, στο δεξιό άκρο του Μετώπου του Μπριάνσκ, οι σοβιετικές εφεδρείες παρατάχθηκαν στη γραμμή Καλούγκα-Τούλα-Εφρέμοφ, ενώ μεταξύ του Μετώπου του Βορόνεζ (το οποίο παρατάχθηκε στα νότια της προεξοχής του Κουρσκ) και του Νοτιοδυτικού Μετώπου παρατάχθηκε η 5η Μεραρχία Τεθωρακισμένων-Φρουράς και άλλες εφεδρείες των Σοβιετικών[41].
Η γερμανική κατασκοπεία (επίγεια και αεροπορική) κατάφερε να φωτογραφίσει τις θέσεις των Σοβιετικών - αυτές οι φωτογραφίες στάλθηκαν στο επιτελείο της Βέρμαχτ και προκάλεσαν σοβαρές διαφωνίες μεταξύ των Γερμανών στρατηγών. Στις 3-4 Μαΐου, στο Μόναχο, διεξήχθη σύσκεψη με την παρουσία του Χίτλερ και μεγάλου αριθμού Γερμανών στρατηγών - θέμα της σύσκεψης ήταν οι μελλοντικές ενέργειες της Βέρμαχτ στο γερμανοσοβιετικό μέτωπο[42]. Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης, ο διοικητής της 9ης Στρατιάς (της Ομάδας Στρατιών «Κέντρο»), Βάλτερ Μόντελ, παρουσίασε στους παρευρισκόμενους τις αεροφωτογραφίες της γερμανικής κατασκοπείας, οι οποίες έδειχναν την καλά οργανωμένη σε βἀθος σοβιετική άμυνα - σύμφωνα με τον Μάνσταϊν, ο Μόντελ προσπαθούσε να πείσει τους υπόλοιπους ότι η επίθεση δεν θα έληγε γρήγορα (όπως είχε σχεδιαστεί αρχικά) και ζητούσε παράταση στη διεξαγωγή της επιχείρησης με παράλληλη αποστολή περισσότερων αρμάτων μάχης στην περιοχή[43]. Πριν λάβει την τελική απόφαση, ο Χίτλερ αποφάσισε να ζητήσει τη γνώμη των υπόλοιπων στρατηγών. Ο Μάνσταϊν, ο φον Κλούγκε, ο Τσάιτσλερ (διοικητής του Γενικού Επιτελείου) και ο διοικητής του Γενικού Επιτελείου της Πολεμικής Αεροπορίας (Λουφτβάφε) τάχθηκαν κατά της παράτασης, λέγοντας πως η παράταση θα επέτρεπε στους Σοβιετικούς να συγκεντρώσουν ακόμα μεγαλύτερο αριθμό αρμάτων μάχης και μαχητικών αεροσκαφών[44]. Από την άλλη, ο Χάιντς Γκουντέριαν τάχθηκε κατά της διεξαγωγής της Επιχείρησης «Ακρόπολη», καθώς θεωρούσε ότι το Τρίτο Ράιχ δεν ήταν ακόμα έτοιμο για μια τέτοια επιχείρηση[45]. Ο Χίτλερ αποφάσισε την παράταση της επιχείρησης μέχρι τις 10 Ιουνίου, δηλώνοντας πως η αριθμητική υπεροχή των Σοβιετικών σε άρματα μάχης θα αντιμετωπιζόταν από την συμμετοχή των νέων αρμάτων μάχης τύπου Panther, Tiger και Ferdinand στις γερμανικές μεραρχίες - ωστόσο, ο Χίτλερ αρνήθηκε να αυξήσει τον αριθμό των γερμανικών μεραρχιών στην προεξοχή του Κουρσκ[46]. Ωστόσο, μετά τη παράδοση των γερμανικών δυνάμεων στην Τυνησία και στη Βόρεια Αφρική, η γερμανική διοίκηση άρχισε να αμφιβάλλει αν η Επιχείρηση «Ακρόπολη» θα έληγε με επιτυχία. Παρ' ολ' αυτά, ο Χίτλερ αποφάσισε να δώσει ακόμα μια παράταση στην διεξαγωγή της επιχείρησης, ορίζοντας τελική ημερομηνία την 5η Ιουλίου[47].
Ο ακριβής αριθμός των γερμανικών μεραρχιών στην προεξοχή του Κουρσκ παραμένει μέχρι σήμερα ασαφής, καθώς κυκλοφόρησαν διάφοροι υπολογισμοί. Ο Μάνσταϊν (διοικητής της Ομάδας Στρατιών «Νότος» κατά τη διάρκεια της μάχης) αναφέρει ότι η Ομάδα Στρατιών «Κέντρο» παραχώρησε την 9η και τη 2η Στρατιά. Η 9η Στρατιά είχε στη διάθεση της 3 σώματα τεθωρακισμένων (6 μεραρχίες τεθωρακισμένων, 2 μηχανοκίνητες μεραρχίες και 7 μεραρχίες πεζικού), ενώ η 2η Στρατιά είχε στη διάθεση της 9 μεραρχίες πεζικού[48]. Η Ομάδα Στρατιών «Νότος», κατά τον Μάνσταϊν, παρέταξε δύο στρατιές, οι οποίες είχαν στη διάθεση τους 5 σώματα (11 μεραρχίες τεθωρακισμένων και 7 μεραρχίες πεζικού)[48]. Αναλυτικά, η ομάδα του Κεμπφ έλαβε διαταγή να υπερασπίζεται το Χάρκοβο με ένα σώμα πεζικού, ενώ, για την επίθεση στο Κουρσκ, η ομάδα του Κεμπφ παραχώρησε ένα σώμα τεθωρακισμένων και ένα σώμα στρατού πεζικού (3 μεραρχίες τεθωρακισμένων και 3 μεραρχίες πεζικού)[49]. Η 4η Στρατιά Τεθωρακισμένων του στρατηγού Χοτ είχε στη διάθεση της 2 σώματα τεθωρακισμένων (6 μεραρχίες τεθωρακισμένων και μια μεραρχία πεζικού) και ένα σώμα στρατού πεζικού[50]. Επίσης, κατά τον Μάνσταϊν, η 9η Στρατιά του Μόντελ συνεργάζονταν με μια μεραρχία της Αεροπορίας[48], ενώ ο 4ος Αεροπορικός Στόλος (3 ομάδες βομβαρδιστικών αεροσκαφών κάθετης εφόρμησης, 3 ομάδες πολιορκητικών αεροσκαφών και 3-4 ομάδες βομβαρδιστικών αεροσκαφών) βοηθούσε παράλληλα και τις δύο ομάδες στρατιών[51]. Ο Βασιλέφσκι, αναφερόμενος στις γερμανικές δυνάμεις στην προεξοχή του Κουρσκ, κάνει λόγο για 50 μεραρχίες (συμπεριλαμβανομένου 16 μεραρχιών από μηχανοκίνητα και τεθωρακισμένα όπλα), 2 ταξιαρχίες τεθωρακισμένων, 3 τάγματα τεθωρακισμένων και 8 αεροπορικές μοίρες (με πολιορκητικά αεροσκάφη)[1]. Συνολικά, κατά τον Βασιλέφσκι, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν 900.000 στρατιώτες, 10.000 πυροβόλα όπλα και όλμους, 1081 άρματα μάχης και 376 πυροβόλα εφόδου[52] και περισσότερα από 2.000 αεροσκάφη[1]. Σύμφωνα με τον ιστορικό Στήβεν Νιούτον (Steven H. Newton), η Ομάδα Στρατιών «Νότος» είχε στη διάθεση της 5 σώματα (8 μεραρχίες πεζικού, 9 μεραρχίες τεθωρακισμένων και αρκετές μονάδες στρατού) και συνεργάζονταν με τον 6ο Αεροπορικό Στόλο, ενώ η Ομάδα Στρατιών «Κέντρο» είχε στη διάθεση της 5 σώματα (15 μεραρχίες πεζικού, 6 μεραρχίες τεθωρακισμένων, 1 μεραρχία τεθωρακισμένων-γρεναδιέρων και αρκετές μονάδες στρατού) και συνεργάζονταν με τον 4ο Αεροπορικό Στόλο[53].
Από την άλλη, οι Σοβιετικοί χώρισαν τις δυνάμεις τους σε 3 μέτωπα: στο Κεντρικό Μέτωπο του Κονσταντίν Ροκοσόφσκι (παρατάχθηκε στα βόρεια της προεξοχής του Κουρσκ), στο Μέτωπο του Βορόνεζ του Νικολάι Βατούτιν (παρατάχθηκε στα νότια της προεξοχής του Κουρσκ) και στο Μέτωπο της Στέπας του Ιβάν Κόνιεφ (αποτελείτο από σοβιετικές εφεδρείες και παρατάχθηκε στα ανατολικά του Κουρσκ)[1]. Κατά τον Βασιλέφσκι, το Κεντρικό Μέτωπο και το Μέτωπο του Βορόνεζ είχαν στη διάθεση τους 1.300.000 στρατιώτες, περίπου 20.000 πυροβόλα όπλα και όλμους, 3600 άρματα μάχης και αυτοκινούμενα πυροβόλα όπλα και περισσότερα από 2.800 αεροσκάφη[1]. Οι σοβιετικές δυνάμεις οργάνωσαν 8 γραμμές άμυνας με βάθος περίπου 300 χιλιομέτρων. Η ηγεσία του Κόκκινου Στρατού, κατά τον Βασιλέφσκι, έδωσε μεγάλη έμφαση στην άμυνα κατά των γερμανικών αρμάτων μάχης - η μέση πυκνότητα της εξόρυξης στις πιθανές κατευθύνσεις της γερμανικής επίθεσης ήταν 1500 αντιαρματικές νάρκες και 1700 νάρκες πεζικού ανά χιλιόμετρο μετώπου[1]. Κατά τον Στήβεν Νιούτον, οι Σοβιετικοί οργάνωσαν 9 γραμμές άμυνας, στις οποίες παρέταξαν συνολικά 15 στρατιές πεζικού, 4 στρατιές τεθωρακισμένων, 25 σώματα πεζικού, 17 σώματα μηχανοκίνητων και τεθωρακισμένων, 146 μονάδες πεζικού και 121 μονάδες μηχανοκίνητων και τεθωρακισμένων[54]. Όσον αφορά τις αεροπορικές δυνάμεις των Σοβιετικών, ο ιστορικός Ιβάν Τιμοχόβιτς αναφέρει ότι στη μάχη του Κουρσκ συμμετείχε η 16η Αεροπορική Στρατιά του Κεντρικού Μετώπου, η 2η Αεροπορική Στρατιά του Μετώπου του Βορόνεζ, η 17η Αεροπορική Στρατιά του Νοτιοδυτικού Μετώπου, καθώς επίσης και η 5η Αεροπορική Στρατιά του Μετώπου της Στέπας - επίσης, στη μάχη συμμετείχαν και τα συντάγματα του 9ου Αεροπορικού Σώματος των Δυνάμεων Αντιαεροπορικής Άμυνας της ΕΣΣΔ[55].
Κατά τη διάρκεια της αρματομαχίας του Κουρσκ, οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν κυρίως τα άρματα μάχης Tiger I και Panther, καθώς επίσης και αυτοκινούμενα αντιαρματικά πυροβόλα Ferdinand[56][1]. Ο ιστορικός Βαλέρι Ζαμούλιν αναφέρει πως οι γερμανικές μεραρχίες της Ομάδας Στρατιών «Νότος» είχαν στη διάθεση τους και άλλα άρματα μάχης τύπου Panzer I, Panzer II, Panzer III, Panzer IV, καθώς επίσης και σοβιετικά άρματα μάχης Τ-34, τα οποία είχαν παρθεί σαν λεία στα πεδία των προηγούμενων μαχών[57]. Όσον αφορά τα αυτοκινούμενα πυροβόλα όπλα, ο Ζαμούλιν αναφέρει ότι οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν επίσης τα αυτοκινούμενα πυροβόλα όπλα Hummel, Wespe, StuG III και τους κυνηγούς αρμάτων Marder[57]. Όσον αφορά τη γερμανική αεροπορία στη μάχη του Κουρσκ, ο Βασιλέφσκι και ο Ζούκοφ αναφέρουν πως η Λουφτβάφε έριξε στη μάχη τα αεροσκάφη Focke-Wulf 190Α και Henschel Hs 129[1][58] - κατά τον Ζαμούλιν, ωστόσο, στη μάχη του Κουρσκ έλαβαν μέρος και τα αεροσκάφη Junkers Ju 87[59]. Όσον αφορά τους Σοβιετικούς, το κύριο άρμα μάχης του Κόκκινου Στρατού στην αρματομαχία του Κουρσκ ήταν το Τ-34/76 - ωστόσο, κατά τον Ζαμούλιν, το Μέτωπο του Βορόνεζ είχε στην κατοχή του και μικρό αριθμό αρμάτων Τ-60, Τ-70, ΚΒ, MK II και M3 Lee[60]. Σύμφωνα με τον Ζούκοφ, η σοβιετική αεροπορία στη μάχη του Κουρσκ χρησιμοποίησε τα αεροσκάφη Lavochkin La-5, Yakovlev Yak-9, Petlyakov Pe-2, Tupolev Tu-2 και Ilyushin Il-4.[61]
Τα άρματα μάχης της Βέρμαχτ και του Κόκκινου Στρατού στην αρματομαχία του Κουρσκ | |||||||||
|
Τα αεροσκάφη της Λουφτβάφε και του Κόκκινου Στρατού στη μάχη του Κουρσκ | |||||||||
|
Στις 4 Ιουλίου, οι γερμανικές δυνάμεις μεταφέρθηκαν στη γραμμή του μετώπου και ετοιμάζονταν να περάσουν στην επίθεση το πρωί της 5ης Ιουλίου. Όπως αναφέρει ο Ζούκοφ (βρισκόταν στο επιτελείο του Ροκοσόφσκι ως εκπρόσωπος του Γενικού Επιτελείου), οι Σοβιετικοί αιχμαλώτισαν στην περιοχή του Μπέλγκοροντ ένα στρατιώτη της 168ης μεραρχίας πεζικού, ο οποίος ανέφερε ότι οι γερμανικές δυνάμεις σκόπευαν να επιτεθούν τα ξημερώματα της 5ης Ιουλίου[62]. Παράλληλα, στο πεδίο 13ης Στρατιάς του Πούχοφ (Κεντρικό Μέτωπο), οι Σοβιετικοί αιχμαλώτισαν ένα σκαπανέα της 6ης μεραρχίας πεζικού - κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, ο σκαπανέας δήλωσε ότι οι γερμανικές δυνάμεις σκόπευαν να περάσουν στην επίθεση στις 3 τα ξημερώματα[63]. Τότε, οι Σοβιετικοί αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις του πυροβολικού για να βομβαρδίσουν τα πιθανά σημεία συγκέντρωσης των γερμανικών δυνάμεων. Ο βομβαρδισμός ξεκίνησε στις 2:20 (ώρα Μόσχας)[64] - όπως αναφέρει ο Ζούκοφ, μ' αυτό τον βομβαρδισμό ξεκίνησε η μεγάλη μάχη του Κουρσκ[65]. Ωστόσο, ο βομβαρδισμός των πιθανών σημείων συγκέντρωσης των γερμανικών δυνάμεων από τις δυνάμεις του πυροβολικού και της αεροπορίας δεν έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Ο Ζούκοφ αναφέρει ότι το σοβιετικό πυροβολικό, εκτός από τις πραγματικές θέσεις των γερμανικών δυνάμεων, βομβάρδισε και τυχαίες περιοχές, δίνοντας στους Γερμανούς την ευκαιρία να αποφύγουν μεγάλες απώλειες - σύμφωνα με τον Ζούκοφ, αυτό οφείλονταν κυρίως στο γεγονός ότι ο βομβαρδισμός διεξάγονταν τη νύχτα με μικρή και αναποτελεσματική χρήση αεροσκαφών[66]. Δύο ώρες μετά τον βομβαρδισμό (κατά τις 4:30), το γερμανικό πυροβολικό και η γερμανική αεροπορία βομβάρδισαν τις θέσεις του Κεντρικού Μετώπου, δίνοντας περισσότερη έμφαση στο πεδίο της 13ης Στρατιάς[67]. Σύμφωνα με τον Ζούκοφ, κατά τις 5:00, οι γερμανικές δυνάμεις (3 μεραρχίες τεθωρακισμένων και 5 μεραρχίες πεζικού) επιτέθηκαν στις θέσεις της 13ης Στρατιάς (στην Ολχοβάτκα), όπου βρίσκονταν και δυνάμεις της 48ης και της 70ης Στρατιάς - οι γερμανικές δυνάμεις επιχείρησαν 5 επιθέσεις και κατάφεραν να προωθηθούν κατά 3-6 χιλιόμετρα[67].
Το βράδυ, οι Σοβιετικοί αποφάσισαν να μεταφέρουν στο πεδίο της 13ης Στρατίας την 2η Στρατιά Τεθωρακισμένων και 19ο Σώμα Τεθωρακισμένων και να περάσουν στην αντεπίθεση, ώστε να αναγκάσουν τις γερμανικές δυνάμεις (που πολεμούσαν στο πεδίο της 13ης Στρατιάς) να υποχωρήσουν στις αρχικές θέσεις τους[68]. Ο Ροκοσόφσκι αναφέρει ότι το ίδιο βράδυ, κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συζήτησης με τον Στάλιν, ο τελευταίος δήλωσε πως το Κεντρικό Μέτωπο θα αναλάμβανε την άμυνα του Κουρσκ σε περίπτωση προώθησης των Γερμανών στην πόλη από την πλευρά του Μετώπου του Βορόνεζ[69]. Στην σοβιετική αντεπίθεση συμμετείχαν, σύμφωνα με τον Τιμοχόβιτς, ένα σώμα πεζικού, δύο σώματα τεθωρακισμένων και δυνάμεις της 16ης Αεροπορικής Στρατιάς[70]. Η σοβιετική αντεπίθεση ξεκίνησε με βομβαρδισμό των γερμανικών θέσεων από τις δυνάμεις του σοβιετικού πυροβολικού και της σοβιετικής αεροπορίας. Σύμφωνα με τον Τιμοχόβιτς, η σοβιετική αεροπορία έδωσε περισσότερη έμφαση στις περιοχές, όπου προωθήθηκαν οι γερμανικές δυνάμεις (Ποντόλιαν, Στεπ, Μπόμπρικ, Μπουτίρκι, Σιρόκογιε Μπολότο)[70]. Παρά τις προσπάθειες της 17ης Μεραρχίας Φρουράς και των υπόλοιπων σοβιετικών δυνάμεων που συμμετείχαν στην αντεπίθεση, οι Γερμανοί κατάφεραν να αποκρούσουν την επίθεση - ο Ροκοσόφσκι αναφέρει πως η γερμανική διοίκηση έριξε στη μάχη 250 άρματα μάχης και μεγάλο αριθμό δυνάμεων πεζικού και ανάγκασε τους Σοβιετικούς να υποχωρήσουν στις αρχικές τους θέσεις[71]. Μετέπειτα, οι Γερμανοί προσπάθησαν να προωθηθούν στη δεύτερη γραμμή της σοβιετικής άμυνας, ωστόσο, απέτυχαν[71]. Παρά το γεγονός ότι η σοβιετική αντεπίθεση της 6ης Ιουλίου έληξε με αποτυχία, οι Γερμανοί υπέστησαν αρκετές απώλειες και αναγκάστηκαν να μεταφέρουν το κύριο χτύπημα από την Ολχοβάτκα στο χωριό Πανιρί[72] - κατά τον Τιμοχόβιτς, η γερμανική αεροπορία έχασε αυτή τη μέρα 113 αεροσκάφη και αναγκάστηκε να μειώσει αισθητά τη συμμετοχή της στη μάχη[73].
Στις 7 Ιουλίου, τα ξημερώματα, οι Γερμανοί μετέφεραν το κύριο χτύπημα στο χωριό Πανιρί, όπου παρατάχθηκε η 307η μεραρχία πεζικού μαζί με 5η μεραρχία πυροβολικού, καθώς επίσης και μεγάλος αριθμός σκαπανέων[74]. Στο πρώτο μισό της ημέρας, οι Γερμανοί προσπάθησαν να προωθηθούν δύο φορές στη σοβιετική άμυνα, ωστόσο, απέτυχαν. Παράλληλα, οι Γερμανοί μετέφεραν 150 άρματα μάχης και μεγάλο αριθμό στρατιωτών και ετοιμάζονταν να επιχειρήσουν νέα επίθεση στο χωριό Πανιρί, ωστόσο, η σοβιετική αεροπορία βομβάρδισε την περιοχή συγκέντρωσης αυτών των δυνάμεων και απέτρεψε τη γερμανική επίθεση[75]. Μετά το μεσημέρι, η γερμανική αεροπορία βομβάρδισε τις θέσεις των σοβιετικών δυνάμεων και οι επίγειες δυνάμεις πέρασαν στην επίθεση. Σύμφωνα με τον Ροκοσόφσκι, οι γερμανικές δυνάμεις κατάφεραν - με μεγάλες απώλειες - να προωθηθούν σε μερικά σημεία, ενώ δύο τάγματα κατάφεραν να καταλάβουν το βόρειο μέρος του χωριού Πανιρί - παρ' ολ' αυτά, μετά από λίγη ώρα, οι Σοβιετικοί ανακατέλαβαν την περιοχή και διέλυσαν τα δύο τάγματα[76]. Το βράδυ, οι Γερμανοί έριξαν στη μάχη δύο συντάγματα πεζικού και 60 άρματα μάχης Tiger και ανάγκασαν την 307η μεραρχία να υποχωρήσει. Ωστόσο, τα ξημερώματα της επόμενης μέρας, η 307η μεραρχία πέρασε στην αντεπίθεση και κατάφερε να ανατακαλάβει τις προηγούμενες θέσεις της[76]. Κατά τον Ροκοσόφσκι, κατά τη διάρκεια της επίθεσης στο χωριό Πανιρί, οι γερμανικές δυνάμεις υπέστησαν μεγάλες απώλειες και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, με αποτέλεσμα το χωριό να μείνει στα χέρια των Σοβιετικών[76]. Παράλληλα, οι γερμανικές δυνάμεις συνέχισαν τις επιθέσεις τους στην Ολχοβάτκα. Ο Ροκοσόφσκι αποφάσισε να ρίξει στη μάχη το 2ο Σώμα Τεθωρακισμένων του Μπογκντάνοφ, ενώ την ίδια ώρα παραχώρησε την 27η Στρατιά στο Μέτωπο του Βορόνεζ, το οποίο αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα[77].
Το πρωί της 8ης Ιουλίου (8:20), οι Γερμανοί (με 300 άρματα μάχης και μεγάλο αριθμό πυροβόλων) επιχείρησαν επίθεση στα βορειοδυτικά της Ολχοβάτκα, όπου παρατάχθηκαν δυνάμεις της 13ης και της 70ης Στρατιάς[78]. Οι γερμανικές δυνάμεις κατάφεραν να προωθηθούν στις θέσεις του σοβιετικού πεζικού, ωστόσο, το σοβιετικό πυροβολικό (με τεράστιες απώλειες) και το 9ο Σώμα Τεθωρακισμένων απέκρουσαν αυτή την επίθεση[78]. Παράλληλα, οι γερμανικές δυνάμεις προσπάθησαν να προωθηθούν στις θέσεις της 13ης και της 48ης Στρατιάς, αλλά απέτυχαν[78]. Μετά τις αποτυχίες αυτές, οι Γερμανοί αποφάσισαν να περάσουν στην άμυνα. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης στη βόρεια κατεύθυνση της προεξοχής του Κουρσκ, οι Γερμανοί (κατά τον Βασιλέφσκι) κατάφεραν να προωθηθούν μονάχα 10-12 χιλιόμετρα και έχασαν περίπου τα 2/3 άρματα μάχης που διέθεταν[1] - ο Τιμοχόβιτς αναφέρει πως οι Γερμανοί έχασαν αυτή την περίοδο 42.000 στρατιώτες, 800 άρματα μάχης και μεγάλο αριθμό πυροβόλων όπλων, ενώ κατάφεραν να προωθηθούν κατά 8-12 χιλιόμετρα[79]. Παράλληλα, οι Σοβιετικοί σχεδίαζαν τη μελλοντική τους αντεπίθεση. Κατά τον Ζούκοφ, κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συζήτησης με τον Στάλιν, ο τελευταίος διέταξε τη διεξαγωγή της σοβιετικής αντεπίθεσης στη βόρεια κατεύθυνση της προεξοχής του Κουρσκ (Επιχείρηση «Κουτούζοφ») με τη συμμετοχή του Κεντρικού Μετώπου, του Μετώπου του Μπριάνσκ και του αριστερού πλευρού του Δυτικού Μετώπου - ημερομηνία διεξαγωγής ορίστηκε η 12η Ιουλίου[80].
Στη νότια κατεύθυνση, οι Γερμανοί επιχείρησαν ταυτόχρονα δύο χτυπήματα: οι κύριες δυνάμεις των Γερμανών (4η Στρατιά Τεθωρακισμένων) έλαβαν διαταγή να προωθηθούν μέχρι το Ομπογιάν, ενώ άλλες γερμανικές δυνάμεις έλαβαν διαταγή να επιχειρήσουν βοηθητικό χτύπημα στο Κοροτσά (ομάδα του Κεμπφ)[81][82]. Κατά τον Τιμοχόβιτς, την πρώτη μέρα της επίθεσης (5η Ιουλίου), οι γερμανικές δυνάμεις συγκέντρωσαν στην κύρια κατεύθυνση (Ομπογιάν) 700 άρματα μάχης, μεγάλο αριθμό πυροβόλων και μηχανοκίνητο πεζικό με σκοπό την προώθηση στο Κουρσκ μέσα σε 2-3 μέρες[81]. Οι δυνάμεις της 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων (συγκεκριμένα το 48ο Σώμα Τεθωρακισμένων του στρατηγού Κνόμπελσντορφ) αντιμετώπισαν αρκετές δυσκολίες στις πρώτες ώρες της επίθεσης. Σύμφωνα με τον Ζαμούλιν, μονάχα η μεραρχία «Μεγάλη Γερμανία» και η 167η μεραρχία πεζικού κατάφεραν να φθάσουν στις καθορισμένες (από το σχέδιο της Επιχείρησης «Ακρόπολη») θέσεις τους την καθορισμένη ώρα, ενώ άλλες μεραρχίες αντιμετώπιζαν τη σθεναρή αντίσταση των σοβιετικών δυνάμεων[83]. Η 11η μεραρχία τεθωρακισμένων προσπάθησε να απομακρύνει τις σοβιετικές νάρκες νοτίως του χωριού Μπούτοβο, ωστόσο, αντιμετώπισε την αντίσταση της 3/199ης Μεραρχίας Πεζικού και τις επιθέσεις της σοβιετικής αεροπορίας[83]. Η κατάσταση ήταν πιο δύσκολη στο αριστερό πλευρό του 48ου Σώματος Τεθωρακισμένων: η 332η μεραρχία πεζικού αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα βορείως του δάσους Κορολέφσκι, ενώ η 3η μεραρχία τεθωρακισμένων κατάφερε να καταλάβει το χωριό Γκερτσόφκα με μια ώρα καθυστέρηση (4:20) και με μεγάλες απώλειες[84].
Αυτές οι καθυστερήσεις προκάλεσαν προβλήματα και στην προετοιμασία του βομβαρδισμού του Τσερκάσκογιε. Όπως αναφέρει ο Ζαμούλιν, ο βομβαρδισμός των μετωπικών θέσεων των Σοβιετικών προγραμματίστηκε στις 4:00, ωστόσο, η μεραρχία SS «Μεγάλη Γερμανία» και η 11η μεραρχία τεθωρακισμένων δεν είχαν αρκετό χρόνο και αρκετές προμήθειες για να εκτελέσουν αυτή τη διαταγή - επίσης, οι Σοβιετικοί (6η Στρατιά Φρουράς) είχαν καλύψει τις θέσεις του με διάφορα μέσα παραλλαγής, με αποτέλεσμα να μην είναι φανερές από τα γερμανικά αεροσκάφη και το γερμανικό πυροβολικό[85]. Παράλληλα, ο στρατηγός φον Μέλλεντιν έλαβε αναφορές από τις μεραρχίες του 48ου Σώματος Τεθωρακισμένων, οι οποίες ανέφεραν ότι οι Σοβιετικοί βρίσκονταν σε ακινησία. Βάσει αυτών των πληροφοριών, ο διοικητής του επιτελείου του 48ου Σώματος Τεθωρακισμένων διέταξε τη διεξαγωγή επίθεσης (στις 6:00) από τις δυνάμεις της μεραρχίας «Μεγάλη Γερμανία» και της 3ης μεραρχίας τεθωρακισμένων, ενώ η επίθεση της 11ης μεραχίας τεθωρακισμένων και της 167ης μεραρχίας πεζικού αναβάλονταν για μια (από την καθορισμένη από το σχέδιο της Επιχείρησης «Ακρόπολη») ώρα - αρχικά, το σχέδιο της Επιχείρησης «Ακρόπολη» προέβλεπε τη διεξαγωγή ταυτόχρονης επίθεσης από τις δυνάμεις του 48ου Σώματος Τεθωρακισμένων και του 2ου Σώματος Τεθωρακισμένων των SS, ωστόσο, αυτή η απόφαση του φον Μέλλεντιν σήμαινε την αποτυχία της διεξαγωγής της γερμανικής επίθεσης στη νότια κατεύθυνση της προεξοχής του Κουρσκ, όπως αυτή προβλεπόταν από το αρχικό σχέδιο[86]. Οι δυνάμεις του 48ου Σώματος Τεθωρακισμένων είχαν δύσκολη αποστολή: να καταλάβουν τα χωριά Τσερκάσκογιε και Κορόβινο, τα οποία οι δυνάμεις των Σοβιετικών (67η και 71η Μεραρχία Πεζικού-Φρουράς) μέτρεψαν σε ισχυρά αμυντικά προπύργια[87]. Συγκεκριμένα, ο Κνόμπελσντορφ συγκέντρωσε τις δυνάμεις του 48ου Σώματος Τεθωρακισμένων, της 3ης και της 11ης μεραρχίας Τεθωρακισμένων και διέταξε την κατάληψη του χωριού Τσερκάσκογιε μέχρι τις 10:00 - παράλληλα, ο Κνόμπελσντορφ αύξησε τον αριθμό στρατιωτών και αρμάτων μάχης (συμπεριλαμβανομένης της 10ης ταξιαρχίας τεθωρακισμένων), με αποτέλεσμα να έχει σχεδόν τον ίδιο αριθμό αρμάτων μάχης με το 2ο Σώμα Τεθωρακισμένων SS[88].
Η διοίκηση του 48ου Σώματος παρέταξε περίπου 300 άρματα μάχης (129 άρματα μάχης από την μεραρχία «Μεγάλη Γερμανία» και 200 άρματα Panther από την 10η ταξιαρχία τεθωρακισμένων) απέναντι στο δεξιό πλευρό της 67ης Μεραρχίας Πεζικού-Φρουράς και στο αριστερό πλευρό της 71ης Μεραρχίας Πεζικού-Φρουράς (μεταξύ του Κορόβινο και του Τσερκάσκογιε) με σκοπό να καταλάβει την περιοχή και να αναγκάσει τους Σοβιετικούς να μεταφέρουν περισσότερες δυνάμεις στην περιοχή - αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των σοβιετικών δυνάμεων στο μέτωπο της 332ης μεραρχίας πεζικού και της 11ης μεραρχίας τεθωρακισμένων[89]. Παράλληλα, η 3η Μεραρχία Τεθωρακισμένων έλαβε διαταγή να απομακρύνει την 71η Μεραρχία Πεζικού-Φρουράς από το Κορόβινο, ενώ αργότερα, η μεραρχία «Μεγάλη Γερμανία» και η 11η μεραρχία τεθωρακισμένων έπρεπε να περικυκλώσουν το Τσερκάσκογιε[89]. Το πρωί της 5ης Ιουλίου (6:00), μετά από δίωρο βομβαρδισμό του 196ου Συντάγματος Πεζικού-Φρουράς, οι τυφεκιοφόροι και οι γρεναδιέροι της μεραρχίας «Μεγάλη Γερμανία» πέρασαν στην επίθεση στα δυτικά του Τσερκάσκογιε - μετά από περίπου μια ώρα, το επιτελείο του 48ου Σώματος ανέφερε ότι η επίθεση είχε λήξει με επιτυχία[90]. Ωστόσο, αυτή η αναφορά δεν ήταν ολοκληρωμένη, καθώς δεν περιέγραφε τις συγκρούσεις στα νότια του Τσερκάσκογιε, όπου οι Σοβιετικοί είχαν ετοιμάσει μια ισχυρή αντιαρματική άμυνα - γι' αυτό και οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν ένα μεγάλο αριθμό σκαπανέων για να απομακρύνουν τον μεγάλο αριθμό αντιαρματικών ναρκών νοτίως του Τσερκάσκογιε[91]. Στις 7:40, όπως αναφέρεται στις αναφορές του 48ου Σώματος, οι γρεναδιέροι της μεραρχίας «Μεγάλη Γερμανία» προωθήθηκαν στα νοτιοδυτικά του χωριού Τσερκάσκογιε, ενώ οι τυφεκιοφόροι προωθήθηκαν στα αριστερά του χωριού - σύμφωνα με την αναφορά, το 48ο Σώμα Τεθωρακισμένων θεωρούσε ότι έφθασε η κατάλληλη ώρα για ταυτόχρονη επίθεση της μεραρχίας «Μεγάλη Γερμανία» και της 11ης μεραρχίας τεθωρακισμένων[92].
Ωστόσο, αυτή η αναφορά δεν ήταν ακριβής: στις 7:40, το σύνταγμα των γρεναδιέρων (με τη βοήθεια του πυροβολικού) προωθήθηκε στην πρώτη γραμμή της σοβιετικής άμυνας, όπου βρίσκονταν δύο συντάγματα (196ο και 210ο Συντάγματα Πεζικού της Φρουράς) των Σοβιετικών, με αποτέλεσμα να σημειωθούν συγκρούσεις στα χαρακώματα[93]. Όσον αφορά τους τυφεκιοφόρους, οι δυνάμεις τους είχαν μείνει χωρίς τη βοήθεια των αρμάτων μάχης και αναγκάστηκαν (μετά το τέλος του βομβαρδισμού) να περάσουν σε μετωπική επίθεση, η οποία έληξε με αποτυχία - κατά τον Ζαμούλιν, οι Σοβιετικοί απώθησαν 150 τυφεκιοφόρους και οι τελευταίοι παρέμειναν στην αρχική τους θέση[94]. Οι σοβιετικές και γερμανικές αναφορές για τα γεγονότα που σημειώθηκαν στο πεδίο της μάχης κατά τις 6:00-9:00 έχουν πολλές διαφορές, με αποτέλεσμα να είναι άγνωστες οι πραγματικές συγκρούσεις[95]. Ο διοικητής του 196ου Συντάγματος Πεζικού-Φρουράς, Β. Μπαζάνοφ, ενίσχυσε τις θέσεις του συντάγματος και απέκρουσε τις γερμανικές επιθέσεις στο μέτωπο και στο άκρο της παράταξης - παράλληλα, στα βόρεια, οι Σοβιετικοί επιχείρησαν αντεπίθεση εναντίον των γρεναδιέρων, ωστόσο, οι τελευταίοι κατάφεραν να απωθήσουν τους Σοβιετικούς[96]. Οι Γερμανοί συγκέντρωσαν μεγάλο αριθμό αρμάτων μάχης και πυροβολικού μεταξύ του Κορόβινο και του Τσερκάσκογιε, ωστόσο, οι επιθέσεις των σοβιετικών αεροσκαφών, η αντίσταση του σοβιετικού πυροβολικού και ο μεγάλος αριθμός αντιαρματικών τάφρων προκάλεσαν αρκετά προβλήματα στην προώθηση των γερμανικών δυνάμεων[97]. Στις 8:30, οι Γερμανοί έριξαν στη μάχη (στο δεξιό άκρο) την 11η μεραρχία τεθωρακισμένων και την 167η μεραρχία πεζικού: η 11η μεραρχία τεθωρακισμένων επιτέθηκε στο αριστερό άκρο του 167ου Συντάγματος Πεζικού-Φρουράς και στο πεδίο μεταξύ του 167ου και του 199ου Συντάγματος Πεζικού-Φρουράς, ενώ η 167η μεραρχία πεζικού επιτέθηκε (από το χωριό Ντραγκούνσκογιε) στις θέσεις του 201ου Συντάγματος Πεζικού-Φρουράς της 67ης Μεραρχίας Πεζικού-Φρουράς[98].
Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, η 11η μεραρχία τεθωρακισμένων (μέσα σε δύο ώρες) κατάφερε να προωθηθεί κατά δύο χιλιόμετρα. Αργότερα, οι δυνάμεις της 11ης μεραρχίας τεθωρακισμένων και της μεραρχίας «Μεγάλη Γερμανία» προωθήθηκαν στο πεδίο μεταξύ του 196ου και του 199ου Συντάγματος Πεζικού-Φρουράς[99]. Η προώθηση της 11ης μεραρχίας τεθωρακισμένων και της 167ης μεραρχίας πεζικού είχε ως αποτέλεσμα οι Σοβιετικοί να ρίξουν στο πεδίο τους μεγάλο αριθμό εφεδρειών, δίνοντας την ευκαιρία στους γρεναδιέρους και στους τυφεκιοφόρους της μεραρχίας SS «Μεγάλη Γερμανία» να αποκρούσουν τις σοβιετικές αντεπιθέσεις[99]. Μετέπειτα, μονάδες της 11ης μεραρχίας τεθωρακισμένων περικύκλωσαν τις θέσεις του σοβιετικού πυροβολικού στα νοτιοανατολικά του Τσερκάσκογιε - αρχικά, το σοβιετικό πυροβολικό απέκρουσε τις επιθέσεις των γερμανικών αρμάτων μάχης, ωστόσο, η επόμενη επίθεση των Γερμανών είχε λήξει με επιτυχία[100]. Παράλληλα, στις 10:00, η 332η μεραρχία πεζικού πέρασε στην επίθεση στο πεδίο της 71ης Μεραρχίας Πεζικού-Φρουράς - η 332η μεραρχία πεζικού ήταν τελευταία μεραρχία του 48ου Σώματος Τεθωρακισμένων που πέρασε στην επίθεση[100]. Στις 10:30, οι γρεναδιέροι και οι τυφεκιοφόροι της μεραρχίας «Μεγάλη Γερμανία» εισέβαλαν στα δυτικά προάστια του χωριού Τσερκάσκογιε, ωστόσο, οι Σοβιετικοί απέκρουσαν τη γερμανική επίθεση - παρ' ολ' αυτά, μετά από λίγη ώρα, οι γρεναδιέροι και οι τυφεκιοφόροι κατάφεραν να καταλάβουν τα δυτικά προάστια χάρη στην υποστήριξη από ένα μικρό αριθμό αρμάτων μάχης. Παράλληλα, η 11η μεραρχία τεθωρακισμένων και η 167η μεραρχία πεζικού προωθήθηκαν στο πεδίο μεταξύ του 196ου και του 199ου Συντάγματος Πεζικού της Φρουράς, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν οι συγκρούσεις στα προάστια και στους δρόμους του Τσερκάσκογιε[101]. Ο συνταγματάρχης Αλεξέι Μπάκσοφ βρισκόταν αυτή τη στιγμή στο επιτελείο της 67ης Μεραρχίας Πεζικού-Φρουράς, ένα χιλιόμετρο βορειοανατολικά του Τσερκάσκογιε - μόλις έμαθε για την προώθηση των Γερμανών στο δεξιό και στο αριστερό άκρο του 167ου Συντάγματος Πεζικού της Φρουράς, ο διοικητής της μεραρχίας αποφάσισε να ρίξει στη μάχη τις κινητές αντιαρματικές εφεδρείες που διέθεται[102].
Στις 12:00, το 1ο και το 2ο Τάγμα Τεθωρακισμένων έφθασαν στο πεδίο της μάχης και οι διοικητές τους ξεκίνησαν τον σχεδιασμό αντεπίθεσης με τις δυνάμεις του 196ου Συντάγματος Πεζικού-Φρουράς και του πυροβολικού[103]. Ωστόσο, η κατάσταση της σοβιετικής άμυνας έγινε χειρότερη κατά τις 13:00-14:00, καθώς οι Γερμανοί έριξαν περισσότερα άρματα μάχης στο πεδίο της μάχης[104]. Παρ' ολ' αυτά, οι γερμανικές δυνάμεις δεν κατάφεραν να διαλύσουν τη σοβιετική άμυνα, χάρη στην αντεπίθεση της 67ης Μεραρχίας Πεζικού-Φρουράς κατά των μετωπικών δυνάμεων του 48ου Σώματος Τεθωρακισμένων - κατά τον Ζαμούλιν, οι σοβιετικές δυνάμεις αντεπιτέθηκαν από τα βορειοδυτικά και τα βορειοανατολικά προάστια του Τσερκάσκογιε στα νότια του χωριού[105]. Παράλληλα, η 3η μεραρχία τεθωρακισμένων παρέκαμψε το χωριό Κορόβινο από τα ανατολικά, προωθήθηκε στο πεδίο μεταξύ της 67ης και της 71ης Μεραρχίας Πεζικού-Φρουράς και προσπάθησε να προωθηθεί στα βόρεια[106]. Αργότερα, η 3η μεραρχία τεθωρακισμένων εκμεταλλεύτηκε την υποχώρηση του δεξιού άκρου του 196ου Συντάγματος Πεζικού-Φρουράς στα προάστια του Τσερκάσκογιε και βρέθηκε μόλις ένα χιλιόμετρα δυτικώς του χωριού[106]. Γι' αυτό τον λόγο, οι Σοβιετικοί αποφάσισαν να επιχειρήσουν αντεπίθεση κατά των γρεναδιέρων της μεραρχίας SS «Μεγάλη Γερμανία» και της 3ης μεραρχίας τεθωρακισμένων. Η σοβιετική αντεπίθεση κατά των γρεναδιέρων της μεραρχίας «Μεγάλη Γερμανία» ξεκίνησε στις 14:00 και έληξε στις 15:00 με τη διάλυση των γερμανικών αρμάτων μάχης, την απώθηση των γρεναδιέρων της μεραρχίας «Μεγάλη Γερμανία» και την ανάκτηση των προηγούμενων θέσεων του συντάγματος[106]. Την ίδια ώρα, οι Σοβιετικοί περικύκλωσαν αρκετά γερμανικά άρματα μάχης της 3ης μεραρχίας τεθωρακισμένων, ωστόσο, δυνάμεις της 3ης μεραρχίας τεθωρακισμένων που απέφυγαν την περικύκλωση ενώθηκαν με τις δυνάμεις της μεραρχίας «Μεγάλη Γερμανία» και περικύκλωσαν τις εφεδρείες της 67ης Μεραρχίας Πεζικού-Φρουράς[107].
Κατά τις 16:00-17:00, οι Γερμανοί επιχείρησαν νέα επίθεση κατά των σοβιετικών δυνάμεων στα νοτιοδυτικά προάστια του Τσερκάσκογιε. Στην επίθεση συμμετείχαν δυνάμεις της μεραρχίας «Μεγάλη Γερμανία», της 3ης και της 11ης μεραρχίας τεθωρακισμένων, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν αριθμητικό πλεονέκτημα έναντι των Σοβιετικών. Η επίθεση είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση αρκετών σοβιετικών αρμάτων μάχης, την υποχώρηση των σοβιετικών δυνάμεων στο Τσερκάσκογιε και τη διεξαγωγή συγκρούσεων στους δρόμους του χωριού[108]. Στις 17:00, η 10η ταξιαρχία τεθωρακισμένων μετέφερε στα δυτικά και στα νοτιοδυτικά προάστια του Τσερκάσκογιε 30 άρματα μάχης Panther, 15 άρματα μάχης Panzer IV, 4 τάγματα πεζικού και μια αντιαρματική μονάδα. Αυτή ήταν η πρώτη εμφάνιση των γερμανικών αρμάτων μάχης Panther στο γερμανοσοβιετικό μέτωπο - οι σοβιετικές δυνάμεις δεν ήταν ενήμερες για την εμφάνιση των νέων γερμανικών αρμάτων μάχης, με αποτέλεσμα να χάσουν ένα μεγάλο αριθμό αρμάτων μάχης κατά τη διάρκεια της επίθεσης[109]. Παράλληλα, το επιτελείο του 48ου Σώματος Τεθωρακισμένων έλαβε αναφορές από την μεραρχία «Μεγάλη Γερμανία» και από την 11η μεραρχία τεθωρακισμένων για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν στο μέτωπο: οι γρεναδιέροι και οι τυφεκιοφόροι της μεραρχίας «Μεγάλη Γερμανία» δέχονταν επιθέσεις από το σοβιετικό πεζικό και το σοβιετικό πυροβολικό, ενώ τα σοβιετικά άρματα μάχης επιτέθηκαν στο αριστερό άκρο της 11ης μεραρχίας τεθωρακισμένων - ωστόσο, η αριθμητική υπεροχή των Γερμανών είχε ως αποτέλεσμα τη λήξη της σοβιετικής αντεπίθεσης[110]. Στις 18:30, τα άρματα μάχης της μεραρχίας «Μεγάλη Γερμανία» εισήλθαν στο βορειοδυτικό μέρος του Τσερκάσκογιε και βρέθηκαν 500 μέτρα από τα βορειοανατολικά προάστια του χωριού, ενώ η 11η μεραρχία τεθωρακισμένων επιτέθηκε στο υψόμετρο 246.0 - αυτή η επίθεση είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί το χωριό κυκλωμένο[111]. Μετά, οι γερμανικές δυνάμεις είχαν σκοπό να προωηθούν στα βόρεια για να περικυκλώσουν τις σοβιετικές δυνάμεις στο Τσερκάσκογιε, ωστόσο, το σοβιετικό πυροβολικό διέλυσε 13 άρματα μάχης των Γερμανών - οι γερμανικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στις προηγούμενες θέσεις τους[112].
Ωστόσο, στο τέλος της ημέρας, οι δυνάμεις των Σοβιετικών στο Τσερκάσκογιε και στο Κορόβινο είχαν εξαντληθεί. Στις 21:00, ο Μπάκσοφ διέταξε υποχώρηση του 196ου Συντάγματος Πεζικού-Φρουράς και τη μεταφορά του σε νέες θέσεις - κατά τον Ζαμούλιν, μερικές δυνάμεις υποχώρησαν από τα δυτικά προάστια προς τη βορειοανατολική και βορειοδυτική κατεύθυνση, ενώ οι δυνάμεις που βρίσκονταν στα νότια προάστια υποχώρησαν στο κέντρο του χωριού Τσερκάσκογιε[113]. Για να αποτρέψει την προώθηση των Γερμανών κατά τη διάρκεια της υποχώρησης, ο Μπάκσοφ παρέταξε ένα μικρό αριθμό αρμάτων μάχης - παρά το αριθμητικό μειονέκτημα, τα σοβιετικά άρματα μάχης απέτρεψαν τη γρήγορη προώθηση των Γερμανών και έδωσαν χρόνο στις δυνάμεις του Μπάκσοφ για να υποχωρήσουν από το Τσερκάσκογιε[113]. Σύμφωνα με τις γερμανικές αναφορές, στις 21:20, οι γρεναδιέροι και μερικά άρματα μάχης Panther της 10ης ταξιαρχίας τεθωρακισμένων κατάφεραν να προωθηθούν στα βόρεια προάστια του χωριού, ενώ στις 22:00, οι δυνάμεις της 3ης μεραρχίας τεθωρακισμένων κατέλαβαν τα νοτιοανατολικά προάστια του χωριού[113]. Παρ' ολ' αυτά, οι γερμανικές δυνάμεις απέκτησαν τον πλήρη έλεγχο στο χωριό κατά τα ξημερώματα της 6ης Ιουλίου, λόγω συγκρούσεων στους δρόμους του χωριού[113]. Οι συγκρούσεις στο Τσερκάσκογιε, αν και δεν έτυχαν σοβαρής κάλυψης από τα περισσότερα ιστορικά βιβλία, είχαν σοβαρές επιπτώσεις για τη γερμανική επίθεση - όπως αναφέρει ο Ζαμούλιν, οι γερμανικές δυνάμεις είχαν λάβει διαταγή να φθάσουν στο Ομπογιάν μέσα σε μια μέρα, ωστόσο, οι Σοβιετικοί καθυστέρησαν τους Γερμανούς στο Τσερκάσκογιε, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν μεγάλα προβλήματα σε μετέπειτα γερμανική προώθηση[114]. Την ίδια μέρα (5η Ιουλίου), το 2ο Σώμα Τεθωρακισμένων SS αντιμετώπισε σθεναρή αντίσταση από τις σοβιετικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα να καταλάβει μονάχα την πρώτη γραμμή άμυνας των Σοβιετικών - αρχικός σκοπός του 2ου Σώματος Τεθωρακισμένων SS ήταν η διάλυση της σοβιετικής άμυνας και η προώθηση στην ανατολική ακτή του ποταμού Ντονέτς[115].
Τη νύχτα μεταξύ 5ης και 6ης Ιουλίου, οι Γερμανοί συγκέντρωσαν τους γρεναδιέρους των μεραρχιών SS «Leibstandarte» και «Ντας Ράιχ» και μεγάλο αριθμό σκαπανέων στη γραμμή του μετώπου της 51ης Μεραρχίας Πεζικού-Φρουράς[116]. Από την άλλη, οι Σοβιετικοί μετέφεραν τρία σώματα στον δρόμο Μπέλγκοροντ-Κουρσκ, καθώς επίσης και το 5ο Σώμα Τεθωρακισμένων-Φρουράς του Στάλινγκραντ στην κατεύθυνση της Πρόχοροφκα, η οποία βρισκόταν στην οπισθοφυλακή της 51ης Μεραρχίας Πεζικού-Φρουράς[116]. Ο Βατούτιν (διοικητής του Μετώπου του Βορόνεζ) συγκέντρωσε στη γραμμή του μετώπου τρια σώματα τεθωρακισμένων και ένα μηχανοκίνητο σώμα, τα οποία είχαν στη διάθεση τους 854 άρματα μάχης[117]. Στις 16:00 της 5ης Ιουλίου, ο Βατούτιν διέταξε τη διεξαγωγή αντεπίθεσης (στις 6 Ιουλίου) κατά των γερμανικών δυνάμεων που είχαν προωθηθεί στη σοβιετική άμυνα από τις δυνάμεις της 1ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων (Κατουκόφ) και της 6ης Στρατιάς Φρουράς (Τσιστιακόφ)[118]. Παρ' ολ' αυτά, ο Κατουκόφ διαφωνούσε με τη διεξαγωγή της αντεπίθεσης, καθώς θεωρούσε ότι τα γερμανικά άρματα μάχης υπερείχαν των σοβιετικών, ενώ η γερμανική αεροπορία βρισκόταν σε καλύτερη θέση απ' ό,τι η σοβιετική και πως μια μετωπική σύγκρουση μεταξύ των γερμανικών και των σοβιετικών αρμάτων μάχης υπ' αυτές τις συνθήκες θα είχε ως αποτέλεσμα μεγάλες απώλειες στις τεθωρακισμένες δυνάμεις των Σοβιετικών - ωστόσο, ο Βατούτιν δεν συμφώνησε με τον Κατουκόφ και επέμενε στη διεξαγωγή της αντεπίθεσης[118]. Την καθορισμένη ώρα, οι δυνάμεις της 1ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων επιτέθηκαν στην κατεύθυνση της Τομάροφκα, ωστόσο, στο Γιάκοβλεβο, οι Σοβιετικοί υπέστησαν μεγάλες απώλειες, λόγω της υπεροχής των γερμανικών αρμάτων μάχης[119]. Ο Κατουκόφ, παρακολουθώντας αυτή την κατάσταση από το επιτελείο της 1ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων, προσπάθησε να συνδεθεί με τον Βατούτιν και να του επαναλάβει τις ανησυχίες του για τη διεξαγωγή της αντεπίθεσης. Ωστόσο, στο επιτελείο της 1ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων τηλεφώνησε ο Στάλιν και ζήτησε από τον Κατουκόφ να δώσει αναφορά για την κατάσταση στο μέτωπο - ο Κατουκόφ ανέφερε ότι η αντεπίθεση έπρεπε να είχε γίνει αργότερα και πρότεινε την οργάνωση άμυνας, η οποία θα επέτρεπε τη διάλυση των γερμανικών αρμάτων μάχης. Μετά από λίγη ώρα σκέψης, ο Στάλιν συμφώνησε με τα συμπεράσματα του Κατουκόφ και διέταξε τη λήξη της αντεπίθεσης[120].
Παράλληλα, το 2ο Σώμα Τεθωρακισμένων SS έλαβε διαταγή να διαλύσει τις δυνάμεις της 375ης μεραρχίας πεζικού στη γραμμή Βίσλογιε-Σαπινό-Έρικ και να προωθηθεί μέχρι τον ποταμό Λίποβι Ντονέτς[121]. Στις 14:30, το 2ο Σώμα Τεθωρακισμένων SS κατάφερε να διαλύσει την άμυνα της 375ης μεραρχίας πεζικού των Σοβιετικών και προετοίμασε το έδαφος για τη μετέπειτα προώθηση του 48ου Σώματος Τεθωρακισμένων και άλλων σωμάτων της 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων. Παράλληλα, το 2ο Σώμα Τεθωρακισμένων SS συνέχισε την επίθεση στην τρίτη (και τελευταία) γραμμή της σοβιετικής άμυνας - ωστόσο, η αργή προώθηση του 48ου Σώματος Τεθωρακισμένων και η σθεναρή άμυνα των Σοβιετικών (1η Στρατιά Τεθωρακισμένων) είχαν ως αποτέλεσμα να μην πραγματοποιηθεί (κατά 100%) το σχέδιο του επιτελείου της 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων[122]. Την ίδια ώρα, η μεραρχία SS «Ντας Ράιχ» επιτέθηκε στις θέσεις του 5ου Σώματος Τεθωρακισμένων-Φρουράς του Στάλινγκραντ στη γραμμή Καλίνιν-Σομπατσιέφσκι-Λούτσκι-Τετερέβινο, το οποίο παρέταξε σ' αυτή τη γραμμή 213 άρματα μάχης[123]. Κατά το μεσημέρι, όταν οι γερμανικές δυνάμεις είχαν διαλύσει την άμυνα της 51ης Μεραρχίας Πεζικού-Φρουράς, η μεραρχία SS «Ντας Ράιχ» προωθήθηκε στον δρόμο Λούτσκι-Καλίνιν και στον δρόμο μεταξύ των νότιων και των βόρειων προάστιων του Λούτσκι[124]. Στις 15:10, οι σοβιετικές δυνάμεις πέρασαν στην αντεπίθεση κατά των μετωπικών δυνάμεων της μεραρχίας SS «Ντας Ράιχ» νοτίως του Λούτσκι. Αρχικά, οι δυνάμεις των SS είχαν μείνει έκπληκτοι, ωστόσο, με τη χρήση αρμάτων μάχης και μαχητικών αεροσκαφών, απέκρουσαν τη σοβιετική αντεπίθεση, ενώ μερικές μονάδες προσπάθησαν να συνεχίσουν την προώθηση στα βόρεια[124]. Οι Σοβιετικοί έριξαν στη μάχη δύο ταξιαρχίες, ωστόσο, δεν κατάφεραν να σταματήσουν τη γερμανική προώθηση. Μετά την αποτυχημένη αντεπίθεση, οι σοβιετικές δυνάμεις προσπάθησαν να οργανώσουν την άμυνα τους, ωστόσο, οι Γερμανοί (κατά τις 19:00) κατάφεραν να προωθηθούν στα βορειοανατολικά προάστια του Καλίνιν[125]. Αυτό σήμαινε ότι οι Γερμανοί κατέλαβαν τις γραμμές επικοινωνίας των αμυνόμενων Σοβιετικών και ότι το 5ο Σώμα Τεθωρακισμένων-Φρουράς του Στάλινγκραντ βρέθηκε περικυκλωμένο[126].
Η 7η Ιουλίου ξεκίνησε για τους Σοβιετικούς με μεγάλα προβλήματα: η διοίκηση της 6ης Στρατιάς Φρουράς είχε αναλάβει τη δημιουργία μιας νέας γραμμής άμυνας και τη διεξαγωγή αντεπίθεσης. Ωστόσο, η διοίκηση της 6ης Στρατιάς Φρουράς δεν κατείχε στοιχεία για την κατάσταση των μεραρχιών της στρατιάς - επίσης, η διοίκηση της 6ης Στρατιάς Φρουράς δεν ήξερε που βρίσκονταν οι περισσότερες μεραρχίες της[127]. Κατά τον Ζαμούλιν, το 23ο Σώμα Πεζικού της Φρουράς και το 5ο Σώμα Τεθωρακισμένων της Φρουράς του Στάλινγκραντ βρίσκονταν σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Πάβελ Βαχραμέεφ, διοικητής του 23ου Σώματος Πεζικού-Φρουράς, στις 17:00 της 6ης Ιουλίου, μετέφερε το επιτελείο του βορειοδυτικά του Βασίλιεφ, με αποτέλεσμα να μην κατέχει στοιχεία για την κατάσταση δύο (εκ των τριών) μεραρχιών του σώματος μέχρι το απόγευμα της 7ης Ιουλίου[127]. Ο Τσιστιακόφ ήταν άκρως δυσαρεστημένος με την παθητικότητα του Βαχραμέεφ - ο Ζαμούλιν αναφέρει πως όταν ο Βαχραμέεφ ανέφερε ότι δεν είχε στοιχεία για την κατάσταση των μεραρχιών του, το επιτελείο της 6ης Στρατιάς κατάφερε να επικοινωνήσει με το επιτελείο της 52ης Μεραρχίας Πεζικού-Φρουράς και έμαθε ότι οι κύριες δυνάμεις της μεραρχίας παρατάχθηκαν στη γραμμή Ζούραφκα-Σβίνο Πογκορέλσκαγια-Ντούμνογιε-Σκορόφκα, ενώ παράλληλα παρέμεινε άγνωστη η κατάσταση του 1/3 των δυνάμεων της μεραρχίας[128]. Όσον αφορά το 5ο Σώμα Τεθωρακισμένων-Φρουράς του Στάλινγκραντ, στις 18:00 της 6ης Ιουλίου, το επιτελείο της 6ης Στρατιάς Φρουράς έχασε κάθε επαφή με το επιτελείο του 5ου Σώματος Τεθωρακισμένων-Φρουράς του Στάλινγκραντ. Το επιτελείο της 6ης Στρατιάς Φρουράς έμαθε για την περικύκλωση του 5ου Σώματος Τεθωρακισμένων-Φρουράς του Στάλινγκραντ λίγο πριν το μεσημέρι - οι δυνάμεις του 5ου Σώματος Τεθωρακισμένων-Φρουράς του Στάλινγκραντ κατάφεραν (με μεγάλες απώλειες) να σπάσουν την περικύκλωση και να συγκεντρωθούν στη γραμμή Μπελενίχινο-Ιβάνοφσκι Βίσελοκ-Λέσκι[129]. Σύμφωνα με τον Ζαμούλιν, η 6η Στρατιά Φρουράς, τα ξημερώματα της 7ης Ιουλίου, είχε στη διάθεση της δύο συντάγματα τεθωρακισμένων (σε κακή κατάσταση), ένα σύνταγματα σκαπανέων, δύο σώματα τεθωρακισμένων (μονάχα το ένα εκ των δύο ήταν αξιόμαχο) και επτά μεραρχίες πεζικού (οι τρεις εκ των οποίων ήταν αξιόμαχες και παρατάχθηκαν στο σημείο επίθεσης της 4ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων)[130]. Παράλληλα, η 7η Στρατιά Φρουράς αντιμετώπιζε επίσης σοβαρά προβλήματα και αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη γραμμή Κριφτσόβο-Μελέχοβο-Σεϊνό, καθιστώντας δύσκολη την απόκρουση των γερμανικών επιθέσεων και τη διεξαγωγή αντεπίθεσης από τις δυνάμεις της 6ης Στρατιάς Φρουράς[130]. Πυρήνας της σοβιετικής άμυνας στις κατευθύνσεις του Ομπογιάν και της Πρόχοροφκα ήταν η 1η Στρατιά Τεθωρακισμένων (Κατουκόφ), το 2ο Σώμα Τεθωρακισμένων-Φρουράς του Τατσίνσκι (Μπουρντέινι) και τρεις αντιαρματικές ταξιαρχίες της Πολεμικής Αεροπορίας[130].
Στις 01:25 της 7ης Ιουλίου, ο Βατούτιν αποφάσισε να ακυρώσει την διεξαγωγή της αντεπίθεσης - στο κείμενο της διαταγής αναφέρεται: «η προγραμματισμένη αντεπίθεση της αριστερής πτέρυγας της [6ης] στρατιάς ακυρώνεται, λόγω της σημερινής κατάστασης, της έλλειψης εφεδρειών και της αδυναμίας συγκέντρωσης δυνάμεων, σε σύντομο χρονικό διάστημα, στις αρχικές θέσεις»[131]. Ο Τσιστιακόφ έλαβε διαταγή να συνεχίσει την άμυνα των θέσεων της 6ης Στρατιάς, ενώ η 89η Μεραρχία Πεζικού-Φρουράς έλαβε διαταγή να παραταχθεί στο δάσος ανατολικά της Τερνόφκα - η άμυνα της προηγούμενης θέσης της 89ης Μεραρχίας Πεζικού-Φρουράς ανατέθηκε στην 93η Μεραρχία Πεζικού-Φρουράς[130]. Παράλληλα, ο Βατούτιν μετέφερε στο πεδίο μεταξύ της 6ης και της 7ης Στρατιάς Φρουράς το 35ο Σώμα Πεζικού-Φρουράς του Γκοριατσιόφ, ενώ η μεραρχία του Σεριούγκιν (η οποία είχε παραταχθεί στο πεδίο μεταξύ των δύο στρατιών στην αρχή της μάχης) μεταφέρθηκε στην οπισθοφυλακή[130]. Αφού παρέταξε τις δυνάμεις του, ο Βατούτιν διέταξε τον Κατουκόφ, τον Κράφτσενκο (διοικητής του 5ου Σώματος Τεθωρακισμένων-Φρουράς του Στάλινγκραντ) και τον Τσιστιακόφ να σταματήσουν την προώθηση μερικών γερμανικών αρμάτων μάχης στη γραμμή Γιάκοβλεβο-Λούτσκι και να μην επιτρέψουν μελλοντική προώθηση του αντιπάλου[132]. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο Ζαμούλιν, στο πεδίο από τα βόρεια προάστια του Τετερέβινο μέχρι τα βόρεια προάστια του Γιάκοβλεβο δεν είχαν προωθηθεί μονάχα μερικά άρματα μάχης των Γερμανών, αλλά δύο μηχανοκίνητες μεραρχίες SS - αυτό σήμαινε πως οι σοβιετικές δυνάμεις δεν είχαν πλέον στερεές αμυντικές γραμμές στο μέτωπο των δύο μηχανοκίνητων μεραρχιών SS[133]. Όσον αφορά την κατεύθυνση της Πρόχοροφκα, η 1η Στρατιά Τεθωρακισμένων του Κατουκόφ είχε να αντιμετωπίσει τεράστια προβλήματα. Οι γερμανικές δυνάμεις είχαν σπάσει τη δεύτερη γραμμή της σοβιετικής άμυνας και μπορούσαν να προωθηθούν ανενόχλητα, μιας και οι Σοβιετικοί δεν είχαν οργανώσει στερεά άμυνα μέχρι την τρίτη αμυντική γραμμή και είχαν δεν είχαν πεζικό (πλην της 51ης Μεραρχίας Πεζικού-Φρουράς, η οποία παρατάχθηκε στο Ρίλσκογιε)[134]. Καθώς είχε λάβει διαταγή να σταματήσει την προώθηση των Γερμανών στη δεύτερη γραμμή άμυνας και να αποδυναμώσει τις γερμανικές μεραρχίες, ο Κατουκόφ προσπάθησε να συγκεντρώσει εφεδρείες - μέχρι τότε, όμως, η λήξη της γερμανικής προώθησης ανατέθηκε στις μεραρχίες τεθωρακισμένων, οι οποίες είχαν λάβει διαταγή να προχωρήσουν σε κινητή άμυνα και να οργανώσουν ένα ημικύκλιο περικύκλωσης[134]. Η προώθηση δύο μηχανοκίνητων μεραρχιών SS ήταν σημαντική επιτυχία, ωστόσο, οι μεραρχίες SS «Ντας Ράιχ» και «Leibstandarte» είχαν προωθηθεί σε ένα στενό μέτωπο - η μεραρχία SS «Ντας Ράιχ» είχε προωθηθεί στο Λίποβι Ντονέτς, ενώ η μεραρχία SS «Leibstandarte» είχε προωθηθεί στη γραμμή Γιάκοβλεβο-Μάλι Μαγιάτσκι-Μπολσίγιε Μαγιάτσκι-Γκρέζνογιε[134]. Η αριστερή πτέρυγα της μεραρχίας SS «Ντας Ράιχ» και η δεξιά πτέρυγα της μεραρχίας SS «Leibstandarte» βρίσκονταν μπροστά από τις υπόλοιπες δυνάμεις και ο Κατουκόφ σχεδίαζε να τις περικυκλώσει[134].
Ο Κατουκόφ σκόπευε να σταματήσει την προώθηση των γερμανικών δυνάμεων χάρη στην στερεά άμυνα στο Λίποβι Ντονέτς και να χρησιμοποιήσει το 3ο Σώμα Μηχανοκίνητων και το 31ο Σώμα Τεθωρακισμένων για να επιτεθεί από τα βόρεια και βορειοανατολικά στο 2ο Σώμα Τεθωρακισμένων SS[135]. Το 31ο Σώμα Τεθωρακισμένων, το οποίο βρισκόταν υπό τη διοίκηση του Ντμίτρι Τσερνιγιένκο, είχε στη διάθεση του (4η Ιουλίου) του 208 άρματα μάχης, τύπου Τ-34 και Τ-70[136]. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της πορείας του στην κατεύθυνση της Πρόχοροφκα, το 31ο Σώμα Τεθωρακισμένων είχε χάσει αρκετά άρματα μάχης για τεχνικούς λόγους και το πρωί της 7ης Ιουλίου δεν βρισκόταν στις αρχικές (σύμφωνα με το σχέδιο του Κατουκόφ) θέσεις[136]. Το 3ο Σώμα Μηχανοκίνητων είχε στη διάθεση του λιγότερα άρματα μάχης απ' ό,τι το 31ο Σώμα Τεθωρακισμένων, ενώ μερικά τάγματα του σώματος είχαν υποστεί απώλειες κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων της 6ης Ιουλίου με τα άρματα μάχης της μεραρχίας SS «Leibstandarte»[137]. Ως αποτέλεσμα, οι πέντε ταξιαρχίες που βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή της 1ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων είχαν στη διάθεση τους 256 άρματα μάχης, ενώ οι δύο ταξιαρχίες που βρίσκονταν στη δεύτερη γραμμή είχαν στη διάθεση τους 127 οχήματα μάχης[137]. Για τους Γερμανούς, η προώθηση της 6ης Ιουλίου ήταν σημαντική επιτυχία, ωστόσο, είχαν να αντιμετωπίσουν αρκετά προβλήματα. Το κύριο πρόβλημα ήταν ότι το μέτωπο του 2ου Σώματος Τεθωρακισμένων SS είχε μήκος 40 χιλιομέτρων - το 48ο Σώμα Τεθωρακισμένων δεν κατάφερε να διαλύσει τις σοβιετικές δυνάμεις στο πεδίο μεταξύ του 48ου Σώματος Τεθωρακισμένων και του 2ου Σώματος Τεθωρακισμένων SS, με αποτέλεσμα το 2ο Σώμα Τεθωρακισμένων SS να έχει ανοιχτές πτέρυγες[138].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.