From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Κλάους Φίλιπ Μαρία Σενκ Κόμης[1] του Στάουφενμπεργκ (Claus Philipp Maria Schenk Graf von Stauffenberg, 15 Νοεμβρίου 1907 - 21 Ιουλίου 1944) ήταν αξιωματικός του Γερμανικού Στρατού (Βέρμαχτ), αριστοκρατικής καταγωγής και ο αποφασιστικός μοχλός της συνωμοσίας της 20ής Ιουλίου 1944, η οποία απέβλεπε στη δολοφονία του Αδόλφου Χίτλερ και την κατάληψη της εξουσίας στη Γερμανία.
Κλάους φον Στάουφενμπεργκ | |
---|---|
Κλάους φον Στάουφενμπεργκ | |
Γέννηση | 15 Νοεμβρίου 1907 Γκέτινγκεν, Βασίλειο της Βαυαρίας, Γερμανική Αυτοκρατορία |
Θάνατος | 21 Ιουλίου 1944 (36 ετών) Βερολίνο, Γερμανία |
Χώρα | Γερμανία |
Κλάδος | Στρατός Ξηράς της Βέρμαχτ |
Βαθμός | Αντισυνταγματάρχης |
Σύζυγος | Nina Schenk Gräfin von Stauffenberg (26 Σεπτεμβρίου 1933) |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Κλάους ήταν ο τρίτος γιος του κόμητα Άλφρεντ φον Στάουφενμπεργκ και της κόμισσας Καρολίν φον Ίξκιλ-Γκίλενμπαντ (von Üxküll-Gyllenband). Γεννήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 1907 στο κάστρο Γκρίφστάιν (Griefstein) του Γιέτινγκεν (Jettingen) της Σουαβίας, το πατρογονικό της οικογένειας Στάουφενμπεργκ, μεταξύ Ουλμ και Άουγκσμπουργκ. Η οικογένεια Στάουφενμπεργκ είναι μια από τις παλαιότερες και πλέον διακεκριμένες αριστοκρατικές - και Ρωμαιοκαθολικές το θρήσκευμα - οικογένειες της Γερμανίας.
Ανάμεσα στους διακεκριμένους προγόνους του Κλάους (από την πλευρά της μητέρας του) ήταν ο Στρατάρχης Άουγκουστ φον Γκνάιζεναου (August von Gneisenau). Οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί του, Μπέρτχολντ και Αλεξάντερ) ήταν δίδυμοι και ο Κλάους είχε επίσης δίδυμο αδελφό, ο οποίος, όμως, πέθανε λίγο μετά τη γέννησή του.
Όπως και για τους μεγαλύτερους αδελφούς του, δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στη μόρφωση του νεαρού Κλάους. Ο αρχικός του προσανατολισμός ήταν η φιλολογία και οι Καλές Τέχνες. Το 1926 οι αδελφοί Στάουφενμπεργκ γνώρισαν τον Γερμανό ποιητή Στέφαν Γκέοργκε (Stefan George) και εντάχθηκαν στον κύκλο του (γνωστό ως Georgekreis). Από τον κύκλο αυτόν αναδείχθηκαν αργότερα τα κυριότερα μέλη της αντίστασης απέναντι στο Ναζιστικό καθεστώς. Ο Γκέοργκε αφιέρωσε, το 1928, δύο από τα σημαντικότερα έργα του, τα Das neue Reich («Η νέα Αυτοκρατορία») και Geheimes Deutschland ("μυστική Γερμανία") στον αδελφό του Κλάους, Μπέρτχολντ. Ωστόσο, ο Κλάους ήδη από τότε είχε στραφεί σε στρατιωτική καριέρα, αρχικά εντασσόμενος στην παραδοσιακή μονάδα της οικογενείας του (17ο Σύνταγμα Ιππικού) στη Βαμβέργη. Ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του σπουδές και ονομάσθηκε ανθυπολοχαγός το 1930. Συνέχισε με τη μελέτη των σύγχρονων όπλων στην Ακαδημία Πολέμου του Βερολίνου-Μοαμπίτ (Kriegsakademie Berlin-Moabit), ωστόσο συνέχισε να είναι προσηλωμένος στα άλογα, παρά τη μηχανοποίηση του στρατού. Το άλογο, εξάλλου, ήταν σημαντικό μεταφορικό μέσο καθ' όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Το 1938 η μονάδα του εντάχθηκε στην 1η Ελαφρά Μεραρχία υπό τον στρατηγό Έριχ Χέπνερ (Erich Hopner). Ο στρατηγός Χέπνερ είχε εμπλακεί στη συνωμοσία του Σεπτεμβρίου του 1938, η οποία απέτυχε επειδή ο Χίτλερ είχε πετύχει σημαντικά για τη Γερμανία αποτελέσματα στο Μόναχο, όπου συνάντησε Βρετανούς και Γάλλους και υπογράφοντας τη Συμφωνία του Μονάχου. Η μονάδα του Στάουφενμπεργκ μετακινήθηκε στη Σουδητία (Sudetenland), τμήμα που αποσπάσθηκε από την Τσεχοσλοβακία επειδή είχε γερμανόφωνο πληθυσμό και αποδόθηκε στη Γερμανία με τη Συνθήκη του Μονάχου.
Ο Κλάους προερχόταν από οικογένεια Καθολικών και η στάση του καθεστώτος απέναντι στους Καθολικούς ήταν μόλις και μετά βίας ανεκτική: Αν και είχε συναφθεί μια συμφωνία μεταξύ Καθολικής Εκκλησίας και Κράτους (Reichskonkordat), το 1933, η ναζιστική κυβέρνηση την παραβίασε κατ' επανάληψη, προκαλώντας τις διαμαρτυρίες των Καθολικών επισκόπων και την παπική βούλα "Mit brennender Sorge"[2] (=Μετ' εμπύρου λύπης) το 1937. Σε αυτήν ο Πάπας Πίος ο XI ασκούσε ανοικτά κριτική στο Ναζιστικό καθεστώς. Ο νεαρός Κλάους δεν είχε επιδείξει, ως τότε, ιδιαίτερη συμπάθεια προς το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, ωστόσο αυτή η παπική βούλα αύξησε την εχθρότητά του προς αυτό.
Με την έναρξη του Πολέμου το Σύνταγμα του Στάουφενμπεργκ έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Πολωνίας το 1939. Εκεί ο Κλάους, ενώ αρχικά είχε εκφραστεί υπέρ της εκστρατείας και του αποικισμού της Πολωνίας από τη Γερμανία, είδε να διαπράττονται ωμότητες από ορισμένες γερμανικές μονάδες και, φυσικά, από τα SS. Αυτό κλόνισε ακόμη περισσότερο τις πεποιθήσεις που είχε αρχικά σχηματίσει σχετικά με τα εθνικοσοσιαλιστικά ιδεώδη, τα οποία τον έβρισκαν σύμφωνο μόνον ως προς τις εθνικιστικές απόψεις τους. Είχε, όμως, έντονες διαφωνίες και ως προς τα υπόλοιπα σημεία τους και ως προς την πρακτική εφαρμογή τους, την οποία είχε αρχίσει να διαπιστώνει ήδη από το 1938, όταν έγινε σαφέστατα αντιληπτό από ολόκληρο τον Γερμανικό λαό η ρατσιστική πολιτική του καθεστώτος,[3] με αποκορύφωμα τη Νύχτα των Κρυστάλλων. Ωστόσο, ως στρατιώτης, συνέχισε την άψογη εκτέλεση των καθηκόντων του.
Μετά την εκστρατεία της Πολωνίας, η μονάδα στην οποία υπηρετούσε προσαρτήθηκε στην 6η Μεραρχία Θωρακισμένων και ο Στάουφενμπεργκ έλαβε μέρος στην εκστρατεία κατά της Γαλλίας. Όπως πολλοί Γερμανοί αξιωματικοί (και όχι μόνον) και αυτός εντυπωσιάστηκε από τις εκπληκτικές επιτυχίες της Βέρμαχτ, οι οποίες, μέσω της προπαγάνδας, αποδίδονταν στον ίδιο τον Φύρερ. Στην εκστρατεία αυτή ο Στάουφενμπεργκ τιμήθηκε με τον Σιδηρό Σταυρό Α΄ τάξης.
Στο διάστημα που ακολούθησε ο Στάουφενμπεργκ τοποθετήθηκε στο τμήμα Οργάνωσης της Ανώτατης Διοίκησης του Στρατού (Oberkommando des Heeres), η οποία οργάνωνε την εκστρατεία στη Ρωσία. Πριν την έναρξή της, ο Χίτλερ εξέδωσε τη διαταγή «Kommisarbefehl», με την οποία διατάσσονταν τα γερμανικά στρατεύματα να εκτελούν επί τόπου τους πολιτικούς κομισάριους του Ερυθρού Στρατού, μη θεωρώντας τους αιχμαλώτους πολέμου (Komissarbefehl) [4]. Ο Στάουφενμπεργκ, όπως και η πλειοψηφία των ανώτατων αξιωματικών, ήταν σφοδρά αντίθετος και με το πνεύμα και με το γράμμα αυτής της διαταγής, όπως όλοι, όμως, δεσμευόταν από τον όρκο πίστεως στον Φύρερ.
Με την εκστρατεία κατά της ΕΣΣΔ, ωστόσο, ο Στάουφενμπεργκ εδραίωσε την πεποίθησή του ότι στην Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση υπήρχε σημαντική ανεπάρκεια, καθώς οι διαταγές που εκπορεύονταν από αυτήν ήταν από ανορθόδοξες έως ανεφάρμοστες. Αυτό οφειλόταν στο ότι ο Χίτλερ από το τέλος του 1941 είχε «παροπλίσει» τους Μπράουχιτς και Χάλντερ και είχε αναλάβει ο ίδιος την Ανωτάτη Διοίκηση. Παράλληλα, οι ωμότητες και οι βιαιοπραγίες τόσο κατά των Εβραίων όσο και κατά των αιχμαλώτων πολέμου προκαλούσαν αηδία στον νεαρό αξιωματικό. Όλα αυτά τον ώθησαν να έρθει σε άμεση επαφή (1942) με το αντιστασιακό κίνημα που είχαν αναπτύξει ορισμένοι αξιωματικοί της Βέρμαχτ, της μόνης ουσιαστικά δύναμης που είχε τη δυνατότητα να αποφεύγει τα τρομοκρατικά και αστυνομικά όργανα του Ναζιστικού καθεστώτος. Παράλληλα, έχοντας ως στόχο την καλύτερη μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου, υπέδειξε τη δημιουργία μάχιμων μονάδων στελεχωμένων από αυτούς και προκάλεσε την έκδοση σχετικής διαταγής για την ορθή μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου από την ομάδα Στρατιών Α. Ωστόσο, ο Στάουφενμπεργκ δεν έχει ακόμη σχηματίσει την ιδέα μιας βίαιης ανατροπής του δικτάτορα - ο Χίτλερ, την εποχή αυτή, βρίσκεται στο απόγειο της δύναμής του. Οι αδελφοί του, όμως, Μπέρτολντ και Κλάους βρίσκονται ήδη σε επαφή με πρώην αξιωματικούς, τους οποίους ο Φύρερ έχει βίαια αποπέμψει, όπως ο Χαίπνερ και ο Μπεκ, ενώ διατηρούν επαφές και με σοσιαλιστές πολιτικούς, όπως ο Γιούλιους Λέμπερ (Julius Leber).[5]
To 1943 ο Στάουφενμπεργκ προάγεται σε αντισυνταγματάρχη και αποστέλλεται στην Αφρική ως Πρώτος Αξιωματικός του Επιτελείου της 10ης Μεραρχίας Θωρακισμένων (μέρους του Άφρικα Κορπ). Στις 7 Απριλίου και ενώ ο νεαρός αξιωματικός εκτελεί αναγνώριση του εδάφους, το όχημά του υφίσταται επίθεση από αέρος και εισέρχεται σε ναρκοπέδιο. Το όχημα καταστρέφεται και ο Στάουφενμπεργκ τραυματίζεται σοβαρά. Μεταφέρεται στο Μόναχο, όπου νοσηλεύεται επί τρίμηνο στο νοσοκομείο, χάνοντας, τελικά, το αριστερό του μάτι, τον δεξιό του βραχίονα και δύο δάκτυλα από το αριστερό του χέρι. Αντιμετωπίζει με χιούμορ τον ακρωτηριασμό του, λέγοντας χαμογελαστά στους φίλους του ότι «ποτέ δεν ήξερε τι να κάνει τόσα πολλά δάκτυλα που διέθετε». Φυσικά, παρασημοφορείται με το Χρυσό Μετάλλιο Τραυματιών Πολέμου (14 Απριλίου 1943) και με τον Χρυσό Σταυρό Ανδρείας (8 Μαΐου 1943).
Στο νοσοκομείο, όμως, έχει τον απαιτούμενο χρόνο να σκεφθεί την κατάσταση με ησυχία και χωρίς περισπασμούς και να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Χίτλερ οδηγεί την πατρίδα του σε καταστροφή, και να αναθεωρήσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε απέναντί του με τον όρκο πίστης σε αυτόν. Αποφασίζει την ένταξή του στην αντιστασιακή ομάδα, για την ύπαρξη της οποίας είναι ήδη ενήμερος.[6] Το πρόβλημά του τώρα είναι η επανένταξή του στον Στρατό. Κάνει αίτηση επανόδου και καταφέρνει να πείσει το αρμόδιο συμβούλιο ότι μπορεί να ασκήσει καθήκοντα αξιωματικού εν εφεδρεία. Τους λέγει ότι έμαθε να γράφει με τα τρία δάκτυλα που του απέμειναν, ότι έτσι αποδεσμεύει έναν αρτιμελή αξιωματικό για το μέτωπο και, τελικά, επανεντάσσεται στο Στρατό και τοποθετείται στις Εσωτερικές Δυνάμεις (Ersatzheer) στο Βερολίνο (οδός Bentlerstrasse, σήμερα φέρει το όνομά του, Stauffenbergstrasse). Ο Στρατηγός Χένινγκ φον Τρέσκοβ (Henning von Treskow) φροντίζει για την εκεί τοποθέτησή του, με ανώτερό του τον Στρατηγό Φρίντριχ Όλμπριχτ, από τα πλέον ενεργά μέλη του αντιστασιακού κινήματος της Βέρμαχτ.
Η συνωμοσία για τη δολοφονία του Χίτλερ δεν είναι πρόσφατη υπόθεση: Έχει αρχίσει λίγο πριν από την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με οργανωτή και κύριο μοχλό της τον αποπεμφθέντα στρατηγό Λούντβιχ Μπεκ. Ωστόσο, οφείλουν όλοι να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, καθώς τα αστυνομικά - τρομοκρατικά όργανα του καθεστώτος έχουν αυτιά και μάτια παντού. Στη συνωμοσία αυτή συμμετέχουν αρχικά ελάχιστοι, στρατιωτικοί κυρίως, και ακόμη πιο λίγοι πολίτες. Συν τω χρόνω, όμως, ο κύκλος αυτός διευρύνεται.
Χρυσή ευκαιρία παρουσιάζεται στους συνωμότες όταν ο Χίτλερ αποφασίζει μια από τις πολύ σπάνιες μεταβάσεις του στο Ανατολικό μέτωπο, τον Μάρτιο του 1943, στο Χάρκοβο. Προσεκτικά κατασκευασμένος εκρηκτικός μηχανισμός (βρετανικής προέλευσης) έχει μετατραπεί στο σχήμα δύο φιαλών κονιάκ. Για τον φόβο εντοπισμού (αλλά και δυσλειτουργίας) δεν υπάρχει ωρολογιακός πυροδοτικός μηχανισμός: Αυτός αποτελείται από έναν επικρουστήρα, ο οποίος συγκρατείται από λεπτό μεταλλικό σύρμα, κλεισμένο σε υδατοστεγή θήκη. Στην ίδια θήκη υπάρχει ένα μικρό φιαλίδιο με ισχυρό οξύ. Θραύοντας το φιαλίδιο, το οξύ διαβρώνει το σύρμα συγκράτησης του επικρουστήρα, ο οποίος, πέφτοντας επάνω στο καψύλιο, προκαλεί την έκρηξη. Ο Στρατηγός Τρέσκοβ, που υπηρετεί ως επιτελικός αξιωματικός στην Ομάδα στρατιών Κέντρου (Heeresgruppe Mitte) προσπαθεί να μυήσει στη συνωμοσία τον Διοικητή της, Στρατάρχη Γκίντερ φον Κλούγκε. Αυτός απαντά ότι η στρατιωτική κατάσταση στο μέτωπο δεν είναι τόσο απελπιστική, ώστε να δικαιολογεί μια τέτοια ενέργεια. Ο Τρέσκοβ και ο υπασπιστής του Φάμπιαν φον Σλάμπρεντορφ παίρνουν απόφαση να προσπαθήσουν χωρίς την υποστήριξη του φον Κλούγκε, ο οποίος, ωστόσο, κρατά κλειστό το στόμα του και δεν αποκαλύπτει πουθενά τις προθέσεις των υφισταμένων του. Ο Σλάμπρεντορφ δίνει σε ένα Συνταγματάρχη της φρουράς του Χίτλερ το δέμα - βόμβα, ζητώντας του να το παραδώσει στον Στρατηγό Χέλμουτ Στιφ (Helmuth Stief) «ως δώρο από τον Στρατηγό Τρέσκοβ». Αυτός, ανυποψίαστος, παραλαμβάνει το δέμα και ανεβαίνει στο αεροσκάφος του Φύρερ. Με αγωνία περιμένουν το αποτέλεσμα, το οποίο δεν είναι το αναμενόμενο: Δυο ώρες αργότερα ο Φύρερ προσγειώνεται σώος στο Μινσκ. Ο Σλάμπρεντορφ σπεύδει στο Βερολίνο και παραλαμβάνει ο ίδιος το δέμα-βόμβα, πριν παραδοθεί. Το ανοίγει και, εξετάζοντάς το, διαπιστώνει τη σωστή λειτουργία του μηχανισμού και την ανεπάρκεια του καψυλίου, που δεν εξερράγη με το κτύπημα του επικρουστήρα.
Μια πολύ προσεκτικά σχεδιασμένη απόπειρα επρόκειτο να γίνει το 1944, όταν ο Φύρερ θα επιθεωρούσε τις νέες στολές του στρατεύματος: Ο χώρος επίδειξης (και οι στολές) καταστράφηκαν μερικές ώρες πριν την επίσκεψη, από αεροπορικό βομβαρδισμό.
Η υπηρεσία που βρίσκεται ο Στάουφενμπεργκ είναι ιδανική για τους συνωμότες: Ένα από τα σχέδια που οφείλει να υλοποιήσει είναι η Επιχείρηση Βαλκυρία, επιχείρηση που έχει την έγκριση του ίδιου του Φύρερ: Πρέπει να αναλάβει τον έλεγχο του Κράτους σε περίπτωση που εσωτερικές ταραχές θα έκαναν αδύνατες τις επικοινωνίες της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης. Το ίδιο σχέδιο τροποποιείται από τους συνωμότες με τον ακριβώς αντίθετο στόχο: Τη δολοφονία του Χίτλερ. Πέντε απόπειρες έχουν γίνει και όλες ματαιώθηκαν, άλλοτε επειδή το πρόγραμμα του Χίτλερ ήταν ολοσχερώς ακανόνιστο, άλλοτε γιατί μια μυστηριώδης καλοτυχία τον προστάτευε.
Την τελευταία ευκαιρία των συνωμοτών αναλαμβάνει να υλοποιήσει και πάλι ο Στάουφενμπεργκ. Στις 20 Ιουλίου 1944, ο νεαρός Συνταγματάρχης φθάνει στο Ράστενμπουργκ, καταφέρνει να βάλει τη βόμβα (υπό μορφή χαρτοφύλακα) στο δωμάτιο του Χίτλερ και να βγει απαρατήρητος. Μια ακόμη, όχι οπλισμένη, βόμβα της ίδιας μορφής, βρίσκεται στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου του. Περιμένει λίγο, ακούει την έκρηξη της βόμβας και καταφέρνει να διαφύγει, επιστρέφοντας στο Βερολίνο, όπου η "Βαλκυρία" τίθεται σε εφαρμογή. Δυστυχώς, ο Χίτλερ, προστατευόμενος από ένα βαρύ τραπέζι και το σώμα του στρατιώτη που στεκόταν δίπλα του, βγαίνει με μερικές αμυχές και μια ρήξη τυμπάνου από το μικρό δωμάτιο συσκέψεων. Ο Βίλχελμ Κάιτελ συσχετίζει την εξαφάνιση του Στάουφενμπεργκ με τη βόμβα και, ενεργώντας ταχύτατα, τηλεφωνεί στον επικεφαλής της Υπηρεσίας του Στάουφενμπεργκ Στρατηγό Φρίντριχ Φρομ. Αυτός, επίσης με ταχύτατες ενέργειες, συλλαμβάνει όποιους συνωμότες βρίσκει: τον Στάουφενμπεργκ, τον Στρατηγό Όλμπριχτ, τον Υπολοχαγό φον Χέφτεν και τον Συνταγματάρχη Άλμπρεχτ Μερτς φον Κίρνχαϊμ.
Συγκροτεί βιαστικά ένα Στρατοδικείο και μετά από πέντε λεπτών διαδικασία οι κρατούμενοι κρίνονται ένοχοι και ο Φρομ διατάσσει την εκτέλεσή τους. Εκτελούνται κάτω από το φως φανών αυτοκινήτου τη νύκτα της 21ης Ιουλίου. Τελευταία λόγια του Στάουφενμπεργκ ήταν «Es lebe unser heiliges Deutschland!» («Ζήτω η αγία Γερμανία μας!»). Η βιασύνη του Φρομ εξηγείται επειδή απλά ήταν και ο ίδιος έμμεσα συμμέτοχος στη συνωμοσία: Χωρίς να έχει αναλάβει ενεργό ρόλο, τη γνώριζε και την κάλυπτε. Γνώριζε, επίσης, ότι επρόκειτο να αναλάβει την ηγεσία του Στρατού μετά την απόπειρα μαζί με τους Λούντβιχ Μπεκ (Ludwig Beck) και Έρβιν φον Βίτσλέμπεν (Erwin von Witzleben).[7] Σήμερα στο σημείο εκτέλεσης στο κτίριο της Bendlerstrasse (Επιτελείο Στρατού), υπάρχει ένα μικρό μνημείο, ενώ το κτίριο του Bendlerblock αποτελεί το μνημείο της Γερμανικής Αντίστασης κατά του Χίτλερ.
Αναφέρεται, ωστόσο, ότι την επόμενη μέρα οι άνδρες των SS ξέθαψαν το πτώμα του (ο Φρομ είχε διατάξει να κηδευθούν με όλες τις στρατιωτικές τιμές στον περίβολο του Αγίου Ματθαίου του προαστίου Σένεμπεργκ (Schöneberg) του Βερολίνου), αφαίρεσαν όλα του τα μετάλλια και παράσημα, το αποτέφρωσαν και σκόρπισαν τις στάχτες.
Κάποιοι ερευνητές διατείνονται ότι, αν ο Στάουφενμπεργκ είχε τοποθετήσει σε διαφορετικό σημείο τον χαρτοφύλακα με τη βόμβα (όχι τόσο κοντά στο χοντρό πόδι του δρύινου τραπεζιού), το ωστικό κύμα της βόμβας θα είχε επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, σκοτώνοντας τον Χίτλερ. Αυτό είναι αλήθεια, γιατί όσοι βρίσκονταν κοντά στον Χίτλερ με την έκρηξη της βόμβας είτε σκοτώθηκαν είτε τραυματίσθηκαν πολύ σοβαρά. Η μόνη εξήγηση του ελαφρού τραυματισμού του Χίτλερ (έσπασε το τύμπανο σε ένα από τα αυτιά του και τραυματίστηκε ελαφρά στον ώμο) βρίσκεται στην προστασία του από το δρύινο τραπέζι.
Διατείνονται, επίσης, ότι αν ο Στάουφενμπεργκ είχε φέρει μαζί του και τη δεύτερη βόμβα (την είχε αφήσει στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου του) έστω και όχι οπλισμένη, η έκρηξη της πρώτης θα πυροδοτούσε και τη δεύτερη, με αποτέλεσμα να μην μείνει κανείς ζωντανός στο Καταφύγιο. Αυτό, ωστόσο, δεν θα ήταν εκ των πραγμάτων δυνατόν, καθώς ο Στάουφενμπεργκ ήταν πλέον μονόχειρ και δεν θα του ήταν δυνατό να μεταφέρει δύο χαρτοφύλακες με ένα - ακρωτηριασμένο - χέρι.
Σκληρά αντίποινα περιμένουν και ολόκληρη την οικογένεια Στάουφενμπεργκ: Συλλαμβάνονται και φυλακίζονται όλα της τα μέλη (μεταξύ των οποίων και τα τρία ανήλικα παιδιά του Κλάους) και ο Φύρερ διατάσσει την εξάλειψη του ονόματος αυτού "από όλα τα ληξιαρχεία του Ράιχ". Μερικές ώρες αργότερα, σε συνάντησή του με τον Μουσολίνι, ο Χίτλερ διατείνεται ότι ήταν η θεία Πρόνοια που τον εφύλαξε.[6]
Ο αδελφός του Κλάους, Μπέρτχολντ, συνελήφθη επίσης και στις 10 Αυγούστου προσήχθη σε δίκη ενώπιον "λαϊκού δικαστηρίου" (Volksgerichtshof) μαζί με άλλους επτά συνωμότες (μεταξύ των οποίων και ο Στρατάρχης Βιτσλέμπεν). Το λαϊκό αυτό δικαστήριο (πρόεδρος του οποίου ήταν ο Ρόλαντ Φράισλερ (Roland Freisler)) είχε συγκροτηθεί κατ΄εντολή του Χίτλερ ειδικά για τους συμμετέχοντες στην εναντίον του απόπειρα. Όλοι - και ο Μπέρτχολντ - καταδικάζονται σε αργό μαρτυρικό θάνατο, καθώς τους κρεμούν από χορδές πιάνου στη φυλακή του Πλέτσενζέε (Plötzensee) του Βερολίνου, την ίδια ημέρα. Αρκετές εκατοντάδες συμμετέχοντες ή γνώστες της συνωμοσίας επίσης συλλαμβάνονται και εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες.
Η σύζυγος του Κλάους, Νίνα (πατρικό όνομα Νίνα Φράιιν φον Λέρχενφελντ), με την οποία είχαν αποκτήσει τέσσερα παιδιά, ήταν έγκυος. Αδιαφορώντας γι' αυτό, την κλείνουν στο Στρατόπεδο του Στούτχοφ, όπου και γεννήθηκε το πέμπτο παιδί της οικογένειας, η Κοστάντσε (Kostanze). Τα υπόλοιπα παιδιά τους, Μπέρτχολντ, Χάιμεραν, Φραντς-Λούντβιχ και Βάλερι υποχρεώνονται σε κατ' οίκον περιορισμό, χωρίς να τους ανακοινωθεί γιατί, μέχρι το τέλος του πολέμου. Τα υποχρεώνουν, επίσης, να αλλάξουν το επώνυμό τους, καθώς με εντολή του Χίτλερ, το όνομα Στάουφενμπεργκ είναι πλέον μη αποδεκτό σε όλο το Ράιχ. Η Νίνα απεβίωσε το 2006 σε ηλικία 92 ετών. Ο Μπέρτχολντ έγινε Στρατηγός του Δυτικογερμανικού Στρατού ενώ ο Φραντς-Λούντβιχ διετέλεσε βουλευτής τόσο στο Γερμανικό όσο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.