ιδεολογία From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ναζισμός ή Εθνικοσοσιαλισμός, (γερμ. Nationalsozialismus) ήταν η ιδεολογία του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (NSDAP), το οποίο επέβαλε δικτατορικό καθεστώς στη Γερμανία από το 1933 μέχρι το 1945, καθώς και συναφών κινημάτων σε άλλες χώρες. Αναπτύχθηκε, ως ιδιαίτερη και ορμητική μορφή φασισμού, υπό την επίδραση του παγγερμανισμού και του νεοσυντηρητισμού εκμεταλλευόμενος τις συνθήκες κρίσης της δεκαετίας του 1920 στη Γερμανία.
Ένας από τους κύριους σκοπούς του ναζισμού ήταν η αντικατάσταση του δημοκρατικού συστήματος από ολοκληρωτικό καθεστώς το οποίο θα βασιζόταν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, στην αρχή της «κοινότητας» με την έννοια της εθνικής και βιολογικής ενότητας με επικεφαλής τον αρχηγό (Φύρερ), δηλαδή τον Αδόλφο Χίτλερ[1]. Η κοινότητα αυτή θα κινητοποιούνταν σύσσωμη στην πολεμική προσπάθεια για δημιουργία ζωτικού χώρου και επικράτηση της ανώτερης φυλής απέναντι στις υπόλοιπες, παραμερίζοντας επιμέρους οικονομικά συμφέροντα και την πάλη των τάξεων. Ο ναζισμός προωθούσε και σοσιαλιστικές ιδέες οι οποίες έρχονταν σε αντίθεση με το καπιταλιστικό σύστημα όπως δημόσιο έλεγχο των μέσων παραγωγής[2], καταπολέμηση της τοκογλυφίας, μοίρασμα των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων, δημοτικοποίηση των εμπορικών καταστημάτων και υπενοικίασή τους σε μικρούς επιχειρηματίες[3]. Μεταξύ των αντιλήψεων που επικρατούν στον ναζισμό, συγκαταλέγονται ο κοινωνικός δαρβινισμός, ο ρατσισμός και αντισημιτισμός, ο αντικομμουνισμός. Οι ιδεολογικές αρχές του εθνικοσοσιαλισμού και η εφαρμογή τους στην πράξη οδήγησαν στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και στο Ολοκαύτωμα με τη γενοκτονία Εβραίων, Ρομά και άλλων εθνοτικών, πολιτικών και κοινωνικών ομάδων σε στρατόπεδα εξόντωσης. Κινήσεις που, μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, επιδιώκουν την αναβίωση του ναζισμού ονομάζονται νεοναζιστικές.
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς εθνικοσοσιαλιστές για να χαρακτηρίσουν το κίνημα, ενώ ο όρος ναζισμός, ο οποίος στη Γερμανία χρησιμοποιείται πολύ σπάνια (οι εθνικοσοσιαλιστές δεν τον χρησιμοποιούσαν καν), προέρχεται από την αγγλική λέξη nazism, η οποία με τη σειρά της έχει τη ρίζα της στη συντόμευση της γερμανικής λέξης Nationalsozialismus (εθνικοσοσιαλισμός). Ως όρος, ο εθνικοσοσιαλισμός βρίσκει τη βάση του στην ιδεολογία του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (NSDAP) το οποίο ιδρύθηκε το 1920. Μετά την πτώση του Τρίτου Ράιχ, ο όρος εθνικοσοσιαλισμός υιοθετήθηκε στην κατοπινή Δυτική Γερμανία, ενώ στην Ανατολική Γερμανία, όπως και στην ΕΣΣΔ, καθιερώθηκε ο όρος χιτλεροφασισμός (Hitlerfaschismus). Ως ναζιστές χαρακτηρίζονται οι υποστηρικτές του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος.
Δεν υπήρξε κάποια συγκεκριμένη ναζιστική ιδεολογία. Συνήθως θεωρείται μορφή φασισμού[4], αν και μερικοί ιστορικοί θεωρούν τον ναζισμό ιδιαίτερο φαινόμενο που προέκυψε κατά την ανάπτυξη της Πρωσίας και της Γερμανίας του 19ου αι.[5] Κατά τον Βρεταννό ιστορικό Ίαν Κέρσοου, ο ναζισμός ήταν συνονθύλευμα ιδεών προερχόμενων από τον παγγερμανισμό και τον νεοσυντηρητισμό, μαζί με διάφορες φοβίες, απορρίψεις και προκαταλήψεις, χαρακτηριστικά που υπήρχαν και σε άλλα κόμματα και κινήματα. Η διαφορά με τον ναζισμό ήταν πως ο τελευταίος διέθετε δυναμισμό και ορμή με διαστάσεις εθνικής σταυροφορίας, εκμεταλλευόμενος πλήρως την κοινωνική οργή η οποία ήδη σοβούσε καθ' όλη τη δεκαετία του 1920 και τελικά ξέσπασε με την οικονομική κρίση.[6] Κατά τον Αμερικανό πολιτικό επιστήμονα και ιστορικό Ρόμπερτ Πάξτον, ο ναζισμός και ο ιταλικός φασισμός δεν έχουν τις φιλοσοφικές βάσεις των άλλων μεγάλων πολιτικών συστημάτων του σύγχρονου κόσμου, όπως ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός, ο σοσιαλισμός, ούτε σαφές πρόγραμμα. Ήταν δημιουργήματα της εποχής της μαζικής πολιτικής και απευθύνονταν κυρίως στο συναίσθημα, χρησιμοποιώντας προσεκτικά οργανωμένο τελετουργικό και έντονα φορτισμένο πολιτικό λόγο. Τον ναζισμό δεν τον ενδιέφερε η δογματική αλήθεια αλλά ο μυστικιστικός δεσμός που ένωνε τον αρχηγό του με το ιστορικό πεπρωμένο του λαού του. Η πολιτική αντιπαράθεση δεν στηριζόταν πια σε λογικά επιχειρήματα αλλά στην άμεση αισθητική εμπειρία και ο Γερμανός κριτικός του πολιτισμού Βάλτερ Μπέντζαμιν (Walter Benjamin) είχε προειδοποιήσει από το 1936 πως απώτερη φασιστική αισθητική εμπειρία είναι ο πόλεμος.[7]
Οι μαρξιστές ιστορικοί θεωρούν πως, εκτός από την επιβολή ολοκληρωτικού καθεστώτος, κύριος σκοπός του ναζισμού ήταν η υπεράσπιση της εξουσίας του γερμανικού μεγάλου κεφαλαίου, σε βάρος της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων[8][9]
Ως κύρια χαρακτηριστικά του ναζισμού μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
Συνήθως οι δυο αυτές ορολογίες συγχέονται μεταξύ τους, παρόλο τις ομοιότητες αξίζει να αναφερθούν και οι διαφορές τους. Ο φασισμός για παράδειγμα βασιζόταν στην υπεροχή του φασιστικού κράτους πάνω από το άτομο και σύμφωνα με τη θέληση του Μουσολίνι. Επομένως μπορούσε να αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους του κράτους ασχέτως φυλής, χώρα γέννησης, θρησκείας, κλπ. τουλάχιστον θεωρητικά. Όταν ο Μουσολίνι πέρασε τους αντισημιτικούς νόμους μετά το 1937, το έκανε κυρίως για να εξευμενίσει τον Χίτλερ παρά για οποιονδήποτε άλλο ιδεολογικό σκοπό.[14]
Οι ιδέες που ανέπτυξε ο Κάρολος Δαρβίνος στο έργο του Περί της καταγωγής των ειδών είχαν προφανή επίδραση όχι μόνο στις φυσικές επιστήμες, αλλά και στα πολιτικά καθεστώτα. Εν συνεχεία, ο κοινωνιολόγος Χέρμπερτ Σπένσερ ανέπτυξε τη θεωρία της επιβίωσης του καταλληλότερου. Αυτός ο κοινωνικός δαρβινισμός εξελίχθηκε στις φασιστικές ιδεολογίες οι οποίες, σε αντίθεση με τον Δαρβίνο, έβλεπαν τον ανταγωνισμό όχι μόνο μεταξύ των ειδών αλλά και στο εσωτερικό του είδους. Ο ναζισμός και οι άλλες φασιστικές ιδεολογίες πρεσβεύουν ότι η αδυναμία και η ανικανότητα δεν πρέπει να γίνονται ανεκτές και ότι μόνο ο ανταγωνισμός και η σύγκρουση εγγυάται την ανθρώπινη πρόοδο του δυνατότερου επί των αδυνάτων.[15][16] Ο Γάλλος συγγραφέας Αρτύρ ντε Γκομπινώ πρόσφερε στον ναζισμό την ιδέα της υπεροχής της άριας φυλής καθώς και την αντίληψη ότι η ανάμιξη των φυλών έχει ολέθρια αποτελέσματα[17]. Συμβολή στη ρατσιστική ιδεολογία του ναζισμού είχε επίσης ο Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν, του οποίου οι απόψεις συνέβαλαν ώστε οι ναζιστές να δέχονται τον αγώνα μεταξύ των φυλών αλλά όχι και την εξέλιξη των ειδών[18].
Ο όρος της φυλής αποτελούσε κεντρική έννοια της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας. Τέθηκε έτσι ως αίτημα η «ανωτερότητα της άριας φυλής», η οποία έπρεπε οπωσδήποτε να προστατευτεί από την ανάμειξη με άλλες φυλές που θα αποτελούσε «επιβλαβή επιρροή». Η ανάγκη αυτή για τη συντήρηση της αποκαλούμενης «αγνότητας του αίματος» στάθηκε λόγος για τους νόμους της Νυρεμβέργης, οι οποίοι απαγόρευαν το γάμο μεταξύ Γερμανών και «κυρίως διαφορετικής φυλής» ξένων. Η εξόντωση αναπήρων, ψυχικά ασθενών και εγκληματιών (Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4), είχε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, ως στόχο τον περιορισμό της μετάδοσης "ανεπαρκών" γονιδίων στις επόμενες γενεές. Σύμφωνα με τον νόμο της 14ης Ιουλίου 1933, παράγραφος 1, κληρονομικές ασθένειες οι οποίες προκαλούν φυσικά και ψυχικά τραύματα στους απογόνους θεωρήθηκαν οι εξής:[19]
Πέρα από τις ρατσιστικές ιδέες των διανοητών που επηρέασαν τον ναζισμό, και ειδικά για τον Χίτλερ, σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση του αντισημιτισμού του είχε η έντονα αντιεβραϊκή ατμόσφαιρα της Βιέννης των αρχών του 20ού αιώνα. Εκεί είχαν μεγάλη διάδοση οι ιδέες του Γκέοργκ Ρίττερ φον Σένερερ (Georg Ritter von Schönerer). Ωστόσο οι ακραία αντισημιτικές απόψεις του Χίτλερ φαίνεται να αποκρυσταλλώθηκαν μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[20]
Οι ναζιστές διακηρύσσουν ότι η φυλετική και πολιτισμική σύγκρουση μεταξύ Ανατολής και Δύσης κρατεί από το αρχαίο παρελθόν και οι Εβραίοι ευθύνονται για την εξολόθρευση της Άριας φυλής. Ο γερμανικός αντισημιτισμός όμως, προήλθε από διαφορετικές και εν μέρει αντιφατικές κοινωνικές κατευθύνσεις. Βάσει αυτών, οι Εβραίοι είχαν την ευθύνη για οποιαδήποτε κοινωνική κρίση, όπως την ανεργία, την αστικοποίηση, την ερήμωση της επαρχίας, κλπ. Μια εθνικοσοσιαλιστικής προελεύσεως θεωρία συνωμοσίας τούς παρουσίαζε ως υπαίτιους του σοβιετικού μπολσεβικισμού, όπως συγχρόνως και του θανάσιμου εχθρού του, της αγγλοαμερικανικής κεφαλαιοκρατίας, κοινός στόχος των οποίων ήταν η σύνθλιψη της Γερμανίας. Γενικώς οι Εβραίοι θεωρούνταν αποσυνθετικό στοιχείο για την κοινωνία, καθώς επίσης και κατώτερη φυλή. Οι ναζιστές, μέσω της Επιχείρησης Ράινχαρντ, σχεδίασαν την εξόντωση («Τελική Λύση», γερμ. Endlösung) όλων των Εβραίων τόσο στη Γερμανία όσο και στις κατεχόμενες χώρες. Δημιουργήθηκαν, έτσι, τα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, στα οποία βρήκαν τον θάνατο περίπου 6.000.000 Εβραίοι.
Στην πράξη, η εφαρμογή του φυλετικού διαχωρισμού των Εβραίων υπήρξε προβληματική, λόγω της μακραίωνης παραμονής των Εβραίων στη Γερμανία και της ενσωμάτωσής τους. Οι νόμοι που καθόριζαν την ιδιότητα του "Εβραίου" έκαναν διάκριση μεταξύ αυτών που είχαν τον ένα ή και τους δύο γονείς Εβραίους. Οι πρώτοι, οι "εν μέρει Εβραίοι" αποκαλούνταν "Mischlinge". Αυτοί διακρίνονταν σε "Mischling ersten Grades" (1ου βαθμού), όπου περιλαμβάνονταν όσοι είχαν δύο Εβραίους προγόνους (παππούδες, γιαγιάδες) και "Mischling zweiten Grades" (2ου βαθμού), δηλ. αυτούς που είχαν έναν πρόγονο Εβραίο. Με τρεις ή τέσσερις Εβραίους προγόνους χαρακτηριζόταν κανείς ως "πλήρης Εβραίος" (Volljude) ανεξαρτήτως της θρησκείας που είχε ο ίδιος. Οι φυλετικές διακρίσεις για την ένταξη στο γερμανικό στρατό άλλοτε ήταν αυστηρότερες και άλλοτε χαλαρές, ανάλογα με τις ανάγκες. Υπήρχαν οι δυνατότητες εξαίρεσης με τις οποίες κάποιος "μερικώς Εβραίος" μπορούσε να αιτηθεί "Αρειανοποίηση", η οποία δινόταν μόνο από τον Χίτλερ. Αναφέρεται ότι ο Χίτλερ δαπανούσε αρκετό χρόνο για την εξέταση αυτών των αιτημάτων.[21] Σύμφωνα με τον επικεφαλής της Καγκελαρίας, ο Χίτλερ εξέδωσε χιλιάδες τέτοια πιστοποιητικά. Ο ίδιος είχε προβλέψει ότι ημι-Εβραίοι που σκοτώθηκαν στη μάχη μπορούσαν μεταθανατίως να ανακηρυχθούν "Άρειοι". Ισχυριζόταν ότι δεν ήθελε να θεωρηθεί αγνώμων προς αυτούς που έχυσαν το αίμα τους για το Τρίτο Ράιχ.[22]
Ο αντισημιτισμός ήταν συμβατός με τα συμφέροντα της μεγάλης αστικής τάξης της Γερμανίας, αφού ο εβραϊκός πληθυσμός αποτελούσε μεγάλο ποσοστό των μεσαίων αστικών στρωμάτων, κατείχε, δηλαδή, μεσαίες επιχειρήσεις (πολυκαταστήματα, κοσμηματοπωλεία και άλλα) και ανέκοπτε την περαιτέρω συγκέντρωση πλούτου προς εκείνους (τα μεγαλοαστικά στρώματα). Αυτό ήταν και ο λόγος για το οποία στη λεγόμενη Νύχτα των Κρυστάλλων, οι ναζί της Γερμανίας επιτέθηκαν μεταξύ άλλων και στα εβραϊκά καταστήματα, σπάζοντας τις γυάλινες βιτρίνες και λεηλατώντας τα προϊόντα.
Οι αρνητές του Ολοκαυτώματος, υποστηρίζουν πως το Ολοκαύτωμα, δηλαδή ο συστηματικός διωγμός και η γενοκτονία με την υποκίνηση του κράτους διαφόρων εθνικών, θρησκευτικών, κοινωνικών και πολιτικών ομάδων κατά τη περίοδο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου από τη Ναζιστική Γερμανία και τους συνεργάτες της δεν συνέβη ποτέ ή συνέβη αλλά σε μικρότερο βαθμό. Οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται ως «αναθεωρητές».
Εκτός από την περίοδο 1940-1943, πολλοί Εβραίοι υπηρέτησαν στον γερμανικό στρατό. Μερικοί υπηρέτησαν και στη διάρκεια του πολέμου αποκρύπτοντας την εθνότητά τους. Ο ιστορικός Μπράιαν Μαρκ Ριγκ εκτιμά ότι περίπου 150.000 Εβραίοι υπηρέτησαν στο γερμανικό στρατό στη διάρκεια του Β' ΠΠ.[23]
Ο Χίτλερ γοητεύτηκε από συγκεκριμένες σοσιαλιστικές ιδέες και τοποθετήσεις, όπως δήλωσε σε συνέντευξή του, τον Ιούλιο 1932 στο περιοδικό Λίμπερτυ:
«Ο σοσιαλισμός είναι η επιστήμη που έχει ως κύριο μέλημά της το κοινό καλό. Ο σοσιαλισμός δεν είναι ίδιος με τον κομμουνισμό. Ο μαρξισμός δεν είναι σοσιαλισμός. Οι μαρξιστές οικειοποιήθηκαν τον όρο διαστρεβλώνοντας τη σημασία του. Εγώ θα δώσω τον σοσιαλισμό πίσω στους σοσιαλιστές. Ο σοσιαλισμός είναι ένας παλαιός, άριος και γερμανικός θεσμός. Οι πρόγονοί μας ζούσαν σε ορισμένα εδάφη και καλλιεργούσαν την ιδέα του κοινού καλού. Ο μαρξισμός δεν μπορεί να θεωρείται σοσιαλισμός. Αντίθετα με τον μαρξισμό, ο σοσιαλισμός δεν απορρίπτει την ιδιωτική περιουσία. Αντίθετα με τον μαρξισμό, δεν καταργεί την προσωπικότητα του ατόμου. Αντίθετα με τον μαρξισμό, ο σοσιαλισμός είναι πατριωτικός. Θα μπορούσαμε να έχουμε βαπτίσει το κόμμα μας Φιλελεύθερο Κόμμα, αποφασίσαμε όμως να ονομαστούμε εθνικοσοσιαλιστές. Δεν είμαστε διεθνιστές· ο δικός μας σοσιαλισμός είναι εθνικός. Απαιτούμε από το κράτος να ικανοποιήσει τα δίκαια αιτήματα των παραγωγικών τάξεων με γνώμονα τη φυλετική αλληλεγγύη. Για μας κράτος και φυλή είναι το ίδιο πράγμα».
Στη ριζοσπαστική του μορφή, της οποίας χαρακτηριστικοί φορείς ήταν οι αδελφοί Γκρέγκορ και Ότο Στράσερ και, αρχικά, ο Γιόζεφ Γκέμπελς[24][25][26], καθώς και η παραστρατιωτική ομάδα των SA (ιδιαίτερα αυτοί που συμμετείχαν στην ανταρσία του Βάλτερ Στένες)[25], ο ναζισμός προέβλεπε μέτρα που έρχονταν σε αντίθεση με το καπιταλιστικό σύστημα όπως δημόσιο έλεγχο των μέσων παραγωγής[2], καταπολέμηση της τοκογλυφίας, μοίρασμα των κερδών των μεγάλων επιχειρήσεων, δημοτικοποίηση των εμπορικών καταστημάτων και υπενοικίασή τους σε μικρούς επιχειρηματίες[3]. Αυτή η αντικαπιταλιστική ρητορική, ενώ από τη μία πλευρά αφαιρούσε προλάμβανε τη μεταπήδηση των εργατών προς τα κόμματα της Αριστεράς[25], από την άλλη ανησυχούσε τον επιχειρηματικό κόσμο[27].
Ο οικονομικός ναζισμός συνδυάζει το κεφάλαιο και την εργασία, με κρατικό έλεγχο, αποσκοπώντας στην ανάπτυξη της παραγωγής για την ευημερία της εργατικής και αγροτικής τάξης και κατά προέκταση του Έθνους και της φυλής. Το εθνικοσοσιαλιστικό σύστημα δεν καταργεί την ιδιωτική πρωτοβουλία και την ιδιοκτησία, όπως στην περίπτωση του κομμουνισμού. Στο αρχικό τους πρόγραμμα, οι Ναζί δήλωναν πως θα επιτρέπουν τη χρήση των ιδιωτικών κεφαλαίων μόνο για παραγωγικούς σκοπούς που θεωρητικά εξασφαλίζουν την οικονομική ανάπτυξη του κράτους, και την ευημερία της εργατικής τάξης, θεσπίζοντας αυστηρούς κανόνες και όρους σε συνεργασία των εργατών και κρατικών λειτουργών στα διοικητικά συμβούλια των ιδιωτικών εταιρειών. Μέρος των κερδών θα αναδιανεμόταν από τους κεφαλαιούχους στους εργάτες, ενώ θα τιμωρούνταν με φυλάκιση οι κερδοσκόποι[28][29][30]. Με αυτόν το τρόπο ο ναζισμός υποστήριζε πώς θα εξασφάλιζε την πλήρη και άμεση συνεργασία των τάξεων (κεφαλαιούχοι-εργάτες) και ουσιαστικά θα καταργούσε την πάλη των τάξεων, που είναι κατά τον εθνικοσοσιαλισμό, η αιτία της οικονομικής και κοινωνικής κατάπτωσης του έθνους. Οι ριζοσπάστες ναζιστές ήταν, επίσης, ιδεαλιστές, απορρίπτοντας τον υλισμό που καλλιεργεί ο καπιταλισμός και ο κομμουνισμός, διότι κατ' αυτούς η επιθυμία για πλούτο και κέρδος αντιτίθεται στο όραμα της εθνικής και φυλετικής αναγέννησης.
Πάντως στη πράξη αυτό που έγινε στις χώρες όπου κυβέρνησαν φασιστικά/εθνικοσοσιαλιστικά κόμματα, δεν ήταν η συνεργασία μεταξύ των τάξεων, αλλά πλήρης υποταγή της εργατικής τάξης στους κεφαλαιούχους, μέσω της κατάργησης της δυνατότητας διεκδίκησης δικαιωμάτων, της απαγόρευσης του συνδικαλισμού και οποιασδήποτε εργατικής δράσης. Έτσι είναι βάσιμη η αντίληψη η οποία λέει ότι τελικά ο εθνικοσοσιαλισμός λειτούργησε, ως ανάχωμα εναντίον του μπολσεβικισμού.[31] Η ταξική ανισότητα παρέμεινε ισχυρή με την ανισότητα του εισοδήματος να συνεχίζει ανεξέλεγκτη [32] με την ανεργία να μειώνεται μόνο τεχνητά λόγω της απαγόρευσης της εργασίας των γυναικών [33], με τους εργάτες να δουλεύουν για 43 ώρες την εβδομάδα μέχρι το 1939 που άλλαξε σε 47 ώρες την εβδομάδα [34] και τους πραγματικούς μισθούς να πέφτουν κατά 25% από το 1933 στο 1938.[35] Υπήρξαν εκτός άλλων, πολλοί επιχειρηματίες που στήριξαν τον Χίτλερ και ωφελήθηκαν, όπως φάνηκε και εκ των υστέρων στις δίκες της Νυρεμβέργης για τους επιχειρηματίες[36].
Ο Ναζί υπουργός Γεωργίας Ρίχαρντ Βάλτερ Νταρέ δήλωνε πως μόνο όταν ο νέος Γερμανός μπορεί να αυλακώσει τη γη δίπλα από το σημείο που έχουν ταφεί οι πρόγονοί του, θα συνειδητοποιήσει τον οργανικό δεσμό με τη μητέρα γη και θα κατανοήσει τους άρρηκτους δεσμούς που τον δένουν με τη γενέθλια γη. Στόχος του Νταρρέ ήταν να δημιουργηθεί οικολογική συνείδηση ως αντίδραση στον αστικό τρόπο ζωής και την αστυφιλία, με στόχο την προστασία της πατρώας γης και κατ΄ ουσίαν τη διαφύλαξη της φυλής. Αναβίωσαν για αυτό το λόγο πανάρχαια τελετουργικά δρώμενα, εορτές και ηλιοστάσια, ενώ η φύση τιμώνταν ως παμμήτειρα θεά και τροφός.
Τελικά οι ιδέες αυτές είχαν περισσότερο προπαγανδιστική και ιδεολογική υποστήριξη από το ναζιστικό καθεστώς παρά πρακτική εφαρμογή[37]. Όταν ο θεωρητικός επί των οικονομικών, Γκόντφριντ Φέντερ (Gottfried Feder), προσπάθησε να μετεγκαταστήσει εργάτες σε χωριά γύρω από αποκεντρωμένες βιομηχανίες, οι στρατιωτικοί και οι Πρώσσοι αριστοκράτες μεγαλογαιοκτήμονες (Γιούνκερς, γερμ. Junkers) πέτυχαν να ακυρώσουν αυτή την προσπάθεια[38] Οι στρατιωτικοί αντιτέθηκαν επειδή αυτό το μέτρο θα δυσκόλευε τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας και οι Γιούνκερς επειδή θα τους απέτρεπε από το να εκμεταλλευτούν τα κτήματά τους με σκοπό τις εξαγωγές.[39] Εκτός αυτού, πέτυχαν να αποφύγουν τον αναδασμό της γης τους στους ανεξάρτητους αγρότες.[39]
Στα πλαίσια των ιδεών περί «αίματος και γης», ψηφίστηκε, το 1933, ο Νόμος για την κληρονομική μεταβίβαση της αγροτικής γης (Reichserbhofgesetz) με στόχο τη «διαφύλαξη της αγροτικής κοινότητας ως αιματοδότη του γερμανικού λαού». Επιλεγμένες εκτάσεις κηρύχθηκαν κληρονομικές και απαγορευόταν να αλλάξουν ιδιοκτήτη ή να υποθηκευούν, ενώ μόνο οι αγρότες που τις καλλιεργούσαν είχαν το δικαίωμα να αποκαλούνται Bauern (αγρότες χωρικοί, όρος στον οποίο οι Ναζί έδωσαν θετική αξία ενώ παλαιότερα είχε ουδέτερη ή και υποτιμητική σημασία)[40]. Κληρονομικό δικαίωμα στη γη θα είχε μόνο ο νεότερος γιος, εκτός από τις περιοχές όπου το εθιμικό δίκαιο ήδη το έδινε στον πρωτότοκο[41][42][43][44] Παρόλα αυτά, κατά τη ναζιστική περίοδο, ο πρωτότοκος γιος ήταν αυτός που κληρονομούσε τα κτήματα[45] Δόθηκε προτεραιότητα κληρονομιάς στην πατρογονική γραμμή έτσι που, αν δεν υπήρχαν γιοι, προτεραιότητα στην κληρονομιά είχαν οι αδελφοί και οι ανεψιοί του θανόντα, σε βάρος των θυγατέρων του. Επίσης η εξοχή θεωρούνταν το ιδανικότερο μέρος για την ανάπτυξη πεζικού, επειδή θα το χαρακτήριζε η «οργανική συνύπαρξη γαιοκτήμονα και χωρικού», σε αντίθεση με το «φυλετικό χάος» των βιομηχανικών πόλεων.[46] Επίσης ο νόμος απαγόρευε την καλλιέργεια της γής («μόνο όσοι έχουν γερμανικό αίμα μπορούν να είναι γεωργοί»)[47].
Η ιδεολογία αυτή συνετέλεσε επίσης στη θέσπιση της αγροτικής θητείας, για ένα χρόνο, για τα μέλη της Χιτλερικής Νεολαίας (Hitlerjugend) και της αντίστοιχης Λίγκας των Νέων Γερμανίδων (Bund Deutscher Mädel).[48]. Αυτή η περίοδος υποχρεωτικής θητείας άρχιζε μετά τη συμπλήρωση της βασικής εκπαίδευσης, πριν ο νέος/ νέα ξεκινήσει ανώτερες σπουδές ή αρχίσει να προσληφθεί για εργασία. Αν και η εργασία σε αγροκτήματα δεν ήταν ο μόνος εγκεκριμένος τρόπος θητείας, ήταν ο πιο κοινός, καθώς ο στόχος ήταν να επιτευχθεί μόνιμη στροφή των νέων από τις πόλεις στην ύπαιθρο.[49] Το 1942, 600.000 αγόρια και 1,4 εκατομμύριο κορίτσια στάλθηκαν στις φάρμες για να βοηθήσουν στη συγκομιδή.[50] Για παρόμοιους λόγους θεσπίστηκε η Γιορτή των Ευχαριστιών για τη συγκομιδή του Ράιχ (Reichserntedankfest) της οποίας σκοπός ήταν η αναγνώριση των επιτευγμάτων των Γερμανών αγροτών.
Αρκετοί μελετητές και ιστορικοί υποστηρίζουν ότι, παρόλες τις διακηρύξεις του, στην πράξη ο ναζισμός εφάρμοσε πολιτική καταστροφής του περιβάλλοντος. Οι τεράστιοι αυτοκινητόδρομοι (autobahn) που ανοίχτηκαν κατά το 2ο μισό της δεκαετίας του '30 οδήγησαν στην καταστροφή εκατομμυρίων στρεμμάτων παρθένων δασών. «Κόψτε δέντρα δασών, ανατινάξτε βράχους, διασχίστε κοιλάδες, ανοίξτε δρόμους μέσα στην παρθένα γερμανική γη» έλεγε το σύνθημα του Κάρλ Τέοντορ Πρότσερ, ενός από τους υπεύθυνους του κυβερνητικού ναζιστικού προγράμματος κατασκευής αυτοκινητοδρόμων και προώθησης της χρήσης του Ι.Χ. αυτοκινήτου.[51] Ωστόσο οι νεότεροι ερευνητές έχουν καταλήξει στο ότι υπήρξαν πράγματι προθέσεις για έλεγχο της μόλυνσης από τις βιομηχανικές δραστηριότητες. Διάφορες δασικές εκτάσεις ανακηρύχθηκαν εθνικά πάρκα[52], θεσπίστηκαν νόμοι για την πρόληψη της μόλυνσης του αέρα και υπήρξαν διάφορες προσπάθειες εφαρμογής τους καθόλη την περίοδο πριν τον πόλεμο, με διαφορετικούς βαθμούς αποτελεσματικότητας. Μετά την έναρξη της πολεμικής προετοιμασίας, και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του πολέμου υπήρξε, λόγω της πολεμικής προσπάθειας, σημαντική χαλάρωση στην περιβαλλοντική πολιτική των ναζί, οι οποίοι ούτως ή άλλως ποτέ δεν την εφάρμοσαν με καθολικό τρόπο, συνειδητά και με συγκροτημένους στόχους.[53]
Το θέμα της σχέσης Ναζισμού και "Πρασίνων" επανήλθε στην επικαιρότητα το 2013 όταν το Κόμμα των Πρασίνων πρότεινε μέτρα που έθιγαν τα Ισραηλινά προϊόντα. Τότε ορισμένοι μελετητές που ασχολούνται με τον αντι-σημιτισμό, ισχυρίστηκαν ότι το "Πράσινο Κίνημα" έχει ναζιστικές ρίζες. Μεταξύ άλλων ανέφεραν ότι ο Βέρνερ Φόγκελ, ένας από τους πρώτους "Πράσινους" που εξελέγησαν στη Γερμανική Βουλή το 1983, ήταν πρώην μέλος του Ναζιστικού Κόμματος και των "SA stormtroopers" (Τάγματα Εφόδου). Επίσης αποκαλύφθηκε το παρελθόν του Άουγκουστ Χάουσζλαϊταρ, συνιδρυτή των "Πρασίνων" ο οποίος συνδεόταν με το Ναζισμό από την εποχή του Πραξικοπήματος της Μπυραρίας (1923), του Μπάλντουρ Σπρίνγκμαν, πρώην μέλος των SA και άλλων στελεχών των Πρασίνων.[54]
Η θεωρία του «ζωτικού χώρου» (Lebensraum) είχε ήδη εκφρασθεί από το 1901[55] και κατέστη γεωπολιτικός στόχος της αυτοκρατορικής Γερμανίας κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο[56], ενώ ο ιταλικός φασισμός είχε αναπτύξει αντίστοιχη ιδεολογία (Spazio vitale). Το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα υποστήριξε τη θεωρία αυτή στην πιο ακραία μορφή της[57]. Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η θεωρία του ζωτικού χώρου έγινε βασική ιδεολογική αρχή του ναζισμού και του παρείχε την ιδεολογική δικαίωση για την επέκταση των Γερμανών προς την ανατολική και κεντρική Ευρώπη[58] Η στρατηγική του Χίτλερ για την παγκόσμια κυριαρχία της Γερμανίας βασιζόταν στην πίστη της αξίας του ζωτικού χώρου όταν αυτός διεκδικείται από μία ανώτερη κοινωνία. Αντιθέτως, οι κατώτερες φυλές θα έπρεπε να εκδιωχθούν ή να καταστραφούν. Η ευγονική του ζωτικού χώρου θα έδινε στην κυρίαρχη «Άρια» γερμανική φυλή (Herrenvolk) το δικαίωμα να εκδιώξει όποιους ιθαγενείς πληθυσμούς θεωρούσε κατώτερης φυλετικής προέλευσης (υπανθρώπους, γερμ. Untermenschen).[59] Επίσης, η ναζιστική Γερμανία θα υποστήριζε και άλλα «Άρια» ευρωπαϊκά έθνη όπως η Ιταλία στην απόκτηση του δικού τους ζωτικού χώρου[60].
Εθνικότητα | Ποσοστό πληθυσμού |
---|---|
Ρώσσοι[61][63] | εξόντωση 50–60%, Σιβηρία 15% |
Εσθονοί[62][64] | περί το 50% |
Λεττονοί[62] | 50% |
Τσέχοι[61] | 50% |
Ουκρανοί[61] | 65% |
Λευκορώσοι[61] | 75% |
Πολωνοί[61] | 20 εκατομμύρια ή 80–85% |
Λιθουανοί[62] | 85% |
Λατγκάλιοι[62] | 100% |
Βάσει αυτών, εκπονήθηκε το μυστικό Γενικό Σχέδιο για την Ανατολή (Generalplan Ost) το οποίο προέβλεπε τη μόνιμη απομάκρυνση των ιθαγενών πληθυσμών της Ανατολικής Ευρώπης (συμπεριλαμβανόμενων των Πολωνών, Ουκρανών, Ρώσων και άλλων σλαβικών εθνών τα οποία θεωρούνταν κατώτερα και μη Άρια). Η ναζιστική κυβέρνηση σκόπευε να αποικίσει αυτά τα εδάφη με Γερμανούς εποίκους, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά από αυτόν.[59][65][66] Στη βάση της ιδεολογίας περί «αίματος και γης», η οποία ήταν και φιλοσοφικό θεμέλιο της έννοιας του ζωτικού χώρου, η πολιτική των Ναζί αποσκοπούσε στην καταστροφή της Σοβιετικής Ένωσης, της οποίας τα ρωσικά εδάφη θα αποτελούσαν τον σιτοβολώνα της Γερμανίας. Ο εκγερμανισμός της Ρωσίας θα σήμαινε και την καταστροφή των πόλεών της, ώστε να εξαλειφθεί η ρωσική εθνική ταυτότητα, ο κομμουνισμός και ο «εβραϊκός μπολσεβικισμός».[67] Ολόκληροι πληθυσμοί προορίζονταν να αποδεκατιστούν μέσω της πείνας, επιτρέποντας έτσι την προώθηση του αγροτικού προϊόντος που θα περίσσευε με σκοπό τον επισιτισμό της Γερμανίας.[65]
Συνολικά, στη διάρκεια των 4 χρόνων ναζιστικής κατοχής της Πολωνίας, εκδιώχθηκαν από τις προσαρτημένες στη Γερμανία περιοχές, κατά μία εκτίμηση, 923.000 Πολωνοί.[68] Ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, Υπουργός Ανατολικών Εδαφών, θα πει, ύστερα από τις πρώτες νίκες στην ΕΣΣΔ: «Οι Ρώσοι θα εκδιωχθούν πέρα από τα Ουράλια όρη. Θα μας ευγνωμονούν εκατό χρόνια μετά, γιατί τους επαναφέραμε στη φυσική κοιτίδα τους».[69]
Συγχρόνως, αναπτύχθηκε πολεμική βιομηχανία, πρώτα κρυφά, λόγω της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Αργότερα, ο Χίτλερ αποφάσισε να αγνοήσει φανερή τη συνθήκη. Στόχος του Χίτλερ, όπως και άλλων υψηλόβαθμων στελεχών του NSDAP ήταν μια σειρά από επιθετικούς πολέμους, όταν πλέον οι Ένοπλες Δυνάμεις (Βέρμαχτ) της χώρας θα ήταν αρκετά ισχυρές. Σχεδίαζαν να απομονώσουν διάφορες χώρες κατά σειρά και κατόπιν να τις εξουδετερώσουν. Όσον αφορά τον τελικό στόχο των πολέμων αυτών, οι απόψεις διαφέρουν: Ενώ πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι στόχος ήταν η κατάκτηση της ηπειρωτικής Ευρώπης και της δυτικής ΕΣΣΔ μέχρι τη γραμμή Αρχαγκέλσκ - Ουράλια - Καύκασος και ο εποικισμός με γερμανικούς πληθυσμούς, άλλοι θεωρούν ότι ο Χίτλερ είχε στόχο την παγκόσμια κυριαρχία. Η γερμανική κυριαρχία στις κατεχόμενες περιοχές θα ενισχύονταν με τον διωγμό των ανεπιθύμητων αυτοχθόνων πληθυσμών, σύμφωνα με τη θεωρία περί ζωτικού χώρου.
Θεωρητικά, ο ναζισμός παρείχε στη χριστιανική Εκκλησία τη δυνατότητα εθελούσιας θρησκευτικής δράσης και δεν θα ερχόταν σε αντίθεση με αυτή, πλην της περιπτώσεως της πολιτικής δράσης, αντιτιθέμενος στην ανάμειξη της πολιτικής στα θρησκευτικά ζητήματα ή το αντίθετο.[70] Το πρόγραμμα 25 σημείων του NSDAP του 1920 διακήρυττε την ελευθερία για όλα τα δόγματα εκτός από αυτά που έρχονται αντιμέτωπα με τη φυλή ή το κράτος. Αναφέρει επακριβώς στο 24ο σημείο του προγράμματος: Απαιτούμε ελευθερία όλων των θρησκευτικών δογμάτων ανά την Επικράτεια, υπό την προϋπόθεση ότι δεν απειλούν την ύπαρξή της και δεν προσβάλλουν το δημόσιο αίσθημα της γερμανικής φυλής. Το Κόμμα υποστηρίζει το χριστιανικό δόγμα, αλλά δεν προσαρτά εαυτό σε κανένα συγκεκριμένο δόγμα. Αντιμάχεται την ιουδαϊκή - υλιστική νοοτροπία, εσωτερική και εξωτερική, και είναι πεπεισμένο ότι το Έθνος μας μπορεί να επιτύχει την αέναη υγεία μόνο επί τη βάσει της εξής αρχής: Το κοινό συμφέρον είναι υπεράνω του ατομικού συμφέροντος.
Αρκετοί ναζιστές επέκριναν την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, καταδεικνύοντας την ύπαρξη εβραϊκών καταλοίπων, τα οποία απέρριπταν. Ο Γερμανός φιλόσοφος Μπέργκμαν στο έργο του 25 σημεία της Γερμανικής Θρησκείας, υποστήριξε ότι η Παλαιά Διαθήκη περιέχει ανακρίβειες. Κάποιοι ναζιστές ισχυρίστηκαν ακόμη ότι ο Χριστός ήταν Άριος, ως τέκνο Ρωμαίου στρατιώτη. Συγκεκριμένα, ο Χιούστον Στιούαρτ Τσάμπερλεν υποστήριξε αυτή τη θεωρία για την προσωπικότητα του Ιησού, για τον οποίο κατέβαλε σημαντική προσπάθεια να αποδείξει ότι δεν ήταν Εβραίος. Ο Χίτλερ θεωρούσε ότι ο Απόστολος Παύλος διαστρέβλωσε το αρχικό μήνυμα του Χριστιανισμού για να το θέσει υπό την υπηρεσία των Εβραίων. Ακόμη υποστήριξε ότι ο Χριστιανισμός ήταν η έκφραση εξέγερσης των Αρίων εναντίον της κυριαρχίας των Εβραίων στην Παλαιστίνη, δηλώνοντας για την περίπτωση του Χριστού, ότι με τη διδασκαλία του είχε την πρόθεση να απελευθερώσει την πατρίδα του από τον εβραϊκό καπιταλισμό[εκκρεμεί παραπομπή].
Ο Χίτλερ σύμφωνα με τον Τίμοθι Ράιμπακ ήταν επίσης μελετητής των Αγίων Γραφών.[71] Σε διακήρυξη προς το γερμανικό έθνος, την 1η Φεβρουαρίου 1933 στο Βερολίνο, ο Χίτλερ δήλωνε: ''Η Εθνική Κυβέρνηση θεωρεί ως πρώτιστο καθήκον της να αναβιώσει στο έθνος, το πνεύμα της ενότητας και της συνεργασίας. Να διατηρήσει και να υπερασπιστεί αυτές τις βασικές αρχές επί των οποίων έχει χτιστεί το έθνος μας. Θεωρεί τον Χριστιανισμό ως θεμέλιο της εθνικής μας ηθικής, και την οικογένεια ως βάση της εθνικής ζωής.''
Ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, ο οποίος κινήθηκε θρησκευτικά προς τον παγανισμό, διαχωρίζει τον Χριστιανισμό των απαρχών από τον μεταγενέστερο, τον οποίο θεωρούσε εκφυλισμένο από το εβραϊκό στοιχείο. Στο βιβλίο Der Mythus, ο Ρόζενμπεργκ γράφει: ο Παύλος - και αυτό δεν θα το παραδεχτούν ποτέ οι εκκλησιαστικοί κύκλοι - έδωσε στην εβραϊκή επανάσταση, περιορισμένη ως τότε, διεθνείς διαστάσεις. Άνοιξε το δρόμο για το φυλετικό χάος του αρχαίου κόσμου και οι Εβραίοι της Ρώμης ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν, όταν άνοιγαν τις πόρτες των συναγωγών τους για να του προσφέρουν βήμα. [72] Άλλοι πάλι ναζί της εποχής ήταν Χριστιανοί όπως ο Βαλλόνος Λεόν Ντεγκρέλ ο οποίος ήταν καθολικός.
Ο καθολικισμός όμως πρόβαλλε αντίσταση στην εξόντωση των ψυχικά ασθενών και εγκληματιών. Ωστόσο, παρόλες τις βίαιες μικροεξεγέρσεις που ξέσπασαν, η Καθολική Εκκλησία υπέγραψε συμφωνία (Ραϊχσκονκορδάτο) με το καθεστώς, στις 20 Ιουλίου 1933. Έπρεπε να δηλώσουν οι Γερμανοί καθολικοί πίστη στο καθεστώς σε αντάλλαγμα της αποδοχής της Καθολικής Εκκλησίας στη Γερμανία.
Η σχέση μεταξύ της Ναζιστικής Γερμανίας (1933-1945) και της ηγεσίας του Αραβικού κόσμου και μουσουλμάνων ηγετών βασιζόταν στην αρχή "ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου". Ωστόσο οι περισσότεροι Άραβες πολέμησαν μαζί με τις Συμμαχικές δυνάμεις.[73]
Οι σχέσεις πολιτικής και στρατιωτικής συνεργασίας βασίστηκαν στην κοινή εχθρότητα έναντι κοινών εχθρών, όπως ο βρετανικός και ο γαλλικός ιμπεριαλισμός, η αποικιοκρατία, ο κομμουνισμός και ο σιωνισμός. Υπήρξαν εκατέρωθεν θερμές δηλώσεις. Ο Χίτλερ έκανε θερμές δηλώσεις για το Ισλάμ ως θρησκεία και πολιτική ιδεολογία όπως: "Οι λαοί του Ισλάμ θα είναι πάντα πιο κοντά μας από ό, τι, για παράδειγμα, η Γαλλία."[74] Η Γερμανία είχε κάποιες πολιτικές επαφές με ηγέτες του αραβικού κόσμου. Ο Χίτλερ δέχτηκε τον ειδικό απεσταλμένο της Σαουδικής Αραβίας Χαλίντ αλ-Χουντ αλ Γκαργκάνι.[75] Σ' αυτή τη συνάντηση ο Χίτλερ σημείωσε ότι ένας από τους τρεις λόγους για τους οποίους η ναζιστική Γερμανία είχε θερμές συμπάθειες για τους Άραβες ήταν ότι αγωνίζονταν από κοινού κατά των Εβραίων. Αυτό τον οδήγησε να συζητήσει την κατάσταση και τις συνθήκες στην Παλαιστίνη και δήλωσε ότι δεν θα ησυχάσει μέχρι να φύγει και ο τελευταίος Εβραίος από τη Γερμανία. Ο Καλίντ αλ Χουντ παρατήρησε ότι ο Προφήτης Μοχάμετ είχε ενεργήσει με τον ίδιο τρόπο. Είχε εκδιώξει τους Εβραίους από την Αραβία.[76] Παρά τη θεώρηση των Αράβων ως κατώτερη φυλή, μεμονωμένα άτομα που συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς κατά των Βρετανών στη Μέση Ανατολή, έτυχαν τιμής και σεβασμού. Για παράδειγμα, ο Μουφτής της Ιερουσαλήμ Χατζ Αμίν αλ-Χουσέινι έλαβε τον επίτιμο τίτλο του Αρείου από τους Ναζί για τη στενή συνεργασία του με τον Χίτλερ και το Τρίτο Ράιχ.[77] Κατά μία εκδοχή, ο Χίτλερ εξήγησε ότι τα μπλε μάτια του μουφτή αποδείκνυαν ότι ήταν απόγονος Σταυροφόρων.[78] Ο Χουσεϊνί συνεργάστηκε με τη Γερμανία κυρίως σε τρείς τομείς: Γερμανική προπαγάνδα προς τον αραβικό κόσμο, παρεμπόδιση της εξόδου Εβραίων από χώρες που είχαν συμμαχία με τη Γερμανία (Ουγγαρία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ιταλία) και στρατολόγηση εθελοντών στη Βοσνία και Αλβανία για τις μονάδες SS. Σημαντική ήταν η ιδεολογική συνεργασία του μουφτή με τη Ναζιστική Γερμανία, καθώς συνδύαζε το Ισλάμ με την πολιτική. Αυτή η πολιτική εκφράστηκε και σε ομιλίες του προς ιμάμηδες των μονάδων SS της Βοσνίας, όπου καλεί τους μουσουλμάνους να κάνουν το καλύτερο στον πόλεμο κατά των Συμμάχων.[79]
Ωστόσο, ενώ υπήρχε συνεργασία των ηγεσιών των Αράβων μαζί με τους Ναζί, τόσο οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι του αραβικού κόσμου όσο και μαρξιστές και αλλοι αριστεροί καταδίκασαν τον Ναζισμό ως άλλη μορφή ιμπεριαλισμού. Για την ακρίβεια, μόνο οι φανατικοί ισλαμιστές αποδέχθηκαν τον δυτικό αντισημιτισμό.[80] Περισσότεροι Άραβες πολέμησαν με τις δυνάμεις των συμμάχων παρά με τις δυνάμεις του Άξονα, πράγμα που αντανακλά ότι οι Άραβες συμπαθούσαν περισσότερο τις συμμαχικές δυνάμεις, σύμφωνα με τον Γκίλμπερτ Άχκαρ, καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου στο θέμα των Ανατολικών και Αφρικάνικων σπουδών.
Αφού στις εκλογές της 5 Μαρτίου 1933 το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα απέτυχε να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Χίτλερ ήταν αναγκασμένος να συνεχίσει τον συνασπισμό με το Εθνικό Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα (DNVP). Ως πρόεδρος του ισχυρότερου κόμματος της βουλής, ο Πρόεδρος Πάουλ φον Χίντενμπουργκ είχε διορίσει τον Χίτλερ πέντε εβδομάδες νωρίτερα, στις 30 Ιανουαρίου, καγκελάριο της Γερμανίας. Αν και οι εθνικοσοσιαλιστές κοινοποίησαν την ημέρα αυτή ως ημέρα της «κατάληψης της εξουσίας», η διαδικασία δεν ήταν παρά μια συνηθισμένη αλλαγή κυβέρνησης. Η κατάσταση άλλαξε με τον Εμπρησμός του Ράιχσταγκ στις 27 Φεβρουαρίου, ο οποίος έγινε από έναν Ολλανδό πρώην κομμουνιστή, τον Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε, αλλά τον εκμεταλλεύτηκαν πλήρως οι ναζιστές προκειμένου να επιβάλλουν τη δικτατορία τους, συντρίβοντας όλα τα υπόλοιπα πολιτικά κόμματα[81]. Συγκεκριμένα, οι ναζιστές δήλωσαν ότι επρόκειτο για προσπάθεια επανάστασης των κομμουνιστών και με το Διάταγμα για την προστασία του Λαού και του Κράτους βάσει του άρθρου 48 του συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης απέκτησαν την επόμενη κιόλας μέρα τη δυνατότητα - καταστρατηγώντας τα θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα- να προβούν σε χιλιάδες συλλήψεις.
Την απόλυτη κατάκτηση της εξουσίας πέτυχαν με τον «Εξουσιοδοτικό νόμο» (Ermächtigungsgesetz) στις 23 Μαρτίου, ο οποίος έπρεπε να ψηφιστεί από τουλάχιστον τα δυο τρίτα της βουλής. Με την απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD) και τη σύλληψη πολλών σοσιαλδημοκρατών βουλευτών, ο Χίτλερ κατάφερε, με τη βοήθεια του συντηρητικού κόμματος "Zentrum" και του εθνικιστικού DNVP, να συγκεντρώσει τις απαραίτητες ψήφους. Ο «Εξουσιοδοτικός νόμος» παραχώρησε όλη τη νομοθετική εξουσία στην Κυβέρνηση, ανεξάρτητα από Κοινοβούλιο και Πρόεδρο. Με άλλα λόγια, το Κοινοβούλιο επέτρεψε την ενοποίηση της εκτελεστικής εξουσίας με τη νομοθετική και, με τον τρόπο αυτό, έγινε περιττό. Με την απόφαση αυτή άρχισε στη Γερμανία η περίοδος της στυγνής εθνικοσοσιαλιστικής δικτατορίας, γνωστή και ως εποχή του «Τρίτου Ράιχ».
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ιδρύθηκε από τον Γεώργιο Μερκούρη το Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα [82] Άλλες φασιστικές ή ναζιστικές οργανώσεις της εποχής ήταν η Εθνική Ένωσις Ελλάς, η Σιδηρά Ειρήνη, η Τρίαινα το Εθνικό Κυρίαρχο Κράτος του Σκυλακάκη, η Εθνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωση και η Οργάνωσις Εθνικών Δυνάμεων Ελλάδος (ΟΕΔΕ).[83] Στην Ελλάδα, στις ημέρες μας, εκφραστής του ναζισμού είναι το κόμμα της Χρυσής Αυγής[84][85][86].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.