From Wikipedia, the free encyclopedia
Η επιχείρηση Βαλκυρία (γερμ.: Operation Walküre) ήταν ένα σχέδιο του ναζιστικού στρατού σε περίπτωση γενικής διάλυσης της πολιτικής τάξης του έθνους, το οποίο στόχευε στη συνέχιση της άσκησης της εξουσίας από τους Ναζί.
Αργότερα, το σχέδιο αυτό χρησιμοποιήθηκε για την οργάνωση ενός πραξικοπήματος ενάντια στο χιτλερικό καθεστώς. Στο νέο αυτό σχέδιο περιλαμβανόταν και η δολοφονία του Χίτλερ. Η απόπειρα δολοφονίας πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιουλίου 1944, αλλά απέτυχε. Στη συνέχεια, το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή αλλά οι πιστοί στον Χίτλερ στρατιωτικοί κατέπνιξαν το πραξικόπημα.
To αρχικό σχέδιο Βαλκυρία είχε προταθεί από το επιτελείο του Στρατηγού Φρίντριχ Όλμπριχτ, σε περίπτωση εσωτερικών αναταραχών, και είχε εγκριθεί από τον Χίτλερ.[1] Το σχέδιο επρόκειτο να τεθεί σε εφαρμογή στην περίπτωση εξέγερσης των εκατομμυρίων αιχμαλώτων ή ξένων εργατών, που εργάζονταν στα κατεχόμενα εδάφη της Γερμανίας, ή ακόμη και από βομβαρδισμό της χώρας από τους Συμμάχους.[εκκρεμεί παραπομπή] Το σχέδιο απέβλεπε στη συνέχιση της άσκησης της εξουσίας από τον ναζιστικό καθεστώς.
Ήδη από το 1938, ο επιθετικός γερμανικός επεκτατισμός υποδαύλιζε συνωμοσίες κατά του Χίτλερ, στα ανώτατα κλιμάκια του στρατού.[2] Η παθητική στάση της Βρετανίας και της Γαλλίας (Διάσκεψη του Μονάχου), επανέφερε τα σχέδια αυτά εκ νέου, με την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Βασικοί πρωταγωνιστές των συγκεκριμένων δολοπλοκιών ήταν οι Λούντβιχ Μπεκ, Βίλχελμ Κανάρις και Έρβιν φον Βιτσλέμπεν. Ωστόσο, η επιτυχία του Blitzkrieg σε όλα τα μέτωπα, περιόρισε τον κύκλο των πρόθυμων συμμετεχόντων.[2] Εξάλλου, απ' το 1934, όταν ο Χίτλερ κατέλαβε την εξουσία, ως το 1944 είχαν πραγματοποιηθεί 27 απόπειρες δολοφονίες εναντίον του.
« | Θα καταγραφούμε στη γερμανική ιστορία ως προδότες. Αν διστάσουμε όμως, θα προδώσουμε την ίδια τη συνείδησή μας. | » |
Το 1942 ο Συνταγματάρχης Κλάους φον Στάουφενμπεργκ και ο Υποστράτηγος Χένινγκ φον Τρέσκοβ συνέλαβαν την ιδέα να χρησιμοποιήσουν το σχέδιο Βαλκυρία για να ανατρέψουν το χιτλερικό καθεστώς και να αναλάβουν την εξουσία. Σύμφωνα με ιστορικές μαρτυρίες της περιόδου, τα κίνητρα των συνωμοτών πήγαζαν κυρίως από την πρόθεση να προλάβουν την ολοσχερή καταστροφή της Γερμανίας και να περισώσουν -στα λογικά πλαίσια- το ηθικό της κύρος.[2]
Το σχεδιαζόμενο πραξικόπημα είχε ως στόχο την πτώση του Χίτλερ, ως προϋπόθεση διαπραγματεύσεων με τους Συμμάχους.[2] Επιπλέον, οι συμμετέχοντες του σχεδίου ήθελαν με το παράδειγμά τους να αποδείξουν στις επόμενες γενιές ότι πράγματι υπήρξαν Γερμανοί που είχαν συνείδηση του εγκληματικού ναζιστικού καθεστώτος.[2]
Το σχέδιο προέβλεπε την κατάληψη των υπουργικών κτιρίων στο Βερολίνο, του αρχηγείου του Χίμλερ στην Ανατολική Πρωσία, ραδιοφωνικών σταθμών και τηλεγραφικών γραφείων.[1] Επίσης, σχεδίαζαν την άμεση κατάληψη στρατοπέδων συγκέντρωσης, ώστε να τερματιστεί η εξόντωση των Εβραίων.[2] Προϋπόθεση για την επιτυχία της επιχείρησης και την κατάληψη της εξουσίας ήταν η τυφλή υπακοή των διοικητών των μονάδων στους συνωμότες.
Ο Στρατηγός Λούντβιχ Μπεκ και ο Καρλ Γκέρντελερ είχαν από κοινού καταρτίσει προσχέδιο Συντάγματος για την επόμενη μέρα της πτώσης του Ναζισμού, και προέβλεπαν σχηματισμό κυβέρνησης εκ προσωπικοτήτων. Μόλις οι πραξικοπηματίες αναλάμβαναν τις τύχες της χώρας, θα προχωρούσαν στη στοιχειώδη αποκατάσταση των θεμελιωδών δημοκρατικών ελευθεριών, όχι όμως και στην άμεση αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού.[2] Στη νέα κυβέρνηση, Καγκελάριος της νέας κυβέρνησης θα ήταν ο Καρλ Γκέρντελερ.
Οι εμπλεκόμενοι στη συνωμοσία είχαν προσεγγίσει τουλάχιστον μια φορά τον Χάινριχ Χίμλερ, προσφέροντάς του την προστασία τους, εφόσον βοηθούσε στην απομάκρυνση του Χίτλερ και εξασφάλιζε διαπραγματεύσεις ειρήνης με τον εχθρό.[3] Αξίζει να σημειωθεί ότι την εξόντωση του Χίτλερ είχαν θέσει πολλοί αξιωματικοί ως όρο για τη συμμετοχή τους.[2]
Όλες τις γραπτές εντολές χειριζόντουσαν η σύζυγος του Τρέσκοβ, Έρικα, και η γραμματέας του, Μαργκαρέτε φον Όβεν.[4] Και οι δυο γυναίκες φορούσαν γάντια, για να μην αφήσουν δακτυλικά αποτυπώματα.[4]
Μετά την απόβαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Νορμανδία τον Ιούνιο του 1944, οι γερμανικές δυνάμεις ήταν ανάμεσα στις δυνάμεις των δυτικών και των Σοβιετικών, χωρίς έτσι να ελπίζουν σε μια θετική κατάληξη του πολέμου. Η απόπειρα επομένως, είχε ελάχιστη σημασία για τους Συμμάχους, οι οποίοι ήταν αποφασισμένοι να επιβάλουν στο Τρίτο Ράιχ την άνευ όρων παράδοση και όχι να διαπραγματευτούν με μια στρατιωτική χούντα.[5] Με βάση, ωστόσο, τα τεράστια στρατιωτικά πλεονεκτήματα που θα αποκόμιζαν οι συμμαχικές δυνάμεις, θεωρείται δεδομένο πως με αυτόν τον τρόπο θα επεσπεύδετο το τέλος του πολέμου και θα σώζονταν εκατομμύρια άνθρωποι.[2]
Στις αρχές Ιουλίου του 1944, το σχέδιο ήταν έτοιμο να τεθεί σε εφαρμογή. Ο στρατηγός Χέλμουτ Στιφ θα δολοφονούσε τον Χίτλερ στις 7 του μήνα κοντά στο Σάλτσμπουργκ, αλλά την τελευταία στιγμή αρνήθηκε. Τελικά, αποφασίστηκε ότι ο Στάουφενμπεργκ θα δολοφονούσε τον Χίτλερ τοποθετώντας εκρηκτικά στην αίθουσα συσκέψεων, καθώς ήταν ο μόνος από τους συνωμότες που είχε ως επιτελικός αξιωματικός άμεση πρόσβαση στον Χίτλερ.[2] Στις 11 Ιουλίου, όμως, από τη συνάντηση του επιτελείου απουσίαζαν ο Χάινριχ Χίμλερ και ο Χέρμαν Γκέρινγκ, τους οποίους οι συνωμότες σχεδίαζαν επίσης να σκοτώσουν. Έτσι, ακυρώθηκε και η απόπειρα αυτή. Άλλη μια απόπειρα θα πραγματοποιούνταν στις 15: στην αίθουσα συσκέψεων, ο Χίμλερ και ο Γκέρινγκ ήταν παρόντες, αλλά ο ίδιος ο Χίτλερ έφυγε την τελευταία στιγμή.
Τελικά, η απόπειρα δολοφονίας πραγματοποιήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1944, στο καταφύγιο του Χίτλερ, Wolfsschanze, στη σημερινή Πολωνία. Ο ίδιος ο Στάουφενμπεργκ τοποθέτησε την εκρηκτική ύλη, κρυμμένη σε χαρτοφύλακα, κοντά στον Χίτλερ και έφυγε από την αίθουσα. Μόνο τέσσερις από τους 24 παρευρισκόμενους τραυματίστηκαν θανάσιμα,[2] ενώ ο στόχος σώθηκε. Εν τω μεταξύ, ο Στάουφενμπεργκ κατέφθασε αεροπορικώς στο Βερολίνο, προκειμένου να οδηγήσει το πραξικόπημα. Τελικά οι συνωμότες απέτυχαν καθώς πολλοί αξιωματικοί αρνήθηκαν να εκτελέσουν τις διαταγές, αφότου μαθεύτηκε ότι ο Φύρερ παρέμενε ζωντανός.
Μετά την αντιμετώπιση του πραξικοπήματος, η Gestapo προχώρησε στη σύλληψη τουλάχιστον 7.000 ατόμων, από τα οποία τα 4.980 εκτελέστηκαν.[6] Οι Κλάους φον Στάουφενμπεργκ, Βέρνερ φον Χέφτεν, Φρίντριχ Όλμπριχτ και Άλμπρεχτ φον Κβιρνχάιμ εκτελέστηκαν στο Βερολίνο. Ακόμη και στις παραμονές πτώσης του ναζιστικού καθεστώτος, δηλαδή την άνοιξη του 1945, τα SS δολοφόνησαν συνωμότες όπως τον Βίλχελμ Κανάρις και τον Ντίτριχ Μπονχέφερ.
Η αποτυχία ανατροπής του καθεστώτος αποτέλεσε την τελευταία δράση της ενδογερμανικής αντίστασης κατά του Ναζισμού. Ο Χίτλερ, πεπεισμένος ότι σώθηκε από θεία πρόνοια,[5] αποφάσισε να πολεμήσει μέχρις εσχάτων και έτσι συνεχίστηκε ο πόλεμος.
Η συνωμοσία για την ανατροπή του ναζιστικού καθεστώτος και τη δολοφονία του Χίτλερ, έχει εμπνεύσει αρκετές ταινίες. Πιο σημαντικές είναι η γερμανική τηλεταινία Stauffenberg και η ταινία του Μπράιαν Σίνγκερ Επιχείρηση Βαλκυρία (Valkyrie), με τον Τομ Κρουζ στο ρόλο του Στάουφενμπεργκ.
Το σχέδιο αναφέρεται επίσης, στο βιντεοπαιχνίδι Medal of Honor: Frontline και στο γαλλικό κόμικ Je suis légion.
Αμφίβολη θεωρείται η συμμετοχή του λαοφιλούς στρατάρχη Έρβιν Ρόμελ στη συνωμοσία, ο οποίος γνώριζε για τη συνωμοσία.[2] Ο Χίτλερ, απειλώντας τον ότι αν δεν το έκανε θα σκότωνε και την οικογένειά του, τον ανάγκασε να αυτοκτονήσει.[2]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.