From Wikipedia, the free encyclopedia
Με την ονομασία πραξικόπημα της μπιραρίας (αγγλ.: Beer Hall Putsch, στα γερμανικά Bürgerbräu-Putsch από το όνομα της μπιραρίας), πραξικόπημα του Μονάχου (Munich Putsch)[1], και πραξικόπημα Χίτλερ ή Χίτλερ-Λούντεντορφ (γερμ. Hitlerputsch, Hitler-Ludendorff-Putsch), έμεινε στην Ιστορία το αποτυχημένο πραξικόπημα που αποπειράθηκε ο Αδόλφος Χίτλερ στο Μόναχο το 1923 για την ανατροπή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την κατάληψη της εξουσίας στη Γερμανία από τον ίδιο και τους εθνικοσοσιαλιστές του Κόμματός του.
Πραξικόπημα της μπυραρίας | |||
---|---|---|---|
Μεσοπόλεμος | |||
Μόναχο, Μαρίενπλατς (Marienplatz), 9 Νοεμβρίου 1923, κατά τη διάρκεια του Πραξικοπήματος. Φωτ. Ομοσπονδιακό Γερμανικό Αρχείο | |||
Χρονολογία | 8-9 Νοεμβρίου 1923 | ||
Τόπος | Μόναχο, Βαυαρία, Γερμανία | ||
Αίτια | Απόπειρα εγκαθίδρυσης ναζιστικού καθεστώτος στη Γερμανία | ||
Έκβαση | Νίκη της γερμανικής κυβέρνησης | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
| |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απολογισμός | |||
|
Σύμφωνα με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, η Γερμανία επωμίστηκε όλα τα βάρη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τον Απρίλιο του 1921 η Γαλλία και η Βρετανία παρουσίασαν στη Γερμανία τις αξιώσεις τους για την καταβολή των πολεμικών αποζημιώσεων, που ανέρχονταν στο ιλιγγιώδες για την εποχή ποσόν των 33 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Ο αντίκτυπος αυτής της απαίτησης ήταν άμεσος: Προκάλεσε την εμφάνιση πληθωρισμού με πρωτόγνωρους ρυθμούς στη Γερμανική οικονομία. Η αξία του γερμανικού μάρκου κατέρρευσε κυριολεκτικά, αφού μέχρι την ανακοίνωση των αξιώσεων των νικητριών δυνάμεων ένα δολάριο ΗΠΑ ισοδυναμούσε με τέσσερα μάρκα και αμέσως μετά η ισοτιμία έφθασε το 1 δολάρια ΗΠΑ σε 75 μάρκα για να πέσει στο 1 δολάρια ΗΠΑ = 400 μάρκα το 1922.[2]
Η Γερμανική Κυβέρνηση ζήτησε μια ανάπαυλα στην εκτέλεση των πληρωμών, προκειμένου να διευθετήσει τον τρόπο καταβολής των αποζημιώσεων χωρίς να καταβαραθρωθεί η οικονομία της χώρας. Η Γαλλική Κυβέρνηση απέρριψε το αίτημα και σε απάντηση εισέβαλε στην περιοχή του Ρουρ, την οποία έθεσε υπό κατοχή και άρχισε να εκμεταλλεύεται προκειμένου να αποκομίσει τμήμα των οφειλόμενων αποζημιώσεων. Η ενέργεια αυτή είχε σημαντικές πολιτικές συνέπειες στο εσωτερικό της Γερμανίας, αφού κατάφερε να ενώσει τον γερμανικό λαό καθιστώντας τον και πάλι έτοιμο για δράση: Οι Γερμανοί εργάτες της περιοχής του Ρουρ κήρυξαν γενική απεργία την οποία υποστήριξε με κάθε τρόπο η γερμανική κυβέρνηση, κυρίως παρέχοντάς τους οικονομική στήριξη.[3] Η κατάρρευση της Γερμανικής οικονομίας χειροτέρευσε σημαντικά ύστερα από αυτό. Προς το τέλος του 1922 αντιστοιχούσαν 18.000 μάρκα στο δολάριο, τον Ιούλιο του 1923 η ισοτιμία έφθασε τα 160.000 μάρκα και τον Αύγουστο το 1.000.000 μάρκα ανά δολάριο. Τον Νοέμβριο έπεσε ακόμη περισσότερο και αντιστοιχούσαν 4.000.000 μάρκα στο δολάριο, φέρνοντας έτσι τη χώρα στα πρόθυρα του χάους.
Όπως ήταν φυσικό, οι Γερμανοί πολίτες έχασαν τις αποταμιεύσεις τους, ενώ πληρώνονταν σε χρήμα χωρίς αντίκρισμα. Τα αγαθά διατροφής έφθασαν σε αστρονομικές τιμές και σε κάθε γωνία της χώρας ξέσπασαν διαδηλώσεις, καθώς η ευρεία μάζα του πληθυσμού κυριολεκτικά λιμοκτονούσε. Οι διαμαρτυρίες αυτές δεν στρέφονταν εναντίον της Κυβέρνησης, αλλά εναντίον των νικητών του Πρώτου Πολέμου. Το γενικό κλίμα ήταν προς τη στήριξη της Κυβέρνησης, η οποία ανθίστατο στην άμεση πληρωμή των αποζημιώσεων. Τον Αύγουστο του 1923 τη διακυβέρνηση ανέλαβε ο Καγκελάριος Γκούσταβ Στρέζεμαν (Gustav Stresemann), ο οποίος διέπραξε ένα σφάλμα: Τον Σεπτέμβριο του 1923, θέλοντας να δώσει ανάσες στην οικονομία, ανάγγειλε ότι θα προχωρούσε στην καταβολή των πολεμικών αποζημιώσεων. Αυτό που δεν είχε υπολογίσει σωστά ήταν η συναισθηματική αντίδραση των Γερμανών, οι οποίοι ένιωθαν βαθιά πικραμένοι, απογοητευμένοι, ταπεινωμένοι και ιδιαίτερα ανήσυχοι για το μέλλον τόσο το δικό τους όσο και της χώρας. Οι συνθήκες διαμορφώθηκαν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εξωθήσουν σε δράση τις ακραίες πολιτικές ομάδες, όπως ήταν το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ.
Στο μεταξύ ο Μουσολίνι είχε πραγματοποιήσει την Πορεία προς τη Ρώμη και επιτύχει να εγκαθιδρύσει το Φασισμό στην Ιταλία. Η επιτυχία αυτή ενέπνευσε ακόμη περισσότερο τον Χίτλερ και τους οπαδούς του.[4] Ο Χίτλερ πίστεψε ότι οι συνθήκες ήταν πλέον ώριμες για την ανατροπή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος το οποίο θα επανέφερε τη Γερμανία στη θέση που της άξιζε στον Ευρωπαϊκό χώρο, ως ηγέτιδας δύναμης. Επιπλέον, ο Χίτλερ ζούσε στη Βαυαρία, στην οποία υπήρχαν, εκτός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, πολλές πολιτικές ομάδες που αντιτίθεντο στη δημοκρατική Κυβέρνηση του Βερολίνου. Το Κόμμα του Χίτλερ ήταν η μεγαλύτερη από αυτές, αριθμώντας, το 1923, περίπου 55.000 οπαδούς, ενώ διέθετε την αρτιότερη οργάνωση.
Οι Ναζιστές άρχισαν να απαιτούν την ανάληψη δράσης. Ο Χίτλερ διέβλεψε ότι έπρεπε να διακινδυνεύσει ή να χάσει την αρχηγία του Κόμματος. Κατέστρωσε με τους συνεργάτες του ένα σχέδιο απαγωγής της Βαυαρικής Κυβέρνησης, την οποία, υπό την απειλή των όπλων, θα υποχρέωνε να δεχτεί ως ηγέτη της τον ίδιο τον Χίτλερ. Για να προσδώσει στην κίνηση αυτή το απαιτούμενο κύρος, προσεταιρίστηκε τον μεγάλο στρατιωτικό ηγέτη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στρατηγό Έριχ Λούντεντορφ (Erich Ludendorff). Με τη υποστήριξή του ήταν βέβαιος ότι θα κέρδιζε και την υποστήριξη του Γερμανικού στρατού στο πραξικόπημά του, επιτυγχάνοντας ένα γενικό εθνικό ξεσηκωμό και, τελικά, την ανατροπή της ομοσπονδιακής Κυβέρνησης στο Βερολίνο. Έχοντας ετοιμάσει τις κινήσεις του, περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία.
Η ευκαιρία αυτή του δόθηκε όταν έμαθε ότι σε μια μεγάλη μπιραρία του Μονάχου, την "Löwenbräukeller", θα γινόταν μια συγκέντρωση 3.000 επιχειρηματιών με οικοδεσπότη την ηγεσία της Βαυαρικής Κυβέρνησης, τα μέλη της οποίας σκόπευε να απαγάγει. Στις 8 Νοεμβρίου 1923 τα μέλη της παραστρατιωτικής οργάνωσης του Κόμματος SA, υπό την ηγεσία του Χέρμαν Γκέρινγκ περικύκλωσαν την μπιραρία. Στις 8:30 ο Χίτλερ, ακολουθούμενος από μια μικρή ομάδα ένοπλων SA εισέβαλε στην μπιραρία. Η εμφάνισή τους προκάλεσε, όπως αναμενόταν, πανικό ανάμεσα στους παρευρισκόμενους. Ο Χίτλερ πυροβόλησε μια φορά στον αέρα ουρλιάζοντας "Ησυχία!". Προχώρησε, ακολουθούμενος από τον Γκέρινγκ, στο βάθρο των ομιλητών, ενώ οι SA συνέχισαν να εισέρχονται στην μπιραρία κυκλώνοντας τους πανικόβλητους παρευρισκόμενους. Ο επικεφαλής της Κυβέρνησης Γκούσταφ φον Καρ (Gustav von Kahr), του οποίου την ομιλία διέκοψε ο Χίτλερ, παραχώρησε το βάθρο του ομιλητή στον Χίτλερ, ο οποίος άρχισε αμέσως να αγορεύει, λέγοντας ότι άρχισε η Εθνική Επανάσταση και κανείς δεν επιτρεπόταν να εγκαταλείψει τον χώρο, απειλώντας με τη χρήση ενός πολυβόλου, που είχε εγκαταστήσει πίσω από το βάθρο. Ανάγγειλε ότι τόσο η Βαυαρική όσο και η Κυβέρνηση του Ράιχ ανατράπηκαν και εγκαθιδρύθηκε προσωρινή επαναστατική Κυβέρνηση. Οι στρατώνες της Ράιχσβερ (γερμανικού στρατού) και της Αστυνομίας είχαν καταληφθεί, τα μέλη τους παρήλαυναν ήδη στην πόλη κάτω από τη σβάστικα. Φυσικά, όλα αυτά ήταν μια τεράστια μπλόφα, αλλά οι παρευρισκόμενοι δεν ήταν σε θέση να το γνωρίζουν. Ο Χίτλερ κάλεσε τον φον Καρ και τους αδελφούς φον Λόσοβ, Ότο (Otto von Lossow), Αρχηγό του Βαυαρικού Στρατού, και Χανς (Hans von Lossow), Αρχηγό της Αστυνομίας της Βαυαρίας, σε ένα μικρό δωμάτιο πίσω από την κεντρική αίθουσα και τους είπε ότι αυτός είναι ο νέος ηγέτης της Γερμανίας. Τους προσέφερε θέσεις στη νέα του Κυβέρνηση. Οι τρεις άνδρες, γνωρίζοντας ότι η από πλευράς τους αποδοχή των νέων "θέσεων" αποτελούσε πράξη έσχατης προδοσίας, αρνήθηκαν. Ο Χίτλερ εξεμάνη, έβγαλε πάλι το πιστόλι του και τους είπε: "Κύριοι, έχω τέσσερεις σφαίρες σε αυτό το όπλο: Μία για τον καθένα σας και μία για μένα!". Υπό την απειλή της δολοφονίας τους, οι τρεις συμφώνησαν.[5]
Σχεδόν αμέσως ύστερα κατέφθασε ο Λούντεντορφ, ο οποίος αποδέχτηκε τη θέση του Αρχηγού του Γερμανικού Στρατού, προέτρεψε τους τρεις άνδρες να υποστηρίξουν τον Χίτλερ και το ίδιο έκανε μιλώντας και προς τους παρευρισκόμενους. Εν τω μεταξύ, ο Ερνστ Ρεμ (Ernst Röhm), ηγέτης των SA, επικεφαλής μιας ομάδας μαχητών του κατέλαβε το Υπουργείο Πολέμου, ενώ ο Ρούντολφ Ες κατέστρωνε το σχέδιο σύλληψης των αριστερών ηγετών της Βαυαρίας και των Εβραίων. Η προσπάθεια κατάληψης στρατώνων της Αστυνομίας και του Στρατού, όμως, αποκρούστηκε και απέτυχε. Ο Χίτλερ σκόπευε να βαδίσει εναντίον του Βερολίνου και να ανατρέψει την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση (κατά το πρότυπο της Πορείας προς τη Ρώμη του Μουσολίνι). Η ολέθρια παράλειψή του ήταν ότι δεν είχε προβλέψει την κατάληψη από τους SA των ραδιοφωνικών και των τηλεγραφικών σταθμών. Όπως ήταν φυσικό, η Κυβέρνηση του Βερολίνου πληροφορήθηκε πολύ σύντομα τις ενέργειες των Ναζί και έδωσε σχετικές διαταγές για την κατάπνιξη του πραξικοπήματος.
Την επομένη ο Χίτλερ και ο Λούντεντορφ, επικεφαλής 3.000 ενόπλων υποστηρικτών τους, παρέλασαν στους δρόμους του Μονάχου με στόχο να συνενωθούν με τις δυνάμεις του Ρεμ που κατείχαν το Υπουργείο Πολέμου. Στην πλατεία Οντεόν (Odeonsplatz), όμως, βρήκαν τον δρόμο κλεισμένο από αστυνομικές δυνάμεις, ο επικεφαλής των οποίων τους διέταξε να σταματήσουν και να παραδοθούν. Στην άρνηση των Ναζί να συμμορφωθούν, η Αστυνομία άνοιξε πυρ, αρχικά πυροβολώντας προειδοποιητικά μπροστά στα πόδια τους. Οι SA απάντησαν στους πυροβολισμούς και έγινε πραγματική μάχη, με 21 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες, ανάμεσα στους οποίους και ο Γκέρινγκ, ο οποίος τραυματίστηκε στη βουβωνική χώρα. Μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο, όπου του χορηγήθηκε μορφίνη για την ανακούφιση των ισχυρών πόνων. Αυτή ήταν η έναρξη της εξάρτησης του Γκέρινγκ από τη μορφίνη, από την οποία απαλλάχτηκε μόνο λίγο πριν τον θάνατό του στο τέλος της Δίκης της Νυρεμβέργης, 23 χρόνια αργότερα.
Με την έναρξη του πυρός, ο Χίτλερ έπεσε στο έδαφος, καθώς ο διπλανός του, με τον οποίο είχαν διασταυρωμένους βραχίονες για το σχηματισμό ανθρώπινης αλυσίδας χτυπήθηκε από σφαίρα και κατέπεσε, παρασύροντάς τον. Η πτώση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την εξάρθρωση του ώμου του. Ο σωματοφύλακάς του, Ούλριχ Γκραφ (Ulrich Graf), έσπευσε να τον καλύψει με το σώμα του και δέχτηκε αρκετές σφαίρες. Αυτή του η ενέργεια έσωσε τη ζωή του Χίτλερ.
Ο πόνος που ένιωσε από τον εξαρθρωμένο ώμο του, όμως, έκανε τον Χίτλερ να αποθαρρυνθεί και έτρεξε να διαφύγει προς ένα παρακείμενο αυτοκίνητο, στο οποίο υπήρχαν κομματικά στελέχη. Παρά το ότι υπερτερούσαν αριθμητικά, οι Ναζί ακολούθησαν το παράδειγμα του ηγέτη τους και τράπηκαν σε φυγή. Οι μόνοι που συνέχισαν να βαδίζουν προς τους αστυνομικούς ήταν ο Λούντεντορφ και ο υπασπιστής του. Την ενέργεια αυτή του Χίτλερ οι Ναζιστές ιστορικοί προσπάθησαν να τη δικαιολογήσουν, λέγοντας ότι ο Χίτλερ αναγκάστηκε να φύγει γιατί έπρεπε να μεταφέρει ένα τραυματισμένο παιδί στο τοπικό νοσοκομείο.
Συνολικά δεκαέξι πραξικοπηματίες σκοτώθηκαν στη μάχη κατά της Αστυνομίας. Αυτοί ήταν:
Στην ίδια μάχη σκοτώθηκαν οι εξής τέσσερις Αστυνομικοί:
Το πραξικόπημα κατεστάλη και ο Χίτλερ αναγκάστηκε να καταφύγει επί μερικές ημέρες στο σπίτι ενός φίλου του. Παρόλ' αυτά, δεν απέφυγε τη σύλληψη, η οποία έγινε στις 12 Νοεμβρίου. Παραπέμφθηκε, μαζί με τους άλλους πραξικοπηματίες, σε δίκη, κατηγορούμενος για έσχατη προδοσία.
Για την κατηγορία αυτή, το μέγιστο της προβλεπόμενης ποινής ήταν η θανατική. Κατά τη διάρκεια της προφυλάκισής του, υπέφερε από κρίσεις κατάθλιψης και σκεφτόταν μέχρι και την αυτοκτονία. Η δίκη ξεκίνησε στις 26 Φεβρουαρίου 1924 με Πρόεδρο τον δικαστικό Γκέοργκ Νάιτχαρντ (Georg Neithardt)[8]. Σύντομα, όμως, έγινε σαφές ότι στη Βαυαρική Κυβέρνηση υπήρχαν πολλοί συμπαθούντες των Ναζί, οι οποίοι δεν θα επέτρεπαν την αυστηρή τιμωρία του Ναζιστή ηγέτη. Η δίκη του Χίτλερ εξελίχτηκε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μετατραπεί σε κομματικό συνέδριο: Κάθε λέξη που είπε στο Δικαστήριο απολογούμενος, γράφτηκε στις εφημερίδες που κυκλοφόρησαν την επόμενη, ενώ το Δικαστήριο εντυπωσιάστηκε από τις πολιτικές του απόψεις, τις οποίες, κατά παράβαση της Δικονομίας, του επέτρεψε να εκφράσει ελεύθερα. Όπως αναμενόταν, το Δικαστήριο τον βρήκε ένοχο προδοσίας, αλλά η ποινή του ήταν μόνο πενταετής φυλάκιση, ενώ ανάλογες ήταν οι ποινές των άλλων μελών του Κόμματος που δικάστηκαν μαζί του: Ο Ρεμ καταδικάστηκε, ενώ ο Βίλχελμ Φρικ, παρά το ότι βρέθηκε ένοχος, αφέθηκε ελεύθερος. Ο Έριχ Λούντεντορφ αθωώθηκε[9]. Ο Χίτλερ εγκλείστηκε σε φυλακή του τύπου "Festungshaft" (Φέστουνγκσαφτ, γερμ. "φρούριο εγκλεισμού"). Στη φυλακή αυτή, τα κελιά ήταν σχετικά άνετα, οι συνθήκες κράτησης πολύ ήπιες, ενώ δεν υπήρχε καταναγκαστική εργασία. Οι επισκέψεις ήταν δυνατές σε καθημερινή βάση και ανεξάρτητες χρονικής διάρκειας. Οι φυλακές αυτές προορίζονταν για άτομα στα οποία αναγνωριζόταν από τον Πρόεδρο του Δικαστηρίου ότι είχαν έντιμα κίνητρα και απλά είχαν παραπλανηθεί. Τέτοιου τύπου ήταν η φυλακή του Λάντσμπεργκ αμ Λεχ (Landsberg am Lech), στην οποία και μεταφέρθηκε για να εκτίσει την ποινή του, η οποία από πενταετή φυλάκιση τελικά μετατράπηκε σε οκτάμηνη και πρόστιμο 500 μάρκων.
Η εφημερίδα Völkischer Beobachter (Λαϊκός Παρατηρητής), όργανο του Κόμματος, απαγορεύθηκε να κυκλοφορεί, το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα τέθηκε εκτός νόμου και τα Γραφεία του λεηλατήθηκαν.
Οι άνετες συνθήκες που αντιμετώπισε κατά τον εγκλεισμό του στη φυλακή, επέτρεψαν στον Χίτλερ να υπαγορεύσει το βιβλίο του Ο Αγών μου (Mein Kampf) στον, επίσης καταδικασμένο πραξικοπηματία και γραμματέα του, Ρούντολφ Ες (Rudolf Hess). Στο βιβλίο αυτό υπάρχει αφιέρωση προς 16 πρόσωπα, ένα από τα οποία είναι ο Κουρτ Νοϊμπάουερ, που σκοτώθηκε στο Πραξικόπημα. Η αποτυχία αυτή προκάλεσε αλλαγή στο σκεπτικό του Χίτλερ ως προς την κατάληψη της εξουσίας με βίαιο τρόπο και τον έστρεψαν προς την κατάληψη της εξουσίας με τη νόμιμη διαδικασία.
Παρά το ότι ο Χίτλερ δεν πέτυχε τον άμεσο αντικειμενικό του σκοπό, δηλαδή τη δια της βίας κατάληψη της εξουσίας με ένα μάλλον πρόχειρα οργανωμένο πραξικόπημα, πέτυχε κάτι άλλο, πολύ σημαντικό: Έκανε ολόκληρο τον Γερμανικό λαό να στρέψει το βλέμμα προς ένα ως τότε άσημο τοπικής εμβέλειας Κόμμα. Αυτό διευκόλυνε την πραγματοποίηση της ιδέας του Χίτλερ για την κατάληψη της εξουσίας αυστηρά με συνταγματικά μέσα. Αποφάσισε να χειριστεί τον Γερμανικό λαό με τέτοιο τρόπο, ώστε να τον επιλέξει ως τον μελλοντικό του ηγέτη. Αυτό ασφαλώς προϋπέθετε μεγάλη προσπάθεια και ισχυρή οργάνωση του Κόμματος. Το αποτέλεσμα, τελικά, τον δικαίωσε εννέα χρόνια αργότερα, οπότε το Κόμμα του ήρθε πρώτο στις εθνικές εκλογές και ο ίδιος έλαβε την εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης ως Καγκελάριος.
Όταν το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα ανέλαβε την εξουσία (Ιανουάριος 1933), οι νεκροί του Πραξικοπήματος θεωρήθηκαν "οι πρώτοι μάρτυρες" του. Η Ναζιστική σημαία που έφεραν τότε, με κηλίδες αίματος επάνω της, ονομάστηκε "Blutfahne" (ματωμένη σημαία) και ήταν το αντικείμενο στο οποίο ορκίζονταν τα νέα μέλη του Κόμματος από την κατάληψη της εξουσίας από τους Ναζί και εντεύθεν. Για την ανάμνηση των πεσόντων στο Πραξικόπημα κατασκευάστηκε το μνημείο "Ehrentempel" (Ερεντέμπελ, Ναός Τιμής) στη Βασιλική πλατεία (Königsplatz) του Μονάχου, στο οποίο υπήρχαν σε 24ωρη βάση δύο φρουροί της SS και κάθε διερχόμενος όφειλε ναζιστικό χαιρετισμό. Στο μνημείο μεταφέρθηκαν οι σοροί των νεκρών και τοποθετήθηκαν ανά 4 σε ειδικές σαρκοφάγους σε κάθε γωνία του μνημείου, με κάθε σαρκοφάγο να φέρει τα ονόματα των νεκρών που περιείχε.
Κάθε χρόνο γίνονταν τιμητικές εκδηλώσεις όχι μόνο στο Μόναχο, όπου, μέχρι το 1942, παρίστατο ο ίδιος ο Χίτλερ, αλλά σε ολόκληρη τη Γερμανία, καθώς υπήρχε σχετική εγκύκλιος προς κάθε γκάου της χώρας. Εκδόθηκαν, επίσης, τρεις σειρές αναμνηστικών γραμματοσήμων.
Το μνημείο αυτό επέζησε από τους βομβαρδισμούς του Πολέμου και η Συμμαχική Επιτροπή Ελέγχου (Allied Control Commission) αποφάσισε να το κατεδαφίσει. Κάλεσε τις οικογένειες των πεσόντων και τους πρότεινε είτε να ενταφιάσουν τις σορούς σε ανώνυμους τάφους του νεκροταφείου του Μονάχου είτε να τους αποτεφρώσουν. Όταν οι σοροί απομακρύνθηκαν, η υπερδομή του μνημείου ανατινάχτηκε (9 Ιανουαρίου 1947). Στη θέση του τοποθετήθηκε αναμνηστική πλάκα με τα ονόματα των πεσόντων αστυνομικών.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.