From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Sicherheitsdienst (συντ. SD, «Ες-Ντε»), πλήρης τίτλος Sicherheitsdienst des Reichsführers-SS, "Υπηρεσία Ασφαλείας του Ράιχσφυρερ των Ες-Ες") ήταν η υπηρεσία πληροφοριών των SS και του Ναζιστικού Κόμματος στη ναζιστική Γερμανία.
Ήταν η πρώτη υπηρεσία που δημιούργησε το Ναζιστικό κόμμα και εθεωρείτο "αδελφή οργάνωση" με την Γκεστάπο, στην οποία η SS είχε πραγματοποιήσει ισχυρή διείσδυση μετά το 1934. Κατά την περίοδο 1933 - 1939 η SD αποτελούσε ανεξάρτητο γραφείο της SS, αλλά στη συνέχεια μεταφέρθηκε στο Κεντρικό Γραφείο Ασφαλείας του Ράιχ (Reichssicherheitshauptamt, συντ. RSHA), ως ένα από τα επτά τμήματά του.[1] Ο πρώτος διοικητής της ήταν ο Ράινχαρντ Χάιντριχ, ο οποίος σκόπευε να έχει κάθε άτομο στην επικράτεια του Γ΄ Ράιχ υπό "συνεχή επίβλεψη".[2]
Μετά την ήττα της Γερμανίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η SD χαρακτηρίστηκε ως "εγκληματική οργάνωση" μαζί με τα υπόλοιπα τμήματα της RSHA του Χάιντριχ τόσο σε επίπεδο καθεμιάς υπηρεσίας όσο και συλλογικά ως κλάδοι της SS.[3] Ο διάδοχος του Χάιντριχ, Ερνστ Καλτενμπρούννερ, καταδικάστηκε σε θάνατο για εγκλήματα πολέμου στη Δίκη της Νυρεμβέργης και απαγχονίστηκε το 1946.[4]
Η SD ήταν μια από τις παλαιότερες οργανώσεις ασφαλείας της SS καθώς δημιουργήθηκε το 1931 υπό την επωνυμία Ic-Dienst, υπαγόμενη απευθείας στον Χάινριχ Χίμλερ. Αυτός ήταν που τοποθέτησε έναν πρώην αξιωματικό του Ναυτικού, τον Ράινχαρντ Χάιντριχ, στη θέση του επικεφαλής, προκειμένου να οργανώσει αυτό το μικρό τμήμα.[5] Αυτό μετονομάστηκε σε Sicherheitsdienst (SD) το καλοκαίρι του 1932.[6] Η οργάνωση ισχυροποιήθηκε πολύ περισσότερο όταν οι Ναζί απέκτησαν τον έλεγχο της χώρας και η SS άρχισε να διεισδύει σε όλες τις ηγετικές θέσεις των υπηρεσιών ασφαλείας της Γερμανίας. Ακόμη και πριν ανέλθει ο Χίτλερ στην εξουσία, η SD δρούσε ως πραγματικός σκύλος-φύλακας για την SS και τα μέλη του Κόμματος και έπαιξε ζωτικό ρόλο στη συγκέντρωση της πολιτικής ισχύος των υπηρεσιών ασφαλείας στα χέρια των Χίμλερ και Χάιντριχ.[7]
Όταν ο Χίτλερ ονομάστηκε Καγκελάριος της Γερμανίας από τον Πρόεδρο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, άρχισε αμέσως τις προσπάθειες χειραγώγησης του γηραιού Προέδρου. Στις 28 Φεβρουαρίου 1933 ο Χίτλερ έπεισε τον Χίντενμπουργκ να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, γεγονός που ανέστειλε όλες τις πολιτικές ελευθερίες στη χώρα, στηριζόμενος στον εμπρησμό του Ράιχσταγκ την προηγούμενη νύκτα, διαβεβαιώνοντας τον Πρόεδρο ότι η ενέργεια αυτή αποσκοπούσε στη σταθεροποίηση του ταραχώδους πολιτικού σκηνικού που επικρατούσε στη χώρα, λαμβάνοντας "ένα αμυντικό μέτρο κατά των κομμουνιστικών πράξεων βίας, που θέτουν το Κράτος σε κίνδυνο".[8]
Χωρίς καμία χρονοτριβή, ο Χίμλερ κινητοποιεί την SD και αρχίζει να δημιουργεί μια συλλογή από καρτέλες, στις οποίες καταγράφει όλους τους πολιτικούς αντιπάλους του καθεστώτος και συλλαμβάνοντας τους επικεφαλής - οργανωτές των εργαζομένων, σοσιαλιστές, Εβραίους ηγέτες, δημοσιογράφους και κομμουνιστές και στέλνοντάς τους στις εγκαταστάσεις κράτησης στο προάστιο Νταχάου του Μονάχου.[9] Έτσι, η SS και η SD του Χίμλερ κάνουν αισθητή την παρουσία τους, βοηθώντας στην απαλλαγή του καθεστώτος από τους πραγματικούς πολιτικούς του αντιπάλους αλλά και τους υποτιθέμενους. Όσον αφορούσε τους Χίμλερ και Χάιντριχ, η αποστολή της SD ήταν να "παραμείνει ένα όργανο για όλα τα ενδεχόμενα".[10] Ένα από αυτά τα "ενδεχόμενα" θα προέκυπτε σύντομα.
Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, η SS βρέθηκε να ανταγωνίζεται την Sturmabteilung (SA) για το ποιος θα αποκτήσει τη μεγαλύτερη επιρροή στη χώρα. Ο Χίμλερ δεν εμπιστευόταν καθόλου την SA και καταδίκαζε "τους δημαγωγούς φαιοχίτωνες", αν και ο ίδιος είχε υπάρξει μέλος τους, ανάμεσα στην ηγεσία των οποίων υπήρχαν άτομα που θεωρούνταν ως σεξουαλικά παρεκκλίνοντα.[11] Ένα πρόσχημα που χρησιμοποίησαν οι Χίμλερ και Χάιντριχ ώστε να εξασφαλίσουν την εμπιστοσύνη του Χίτλερ "προστατεύοντάς" τον ήταν η κατάστρωση ενός σχεδίου συνωμοσίας ανατροπής του, που δήθεν αποδόθηκε στον Ερνστ Ρεμ, ηγέτη της SA.[12]
Στις 20 Απριλίου 1934 ο Χέρμαν Γκέρινγκ παρέδωσε τον έλεγχο της Γκεστάπο, την οποία ως τότε διοικούσε. Ο Χάιντριχ προήχθη σε αρχηγό της στις 22 Απριλίου από τον Χίμλερ, ενώ συνέχισε να προΐσταται της SD.[13] Τα γεγονότα αυτά επεξέτειναν ακόμη περισσότερο τον έλεγχο του Χίμλερ στους μηχανισμούς ασφαλείας του Ράιχ, ενδυναμώνοντας κατ' αυτό τον τρόπο την επιτήρηση της SD του Χάιντριχ, καθώς και οι δύο υπηρεσίες είχαν μεθοδικά αρχίσει να διεισδύουν σε κάθε αστυνομική δύναμη του κράτους.[14] Με τον τρόπο αυτό, η SD έγινε η μοναδική "υπηρεσία πληροφοριών του Κόμματος" στις 9 Ιουνίου 1934.[15]
Υπό την πίεση της ηγεσίας της Ράιχσβερ (Γερμανικές Ένοπλες Δυνάμεις), της οποίας τα μέλη θεωρούσαν την αριθμητικά τεράστια ένοπλη δύναμη της SA ως εν δυνάμει απειλή και με τη συνδρομή των Γκέρινγκ, Γκαίμπελς και της SD, ο Χίτλερ οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η SA του Ρεμ αποτελούσε όντως απειλή, η οποία απαιτούσε δραστική και άμεση λύση.[16] Από πλευράς της, η SD παρείχε πολλές φανταστικές πληροφορίες περί ύπαρξης συνωμοσίας που απειλούσε τη ζωή του Φύρερ και ότι επίκειτο πραξικόπημα της SA με σκοπό την κατάληψη της εξουσίας, επειδή, όπως ισχυρίζονταν οι πληροφορίες, συγκέντρωνε οπλισμό.[17] Επιπλέον, τόσο στην SD όσο και στη Γκεστάπο έρχονταν αναφορές σχετικά με τη βίαιη συμπεριφορά της SA, η οποία κατέστρεφε την εικόνα του Κόμματος και, επιπλέον, έκανε τον αντισημιτισμό του λιγότερο "εύπεπτο". [18] Στα γεγονότα που έγιναν γνωστά υπό την επωνυμία Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών, η SS έκανε ένα από τα πλέον αποφασιστικά βήματα προκειμένου να απαλλαγεί από την ανταγωνίστρια SA για την ηγεσία των δυνάμεων ασφαλείας του Γ΄ Ράιχ και εγκαθιδρύθηκε σταθερά στη ναζιστική ιεραρχία, καταφέρνοντας η SS και το όργανο ασφαλείας της, η SD, να δίνουν αναφορά μόνο στον ίδιο τον Χίτλερ. Επιπλέον, η βάρβαρη εξόντωση της SA και της ηγεσίας της έστειλε ένα σαφές μήνυμα προς όλους: Η αντιπολίτευση προς το Χιτλερικό καθεστώς μπορούσε να αποβεί θανάσιμη.[19] Εν πολλοίς ενέσπειρε φόβο ανάμεσα στα ηγετικά στελέχη των Ναζί και σαφή ανησυχία για το μέγεθος των δυνατοτήτων συλλογής πληροφοριών και αστυνόμευσης του Χίμλερ, καθώς όχι μόνον είχε δολοφονηθεί ο ηγέτης της SA αλλά πολλοί λειτουργοί του καθεστώτος, όπως και "αντίπαλοί" του είχαν εξοντωθεί με βάση έναν εκτεταμένο κατάλογο, για τον οποίον ο Χίτλερ έλαβε γνώση μόνο μετά τα γεγονότα.[20]
Το φθινόπωρο του 1937 ο Χίτλερ εξασφάλισε την υποστήριξη του Μπενίτο Μουσολίνι για την προσάρτηση της Αυστρίας. Ο Μουσολίνι ήταν αρχικά αντίθετος με τη ναζιστική προσάρτηση της χώρας. Ο Χίτλερ, ύστερα από αυτό, ενημέρωσε τους στρατηγούς του για την επικείμενη εισβολή τόσο στην Αυστρία όσο και στην Τσεχοσλοβακία.[21] Η έγκριση της πολιτικής παρέμβασης του Χίτλερ από τον Μουσολίνι αποτέλεσε μεγάλο επίτευγμα του Φύρερ, καθώς αρχικά ο Ιταλός ηγέτης είχε δείξει μεγάλη ανησυχία, όταν οι δυνάμεις των SS στην Αυστρία αποπειράθηκαν πραξικόπημα, μόλις τρεις εβδομάδες μετά την υπόθεση Ρεμ: Το επεισόδιο έφερε τους SS σε αμηχανία, εξόργισε τον Χίτλερ και κατέληξε στη δολοφονία του Αυστριακού Καγκελάριου Ένγκελμπερτ Ντόλφους.[22] Ωστόσο, για να διευκολύνουν την προσάρτηση της Αυστρίας στο Ράιχ, η SD και η Γκεστάπο άρχισαν αμέσως τις συλλήψεις, σύμφωνα με κατάλογο που είχε καταρτίσει ο Χάιντριχ.[23] Η SD του Χάιντριχ και τα μέλη της αυστριακής SS έλαβαν επιχορηγήσεις από το Βερολίνο προκειμένου να παρενοχλούν συνεχώς την Κυβέρνηση του Καγκελάριου Κουρτ φον Σούσνιγκ καθ' όλη τη διάρκεια του 1937. Ένα τμήμα της SD, που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα μέτωπο ανατρεπτικών ενεργειών σε ολόκληρη την Αυστρία, ειρωνικά είχε ως "στόχο" τη "Γερμανοαυστριακή φιλία".[24]
Σε όλη τη διάρκεια των γεγονότων που οδήγησαν στο Άνσλους και ακόμη και όταν οι Ναζί εισήλθαν στην Αυστρία, ο Χάιντριχ, πεπεισμένος ότι μόνον η SD "του" μπορούσε να επιφέρει την ειρηνική συνένωση των δύο γερμανόφωνων εθνών, οργάνωσε διαδηλώσεις, κρυφές επιχειρήσεις, διέταξε επιθέσεις τρομοκρατίας, διένειμε προπαγανδιστικό υλικό, ενθάρρυνε την εξόντωση πολιτικών αντιπάλων, ενώ το προσωπικό της SD και των SS συνέλαβε εξέχουσες αντιναζιστικές προσωπικότητες, οι περισσότεροι των οποίων κατέληξαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν.[25] Μόλις η προσάρτηση της Αυστρίας ολοκληρώθηκε, η αυστριακή Αστυνομία υπήχθη στην SD, τα SS και την Γκεστάπο.[26] Οι μηχανορραφίες της SD, της SS και της Γκεστάπο βοήθησαν τον Χίτλερ να υφαρπάξει τη χώρα και, στις 13 Μαρτίου 1938 υπέγραψε τη συνθήκη προσάρτησης, ενώ "δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλά του".[27]
Ταυτόχρονα με τις μηχανορραφίες της στην Αυστρία, η SD αναμίχθηκε και σε ανατρεπτικές ενέργειες στην Τσεχοσλοβακία. Εστιάζοντας στη Σουδητία, περιοχή με 3 εκατομμύρια κατοίκους γερμανικής καταγωγής και την έλλειψη αρμονίας εκεί, την οποία η τσεχοσλοβακική κυβέρνηση δεν μπορούσε να επαναφέρει, ο Χίτλερ και ο Χάιντριχ έθεσαν σε εφαρμογή αυτό που αργότερα θα γινόταν γνωστό ως "πράσινο σχέδιο" (Fall grün).[28]
Η επιχείρηση αυτή της SD αναλήφθηκε παράλληλα με αυτήν στην Αυστρία. Αντίθετα, όμως, με αυτήν, η SD και ο Χάιντριχ είχαν να αντιμετωπίσουν την κινητοποίηση της τσεχοσλοβακικής υπηρεσίας πληροφοριών.[29] Όταν τέθηκε σε εφαρμογή το "πράσινο σχέδιο", το οποίο περιλάμβανε και στρατιωτική εισβολή, προκειμένου να συντριβεί η Τσεχοσλοβακία. οι πράκτορες της SD του Χάιντριχ άρχισαν να συλλέγουν κρυφίως (προχωρώντας μάλιστα μέχρι του σημείου οι πράκτορες της SD να χρησιμοποιούν μέχρι και τις συζύγους και τα παιδιά τους) κάθε μορφής πληροφορία, χρησιμοποιώντας απίστευτο αριθμό φωτογραφικών μηχανών και φωτογραφικού εξοπλισμού, εστιάζοντας σε κυβερνητικά κτίρια, αστυνομικά τμήματα, ταχυδρομικά γραφεία, δημόσιες υπηρεσίες, δρόμους μεταφορών και, κυρίως, αεροδρόμια. Οι δραστηριότητες της SD μπορούν να περιγραφούν μόνον ως στρατιωτική κατασκοπεία.[30]
Ο Χίτλερ εκπόνησε πολύπλοκο σχέδιο προκειμένου να προσταρτήσει τη Σουδητία, στο οποίο περιλαμβανόταν και ο κατάλληλος χειρισμός Σλοβάκων εθνικιστών, που ονειρεύονταν ανεξαρτησία αλλά το κίνημά τους καταπιεζόταν από την τσεχοσλοβακική Κυβέρνηση. Με τις οδηγίες του Χάιντριχ, ο πράκτορας Άλφρεντ Νάουγιοκς (Alfred Naujocks) ενεργοποιήθηκε εκ νέου για να εμπλακεί σε δραστηριότητες δολιοφθορών, με στόχο την ανταπόκριση Τσέχων και Σλοβάκων. Η επιχείρηση αυτή, ωστόσο, απέτυχε.[31] Τον Ιούνιο του 1938, οδηγία από το κεντρικό γραφείο της SD καταδείκνυε ότι ο Χίτλερ είχε δώσει οδηγίες στους στρατηγούς του, προκειμένου να πραγματοποιήσουν εισβολή στην Τσεχοσλοβακία.[32]
Προκειμένου να προκαταλάβει την προβλεπόμενη οργισμένη αντίδραση Γάλλων, Βρετανών και Τσέχων, ο Χίτλερ έθεσε ακόμα πιο ψηλά τον πήχη, ισχυριζόμενος ότι οι Τσέχοι σφαγιάζουν τους Γερμανούς Σουδήτες, απαιτώντας την χωρίς όρους και συνεπή παράδοση της περιοχής στη Γερμανία, προκειμένου να "προστατεύσει" τους Γερμανούς Σουδήτες.[33] Αυτή ήταν και η περίοδος κατά την οποία ορισμένα μέλη του γερμανικού Γενικού Επιτελείου ξεκίνησαν τα συνωμοτικά σχέδιά τους προκειμένου να απαλλαγούν από τον Χίτλερ και το καθεστώς του.[34] Πόσα γνώριζε η SD για τις ανατρεπτικές αυτές ενέργειες παραμένει άγνωστο.
Εν τέλει, ο Χίτλερ ξεκίνησε μια διπλωματική αναμέτρηση Χίτλερ - κυβερνήσεων Γαλλίας, Βρετανίας και Τσεχοσλοβακίας, των οποίων η χλιαρή αντίδραση στην προσάρτηση της Αυστρίας είχε υποβαθμίσει ως ένα βαθμό την κρίση. Η κρίση της Σουδητίας τελικά έληξε όταν ο Νέβιλ Τσάμπερλεν και ο Χίτλερ συνυπέγραψαν τη Συμφωνία του Μονάχου στις 29 Σεπτεμβρίου 1938, η οποία πρακτικά παραχωρούσε τη Σουδητία στη Γερμανία.[35] Η εμπλοκή της SD σε διεθνή ζητήματα ασφαλώς δεν έληξε εκεί, αλλά παρέμεινε ενεργή και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που ο επικεφαλής του υπουργείου Εξωτερικών Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ παραπονέθηκε για την ανάμιξή της, καθώς ο Χίτλερ λάμβανε εμφανώς αποφάσεις βασιζόμενος στις αναφορές της, χωρίς να συμβουλεύεται τον ίδιο.[36][37] Σε συνέχεια της σουδητικής κρίσης, η SD συμμετείχε σε επιχειρήσεις εναντίον της Πολωνίας.
Εκτός από τη συμμετοχή της στην ελάττωση της ισχύος της SA και το σχέδιο δολοφονίας του Ερνστ Ρεμ, η SD συμμετείχε, όπως αναφέρθηκε, σε μηχανορραφίες επί διεθνών θεμάτων, όπως στην Αυστρία και την Τσεχοσλοβακία. Συνέχισε βοηθώντας στις προκλήσεις κατά της χώρας, ώστε να προκληθεί πόλεμος μεταξύ αυτής και της Γερμανίας. Με το κωδικό όνομα "Επιχείρηση Χίμλερ" και ως τμήμα των προσπαθειών του Χίτλερ να δικαιολογήσει την επίθεση εναντίον της Πολωνίας, η "υπόγεια" δραστηριότητα της SD περιέλαβε τη σκηνοθετημένη επίθεση των Πολωνών "εναντίον αθώων Γερμανών" στο μικρό τηλεγραφικό σταθμό του Γκλάιβιτς (Gleiwitz):[38][39] Χρησιμοποιώντας κρατουμένους στρατοπέδων συγκέντρωσης που είχαν καταδικαστεί σε θάνατο, η SD τους έντυσε με στολές του πολωνικού στρατού, τις οποίες ο Χάιντς Γιόστ είχε προμηθευτεί μέσω του αρχηγού της Άμπβερ Βίλχελμ Κανάρις.[40] Επικεφαλής της επιχείρησης αυτής, επιλεγμένος προσωπικά από τον Χάιντριχ, ήταν ο βετεράνος των SS Άλφρεντ Νάουγιοκς (Alfred Naujocks), ο οποίος αργότερα, σε δίκη συνακόλουθη της Δίκης της Νυρεμβέργης που αφορούσε τους εγκληματίες πολέμου, ισχυρίστηκε ότι είχε φέρει μαζί του ένα πολωνομαθή Γερμανό, ώστε να μπορέσει να εκπέμψει από τον σταθμό σήμα στα πολωνικά ότι ο σταθμός βρισκόταν "υπό πολιορκία" και ήταν η στιγμή της τελικής αναμέτρησης Γερμανών - Πολωνών. Προκειμένου να υπάρξει τεκμηριωμένη απόδειξη για την επίθεση αυτή, η SD τοποθέτησε τα πτώματα των φανταστικών Πολωνών στρατιωτών - κρατουμένων (που είχαν θανατωθεί με θανατηφόρο ένεση και στη συνέχεια πυροβολήθηκαν για λόγους αληθοφάνειας) γύρω από τον σταθμό, με σκοπό να μεταφέρει στην τοποθεσία του γεγονότος δημοσιογράφους.[41] Μόλις έγιναν "γνωστά" τα γεγονότα αυτά, την 1η Σεπτεμβρίου 1939, ο Χίτλερ προέβη στη ραδιομετάδοση διαγγέλματος από το Ράιχσταγκ ισχυριζόμενος ότι οι Γερμανοί στρατιώτες ανταπέδιδαν πυρά από τις 05:45 εκείνου του πρωινού, εκκινώντας έτσι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[42]
Η SD είχε ως στόχο τον εντοπισμό πραγματικών ή δυνητικών εχθρών της ναζιστικής ηγεσίας και την εξουδετέρωση όλων των αντιδράσεων, όπως κατέδειξε η επέμβασή της στην υπόθεση της SA. Προκειμένου να επιτύχει τους στόχους της, η SD δημιούργησε μια οργάνωση πρακτόρων και πληροφοριοδοτών σε ολόκληρο το Ράιχ και, αργότερα, σε όλες τις κατακτημένες περιοχές, ως τμήμα εξέλιξης ενός εκτεταμένου "κράτους" των SS και ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος που δεν είχε προηγούμενο.[43] Η οργάνωση διέθετε μερικές εκατοντάδες πρακτόρων πλήρους απασχόλησης και μερικές χιλιάδες πληροφοριοδοτών. Ο ιστορικός Τζωρτζ Μπράουντερ (George C. Browder) γράφει ότι η οργάνωση της SD ήταν παρόμοια με των SS στα εξής σημεία:
Οι "περιοχές" (Bezirke) προέκυψαν θέλοντας να καλύψουν μικρότερες περιοχές (Kreis) ή και ολόκληρα γκάου. Στο αμέσως κατώτερο επίπεδο ήταν οι "υποπεριοχές" (Unterbezirke), που αναπτύχθηκαν με αργότερο ρυθμό. Αρχικά επρόκειτο να καλύψουν ένα μόνο Kreis, και, στη συνέχεια, να απαρτιστούν από "πλευρές" (Revier), αλλά το φιλόδοξο αυτό σχήμα δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Εν τέλει, οι "υποπεριοχές" ονομάστηκαν απλά "προφυλακές" (Aussenstellen), ως το κατώτερο τμήμα της ιεραρχικής οργάνωσης.[44]
Η SD ήταν βασικά η οργάνωση συγκέντρωσης πληροφοριών ενώ η Γκεστάπο, και ως ένα βαθμό και η Ποινική Αστυνομία (Kriminalpolizei, (Kripo)), αποτελούσαν το εκτελεστικό τμήμα του συστήματος πολιτικής αστυνόμευσης. Τόσο η SD όσο και η Γκεστάπο αποτελούσαν τμήματα υπό τον έλεγχο του Χάιντριχ, που λογοδοτούσε μόνο στον Χίμλερ, ενώ η Kripo κράτησε ένα βαθμό αυτονομίας, καθώς το οργανωτικό της σχήμα ήταν κατά πολύ παλαιότερο.[45]
Αναπόσπαστο τμήμα της υπηρεσίας πληροφοριών, η SD παρακολουθούσε προσεκτικά τις γνώμες που εκφράζονταν στο εξωτερικό και τις κριτικές στη ναζιστική πολιτική, δρώντας λογοκριτικά όπου χρειαζόταν και δημοσιεύοντας πολιτικές γελοιογραφίες περί του αντιθέτου στο εβδομαδιαίο περιοδικό της SS Das Schwarze Korps.[46] Ένα επιπλέον καθήκον που είχε ανατεθεί στην SD και στην Γκεστάπο ήταν η τήρηση στοιχείων για το ηθικό του γερμανικού πληθυσμού, καθήκον που, εν πολλοίς, σήμαινε ότι όφειλε "να επιθεωρεί προσεκτικά την πολιτική "υγεία" του γερμανικού εθνικού σώματος" και, μόλις εμφανίζονταν συμπτώματα "ασθενείας και μικροβίων", όφειλε να τα "απομακρύνει χρησιμοποιώντας κάθε πρόσφορο μέσον".[47] Οι τακτικές αναφορές - που εκτείνονταν από δημοσκοπήσεις μέχρι πληροφοριακές εκθέσεις - καθιερώθηκαν και παρακολουθούνταν από τον SS-Gruppenführer και επικεφαλής της SD εσωτερικού Όττο Όλεντορφ, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη συλλογή πληροφοριών και την ασφάλεια στο εσωτερικό της Γερμανίας, καθώς και από τον πρώην καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και μέλος της SD Ράινχαρντ Χεν (Reinhard Höhn). Όλα ήταν σχεδιασμένα για να αξιολογούν την «τομέα της ζωής» (Lebensgebiet) του γερμανικού πληθυσμού.[48] Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονταν διανέμονταν από την SD μέσω μυστικών εσωτερικών πολιτικών αναφορών που αποκαλούνταν Meldungen aus dem Reich (αναφορές από το Ράιχ) σε υψηλά ιστάμενους αξιωματούχους του ναζιστικού κόμματος, επιτρέποντας έτσι στο χιτλερικό καθεστώς να αξιολογεί το ηθικό και τη στάση (απέναντί του) του γερμανικού λαού, ώστε να είναι δυνατή η ανά πάσα στιγμή χειραγώγησή του από τον μηχανισμό προπαγάνδας του καθεστώτος.[49] Όταν πέρασαν οι Νόμοι της Νυρεμβέργης το 1935, η SD ανέφερε ότι τα μέτρα εναντίον των Εβραίων έγιναν ευμενώς δεκτά από τον γερμανικό πληθυσμό.[50]
Το 1936 η Αστυνομία υποδιαιρέθηκε στην Ordnungspolizei (Orpo ή Αστυνομία τήρησης της τάξης) και την Sicherheitspolizei (SiPo ή Αστυνομία ασφαλείας).[51] Η Orpo απαρτιζόταν από την Schutzpolizei (αστική), την Gendarmerie (ημιαστικές - αγροτικές περιοχές) και την Gemeindepolizei (Δημοτική αστυνομία). Η SiPo απαρτιζόταν από την Kripo (ποινική αστυνομία) και την Γκεστάπο. Ο Χάιντριχ έγινε επικεφαλής της SiPo αλλά παρέμεινε και ως επικεφαλής της SD.[52] Κλιμακώνοντας τις αντισημιτικές πολιτικές, την άνοιξη του 1937 το τμήμα SD που είχε επιφορτιστεί με αυτές, στελεχωμένο με άτομα όπως οι Άντολφ Άιχμαν, Χέρμπερτ Χάγκεν (Herbert Hagen) και Τέοντορ Ντάννεκερ (Theodor Dannecker) κατέληξε να εισηγηθεί την ολοσχερή απομάκρυνση (Entfernung) όλων των Εβραίων από τη Γερμανία, χωρίς να δίνεται σημασία ως προς το πού θα κατευθύνονταν.[53][54]
Λόγω του γεγονότος ότι SD και Γκεστάπο είχαν παράλληλα καθήκοντα, ο Χάιντριχ προσπάθησε να ελαττώσει αυτή τη σύγχυση ανάμεσα στους φορείς, επί εδαφικής αρμοδιότητας, μέσω ενός διατάγματος της 1ης Ιουλίου 1937, στο οποίο σαφώς καθόριζε την αρμοδιότητα της SD να ασχολείται, αυτή και μόνον, με θέματα "μάθησης (Wissenschaft), τεχνών, κόμματος και κράτους, συντάγματος και διοίκησης, περιοχές του εξωτερικού, την ελεύθερη μασονία και τις οργανώσεις της", ενώ οι αρμοδιότητες της Γκεστάπο κάλυπταν "τον Μαρξισμό, τις υποθέσεις προδοσίας και των μεταναστών".[55] Επιπλέον, η SD ήταν αρμόδια επί θεμάτων που αφορούσαν "τις Εκκλησίες και τα παρακλάδια τους, τα κινήματα ειρήνης, τους Εβραίους, τα δεξιά κινήματα" καθώς και "την οικονομία και τον Τύπο", αλλά δίνονταν οδηγίες στην SD "να αποφεύγει όλα τα θέματα που άπτονταν του "αστυνομικoύ κράτους της εκτελεστικής εξουσίας" (staatspolizeiliche Vollzugsmaßnahmen), καθώς οι τομείς αυτοί υπάγονταν στις αρμοδιότητες της Γκεστάπο, μαζί με τις ατομικές υποθέσεις.[56]
Το 1938 η SD έγινε υπηρεσία αντικατασκοπείας τόσο για το κράτος όσο και για το κόμμα, υποστηρίζοντας τη Γκεστάπο και συνεργαζόμενη με τη Γενική και Εσωτερική Διοίκηση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον άμεσο, και άγριο, ανταγωνισμό με την Άμπβερ (στρατιωτική υπηρεσία αντικατασκοπείας), της οποίας ηγείτο ο Ναύαρχος Βίλχελμ φον Κανάρις. Ο ανταγωνισμός προέκυψε από την πρόθεση τόσο του Χίμλερ όσο και του Χάιντριχ να απορροφηθεί η Άμπβερ και από το γεγονός ότι ο φον Κανάρις θεωρούσε την SD ερασιτεχνική. Ο Κανάρις αρνήθηκε να εγκαταλείψει την αυτονομία της Άμπβερ, την οποία η υπηρεσία του είχε κερδίσει. Υπήρξαν, επιπλέον, ορισμένα πρόσθετα προβλήματα, όπως η εξαίρεση από τους φυλετικούς νόμους για τα μέλη της Άμπβερ, ενώ διαμορφώθηκε έντονος ανταγωνισμός για την απόκτηση ανθρώπινων πόρων.[57]
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1939 η υπηρεσία αναδιοργανώθηκε: Η Sicherheitspolizei έγινε τμήμα της RSHA (SS-Reichssicherheitshauptamt) υπό την ηγεσία του Χάιντριχ.[58] Τα επιχειρησιακά τμήματα της SD μετονομάστηκαν σε "γραφεία" (Amt): Το "γραφείο" III απέκτησε αρμοδιότητα για εξωτερικά θέματα, η Γκεστάπο "απέκτησε" τον τίτλο του "γραφείου IV" ενώ η KriPo έγινε "γραφείο V". Επικεφαλής του γραφείου ΙΙΙ έγινε ο Όττο Όλεντορφ, με αρμοδιότητα στα θέματα εσωτερικής ασφάλειας, ο Χάινριχ Μύλλερ (Heinrich Müller) έγινε επικεφαλής του "γραφείου IV" (δηλ. της Γκεστάπο) ενώ ο Άρτουρ Νέμπε (Arthur Nebe) έγινε επικεφαλής του "γραφείου V", δηλ. της KriPo. Ο Βάλτερ Σέλλενμπεργκ (Walter Schellenberg) έγινε επικεφαλής του "γραφείου VI", δηλ. του αρμόδιου για εξωτερικά θέματα γραφείου (SD-Ausland). Το 1944 τα τμήματα της Άμπβερ ενσωματώθηκαν στο "γραφείο VI".[59]
Η SD ήταν ο σημαντικότερος φορέας, στον οποίο υπάγονταν τα Einsatzgruppen der Sicherheitspolizei und des SD, γνωστά ως απλά Einsatzgruppen (Τάγματα θανάτου). Αυτός ήταν ο κυριότερος λόγος για τις καταδίκες στις μεταπολεμικές δίκες που συγκάλεσαν οι Συμμαχικές δυνάμεις.[60] Η συμμετοχή των ταγμάτων θανάτου στο Ολοκαύτωμα είναι πολύ καλά τεκμηριωμένη. Οι κινητές τους μονάδες εξόντωσης είχαν κινητοποιηθεί για την ολοκλήρωση της "Τελικής Λύσης" στις περιοχές που είχαν καταληφθεί από τη ναζιστική πολεμική μηχανή.[61] Αυτό το παρακλάδι της SD συνεργάστηκε στενά με τη Βέρμαχτ στις διώξεις των Εβραίων, των κομμουνιστών, των ανταρτών και άλλων συναφών ομάδων.[62]
Εκκινώντας από την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία και καθ' ολόκληρη την εκστρατεία προς ανατολάς, τα Einsatzgruppen φόνευαν χωρίς οίκτο οποιονδήποτε ήγειρε υποψίες ως αντίπαλος του καθεστώτος, είτε αυτές ήταν αληθείς είτε ψευδείς.[63] Οι άνδρες των Einsatzgruppen στρατολογούνταν από το προσωπικό των SD, Γκεστάπο, KriPo, OrPo και Waffen-SS (ενόπλων SS).[64]
Στις 31 Ιουλίου 1941 ο Χέρμαν Γκέρινγκ έδωσε έγγραφη εξουσιοδότηση στον αρχηγό της SD, Χάιντριχ, για να εξασφαλιστεί η συνεργασία των ηγεσιών των διαφόρων κυβερνητικών υπηρεσιών κατά την υλοποίηση της Endlösung der Judenfrage (Τελική Λύση του εβραϊκού ζητήματος) σε εδάφη υπό γερμανικό έλεγχο.[65] Μνημόνιο που εκδόθηκε στην έδρα της SD ανέφερε ότι στην SD ανατέθηκε να συνοδεύσει τις στρατιωτικές εισβολές, έτσι ώστε να βοηθήσει στις προσπάθειες ελέγχου και την ειρήνευση. Το σημείωμα αναφέρει ρητά:
Αντίστοιχα, μονάδες σχετιζόμενες με την SD, των Einsatzgruppen συμπεριλαμβανομένων, ακολουθούσαν τα γερμανικά στρατεύματα στην Αυστρία, στην Σουδητία, τη Βοημία, τη Μοραβία, την Πολωνία, την Ουκρανία καθώς και στη Ρωσία.[67]<refΑπό τον Σεπτέμβριο του 1939, τα Einsatzgruppen υπάχθηκαν συνολικά στην RSHA. Δείτε τα πρακτικά της Δίκης της Νυρεμβέργης: Vol. 20, Day 194.
Καθώς οι σκοποί τους περιλάμβαναν συνεργασία με τη στρατιωτική ηγεσία (και το αντίστροφο), η καταστολή της αντιπολίτευσης στα κατεχόμενα εδάφη ήταν μια κοινή επιχείρηση, κάθε προσπάθεια προσποίησης άγνοιας εκ μέρους των στρατιωτικών ηγετών χάνει κάθε αξιοπιστία, υπό το πρίσμα των διαταγών που κυκλοφορούσαν από και προς τις διοικήσεις τους.[68][69][70] Υπήρχαν εδαφικές διαφορές και διαφωνίες σχετικά με το πώς μερικές από αυτές τις πολιτικές έπρεπε να εφαρμοστούν.[71]
Στις 20 Ιανουαρίου 1942 ο Χάιντριχ προέδρευσε σε μια συνάντηση, σήμερα γνωστή ως Διάσκεψη της Βάνζεε για να συζητηθεί η εφαρμογή του σχεδίου.[72] Εγκαταστάσεις όπως αυτές του Κέλμνο, του Μαϊντάνεκ, του Σομπιμπόρ και της Τρεμπλίνκα, καθώς και του Άουσβιτς έχουν τη ρίζα τους στο σχεδιασμό δράσεων που ανέλαβε ο Χάιντριχ κατά τη διάσκεψη αυτή.[73] Ο ίδιος ο Χάιντριχ παρέμεινε επικεφαλής της Αστυνομίας Ασφαλείας (SiPo) και της SD, (μέσω της RSHA) μέχρι τη δολοφονία του το 1942, ύστερα από την οποία τη θέση του ανέλαβε ο Ερνστ Καλτενμπρούννερ στις 30 Ιανουαρίου 1943, ύστερα από υπόδειξη του Χίμλερ. Στη θέση αυτή παρέμεινε μέχρι το τέλος του Πολέμου.[74] Μετά τον Πόλεμο η SD ανακηρύχθηκε εγκληματική οργάνωση και τα μέλη της δικάστηκαν στη Δίκη της Νυρεμβέργης.[75]
Ανεξάρτητα από τον αρχικό τους σκοπό, η SD και SS δημιουργήθηκαν τελικά για τον εντοπισμό και την εξάλειψη των εσωτερικών εχθρών του κράτους , καθώς και για να κατευνάσουν, υποτάξουν και αξιοποιήσουν τα κατακτημένα εδάφη και τους λαούς τους.[76]
Μέχρι το 1933 η οργάνωση ήταν γνωστή ως SD-Amt (Γραφείο SD) της SS και το 1934 έγινε η επίσημη οργάνωση ασφαλείας ολόκληρου του ναζιστικού κόμματος. Αρχικά αποτελούνταν από έμμισθους πράκτορες και λίγες εκατοντάδες άμισθους πληροφοριοδότες διασπαρμένους σε ολόκληρη τη Γερμανία. Σύντομα, όμως, η SD απέκτησε επαγγελματικότητα, υπό την ηγεσία του Χάιντριχ, ο οποίος "στρατολόγησε" εθνικοσοσιαλιστές ακαδημαϊκούς και δικηγόρους, για να είναι βέβαιος ότι η SS και ιδιαίτερα η SD λειτουργούσαν "στα πλαίσια του εθνικοσοσιαλιστικού ιδεώδους".[77] Στον Χάιντριχ δόθηκε η εξουσία να επιλέγει άνδρες για την SD ανάμεσα από όλα τα παρακλάδια της SS, καθώς ο Χίμλερ θεωρούσε την SD ιδιαίτερα σημαντική.[78] Το 1939 η SD διαιρέθηκε σε δύο γραφεία, το Inland-SD (SD εσωτερικού) και το Ausland-SD (SD εξωτερικού) και τέθηκε υπό την εξουσία της RSHA.
Ως το 1941, η SD είχε εσωτερικά οργανωθεί στα εξής τμήματα:
Η SD εσωτερικού (Γραφείο ΙΙ) είχε αρχικά ως επικεφαλής τον Συνταγματάρχη της SS Χέρμαν Μπέρεντς (Hermann Behrends) - μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1939 - και ήταν μέσα σε αυτό το "γραφείο" ο Άντολφ Άιχμαν άρχισε να επεξεργάζεται τις λεπτομέρειες της Τελικής Λύσης του εβραϊκού ζητήματος.[79] Η SD εσωτερικού ήταν υπεύθυνη για τη συλλογή πληροφοριών και την ασφάλεια στο εσωτερικό της Γερμανίας και υποδιαιρείτο στα εξής τμήματα:
Μετά τις 27 Σεπτεμβρίου 1939 το "γραφείο ΙΙ" μετονομάστηκε επίσημα σε "τμήμα ΙΙΙ" (Amt III), το τμήμα εσωτερικού της SD εσωτερικού της RSHA. Επικεφαλής ορίστηκε ο Όττο Όλεντορφ (Otto Ohlendorf).[74]
Το "γραφείο ΙΙΙ" της SD εξωτερικού (Ausland-SD) ήταν το πολιτικό (μη στρατιωτικό) τμήμα αντικατασκοπείας του Γ΄ Ράιχ και, μολονότι κατ' όνομα επικεφαλής του ήταν ο Χάιντριχ, αρχηγός του "επιτελείου" του ήταν ο συνταγματάρχης της SS Χάιντς Γιόστ (Heinz Jost).[80] Ο Γιόστ απολύθηκε από τη θέση αυτή όταν η υπηρεσία του μετονομάστηκε σε Amt VI (τμήμα 6) της RSHA.[81][82]. Τη θέση του κατέλαβε ο Ταξίαρχος (Brigadeführer) Βάλτερ Σέλλενμπεργκ (Walter Schellenberg), ο οποίος ως τότε ήταν αναπληρωτής του Χάιντριχ. Μετά τη συνωμοσία της 20ής Ιουλίου το 1944 η SD εσωτερικού ανέλαβε τις αρμοδιότητες της Άμπβερ (στρατιωτική υπηρεσία αντικατασκοπείας). Η SD εξωτερικού υποδιαιρείτο στα εξής τμήματα:
Δεδομένης της φύσης των επιχειρήσεων που ανατίθονταν στην SD, υπήρχαν σαφείς αποκλίσεις μεταξύ ενός "πλήρους μέλους" (Mitglieder) της και ενός που εθεωρείτο "συνεργάτης" (Mitarbeiter) ενώ υπήρχαν ανάλογες διαβαθμίσεις για το υποστηρικτικό προσωπικό (δακτυλογράφους, υπαλλήλους αρχείου κτλ), οι οποίοι αποκαλούνταν "προσωπα-V" (Vertrauensleute).[83] Ολόκληρο το προσωπικό της SD, ανεξάρτητα από το αν ήταν πλήρη μέλη ή όχι, όφειλαν να δώσουν όρκο μυστικότητας, να πληρούν όλες τις προϋποθέσεις για ένταξη στην SS ενώ τους αποδιδόταν ειδικός κωδικός (Chiffre Nummer) και, αν είχαν "βαθμό" άνω του "προσώπου-V" όφειλαν να φέρουν την ειδική ταυτότητα της SD.[84] Η μεγάλη πλειονότητα των πρώτων μελών της SD ήταν σχετικά νέοι, αλλά οι αξιωματικοί ήταν συγκριτικά μεγαλύτεροι σε ηλικία, μολονότι η μέση ηλικία ενός μέλους της SD ήταν κατά 2 έτη μεγαλύτερη από τη μέση ηλικία ενός μέλους του κόμματος.[85] Όπως συνέβαινε με την εθνικοσοσιαλιστική "επανάσταση", σε γενικές γραμμές η συμμετοχή στην SS και της SD ασκούσε έφεση περισσότερο στα εύπιστα μέλη της νεολαίας.[86] Τα περισσότερα μέλη της SD ήταν προτεσταντικού θρησκεύματος, είχαν υπηρετήσει στον στρατό και είχαν, εν γένει, σημαντική μόρφωση, αντιπροσωπεύοντας μια "ελίτ μορφωμένων", καθώς το 14% περίπου ήταν κάτοχοι διδακτορικού. [87] Ο Χάιντριχ θεωρούσε την SD ως ομάδα πνευματικών καθοδηγητών και "την αφρόκρεμα της αφρόκρεμας του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος".[88]
Σύμφωνα με τον ιστορικό Τζωρτζ Μπράουντερ (George C. Browder) "οι άνδρες της SD δεν αντιπροσώπευαν καμία παθολογική ή ψυχολογικά ευαίσθητη ομάδα. Λίγοι ήταν ακραίοι φανατικοί ναζιστές. Υπ' αυτή την έννοια ήταν 'φυσιολογικά άτομα'. Υπό άλλη όμως έννοια ήταν ένα ασυνήθιστο μείγμα ανθρώπων, που συνυπήρχαν μέσα σε ένα ασυνήθιστο φάσμα αποστολών".[89] Μαζί με τα μέλη της Γκεστάπο, τους ανθρώπους της SD "το ευρύ κοινό τους αντιμετώπιζε με ένα μείγμα φόβου και προκατάληψης και επιθυμούσε όσο το δυνατό λιγότερες επαφές μαζί τους.[90] Το να ανήκουν στη σφαίρα ασφάλειας του Ράιχ προφανώς είχε τα πλεονεκτήματά του, αλλά ήταν επίσης και τρομακτικό, με συνεπαγόμενα κοινωνικά μειονεκτήματα και, αν οι μεταπολεμικές περιγραφές των ιστορικών για την SD αποτελούν ένδειξη, το να ανήκει κανείς στην SD ήταν σαν να ανήκε σε "μια πανταχού παρούσα μυστική εταιρεία", η οποία ήταν "απαίσια" και "αγγελιαφόρος του τρόμου", όχι μόνο για τον απλό γερμανικό πληθυσμό, αλλά ακόμη και μέσα στις τάξεις του ίδιου του κόμματος.[91]
Η SD και η SiPo ήταν οι κύριες πηγές απ' όπου προέρχονταν οι αξιωματικοί των δυνάμεων ασφαλείας στις κατεχόμενες περιοχές. Οι μονάδες ασφαλείας των SD-SiPo τυπικά τίθονταν υπό τη διοίκηση των "ηγετών της SS και της Αστυνομίας" αναφερόμενες απευθείας στα γραφεία της RSHA στο Βερολίνο. Η SD διατηρούσε, επίσης, σε όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και διέθετε προσωπικό, επί τη βάσει των εκάστοτε αναγκών, σε μονάδες ειδικών δράσεων, όπως τα Einsatzgruppen.[92] Στην πραγματικότητα, όλα τα μέλη των Einsatzgruppen έφεραν το διακριτικό διαμάντι στο μανίκι της στολής τους.[93] Οι SD και SiPo ήταν οι βασικοί φορείς, μαζί με την "αστυνομία τήρησης της τάξης" (Ordnungspolizei), για την τήρηση της τάξης και της ασφάλειας στα γκέτο που είχαν δημιουργήσει οι ναζί σε εδάφη της κατεχόμενης ανατολικής Ευρώπης.[94] Στις 7 Δεκεμβρίου 1941, την ίδια ημέρα που οι Ιάπωνες βομβάρδισαν το Περλ Χάρμπορ, άνοιξε το πρώτο στρατόπεδο εξόντωσης στο Κέλμνο κοντά στο Λοτζ από τον διοικητή του κατεχόμενου Πόζναν SS-Standartenführer (συνταγματάρχη) Ερνστ Ντάμτσοχ (Ernst Damzog). Ο ίδιος είχε προσωπικά επιλέξει το προσωπικό του κέντρου εξόντωσης και αργότερα επέβλεπε σε καθημερινή βάση τη λειτουργία του στρατοπέδου, το οποίο τελούσε υπό τη διοίκηση του SS-Hauptsturmführer (λοχαγού) Χέρμπερτ Λάνγκε Herbert Lange.[95] Over a span of approximately 15 months, 150,000 people were killed there.[96]
Η SD διατηρούσε γραφεία στις μεγάλες γερμανικές πόλεις και τις μεγαλύτερες κωμοπόλεις. Τα μικρότερα γραφεία ήταν γνωστά ως SD-Unterabschnitte ενώ τα μεγαλύτερα ως SD-Abschnitte. Όλα τα γραφεία μιας περιοχής λογοδοτούσαν σε τοπικό διοικητή, γνωστό ως Inspektor des Sicherheitspolizei und SD (επιθεωρητής της Sicherheitspolizei και της SD) ο οποίος, με τη σειρά του, βρισκόταν κάτω από τη διπλή διοίκηση των τοπικών διοικητών της RSHA και της αστυνομίας της SS.
Σύμφωνα με το βιβλίο Piercing the Reich,, στην SD κατάφερε να διεισδύσει, το 1944, ένας Ρώσος που εργαζόταν για τους Αμερικανούς. Οι γονείς του πράκτορά αυτού είχαν διαφύγει κατά τη Ρωσική Επανάσταση του 1917, ο ίδιος μεγάλωσε στο Βερολίνο και αργότερα μετοίκησε στο Παρίσι. Στρατολογήθηκε από τον Άλμπερτ Τζόλις (Albert Jolis) του Γραφείου Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS) της 7ης Αμερικανικής Στρατιάς. Η αποστολή αυτή είχε λάβει το κωδικό όνομα "Ruppert".[97]
Κατά πόσον η SD είχε γνώση των πρώιμων συνωμοσιών κατά της ζωής του Χίτλερ και σε ποιο βαθμό, παραμένει αμφισβητούμενο σημείο και εν πολλοίς άγνωστο. Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό Τζων Χουίλερ-Μπένετ (John Wheeler-Bennett) "υπό το πρίσμα της μαζικής καταστροφής των αρχείων της Γκεστάπο, είναι απίθανο κάποτε αυτό να γίνει γνωστό. Ότι οι αρχές ήταν εν γνώσει της ισχυρής 'ηττοπάθειας' που επικρατούσε είναι βέβαιο, αλλά είναι αμφίβολο αν υποπτεύονταν κάποιους για εσχάτη προδοσία.[98]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.