From Wikipedia, the free encyclopedia
Kriegsmarine (KM) (γερμανικά: Πολεμικό Ναυτικό) ήταν, κατά την περίοδο 1935 - 1945, η επίσημη ονομασία του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού. Διαδέχτηκε το "Ναυτικό του Ράιχ" (Reichsmarine, ονομασία από το 1921 έως το 1935) και το "Αυτοκρατορικό Ναυτικό" (Kaiserliche Marine, επίσημη ονομασία του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο). Αποτελούσε έναν από τους τρεις κλάδους της Βέρμαχτ.
Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό Kriegsmarine | |
---|---|
Διακριτικό στα κράνη του KM | |
Ενεργό | 1935–1945 |
Χώρα | Ναζιστική Γερμανία |
Τύπος | Πολεμικό ναυτικό |
Υπαγωγή | Βέρμαχτ |
Συμπλοκές | Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος |
Διοίκηση | |
Αξιοσημείωτοι διοικητές | Έριχ Ραίντερ Καρλ Νταίνιτς Χανς-Γκέοργκ φον Φρίντεμπουργκ |
Διακριτικά | |
Πολεμική Σημαία (1938–1945) |
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών που περιόριζε σημαντικά τις γερμανικές δυνατότητες ανάπτυξης πολεμικών δυνάμεων, έθετε στενά όρια και στην δύναμη του Πολεμικού Ναυτικού. Στη τότε Γερμανία επιτρεπόταν να διατηρεί ναυτικές δυνάμεις με σύνολο που δεν υπερέβαινε τους 15.000 άνδρες, έξι "μεγάλα" πλοία καθένα από τα οποία δεν θα υπερέβαινε το εκτόπισμα των 10.000 τόνων, έξι καταδρομικά, δώδεκα αντιτορπιλικά και δώδεκα τορπιλοβόλα. Τα υποβρύχια απαγορεύονταν ολοσχερώς. Επικεφαλής της Διοίκησης (Chef der Marineleitung) του "Reichsmarine" είναι, από το 1928, ο Ναύαρχος Έριχ Ραίντερ, ο οποίος δεν συμμερίζεται απόλυτα ούτε φανατικά τις ναζιστικές απόψεις, εκτός από το γεγονός ότι ο ναζισμός τού υπόσχεται την αναδιοργάνωση του Ναυτικού, όπως την είχε οραματιστεί ο Τίρπιτς[1]. Είναι, όμως, αξιωματικός καριέρας, βετεράνος του Πρώτου Πολέμου και ναυτικός με υπέρμετρη αγάπη για το Όπλο του.
Ωστόσο, το Γερμανικό Ναυτικό άρχισε να ανασυγκροτείται πριν την ανάληψη της Κυβέρνησης από τους Ναζί του Χίτλερ: Στις αρχές Οκτωβρίου του 1928 αποφασίστηκε να ξαναγίνει το Πολεμικό Ναυτικό σημαντική δύναμη. Ο Έριχ Ραίντερ, που ανέλαβε την ηγεσία, εκτός από τα προβλήματα συμμόρφωσης με τη Συνθήκη και την έλλειψη σημαντικών πόρων που αντιμετώπιζε, είχε ένα ακόμη πιο δύσκολο στόχο: Να πείσει τη Γερμανική ηγεσία ότι το Ναυτικό μπορούσε να γίνει ξανά σημαντική και υπολογίσιμη δύναμη. Ο Ραίντερ το πέτυχε, πείθοντας τόσο τον Πρόεδρο Χίντενμπουργκ όσο και το Γερμανικό Κοινοβούλιο και εξασφάλισε, έτσι, τα απαιτούμενα κονδύλια για το πρόγραμμα ανασυγκρότησης του Ναυτικού. Το 1931 καθελκύστηκε το πρώτο από τα σκάφη που το Γερμανικό Ναυτικό ονόμασε αρχικά Panzerschiff (θωρηκτό), το 1940, ωστόσο, κατέταξε τα σκάφη αυτού του τύπου στα "βαρέα καταδρομικά". Πρώτο από αυτά τα σκάφη ήταν το "Ντόιτσλαντ" (Deutschland), το οποίο, μετά τη βύθιση του αδελφού σκάφους "Αντμιράλ Γκραφ Σπέε" (Admiral Graf Spee) , μετονομάστηκε σε "Λύτσοβ" (Lützow) με εντολή του Χίτλερ. Οι Βρετανοί αποκάλεσαν τα σκάφη αυτής της τάξης "θωρηκτά τσέπης" (pocket battleships) και η αλήθεια είναι ότι άξιζαν αυτό το χαρακτηρισμό: Σε εκτόπισμα ελάχιστα μεγαλύτερο των 10.000 τόνων[2] κατάφεραν να ενσωματώσουν θωράκιση, πυροβόλα των 11 ιντσών και να δώσουν στα σκάφη αυτά ταχύτητα 28 κόμβων. Από την κλάση αυτή κατασκευάστηκαν άλλα δύο σκάφη, το "Αντμιράλ Γκραφ Σπε" (Admiral Graf Spee) και το "Αντμιράλ Σέερ" (Admiral Scheer).
Μέχρι το 1933 το Ναυτικό του Ράιχ (Reichsmarine) ακολουθούσε τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Δεν διέθετε υποβρύχια και ο στόλος επιφανείας περιοριζόταν σε όσα προέβλεπε η Συνθήκη. Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, οι όροι της Συνθήκης άρχισαν να αγνοούνται συστηματικά και οι Γερμανοί ξεκίνησαν να καταστρώνουν ένα πρόγραμμα ναυτικού επανεξοπλισμού, το οποίο επονομάστηκε "Σχέδιο Ζ" (Plan Z). Σύμφωνα με αυτό θα δημιουργούνταν ταυτόχρονα ένας στόλος σκαφών επιφανείας και ένας στόλος υποβρυχίων κατά το πρότυπο των Βρετανικών Ναυτικών δυνάμεων του Πρώτου Πολέμου. Η αρχική πρόβλεψη ήταν για 800 εν συνόλω σκάφη, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονταν 15 θωρηκτά, 13 βαρέα καταδρομικά, τέσσερα αεροπλανοφόρα, 23 καταδρομικά, 22 βαρέα αντιτορπιλικά (Spähkreuzer), 158 αντιτορπιλικά και τορπιλοβόλα και 249 υποβρύχια. Το σχέδιο θα διαρκούσε επτά χρόνια (1939 - 1946), ο προϋπολογισμός του ήταν 33 δισεκατομμύρια μάρκα (Reichsmark) και η επάνδρωσή του θα απορροφούσε συνολικά περίπου 200.000 άνδρες.[3] Το σχέδιο αυτό δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Είναι αμφίβολο εάν η Γερμανία διέθετε τους απαραίτητους πόρους για να το πραγματοποιήσει, ενώ δεν θα ήταν λογικό να αναμένει κανείς ότι οι υπόλοιπες Ευρωπαϊκές δυνάμεις θα παρακολουθούσαν απαθείς την εξέλιξή του. Την 1η Σεπτεμβρίου 1939 η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία και τέσσερις μήνες αργότερα το σχέδιο ματαιώθηκε. Όλα τα σκάφη, των οποίων η ναυπήγηση είχε ξεκινήσει (όπως τα Kreuzer M και Ν), διαλύθηκαν και τα εξαρτήματά τους χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή περισσότερων υποβρυχίων.
Το 1935 η Γερμανία υπέγραψε Ναυτικό Σύμφωνο με τη Μεγάλη Βρετανία (18 Ιουνίου). Σε αυτό προβλεπόταν ότι η Γερμανία θα μπορεί να ναυπηγήσει σκάφη επιφανείας συνολικού εκτοπίσματος ίσου με το 35% του αντίστοιχου βρετανικού και υποβρύχια συνολικού εκτοπίσματος ίσου με το 45% του αντίστοιχου βρετανικού. Ένας επιπλέον όρος προέβλεπε ότι κανένα γερμανικό σκάφος δεν μπορούσε να υπερβεί τους 35.000 τόνους. Σχεδόν αμέσως το - έως τότε - "Reichsmarine" μετονομάζεται σε "Kriegsmarine". Ηγέτης του (Oberbefehlshaber der Kriegsmarine) παραμένει ο Έριχ Ραίντερ. Το ίδιο έτος ο Πλοίαρχος Καρλ Ντένιτς ξεκινά την οργάνωση ενός στόλου υποβρυχίων, παρά το γεγονός ότι ο Ραίντερ δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκά διακείμενος προς τα υποβρύχια. Ο Ντένιτς όμως είναι πολύ δραστήριος και καταφέρνει να δημιουργήσει αξιόμαχο στόλο υποβρυχίων, ο οποίος κατά τη διάρκεια του Πολέμου θα βυθίσει 2.603 Συμμαχικά σκάφη.
Σήμερα εκτιμάται ότι η εγκατάλειψη του Σχεδίου Ζ υπήρξε μοιραία για τη Γερμανία. Η μη ναυπήγηση αεροπλανοφόρων ήταν σημαντικό σφάλμα, όπως αποδείχτηκε από τον τρόπο βύθισης του "Βίσμαρκ", ενώ τα υποβρύχια είχαν υπερβολικά μικρή ταχύτητα σε κατάδυση (μόλις 8 κόμβοι) και ήταν εύκολοι στόχοι των αντιτορπιλικών.[4] Έτσι περί τα μέσα του πολέμου ο υποβρύχιος πόλεμος χρεωκοπεί, καθώς χάνονται σκάφη και - το κυριότερο - πληρώματα, που είναι ολοσχερώς αδύνατο να αναπληρωθούν.
Το ανώτατο όργανο του γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού ήταν η Ανώτατη Ναυτική Διοίκηση (Oberkommando der Marine ή OKM), και ο πιο υψηλόβαθμος αξιωματικός ήταν ο «Αρχηγός της Ανωτάτης Ναυτικής Διοίκησης» (Oberbefehlshaber der Kriegsmarine). Σε αυτό το αξίωμα υπηρέτησαν τέσσερεις αξιωματούχοι: Ο πρώτος Αρχηγός του OKM ήταν ο Έριχ Ραίντερ, ο οποίος ήταν και ο Αρχηγός του Πολεμικού Ναυτικού του Ράιχ όταν αυτό μετονομάστηκε και αναδιοργανώθηκε το 1935 από τους Ναζί. Ο Ράεντερ κατείχε τη θέση αυτή μέχρι να έρθει σε ρήξη με τον Χίτλερ μετά την αποτυχία των Γερμανών στη Ναυμαχία της Θάλασσας του Μπάρεντς.[5] Αντικαταστάθηκε από τον Καρλ Ντένιτς, ο οποίος διοίκησε μέχρι τον διορισμό του ως Προέδρου της Γερμανίας μετά τον θάνατο του Χίτλερ. Τον αντικατέστηση στην διοίκηση του OKM ο Χανς Γκέοργκ φον Φρίντενμπουργκ (Hans-Georg von Friedeburg).[6] Ο Φρίντενμπουργκ όμως όταν συνελήφθη ως αιχμάλωτος πολέμου μαζί με τα μέλη της τελευταίας ναζιστικής κυβέρνησης, αυτοκτόνησε και τη θέση πήρε για τυπικούς λόγους και για διάστημα ενός μηνός πριν την οριστική διάλυση του Στόλου, ο Αρχιναύρχος Βάλτερ Βαρζέχα (Walter Warzecha). [7]
H ΟΚΜ διαιρούνταν περαιτέρω σε διάφορα τμήματα, με σημαντικότερο το «Γενικό Ναυτικό Επιτελείο» (Seekriegsleitung, SKL), το οποίο συντόνιζε τον ναυτικό πόλεμο και κατάρτιζε τα επιχειρησιακά σχέδια. Στην ΟΚΜ υπάγονταν οι «Γενικές Διοικήσεις» (Marineoberkommando), οι «Διοικήσεις Μοίρας» (οργανωμένες με βάση τους τύπους των πλοίων Flottenkommando) και οι προσωρινές διοικήσεις στολίσκων με βάση τις επιχειρησιακές ανάγκες.
Οι Γενικές Διοικήσεις (Marineoberkommando) ήταν οι παρακάτω:[8]
Οι βαθμοί των Αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού ήταν οι εξής [10]:
Η πρώτη παρουσία του Πολεμικού Ναυτικού σε πολεμικές επιχειρήσεις σημειώθηκε στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο: Τον Ιούλιο του 1936 στάλθηκαν στην περιοχή τα θωρηκτά τσέπης Deutschland και Admiral Scheer συνοδευόμενα από το ελαφρύ καταδρομικό Köln και το 2ο στολίσκο τορπιλοβόλων. Αποστολή τους ήταν η κάλυψη των στρατευμάτων του Φράνκο, μολονότι το Deutschland συμμετείχε κυρίως σε αποστολές ανθρωπιστικού χαρακτήρα, διασώζοντας 9.300 πρόσφυγες (4.600 από τους οποίους ήσαν Γερμανοί). Όταν συστάθηκε η "Διεθνής περίπολος μη παρέμβασης" για την ενίσχυση του εμπάργκο στην Ισπανία, στη Γερμανική μοίρα ανατέθηκε η περιοχή μεταξύ της Αλμερία και της Οροπρέσα. Στις περιπολίες αυτές συμμετείχαν αρκετά σκάφη, μεταξύ των οποίων και το Graf Spee.
Η Δημοκρατική πλευρά των αντιμαχομένων είχε ειδοποιήσει τις κυβερνήσεις Γερμανίας και Ιταλίας ότι επισκέψεις σκαφών που εκφόρτωναν πολεμικό υλικό και άλλα εφόδια στο λιμάνι Πάλμα ντε Μαγιόρκα δεν θα επιτραπούν. Σε εκτέλεση αυτής της ειδοποίησης, στις 24 Μαϊου το ιταλικό καταδρομικό Barletta, που αγκυροβόλησε στην Πάλμα, δέχτηκε αεροπορική επίθεση με απώλεια έξι ανδρών. Την ίδια μέρα δέχτηκε επίθεση και το γερμανικό περιπολικό Albatross, χωρίς όμως επτυχία. Στις 29 Μαϊου 1937 το Deutschland, με Κυβερνήτη τον Πλοίαρχο Πάουλ Βέννεκερ (Paul Wenneker), ενεπλάκη σε μάχη στα ανοικτά της Ίμπιζα, όταν δύο βομβαρδιστικά της Δημοκρατικής αεροπορίας του επιτέθηκαν, προκαλώντας του απώλειες (31 νεκροί, 110 τραυματίες)[11][12]. Σε απάντηση, το Admiral Scheer βομβάρδισε την Αλμερία στις 31 Μαίου. Νέες επιθέσεις, αυτή τη φορά με υποβρύχια, εναντίον του Leipzig έξω από το λιμάνι του Οράν στα μέσα Ιουνίου του 1937, ανάγκασαν το Πολεμικό Ναυτικό να αποχωρήσει από τη Διεθνή περίπολο, αν και διατήρησε σταθερή παρουσία στην περιοχή μέχρι τη λήξη του πολέμου.
Το Γερμανικό Ναυτικό κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου διέθετε περιορισμένο αριθμό σκαφών επιφανείας σε σχέση με τους αντιπάλους του και, ως εκ τούτου, δεν μπόρεσε να διαδραματίσει πολύ σημαντικό ρόλο, αν και τα σκάφη χρησιμοποιήθηκαν με ικανοποιητική αποτελεσματικότητα. Αντίθετα, διέθετε σημαντικό αριθμό υποβρυχίων, τα οποία έφεραν σε αρκετά δύσκολη θέση την Βρετανία αρχικά και τους Συμμάχους γενικότερα. Το πρόβλημα με τα σκάφη επιφανείας προερχόταν, κυρίως, από την εγκατάλειψη του σχεδίου "Ζ", με αποτέλεσμα ο στόλος να μην ανανεώνει τα απωλεσθέντα σκάφη. Επίσης, σημαντικό πρόβλημα προέκυψε τόσο από την απουσία ναυτικής αεροπορίας (δεν κατασκευάστηκαν ποτέ τα προγραμματισμένα αεροπλανοφόρα) όσο και από την αδυναμία συνεργασίας Πολεμικού Ναυτικού και Αεροπορίας: Ο Γκαίρινγκ αρνήθηκε επίμονα να θέσει έστω και ένα αεροσκάφος υπό τη διοίκηση αξιωματικού του Ναυτικού. Η τακτική αυτή υπήρξε ολέθρια, ειδικά στις επιθέσεις κατά νηοπομπών.
Το Πολεμικό Ναυτικό ενεπλάκη σε πολεμικές επιχειρήσεις πριν σχεδόν αρχίσουν οι επιχειρήσεις στην ξηρά. Έλαβε μέρος στη μάχη του Βέστερπλάττε (Westerplatte) κατά την εισβολή της Γερμανίας στην Πολωνία με δύο πολεμικά σκάφη και μια μοίρα ξηράς.
Ύστερα από τις Γερμανικές αποτυχίες και βυθίσεις μεγάλων σκαφών το 1943 (ιδιαίτερα μετά το φιάσκο της Ναυμαχίας στη Θάλασσα του Μπάρεντς), ο Χίτλερ κάλεσε τον Ραίντερ και έξαλλος του ανακοίνωσε ότι σκόπευε να διαλύσει το στόλο επιφανείας, που "δεν έκανε τίποτε άλλο από το να απορροφά πόρους χωρίς κανένα αντίκρισμα". Ο Ραίντερ προσπάθησε να δικαιολογήσει τις αποτυχίες των μονάδων του - όχι χωρίς κάποια σοβαρά επιχειρήματα - αλλά ο Χίτλερ δεν ήταν σε θέση να τον ακούσει. Ο Ραίντερ, προβλέποντας ότι θα είναι Μέγας Ναύαρχος χωρίς Στόλο, ψέλλισε την παραίτησή του και υπέδειξε, με προτροπή του Χίτλερ και όχι χωρίς δυσφορία, ως αντικαταστάτη του τον Ντένιτς, ο οποίος πράγματι τον διαδέχτηκε και κατάφερε να μην παροπλιστούν τα σκάφη που είχαν απομείνει. Ωστόσο, ήταν τόσο λίγα, μπροστά στον κολοσσιαίο, πλέον, στόλο των Συμμάχων, που δεν ήταν σε θέση να αναλάβουν καμία σοβαρή επιχείρηση. Το βάρος έπεσε κύρια στα υποβρύχια. Η αδυναμία του Πολεμικού Ναυτικού έγινε εμφανέστατη κατά την Απόβαση στη Νορμανδία το 1944: Κανένα σκάφος δεν εμφανίστηκε για να αντιμετωπίσει τα αποβατικά των Συμμάχων, πλην ενός αντιτορπιλικού, το οποίο, κάτω από τα σφοδρά πυρά των συμμαχικών σκαφών έσπευσε να απομακρυνθεί, ενώ τα υποβρύχια κατάφεραν να βυθίσουν μόλις ένα αντιτορπιλικό από ένα Στόλο περίπου 2.500 σκαφών κάθε τύπου.
Τα γερμανικά υποβρύχια είχαν ως στόχο κάθε εχθρικό σκάφος, ανεξάρτητα τύπου και εκτοπίσματος. Καθ' όλη τη διάρκεια του Πολέμου κατόρθωσαν να βυθίσουν περίπου 2.700 σκάφη, ανάμεσα στα οποία και μεγάλα πολεμικά. Εν τούτοις, κύριος στόχος των υποβρυχίων ήταν πάντα οι νηοπομπές μεταφοράς εφοδίων από τις ΗΠΑ προς τους Συμμάχους τους, ακόμη και πριν την επίσημη είσοδο των ΗΠΑ στη σύρραξη.
Τολμηροί κυβερνήτες υποβρυχίων είχαν εισδύσει και καταστρέψει εμπορικά σκάφη ακόμη και στο λιμάνι της Νέας Υόρκης. Αυτό ανάγκασε τον Πρόεδρο Ρούζβελτ να καθορίσει μια "ζώνη ασφαλείας" στον Ατλαντικό, δίνοντας παράλληλα το σύνθημα "Shoot first" (= χτυπάτε πρώτοι) στα σκάφη που περιπολούσαν στη ζώνη αυτή. Παρόλ' αυτά, τα γερμανικά υποβρύχια δεν σταμάτησαν τις δραστηριότητές τους - χαρακτηριστικό παράδειγμα το καταδρομικό Ρόιμπεν Τζέιμς (Reuben James) του Αμερικανικού Ναυτικού, που δεν πρόλαβε να "κτυπήσει" πρώτο και βυθίστηκε από το υποβρύχιο U-53. Οι ακτές της Νέας Υόρκης είχαν αποκληθεί "ο Παράδεισος των υποβρυχίων" από τους Βρετανούς. Οι ΗΠΑ αποφάσισαν τότε να ζητήσουν τη βοήθεια των Βρετανών για να οργανώσουν ανθυποβρυχιακή άμυνα. Το αποτέλεσμα ήταν ο δραστικός περιορισμός των δραστηριοτήτων των γερμανικών υποβρυχίων. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι οι δραστηριότητές τους σταμάτησαν - οι βασικοί στόχοι (νηοπομπές) συνέχισαν να πλήττονται. Ωστόσο, καθώς τα γερμανικά σκάφη ήταν αργά (σε κατάδυση) και είχαν μεσαία ακτίνα δράσης, ενώ έπρεπε να διασπούν αποκλεισμούς για να φθάσουν σε γερμανικά λιμάνια, δεν ήταν δυνατή η ταυτόχρονη παρουσία περισσότερων των 6-7 σκαφών στον Ατλαντικό, ενώ η ανθυποβρυχιακή δραστηριότητα οδηγούσε σε συνεχείς απώλειες σκαφών αλλά και, το κυριότερο, αναντικατάστατων πληρωμάτων. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου το 60% των U-boote που δρούσαν στις θάλασσες βυθίστηκε κατά τη διάρκεια αποστολών. 28.000 από τους 40.000 άνδρες των πληρωμάτων τους χάθηκαν, ενώ 8.000 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Ήταν το όπλο με τις μεγαλύτερες απώλειες κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης.
Σημαντικό ρόλο στην αποτυχία του υποβρύχιου πολέμου διαδραμάτισε η χρήση της συσκευής Enigma από το Πολεμικό Ναυτικό. Οι Βρετανοί είχαν καταφέρει, ήδη από το 1940, να σπάσουν τους κώδικες της συσκευής Enigma (επιχείρηση Ultra) και ήταν σε θέση να αποκρυπτογραφούν τα μηνύματα που ανταλλάσσονταν μεταξύ Ναυαρχείων και σκαφών. Το Πολεμικό Ναυτικό χρησιμοποιούσε πιο πολύπλοκη συσκευή Enigma με οκτώ ρότορες, πράγμα που έκανε την αποκρυπτογράφηση πολύ δυσχερέστερη. Ωστόσο, οι εργαζόμενοι του Μπλέτσλεϊ Παρκ ξεπέρασαν και αυτό το εμπόδιο.
Μια επιπλέον αιτία, μετά το 1942, ήταν η υιοθέτηση χρήσης αεροπλανοφόρων συνοδείας στις νηοπομπές: Εντοπίζοντας με το ραντάρ τη θέση του υποβρυχίου, το οποίο ήταν υποχρεωμένο να αναδυθεί τη νύκτα, αποστέλλονταν ειδικά αεροσκάφη από το αεροπλανοφόρο, τα οποία κυριολεκτικά "έλουζαν με βόμβες" το εν αναδύσει υποβρύχιο. Όταν ο Ντένιτς διαπίστωσε, από αναφορές κυβερνητών, τι περίπου συνέβαινε, ενημέρωσε τον Χίτλερ, ο οποίος εξεμάνη, απέκρουσε τις αιτιάσεις του Ναυάρχου του ως ανυπόστατες και του φώναξε: "Δεν θα εγκαταλείψω τον Ατλαντικό! Είναι η αμυντική μου τάφρος!".[13] Οι εξελίξεις δικαίωσαν τον Ντένιτς, ο οποίος μέσα σε δέκα ημέρες έχασε τρεις από τους κορυφαίους κυβερνήτες των σκαφών του: Τον Κρέτσμερ, τον Σέπκε και τον Πρίεν.
Ο Καρλ Ντένιτς, αφοσιωμένος και επαγγελματίας αξιωματικός, παρέμεινε στη θέση του μέχρι τις 30 Απριλίου 1945. Τότε έμαθε ότι ο Χίτλερ τον είχε αναγορεύσει διάδοχό του, λίγο πριν αυτοκτονήσει. Παρέμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας, οπότε και συνελήφθη από τους Συμμάχους και παραπέμφθηκε να δικαστεί στη Δίκη της Νυρεμβέργης μαζί με τον Έριχ Ραίντερ. Την τελευταία μέρα διοίκησής του στο Πολεμικό Ναυτικό είχαν απομείνει, επιχειρησιακώς ενεργά, μόνο δύο μεγάλα σκάφη επιφανείας.[14] Τα σκάφη που επέζησαν της σύρραξης είτε διαλύθηκαν είτε δόθηκαν ως πολεμική αποζημίωση στις νικήτριες δυνάμεις.
Οι κλάσεις των σκαφών επιφανείας του Πολεμικού Ναυτικού κατά την περίοδο 1935 - 1945 ήταν οι εξής (αναφέρονται και τα σκάφη που περιλάμβαναν):
Τύπου 1934 και 1934Α
Τύπου 1936, 1936A, 1936B και 1936C
*(1) Δεν κατασκευάστηκαν ποτέ, αν και είχαν προγραμματιστεί
*(1) Η κατασκευή τους ξεκίνησε αλλά δεν ολοκληρώθηκε
Ο Στόλος επιφανείας περιλάμβανε, επίσης, αρκετά τορπιλλοβόλα, ναρκαλιευτικά, εκπαιδευτικά και βοηθητικά σκάφη[15].
Μια ενδιαφέρουσα, από άποψη τακτικής, κίνηση του Πολεμικού Ναυτικού ήταν η δημιουργία μετασκευασμένων εμπορικών σε "πολεμικά" σκάφη, τα οποία είχαν την όψη ενός κοινού εμπορικού σκάφους, διέθεταν, όμως, θωράκιση και εξοπλισμό καταδρομικού. Προορίζονταν για την καταστροφή (και, όπως στην περίπτωση του "Τορ" και για λαφυραγώγηση) εμπορικών πλοίων. Το Πολεμικό Ναυτικό τα αποκαλούσε Hilfskreuzer (HSK, βοηθητικά καταδρομικά) και κατάφεραν να βυθίσουν σκάφη συνολικού εκτοπίσματος περίπου 600.000 τόνων. Τα σκάφη αυτά ήταν τα εξής:
Από τα περισσότερο γνωστά ήταν το Kormoran και το Thor. Συνήθως τα σκάφη αυτά βύθιζαν (και αν ήταν δυνατό λεηλατούσαν, όπως το Τορ) εμπορικά σκάφη αλλά υπέκυπταν στην ανωτερότητα πραγματικών πολεμικών σκαφών.[16]. Το Κόρμοραν, π.χ., καταστράφηκε από το βαρύ καταδρομικό Sydney του Αυστραλιανού ναυτικού, αλλά υποκύπτοντας κατάφερε να βυθίσει το αντίπαλο σκάφος. Κανένα από αυτά τα σκάφη δεν απέφυγε τη βύθιση.
Τα υποβρύχια αποτέλεσαν την "αιχμή του δόρατος" του Πολεμικού Ναυτικού στις πολεμικές επιχειρήσεις. Ο πρώτος στολίσκος υποβρυχίων δημιουργήθηκε από τον τότε πλοίαρχο Καρλ Ντένιτς. Ο Ντένιτς, αναλαμβάνοντας καθήκοντα το Σεπτέμβριο του 1933, βρήκε συνολικά τρία σκάφη, τα U-7, U-8 και U-9, τα οποία ήταν - κατά γενική ομολογία - "βαρκούλες": Κατάλληλα μόνο για εκπαίδευση και πολύ μικρές επιχειρήσεις κοντά σε ακτές και ολοσχερώς ακατάλληλα για επιχειρήσεις σε ανοικτές θάλασσες, όπως ο Ατλαντικός Ωκεανός. Ξεκινά ένα πρόγραμμα σχεδίασης και κατασκευής υποβρυχίων σκαφών, με τον τύπο ΙΙ. Το 1936 ο Ντένιτς ονομάζεται επικεφαλής ολόκληρου του Στόλου Υποβρυχίων (Führer der Unterseeboote (FdU)) και ξεκινά τη ριζική αναδιοργάνωση του υποβρυχίου όπλου, καθώς ο Χίτλερ αγνοεί πλέον ολοσχερώς τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και έχει υπογράψει σχετικό σύμφωνο με τη Βρετανία. Μολονότι ο Ραίντερ, ναυτικός των σκαφών επιφανείας, δεν είναι ιδιαίτερα ευνοϊκά διακείμενος προς το υποβρύχιο όπλο, συγκρούεται συχνά με τον Χέρμαν Γκαίρινγκ, επικεφαλής του Τετραετούς σχεδίου, που αποστερεί πόρους από το Ναυτικό (και κυρίως από τα υποβρύχια), αποδίδοντάς τους στην Λουφτβάφε. Οι προσπάθειες του Ντένιτς δεν αποδίδουν σύντομα καρπούς: Όταν θα ξεκινήσει η σύρραξη, η Γερμανία δεν θα διαθέτει, ακόμη, αξιόμαχο υποβρύχιο στόλο (μόλις 57 σκάφη). Η συνεχής κατασκευή και άλλων σκαφών (μολονότι ο αρχικός στόχος 25 σκάφη / μήνα δεν επιτεύχθηκε) θα επιτύχει να κάνει το στόλο αυτό αξιόμαχο τόσο αριθμητικά όσο και, κυρίως, τακτικά. Ο υποβρυχιος στόλος του Ντένιτς θα φέρει σε πολύ δύσκολη θέση τους Βρετανούς αρχικά και τους Συμμάχους αργότερα.
Εξετάζοντας τους πιο πάνω τύπους υποβρυχίων γίνεται αντιληπτό ότι τα γερμανικά υποβρύχια, με την εξαίρεση του τύπου XXI, ήταν, στην πραγματικότητα, σκάφη επιφανείας που είχαν τη δυνατότητα κατάδυσης όταν επρόκειτο να κτυπήσουν τον αντίπαλο ή όταν κινδύνευαν. Η ταχύτητά τους σε κατάδυση δεν ξεπερνούσε σε κανένα τύπο τους 8 κόμβους, κανένα δεν είχε αυτονομία επαρκή για μακροχρόνιες καταδύσεις και όλα ήταν υποχρεωμένα να αναδύονται τόσο για την ανανέωση του αέρα στο εσωτερικό τους όσο και για τη φόρτιση των συσσωρευτών τους. Τα μειονεκτήματα αυτά ήταν σοβαρότατα για ένα στόλο που επιδίωκε να επηρεάσει την έκβαση μιας Παγκόσμιας πολεμικής σύρραξης. Με ταχύτητες 6 -8 κόμβων σε κατάδυση, τα υποβρύχια αποτελούσαν εύκολο στόχο των βομβών βυθού που έρριπταν τα αντιτορπιλικά και ήταν αδύνατο να ξεφύγουν, αργότερα, από τα ραντάρ. Αυτός ήταν ο βασικός παράγοντας χρεωκοπίας του υποβρύχιου πολέμου ήδη από τις αρχές του 1943. Ο τύπος XXI εμφανίστηκε με δύο χρόνια καθυστέρηση και δεν επηρέασε καθόλου την έκβαση του Ναυτικού πολέμου, ενώ ο τύπος XXIII δεν προοριζόταν για επιθέσεις αλλά είχε περισσότερο αμυντικό χαρακτήρα.
Συνολικά κατασκευάστηκαν και μπήκαν σε πολεμική υπηρεσία 1153 υποβρύχια όλων των τύπων.
Οι κορυφαίοι Κυβερνήτες υποβρυχίων
(σε τόνους καταβυθισθέντων σκαφών)[18]
(Πολεμικά σκάφη)
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.