Remove ads
πρώην χώρα στην Ευρώπη που περιλάμβανε τη Γερμανία και άλλες κατακτημένες περιοχές από το 1933 έως 1945 From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ναζιστική Γερμανία (επίσημη ονομασία Γερμανικό Ράιχ γερ.: Deutsches Reich, απο το 1943 έως το 1945 Μείζον Γερμανικό Ράιχ (γερ.: Großdeutsches Reich)) ήταν κράτος της Ευρώπης που αντιστοιχεί στη Γερμανία της περιόδου 1933–1945. Από το 1943 έως το 1945, η χώρα μετονομάστηκε σε Γερμανία. Πρωτεύουσα του κράτους ήταν το Βερολίνο.
Γερμανικό Ράιχ Deutsches Reich | ||||||
| ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
| ||||||
Σύνθημα Ein Volk, ein Reich, ein Führer Ένας Λαός, ένα Έθνος, ένας Ηγέτης | ||||||
Ύμνος Das Lied der Deutschen Το τραγούδι των Γερμανών (Η Γερμανία πάνω απ' όλα)[α]
Horst-Wessel-Lied[β] Το τραγούδι του Χορστ Βέσελ (Ορθό το Λάβαρο)[γ] | ||||||
Η έκταση του Γ' Γερμανικού Ράιx, πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο | ||||||
Η έκταση του Τρίτου Ράιx και των κατεχόμενων περιοχών, κατά το 1942 | ||||||
Πρωτεύουσα | Βερολίνο | |||||
Γλώσσες | Γερμανικά | |||||
Θρησκεία | 54.0% Προτεσταντισμός 40.0% Καθολικισμός 03.5% Πίστη στα θεία 01.5% Αθεϊσμός 01.0% Άλλο | |||||
Πολίτευμα | Ολοκληρωτικό καθεστώς υπό μονοκομματική διακυβέρνηση ναζιστικής ιδεολογίας | |||||
Πρόεδρος / Φύρερ (1934–1945) | ||||||
- | 1933–1934 | Πάουλ φον Χίντενμπουργκ | ||||
- | 1934–1945 | Αδόλφος Χίτλερ | ||||
- | 1945 | Καρλ Νταίνιτς | ||||
Καγκελάριοι | ||||||
- | 1933–1945 | Αδόλφος Χίτλερ | ||||
- | 1945 | Γιόζεφ Γκαίμπελς | ||||
- | 1945 | Λουτς Γκραφ Σβερίν φον Κρόσιγκ | ||||
Νομοθετικό Σώμα | Ράιχσταγκ | |||||
Ιστορική εποχή | Μεσοπόλεμος/Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος | |||||
- | Κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί | 30 Ιανουαρίου 1933 | ||||
- | Άνσλους | 12 Μαρτίου 1938 | ||||
- | Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος | 1 Σεπτεμβρίου 1939 | ||||
- | Θάνατος του Αδόλφου Χίτλερ | Απρίλιος 1945 | ||||
- | Παράδοση της Γερμανίας | Μάιος 1945 | ||||
- | Gleichschaltung | 27 Φεβρουαρίου 1933 | ||||
Έκταση | ||||||
- | 1939 | 633.786 km² | ||||
- | 1940 | 823.505 km² | ||||
Πληθυσμός | ||||||
- | 1939 εκτ. | 79.375.281 | ||||
Πυκνότητα | 125,2 /km² | |||||
- | 1940 εκτ. | 109.518.183 | ||||
Πυκνότητα | 133 /km² | |||||
Νόμισμα | Ράιχσμαρκ | |||||
Σήμερα | Γερμανία Αυστρία Πολωνία Ρωσία (Καλίνινγκραντ) Τσεχία (Σουδητία) [δ] | |||||
Η εξωτερική πολιτική που ακολούθησε η Ναζιστική Γερμανία ήταν βασισμένη κυρίως στην διάθεση ανατροπής του status που δημιούργησε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος και την ανάδειξη της Γερμανίας ως την κύρια παγκόσμια υπερδύναμη αλλά και στην έννοια του ζωτικού χώρου, (Lebensraum), ήταν ανάμεσα στους κύριους λόγους του ξεσπάσματος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το ναζιστικό καθεστώς άλλαξε ολοσχερώς τις πολιτικές και κοινωνικές δομές στη χώρα, καθιερώνοντας τον υπέρτατο ηγέτη (Φύρερ) και υιοθετώντας φυλετική πολιτική, η οποία οδήγησε στη δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξόντωσης και, τελικά, στο Ολοκαύτωμα, δηλαδή την μαζική εξόντωση Εβραίων, άλλων εθνο-θρησκευτικών μειονοτήτων και πολιτικών αντιφρονούντων. Η ένοπλη σύρραξη που προκλήθηκε από την πολιτική του καθεστώτος είχε ως συνέπεια τη μεταβολή του παγκόσμιου χάρτη.
Στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η γερμανική μοναρχία καταλύθηκε και, από το 1919, εγκαθιδρύθηκε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών υπήρξε εξουθενωτική για τη Γερμανία, επιβάλλοντάς της σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις στην Πολωνία και τη Γαλλία, ασφυκτικούς περιορισμούς στις ένοπλες δυνάμεις (στράτευμα - Ράιχσβερ (Reichswehr) έως 100.000 στελέχη κατ' ανώτατο όριο), υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις, καθώς και την περίφημη παράγραφο περί αποκλειστικής ενοχής της Γερμανίας για το ξέσπασμα του πολέμου.[2] Συνθήκες εμφυλίου πολέμου επικράτησαν την περίοδο 1919-1923, με βίαιες συγκρούσεις μεταξύ σοσιαλιστών, κομμουνιστών και ακροδεξιών παραστρατιωτικών ομάδων, των Φράικορπς. Από τα πιο αιματηρά επεισόδια αυτής της διαμάχης ήταν και η αιματηρή καταστολή της "Δημοκρατίας των Συμβουλίων" (Räterepublik)[3] στο Μόναχο. Ταυτόχρονα, τα προβλήματα της οικονομίας, μαστιζόμενης από τον πληθωρισμό, προκάλεσαν κατά το 1922-23, την κατάληψη της Ρηνανίας από γαλλικά στρατεύματα, καθώς η γερμανική κυβέρνηση αδυνατούσε να καταβάλει έγκαιρα τις οφειλόμενες πολεμικές αποζημιώσεις. Η γερμανική κυβέρνηση, ανίκανη να αντιδράσει στρατιωτικά, υποκίνησε απεργία των εργαζομένων στις βιομηχανίες του Ρουρ[4], η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο εκατό εργατών από το πυρ που άνοιξαν τα γαλλικά στρατεύματα. Ο στραγγαλισμός του εμπορίου και των διεθνών σχέσεων της Γερμανίας, λόγω της Συνθήκης, οδήγησε σε πληθωρισμό, ανεργία και οικονομική ανέχεια. Στις αρχές, μάλιστα, της δεκαετίας του '20 ο πληθωρισμός έφθασε σε πρωτόγνωρα, ακόμη και σε διεθνές επίπεδο, ύψη[5].
Η κατάσταση άρχισε να βελτιώνεται κάπως, όταν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι αντιλήφθηκαν ότι η Γερμανία τείνει να μετατραπεί σε καζάνι που βράζει. Υπό την ηγεσία του Γκούσταβ Στρέζεμαν (Gustav Stresemann), ενός έντονα εθνικόφρονα αλλά και ρεαλιστή πολιτικού, η Γερμανία ακολούθησε τη λεγόμενη "πολιτική της εκπλήρωσης" (Erfüllungspolitik)[6] των υποχρεώσεών της. Της επετράπη, έτσι, η είσοδος στην Κοινωνία των Εθνών (Συνθήκες του Λοκάρνο), που οδήγησε σε άρση του εμπάργκο και βελτίωση των κρατικών οικονομικών, ειδικά με την αθρόα εισροή αμερικανικών δανείων, καθώς και ελαφρά άνοδο του βιοτικού επιπέδου. Ταυτόχρονα, αναπτύχθηκε η συνεργασία με τον έτερο διεθνή παρία, τη Σοβιετική Ένωση (Συνθήκη του Ραπάλλο). Κατά το διάστημα 1924-1929 η Δημοκρατία της Βαϊμάρης γνώρισε τη "χρυσή εποχή" της. Ωστόσο, λίγο πριν τον θάνατό του το 1929, ο Στρέζεμαν έκανε την εξής διαπίστωση: "Η οικονομική κατάσταση της Γερμανίας εμφανίζεται ανθηρή μόνο στην επιφάνεια. Η Γερμανία στην πραγματικότητα βαδίζει επάνω στον κρατήρα ενός ηφαιστείου. Αν κληθεί να εκπληρώσει άμεσα τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις της, ένα μεγάλο τμήμα της οικονομίας της θα καταρρεύσει".[7]
Μέσα σε αυτή την κατάσταση, εμφανίστηκε στη Βαυαρία του 1919 ένα μικρό πολιτικό κόμμα, το Κόμμα των Γερμανών Εργατών (Deutsche Arbeiterpartei, DAP). Το δημιούργησαν οι Άντον Ντρέξλερ (Anton Drexler), Ντίτριχ Έκαρτ (Dietrich Eckhart) και Γκόντφριντ Φέντερ (Gottfried Feder).[8] Αρχηγός του ορίστηκε ο Άντον Ντρέξλερ. Η Βαυαρία εκείνη την περίοδο ήταν ένα από τα κύρια κέντρα της γερμανικής άκρας δεξιάς. Με την ενεργό υποστήριξη της τοπικής Ράιχσβερ, πληθώρα παραστρατιωτικών ομάδων και πολιτικών σχηματισμών δημιουργήθηκαν από τις τάξεις των Φράικορπς, των οποίων ο πολιτικός προσανατολισμός ήταν έντονα αντικομμουνιστικός, παγγερμανικός και αντισημιτικός. Μέλος του κόμματος έγινε τότε και ένας δεκανέας, γεννημένος στο Μπραουνάου αμ Ιν (Braunau am Inn) της Αυστρίας, ο Αδόλφος Χίτλερ (Adolf Hitler). Ενώ το κόμμα αγωνιζόταν χωρίς ιδιαίτερα ικανό αρχηγό, ο Χίτλερ σύντομα κατάφερε να ξεχωρίσει, χάρη στη δεινή ρητορική του, και να αναλάβει την αρχηγία του (29 Ιουλίου 1921)[9]. Ως αρχηγός πλέον, ο Χίτλερ μετονομάζει το Κόμμα σε Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (Nationalsozialistische Deutsche Arbeiter Partei-NSDAP) ή, συντομογραφικά, Ναζί. Παράλληλα, ο Χίτλερ με τους συνεργάτες του, καταρτίζουν ένα πρόγραμμα είκοσι πέντε σημείων, το οποίο και θα αποτελέσει το πολιτικό μανιφέστο του Κόμματος.[10] Η δημοτικότητα του κόμματος αυξάνεται συνεχώς, καθώς πολλά από τα σημεία του μανιφέστου έχουν ευρεία λαϊκή απήχηση.
Αυτό παρασύρει τον Χίτλερ, ο οποίος με την πεποίθηση ότι ο λαός θα ακολουθήσει, προχωρεί με τους συνεργάτες του και την υποστήριξη του στρατηγού και ήρωα του πολέμου, Έριχ Λούντεντορφ σε πραξικόπημα στο Μόναχο στις 9 Νοεμβρίου 1923.[11] Με κακό συντονισμό, και αποτυγχάνοντας να εξουδετερώσει ή να συμπαρασύρει τη Ράιχσβερ και την αστυνομία, το πραξικόπημα αποτυγχάνει. Επειδή ως στρατηγείο του ο Χίτλερ είχε επιλέξει τη μπυραρία Bürgerbräukeller στο Μόναχο, το πραξικόπημα παίρνει το προσωνύμιο "Πραξικόπημα της μπυραρίας". Ο Χίτλερ συλλαμβάνεται, όπως και όλοι οι συνεργάτες του και δικάζεται. Κατηγορούμενος για εσχάτη προδοσία, θα μπορούσε να δεχτεί μέχρι και ποινή ισόβιας κάθειρξης, όμως τελικά καταδικάζεται σε πενταετή φυλάκιση, μένοντας φυλακισμένος μόνο για 9 μήνες, διάστημα κατά το οποίο ξεκίνησε τη συγγραφή της αυτοβιογραφίας του, Ο Αγών Μου, ενώ το κόμμα, έχοντας απωλέσει τον ηγέτη του και παράλληλα, απαγορευτεί από τις αρχές, περιπίπτει στην αφάνεια[12].
Εννέα μήνες μετά την καταδίκη του ο Χίτλερ αποφυλακίζεται και αναλαμβάνει πάλι την αρχηγία και την αναδιοργάνωση του κόμματος. Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο ήρωας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, ο οποίος στρέφει σιγά σιγά τη χώρα σε πιο συντηρητικό δρόμο και είναι ιδεολογικά αντίθετος με τον φιλελευθερισμό της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ο Χίτλερ εκμεταλλεύεται όλες τις συγκυρίες, την άνοδο δημοτικότητας των κομμουνιστικών κομμάτων και τον αυταρχισμό του Χίντενμπουργκ και στις εκλογές του 1932 το κόμμα του έρχεται πρώτο σε ψήφους, χωρίς όμως να καταφέρει να πάρει απόλυτη πλειοψηφία. Ο Πρόεδρος αρνείται να αναθέσει την καγκελαρία (πρωθυπουργία) στον Χίτλερ, αφού παρόλη την πρωτιά, δεν καταφέρνει να σχηματίσει κυβέρνηση. Ο Χίντενμπουργκ αναγκάζεται να ονομάσει καγκελάριο τον Χίτλερ στις 30 Ιανουαρίου 1933 με την υποστήριξη του αρχηγού του Καθολικού Κεντρώου Κόμματος Φραντς φον Πάπεν.
Με την ανάληψη της εξουσίας το Ναζιστικό Κόμμα δείχνει τις προθέσεις του και διευκρινίζει τι ακριβώς εννοούσε με τον όρο "πολιτιστική επανάσταση" στο πρόγραμμά του: Αρχίζει τις διώξεις εναντίον Εβραίων "για να καθαρίσει η γερμανική κουλτούρα από άλλες επιδράσεις", με κυριότερη αυτή της Νύχτας των Κρυστάλλων.[13] Παράλληλα, καθώς τα μέλη του αναλαμβάνουν σημαντικές εξουσίες, εγκαθιδρύουν ένα καθεστώς απολυταρχικό και τρομοκρατικό, στο οποίο κανείς αντιφρονών δεν έχει θέση. Τις διώξεις των Εβραίων ακολουθούν οι διώξεις κομμουνιστών, σοσιαλιστών και φιλελεύθερων στελεχών και της άρχουσας τάξης γενικότερα. Δημιουργείται το αδιαχώρητο στις φυλακές και το καθεστώς εγκαθιδρύει το πρώτο από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Μπούχενβαλντ (Buchenwald). Αρχικά, στα στρατόπεδα αυτά δεν στέλνονται Εβραίοι: Αυτούς το καθεστώς προσπαθεί να τους "πείσει" να εγκαταλείψουν το γερμανικό έδαφος (εγκαταλείποντας, φυσικά, όλη τους την περιουσία). Χρησιμοποιεί γι' αυτό το σκοπό κυρίως την τρομοκρατία και την ψυχολογική πίεση και όχι, ακόμη, τη φυσική τους εξόντωση. Κατά τον πρώτο χρόνο της ναζιστικής διακυβέρνησης δεν έχουν αρχίσει να διώκονται μαζικά, να εγκλείονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και να εκτελούνται εν ψυχρώ. Στα στρατόπεδα εγκλείονται, προς το παρόν, όλοι οι αντιτιθέμενοι στο ναζιστικό καθεστώς, καθώς και οι ομοφυλόφιλοι.
Το ναζιστικό καθεστώς είναι πλέον μια στυγνή αντισημιτική, αντιφιλελεύθερη, αντικομμουνιστική δικτατορία. Έχοντας το πρόσχημα του κοινοβουλευτισμού με εξασφαλισμένη πλειοψηφία στο Ράιχσταγκ, είναι σε θέση να ψηφίζει ολοσχερώς αντιδημοκρατικούς νόμους. Σύμφωνα με τον Ουίλιαμ Σίρερ, μέσα στον πρώτο χρόνο διακυβέρνησής του, το ναζιστικό κόμμα - και ο Χίτλερ προσωπικά - έχει να επιδείξει "επιτεύγματα" χωρίς ιστορικό προηγούμενο: Κατάφερε να καταργήσει τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, να εγκαθιδρύσει στυγνή δικτατορία, στα πλαίσια της οποίας καταργούνται οι ατομικές ελευθερίες, η ελευθερία του Τύπου, η ύπαρξη άλλων πολιτικών κομμάτων πλην του Εθνικοσοσιαλιστικού, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, οι τοπικές κυβερνήσεις των ως τότε ομοσπονδιακών κρατιδίων, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και τα δικαιώματα των εβραϊκής καταγωγής πολιτών τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική ζωή τους, ενώ γίνονται δραστικές παρεμβάσεις στην εκπαίδευση, την πολιτική, πολιτιστική και οικονομική ζωή του Γερμανού πολίτη.[14]
Στις 27 Φεβρουαρίου 1933 ξεσπά πυρκαγιά στο Ράιχσταγκ. Ο νεαρός Ολλανδός κομμουνιστής Μαρίνους φαν ντερ Λούμπε (Marinus van der Lubbe) συλλαμβάνεται στο εσωτερικό του πυρπολημένου κτηρίου[15]. Οι Ναζί έχουν το πρόσχημα που τους χρειάζεται: Αποδίδουν τον εμπρησμό στους κομμουνιστές και την ίδια νύκτα συλλαμβάνονται περίπου 4.000 μέλη και υποστηρικτές τους, οι οποίοι μεταφέρονται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου. Εξαιρέσεις δεν γίνονται ούτε σε γυναίκες ούτε σε εφήβους. Ο Χίτλερ πέτυχε να εξουδετερώσει με ένα κτύπημα έναν από τους πιο μαχητικούς (και μισητούς του) αντιπάλους, αλλά δεν περιορίστηκε σε αυτό: Έχοντας πλέον απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, καταφέρνει να ψηφίσει αρχικά το διάταγμα με το οποίο καταργεί, μεταξύ άλλων, και το θεμελιωδέστερο των ανθρώπινων δικαιωμάτων, το Habeas Corpus. Αυτό το διάταγμα έγινε γνωστό ως "Διάταγμα του εμπρησμού του Κοινοβουλίου". Ακολουθεί ο Εξουσιοδοτικός Νόμος, με το οποίο ο Χίτλερ δίνει στον εαυτό του την απόλυτη εξουσία πάνω σε όλα τα κρατικά θέματα.Ο νόμος ψηφίζεται στο Κοινοβούλιο με 444 ψήφους υπέρ και μόνο 94 κατά - αυτές των σοσιαλδημοκρατών που έχουν απομείνει (Μάρτιος 1933).
Ο στενός φίλος του Χίτλερ Ερνστ Ρεμ (Ernst Röhm), από την εποχή ήδη του αποτυχημένου πραξικοπήματος του Μονάχου, είχε δημιουργήσει μια παραστρατιωτική οργάνωση, τη Sturmabteilung (SA) (κατά λέξη θυελλώδεις μαχητές, γνωστή και ως "Τάγματα Εφόδου"). Η SA φάνηκε εξαιρετικά χρήσιμη στον Χίτλερ, αφού είχε αναλάβει τη φυσική εξόντωση πολλών πολιτικών του αντιπάλων πριν οι Ναζί πάρουν την εξουσία. Ωστόσο, η οργάνωση (και ο ηγέτης της) αρχίζει να φαίνεται επικίνδυνη και στον ίδιο τον Χίτλερ, ο οποίος έχει αντιληφθεί ότι, αν δεν την εξουδετερώσει, δεν θα μπορέσει να κυριαρχήσει και στο τελευταίο - και ιδιαίτερα σημαντικό - προπύργιο αντίστασης στα σχέδιά του: Τον Γερμανικό στρατό (Βέρμαχτ). Στις 30 Ιουνίου 1934 ο Ρεμ και οι ανώτεροι αξιωματούχοι της SA καλούνται σε σύσκεψη σε ένα ξενοδοχείο στα περίχωρα του Μονάχου. Εκεί συλλαμβάνονται, και οι αφοσιωμένοι του Χίτλερ Χέρμαν Γκέρινγκ και Χάινριχ Χίμλερ κατηγορούν τον Ρεμ ως ομοφυλόφιλο. Ο Χίμλερ, ειδικά, φθονεί τον Ρεμ επειδή η οργάνωση την οποία δημιούργησε και διευθύνει, η SS (τότε σωματοφυλακή του Χίτλερ), δεν έχει τη ισχύ και την επιρροή της SA. Ο Ρεμ υφίσταται ψυχολογικές πιέσεις για να ομολογήσει. Δεν το πράττει και τότε, κατ' εντολή του Χίτλερ, του προσφέρεται ένα πιστόλι για να αυτοκτονήσει. Αρνείται να το πράξει και, τελικά, δολοφονείται από χαμηλόβαθμα στελέχη των SA με ριπές αυτόματων όπλων. Αυτό θα σημάνει και το τέλος της παντοδυναμίας της οργάνωσης SA, η οποία δεν διαλύεται μεν, αλλά παραμένει στο παρασκήνιο, "παροπλισμένη". Η νύκτα αυτή έχει επονομαστεί "Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών"[16].
Με την εξουδετέρωση της SA ο Χίτλερ καταφέρνει να πείσει και τους ευγενούς καταγωγής στρατιωτικούς για τις προθέσεις του σχετικά με την αποκατάσταση της Γερμανίας στο διεθνές πολιτικό σκηνικό. Αποσπά, έτσι, από τους αξιωματικούς μια δήλωση αφοσίωσης στο πρόσωπό του. Παρά το γεγονός αυτό, ο Χίτλερ ποτέ δεν συμπάθησε τους αξιωματικούς του, οι οποίοι ήταν όλοι, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, πιστοί της Πρωσικής στρατιωτικής παράδοσης και ευγενούς καταγωγής και, φυσικά, κανείς τους δεν ήταν μέλος του Κόμματος[17]. Ως συνέπεια της συνεχώς αυξανόμενης αντιπάθειάς του απέναντί τους, περίπου πενήντα ηγετικές φυσιογνωμίες των Στρατιωτικών δυνάμεων (Βέρμαχτ) θα εκτελεστούν, θα αυτοκτονήσουν "εν διατεταγμένη υπηρεσία" ή θα σφαγιαστούν με φρικτό τρόπο κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου[18]
Στις 2 Αυγούστου του 1934 πεθαίνει ο Πρόεδρος Χίντενμπουργκ. Η κυβέρνηση ενεργοποιεί νόμο, με το οποίο συγχωνεύονται Καγκελαρία και Προεδρία. Ο τίτλος και το αξίωμα του Προέδρου καταργούνται και ο Χίτλερ αναλαμβάνει τα καθήκοντα και των δύο, παίρνοντας τον τίτλο "Führer und Reichskanzler" (Ηγέτης και Καγκελάριος του Ράιχ). Σύμφωνα με τον Ουίλιαμ Σίρερ, ο νόμος έφερε ημερομηνία της προηγούμενης του θανάτου του Προέδρου.[19] Για να μην αφήσει κανένα "παράθυρο" ανοικτό σε πιθανή ανυπακοή προς το πρόσωπό του, ο Χίτλερ υποχρεώνει όλους τους άνδρες των Ενόπλων Δυνάμεων να δώσουν νέο όρκο, όχι προς τη χώρα ή προς το Σύνταγμα, αλλά προς τον ίδιο:[19]
Ορκίζομαι ενώπιον του Θεού να υπακούω ανεπιφύλακτα στον Αδόλφο Χίτλερ, αρχηγό του κράτους και του γερμανικού λαού και αρχιστράτηγο. Αναλαμβάνω, ως γενναίος στρατιώτης, να τηρώ αυτόν τον όρκο έστω και με κίνδυνο της ζωής μου
Ο αντισημιτισμός και ο ρατσισμός του Ναζιστικού Κόμματος εκφράζονται για πρώτη φορά επίσημα με τη λήψη μέτρων στο Συνέδριό του στη Νυρεμβέργη. Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1935 το Συνέδριο υιοθετεί αυτά τα μέτρα, δημιούργημα του Χίτλερ, τα οποία έγιναν γνωστά ως "Νόμοι της Νυρεμβέργης". Ο πρώτος, γνωστός ως "νόμος του Γερμανού πολίτη" (Reichsbürgergesetz) αφαιρούσε τη γερμανική υπηκοότητα από τους Εβραίους, αποκαλώντας τους "υποτελείς της Πολιτείας". Ο νόμος εμφανώς απέκλειε κάθε δυνατότητα από τους Εβραίους να γίνουν δημόσιοι υπάλληλοι οποιασδήποτε βαθμίδας. Ο δεύτερος, γνωστός ως "Νόμος Προστασίας του γερμανικού αίματος και της γερμανικής τιμής" (Gesetz zum Schutze des Deutschen Blutes und der Deutschen Ehre) απαγόρευε τόσο τους γάμους όσο και τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ Εβραίων και "Γερμανών πολιτών με ευγενές αίμα". Οι νόμοι αυτοί περιείχαν εν σπέρματι την ιδέα της τελικής λύσης και του Ολοκαυτώματος. Αποτέλεσαν, επίσης, και το πρότυπο για την επικείμενη δίωξη των Ρομά[20].
Το ίδιο έτος (1935) υιοθετείται και η σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό ("Hakenkreuz") ως η επίσημη σημαία του Γερμανικού Ράιχ. Ο Εθνικός Ύμνος της Γερμανίας παραμένει ως είχε ("Deutschland über alles", που σημαίνει "Η Γερμανία πάνω από όλα"), αλλά το Ναζιστικό Κόμμα του προσαρτά το "Χορστ Βέσελ Λίντ" (Horst-Wessel-Lied), ύμνο του Κόμματος ήδη από το 1930, διατηρώντας μόνο την πρώτη στροφή του παλαιού ύμνου (αυτό έγινε και νομοθετικά το 1933). Οι Εβραίοι απαγορεύεται να φέρουν τη Γερμανική σημαία.
Το 1938 γίνεται προσπάθεια υλοποίησης της ιδέας των Ναζί να εκδιώξουν τους Εβραίους από τη χώρα: Περίπου 17.000 Εβραίοι πολωνικής καταγωγής απελαύνονται στη γειτονική Πολωνία. Η χώρα, όμως, αρνείται κατηγορηματικά να τους δεχθεί, έχοντας ψηφίσει ήδη από τον Μάρτιο του 1938 νόμο, με τον οποίο αφαιρούσε την πολωνική υπηκοότητα από άτομα που ζούσαν στο εξωτερικό για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ετών. Αυτό, πίστευαν οι Πολωνοί, θα απέτρεπε την απέλαση των 70.000 Πολωνοεβραίων που ζούσαν στη Γερμανία και στην Αυστρία. Ανάμεσα στους απελαυνόμενους ήταν και η οικογένεια Γκρίνσπαν (Grynszpan), της οποίας ο δεκαεπτάχρονος γιος Έρσελ (Herschel) ζούσε στο Παρίσι. Περιμένοντας μέσα στο κρύο, κακοντυμένη και πεινασμένη, η μητέρα του Έρσελ τού στέλνει μια καρτ-ποστάλ, εξηγώντας του την κατάσταση και ικετεύοντάς τον να βρει τρόπο να φύγουν όλοι για τις Η.Π.Α.. Αυτό ασφαλώς ξεπερνούσε τις δυνατότητες του νεαρού, ο οποίος, μη βρίσκοντας καμία λύση, πυροβολεί τον ακόλουθο της Γερμανικής Πρεσβείας στο Παρίσι Ερνστ φομ Ρατ (Ernst vom Rath), δηλώνοντας ότι ενεργεί εξ ονόματος των 17.000 απελαυνόμενων Εβραίων. Ο Ρατ πεθαίνει στο νοσοκομείο και οι Ναζί έχουν και πάλι την πρόφαση που τους χρειάζεται: Η ενέργεια του νεαρού Γκρίνσπαν ήταν η σκανδάλη της "Νύχτας των Κρυστάλλων" (Kristallnacht), του μεγαλύτερου έως τότε πογκρόμ κατά των Εβραίων στη Γερμανία. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1939 περισσότεροι από 200.000 Εβραίοι έχουν εγκαταλείψει το έδαφος του Ράιχ, αφήνοντας εκεί όλη τους την περιουσία.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1939, η Γερμανία εισβάλλει στην Πολωνία, της οποίας προκαλεί τη στρατιωτική κατάρρευση σε ένα δεκαήμερο.
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών έθετε σοβαρούς περιορισμούς στον εξοπλισμό της Γερμανίας. Ήδη προ της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία, η Ράιχσβερ πειραματιζόταν με απαγορευμένα όπλα (αεροπλάνα και άρματα) σε συνεργασία με την ΕΣΣΔ, ενώ γινόταν σχεδιασμός για τη μελλοντική επέκταση του στρατού πέραν του ορίου των 100.000 ανδρών. Από το 1933 και ύστερα, ο επανεξοπλισμός απέκτησε απόλυτη προτεραιότητα, αν και προς το παρόν γινόταν υπό συνθήκες μυστικότητας. Στις 16 Μαρτίου 1935 όμως, ο Χίτλερ, διά του υπουργού Προπαγάνδας Γκέμπελς, επισήμως ανακοίνωσε την επαναφορά της υποχρεωτικής στράτευσης και τη δημιουργία στρατού 36 μεραρχιών, καθώς και την ύπαρξη Πολεμικής Αεροπορίας (Luftwaffe), ουσιαστικά καταργώντας τη Συνθήκη των Βερσαλλιών.[21] Ο τότε επικεφαλής του Στρατού, Στρατηγός Βέρνερ φον Φριτς αντέδρασε, λέγοντας ότι 24 ήσαν αρκετές για την εθνική άμυνα. Ο Χίτλερ απλά τον αγνόησε[22]. Λϊγους μήνες αργότερα η Ράιχσβερ θα μετονομαστεί σε Βέρμαχτ (Wehrmacht, «Δύναμη Άμυνας»).
Μεταξύ των όπλων που η κατασκευή τους είχε απαγορευτεί στη Γερμανία, ήταν και τα άρματα μάχης. Ωστόσο, πολλοί στρατιωτικοί είχαν σημαντικές θεωρητικές εμπνεύσεις για τη χρήση τους και αρκετοί είχαν καταφέρει να μεταβούν, στα πλαίσια της γερμανοσοβιετικής φιλίας, στον Ερυθρό Στρατό και να μελετήσουν από κοντά τη χρήση τους. Η Ράιχσβερ μελετούσε επίσης τα θωρακισμένα και στις ασκήσεις τα αντικαθιστούσε με χαρτονένια ομοιώματα πάνω σε τροχούς ποδηλάτων, τα οποία κινούσαν στρατιώτες. Το καθεστώς αγνοεί εκ νέου την απαγόρευση και ξεκινά την κατασκευή αρμάτων μάχης, τα οποία ονομάζονται Panzer Kampfwagen (PzKpfw, "Θωρακισμένα οχήματα μάχης"). Αρχικά κατασκευάζονται δύο τύποι, το PzKpfw I (6 τόνοι) [23] και το PzKpfw II (9 τόνοι, πυροβόλο των 20 mm)[24], με λεπτή θωράκιση και πυροβόλα μικρού διαμετρήματος. Οι παλαιάς σχολής στρατιωτικοί αντιτίθενται στην κατασκευή βαρύτερων αρμάτων, ωστόσο ο Χίτλερ, έχοντας πειστεί για τη χρησιμότητά τους ως πολεμικού όπλου από ενθουσιώδεις αξιωματικούς, όπως ο Χάιντς Γκουντέριαν (Heinz Guderian), επιβάλλει την κατασκευή των πολύ ισχυρότερων PzKpfw III (15 τόνοι) και PzKpfw IV (20 τόνοι) με πυροβόλα των 37mm και 75mm αντίστοιχα. Η κατασκευή βαρέων αρμάτων δεν προχωρά με μεγάλη ταχύτητα, με συνέπεια κάθε θωρακισμένη μεραρχία να διαθέτει, με την έναρξη του πολέμου, 24 μόνο βαρέα άρματα τύπου III και IV[25]. Αργότερα κατασκευάσθηκαν και άλλοι τύποι, όπως τα άρματα "Πάνθηρ", "Τίγρης" και "Φέρντιναντ" (100 τόνων). Αναλυτικότερα για τα άρματα μάχης δείτε το άρθρο Γερμανική παραγωγή τεθωρακισμένων οχημάτων μάχης κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Παρόλα αυτά, με την έναρξη του πολέμου το 1939, ο Γερμανικός Στρατός (Heer) έχει ακόμα πολλές αδυναμίες, λόγω της ταχύτατης ανάπτυξής του εντός τόσο μικρού διαστήματος, που ανησυχούν τους επικεφαλής του. Ελλείψεις σε εξοπλισμό συμπληρώνονται με τσέχικα όπλα (ολόκληρες τεθωρακισμένες μεραρχίες θα εξοπλιστούν με αυτά), ενώ η έκταση μηχανοποίησης ποτέ δεν θα φτάσει τα επιθυμητά επίπεδα: παρά την επιδέξια προπαγάνδα και την ευρέως διαδεδομένη εντύπωση, ο όγκος του Γερμανικού Στρατού κατά τον Β΄ ΠΠ θα παραμείνει εξαρτημένος από άλογα και τα πόδια των στρατιωτών του. Ο Καρτιέ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση στους Παριζιάνους η εμφάνιση ιππήλατου πυροβολικού στην παρέλαση για την κατάληψη της γαλλικής πρωτεύουσας.
Η Πολεμική Αεροπορία (Luftwaffe) έχει, συγκριτικά, πολύ μεγαλύτερη ανάπτυξη. Διαθέτει το καλύτερο ίσως αναγνωριστικό αεροσκάφος της εποχής, το Φίζελερ Στορχ, μια ποικιλία μεσαίων βομβαρδιστικών οριζόντιας δράσης, ένα πολύ καλό τύπο καταδιωκτικού, το Μέσερσμιτ 109 και ένα τύπο καταδιωκτικού - βομβαρδιστικού, το Μέσερσμιτ 110 (το οποίο αποδείχθηκε δυσκίνητο ως καταδιωκτικό). Διαθέτει, όμως, και ένα τύπο βομβαρδιστικού κάθετης εφόρμησης, το Στούκα (Sturzkampfflugzeug), το οποίο θα αποτελέσει αποφασιστικό όπλο τόσο στην Πολωνία όσο και στη Γαλλία. Σε αντίθεση με τις αεροπορίες της Βρετανίας και των ΗΠΑ, η Λούφτβαφε έχει σχεδιαστεί κυρίως για συνεργασία σε τακτικό επίπεδο με τον Στρατό, και δεν διαθέτει ισχυρό κλάδο στρατηγικών τετρακινητήριων βομβαρδιστικών, πράγμα που θα αποτελέσει ένα από τα κύρια μειονεκτήματά της κατά τη διάρκεια του πολέμου. Επίσης σημαντική θα είναι και η καθυστερημένη αξιοποίηση των αεριωθούμενων αεροσκαφών, τομέας όπου προπολεμικά η Γερμανία είχε σημαντικό προβάδισμα.
Το Πολεμικό Ναυτικό (Kriegsmarine), αντίθετα, υστερεί σημαντικά. Οι δυνάμεις πλοίων επιφανείας είναι ασήμαντες, συγκρινόμενες με τους στόλους των αντιπάλων του: Ο βρετανικός στόλος, αν και δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτόν του πρώτου πολέμου, εξακολουθεί να παραμένει από τους ισχυρότερους παγκόσμια, ενώ ο γαλλικός έχει ανασυγκροτηθεί και διαθέτει ισχυρά και σύγχρονα σκάφη επιφανείας. Οι Γερμανοί ναυπηγοί έχουν, ωστόσο, καταφέρει να κατασκευάσουν τρία αριστουργήματα της ναυπηγικής τέχνης, τηρώντας τα όρια της Συνθήκης (10.000 κόροι μέγιστο): Τα "θωρηκτά τσέπης" "Αντμιράλ Γκραφ Σπέε", "Ντόιτσλαντ" και "Αντμιράλ Σέερ". Ετοιμάζονται ακόμη δύο βαρέα καταδρομικά, το "Σάρνχορστ" και "Γκνάιζεναου" και ένα βαρύ καταδρομικό, το "Πριντς Όιγκεν". Στα ναυπηγεία βρίσκονται, επίσης, δύο βαρέα θωρηκτά, το "Μπίσμαρκ" και το "Τίρπιτς". Από την άποψη των μικρότερων σκαφών, το "Κριγκσμαρίνε" υστερεί κατά πολύ των μελλοντικών του αντιπάλων: Διαθέτει μόνο εικοσιδύο αντιτορπιλικά (δέκα από αυτά θα χαθούν στην εκστρατεία της Νορβηγίας) και σχετικά ικανοποιητικό αριθμό τορπιλοβόλων και ναρκοθέτιδων. Ο Χίτλερ, σε αντίθεση με τον Στρατό Ξηράς (Heer) και την Αεροπορία, δεν πιστεύει στις ναυτικές δυνάμεις επιφανείας και δεν ασχολείται παρά ελάχιστα με αυτές. Διαπράττει, έτσι, ένα σημαντικό σφάλμα: Η Γερμανία δεν διαθέτει τις πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για το εξοπλιστικό της πρόγραμμα, πολλώ μάλλον για τη μετατροπή της οικονομίας της εξ ολοκλήρου σε πολεμική (όπως θα συμβεί από το 1942 μέχρι το 1945). Είναι, κατά συνέπεια, ανίκανη να περιφρουρήσει τις θαλάσσιες οδούς που της είναι απαραίτητες. Ο Χίτλερ πιστεύει ότι τα σκάφη επιφανείας είναι ανίσχυρα κάτω από τα φτερά της αεροπορίας του - και οι συνθήκες πολέμου αρχικά θα τον δικαιώσουν. Αντίθετα, δεν περιφρονεί καθόλου το κατεξοχήν επιθετικό όπλο του Ναυτικού, τα υποβρύχια. Ο (τότε) πλοίαρχος Καρλ Ντένιτς δημιούργησε το 1935 τον πρώτο στολίσκο υποβρυχίων[26] και το 1939 το Ναυτικό διαθέτει 57 εν συνόλω, αλλά περισσότερα από τα μισά είναι εκτοπίσματος κάτω των 250 κόρων, και κατά συνέπεια ακατάλληλα για χρήση στον Ατλαντικό. Ο μηχανικός Καθηγητής Βάλτερ έχει προτείνει από το 1935 την κατασκευή ενός επαναστατικού σκάφους, κινούμενου με στρόβιλο οξυγόνου και ικανού να αναπτύσσει ταχύτητες μέχρι 18 κόμβων σε κατάδυση. Η πρότασή του δεν υιοθετείται παρά πολύ αργά, και, όταν οι Σύμμαχοι οργανώνουν συστηματικό ανθυποβρυχιακό αγώνα, ο υποβρύχιος πόλεμος χρεωκοπεί. Παρόλ' αυτά, τα υποβρύχια του Ντένιτς αναπτύσσονται και κατά την περίοδο 1939 - 1945 θα βυθίσουν συνολικά 2.603 συμμαχικά πλοία[27].[28]
Από την άποψη των νέων όπλων η Γερμανία έχει να επιδείξει αρκετά επιτεύγματα. Κατά την εκστρατεία της Γαλλίας χρησιμοποιεί μεγάλες ποσότητες ναρκών, με τις οποίες ο γαλλικός στρατός δεν έχει παρά μηδαμινή εξοικείωση. Αιφνιδιάζει τους Βρετανούς στα ίδια τους τα λιμάνια, χρησιμοποιώντας μαγνητικές νάρκες, όπλο που δεν είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν. Η αποκάλυψή του γίνεται σχεδόν τυχαία, όταν αεροσκάφος της Λουφτβάφε κτυπημένο από τα αντιαεροπορικά και προσπαθώντας να ελαφρύνει, πετά μια μαγνητική νάρκη, η οποία κολλά στην άμμο της βρετανικής παραλίας. Δύο πυροτεχνουργοί του Βρετανικού στρατού καταφέρνουν να αποσυναρμολογήσουν τη νάρκη (η οποία δεν ήταν οπλισμένη) και να αποκαλύψουν το μυστικό της.
Στον αγώνα του εναντίον της Βρετανίας ο Χίτλερ χρησιμοποιεί τηλεκατευθυνόμενα βλήματα, γνωστά ως V1 και V2, δημιουργήματα του μηχανικού Βέρνερ φον Μπράουν (Werner von Braun) και της ομάδας του στο κέντρο έρευνας του Πεενεμούντε. Εκτοξευόμενα από βάσεις στις ακτές της Ευρώπης, προξενούν σχετικά μικρές (σε σύγκριση με τους βομβαρδισμούς του 1940) ζημίες στο Λονδίνο και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά μεγαλύτερες στο βρετανικό ηθικό. Η εφεύρεση είναι ιδιαίτερα σημαντική, αποτελώντας τον πρόγονο των σημερινών πυραύλων (οι οποίοι, άλλωστε, θα κατασκευαστούν αργότερα στις ΗΠΑ από την ίδια ομάδα επιστημόνων)[29]. Ταυτόχρονα, άλλοι Γερμανοί επιστήμονες αναπτύσσουν μια ποικιλία κατευθυνόμενων πυραύλων κατά πλοίων και αεροσκαφών, που θα χρησιμοποιηθούν κατά τα τελευταία χρόνια του πολέμου
Μια άλλη ομάδα επιστημόνων ετοιμάζει ατομικά όπλα, χωρίς, λόγω των δολιοφθορών που επιτυγχάνουν οι Σύμμαχοι, να καταφέρει να ολοκληρώσει την κατασκευή τους. Κατά τους βομβαρδισμούς του Λονδίνου χρησιμοποιείται ένα σύστημα τηλεκατεύθυνσης βομβών, που αποκαλείται "Knickebein"[30] (στραβό πόδι) και που αρχικά δεν δίνει σημαντικά αποτελέσματα. Στο ρωσικό μέτωπο, το 1944, διαθέτοντας μικρό πλέον αριθμό ανδρών, η Βέρμαχτ υιοθετεί ένα πολύ μικρών διαστάσεων θωρακισμένο, μη επανδρωμένο όχημα, το οποίο γεμίζεται με εκρηκτικές ύλες και οδηγείται στις εχθρικές γραμμές. Το όχημα επονομάστηκε "Γολιάθ" (Goliath) αλλά, λόγω των μεγάλων ελλείψεων πρώτων υλών και των καταστροφών των βιομηχανικών υποδομών, δεν γίνεται δυνατή η παραγωγή του σε μεγάλες ποσότητες.
Σημαντικό επίτευγμα στο σύστημα διαβιβάσεων αποτέλεσε, ακόμη, το Αίνιγμα (Enigma), μια συσκευή κωδικοποίησης / αποκωδικοποίησης μηνυμάτων που χρησιμοποιήθηκε πολύ στις επικοινωνίες αποστολών όπου απαιτείτο ιδιαίτερη μυστικότητα. Ακόμη και σήμερα, το Enigma θεωρείται μια από τις πλέον ευφυείς συσκευές κωδικοποίησης. Δεν ήταν, όμως, η μόνη συσκευή δημιουργίας κωδικοποιημένων μηνυμάτων. Αντίστοιχες είχαν κατασκευάσει η Siemens και η Lorenz. Η ύπαρξη αυτών των συσκευών προκάλεσε, εκ μέρους των Βρετανών, τη δημιουργία ειδικού υπολογιστή για το "σπάσιμο" των κωδικών τους (υπολογιστής Mark I Colossus, χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα για την αποκρυπτογράφηση μηνυμάτων των συσκευών Lorenz SZ 40 και SZ 42 (Schlüsselzusatz), με τα οποία ο Χίτλερ επικοινωνούσε με τους στρατηγούς του)[31].
Όταν γίνεται μνεία τόσο στον Ντένιτς όσο και στον Χίτλερ για την προσβολή των υποβρυχίων κατά τη διάρκεια της νύκτας, οπότε το υποβρύχιο πρέπει να ανανεώσει τον εσωτερικό του αέρα και να φορτίσει τις μπαταρίες του για την υποβρύχια πλεύση του, αποφασίζεται η υιοθέτηση του απλούστατου "σνόρκελ": Σωλήνας με βαλβίδα του οποίου το ένα άκρο βρίσκεται στην επιφάνεια, επιτρέπει τη χρήση των κινητήρων ντίζελ σε υποβρύχια πλεύση, αντλώντας τον απαραίτητο αέρα από την επιφάνεια.[32]
Στον τομέα των επιστημονικών και μη καθαρά πολεμικών εφευρέσεων εντάσσονται τα επιτεύγματα των χημικών της IG Farben για τη μέθοδο παρασκευής αμμωνίας, τη δημιουργία συνθετικών καυσίμων και την παραγωγή συνθετικού καουτσούκ (Buna).
Χωρίς να αποτελεί εξοπλιστικό αγαθό, η στρατηγική που υιοθέτησε η Βέρμαχτ ήταν αφ' εαυτής νεωτεριστική: Έγινε γνωστή με το προσωνύμιο "Blitzkrieg" (=κεραυνοβόλος πόλεμος), καθώς η Βέρμαχτ επέπιπτε επί του αντιπάλου όχι μόνο αιφνιδιάζοντάς τον, αλλά (κατά την έκφραση του Ρ. Καρτιέ) "ξεκινώντας με τέταρτη ταχύτητα", πριν, δηλαδή, μπορέσει ο αντίπαλος να οργανωθεί και να συνέλθει από το πρώτο κτύπημα. Αυτό το επιτύγχανε με την αντικατάσταση του ιππικού από τα θωρακισμένα, του κλασικού πεζικού με το μηχανοκίνητο πεζικό και του πυροβολικού με το βομβαρδιστικό αεροπλάνο. Η μέγιστη συγκέντρωση δυνάμεων σε ένα "κεντρικό σημείο" ή, όπως το αποκαλούν οι Γερμανοί, "κέντρο βάρους" (Schwerpunkt) επιτρέπει τη διάρρηξη του εχθρικού μετώπου, ενώ κατόπιν ταχυκίνητες δυνάμεις υποστηριζόμενες από αεροπορία προωθούνται βαθιά στο εχθρικό έδαφος, αποδιοργανώνοντας τα μετόπισθεν του εχθρού. Σε συνδυασμό με την κλασική στρατηγική τύπου Καννών (έμφαση στις πτέρυγες και περικύκλωση του εχθρού), θα αποδώσει έξοχα στην Πολωνία, στη Γαλλία και, για τελευταία φορά στα Βαλκάνια[33]. Δεν πέτυχε, ωστόσο, στην εισβολή στη Σοβιετική Ένωση.
Η Γερμανία διαθέτει σιδηρομετάλλευμα και γαιάνθρακες κατά μήκος της κοιλάδας του Ρουρ (Ruhr), όπου και η κύρια βιομηχανική της ζώνη. Της λείπουν ωστόσο, βασικές πρώτες ύλες για τη διεξαγωγή ενός πολέμου: Δεν διαθέτει καθόλου πετρέλαιο, πράγμα που την αναγκάζει να στηρίξει την προμήθειά της σε καύσιμα στις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας (Πλοϊέστι). Πολλές από τις γερμανικές στρατιωτικές προσπάθειες αποβλέπουν τόσο στη διατήρηση αυτών των πετρελαιοπηγών όσο και στην κατάληψη νέων (πεδίο Μαϊκόπ στον Καύκασο, ΕΣΣΔ). Δεν διαθέτει τρόπους προμήθειας καουτσούκ, βασικού υλικού για τη δημιουργία μηχανοκίνητου στρατού, αφού, με βάση τη Συνθήκη, έχει απογυμνωθεί από όλες της τις αποικίες. Οι Σύμμαχοί της αδυνατούν να την τροφοδοτήσουν με τα απαραίτητα υλικά, αφού ο κυριότερος από αυτούς, η Ιταλία, προμηθεύεται γαιάνθρακα από τη Βρετανία[34]. Απαιτούνται, επίσης, για τον εξοπλισμό μέταλλα όπως το χρώμιο, το μολυβδαίνιο, το μαγγάνιο, το νικέλιο, το αργίλιο. Πριν την έναρξη των εχθροπραξιών, οι Ναζί έχουν φροντίσει να εξασφαλίσουν κάποια αποθέματα για τη συνέχιση της παραγωγής και μετά την εκστρατεία της Πολωνίας προμηθεύονται τις απαραίτητες πρώτες ύλες (ακόμη και σιτάρι) από την ΕΣΣΔ. Το καθεστώς, ωστόσο, φροντίζει να εξασφαλίζει την προμήθεια πρώτων υλών από τις κατακτημένες περιοχές (οι Ναζί εκμεταλλεύθηκαν ακόμη και το μη οικονομικά εκμεταλλεύσιμο κοίτασμα μολυβδαινίου στη Β. Ελλάδα). Η εκστρατεία στην ΕΣΣΔ το 1941 έχει αυτόν ακριβώς το στρατηγικό στόχο: Την κατοχή μεγάλων ορυχείων απαραίτητων μετάλλων (καθώς και πετρελαιοφόρων πεδίων). Η Γερμανία εξασφαλίζει, έτσι, νικέλιο από την περιοχή της Καρελίας και μαγγάνιο από την περιοχή του Κριβόι-Ρογκ της Ουκρανίας. Δεν καταφέρνει, ωστόσο, να καταλάβει κανένα πετρελαιοφόρο πεδίο στην ΕΣΣΔ. Για να απελευθερωθεί από τις τρομερές ελλείψεις, το καθεστώς, από κοινού με επτά μεγάλες χημικές βιομηχανίες, που τον είχαν ήδη δημιουργήσει, εκμεταλλεύεται και ενθαρρύνει όσο μπορεί και με κάθε μέσον τον βιομηχανικό κολοσσό IG Farben, ο οποίος, εκτός από τα απαραίτητα για την κατασκευή πυρομαχικών νιτρικά άλατα, προσπαθεί (και μέχρις ενός σημείου τα καταφέρνει) να κατασκευάσει τόσο συνθετικά καύσιμα (από γαιάνθρακα και υδρογόνο) όσο και συνθετικό καουτσούκ (Buna). Μέσω αυτού του βιομηχανικού κολοσσού, η Ναζιστική Γερμανία πέτυχε όχι μόνο να παραγάγει υλικά που δεν μπορεί να προμηθεύεται, αλλά και να εξασφαλίζει πρώτες ύλες και τεχνογνωσία, παρέχοντας τη δική της ως αντάλλαγμα. Πριν την είσοδο των ΗΠΑ στον Πόλεμο, εταιρείες όπως η ΙΤΤ, η Φορντ (Ford), η ΙΒΜ[35], η DuPont, η Στάνταρντ Όιλ του Νιού Τζέρσεϊ είχαν πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις στη Γερμανία, ενώ μεγάλες Τράπεζες, όπως αυτές των Ροκφέλλερ και Μόργκαν, έχουν σημαντικές συναλλαγές με τη Γερμανική Κεντρική Τράπεζα. Ωστόσο, όταν η Γερμανία αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες και αντιλαμβάνεται ότι η βρετανική οικονομία είναι κατά πολύ ισχυρότερη, αποφασίζει να τη "διαταράξει" με την κατασκευή και κυκλοφορία πλαστών χαρτονομισμάτων: Θέτει, έτσι, σε λειτουργία την Επιχείρηση Μπέρνχαρντ, με τα "προϊόντα" της οποίας πραγματοποιεί αγορές αγαθών και πληρώνει τους εκτός Γερμανίας πράκτορες και κατασκόπους της.
Φυσικά, το καθεστώς δεν παρέλειψε την τακτική της λαφυραγώγησης: Από την Τσεχοσλοβακία "απέσπασε" τα εργοστάσια της Σκόντα (Škoda), εξειδικευμένα εκείνη την εποχή στην κατασκευή μέσων και βαρέων όπλων εξαιρετικής ποιότητος αλλά και οχημάτων και κινητήρων. Από τη Γαλλία επισκεύασε περίπου 900 από τα άρματα, που είχαν περιπέσει στα χέρια των γερμανικών στρατευμάτων, και τα χρησιμοποίησε συγκροτώντας νέες θωρακισμένες μεραρχίες, ενώ χρησιμοποίησε και χιλιάδες οχήματα μεταφοράς της ίδιας προέλευσης στην εκστρατεία εναντίον της ΕΣΣΔ. Από το Βέλγιο "αγόρασε" (με χρήματα που είχε αποσπάσει από τα Βελγικά ταμεία) 18.500 αυτοκίνητα, 1.086 ατμομηχανές και 22.120 εμπορικά βαγόνια.[36] Ανάλογες δραστηριότητες αναπτύχθηκαν και σε όλες τις κατακτημένες χώρες, στην Ελλάδα, μάλιστα, η λεηλασία των τροφίμων ήταν τέτοια, που επήλθε ο μεγάλος λιμός των Αθηνών (1942), με αποτέλεσμα τον θάνατο από πείνα πολλών χιλιάδων Αθηναίων.[37]
Το μεγάλο πρόβλημα για τη Γερμανία ήταν - και παρέμεινε - η έλλειψη υγρών καυσίμων. Όταν η κατάληψη των πετρελαιοφόρων πεδίων της Ρωσίας απέτυχε και οι σύμμαχοι κατάφεραν να προξενήσουν, με αεροπορικό βομβαρδισμό, καταστροφές στις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις στο Πλοϊέστι της Ρουμανίας, η κατάσταση στα πολεμικά μέτωπα έγινε σχεδόν απελπιστική. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι από τα άρματα τύπου Tiger που απώλεσε η Γερμανία στις μάχες εναντίον των Συμμάχων, περισσότερα από τα μισά είχαν εγκαταλειφθεί λόγω ελλείψεως καυσίμων[38]. Η IG Farben αδυνατεί να καλύψει την αυξημένη ζήτηση σε καύσιμα, τόσο λόγω του μικρού παραγωγικού δυναμικού της όσο και της μερικής καταστροφής, από βομβαρδισμούς των συμμαχικών αεροσκαφών, ορισμένων εγκαταστάσεών της.
Από την ημέρα της καταστροφής στο Στάλινγκραντ γίνεται εμφανές στα ανώτερα στρατιωτικά κλιμάκια ότι ο Χίτλερ είναι πλέον εκτός ελέγχου. Οι αποφάσεις του γίνονται ολοένα και περισσότερο παράλογες, η ανυπομονησία του υπερβαίνει τα φυσικά όρια του χρόνου, η κρίση του μόνο διαυγής δεν μπορεί να χαρακτηριστεί. Το "αλάθητο του Φύρερ" αμφισβητείται πλέον ανοικτά από μεγάλο μέρος των Γερμανών Στρατηγών και αξιωματούχων, όχι όμως και από τα μέλη του Κόμματος. Οι στρατιωτικοί αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο εξόντωσής του (είτε πολιτικής είτε φυσικής), είναι όμως στρατιωτικοί με ισχυρό το αίσθημα του καθήκοντος και της τιμής και δεσμεύονται από τον όρκο πίστης που του έχουν δώσει. Στις 20 Ιουλίου 1944, μετά από την οργάνωση μιας συνωμοσίας, ο Συνταγματάρχης Κλάους φον Στάουφενμπεργκ (Claus Schenk Graf von Stauffenberg) αποπειράται να δολοφονήσει τον Χίτλερ στο "Λημέρι του λύκου" (Wolfsschanze), ένα από τα στρατηγεία του που βρισκόταν στην Ανατολική Πρωσία. Η απόπειρα αποτυγχάνει και οι πρωτεργάτες της συλλαμβάνονται και εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες.[39] Ο Χίτλερ υποπτεύεται πλέον όλους τους Στρατάρχες και τους Στρατηγούς του, εξαναγκάζοντας έτσι σε αυτοκτονία αρκετούς από αυτούς, μεταξύ των οποίων οι Γκίντερ φον Κλούγκε και Έρβιν Ρόμελ. Η Βέρμαχτ χάνει έτσι μεγάλο μέρος από τη δύναμή της, καθώς ο Χίτλερ αναθέτει τη διοίκηση μεγάλων μονάδων σε άτομα που ναι μεν εμπιστεύεται, δεν είναι όμως κατάλληλα γι' αυτή τη δουλειά, όπως είναι ο Γιόζεφ (Ζεπ) Ντίτριχ, πρώην υπάλληλος κρεοπωλείου και προσωπικός του οδηγός στο παρελθόν. Το καθεστώς έχει αρχίσει να καταρρέει και οι στρατιωτικές ήττες διαδέχονται η μία την άλλη.
Τον Απρίλιο του 1945 το δυτικό τμήμα της Γερμανίας έχει καταληφθεί από τις Συμμαχικές δυνάμεις και το ανατολικό από τον Ερυθρό Στρατό. Το Βερολίνο, το οποίο υφίσταται συνεχείς αεροπορικές επιδρομές από τα τέλη του 1944, πολιορκείται από τους Σοβιετικούς και διεξάγεται στην πόλη η Μάχη του Βερολίνου. Οι πρωτεργάτες του καθεστώτος έχουν καταφύγει στο Καταφύγιο του Χίτλερ (Führerbunker), ένα ειδικό κτίσμα στο υπόγειο της Καγκελαρίας, δημιουργημένο από τον Άλμπερτ Σπέερ και απρόσβλητο από τις βόμβες. Στις 23 Απριλίου ο Γκέρινγκ στέλνει μήνυμα ζητώντας την ανάληψη της εξουσίας στη θέση του Φύρερ. Ο Χίτλερ γίνεται έξαλλος και διατάσσει την καθαίρεση του Γκέρινγκ, τη σύλληψη και την άμεση φυλάκισή του. Στις 28 Απριλίου αποκαλύπτεται ότι ο Χάινριχ Χίμλερ προσπαθεί να επιτύχει συνθηκολόγηση με τους Συμμάχους, με αντάλλαγμα να διαδεχθεί αυτός τον Φύρερ. Ο Χίτλερ εξουσιοδοτεί τον Στρατάρχη Ρόμπερτ Ρίττερ φον Γκράιμ, τον οποίο όρισε αντικαταστάτη του Γκέρινγκ και έφθασε στο Καταφύγιο τραυματισμένος από την πτήση του προς το Βερολίνο με πιλότο τη Χάνα Ράιτς, να φύγει αμέσως και να συλλάβει το ταχύτερο τον Χίμλερ, τον οποίο θεωρεί ένοχο συνωμοσίας και εσχάτης προδοσίας.
Εν τω μεταξύ, οι δύο "παλατίνοι" του Χίτλερ Βίλχελμ Κάιτελ (Wilhelm Keitel) και Άλφρεντ Γιοντλ (Alfred Jodl) αναπτύσσουν όση δραστηριότητα μπορούν, για να συντονίσουν τα σκόρπια γερμανικά στρατεύματα στην άμυνα του Ράιχ. Τα νέα που στέλνουν μέσω ασυρμάτου στο Καταφύγιο δεν είναι καθόλου ευχάριστα: Τόσο οι Σοβιετικοί όσο και οι Δυτικοί Σύμμαχοι προελαύνουν στο εσωτερικό της χώρας και αρχίζει η Μάχη του Βερολίνου. Το Βερολίνο είναι πολιορκημένο από τους Σοβιετικούς και ανθίσταται σθεναρά, ενώ η Στρατιά Βενκ, που είχε συγκροτήσει ο ίδιος ο Χίτλερ, έχει εξαντλήσει όλες τις δυνάμεις της απέναντι στη συντριπτική υπεροχή του εχθρού. Τα ξημερώματα της 30ής Απριλίου ο στρατηγός Χέλμουτ Βάιντλινγκ, διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων του Βερολίνου, φθάνει στο Καταφύγιο, αναλύει την κατάσταση και προτείνει να επιχειρηθεί έξοδος από αυτό. Ο Χίτλερ αρνείται κατηγορηματικά.
Ο Χίτλερ καλεί στο καταφύγιο τον εκπρόσωπο της πολιτικής αρχής. Καταφθάνει ο Βάλτερ Βάγκνερ, φορώντας το περιβραχιόνιο της "Εθνοφυλακής" (Volkssturm). Με μάρτυρες τους Μάρτιν Μπόρμαν και Γιόζεφ Γκέμπελς ο Χίτλερ νυμφεύεται την Εύα Μπράουν, με την οποία διατηρεί μακρόχρονη σχέση. Στη συνέχεια συντάσσει μια πολιτική και μια προσωπική διαθήκη. Η ανώτατη ηγεσία του Ράιχ περιμένει την έκβαση της μάχης. Όταν ο στρατηγός Βάιντλινγκ τους ενημερώνει ότι δεν υπάρχει ελπίδα, τους προτείνει έξοδο από το Καταφύγιο. Ο Χίτλερ αρνείται ξανά. Δίνει διαταγή να θανατώσουν την Μπλόντι, την αλσατική σκυλίτσα του και τις επόμενες ώρες αποχαιρετά το προσωπικό του καταφυγίου: Τις γραμματείς του Τράουντλ Γιούνγκε, Γκέρντα Κρίστιαν και Έλζε Κρίγκερ καθώς και τη μαγείρισσά του (ειδική στη χορτοφαγία) Κονστάντσε Μαντζιάρλυ. Αποχαιρετά, επίσης, τους συνεργάτες του και αποσύρεται με τη σύζυγό του στο δωμάτιό τους. Ύστερα από λίγο ακούγεται ένας πυροβολισμός. Οι υπασπιστές του σπεύδουν στο δωμάτιο. Ο Χίτλερ έχει αυτοκτονήσει με μια σφαίρα στο στόμα και η κ. Χίτλερ με μια κάψουλα υδροκυανίου. Όπως έχει εκ των προτέρων διατάξει τον οδηγό του Έριχ Κέμπκα, τα σώματά τους μεταφέρονται στον κήπο της Καγκελαρίας και αποτεφρώνονται με τη βοήθεια 180 λίτρων βενζίνης. Ο Γκέμπελς έχει συντάξει και αυτός διαθήκη - παράρτημα στην πολιτική διαθήκη του Φύρερ του, στον οποίο παραμένει απόλυτα αφοσιωμένος. Αναφέρει ότι πάντα τον υπάκουε αλλά αυτή τη φορά δεν θα πειθαρχήσει. Θα μείνει να πεθάνει μαζί του, όπως και ολόκληρη η οικογένεια του: Η σύζυγός του Μάγδα και τα έξι παιδιά τους, εφόσον η ζωή χωρίς Εθνικοσοσιαλισμό δεν είναι γι' αυτούς νοητή. Η Μάγδα, με τη βοήθεια του γιατρού του Καταφυγίου, που παρασκεύασε υπνωτικό, έχει ήδη θανατώσει με υδροκυάνιο τα έξι παιδιά τους. Ανεβαίνει μαζί με το σύζυγό της στην αυλή της Καγκελαρίας, όπου στρατιώτες τους εκτελούν με πιστόλι και τους αποτεφρώνουν. Η έλλειψη βενζίνης δεν επιτρέπει την πλήρη αποτέφρωσή τους. Τα σώματα θα ανευρεθούν μετά την πτώση του Βερολίνου και θα αναγνωρισθούν.
Η είδηση του θανάτου του Φύρερ έχει διαφορετικά αποτελέσματα στα μέλη του Κόμματος. Άλλοι αυτοκτονούν, άλλοι προσπαθούν να αλλάξουν ταυτότητα και να εξαφανισθούν στην ανωνυμία του πλήθους και άλλοι, όπως οι γκαουλάιτερ Χάνκε του Αμβούργου και Έριχ Κοχ της Πρωσίας διαφεύγουν, ο ένας με αεροσκάφος και ο άλλος με πλοίο, και χάνονται μέσα στο πλήθος των προσφύγων. Οι περισσότεροι, ωστόσο, είτε συλλαμβάνονται από τους Ρώσους και τους Συμμάχους, είτε διαφεύγουν στη Νότια Αμερική, όπως οι Άντολφ Άιχμαν και Γιόζεφ Μένγκελε, με τη βοήθεια της Οργάνωσης Γκέλεν.
Το καθεστώς επιζεί μέχρι την υπογραφή της τελικής συνθηκολόγησης. Πρόεδρος έχει οριστεί, από τον Χίτλερ, ο Μέγας Ναύαρχος Καρλ Ντένιτς και Καγκελάριος ο Γιόζεφ Γκέμπελς. Στις 2 Μαΐου 1945 ο Στρατηγός Χέλμουτ Βάιντλινγκ (Helmuth Weidling), Διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων του Βερολίνου, υπογράφει την παράδοση της πόλης στον Σοβιετικό Στρατηγό Βασίλι Τσούικοφ (Vasily Chuikov). Στο μεταξύ συλλαμβάνονται όσοι εξακολουθούν να έχουν κάποιο κυβερνητικό πόστο και έχουν παραμείνει σε αυτό είτε εντοπίζονται προσπαθώντας να διαφύγουν.
Εν τω μεταξύ, ο Ντένιτς έχει αποστείλει ως διαπραγματευτή τον Άλφρεντ Γιοντλ στη Ρενς, όπου και το Στρατηγείο της SHAEF. Ο Γιοντλ προσπαθεί να παρελκύσει τα πράγματα, αλλά ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ του καθιστά σαφές ότι, αν δεν υπογράψει άμεσα, θα δώσει εντολή να πυροβολούνται όλοι οι Γερμανοί στρατιώτες, ακόμη και άοπλοι. Παίρνοντας τη συγκατάθεση του Ντένιτς, ο Γιοντλ υπογράφει την παράδοση όλων των ενόπλων δυνάμεων της Γερμανίας. Για τους Αμερικανούς υπογράφει ο Μπέντελ Σμιθ, για τους Γάλλους ο Στρατηγός Σεβέζ, για τους Βρετανούς ο Ναύαρχος Χάρολντ Μπάροου και για τους Σοβιετικούς ο Στρατηγός Ιβάν Σουσλαπάροφ. Ο Αϊζενχάουερ καθιστά επίσης σαφές ότι οι όροι ισχύουν ακριβώς ως έχουν και απαρέγκλιτα και για τη Σοβιετική πλευρά και ότι από τούδε και στο εξής όλοι οι Γερμανοί στρατιώτες θεωρούνται αιχμάλωτοι πολέμου "ως έχουν και βρίσκονται". Συμφωνείται να υπογραφεί και επίσημα έγγραφο παράδοσης (κατ' απαίτηση του Στάλιν).
Στις 7 Μαΐου 1945 υπογράφεται και το έγγραφο που απαίτησε ο Στάλιν, στο προάστειο Καρλχορστ (Karlhorst) του Βερολίνου στο κτίριο μιας σχολής υπαξιωματικών. Εκ μέρους της Γερμανίας παρίστανται ο Στρατάρχης Βίλχελμ Κάιτελ, εκπρόσωπος του (διαδόχου του Χίτλερ) Ντένιτς, ο Ναύαρχος Φρίντενμπουργκ, εκπρόσωπος του Ναυτικού, και ο Πτέραρχος Στουμπφ, εκπρόσωπος της Λουφτβάφφε. Όσοι από τους ηγέτες του καθεστώτος έχουν επιζήσει συλλαμβάνονται, ο Χίμλερ παραδίδεται σε ένα αγγλικό φυλάκιο, αλλά τη στιγμή της σωματικής έρευνας αυτοκτονεί με υδροκυάνιο. Το καθεστώς της Ναζιστικής Γερμανίας καταλύεται και μαζί του παύει να υφίσταται νομικά και η Γερμανία ως χώρα.
Στις 5 Ιουλίου 1945 συγκροτείται το Συμμαχικό Συμβούλιο Ελέγχου (Allied Control Council), το οποίο αναλαμβάνει την πλήρη κυριαρχία της ηττημένης Γερμανίας.[40] Η σύσταση αυτού του Συμβουλίου επιτρέπει τη συνέχιση της ύπαρξης της Γερμανίας ως χώρας.
Με τη Διάσκεψη του Πότσδαμ τον Αύγουστο του 1945, στην οποία παρίστανται οι ηγέτες των νικητριών χωρών, αποφασίζεται η τύχη των ηττημένων.[41] Η Γερμανία διαμελίζεται σε δύο τομείς κυριαρχίας: Τη Δυτική Γερμανία (πρωτεύουσα Βόννη), στη σφαίρα επιρροής των Δυτικών Συμμάχων, και την Ανατολική Γερμανία (πρωτεύουσα Βερολίνο), στη σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ. Η χώρα επανέρχεται στα προ του 1937 σύνορα, χάνοντας παράλληλα και εδάφη στο ανατολικό τμήμα της, τα οποία αποδίδονται στην Πολωνία.
Οι νικητές του πολέμου δεν είχαν σκοπό να αφήσουν ατιμώρητες τις ναζιστικές ωμότητες. Κατά τη διάρκεια των επιθέσεών τους εναντίον της Γερμανίας, τόσο οι Σοβιετικοί όσο και οι Δυτικοί Σύμμαχοι ανακάλυψαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και διαπίστωσαν ιδίοις όμμασι τις φρικαλεότητες που είχαν διαπραχθεί εκεί. Δεν ξεχνούν, επίσης, τις φρικαλεότητες που διέπραξαν οι δυνάμεις Κατοχής (κυρίως η Γκεστάπο και η SS) στις κατακτημένες χώρες. Δεν είναι ακόμη η εποχή του Ψυχρού Πολέμου και διαπιστώνεται και από τις δύο πλευρές η ανάγκη δημιουργίας ενός Διεθνούς Οργανισμού - διαδόχου της Κοινωνίας των Εθνών, ο οποίος θα ενεργεί έτσι ώστε να αποτρέπει τόσο τις ένοπλες διενέξεις όσο και τη διάπραξη παρόμοιων φρικαλεοτήτων στο μέλλον. Δημιουργείται, έτσι, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ).
Μια από τις πρώτες ενέργειες του νέου Οργανισμού είναι αρχικά η σύσταση επιτροπών ανά χώρα για τη συλλογή στοιχείων περί εγκλημάτων Πολέμου, ήδη από το 1943. Με τη λήξη του πολέμου η επιτροπή προχωρά σε σύσταση Διεθνούς Δικαστηρίου, στο οποίο θα προσέλθουν όσοι Γερμανοί κρίνονται ύποπτοι για τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου.[42] Το Δικαστήριο αποφασίζεται να συνεδριάζει στην πόλη της Νυρεμβέργης, επειδή το Δικαστικό μέγαρο της πόλης είναι σχεδόν ανέπαφο και διαθέτει τις κατάλληλες υποδομές για τη διεξαγωγή μιας παρόμοιας δίκης, αλλά και για λόγους γοήτρου (τα Συνέδρια του NSDAP γίνονταν στην πόλη αυτή). Η δίκη αυτή είναι γνωστή ως Δίκη της Νυρεμβέργης, στην οποία καταδικάζονται όσοι στυλοβάτες του Ναζιστικού καθεστώτος έχουν συλληφθεί. Μερικοί καταδικάζονται σε θάνατο με απαγχονισμό, άλλοι σε ισόβια κάθειρξη ενώ τρεις μόνον αθωώνονται. Η Δίκη αυτή αποκάλυψε και άλλες περιπτώσεις εγκλημάτων πολέμου και κατά της Ανθρωπότητας, που εκδικάστηκαν σε ιδιαίτερες δίκες, συνακόλουθες της κύριας Δίκης.
Δεν είναι, επίσης, διατεθειμένοι και οι Ισραηλινοί να αφήσουν ήσυχους τους δημιουργούς και εκτελεστές του Ολοκαυτώματος. Τόσο οι επίσημες υπηρεσίες του νεοδημιουργημένου Ισραηλινού κράτους όσο και οργανώσεις ιδιωτών, όπως το Κέντρο Σιμόν Βίζενταλ[43] κυνηγούν τους εγκληματίες Πολέμου που έχουν καταφέρει να διαφύγουν και τεκμηριώνουν τις πράξεις τους. Σημειώνουν αρκετές επιτυχίες, από τις μεγαλύτερες των οποίων είναι η αναγνώριση και σύλληψη του Άντολφ Άιχμαν στην Αργεντινή το 1961. Το επίσημο γερμανικό κράτος συμβάλλει με κάθε τρόπο σε όλες αυτές τις ενέργειες και δίνει όσα στοιχεία μπορεί να συγκεντρώσει. Οι Γερμανοί προσπαθούν να ξεχάσουν τον Πόλεμο, τα δεινά που επέφερε και τον Εθνικοσοσιαλισμό.
Η πολιτική των Συμμάχων μεταβλήθηκε απέναντι στο Δυτικό τμήμα της Γερμανίας με την έναρξη του Ψυχρού Πολέμου. Θεωρώντας τη Δυτική Γερμανία ως ασπίδα απέναντι στον "κομμουνιστικό κίνδυνο", οι ΗΠΑ τη βοηθούν με κάθε τρόπο, συντελώντας σε αυτό που αργότερα θα ονομαστεί "γερμανικό θαύμα": Η οικονομία της χώρας όχι μόνον ανορθώνεται, αλλά εξελίσσεται σε δεσπόζουσα οικονομία της Ευρώπης και, σήμερα, τέταρτης στον Κόσμο[44].
Στην αυτοβιογραφία που συγγράφει, ή καλύτερα υπαγορεύει ο Χίτλερ, εκφράζεται το "πιστεύω" τόσο το δικό του όσο και του Κόμματός του. Ωστόσο, με την πάροδο του χρόνου, οι ιδεολογίες του εκφράζονται και περισσότερο συγκεκριμένα και περισσότερο πρακτικά. Η ναζιστική ιδεολογία είναι έντονα επηρεασμένη από τον φασισμό που εγκαθίδρυσε ο Μπενίτο Μουσολίνι στην Ιταλία: Είναι ιδεολογία έντονα διαποτισμένη από αντιλήψεις φυλετικών διακρίσεων, εθνικισμού, στρατοκρατίας αλλά και δημιουργίας και χρήσης παραστρατιωτικών οργανώσεων. Παράλληλα, ασκείται πολιτική τρομοκρατίας σε όσους διαφωνούν πολιτικά με το καθεστώς, έντονη προπαγάνδα για τα ιδεώδη και αντιπροπαγάνδα για αντίθετες ιδεολογίες, και, φυσικά, προσωπολατρία για τον Ηγέτη (Φύρερ, Führer): Ο ολοκληρωτισμός είναι από τα βασικά ιδεολογικά σημεία του Ναζισμού. Προορισμός του κάθε πολίτη, του κάθε στρατιώτη, όσο ιεραρχικά ανώτερος και αν είναι, είναι ένας και μοναδικός: Η τυφλή υπακοή στον Ηγέτη.[45]
Σύμφωνα με τη ναζιστική ιδεολογία, δεν έχουν θέση στον κόσμο οι Εβραίοι, οι Αθίγγανοι και οι ομοφυλόφιλοι, όπως και κάθε είδους άνθρωποι του περιθωρίου, ενώ θεωρούνται "υπάνθρωποι" (Untermenschen), εκτός από τους Εβραίους, και οι Σλάβοι, με προεξάρχοντες τους Τσέχους, τους Πολωνούς και τους Ρώσους.[46]. Οι καθαρόαιμοι Γερμανοί ανήκουν στην Άρια φυλή, η οποία είναι ανώτερη όλων των υπόλοιπων φυλών. Η εθνικιστική και ρατσιστική αυτή ιδεολογία εκφράστηκε με τη φράση "Blut und Boden" (Αίμα και Γη)[47], επινόηση του θεωρητικού του Κόμματος (και μετέπειτα Υπουργού) Ρίχαρντ Βάλτερ Νταρέ (Richard Walther Darré). Οι υπόλοιπες φυλές απλώς οφείλουν να υποταχθούν στην ανωτερότητά της άριας φυλής. Ορισμένες, μάλιστα, φυλές, όπως οι Σλάβοι, είναι τόσο κατώτερες, ώστε όσοι ανήκουν σε αυτές να χαρακτηρίζονται απλά ως υπάνθρωποι (Untermenschen) και να είναι κατάλληλοι μόνο ως σκλάβοι των Αρίων. Μερικοί ερευνητές έχουν αποδώσει αυτή την ιδεολογία σε πολύ κακή κατανόηση των γραπτών του Νίτσε (και ιδιαίτερα του έργου του Also sprach Zarathustra (ελλ. Τάδε έφη Ζαρατούστρα)) από μέρους του Χίτλερ, ο οποίος είναι διαπιστωμένο ότι θαύμαζε τον Νίτσε και είχε διαβάσει τα Άπαντά του (τα έστειλε, μάλιστα, δώρο στον Μουσσολίνι στα 60ά του γενέθλια)[48]. Στα πλαίσια της ρατσιστικής ιδεολογίας του Χίτλερ και του Κόμματος εφαρμόστηκε το Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4 ("Aktion T4") κατά το οποίο περίπου 200.000 Γερμανοί (και μη) πολίτες, οι οποίοι έπασχαν από γενετικές παθήσεις ή/και ψυχασθένειες, θανατώθηκαν ή υπέστησαν στείρωση. Με τον τρόπο αυτό ο Χίτλερ και οι υποστηρικτές των φυλετικών θεωριών του πίστευαν ότι θα "καθάριζαν" την Άρια Φυλή από τα "ελαττωματικά" γονίδια.
Άλλο ένα δομικό χαρακτηριστικό της ναζιστικής (εθνικοσοσιαλιστικής) θεωρίας και πολιτικής, υπήρξε η σθεναρή υπεράσπιση των συμφερόντων του γερμανικού μεγάλου κεφαλαίου, έναντι της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων φτωχών τμημάτων του γερμανικού πληθυσμού. Το ναζιστικό καθεστώς εφάρμοσε πολιτική καθυπόταξης των εργαζομένων, των ανέργων και των μικρομεσαίων, ενώ ενίσχυσε μέγιστα, την κερδοφορία των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων και ομίλων. Οι τρόποι με τους οποίους κατάφερε κάτι τέτοιο, εμπεριείχαν την καταναγκαστική εργασία στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τη φυσική εξόντωση όσων αντιστέκονταν, τη συντριβή/απαγόρευση των εργατικών σωματείων και των απεργιών κλπ.[49]
Για την εκκαθάριση των Εβραίων και των Αθίγγανων, εκτός από πογκρόμ, το ναζιστικό καθεστώς οργάνωσε ολόκληρη επιχείρηση, η οποία επονομάστηκε Επιχείρηση Ράινχαρντ, δημιουργώντας ειδικά στρατόπεδα εξόντωσης, προκαλώντας το Ολοκαύτωμα, δηλαδή τη γενοκτονία των Εβραίων και των Αθίγγανων, με θύματα 6.000.000 για τους Εβραίους και περισσότερα από 500.000 για τους Αθίγγανους.
Η ιδεολογία των Ναζί δεν έγινε ευρέως αποδεκτή καθ' ολοκληρίαν από τον γερμανικό λαό. Σε ορισμένες περιπτώσεις, πληθυσμιακές ομάδες καταφέρθηκαν ανοικτά κατά της δίωξης των Εβραίων, ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου, τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο πληθυσμός ήταν τέτοια, που δεν του άφηναν περιθώρια να αναρωτηθεί τι συνέβαινε στους μεταγόμενους Εβραίους. Το καθεστώς γνώριζε την όχι ευρεία αποδοχή της πολιτικής της εξόντωσης που ακολούθησε, γι' αυτό και περιέβαλε με τη μεγαλύτερη δυνατή μυστικότητα την "Επιχείρηση Ράινχαρντ",[50] (αν και το βιβλίο του Χίτλερ Mein Kampf, στο οποίο αναλύονται οι απόψεις αυτές, ήταν το μεγαλύτερο ευπώλητο της εποχής και του απέφερε σημαντικά οικονομικά οφέλη από τις πωλήσεις του). Έγινε, βέβαια, αποδεκτή από την πλειοψηφία των μελών του Κόμματος (να σημειωθεί ότι αρκετοί Γερμανοί πολίτες αναγκάστηκαν να γίνουν μέλη του Κόμματος επειδή, αν δεν προσχωρούσαν στο Κόμμα, δεν θα τους επιτρεπόταν η συνέχιση των δραστηριοτήτων τους). Ωστόσο, το καθεστώς που είχε εγκαθιδρυθεί, όχι μόνον εκκαθάριζε τους αντιφρονούντες, αλλά, ασκώντας παντοιοτρόπως έντονη προπαγάνδα σε συνδυασμό με αυστηρή λογοκρισία, δεν επέτρεπε να γνωστοποιούνται οι πρακτικές που ασκούσε. Είναι γνωστή μία Führerprinzip (αρχή του Ηγέτη), ότι καθένας πρέπει να γνωρίζει μόνον όσα του είναι απαραίτητα για να εκπληρώσει την αποστολή του. Ο Χίτλερ δεν την παραβίασε ποτέ. Την ακολούθησε απαρέγκλιτα τόσο στους άμεσους συνεργάτες του, όσο και στους συμμάχους του: Συναντώμενος με τον Μουσσολίνι δύο ημέρες πριν την έναρξη εφαρμογής του Σχεδίου Μπαρμπαρόσσα (Εισβολή στη Ρωσία), δεν του επέτρεψε καν να αντιληφθεί τι σχεδίαζε ο ίδιος μόλις δύο ημέρες μετά[48].
Ο ιμπεριαλισμός του καθεστώτος εκφραζόταν με μία και μοναδική λέξη: Lebensraum (= ζωτικός χώρος). Ο Γερμανός Άριος είχε ανάγκη από πολύ μεγαλύτερο χώρο, με πολύ περισσότερες πλουτοπαραγωγικές πηγές, ώστε να ζει άνετα και να μεγαλουργεί, προς όφελος πρώτα δικό του και ύστερα των (κατώτερων) υπόλοιπων ανθρώπων.
Η εφαρμογή στην πράξη της ναζιστικής ιδεολογίας δεν επέφερε απλά έναν Παγκόσμιο Πόλεμο: Ήταν υπεύθυνη για τον θάνατο εκατομμυρίων αντιφρονούντων, αιχμαλώτων πολέμου, ομοφυλόφιλων, ατόμων με αναπηρίες και οδήγησε στο Ολοκαύτωμα, σύνολο από δραστηριότητες που κατέληξαν στον θάνατο έξι εκατομμυρίων Εβραίων της Ευρώπης, αρκετών, μάλιστα, με ανατριχιαστικούς τρόπους και αποτρόπαιες μεθόδους, και εκατομμυρίων συλληφθέντων και αιχμαλώτων πολέμου από όλες τις κατακτημένες χώρες, μηδέ της Γερμανίας εξαιρουμένης. Παράλληλα, ο Πόλεμος κατέληξε στην κατερείπωση της Γερμανίας και άλλων περιοχών της Ευρώπης και στον διαμελισμό της χώρας σε δύο μπλοκ, που χρειάστηκε να περάσουν περίπου εξήντα χρόνια για να αποκατασταθούν σε ενιαία χώρα. Το σύνολο των θυμάτων υπολογίζεται σε εξήντα περίπου εκατομμύρια, ενώ οι υλικές ζημιές που επέφερε ο Πόλεμος είναι αδύνατον να υπολογιστούν.
(Σε παρένθεση οι εκάστοτε επικεφαλής)
(επίσημες)
Στο Ναζιστικό καθεστώς υπήρχε έντονη λογοκρισία. Αρκετές εφημερίδες αναγκάστηκαν να κλείσουν, ενώ όσες παρέμειναν σε λειτουργία δημοσίευαν μόνον όσα ήταν αρεστά στο καθεστώς και στην υπηρεσία Προπαγάνδας του. Το ίδιο συνέβαινε και με τα περιοδικά και με τα βιβλία. Πολλά βιβλία θεωρήθηκαν "ακατάλληλα για ανάγνωση από τους Γερμανούς Εθνικοσοσιαλιστές", συγκεντρώθηκαν στο Βερολίνο και άλλες μεγάλες πόλεις από τη Χιτλερική νεολαία και κάηκαν σε τεράστιες πυρές. Επικεφαλής Τύπου στο Ράιχ ήταν ο Όττο Ντίτριχ.
Οι εκδόσεις που ακολουθούν αναφέρονται στα επίσημα όργανα Τύπου του Κόμματος.
Κεντρικό Γραφείο Ασφαλείας του Ράιχ (RSHA — Reichssicherheitshauptamt). Επικεφαλής: Ράινχαρντ Χάιντριχ (δολοφονήθηκε το 1942) αντικαταστάθηκε από τον Ερνστ Καλτενμπρούννερ (Ernst Kaltenbrunner).
Όταν ο Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία, είχε υπόψη του μια οικονομική πολιτική κινούμενη σε δύο άξονες: Την ταχεία ανάνηψη της οικονομίας της Γερμανίας από τις συνέπειες της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 1929 και την ανάπτυξη της οικονομίας σε τέτοια επίπεδα, ώστε να είναι δυνατή η κυριαρχία του Ράιχ σε παγκόσμιο επίπεδο. Η οικονομικά άρχουσα τάξη υποστήριξε εξ αρχής τον Χίτλερ. Οι ιδιοκτήτες βαρέων βιομηχανιών, φοβούμενοι την οικονομική ύφεση, στην οποία είχε περιπλέξει τη χώρα η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, δεν έφεραν κανένα εμπόδιο στην άνοδο των Ναζιστών στην εξουσία: Αντίθετα, στήριξαν οικονομικά το Κόμμα, όπως ο μεγιστάνας Γκούσταβ Κρουπ φον Μπόλεν ουντ Χάλμπαχ του βιομηχανικού κολοσσού Κρουπ (Krupp). Όταν οι Ναζί πήραν την εξουσία, η ανεργία είχε πλήξει το 30% του ενεργού πληθυσμού, ο πληθωρισμός (εισαγόμενος και μη) είχε φθάσει σε δυσθεώρητα ύψη. Οι "Γιούνκερς", όπως αποκαλούσαν την οικονομικά άρχουσα τάξη, ήθελαν πάση θυσία να επαναφέρουν τις επιχειρήσεις τους στην κερδοφορία και οι νόμοι της Δημοκρατίας, όπως και οι όροι της Συνθήκης των Βερσαλλιών, δεν τους άφηναν τέτοια περιθώρια. Υποστήριξαν τον Χίτλερ και το Κόμμα του, ευελπιστώντας σε οικονομική ανάκαμψη. Το ίδιο έκαναν και οι ιδιοκτήτες των μεγάλων Τραπεζών, οι οποίοι αντιτίθονταν στην αυστηρή νομοθεσία που είχε θεσπιστεί επί Δημοκρατίας. Η αμοιβαία υποστήριξη κεφαλαίου και Ναζί οδήγησε σε οικονομική ανάκαμψη με τη μείωση της ανεργίας, που μάστιζε τη Γερμανία της Δημοκρατίας. Ως αποτέλεσμα, το ΑΕΠ της χώρας ανέβηκε από τα 59,1 δισ. μάρκα το 1933 στα 129 δισ. μάρκα το 1939[56].
Ο Χίτλερ αρχικά είχε ως κεφαλή της Γερμανικής κεντρικής Τράπεζας (αργότερα τον διόρισε Υπουργό Οικονομικών) τον Χιάλμαρ Σαχτ (Hjalmar Schacht). Αυτός ήταν ο οικονομικός "εγκέφαλος" των Ναζί και, ακολουθώντας φαινομενικά ανορθόδοξη πολιτική, πέτυχε εκπληκτικά οικονομικά αποτελέσματα: Εκμεταλλεύεται στο έπακρο την αποδέσμευση των αποθεμάτων χρυσού από το νόμισμα, που επήλθε ως συνέπεια της Οικονομικής Κρίσης του 1929, διατηρεί πολύ χαμηλά τα επιτόκια δανεισμού και καταρτίζει έντονα ελλειμματικούς προϋπολογισμούς: Εκατοντάδες δημόσια έργα χρηματοδοτούνται κατ' αυτό τον τρόπο αλλά, δημιουργώντας την ανάγκη εργατικών χεριών για την εκτέλεσή τους, μειώνουν την ανεργία με ρυθμό που καμία άλλη χώρα δεν κατάφερε να επιτύχει ύστερα από την Οικονομική Κρίση.[57]
Το 1936 ο Χίτλερ διορίζει στη θέση του Σαχτ τον Χέρμαν Γκέρινγκ, δίνοντάς του την εντολή να καταστήσει ετοιμοπόλεμη τη Γερμανία μέσα στην επόμενη τετραετία. Το έργο είναι δυσχερέστατο, επειδή η Συνθήκη απαγορεύει στη Γερμανία να διαθέτει περισσότερες από δέκα μεραρχίες τακτικού Στρατού (100.000 άνδρες συνολικά), καθώς και την κατοχή σύγχρονου εξοπλισμού, όπως άρματα μάχης, βαρύ πυροβολικό, μαχητικά αεροσκάφη και πολεμικά πλοία. Ο Γκέρινγκ καταστρώνει ένα "τετραετές σχέδιο" σύμφωνα με το οποίο οφείλουν να δημιουργηθούν νέες βιομηχανίες κατεργασίας μετάλλων, χημικών, συνθετικού καουτσούκ και άλλων υλών, απαραίτητων για τη δημιουργία οπλοστασίου. Οι ενέργειες αυτές οδηγούν σε μηδενική σχεδόν ανεργία, ωστόσο, σε πραγματικές τιμές, οι μισθοί των εργαζομένων μειώνονται. Αυτό οδηγεί τον Γκέρινγκ στη λήψη ενός ακόμη μέτρου: Τον απόλυτο κρατικό έλεγχο τόσο στις τιμές όσο και στους μισθούς. Όποιος παραβαίνει τα θεσπισμένα όρια εγκλείεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Καταργούνται (φυσικά) τα εργατικά συνδικάτα, απαγορεύεται το συνδικαλίζεσθαι καθώς και η παραίτηση: Ο Γκέρινγκ καθιερώνει το σύστημα των βιβλιαρίων εργασίας και ο εργαζόμενος δεν βρίσκει εργασία (ή, ανάλογα, διώκεται) αν σε αυτό δεν αναγράφεται η συγκατάθεση του προηγούμενου εργοδότη για την αποχώρησή του. Δημιουργείται, επίσης, ένας ειδικός φορέας, το Γερμανικό Μέτωπο Εργασίας (Deutsche Arbeitsfront, DAF), το οποίο έχει ως επικεφαλής τον Ρόμπερτ Λέι, το οποίο ελέγχει τους εργαζόμενους, αντικαθιστώντας τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις, οι οποίες είχαν καταργηθεί με τη βία.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η γερμανική οικονομία μετατρέπεται εξ ολοκλήρου σε πολεμική, με την είσοδο, το 1942, στην Κυβέρνηση του Άλμπερτ Σπέερ (Albert Speer), ενός νέου αρχιτέκτονα, ο οποίος καταφέρνει, παρά τις σφοδρές αντιξοότητες που αντιμετωπίζει η χώρα, να ανεβάσει τους απόλυτους αριθμούς παραγωγής των εργοστασίων που ελέγχει.
Η Ναζιστική Γερμανία βρήκε, επίσης, τους τρόπους να συνεργάζεται με επιχειρήσεις χωρών με τις οποίες, φαινομενικά, δε μπορούσε να έχει σχέσεις. Οι "Γιούνκερς" είχαν δημιουργήσει τον κολοσσό IG Farben, μέσω του οποίου το γερμανικό κεφάλαιο βρήκε διεξόδους σε σημεία που του απαγορεύονταν, όπως στις οικονομίες της Βρετανίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ.
Οι Ναζί δεν έχουν αποποιηθεί τις ιδέες τους για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Με την άνοδό τους στην εξουσία ήρθαν αντιμέτωποι με τα προβλήματα που τους έθετε, κύρια αυτό των εξοπλισμών όσο και αυτό της απαγόρευσης οποιασδήποτε πολιτικής ένωσης με τη γερμανόφωνη Αυστρία και τα δικαιώματα διέλευσης από τον Διάδρομο του Ντάντσιχ (πολωνικά: Γκντανσκ).
Ο Χίτλερ κάθε άλλο παρά αδράνησε. Με πολιτικούς χειρισμούς κατορθώνει να άρει μερικώς τον αποκλεισμό των εξοπλισμών, υπογράφοντας το 1935 το γερμανοβρετανικό σύμφωνο, με το οποίο δίδεται άδεια στη Γερμανία να κατασκευάσει τόσα πολεμικά πλοία, όσα της είναι απαραίτητα για την άμυνά της.[58]
Το 1935 η Γερμανία οργανώνει - αγνοώντας τη Συνθήκη - δημοψήφισμα στο Σάαρ, το οποίο είναι, σύμφωνα με τη Συνθήκη, γαλλικό προτεκτοράτο από το 1919[59]. Το αποτέλεσμα είναι να επιστραφεί το Σάαρ στη Γερμανία. Οι παραβιάσεις από το ναζιστικό καθεστώς συνεχίζονται: Η Ρηνανία, από την οποία έχουν αποχωρήσει όλα τα Γαλλοβρετανικά στρατεύματα, είναι αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη. Οι Ναζί αγνοούν ακόμη μια φορά τη Συνθήκη και στέλνουν στρατεύματα στην περιοχή.
Από το 1936 η Γερμανία ασκεί όλο και μεγαλύτερο παρεμβατισμό στα ευρωπαϊκά και διεθνή ζητήματα. Ο Χίτλερ, που θαύμαζε την ιδεολογία του Φασιστικού Κόμματος του Μπενίτο Μουσολίνι, συσφίγγει όσο μπορεί τις γερμανοϊταλικές σχέσεις. Έτσι, υπογράφεται με την Ιταλία το λεγόμενο "Χαλύβδινο Σύμφωνο" και δημιουργείται ο Άξονας Βερολίνου - Ρώμης (αργότερα θα διευρυνθεί, περιλαμβάνοντας και το Τόκιο). Η Γερμανία χαλαρώνει την πίεσή της στο Τιρόλο και την υποστήριξη του εκεί γερμανόφωνου πληθυσμού, ενώ η Ιταλία, σε αντάλλαγμα, υιοθετεί τον αντισημιτισμό των Ναζί.
Εμφανίζοντας σαφείς ιδεολογικές ομοιότητες με αυτές του Στρατηγού Φρανθίσκο Φράνκο, το Ναζιστικό Κόμμα είναι λογικό να τον υποστηρίξει στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, ερχόμενο σε έμμεση σύγκρουση με τον ιδεολογικό άσπονδο εχθρό του, τον Κομμουνισμό, καθώς το Σταλινικό καθεστώς υποστηρίζει τους αντιπάλους του Φράνκο. Η γερμανική αεροπορία (Luftwaffe) εκτελεί πολυάριθμους βομβαρδισμούς, ο γνωστότερος και πλέον επονείδιστος όλων είναι αυτός της πόλης Γκερνίκα (1937), που αποτύπωσε ο Πάμπλο Πικάσο στον ομώνυμο πίνακά του.
Για την εξωτερική πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει, ο Χίτλερ εκφωνεί στο Ράιχσταγκ ένα λόγο, στον οποίο παράλληλα εξηγεί και την έως τότε πολιτική που ακολούθησε και τους λόγους που την υπαγόρευσαν, αντικρούει κάποιες δηλώσεις του Βρετανού Υπουργού Εξωτερικών Άντονι Ήντεν (Anthony Eden), επιτίθεται κατά του Μπολσεβικισμού θεωρώντας τον ένα από τους σημαντικότερους κινδύνους για το Γερμανικό Έθνος και προδιαγράφει την ανάκτηση όλων των περιοχών, στις οποίες ζουν γερμανικής καταγωγής πληθυσμοί[60].
Το 1938 ο Χίτλερ, με την υποστήριξη του Αυστριακού Ναζιστικού Κόμματος, προσαρτά την Αυστρία. Έχοντας αρχίσει συνομιλίες με τον Αυστριακό Καγκελάριο Κουρτ Σούσνιγκ (Kurt Schuschnigg) από το Φεβρουάριο προετοιμάζει το έδαφος και, ύστερα από πολλές πιέσεις, τον πείθει να περιλάβει δύο Ναζιστές στην Κυβέρνησή του. Ο Σούσνιγκ θέλει να προκηρύξει δημοψήφισμα, αλλά το Αυστριακό Ναζιστικό Κόμμα τον ανατρέπει και τον φυλακίζει. Θα απελευθερωθεί από τα αμερικανικά στρατεύματα το 1945. Η Αυστρία προσαρτάται στο Ράιχ και στις 12 Μαρτίου 1938 ο Γερμανικός στρατός γίνεται δεκτός με τα ναζιστικά σύμβολα και λουλούδια από τον Στρατό της Αυστρίας. Ο Χίτλερ επισκέπτεται τη χώρα μπαίνοντας σε αυτήν από το Μπράουναου (Braunau), τη γενέτειρά του. Επισκέπτεται, επίσης, το Λιντς και καταλήγει στις 2 Απριλίου στη Βιέννη όπου δηλώνει, μεταξύ άλλων: "Δεν ήρθαμε ως τύραννοι αλλά ως απελευθερωτές". Η Αυστρία γίνεται το προτεκτοράτο του Όστμαρκ (Ostmark) και ο Άρτουρ Ζάις-Ίνκβαρτ (Arthur Seyss-Inquart) διορίζεται Κυβερνήτης του[61]. Στο δημοψήφισμα που προκηρύσσεται, καλούνται οι πολίτες να αποφασίσουν για το μέλλον της χώρας. Θα αναμενόταν, λογικά, οι Αυστριακοί να ψηφίσουν υπέρ της διατήρησης της αυτονομίας τους. Όμως, η προπαγάνδα των Ναζί, που έχει πολύ προσεκτικά προετοιμαστεί και δράσει, θριαμβεύει και, όταν το δημοψήφισμα διεξάγεται, το τελικό του ποσοστό παίρνει διαστάσεις θριάμβου: 99,73% των Αυστριακών ψηφίζουν υπέρ. Η βασικά αντιτιθέμενη στην προσάρτηση χώρα θα μπορούσε να είναι η Ιταλία, η οποία, όμως, ύστερα από το "Χαλύβδινο Σύμφωνο" δεν έφερε κανένα πρόσκομμα. Η Βρετανία και η Γαλλία εμφανίζονται αναποφάσιστες και αδύναμες. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών έχει ουσιαστικά περιπέσει σε αχρηστία. Η προσάρτηση αυτή έμεινε στην Ιστορία ως Anschluss.
Οι βλέψεις του Χίτλερ δεν σταματούν εδώ. Θέλοντας να ανακτήσει τη Σουδητία, τμήμα της Τσεχοσλοβακίας με γερμανικής καταγωγής πληθυσμό, συγκαλεί στο Μόναχο το 1938 μια διάσκεψη, στην οποία συμμετέχουν, εκτός από τον ίδιο, οι Νέβιλ Τσάμπερλεν, Πρωθυπουργός της Βρετανίας, Εντουάρ Νταλαντιέ, Πρωθυπουργός της Γαλλίας και ο Μπενίτο Μουσολίνι, ηγέτης της Ιταλίας μαζί με τους Υπουργούς Εξωτερικών τους. Η διάσκεψη αυτή, γνωστή ως Διάσκεψη του Μονάχου, κατέληξε στην υπογραφή μιας Συμφωνίας, με την οποία η Σουδητία αποδιδόταν στη Γερμανία (30 Σεπτεμβρίου 1938). Η Συμφωνία, αν και ανακοινώθηκε από τον Μουσολίνι και έφερε το όνομα "Ιταλικό σχέδιο", είχε, στην πραγματικότητα, καταρτιστεί από το Γερμανικό Υπουργείο Εσωτερικών. Η Κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας, φυσικά, απέρριπτε εξ αρχής την απόδοση της Σουδητίας στη Γερμανία, αναγκάστηκε όμως τελικά να υποκύψει, ύστερα από πιέσεις των άλλων Κυβερνήσεων, οι οποίες, έχοντας υπερεκτιμήσει τον Χίτλερ και νιώθοντας ανέτοιμες να αντιμετωπίσουν μια ένοπλη σύρραξη, άσκησαν όλες τους τις πιέσεις για να διασφαλίσουν, όπως πίστευαν, την ειρήνη ("Πολιτική Κατευνασμού").
Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ άσκησε δριμύτατη κριτική στον Τσάμπερλεν για την υπογραφή της Συμφωνίας και υποστήριξε ότι ο Χίτλερ δε θα περιοριζόταν στη Σουδητία. Σε λιγότερο από ένα χρόνο δικαιώθηκε: Η Βέρμαχτ, έχοντας καταστρώσει σχέδια από το 1937 (Πράσινο Σχέδιο, Fall Grün), εισέβαλε στις 15 Μαρτίου 1939 στην Τσεχοσλοβακία, κατέλαβε την Πράγα και τις περιοχές της Βοημίας και της Μοραβίας ονομάζοντάς τις προτεκτοράτο του Ράιχ (Böhmen und Maren Reichsprotektorat). Το υπόλοιπο της χώρας και η περιοχή της Σλοβακίας παρέμεινε προσχηματικά ανεξάρτητο, αλλά ως δορυφόρος του Ράιχ.
Έχοντας πάρει θάρρος από τις επιτυχίες του, ο Χίτλερ στρέφεται προς την Πολωνία. Ολόκληρη η Ευρώπη αναμένει την εκδήλωση του χιτλερικού ιμπεριαλισμού σε αυτήν, εκτός από την ίδια την Πολωνία[25]. Η Βρετανία και η Γαλλία έχουν διακηρύξει ότι θα τηρήσουν τη συμφωνία αμοιβαίας υποστήριξης που έχουν συνάψει με την Πολωνία. Έχουν στείλει, μάλιστα, αντιπροσώπους στο καθεστώς του Στάλιν διαπραγματευόμενες στρατιωτική συνεργασία. Πιστεύουν ότι με αυτό τον τρόπο θα εξασφαλίσουν διπλό μέτωπο αντίστασης στον επεκτατισμό της Ναζιστικής Γερμανίας. Πλανώνται. Στις 22 Αυγούστου 1939 ο Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ (Joachim von Ribbentrop) υπογράφει με τον ομόλογό του Υπουργό Εξωτερικών της ΕΣΣΔ Βιατσεσλάβ Μολότωφ (Viacheslav Molotov)) Σύμφωνο μη επιθέσεως, το λεγόμενο "Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ". Η Γαλλοβρετανική αποστολή στη Μόσχα αναγκάζεται να αποχωρήσει. Η Ναζιστική Γερμανία έχει εξασφαλίσει τα ανατολικά της σύνορα. Το Γερμανοσοβιετικό σύμφωνο είναι, στην πραγματικότητα, ένα προκάλυμμα πάνω στην πραγματική συμφωνία: Τη διανομή Πολωνίας - Βαλτικών χωρών - Ρουμανίας ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και στη Ναζιστική Γερμανία[63]. Με τα χέρια της ουσιαστικά λυμένα, η Ναζιστική Γερμανία είναι στρατιωτικά και πολιτικά έτοιμη να καταλάβει το τμήμα της Πολωνίας που έχει συμφωνήσει με την ΕΣΣΔ, έχοντας παράλληλα διασφαλίσει μια πρώτη ύλη ιδιαίτερα σημαντική για τις επόμενες κινήσεις της: Τα ρουμανικά πετρέλαια.
Η προπαγάνδα έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στη Ναζιστική Γερμανία. Ο πρωτεργάτης της, Υπουργός Προπαγάνδας και Διαφωτισμού Γιόζεφ Γκέμπελς τη χρησιμοποίησε με επιστημονικό τρόπο, σε συνδυασμό με την άσκηση έντονης λογοκρισίας. Η προπαγάνδα δεν αφορούσε μόνο σε όσα ζητήματα άπτονταν των κοινών, αλλά έφθανε στο σημείο να συμβουλεύει μέχρι και τον τρόπο διακόσμησης της οικίας του σύγχρονου Γερμανού Εθνικοσοσιαλιστή[64]. Ο Γκέμπελς και οι συνεργάτες του χρησιμοποίησαν για τους σκοπούς τους κάθε διαθέσιμο μέσο της εποχής: Έντυπα, ειδικές εκδόσεις φυλλαδίων, αφίσες, το ραδιόφωνο, τον κινηματογράφο. Μερικά από τα πιο γνωστά ονόματα της εποχής έλαβαν μέρος σε ταινίες του Υπουργείου Προπαγάνδας, όπως η Λένι Ρίφενσταλ (Leni Riefenstahl). Ο κινηματογράφος ιδιαίτερα έτυχε ευρύτατης εκμετάλλευσης από το καθεστώς για τη διασπορά του αντισημιτισμού, την υπεροχή της Γερμανικής στρατιωτικής ισχύος και την επισήμανση "εσωτερικών εχθρών", όπως τους καθόριζε η ιδεολογία του καθεστώτος. Η ταινία "Ο αιώνιος Εβραίος" του Φριτς Χίππλερ (Fritz Hippler) παρουσίαζε τους Εβραίους ως υπανθρώπους, που διέφθειραν την "άρια κοινωνία" ως πολιτιστικά παράσιτα που αναλώνονταν στο χρήμα και το σεξ. Η πλέον διάσημη ταινία της Ρίφενσταλ "Ο θρίαμβος της θέλησης" (Triumph des Willens, 1935) έπλεκε το εγκώμιο του Χίτλερ και του Εθνικοσοσιαλισμού, ενώ δύο ακόμη ταινίες της (1938) εξεθείαζαν τα επιτεύγματα του καθεστώτος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου (1936) και ενίσχυαν την εθνική υπερηφάνεια[65].
Το Κόμμα διέθετε, φυσικά, τη δική του εφημερίδα, εκτός από αρκετές άλλες, λιγότερο "επίσημες", η οποία ονομαζόταν "Völkischer Beobachter" (Λαϊκός Κήρυκας). Παράλληλα, δίνονταν "οδηγίες" στους εκδότες περιοδικών και εφημερίδων για τον τρόπο παρουσίασης γεγονότων και την αποσιώπηση άλλων. Πιστεύοντας στο λατινικό ρητό "Ο λαός θέλει άρτον και θεάματα", το Ναζιστικό Κόμμα διοργάνωνε μεγαλοπρεπείς εορτασμούς επετείων, τεράστιες συγκεντρώσεις με ομιλητές τον ίδιο τον Φύρερ ή στενούς συνεργάτες του, ενώ έδινε και "οδηγίες" για το σωστό εορτασμό θρησκευτικών εορτών (ιδιαίτερα των Χριστουγέννων) στις Γερμανικές οικογένειες. Το Ναζιστικό Κόμμα καλλιέργησε με κάθε δυνατό τρόπο τον έντονο αντισημιτισμό που το διέπνεε, αποκρύπτοντας παράλληλα από την ευρεία μάζα του πληθυσμού τις αποτρόπαιες μεθόδους που χρησιμοποιούσε για την εξολόθρευση των Εβραίων, των Ρομά και των ομοφυλόφιλων[66]. Το κύριο όργανο στην αντισημιτική προπαγάνδα του ήταν η εβδομαδιαία εφημερίδα "Der Stürmer" (=ο επιθετικός), την οποία εξέδιδε ο Γιούλιους Στράιχερ (Julius Streicher)[67], η οποία διαβαζόταν ιδιαίτερα από τη νεολαία, λόγω των σκίτσων των ημίγυμνων γυναικών που δημοσίευε (πάντα σχετιζόμενων με Εβραίους). Το 1938 η εφημερίδα πωλούσε περίπου 500.000 φύλλα[68]
Επικεφαλής του Γραφείου Τύπου του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος ήταν ο Όττο Ντίτριχ (Otto Dietrich), του οποίου τα καθήκοντα τον έφερναν συχνά αντιμέτωπο με τον επικεφαλής της Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς.
Όταν το NSDAP ανέβηκε στην εξουσία, ο Χίτλερ όρισε ως Υπουργό Παιδείας τον Μπέρνχαρντ Ρουστ (Bernhard Rust), πρώην δάσκαλο, ο οποίος είχε εκδιωχθεί από την εργασία του ως ημιπαράφρων (φήμες τον ήθελαν να έχει αποπλανήσει κάποια μαθήτριά του[69]). Ο Ρουστ ήταν από τα παλαιότερα μέλη του Κόμματος και προσωπικός φίλος - από παλιά - του Χίτλερ. Η βασική του επιδίωξη ήταν να "περάσει" στη σπουδάζουσα νεολαία της Γερμανίας το Εθνικοσοσιαλιστικό ιδεώδες. Βοηθήθηκε σημαντικά σε αυτό από την υποχρεωτική ένταξη των νέων στη Νεολαία Χίτλερ και άλλες παρόμοιες οργανώσεις νεολαίας του Κόμματος. Άλλαξε το αναλυτικό πρόγραμμα σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης, εκδόθηκαν νέα "διδακτικά" εγχειρίδια, ενώ όσοι διδάσκοντες δεν ήσαν εθνικοσοσιαλιστές ή συμπαθούντες εκδιώχθηκαν και τους απαγορεύθηκε να διδάσκουν. Βασική μεταβολή ήταν η υπαγωγή όλου του διδακτικού προσωπικού απευθείας στο Υπουργείο και όχι, όπως ίσχυε μέχρι τότε, στην τοπική αυτοδιοίκηση. Όσοι διδάσκοντες απέμειναν, αλλά και όσοι διορίζονταν, περνούσαν από ειδικό σεμινάριο "επιμόρφωσης" και όσοι δίδασκαν έδιναν ειδικό όρκο πίστης στον Αδόλφο Χίτλερ. Συνέπεια όλων αυτών ήταν ποσοστό περίπου 32% των διδασκόντων να εγγραφούν ως μέλη στο Κόμμα (ποσοστό διπλάσιο από όλες τις άλλες κατηγορίες εργαζομένων). Απαγορεύθηκε, φυσικά, η διδασκαλία από και σε Εβραίους, με συνέπεια περισσότεροι από 1.000 διδάσκοντες να εκδιωχθούν και ανάμεσά τους οι Αϊνστάιν, για τον οποίο, καθώς βρισκόταν από το 1932 στις ΗΠΑ, απαγορεύτηκαν οι αναφορές στην επιστημονική του εργασία και οι "υποστηρικτές" του, όπως οι Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, Χάμπερ, Φρανκ, Μέγιερχοφ μπήκαν στη "μαύρη λίστα" του καθεστώτος. Η Ιστορία είχε υποστεί φρικτές παραποιήσεις και ανάλογες παραποιήσεις υπέστησαν όλες οι λοιπές επιστήμες, ακόμη και οι θετικές: Εμφανίστηκαν περιοδικά όπως "Γερμανικά Μαθηματικά" (Deutshes Mathematik) και διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί έκαναν διαχωρισμό σε "εβραϊκή" και "άρια" επιστήμη[70]. Οι νέοι, όταν ολοκλήρωναν τις δευτεροβάθμιες σπουδές τους, ήσαν υποχρεωμένοι να εργασθούν επί εξάμηνο στη "Γερμανική Υπηρεσία Εργασίας" πριν τους επιτραπεί να φοιτήσουν σε πανεπιστήμια. Ο Ρουστ ισχυριζόταν ότι αυτό θα βοηθούσε τα παιδιά της εργατικής τάξης να αυξήσουν το ποσοστό τους στα πανεπιστήμια, ωστόσο, το 1939 το ποσοστό αυτό παρέμενε στο ίδιο επίπεδο με αυτό του 1933, δηλ. στο 3%. Μειώθηκε, επίσης, δραματικά και το ποσοστό των γυναικών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση: Από 18.315 φοιτήτριες το 1933 απέμειναν μόλις 5.447 το 1939. Η ναζιστικοποίηση της εκπαίδευσης οδήγησε στην καταστροφή του πνευματικού δυναμικού της χώρας και σε κατάρρευση της Σχολής που είχαν δημιουργήσει πνεύματα όπως οι Αϊνστάιν, Χάιζενμπεργκ, Σρέντινγκερ, Χάμπερ, Πλανκ κ.ά. λαμπροί επιστήμονες της εποχής.
Οι Ναζί χρησιμοποίησαν ως όργανο προπαγάνδας όλες τις μορφές της Τέχνης. Ιδιαίτερα, όμως, η περί τέχνης αντίληψή τους εκφράστηκε στην Αρχιτεκτονική, στην οποία υιοθέτησαν ένα κράμα ρωμαϊκής και γοτθικής μεγαλοπρέπειας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της Ναζιστικής αρχιτεκτονικής υπήρξε το κτίριο της Νέας Καγκελαρίας. Ο αγαπημένος αρχιτέκτονας του Χίτλερ Άλμπερτ Σπέερ, ο οποίος το σχεδίασε, δημιούργησε ένα κτίριο δωρικού - ρωμαϊκού ρυθμού, το οποίο προκαλούσε δέος με την πρώτη ματιά, λόγω του μεγάλου του μεγέθους. Ο ίδιος σχεδίασε το Γερμανικό περίπτερο στην έκθεση του Παρισιού το 1937, ενώ στις ίδιες περί ρυθμού και μεγέθους αντιλήψεις βασίστηκε και το σχέδιο του Ολυμπιακού Σταδίου του Βερολίνου για τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936, αν και εδώ αρχιτέκτονες ήταν ο Βέρνερ Μαρχ (Werner March) και ο αδελφός του, προσωπική επιλογή του Χίτλερ για το σχέδιό τους.[71]
Στη Ναζιστική Γερμανία ο κυρίαρχος στόχος του "Πολιτισμού" ήταν να διαδώσει τη Ναζιστική κοσμοθεωρία. Γι' αυτό και μια από τις πρώτες ενέργειες, στις οποίες προέβησαν οι Ναζιστές ηγέτες, ήταν ο "Συγχρονισμός" (Gleichschaltung) όλων των επαγγελματικών και κοινωνικών οργανώσεων και φορέων με τη ναζιστική ιδεολογία και πολιτική, δηλαδή, ουσιαστικά, η πλήρης ναζιστικοποίηση της χώρας.
Για τον αποτελεσματικό έλεγχο της πολιτιστικής ζωής στη Γερμανία, ο Υπουργός Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς ιδρύει, το 1933, το Πολιτιστικό Επιμελητήριο του Ράιχ (Reichskulturkammer), του οποίου και ηγείται μέχρι το θάνατό του. Σκοπός αυτού του Επιμελητηρίου είναι, όπως αναφέρεται, "...είναι να κρίνει αν όλα τα πολιτιστικά προϊόντα που θα παραχθούν, αλλά και αυτά που ήδη υπάρχουν, θα έχουν ως αποτέλεσμα την πρόοδο του Γερμανικού Λαού. Ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα του Δρος Γκέμπελς εγγυώνται γι' αυτο".[72] Σε αυτό υπάγονται τα εξής επιμέρους Επιμελητήρια:
Εφόσον κάποιος δημιουργός δεν είναι εγγεγραμμένος στο αντίστοιχο Επιμελητήριο, δεν μπορεί να εκθέσει, δημιουργήσει ταινίες, εκδώσει βιβλία κτλ. Με άλλα λόγια, όλο το πολιτιστικό έργο, το οποίο δεν είναι αρεστό στην ηγεσία του Ράιχ, απλά αποσιωπάται, ως να μην είχε ποτέ δημιουργηθεί.
Στις περί προπαγάνδας αντιλήψεις εκμετάλλευσης της μουσικής από το ναζιστικό καθεστώς ανήκουν και τα τραγούδια "Horst Wessel Lied", το οποίο ενσωματώθηκε στον (τότε) Γερμανικό Εθνικό Ύμνο και το τραγούδι του Νόρμπερτ Σούλτσε (1938) "Λιλί Μαρλέν", το οποίο έγινε δημοφιλές (με στίχους του Τόμι Κόνορ στα αγγλικά) και στις δύο πλευρές των εμπόλεμων.
Ο Χίτλερ αντιπαθούσε τη μοντέρνα τεχνοτροπία στη ζωγραφική. Θεωρώντας εαυτόν ως μεγάλο καλλιτέχνη και ζωγράφο, έδωσε εντολή να αφαιρεθούν από τα γερμανικά μουσεία όλα τα εκθέματα που αυτός θεωρούσε ως μοντέρνας τεχνοτροπίας: Έργα των Κοκότσκα και Γκρος, αλλά και των Πωλ Σεζάν, Πάμπλο Πικάσο, Πωλ Γκωγκέν, Ανρί Ματίς και Βίνσεντ βαν Γκογκ δεν είναι κατάλληλα για τα μάτια του εθνικοσοσιαλιστή Γερμανού φιλότεχνου και αποσύρονται.
Χαρακτηριστικά, όπως αναφέρει ο Ουίλιαμ Σίρερ στο βιβλίο του "Η Άνοδος και η πτώση του Γ΄ Ράιχ", κατά την περίοδο της ναζιστικής διακυβέρνησης, κανείς Γερμανός συγγραφέας, είτε σημαντικός είτε ασήμαντος, δεν εξέδωσε κάποιο έργο του, ενώ οι περισσότεροι, με προεξάρχοντα τον Τόμας Μαν αυτοεξορίστηκαν. Αυτό συνέβαινε γιατί, πριν εκδοθεί κάποιο έργο, το χειρόγραφο έπρεπε να υποβληθεί στο Υπουργείο Προπαγάνδας και αυτό να δώσει την τελική έγκριση είτε για να εκδοθεί το έργο είτε για να ανέβει ως θεατρικό έργο.[74]
Αν και η πλειονότητα των Γερμανών ανήκε στους Διαμαρτυρόμενους, υπήρχαν αρκετοί Καθολικοί. Ωστόσο, οι κρατούντες θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν "άθεοι" από την άποψη ότι δεν είχαν καμία απολύτως θρησκευτική πεποίθηση ή πίστη, ενώ η τακτική και η πρακτική τους ήταν ολοσχερώς αντίθετη με το χριστιανικό δόγμα. Παράλληλα, ενθάρρυναν κάθε τι που αντιτίθετο στον Χριστιανισμό. Ο Κουρτ Γκερστάιν παρακολουθώντας την αντιχριστιανική θεατρική παράσταση στο Χάγκεν το 1935, παρά το ότι ήταν μέλος του Κόμματος είχε το θάρρος να σηκωθεί και να φωνάξει: "Αυτό είναι ανήκουστο: Δεν θα επιτρέψουμε αδιαμαρτύρητα τον δημόσιο χλευασμό της πίστης μας!". Αυτή η ενέργεια του στοίχισε ένα μαυρισμένο μάτι, μερικά δόντια και την αποπομπή του από το Κόμμα[75]. Ο Χίτλερ, ωστόσο, γνωρίζοντας πόσο οι Γερμανοί ήσαν πιστοί στον Χριστιανισμό, αναφέρει, σε λόγο του στο Ράιχσταγκ το 1933, ότι "τα χριστιανικά ιδεώδη είναι η βασική ασπίδα προάσπισης της ψυχής του γερμανικού λαού". Τον Ιούλιο του ίδιου έτους το καθεστώς υπογράφει με την Αγία Έδρα κονκορδάτο με το οποίο εγγυάται την ελευθερία της Καθολικής πίστεως και τη δυνατότητα της Εκκλησίας να ρυθμίζει από μόνη της τις υποθέσεις της. Πέντε μόλις ημέρες μετά την υπογραφή, το καθεστώς ψηφίζει τον νόμο της υποχρεωτικής στείρωσης, σαφέστατα προσβλητικό για την Καθολική εκκλησία. Πέντε ημέρες αργότερα ξεκινούν οι πρώτες προσπάθειες διάλυσης της Καθολικής Νεολαίας, ενώ στα χρόνια που θα ακολουθήσουν χιλιάδες Καθολικοί ιερείς, μοναχές και άλλοι θρησκευτικοί ηγέτες θα διωχθούν με τις αστήρικτες κατηγορίες της λαθρεμπορίας συναλλάγματος ή της ανήθικης συμπεριφοράς. Αυτές οι διώξεις θα προκαλέσουν την έκδοση της Παπικής βούλας "Mit Brennender Sorge" (Μετ' Εμπύρου Λύπης), στην οποία ο Πάπας Πίος ΙΑ΄ κατηγορούσε το καθεστώς για παραβιάσεις της συμφωνίας[76]. Σε γενικές γραμμές οι Γερμανοί πολίτες προτρέπονταν στην αδιαφορία στα περί της Θρησκείας, ενώ οι θρησκευτικοί φορείς καταδικάζονταν είτε στην αφάνεια είτε σε ολοσχερή διάλυση. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά διώχθηκαν αμείλικτα από το ναζιστικό καθεστώς.
Για τον απλό "καθαρόαιμο" Γερμανό πολίτη, που δεν συμμετέχει στα κοινά και ασχολείται μόνο με την οικογένειά του και την εργασία του, είναι βέβαιο ότι η ζωή έχει σημαντικά βελτιωθεί. Η ανεργία από το 30% σταδιακά μειώνεται και το 1936 έχει πρακτικά μηδενιστεί. Το καθεστώς φροντίζει να το διατυμπανίζει με κάθε ευκαιρία: Η πείνα και η αθλιότητα έχουν εκλείψει, η ποιότητα ζωής έχει βελτιωθεί, ο Χίτλερ φροντίζει να εξασφαλίσει τα μέγιστα στο "λαό του": Εξαγγέλλει τη δημιουργία ενός εργοστασίου για την κατασκευή ενός "λαϊκού αυτοκινήτου" (Volkswagen) και, επειδή δεν υπάρχει κανένα εργοστάσιο κατάλληλο για μετατροπή ή μετασκευή, αποφασίζει να το δημιουργήσει, μαζί με μια τεχνητή "πόλη", πράγμα που κάνει κατασκευάζοντας το Βόλφσμπουργκ (Wolfsburg) στην Κάτω Σαξονία[77], το οποίο αρχικά ονομάστηκε Stadt des KdF-Wagens (πόλη των αυτοκινήτων KdF). Στόχος είναι η κατασκευή ενός αυτοκινήτου με τιμή κάτω από 1.000 μάρκα, ώστε να μπορεί να το αποκτήσει σχετικά εύκολα ο μέσος Γερμανός εργαζόμενος. Το πρόγραμμα για την πολιτική έκδοση του αυτοκινήτου ουσιαστικά δεν ολοκληρώνεται, καθώς τελικά το εργοστάσιο μετατρέπεται για να κατασκευάζει τα γνωστά "τζιπ" του γερμανικού στρατού, τα Κυμπελβάγκεν (Kubelwagen)[78].
Η Ναζιστική Γερμανία δεν αποτρέπει τον τουρισμό (που αποφέρει και το, τόσο αναγκαίο, ξένο συνάλλαγμα): Οποιοσδήποτε είναι ελεύθερος να περιηγηθεί τη χώρα και να μελετήσει ό,τι του αρέσει - εξαίρεση, φυσικά, αποτελούν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και, όπως σε όλες τις χώρες του κόσμου, οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις.
Το 1936 διεξάγονται στο Βερολίνο οι Ολυμπιακοί Αγώνες, τους οποίους η προπαγάνδα εκμεταλλεύεται για να προβάλει τα επιτεύγματα του καθεστώτος.[79] Παράλληλα, αναστέλλονται προσωρινά οι διώξεις Εβραίων και αντικαθεστωτικών και οι πινακίδες με την ένδειξη "Juden unerwuenscht" (Οι Εβραίοι είναι ανεπιθύμητοι) αφαιρούνται (πάλι προσωρινά) από τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα καταστήματα, τις μπιραρίες και τους χώρους δημόσιας διασκέδασης. Οι ιθύνοντες του καθεστώτος Ρίμπεντροπ, Γκέμπελς και Γκέρινγκ δίνουν μεγαλειώδη "πάρτυ" προς τιμή των ξένων καλεσμένων τους, με στόχο να τους εντυπωσιάσουν.[80]
Επιτρέπεται, επίσης, σε όλους τους πολίτες του Ράιχ να ταξιδεύουν ελεύθερα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, αν και το καθεστώς φροντίζει να αποτρέψει με κόσμιο τρόπο τα ταξίδια στο εξωτερικό, για τον περιορισμό της απώλειας συναλλάγματος. Εξαίρεση αποτελούν όσοι έχουν καταγραφεί στα αρχεία της Γκεστάπο για αντικαθεστωτική δράση,[81] στους οποίους απαγορεύεται ολοσχερώς η μετακίνηση τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.
Τα προϊόντα διατροφής που παράγονται στη χώρα εξασφαλίζουν αρκετά υψηλό βιοτικό επίπεδο στους Γερμανούς πολίτες, ακόμα και στα πρώτα χρόνια του πολέμου[82]. Ελάχιστα είναι τα είδη "εν ελλείψει", κυρίως όσα χαρακτηρίζονται ως "είδη πολυτελείας" ή χρησιμοποιούνται στην πολεμική παραγωγή. Τα τρόφιμα, τα ποτά και τα τσιγάρα δεν λείπουν, όπως και τα είδη ατομικής υγιεινής, αν και ήδη από το 1938 έχει επιβληθεί δελτίο τόσο στα είδη διατροφής, όσο και στα είδη ατομικής υγιεινής και του ρουχισμού.[83] Παράλληλα, με την κατασκευή σημαντικών δημόσιων έργων και την ανάπλαση των υποδομών, βελτιώνεται το επίπεδο ζωής και διασφαλίζονται ταχύτερες και ασφαλέστερες μαζικές μεταφορές.
Δείτε επίσης: Αντι-καπνιστική πολιτική στη ναζιστική Γερμανία
Παράλληλα, όταν σχετικές μελέτες αποδεικνύουν τις βλαβερές συνέπειες του καπνίσματος, ο Λεονάρντο Κόντι (Leonardo Conti), ο επικεφαλής για θέματα υγείας στο Ράιχ, ιδρύει το "Γραφείο κατά των κινδύνων του αλκοόλ και του καπνίσματος" το 1939. Το 1942 ιδρύεται στο Πανεπιστήμιο της Ιένας το "Ινστιτούτο για τον αγώνα κατά των κινδύνων του καπνού" υπό την εποπτεία του Καθηγητή Καρλ Άστελ (Karl Astel) [84]. Το Ράιχ, επίσης, δεν παραμελούσε καθόλου την υγεία των μελλουσών μητέρων και των νεογνών τους (αρκεί, φυσικά, να ήταν "γνήσιοι άριοι"): Στις γυναίκες δινόταν τακτικά η συμβουλή για εξετάσεις ψηλάφισης για να διαπιστωθεί έγκαιρα τυχόν καρκίνος του μαστού.
Μεριμνώντας για την υγεία των καταναλωτών και τη Δημόσια υγεία γενικότερα, το τρεχούμενο νερό υφίστατο καθαρισμό πριν διοχετευθεί στο δίκτυο, ενώ δεν επιτρεπόταν η κυκλοφορία καταναλωτικών προϊόντων (τροφίμων, ποτών κτλ), που είχε διαπιστωθεί ότι περιείχαν μόλυβδο, χρώμιο και υδράργυρο. Οι Γερμανοί ερευνητές ήταν οι πρώτοι που απέδειξαν, το 1943, τις βλαπτικές συνέπειες της χρήσης του αμιάντου και προκάλεσαν την έκδοση σχετικού νόμου για αποζημίωση όσων εργαζομένων βλάπτονταν από τη χρήση του στη βιομηχανία. Η σχετική νομοθεσία χρησιμοποιήθηκε αργότερα και στις ΗΠΑ.
Οι γυναίκες ήταν πάντα σεβαστές στη Γερμανία. Ωστόσο, ο Χίτλερ και οι συνεργάτες του δεν επέτρεψαν ποτέ σε γυναίκα να αναλάβει υψηλή δημόσια θέση, ανεξάρτητα από τις ικανότητες που μπορεί να διέθετε. Η αντίληψη ήταν ότι η Γερμανίδα σύζυγος είναι αυτή που φέρνει στον κόσμο και διαπαιδαγωγεί τα παιδιά της, και γι' αυτό οφείλει να παραμένει απρόσκοπτη στο καθήκον της. Ο Γκέμπελς, έξι μόλις εβδομάδες ύστερα από την ανάληψη της εξουσίας από τους Ναζί, σε μια από τις (πολλές) ομιλίες του, αναφέρει χαρακτηριστικά: "Μας κατηγορούν ότι δεν αναθέτουμε αξιώματα σε γυναίκες, διότι δεν τις σεβόμαστε. Αυτό είναι σφάλμα. Δεν τους αναθέτουμε αξιώματα όχι γιατί δεν τις σεβόμαστε ή δεν τις εκτιμούμε, αλλά, αντίθετα, επειδή τις σεβόμαστε υπερβολικά. Θεωρούμε τη γυναίκα όχι ως κατώτερη, αλλά ότι έχει μια τελείως ξεχωριστή αποστολή από τον άνδρα. Γι' αυτό και οφείλει να αφιερώσει όλες της τις ικανότητες και δυνάμεις της για να την εκπληρώσει"[85]. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι οι Ναζί δεν επέτρεπαν σε γυναίκες να συμμετέχουν σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας ή να αναλαμβάνουν εργασίες παραδοσιακά ανδρικές: Σε όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με γυναίκες κρατούμενες, οι δεσμοφύλακες ήταν γυναίκες. Συμμετείχαν, σε βοηθητικές κυρίως εργασίες, σε στρατιωτικά όργανα, ενώ η Χάνα Ράιτς (Hanna Reitsch) ήταν πιλότος της Λουφτβάφφε διάσημη για τη δεξιοτεχνία της στη διακυβέρνηση αεροσκαφών και η Λένι Ρίφενσταλ ήταν ηθοποιός και σκηνοθέτης ταινιών προπαγάνδας.
Ωστόσο, τα καθήκοντα της γυναίκας στη Ναζιστική Γερμανία ήταν σαφέστατα: Η γυναίκα ήταν "η Οικογένεια", ενώ ο άνδρας "ήταν ο Λαός". Η Γερμανίδα μητέρα πρέπει να έχει την ίδια τιμητική θέση με τον άνδρα - πολεμιστή: Αυτή διακινδυνεύει το σώμα και τη ζωή της για να φέρει στον κόσμο παιδιά για χάρη του λαού και της Πατρίδας, όσο ο άνδρας διακινδυνεύει τη δική του στα πεδία των μαχών.[86]. Μολονότι αποσπάσματα από την ίδια εφημερίδα (11-12-1935) ισχυρίζονταν ότι "είναι αδιανόητη η ύπαρξη Εθνικοσοσιαλιστικών Πανεπιστημίων χωρίς την παρουσία γυναικών", η πραγματικότητα είναι ότι οι νεαρές γυναίκες αποθαρρύνονταν από τη φοίτησή τους στα Πανεπιστήμια, όπως δείχνουν οι σχετικές στατιστικές του φοιτητικού πληθυσμού κατά την περίοδο της Ναζιστικής κυριαρχίας. Σεβαστή δεν ήταν η μορφωμένη και η γυναίκα της σταδιοδρομίας, αλλά η γυναίκα που προσέφερε στην Πατρίδα πολλά και υγιή παιδιά.
Ήδη από το 1871 και το Δεύτερο Ράιχ, η ομοφυλοφιλία ήταν απαγορευμένη με το άρθρο 175 του Ποινικού Κώδικα. Με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης δημιουργήθηκε ένα πιο φιλελεύθερο κλίμα στη χώρα και το καθεστώς, αν και δεν κατάργησε το άρθρο 175, ούτε το εφάρμοσε αλλά ούτε φρόντισε να το ενισχύσει. Ως συνέπεια, αυξήθηκαν τα μπαρ και άλλοι τόποι συνάντησης ομοφυλόφιλων, ενισχύθηκε η κυκλοφορία βιβλίων, κινηματογραφικών ταινιών και περιοδικών σχετικών με τους ομοφυλόφιλους, ενώ η ομοφυλοφιλία εκδηλωνόταν περισσότερο ανοιχτά και αποτελούσε όλο και περισσότερο ελεύθερο θέμα συζήτησης.
Το ναζιστικό καθεστώς ανέλαβε να "ξεκαθαρίσει" την κατάσταση από τη "φαυλότητα" της ομοφυλοφιλίας στη Γερμανία: Ήδη από την άνοδο των Ναζί στην εξουσία, αυξήθηκαν οι διώξεις των ομοφυλοφίλων (κυρίως των ανδρών), είτε με τη διάλυση των οργανώσεών τους είτε με συλλήψεις και εγκλεισμούς σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο λόγος ήταν ότι οι εθνικοσοσιαλιστές πίστευαν ότι οι ομοφυλόφιλοι άνδρες ήταν ασθενικοί και θηλυπρεπείς τύποι, οι οποίοι δεν ήταν σε θέση να πολεμήσουν για το έθνος. Επιπλέον, οι ομοφυλόφιλοι δεν επιθυμούσαν να αποκτήσουν παιδιά και συνεπώς ήταν ανίκανοι να συμβάλουν στην αύξηση του ρυθμού γεννήσεων, που επιθυμούσε το καθεστώς.[87] Παρέβλεπαν, βεβαίως, το γεγονός ότι μια πλειάδα ηγατικών τους στελεχών, με προεξάρχοντα τον Ερνστ Ρεμ, ηγέτη της SA και προσωπικό φίλο του Φύρερ, ήταν ανοικτά ομοφυλόφιλοι. Ο υπουργός Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκαίμπελς σε ομιλία του το 1935, δήλωσε ότι "οι ομοφυλόφιλοι πρέπει να εξοντωθούν"[88]. Ιδιαίτερη μνεία στο θέμα της ομοφυλοφιλίας έκανε, με ομιλία του τον Φεβρουάριο του 1937, ο δεύτερος τη τάξει στο Ράιχ Χάινριχ Χίμλερ[88]
Εντύπωση, ωστόσο, προκαλεί το γεγονός ότι ο Ουίλιαμ Σίρερ στο έργο αναφοράς που έχει συγγράψει "Η Άνοδος και η Πτώση του Γ΄ Ράιχ" δεν αναφέρει το παραμικρό για τη ζωή ή τις διώξεις που υφίσταντο οι ομοφυλόφιλοι, όπως επισημαίνει με άρθρο του στην εφημερίδα "Independent" ο Πίτερ Τάτσελ.[89]
Αρχικά οι Ναζί επέδειξαν ευαισθησία για το περιβάλλον, θεσπίζοντας νόμους και προγράμματα όπως αυτό του "Dauerwald" (=αέναο δάσος) το 1935, για την ορθολογική διαχείριση των εθνικών δασών, και τις προσπάθειες περιορισμού της ρύπανσης της ατμόσφαιρας και των υδάτων των ποταμών. Ωστόσο, η ιδεολογία των Ναζί ηγετών δεν ήταν ενιαία πάνω σε αυτό τον τομέα, αλλά ο καθένας τους είχε τις δικές του, προσωπικές αντιλήψεις στο θέμα. Οι ναζιστές "περιβαλλοντολόγοι" δεν ενδιαφέρονταν να διατηρήσουν το τοπίο της χώρας ή τα είδη - φυτικά και ζωικά - που κινδύνευαν με εξαφάνιση, αλλά περισσότερο να διατηρήσουν το "εθνικό φρόνημα" του λαού (Volkstum).[90] Οι προσπάθειες, μη έχοντας σαφές ιδεολογικό υπόβαθρο και με τη ναζιστική ηγεσία απασχολημένη με άλλα θέματα, ατόνησαν, για να εγκαταλειφθούν εντελώς με την είσοδο της χώρας στον πόλεμο.
Πολυάριθμες ταινίες και σειρές έχουν δημιουργηθεί για διάφορες όψεις της Ναζιστικής Γερμανίας, όπως για την άνοδο στην εξουσία, τον πόλεμο και το Ολοκαύτωμα. Ξεχωρίζουν οι:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.