From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο όρος Μάχη του Ατλαντικού αναφέρεται στο σύνολο των πολεμικών επιχειρήσεων που έλαβαν χώρα στον Ατλαντικό ωκεανό κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και που διήρκεσαν από το 1939 μέχρι τη στρατιωτική κατάρρευση της Ναζιστικής Γερμανίας το 1945, θεωρούμενη έτσι ως η μακροβιότερη μάχη του πολέμου. Βέβαια μπορεί στο χώρο αυτό να μη συνέβησαν μεγάλες ναυμαχίες ή αεροναυμαχίες όπως αντίθετα δόθηκαν την ίδια περίοδο στον Ειρηνικό ωκεανό, υπήρξε όμως ένα τεράστιο πεδίο κυρίως ανθυποβρυχιακών αγώνων επικυριαρχίας αλλά και επιβίωσης με τεράστιες καταστροφές.
Μάχη του Ατλαντικού | |||
---|---|---|---|
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος | |||
Χρονολογία | 1940 – 1944 | ||
Τόπος | Ατλαντικός | ||
Αποτέλεσμα | Νίκη των Συμμαχικών δυνάμεων | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
|
Η πατρότητα του όρου αυτού αποδίδεται στον τότε πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου Ουίνστον Τσώρτσιλ[1] Στην διάρκεια της μάχης αυτής το Γερμανικό Πολεμικό Ναυτικό (Kriegsmarine) χρησιμοποίησε δυνάμεις επιφανείας αλλά, κυρίως, υποβρύχια για να εξουδετερώνει τις αντίπαλες νηοπομπές που προέρχονταν από τις ΗΠΑ και το Νότιο Ατλαντικό με κατεύθυνση κύρια το Ηνωμένο Βασίλειο και (αργότερα) τη Σοβιετική Ένωση. Οι Γερμανοί στο πεδίο αυτό βοηθήθηκαν ελάχιστα από το Ιταλικό Βασιλικό Ναυτικό (Regia Marina), το οποίο ενεπλάκη από τον Ιούνιο του 1940. Αναφέρθηκε ελάχιστη εμφάνιση Ιαπωνικών υποβρυχίων στον Ατλαντικό.
Όταν στις 18 Νοεμβρίου 1918 ο γερμανικός στόλος κατέπλευσε στο Σκάπα Φλόου για να παραδοθεί, το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό έμοιαζε να βρίσκεται στο απόγειο της δόξας του: Διέθετε 61 μεγάλα σκάφη μάχης (έναντι 40 της Γαλλίας και 39 των ΗΠΑ) και εμφανιζόταν ως το ισχυρότερο Ναυτικό σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα πράγματα όμως δεν ήταν ακριβώς έτσι: Η Βρετανία όφειλε να περιφρουρεί θαλάσσιες οδούς τεραστίων αποστάσεων, καθώς τα τότε συμφέροντά της εκτείνονταν από την Ευρώπη και την Αφρική μέχρι την Ινδία και την Άπω Ανατολή, ενώ έπρεπε να προστατεύει και τα περίπου 2.500 εμπορικά σκάφη της. Με τον τρόπο αυτό όμως γινόταν όλο και περισσότερο εξαρτημένη από τις διά θαλάσσης εισαγωγές της, ενώ οι τεράστιες δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε για τη διεξαγωγή του Α' Παγκοσμίου Πολέμου την είχαν καταστήσει αδύναμη για να μπορέσει να συντηρήσει τα τρέχοντα επίπεδα ισχύος της. Η αμυντική της πολιτική βασίστηκε στο γεγονός ότι για την επόμενη δεκαετία δεν θα υπήρχε νέα μεγάλη σύρραξη στα εδάφη των συμφερόντων της. Για το λόγο αυτό δέχτηκε να υπογράψει τις ναυτικές συμφωνίες της διάσκεψης της Ουάσιγκτον το 1922, με τις οποίες απεμπολούσε, ουσιαστικά, το χαρακτηρισμό του Βασιλικού Ναυτικού ως του ισχυρότερου στον κόσμο. Συμφώνησε, επίσης, να μη ναυπηγηθούν νέα μεγάλα πολεμικά σκάφη την επόμενη δεκαετία, εξαιρουμένων όσων ήταν ήδη υπό ναυπήγηση (επρόκειτο για τα θωρηκτά "Ρόντνεϊ" και "Νέλσον", που περατώθηκαν το 1927). Η ισχύς του Βασιλικού Ναυτικού περιορίστηκε ακόμη περισσότερο στη ναυτική διάσκεψη του Λονδίνου το 1930, καθώς μετά από αυτή υιοθετήθηκαν, για οικονομικούς λόγους, περιορισμοί στην εκπαίδευση των πληρωμάτων.[2]
Όταν οι Εθνικοσοσιαλιστές του Χίτλερ κατέλαβαν την εξουσία το 1933, η Γερμανία διέθετε μόνον ένα στρατό ξηράς 100.000 ανδρών, χωρίς βαρέα πυροβόλα και άρματα μάχης. Δεν υπήρχε καθόλου πολεμική αεροπορία, καθώς την απαγόρευε η Συνθήκη των Βερσαλλιών, ενώ είχε καθυστερήσει σημαντικά το εξοπλιστικό πρόγραμμα του Ναυτικού της: Τα υποβρύχια ήταν ολοσχερώς απαγορευμένα, ενώ κανένα πολεμικό σκάφος δε μπορούσε να υπερβεί τους 10.000 κ.ο.χ. Εκείνη την εποχή διέθετε έξι ελαφρά καταδρομικά (6.000 κ.ο.χ. το καθένα), 12 τορπιλοβόλα, ενώ από τα θωρηκτά κλάσης "Ντόιτσλαντ" μόνο το ίδιο το "Ντόιτσλαντ" ήταν έτοιμο, τα άλλα δύο, "Αντμιράλ Σέερ" και "Άντμιραλ Γκραφ Σπέε" ήταν ακόμη στα ναυπηγεία, χωρίς να έχει γίνει παραγγελία για περισσότερα.[3]
Στον αντίποδα η Βρετανία, όπως προαναφέρθηκε, ήταν ισχυρά εξαρτημένη από τη θάλασσα για την οικονομία της: Εισήγαγε τρόφιμα και πρώτες ύλες απαραίτητες για την επιβίωση των κατοίκων της, ενώ οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι της ήταν, κατά κύριο λόγο, οι αποικίες της. Η Ναζιστική Γερμανία, γνωρίζοντας την ανάγκη των Βρετανών να ανεφοδιάζονται από το εξωτερικό, μόλις δέχτηκε την κήρυξη πολέμου από τη Βρετανία και τη Γαλλία (Σεπτέμβριος 1939, αμέσως μετά την εισβολή της στην Πολωνία αποφάσισε να κάνει τους Βρετανούς να λιμοκτονήσουν και να γονατίσουν από την άποψη εξοπλισμού και πρώτων υλών επιβάλλοντάς τους ναυτικό αποκλεισμό. Αυτό ακριβώς είχε αποπειραθεί να επιτύχει και ο Κάιζερ Βίλχελμ (Γουλιέλμος) κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.[4] Αν η Ναζιστική Γερμανία είχε καταφέρει να εμποδίσει τα εμπορικά πλοία να μεταφέρουν τρόφιμα, πρώτες ύλες, στρατεύματα και τον εξοπλισμό τους από τη Βόρεια Αμερική προς τη Βρετανία, η έκβαση του Πολέμου θα ήταν ριζικά διαφορετική: Η Βρετανία θα είχε υποταγεί λιμοκτονώντας, ενώ τα στρατεύματά της δε θα ήταν δυνατό να εξοπλιστούν με άρματα μάχης και οχήματα αμερικανικής κατασκευής.
Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, οι στόλοι και των δύο χωρών ήταν σχετικά ανέτοιμοι. Ο Χίτλερ γνώριζε ότι το Ναυτικό του ήταν κατά πολύ υποδεέστερο σε δυνάμεις σε σχέση τόσο με το βρετανικό όσο και με το γαλλικό (Marine Nationale). Οι Γάλλοι, μάλιστα, είχαν ανανεώσει πρόσφατα τα σκάφη τους και διέθεταν έναν από τους πλέον σύγχρονους στόλους στην Ευρώπη. Οι Βρετανοί διέθεταν βέβαια ακόμη 12 θωρηκτά, 5 αεροπλανοφόρα και 53 καταδρομικά, αλλά τα περισσότερα από αυτά ήταν "απομεινάρια" του Πρώτου πολέμου: Μόνο τα "Χουντ" και "Ρινόουν" μπορούσαν να φθάσουν την ταχύτητα των σύγχρονων γερμανικών θωρηκτών, ενώ το μοναδικό σύγχρονο αεροπλανοφόρο, το "Αρκ Ρόαγιαλ" μετέφερε πεπαλαιωμένα αεροσκάφη. Συνολικά η Βρετανία διέθετε μόνο 7 αεροπλανοφόρα, από τα οποία τρία ήταν τόσο πεπαλαιωμένα που ένα τους καταστράφηκε από βόμβες που έπεσαν κοντά του χωρίς να το πλήξουν.[5]
Με την έναρξη του πολέμου το Σεπτέμβριο του 1939 το εξοπλιστικό πρόγραμμα του γερμανικού στόλου άλλαξε. Ενώ το αρχικό πρόγραμμα προέβλεπε ομογενή στόλο σκαφών επιφανείας, δόθηκε εντολή να περατωθούν μόνον όσα σκάφη επιφανείας είχαν ήδη ξεκινήσει να κατασκευάζονται ενώ η κατασκευή όσων είχαν μόνο σχεδιαστεί ματαιώθηκε. Αντίθετα, ξεκίνησε ένα "βαρύ" πρόγραμμα κατασκευής υποβρυχίων: Ενώ το έως τότε πρόγραμμα προέβλεπε την κατασκευή 2 - 4 υποβρυχίων μηνιαία, το νέο πρόγραμμα προέβλεπε αυτό τον αριθμό να εκτοξεύεται στα 20 - 25 σκάφη ανά μήνα. Ιδιαίτερο βάρος δόθηκε στους τύπους VIIC και IXC. Τα VIIC είχαν μικρό εκτόπισμα (μόνο 570 κ.ο.χ.) αλλά μπορούσε να μεταφέρει 12-14 τορπίλες και είχε σχετικά μεγάλη ακτίνα δράσης. Για τον Ντένιτς ήταν ιδεώδες: Ελαφρύ και εύχρηστο, ευκίνητο, δύσκολο να εντοπιστεί τη νύκτα.[6] Ο δεύτερος τύπος έφτανε τους 740 κ.ο.χ. και ενώ ήταν λιγότερο ευκίνητο, είχε μεγαλύτερη ακτίνα δράσης και μετέφερε περισσότερες τορπίλες.
Οι δυνάμεις επιφανείας των Γερμανών ήταν πραγματικά κατά πολύ υποδεέστερες των αντίστοιχων βρετανικών τόσο ποιοτικά όσο, κυρίως, ποσοτικά. Βέβαια, οι Βρετανοί ήσαν υποχρεωμένοι να περιφρουρούν θαλάσσιες οδούς και 2.500 εμπορικά πλοία και ούτε αυτοί βρίσκονταν σε καλή κατάσταση: Τα περισσότερα σκάφη τους ήταν πεπαλαιωμένα ενώ είχε μειωθεί και ο αριθμός τους. Παρόλ' αυτά ο Χίτλερ αποφάσισε να ακολουθήσει τακτική που θα του επέτρεπε να παρακάμψει το εμπόδιο των υποδεέστερων δυνάμεων: Έθεσε ως κύριο στόχο των θαλάσσιων δυνάμεων τα εμπορικά σκάφη που μετέφεραν εφόδια στη Βρετανία (και αργότερα και την Σοβιετική Ένωση). Για την επίτευξη του στόχου κινητοποίησε κυρίως υποβρύχια, νάρκες και μια ειδική ομάδα σκαφών, μετασκευασμένων εμπορικών με εξοπλισμό και θωράκιση καταδρομικού, τα οποία επονομάστηκαν "βοηθητικά καταδρομικά" (Hilfskreuzer, HSK). Την ίδια αποστολή είχαν αναλάβει και ορισμένες "μεγάλες" μονάδες του Γερμανικού στόλου, όπως τα δύο "θωρηκτά τσέπης" "Αντμιράλ Γκραφ Σπέε" και "Ντόιτσλαντ" (θα μετονομαστεί σε "Λύτσοβ" λίγο αργότερα). Το κύριο βάρος ήταν προγραμματισμένο να πέσει στον υποβρυχιακό στόλο, τον οποίο διοικούσε από το 1936 ο Ναύαρχος Καρλ Ντένιτς. Είναι αξιοπρόσεκτο επίτευγμα για τη Γερμανία το ότι συνολικά κατασκευάστηκαν και μπήκαν σε πολεμική υπηρεσία 1153 υποβρύχια όλων των τύπων.
Το 1935 οι Βρετανοί υπέγραψαν την περίφημη "Ναυτική Συμφωνία" (Naval Agreement) με τη Γερμανία: Σε αυτή προβλεπόταν ότι η Γερμανία θα είχε τη δυνατότητα κατασκευής σκαφών ισότιμων με τα βρετανικά, ενώ ήρε την απαγόρευση ναυπήγησης υποβρυχίων (αν και οι Γερμανοί είχαν ήδη κατά παράβαση της συνθήκης ναυπηγήσει αρκετά μικρά σκάφη). Έτσι κατασκευάστηκαν τα θωρηκτά "Σάρνχορστ" και "Γκνάιζεναου", 32.000 κ.ο.χ., τα οποία οι Βρετανοί χαρακτήρισαν ως "βαρέα καταδρομικά", άρχισαν να κατασκευάζουν τα "Άντμιραλ Χίππερ" και "Πριντς Όιγκεν" ενώ ξεκίνησε και μεγαλύτερη προσπάθεια ναυπήγησης υποβρυχίων με παράλληλη βελτίωση των δυνατοτήτων τους.
Σε συγκρούσεις όπως αυτή, το σύστημα πληροφοριών έπαιξε ζωτικό ρόλο, καθώς και από τις δύο πλευρές, κατά διαστήματα, ήταν δυνατή η αποκρυπτογράφηση των σημάτων του αντιπάλου. Η Βρετανική επιχείρηση που ασχολήθηκε με αυτά τα θέματα πήρε την κωδική ονομασία "Επιχείρηση Ultra". Η δυνατότητα που απέκτησαν οι Βρετανοί να αποκρυπτογραφούν τα, ως τότε θεωρούμενα απαραβίαστα, σήματα που οι Γερμανοί κωδικοποιούσαν με τη συσκευή "Enigma" αποτέλεσε σημαντικό πλεονέκτημα, ιδιαίτερα όταν, το Μάιο του 1941, απέκτησαν μια τέτοια συσκευή από υποβρύχιο που αιχμαλώτισαν. Οι "Enigma" του ναυτικού έφεραν ένα στροφέα (ρότορα) περισσότερο από τις συμβατικές, πράγμα που καθιστούσε την αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων από το Μπλέτσλεϊ Παρκ (στέγη της "Ultra") αρχικά αδύνατη. Έτσι οι Βρετανοί, γνωρίζοντας πού περίπου βρίσκονταν τα γερμανικά υποβρύχια, αναπρογραμμάτιζαν τα δρομολόγια των νηοπομπών τους, απομακρύνοντάς τις από τους "λύκους".[7]
Το 1942 οι Γερμανοί, αντιλαμβανόμενοι ότι τα μηνύματά τους πρέπει να αποκρυπτογραφούνται, επέφεραν σημαντικές αλλαγές στις "Enigma" και οι ειδικοί του Μπλέτσλεϊ Παρκ έκαναν κυριολεκτικά αγώνα δρόμου για να διατηρήσουν το πλεονέκτημά τους. Η προσωρινή διακοπή αποκρυπτογράφησης επέφερε αύξηση των βυθίσεων των συμμαχικών εμπορικών πλοίων. Το πρόβλημα έγινε εντονότερο για τα συμμαχικά σκάφη καθώς οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν μεν στη σύγκρουση μετά το Περλ Χάρμπορ αλλά καθυστέρησαν σημαντικά στη λήψη μέτρων, όπως τη δημιουργία νηοπομπών και τη συσκότιση των παράκτιων πόλεών τους.[8] Ο Καρτιέ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η Φλόριντα αρνήθηκε να υπακούσει στις εντολές συσκότισης για να μη πειραχτεί ο τουρισμός της. Η περίοδος αυτή αποτέλεσε τη "δεύτερη ευτυχισμένη περίοδο" για τα γερμανικά υποβρύχια, καθώς το πρώτο μισό του 1942 κατάφεραν να βυθίσουν περισσότερα από 500 συμμαχικά εμπορικά σκάφη.
Το πρόβλημα της αποκρυπτογράφησης των γερμανικών μηνυμάτων (των οποίων η πολυπολοκότητα αυξανόταν διαρκώς) λύθηκε οριστικά με την κατασκευή του υπολογιστή Colossus Mark II στο Μπλέτσλεϊ Παρκ από τον Άλαν Τούρινγκ και τους συνεργάτες του το 1943.
Την έναρξη της μάχης του Ατλαντικού σηματοδότησε η βύθιση του υπερωκεανίου "Αθίνια" (Athenia), 13.581 κ.ο.χ. της εταιρείας "Donaldson Atlantic" από το υποβρύχιο U-30 με κυβερνήτη τον Φριτς - Γιούλιους Λεμπ (Fritz-Julius Lemp).[9] Το "Αθίνια" τορπιλίστηκε και βυθίστηκε 250 μίλια δυτικά του Ντόνεγκαλ (Ιρλανδία). και ενώ εκτελούσε το δρομολόγιο Γλασκώβη - Νέα Υόρκη. Ο Σκώτος πλοίαρχος Τζέιμς Κουκ ήταν έμπειρος ναυτικός που υπηρετούσε σε αυτή τη γραμμή από το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και απέστειλε το εξής λακωνικό τηλεγράφημα στην εταιρεία του ύστερα από τον τορπιλισμό: «Τορπιλιστήκαμε 250 μίλια δυτικά του Inistrahull, Donegal. Επιβάτες και πλήρωμα, εκτός όσων φονεύθηκαν από την έκρηξη, επιβιβάστηκαν στις λέμβους και περισυνελλέγησαν από παραπλέοντα σκάφη.» Το σκάφος μετέφερε 1.400 επιβάτες από τους οποίους 311 Αμερικανοί. Σκοτώθηκαν 112 άτομα. Ο Τσώρτσιλ, που τότε υπηρετούσε ως Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου, δήλωσε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι ο τορπιλισμός έγινε χωρίς καμιά προειδοποίηση και ότι η ενέργεια αυτή πρέπει να στιγματιστεί ως απάνθρωπη. Ο τορπιλισμός αυτός προκάλεσε σοκ στους αμερικανικούς κύκλους αλλά και στην κοινή γνώμη. Σε σύσκεψη στο Λευκό Οίκο εξετάστηκε το ενδεχόμενο να συνοδεύονται με νηοπομπές όσα σκάφη μεταφέρουν στον Ατλαντικό Αμερικανούς πολίτες.[10] Το ενθουσιώδες πλήρωμα του πλοιάρχου Λεμπ νόμισε ότι το "Αθίνια" ήταν εξοπλισμένο εμπορικό - καταδρομικό, αλλά αυτή η ενέργεια έκανε το Ναυαρχείο να πιστέψει ότι οι Γερμανοί είχαν προχωρήσει στην έναρξη υποβρυχιακού πολέμου χωρίς όρια.[11] Ακολούθησε η βύθιση του εμπορικού Bosnia από το υποβρύχιο U-47 του Γκίντερ Πρίεν στις 5 Σεπτεμβρίου 1939. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η απειλή, οι Βρετανοί οργάνωσαν για μια ακόμη φορά το σύστημα των νηοπομπών: Τα εμπορικά πλοία ταξιδεύουν σε ομάδες συνοδευόμενα από ένα ή δύο πολεμικά σκάφη εξοπλισμένα για ανθυποβρυχιακό πόλεμο (αντιτορπιλικά ή κορβέτες). Η πρώτη νηοπομπή, OG1, οργανώθηκε στη διαδρομή Ηνωμένο Βασίλειο - Γιβραλτάρ τον Οκτώβριο, ενώ εκείνη την εποχή, λόγω της απώλειας των U-42 και U-45 ο Καρλ Ντένιτς διέθετε μόνο τρία από τα προβλεπόμενα εννέα υποβρύχια εναντίον της νηοπομπής. Η επόμενη, HG3, η οποία ήταν ασυνόδευτη, έχασε τρία από τα 27 πλοία της. Συνολικά τον Οκτώβριο του 1939 βυθίστηκαν 22 βρετανικά, συμμαχικά και ουδέτερα σκάφη (ανεξαρτήτως αιτίας) και δύο γερμανικά υποβρύχια.[12] Τον επόμενο μήνα, καθώς ο Τσώρτσιλ ζητούσε από τα αεροπλανοφόρα να εντείνουν τις περιπολίες και τα σμήνη παράκτιας περιπολίας να επιτίθενται κατά των εντοπιζόμενων υποβρυχίων, αυτό έγινε αλλά τα μεν αεροσκάφη δε διέθεταν πληρώματα κατάλληλα εκπαιδευμένα ούτε αποτελεσματικές ανθυποβρυχιακές βόμβες ενώ η χρήση αεροπλανοφόρων έθετε τα πολύτιμα για τη Βρετανία σκάφη αυτά σε θανάσιμο κίνδυνο.[11]
Στο μεταξύ η γερμανική προπαγάνδα δε έμεινε απαθής: Ο Völkischer Beobachter (Λαϊκός παρατηρητής), επίσημη εφημερίδα του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος την επόμενη ημέρα της βύθισης του Αθίνια αναγράφει ότι «ο κ. Τσώρτσιλ εβύθισε το Αθίνια με μια καταχθόνια μηχανή, αδιαφορώντας για τη ζωή 1.400 ανθρώπων, προκειμένου να προκαλέσει διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Γερμανίας και ΗΠΑ». Οι Γερμανοί έγιναν πιστευτοί σε μεγάλο τμήμα της διεθνούς κοινής γνώμης και μόνο κατά τη διεξαγωγή της Δίκης της Νυρεμβέργης διαλύθηκαν όλες οι αμφιβολίες, καθώς ο Χίτλερ επέβαλε ποινή επίπληξης στον πλοίαρχο Λεμπ, έβαλε να παραποιήσουν το ημερολόγιο του σκάφους και επέβαλε όρκο σιωπής στο πλήρωμα του U-30[13] Τη βύθιση του Αθίνια ακολουθεί το ατμόπλοιο "Ρόγιαλ Σεπτρ" (Royal Sceptre) από το υποβρύχιο U-48 με κυβερνήτη τον Χέρμπερτ Σούλτσε (Herbert Schultze), ο οποίος έστειλε και τηλεγράφημα στο Βρετανικό Ναυαρχείο, ανακοινώνοντας τη θέση βύθισης του σκάφους 300 μίλια νότια του ακρωτηρίου Φινιστέρ και ζητώντας να ληφθεί μέριμνα για την περισυλλογή των επιζώντων (εννέα μέλη του πληρώματος και ο Πλοίαρχος είχαν φονευθεί από τα πυρά του υποβρυχίου). Ακολουθούν, ανάμεσα στις άλλες, δύο σημαντικές βυθίσεις: Το Σεπτέμβριο το υποβρύχιο U-29 βυθίζει το μετασκευασμένο σε αεροπλανοφόρο "Καράτζους" (Courageous) ενώ στις 14 Οκτωβρίου τορπιλίζεται μέσα στο αγκυροβόλιό του το θωρηκτό "Ρόγιαλ Όακ" (Royal Oak) στο Σκάπα Φλόου (Ορκάδες). Την εξαιρετικής τόλμης αυτή επιχείρηση έφερε σε αίσιο πέρας ο κυβερνήτης του υποβρυχίου U-47 Γκίντερ Πρίεν (Günther Prien).
Στην πραγματικότητα τα υποβρύχια του Ντένιτς ήταν ακόμη αδύνατο να επιβάλουν τον προβλεπόμενο ναυτικό αποκλεισμό της Βρετανίας: Είχαν πολύ μικρή ακτίνα δράσης και μπορούσαν να πλεύσουν μόνο μέχρι τις Βρετανικές ακτές - δε γινόταν καν λόγος για εξόδους στον Ατλαντικό σε μεγάλες αποστάσεις από τις ακτές, ενώ μικρός ήταν και ο αριθμός τους: Διέθεταν μόνο 57 ετοιμοπόλεμα σκάφη. Για το λόγο αυτό οι Γερμανοί στις αρχές έδωσαν σημαντικό βάρος στον αποκλεισμό με χρήση ναρκών: Δε χρησιμοποίησαν μόνο ναρκοπέδια αλλά και μια νέα εφεύρεση. Τον Οκτώβριο του 1939 δύο σκάφη στον Τάμεση ανατινάχτηκαν χωρίς να υπάρχει προφανής λόγος. Στις 22 Νοεμβρίου 1939, όμως, ένα γερμανικό αεροσκάφος εντοπίστηκε να ρίχνει κάτι με αλεξίπτωτο στον ποταμό. Η έρευνα που ακολούθησε οδήγησε στην ανακάλυψη του αντικειμένου που είχε ριφθεί και είχε πέσει στο βούρκο των οχθών του ποταμού κοντά στην περιοχή Σουμπέρινες (Shoeburyness): Επρόκειτο για μια μαγνητική νάρκη. Οι δύο πυροτεχνουργοί του Ναυτικού Ούβρις και Λιούις προσπάθησαν να την απενεργοποιήσουν διαπιστώνοντας τελικά ότι δεν ήταν οπλισμένη και την παρέδωσαν για εξέταση στα εργαστήρια του Ναυτικού.[13] Εκεί αποκαλύφθηκε η τεχνική που χρησιμοποιούσε το όπλο και οι Βρετανοί οργάνωσαν τον απομαγνητισμό των σκαφών τους (degaussing) με τη χρήση ηλεκτρομαγνητών, ώστε να μην έλκουν τις παραπλέουσες μαγνητικές νάρκες. Οι Γερμανοί απάντησαν χρησιμοποιώντας τις νάρκες που ενεργοποιούνταν με πίεση (pressure-activated) και οι Βρετανοί θέλησαν να απαντήσουν ρίπτοντας επιπλέουσες νάρκες στο Ρήνο, αλλά αντιμετώπισαν το βέτο των Γάλλων, που φοβήθηκαν γερμανικά αντίποινα με βομβαρδισμό γαλλικών πόλεων.[14]
Τα σκάφη επιφανείας δε μένουν αδρανή: Τα δύο θωρηκτά "τσέπης" και τα βαρέα καταδρομικά του στόλου επιφανείας του Αρχιναυάρχου Έριχ Ρέντερ ξεχύνονται τον Αύγουστο του 1939 στους ωκεανούς με τον ίδιο στόχο: Την καταβύθιση όσων σκαφών μεταφέρουν εφόδια προς τη Βρετανία. Ωστόσο η αρχική επιφυλακτικότητα (ή ελπίδα) του Χίτλερ να συνάψει συμφωνία με τη Βρετανία τους απαγορεύει να αρχίσουν αμέσως την αποστολή τους. Η τελική διαταγή επίθεσης κατά βρετανικών σκαφών δίνεται μόνο στις 26 Σεπτεμβρίου, ενώ η "γενική επίθεση κατά εμπορικών σκαφών" παίρνει το πράσινο φως μόνο στις 16 Οκτωβρίου. Ο κυβερνήτης του Ντόιτσλαντ είναι συνετός και ύστερα από ολιγόμηνη παρουσία στον Ατλαντικό επιστρέφει - προς ανακούφιση του Ρέντερ - στη Γερμανία στα τέλη Νοεμβρίου, έχοντας λίγες καταβυθίσεις στο ενεργητικό του. Την ίδια περίοδο ύστερα από σύντομη ναυμαχία τα δύο καταδρομικά βυθίζουν το μετασκευασμένο σε καταδρομικό πρώην εμπορικό Ραβαλπίντι (23 Νοεμβρίου) στο Βόρειο Ατλαντικό. Το άλλο θωρηκτό τσέπης, το Άντμιραλ Γκραφ Σπέε με κυβερνήτη τον Πλοίαρχο Χανς Λάνγκσντορφ (Hans Langsdorff) συνεχίζει τις περιπολίες του. Οι Βρετανοί ανησυχούν πολύ για την παρουσία του μοναχικού θωρηκτού στον Ατλαντικό και το αναζητούν απεγνωσμένα, αλλά ο Λάνγκσντορφ έχει αντιληφθεί τις βρετανικές προθέσεις και κάνει ένα κύκλο στον Ινδικό με στόχο να χαθούν τα ίχνη του. Εντοπίζεται στο Νότιο Ατλαντικό στις αρχές Δεκεμβρίου.
Το θωρηκτό, ύστερα από ναυμαχία με τα "Έξετερ" (ελαφρύ καταδρομικό, Βρετανία), "Αίας" (αντιτορπιλικό, Βρετανία) και "Αχιλλεύς" (αντιτορπιλικό, Νέα Ζηλανδία) καταφεύγει στο Μοντεβιδέο όπου και αυτοβυθίζεται. Ο Χίτλερ είναι έξαλλος με τον Πλοίαρχό του ο οποίος αυτοκτόνησε την επόμενη μέρα από τη βύθιση του σκάφους του) και διατάσσει τη μετονομασία του δίδυμου σκάφους ως τότε Ντόιτσλαντ (=Γερμανία) σε Λύτσοβ (Lützow) καθαρά για λόγους γοήτρου.
Συνολικά, το 1939 βυθίζονται από τα γερμανικά πολεμικά και υποβρύχια 114 πλοία συνολικής χωρητικότητας 420.000 κόρων.
Ύστερα από την κατάληψη της Νορβηγίας (Απρίλιος 1940) αρχικά και της Γαλλίας (Ιούλιος 1940) τα γερμανικά υποβρύχια απέκτησαν νέες βάσεις εξόρμησης, γεγονός που από μόνο του αύξησε την ακτίνα δράσης των υποβρυχίων, καθώς μείωνε τις αποστάσεις που έπρεπε να διανύσουν. Οι Γερμανοί εγκαθιστούν ναυτικές βάσεις στη Βρέστη, στο Λοριάν και στη Λα Ροσέλ (στην πραγματικότητα στην παρακείμενη Λα Παλίς), μειώνοντας την προς τον Ατλαντικό απόσταση κατά 450 ναυτ. μίλια (περίπου 720 χλμ). Επιπλέον, η Λουφτβάφε απέκτησε νέα αναγνωριστικά αεροσκάφη ναυτικών στόχων, τα Focke-Wulf Fw 200 'Kondor', με μεγαλύτερη ακτίνα δράσης και δυνατότητες επίθεσης κατά των σκαφών.[15] Αν ο Χέρμαν Γκαίρινγκ είχε δεχτεί την πρόταση του Ρέντερ για στενή συνεργασία των δύο όπλων, οι συνέπειες θα ήταν ολέθριες για τους Συμμάχους. Ευτυχώς γι' αυτούς, ο Γκαίρινγκ ("κάθε τι που πετά μου ανήκει") αρνείται να θέσει υπό τις διαταγές ενός ναυτικού τους αεροπόρους του. Έτσι οι προσπάθειες αυτές παραμένουν ασυντόνιστες και έχουν μικρή αποτελεσματικότητα. Οι εξελίξεις αυτές υποχρεώνουν τις συμμαχικές δυνάμεις να τροποποιήσουν τα σχέδια μεταφορών τους και να απασχολήσουν σκάφη επιφανείας για την προστασία των νηοπομπών τους. Η ανετοιμότητα των γερμανικών υποβρυχίων είναι ακόμη εμφανής τους πρώτους μήνες του 1940: Βυθίζονται 9 συμμαχικά σκάφη συνολικής χωρητικότητας 36.000 κ.ο.χ. (με αντίστοιχη απώλεια ενός υποβρυχίου) τον Ιανουάριο και 17 σκάφη 75.000 κ.ο.χ. με απώλεια 2 γερμανικών υποβρυχίων το Φεβρουάριο. Το Μάρτιο του 1940 ο απολογισμός είναι ιδιαίτερα πενιχρός: 2 μόνο σκάφη 11.000 κ.οχ. και ένα γερμανικό υποβρύχιο. Αυτό οφείλεται στο ότι οι Γερμανοί απέσυραν τα περισσότερα υποβρύχιά τους για την προετοιμασία της εκστρατείας κατά της Νορβηγίας.[16] Τα γερμανικά υποβρύχια επανεμφανίζονται σε πλήρη δράση τον Ιούνιο του 1940. Η απώλεια της Νορβηγίας για τους Συμμάχους στοιχίζει ακριβά: Οι διαδρομές τους απλά υπερφαλαγγίζονται από τα εχθρικά σκάφη - είναι υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν νέους, τους οποίους οφείλουν να προστατεύουν. Ακριβά στοίχισε βέβαια και στο γερμανικό ναυτικό, το οποίο έχασε δέκα συνολικά από τα 25 περίπου αντιτορπιλικά που διέθετε. Στο τέλος του 1940, όμως, ο Ντένιτς υιοθετεί μια νέα τακτική, που οι Σύμμαχοι ονόμασαν "τακτική των λύκων" (Wolfpack tactic): Μια ομάδα υποβρυχίων παρακολουθεί στενά τη νηοπομπή - στόχο, καλώντας παράλληλα και άλλα παραπλέοντα σκάφη. Τα υποβρύχια αναδύονται και επιτίθενται κατά των εμπορικών από την επιφάνεια, όπου έχουν σημαντικά αυξημένη ταχύτητα (18 κόμβοι έναντι μόλις 8 εν καταδύσει) ενώ παράλληλα αχρηστεύεται και το σύστημα εντοπισμού υποβρυχίων. Η κατάσταση για τους Συμμάχους επιδεινώνεται: Έχοντας κυβερνήτες ιδιαίτερα παράτολμους και ικανούς όπως ο Γκίντερ Πρίεν, ο Όττο Κρέτσμερ (Otto Kretschmer), ο Γιόαχιμ Σέπκε (Joachim Schepke), ο Βόλφγκανγκ Λυτ (Wolfgang Lüth), ο Ένγκελμπερτ Έντρας (Engelbert Endrass)[17] και άλλοι, επιτυγχάνουν σημαντικές βυθίσεις και γίνονται εθνικοί ήρωες στη Γερμανία. Από τον Ιούνιο έως τον Οκτώβριο του 1940 βυθίζονται 270 συμμαχικά πλοία. Οι Γερμανοί κυβερνήτες υποβρυχίων αποκαλούν αυτή την περίοδο (Ιούνιος 1940 - Φεβρουάριος 1941) "η ευτυχισμένη περίοδος" ("Die Glückliche Zeit").[8] Επιπλέον, το ισχυρότερο ναυτικό της ηπειρωτικής Ευρώπης, το Γαλλικό, παραμένει αδρανές (ύστερα από συμφωνία και μετά την κατάληψη της Γαλλίας) στο ναύσταθμο της Τουλόν. Ο Χίτλερ έχει απαλλαγεί, έτσι, από τον ισχυρότερο στόλο που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει στο πλάι του Βρετανικού, ενώ ο επίσης ισχυρότατος Ιταλικός στόλος δεν αποφασίζει να βγει από τους ναυστάθμους του, παρά την κήρυξη πολέμου το 1940 κατά των Αγγλογάλλων. Ωστόσο αυτό σημαίνει ότι οι Βρετανοί είναι υποχρεωμένοι να διατηρούν ισχυρές δυνάμεις στη Μεσόγειο, ώστε να αντισταθμίσουν την απώλεια του Γαλλικού στόλου.
Επειδή ακριβώς ο ιταλικός στόλος δεν αποφασίζει να βγει από τα αγκυροβόλιά του, αλλά παραμένει σε αυτά και αποτελεί διαρκή απειλή για τα σκάφη που πλέουν στη Μεσόγειο, οι Βρετανοί οργανώνουν την "Επιχείρηση Κρίση" (Operation Judgement), η οποία εκτελείται στις 11/12 Νοεμβρίου 1940: Δύο αεροπλανοφόρα, τα "Ιλούστριους" και "Ιγκλ" θα επιτεθούν στη ναυτική μοίρα που εδρεύει στον Τάραντα της Ιταλίας.
Δυστυχώς, το "Ίγκλ", ύστερα από την αποστολή του στο Αιγαίο για την αεροπορική κάλυψη μικρότερων πολεμικών σκαφών και ανθυποβρυχιακό πόλεμο, επιστρέφοντας δέχεται επίθεση από ιταλικά αεροσκάφη. Οι βόμβες τους δεν το πλήττουν, όταν όμως επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και εξετάζεται διαπιστώνονται σοβαρές αβαρίες στην καρένα του, οι οποίες είναι, μεταξύ άλλων, υπεύθυνες για την επιμόλυνση των δεξαμενών καυσίμων αεροσκαφών.[18] Αποσύρεται από την ενεργό δράση και μπαίνει στο ναυπηγείο για εκτεταμένες επισκευές. Έτσι στο Ναύαρχο Άντριου Κάνινγκαμ (Andrew, Viscount Cunningham of Hyndhope)[19] απομένει μόνο το "Ιλούστριους", στο οποίο μεταφέρει όσα σκάφη του "Ίγκλ" μπορούν να χωρέσουν. Συνολικά στο "Ιλούστριους" ο Κάνινγκαμ διαθέτει 21 αεροσκάφη "Fairey Swordfish", μονοκινητήρια τορπιλοβόλα διπλάνα, με τροχούς που δεν ανασηκώνονται κατά την πτήση. Ο Κάνινγκαμ τα κατανέμει σε δύο κύματα των 12 και 9 αεροσκαφών με διαφορά 50 λεπτών το ένα από το άλλο. Το "Ιλούστριους" βρίσκεται σε απόσταση 180 ναυτ. μιλίων από τον Τάραντα, όταν, στις 20:40' απογειώνεται το πρώτο κύμα, το οποίο φθάνει στον Τάραντα ύστερα από δύο ώρες.
Οι Ιταλοί, έχοντας διπλό φράγμα από δίκτυα και πασσάλους στην είσοδο του ναυστάθμου, τριπλό φράγμα αεροστάτων και αντιαεροπορική κάλυψη, πιστεύουν ότι τα σκάφη της ισχυρής μοίρας τους είναι εκτός κινδύνου επίθεσης. Έτσι αιφνιδιάζονται ολοσχερώς από τη βρετανική επίθεση. Τα πρώτα σκάφη πλήττουν τα θωρηκτά "Καβούρ" και "Λιττόριο" (νεότευκτο σκάφος 35.000 κ.ο.χ.) και ανάβουν πυρκαγιές που καθοδηγούν τα υπόλοιπα 9 Σουόρντφις που ακολουθούν: Το δεύτερο κύμα καταστρέφει το θωρηκτό "Κάιο Ντούλιο" και πλήττει ξανά το "Λιττόριο", που υποχρεώνεται να προσαράξει. Μόνο το (επίσης νεότευκτο) "Βιττόριο Βένετο" παραμένει ανέπαφο. Με την εκτέλεση της επιχείρησης αυτής, που στοιχίζει μόνο 2 αεροσκάφη στους Βρετανούς, τίθεται εκτός μάχης ο μισός στόλος θωρηκτών της Ιταλίας, χωρίς να ληφθεί υπόψη και η ψυχολογική ζημία που προκαλείται στο ισχυρότατο ιταλικό ναυτικό.[13] Την ίδια στιγμή τα βρετανικά καταδρομικά επιτίθενται σε ιταλική νηοπομπή και καταστρέφουν τέσσερα εμπορικά σκάφη ενώ προκαλούν ζημίες και σε μια τορπιλάκατο. Την επόμενη ημέρα η ιταλική διοίκηση δίνει εντολή να μετακινηθεί η μοίρα στη Νάπολη, ώστε να είναι ασφαλέστερη από τέτοιες επιθέσεις. Ο Κάνινγκαμ πράγματι σχεδίαζε την επανάληψη της επίθεσης την επόμενη νύκτα, αναγκάστηκε όμως να τη ματαιώσει λόγω αλλαγής των καιρικών συνθηκών.
Η κατάσταση που δημιούργησε η γαλλική στρατιωτική κατάρρευση έφερε στο προσκήνιο το μέλλον του Γαλλικού Στόλου. Στις 11 Ιουνίου η υπό τον Πρωθυπουργό Πολ Ρεϊνό (Paul Reynaud) κυβέρνηση έχει ήδη εγκαταλείψει το Παρίσι κατευθυνόμενη προς την Τουρ και στις 17 Ιουνίου 1940 τη διακυβέρνηση της κατακτημένης Γαλλίας έχει αναλάβει μια ομάδα παλαιών στρατιωτικών και πολιτικών, υπό το Στρατάρχη Φιλίπ Πεταίν. Στην κυβέρνηση αυτή, γνωστή ως Κυβέρνηση του Βισύ συμμετέχουν ο στρατηγός Μαξίμ Βεϋγκάν, ο ναύαρχος Μωρίς Νταρλάν, ο Πιέρ Λαβάλ, ο Μποντουέν και άλλοι πολιτικοί. Την ίδια ημέρα αρχίζουν διαπραγματεύσεις με τη Ναζιστική Γερμανία και ο Πεταίν ζητά να τερματιστούν οι εχθροπραξίες, ενώ έχει ήδη ζητηθεί ο τερματισμός των υποχρεώσεων της Γαλλίας έναντι της Βρετανίας, σύμφωνα με τα όσα έχουν υπογραφεί (Οι δύο χώρες είχαν συνυπογράψει ότι καμία δεν επρόκειτο να συνάψει χωριστή συνθήκη ειρήνης με τους Ναζί). Η βρετανική κυβέρνηση αρνείται την αποδέσμευση της Γαλλίας από τι διμερή συμφωνία, διακηρύσσοντας την απόφασή της να συνεχίσει τον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Προσπαθεί να πείσει τη γαλλική κυβέρνηση να διατάξει το στόλο να καταφύγει σε βρετανικούς λιμένες ή, στη χειρότερη περίπτωση, να αυτοβυθιστεί πριν υπογραφούν οι όροι της ανακωχής. Είναι προφανής η ανησυχία των Βρετανών: Αν τα γαλλικά σκάφη πέσουν στα γερμανικά χέρια, οι Ναζί θα βρεθούν να διαθέτουν, μαζί με τα δικά τους βαρέα καταδρομικά "Σάρνχορστ" και "Γκνάιζεναου" μια ναυτική δύναμη που θα είναι ικανή να απασχολήσει, με τις δραστηριότητές της, ολόκληρο το βρετανικό στόλο.
Εν τω μεταξύ η ηγεσία του Γαλλικού στόλου φρόντισε να απομακρύνει από τα γαλλικά νερά όσο περισσότερα σκάφη μπορούσε. Μερικά από αυτά, όπως το υποβρύχιο "Συρκούφ", δύο θωρηκτά, οκτώ αντιτορπιλικά και περισσότερα από 200 βοηθητικά σκάφη έχουν καταφύγει σε βρετανικά λιμάνια. Μια πολύ ισχυρή μοίρα, όμως, στην οποία περιλαμβάνονται τα καταδρομικά "Βρετάνη" και "Στρασβούργο", τα θωρηκτά "Δουνκέρκη" και "Προβηγκία", το μεταγωγικό αεροσκαφών "Κομμαντάν Τεστ" (Commandant Teste) και έξι μεγάλα αντιτορπιλικά βρίσκεται στο Μερς ελ Κεμπίρ της Αλγερίας. Η ανησυχία των Βρετανών παραμένει εξαιρετικά μεγάλη, καθώς στους όρους της ανακωχής, που ανακοινώνονται στις 25 Ιουνίου 1940, προβλέπεται ότι οι γαλλικές ναυτικές δυνάμεις θα καταφύγουν σε λιμένες υπό γερμανικό ή ιταλικό έλεγχο και θα παροπλιστούν. Η βρετανική κυβέρνηση έχει επίσης ενδείξεις ότι οι Γερμανοί κατέχουν ήδη τους κώδικες αποκρυπτογράφησης των μηνυμάτων του γαλλικού ναυτικού.[20] Ωστόσο, ο ναύαρχος Νταρλάν ανακοινώνει στους Βρετανούς - και μάλιστα ορκίζεται γι' αυτό - ότι ο γαλλικός στόλος θα παραμείνει στο ναύσταθμο της Τουλόν υπό γαλλικό έλεγχο, δεν θα παραδοθεί ποτέ στους Γερμανούς αλλά θα μείνει αμέτοχος στις από εδώ και πέρα ναυτικές συγκρούσεις. Ο Χίτλερ είχε όντως συναινέσει σε αυτό, σε υπόδειξη μάλιστα του Μουσολίνι να απαιτήσει παράδοση του γαλλικού στόλου απάντησε "μα αυτός ακριβώς είναι ο όρος που θα κάνει να χαλάσουν τα πάντα".[13] Ο λόγος που ο Χίτλερ δεν ενδιαφερόταν για το γαλλικό στόλο είναι σήμερα σαφής: Το βάρος του το είχε ρίξει στον υποβρυχιακό πόλεμο και τα σκάφη επιφανείας δεν τον ενδιέφεραν. Αυτό όμως δε μπορούσαν να το γνωρίζουν ούτε οι Γάλλοι ούτε οι Βρετανοί.[21]
Οι Βρετανοί φυσικά δεν εφησυχάζουν: Έχουν ως διαβεβαίωση τον όρκο του Νταρλάν, αλλά ακόμη κι αν αυτός κρατήσει τον όρκο του, οι Γερμανοί μπορούν να τον υποχρεώσουν να τον παραβεί, απλά παρακάμπτοντάς τον. Παρά την αντίθετη γνώμη του βρετανικού Ναυαρχείου, ο Τσώρτσιλ είναι κατηγορηματικός και επιβάλλει την άποψή του: Οργανώνει την "Επιχείρηση Καταπέλτης" (Operation Catapult"), για την πλήρη εξουδετέρωση των γαλλικών ναυτικών μονάδων εκτός Γαλλίας. Οι Βρετανοί αιφνιδιάζουν τους Γάλλους και αιχμαλωτίζουν σκάφη και ναύτες που ελλιμενίζονται σε λιμάνια της Βρετανίας. Στην Αλεξάνδρεια, ο Γάλλος ναύαρχος Γκοντφρουά δέχεται να εξουδετερωθούν τα σκάφη του, που σάπιζαν αχρησιμοποίητα στο λιμάνι, χωρίς μια σταγόνα καυσίμων στις δεξαμενές τους, και με τους επικρουστήρες των πυροβόλων τους αποθηκευμένους στη στεριά. Στο Ντακάρ, όπου βρισκόταν το "Ρισελιέ", οι Άγγλοι βομβαρδίζουν το σκάφος που αχρηστεύεται χωρίς όμως να βυθιστεί.[13] Απομένει η ισχυρή μοίρα του Μερς ελ Κεμπίρ. Στο λιμάνι αυτό πρόκειται να διαδραματιστεί μια από τις σκληρότερες φάσεις του ναυτικού πολέμου.
Ανοικτά του Μερς ελ Κεμπίρ καταπλέει, στις 3 Ιουλίου 1940, μια ισχυρή βρετανική μοίρα, η "Δύναμη Η" (Force 'H') υπό το ναύαρχο Τζέιμς Σόμερβιλ (Sir James Fownes Somerville),[22] αποτελούμενη από τρία θωρηκτά, δύο καταδρομικά, ένα αεροπλανοφόρο και 11 αντιτορπιλικά. Τα σκάφη της Δύναμης "Η" ήταν τα θωρηκτά "Hood", "Valiant", "Resolution", τα καταδρομικά "Arethusa", "Enterprise", το αεροπλανοφόρο "Ark Royal" και τα αντιτορπιλικά "Faulknor", "Foxhound", "Fearless", "Forester", "Foresight", "Escort", "Keppel", "Active", "Wrestler", "Vidette" και "Vortigern".[23]
Ο Σόμερβιλ αποπλέοντας από το Γιβραλτάρ μεταφέρει τη σημαία του από το "Arethusa" στο "Χουντ" (HMS Hood), το ισχυρότερο θωρηκτό του Βρετανικού στόλου. Όταν η δύναμη "Η" έφθασε στο Μερς ελ Κεμπίρ, ο Σόμερβιλ έστειλε τον Πλοίαρχο Σέντρικ Χόλλαντ (Cedric Holland), κυβερνήτη του "Ark Royal", ο οποίος μιλούσε άπταιστα γαλλικά και ήταν εξαιρετικά γαλλόφιλος, στον επικεφαλής της γαλλικής μοίρας ναύαρχο Μαρσέλ Ζανσούλ (Marcel-Bruno Gensoul) με το εξής μήνυμα:
Προς τον Ναύαρχο Ζανσούλ.
Το Βρετανικό Ναυαρχείο απέστειλε τον Πλοίαρχο Χόλλαντ για διαπραγματεύσεις. Το Βρετανικό Ναυτικό ελπίζει ότι οι προτάσεις του θα δώσουν τη δυνατότητα σε σας και στο ανδρείο και ένδοξο Γαλλικό Ναυτικό να προσχωρήσει με το μέρος μας. Σε κάθε περίπτωση τα πλοία θα παραμείνουν δικά σας και κανείς δε θα έχει την παραμικρή ανησυχία για το μέλλον. Τμήμα του Βρετανικού στόλου βρίσκεται εν πλω στο Οράν αναμένοντας να σας καλωσορίσει."[24]
Ουσιαστικά, αυτό που κόμιζε στις διαπραγματεύσεις ο Πλοίαρχος Χόλλαντ δεν ήταν κάτι λιγότερο από τελεσίγραφο, οι βασικοί άξονες του οποίου ήταν οι εξής, όπως τους υποδεικνύουν οι οδηγίες που είχαν δοθεί στο Ναύαρχο Σόμερβιλ και τον Πλοίαρχο Χόλλαντ:
Α. (1) Γάλλοι, πλεύσατε με τα πλοία σας σε βρετανικούς λιμένες και εξακολουθήστε να μάχεστε στο πλευρό μας.
(2) Γάλλοι, πλεύσατε με τα πλοία σας και με μόνο το απαραίτητο πλήρωμα σε οποιοδήποτε βρετανικό λιμένα και τα πληρώματα θα επαναπατρισθούν όποτε το επιθυμήσουν.
Σε περίπτωση που υιοθετηθούν οι επιλογές (1) ή (2), τα σκάφη θα αποδοθούν εκ νέου στη Γαλλία με τη λήξη του Πολέμου και θα καταβληθούν στο ακέραιο όποιες αποζημιώσεις απαιτηθούν σε περίπτωση ζημιών τους στο ενδιάμεσο διάστημα. Αν ο Γάλλος ναύαρχος υιοθετήσει την επιλογή (2), αλλά επιλέξει τα σκάφη του να μη δράσουν κατά τη διάρκεια του Πολέμου, θα αποδεχθούμε αυτό τον όρο για όσο χρόνο οι Γερμανοί και οι Ιταλοί σεβαστούν τους όρους της ανακωχής. Δε θα θέλαμε να δημιουργήσουμε ζήτημα επ' αυτού.
(3) Γάλλοι, πλεύσετε με τα σκάφη σας και το απαραίτητο πλήρωμα σε οποιοδήποτε Γαλλικό λιμένα των Δυτικών Ινδιών, όπως π.χ. η Μαρτινίκα. Με την άφιξή σας εκεί μπορείτε να παροπλίσετε τα σκάφη σας, προς μεγάλη μας ανακούφιση, αν έτσι το επιθυμείτε, είτε να τα εμπιστευθείτε στη δικαιοδοσία των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Τα πληρώματα θα επαναπατρισθούν.
(4) Γάλλοι, βυθίστε τα σκάφη σας.
Β. Αν ο Γάλλος Ναύαρχος αρνηθεί να δεχτεί κάποια από τις πιο πάνω επιλογές και υποδείξει παροπλισμό των σκαφών του στα παρόντα αγκυροβόλιά τους, εξουσιοδοτείστε να δεχτείτε αυτή την πρόταση υπό την προϋπόθεση ότι ο επικεφαλής της Δύναμης "Η" θα επιβλέψει τον πλήρη παροπλισμό εντός έξι ωρών και με τέτοιο τρόπο, ώστε τα σκάφη να μην είναι δυνατό να αποκατασταθούν σε μάχιμη υπηρεσία προ της παρελεύσεως ενός έτους, ακόμη και σε πλήρως εξοπλισμένο ναυπηγείο.
Γ. Αν καμία από τις πιο πάνω προτάσεις δε γίνει αποδεκτή από τους Γάλλους, ο επικεφαλής της Δύναμης "Η" οφείλει να προσπαθήσει να καταστρέψει τα σκάφη στο Μερς ελ Κεμπίρ και ιδιαίτερα τα σκάφη "Dunkerque" και "Strasbourg" χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που διαθέτει. Οφείλει επίσης να καταστρέψει και τα σκάφη που ελλιμενίζονται στο Οράν, εκτός αν αυτό συνεπάγεται σημαντικές απώλειες ανάμεσα στους αμάχους.
Καθώς δεν είναι επιθυμητή μια θαλάσσια εμπλοκή με το Γαλλικό Στόλο, ο επικεφαλής της Δύναμης "Η" εντέλλεται να αφιχθεί στο Οράν την επιλεγείσα χρονική στιγμή, να αποστείλει εκπροσώπους του και να λάβει όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα προ της λήξεως του δοθέντος χρονικού ορίου.
Ο Ζανσούλ, λόγω δυσλειτουργίας των τηλεπικοινωνιών του, δεν καταφέρνει να στείλει στον Νταρλάν το πλήρες κείμενο του βρετανικού τελεσιγράφου. Η γαλλική υπερηφάνεια απαγορεύει στο Ζανσούλ να δεχτεί έστω και να διαπραγματευτεί, υπό την απειλή του βρετανικού πυρός. Χειροτερεύοντας το αδιέξοδο, στο οποίο βρίσκονται τόσο οι Γάλλοι όσο και οι Βρετανοί (ο Σόμερβιλ ήταν εξαιρετικά απρόθυμος να εκτελέσει την αποστολή αυτή, αλλά υπάκουσε στις διαταγές του ως στρατιώτης), τα Fairey Swordfish του Αρκ Ρόαγιαλ ποντίζουν μαγνητικές νάρκες στο θαλάσσιο δρόμο που θα ακολουθούσαν τα γαλλικά σκάφη, αν δοκίμαζαν να αποπλεύσουν.[25]
Ο Πλοίαρχος Χόλλαντ εγκαταλείποντας το "Δουνκέρκη" χαιρετά με δάκρυα στα μάτια τη γαλλική σημαία και το πλήρωμα του θωρηκτού "Βρετάνη" του ανταποδίδει τον τιμητικό χαιρετισμό. Αργότερα θα δηλώσει ότι "δεν πίστευε αυτό που έβλεπε". Η απόφαση του ανυπόμονου Τσώρτσιλ αρχίζει να εκτελείται μόλις ο Χόλλαντ επιστρέφει στο "Foxhound" με το οποίο είχε έλθει: Οι Βρετανοί ανοίγουν πυρ εναντίον του Γαλλικού στόλου με προεξάρχον το θωρηκτό "Χουντ" και τα πυροβόλα του των 15 ιντσών, από απόσταση 10 μιλίων από την ακτή: Οι οβίδες του κτυπούν το "Δουνκέρκη" καταστρέφοντας έναν από τους πυργίσκους των πυροβόλων του, την κεντρική γεννήτρια και το υδραυλικό του σύστημα. Μέσα σε τέσσερα λεπτά, το ισχυρότερα θωρακισμένο πλοίο που είχε ποτέ κατασκευαστεί προσαράζει και πυρπολείται. Το "Βρετάνη" ανατρέπεται και βυθίζεται, ενώ το "Provence", το αντιτορπιλικό "Mogador" και αρκετά μικρότερα σκάφη υφίστανται σοβαρές ζημίες.[13] Οι Γάλλοι δοκιμάζουν να ανταποδώσουν τα πυρά, αλλά σύντομα το γαλλικό πυρ παύει. Το λιμάνι γεμίζει πυκνό μαύρο καπνό και το "Στρασβούργο" τον εκμεταλλεύεται, μαζί με μερικά άθικτα αντιτορπιλικά: Καταφέρνει να διαφύγει από τον κλοιό του Σόμερβιλ και με μέγιστη ταχύτητα καταφεύγει στην Τουλόν. Πρόκειται ασφαλώς για κατόρθωμα συνδυασμού θάρρους και ναυτικής ικανότητας, το οποίο επαινεί ακόμη και το Βρετανικό Ναυαρχείο.
Η επιχείρηση στο Μερς ελ Κεμπίρ στοίχισε 1.297 νεκρούς ή αγνοούμενους Γάλλους και 354 τραυματίες. Οι Βρετανοί δεν είχαν απώλειες. Η ενέργεια αυτή λίγο έλειψε να στοιχίσει τη Γαλλοβρετανική συνεργασία, καθώς ένας έξαλλος ντε Γκωλ παραπονέθηκε έντονα στον Τσώρτσιλ για το συμβάν, αλλά, κυρίως, για το γεγονός πως θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο πλέον να πείσει τους Ελεύθερους Γάλλους να συνεργαστούν μαζί του και με τη Βρετανία, χωρίς, να είναι δυνατό να του πει κάποιος πως έχει άδικο. Η γερμανική προπαγάνδα δε μένει, ασφαλώς, αδιάφορη από το γεγονός: Το Παρίσι πλημμυρίζει αφίσες που δείχνουν Γάλλους ναυτικούς να πνίγονται και την επιγραφή "Να θυμάστε το Οράν!", ενώ μια εφημερίδα του Βερολίνου χαρακτηρίζει το γεγονός ως "τη μεγαλύτερη παλιανθρωπιά στην Παγκόσμια Ιστορία".
Ο Χίτλερ πράγματι δεν "ενόχλησε" το Γαλλικό στόλο που βρισκόταν στην Τουλόν και περιλάμβανε περίπου 135 σκάφη κάθε τύπου, από τα οποία 80 ήταν πολεμικά σκάφη ανοικτής θαλάσσης. Στο διάστημα 1940 - 1942 τα σκάφη δεν κινήθηκαν καθόλου, αλλά γίνονταν σε αυτά συντηρήσεις, επισκευές και ορισμένες μετατροπές, ενώ κάποια βρίσκονταν και σε φάσεις παροπλισμού. Επικεφαλής του Γαλλικού Ναυαρχείου στην Κυβέρνηση του Βισύ ήταν ο Αντιναύαρχος Φρανσουά Νταρλάν (François Darlan). Διοικητής του Στόλου ανοικτής θαλάσσης ήταν ο ναύαρχος Ζαν ντε Λαμπόρντ (Jean de Laborde), ναυτικός με τίτλο ευγενείας, φανατικά αντιβρετανός, ενώ Διοικητής του ναυστάθμου ήταν ο υποναύαρχος Αντρέ Μαρκίς (Andre Marquis). Ο ντε Λαμπόρντ έχει αντιζηλίες με τον άμεσο προϊστάμενό του Νταρλάν, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο. Αυτό το γνώριζε ο Πεταίν, ο οποίος διόρισε τον ντε Λαμπόρντ στη θέση αυτή ακριβώς γι' αυτό το λόγο: Ο πολιτικός έλεγχος του στόλου θα ήταν ευκολότερος αν λόγο γι' αυτόν είχαν δύο αντίζηλοι ναύαρχοι.[26] Όσο για τον Μαρκίς, αυτός θεωρούσε τον εαυτό του υφιστάμενο και δεν πήρε καμία απολύτως πρωτοβουλία.
Ο Νταρλάν έχει δώσει σαφείς εντολές στον ντε Λαμπόρντ: Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει τα γαλλικά σκάφη να πέσουν σε χέρια διαφορετικά από γαλλικά. Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατό τα σκάφη να παραμείνουν υπό γαλλική κατοχή, έπρεπε να αυτοβυθιστούν. Ο ντε Λαμπόρντ, πιστεύοντας ότι οι κυριότεροι διεκδικητές των γαλλικών σκαφών ήταν οι Βρετανοί, οργάνωσε άριστα τόσο την εγκατάσταση των μηχανισμών αυτοβύθισης όσο και την εκπαίδευση των πληρωμάτων για το σκοπό αυτό. Εκτελούνται σε τακτική βάση ασκήσεις και στα πληρώματα έχει εδραιωθεί η βεβαιότητα της αυτοβύθισης.
Στις αρχές Νοεμβρίου οι Σύμμαχοι αποβιβάζονται στη Βόρεια Αφρική ("Επιχείρηση Πυρσός", Operation Torch). Ο Χίτλερ παίρνει την απόφαση να τελειώνει με ό,τι αξιόμαχο έχει απομείνει από τη Γαλλία: Διατάσσει μια μεραρχία να καταλάβει το Ναύσταθμο και τα σκάφη που βρίσκονται εκεί. Η μεραρχία φθάνει στην Τουλόν σχετικά αθόρυβα, στις 27 Νοεμβρίου 1942, εξουδετερώνει τις φρουρές του Ναυστάθμου, εκτός από μία, που στέλνει μήνυμα στον ντε Λαμπόρντ. Αυτός βρίσκεται αρχικά σε δίλημμα, αλλά υπακούει στις διαταγές του Νταρλάν: Από το "Στρασβούργο" εκπέμπει - έστω και την τελευταία στιγμή - τη διαταγή αυτοβύθισης, η οποία εκτελείται αριστοτεχνικά. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά, το καμάρι της Τουλόν, ο νεότευκτος Γαλλικός στόλος καταλήγει μια μάζα από παλιοσίδερα.[13]
Στο μεταξύ οι ΗΠΑ εξακολουθούν να παραμένουν στην ουδετερότητα, αν και ο Πρόεδρος Φράνκλιν Ρούζβελτ μετά από επιδρομές υποβρυχίων ακόμη και στο λιμάνι της Νέας Υόρκης, αρχικά επεκτείνει τα όρια της ευθύνης των διεθνών υδάτων για τη χώρα του πολύ περισσότερο από όσο προβλέπουν οι διεθνείς συνθήκες, ενώ αργότερα δίνει την εντολή "shoot first" (χτυπάτε πρώτοι). Αυτό δε συνέβη με το καταδρομικό "Reuben James" το οποίο δεν πρόλαβε να κτυπήσει πρώτο και βυθίστηκε από γερμανικό υποβρύχιο. Οι Βρετανοί χαρακτηρίζουν τις ΗΠΑ ως τον "παράδεισο των υποβρυχίων". Αυτό βοηθά στη μεταστροφή της κοινής γνώμης στις ΗΠΑ, η οποία ήταν σταθερά προσηλωμένη στην ουδετερότητα.[27] Οι συμμαχικές απώλειες είναι βαρύτατες: 50 σκάφη το 1939 από υποβρύχια - αντίστοιχα βυθίστηκαν 9 γερμανικά U-boote. Ο αριθμός αυτός σκαρφαλώνει στα 225 σκάφη απωλεσθέντα από υποβρύχια με 511 σκάφη συνολικά το 1940[28] ενώ οι απώλειες γερμανικών υποβρυχίων είναι ασήμαντες: Χάνονται μόνον 24 σκάφη[29] Είναι εμφανές ότι οι Σύμμαχοι - και κυρίως οι Βρετανοί - βρίσκονται σε δυσχερή θέση. Ο Ρούζβελτ αναζητά τρόπους να βοηθήσει τη Βρετανία. Σε πρώτη φάση της "δανείζει" 50 παλαιά αντιτορπιλικά, με αντάλλαγμα την εκχώρηση βάσεων στην Ισλανδία. Ωστόσο οι Βρετανοί αντιμετωπίζουν πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα: Δεν χάνουν μόνο σκάφη, αλλά και πόρους και χρήμα. Σε σύντομο διάστημα η Βρετανία δε θα μπορεί πλέον να ακολουθήσει το σύστημα "cash and carry" (τα πληρώνεις και τα παίρνεις). Ο Ρούζβελτ βρίσκει εδώ μια μεγαλοφυή λύση: Φέρνει στο Κογκρέσο και επιτυγχάνει την ψήφιση του Νόμου εκμισθώσεως και δανεισμού (Lend-lease act), ο οποίος προβλέπει την παραχώρηση πολεμικού υλικού "όποτε και εφόσον ο Πρόεδρος κρίνει σκόπιμο" και ως αμοιβή "οτιδήποτε ο Πρόεδρος θα κρίνει ικανοποιητικό". Ο Καρτιέ χαρακτηρίζει το νόμο αυτό ως "οπλοστάσιο των δημοκρατιών" και, σε πρώτη φάση, την ίδια ημέρα που ψηφίζεται, παραχωρούνται ισχυρές τορπιλάκατοι στη Βρετανία, πολεμικό υλικό στην Ελλάδα (πυροβολικό που δε προλάβει να φτάσει ποτέ), ενώ ανάλογες ενέργειες θα ακολουθήσουν εκ νέου για τη Βρετανία αλλά και για την ΕΣΣΔ, όταν αυτή εμπλακεί στον πόλεμο. Φυσικά οι Σύμμαχοι παλεύουν να οργανώσουν όσο το δυνατό καλύτερα τον ανθυποβρυχιακό πόλεμο, χρησιμοποιώντας ισχυρούς προβολείς αναζήτησης, ανθυποβρυχιακά αεροσκάφη (αν και αρκετά πεπαλαιωμένα, όπως τα "Μπλένχαϊμ" και τα "Γκλόστερ Γκλαντιέιτορ"), δέκτες εντοπισμού ραδιοκυμάτων και το μη εξελιγμένο ακόμη ραντάρ για σκάφη, ενώ προσπαθούν να συνοδεύουν με σχετικά ισχυρά σκάφη τις νηοπομπές τους. Ωστόσο παραμένει ένα "νεκρό σημείο" στον Ωκεανό: Είναι η περιοχή του στην οποία δεν είναι δυνατό να φθάσουν τα αεροσκάφη, καθώς, ύστερα από τη βύθιση του "Καράτζους" (HMS Courageous) οι Βρετανοί απέσυραν τα αεροπλανοφόρα τους από την υποστήριξη νηοπομπών. Μέχρι την εμπλοκή τους στον πόλεμο, όμως, στις 7 Δεκεμβρίου 1941, ύστερα από την επιδρομή στο Περλ Χάρμπορ οι Αμερικανοί παραμένουν αυστηρά ουδέτεροι χωρίς να εμπλακούν σε καμία μάχη στον Ατλαντικό, εφόσον δεν υπάρξει παραβίαση των χωρικών τους υδάτων, ενώ έχουν μηδενική ανθυποβρυχιακή άμυνα.
Η κατάσταση δεν καλυτερεύει για τους Συμμάχους ούτε το 1941: Με απώλειες μόνο 35 σκαφών, τα γερμανικά υποβρύχια βυθίζουν 288 σκάφη, ενώ οι συνολικές συμμαχικές απώλειες ανέρχονται στα 568 σκάφη και 2,4 εκατ. τόνους εφοδίων,[30] με παράλληλη απώλεια 7.838 ναυτικών. Πολλά άλλα σκάφη υφίστανται ζημιές, ενώ τα βρετανικά ναυπηγεία αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στην ταχεία επισκευή των σκαφών, συνολικής χωρητικότητας 2,5 εκατ. κ.ο.χ., που τα έχουν πλημμυρίσει.[13] Για όσα σκάφη έχουν αυτή τη δυνατότητα, χρησιμοποιούνται οι ναυπηγικές εγκαταστάσεις των Βρετανών στην Κίνα, την Αίγυπτο και την Ινδία,[31] όπως συνέβη με όσα ελληνικά πολεμικά διέφυγαν από την κατειλημμένη Ελλάδα.
Παράλληλα τα γερμανικά ναυπηγεία έχουν έτοιμα τα δίδυμα θωρηκτά "Μπίσμαρκ" και "Τίρπιτς", 42.500 κ.ο.χ. το καθένα. Η δύναμη πυρός τους υπερβαίνει αυτήν κάθε άλλου πολεμικού σκάφους στον κόσμο, εκτός του βρετανικού θωρηκτού "Χουντ" (HMS Hood), το οποίο όμως είναι τουλάχιστον 20 χρόνια παλαιότερο, ενώ δε διαθέτει θωρακισμένο κατάστρωμα. Η απειλή για τις νηοπομπές γίνεται εφιάλτης: Το "Μπίσμαρκ" πρέπει να εντοπιστεί και να καταστραφεί, πριν αρχίσει να εφορμά εναντίον των, ουσιαστικά πλέον απροστάτευτων, νηοπομπών. Η καταδίωξη και, τελικά, η βύθισή του από τους Βρετανούς αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές κινητοποιήσεις του Πολέμου - εξαιρουμένης της Απόβασης στη Νορμανδία.
Παρά τη βύθιση του Μπίσμαρκ, η κατάσταση το 1942 χειροτερεύει: Ο Ντένιτς έχει στη διάθεσή του περισσότερα σκάφη με μεγαλύτερη ακτίνα δράσης (αν και όχι πλέον τόσο έμπειρα πληρώματα) και οι νηοπομπές χάνουν πολλά σκάφη: Το 1942 θυμίζει τη χρυσή εποχή των γερμανικών υποβρυχίων του Α' Παγκοσμίου Πολέμου: Χάνονται συνολικά 1662 σκάφη, εξ ών τα 1066 στον Ατλαντικό.[32] Σύμφωνα με άλλες πηγές οι αριθμοί ποικίλλουν, αλλά καμιά δε δίνει λιγότερα από 1.600 σκάφη συνολικά. Ο αριθμός των διαθέσιμων εμπορικών μειώνεται δραματικά για τους Συμμάχους. Ναυπηγούνται ασφαλώς νέα σκάφη, αλλά ο ρυθμός βύθισης προς ναυπήγηση παραμένει μεγαλύτερος της μονάδας. Πρέπει να έλθει το 1943 για να περάσει η μάχη του Ατλαντικού σε καμπή και να κλίνει προς την πλευρά των Συμμάχων. Το 1942, ωστόσο, εκλείπουν οι εύκολοι στόχοι των U-boote στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ, καθώς με τη βοήθεια Άγγλων ειδικών οι Αμερικανοί αποφασίζουν να οργανώσουν συστηματικά την ανθυποβρυχιακή τους άμυνα. Ο Ντένιτς υποχρεώνεται να επαναφέρει τα σκάφη του στο κυνήγι νηοπομπών καταμεσής του Ωκεανού, αν και τρέφει την πεποίθηση ότι τελικά κερδίζει τη μάχη του Ατλαντικού: Στο τέλος του '41 διέθετε συνολικά 236 σκάφη, που επιτύγχαναν το μέσο όρο βυθίσεων 13 συμμαχικών σκαφών για κάθε χαμένο υποβρύχιο. Είχε επιτύχει να μειώσει το βρετανικό εμπορικό στόλο κατά 3 εκατ. τόνους, συγκριτικά με την έναρξη του Πολέμου. Τώρα διέθετε 331 σκάφη, με 141 ταυτόχρονα σε υπηρεσία και με 50 σε συνεχή περιπολία. Εν τω μεταξύ, το αρχηγείο των υποβρυχίων στη Βρετάνη είχε αποκτήσει σημαντική εμπειρία στην οργάνωση της "τακτικής των λύκων".
Σημαντικό επίτευγμα, επίσης, ήταν η παραβίαση των κωδικών επικοινωνίας του βρετανικού ναυτικού από τους ειδικούς της ομάδας "B-Dienst", πράγμα που έδινε την δυνατότητα στα γερμανικά υποβρύχια να γνωρίζουν πού βρισκόταν κάθε νηοπομπή, αν και πολλές από τις πληροφορίες που αντλούσε η ομάδα έμεναν ανεκμετάλλευτες επειδή οι Γερμανοί δεν ήθελαν να αποκαλυφθεί ότι παρακολουθούσαν τις βρετανικές επικοινωνίες.[33] Το δεύτερο μισό του 1942 φαίνεται να δικαιώνει το Ντένιτς: Παρά τον καλύτερο εξοπλισμό και την αύξηση των διαθέσιμων σκαφών συνοδείας, τα υποβρύχιά του επιτυγχάνουν βυθίσεις κατά μέσον όρο 650.000 τόνων μηνιαία. Αν προστεθούν σε αυτούς και οι βυθίσεις από άλλα μέσα, το γερμανικό ναυτικό μοιάζει να έχει επιτύχει τους στόχους που του έχουν τεθεί.
Ύστερα από την αποτυχία των γερμανικών σκαφών επιφανείας (μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν το "Λύτσοβ") να πλήξουν τη σημαντική συμμαχική νηοπομπή JW 51B προς τον Αρχάγγελο, ο Ρέντερ εξαναγκάζεται, στα τέλη του 1942, σε παραίτηση. Τον διαδέχεται, ως επικεφαλής πλέον του γερμανικού στόλου, ο Ντένιτς. Μολονότι έχουν γίνει κάποιες (άκαρπες) προσπάθειες και στο παρελθόν, τώρα ο στόχος επιτυγχάνεται: Τα γερμανικά υποβρύχια αυξάνουν σε αριθμό. Ο Ντένιτς διαθέτει πλέον 400 υποβρύχια σκάφη, εξ ων είναι σε υπηρεσία ταυτόχρονα τα 200 και από αυτά τουλάχιστον 100 βρίσκονται σε θαλάσσιες περιπολίες. Ο αριθμός έχει υπερβεί κατά 10 το μέγιστο αριθμό που ο Ναύαρχος είχε προβλέψει ότι του έφθαναν για να "γονατίσει" το ναυτικό των Συμμάχων. Ωστόσο, δεν είχε υπολογίσει την εμπλοκή των ΗΠΑ στη σύρραξη. Τεχνολογικά, επίσης, τα σκάφη του παραμένουν αργά στον εν καταδύσει πλου (μέγιστη ταχύτητα 8 κόμβοι) ενώ είναι υποχρεωμένα τη νύκτα να αναδύονται τόσο για να κερδίσουν τη χαμένη απόσταση του αργού πλου όσο και για να ανανεώσουν τον εσωτερικό τους αέρα και να φορτίσουν τις μπαταρίες (χάρη στις οποίες κινούνται σε κατάδυση). Η τεχνολογική βελτίωση είναι πλέον αδύνατη και το μόνο που μπορεί να περισώσει κάπως την κατάσταση είναι το "σνόρκελ" (schnorkel): Πρόκειται για σωλήνα με βαλβίδα που αναδύεται στην επιφάνεια και αντλεί τον απαραίτητο αέρα ώστε το σκάφος να χρησιμοποιεί σε κατάδυση τους κινητήρες ντίζελ.[34]
Από την αντίθετη πλευρά οι Σύμμαχοι διαθέτουν πλέον περισσότερα από 500 σκάφη συνοδείας νηοπομπών, αρκετά για να συγκροτήσουν ομάδες όχι μόνο προστασίας νηοπομπών αλλά και αντεπίθεσης. Το ραντάρ αρχίζει και τοποθετείται σε σκάφη και αεροπλάνα, αλλά οι γερμανικές δυνάμεις είναι σε θέση να το ανιχνεύουν. Οι Σύμμαχοι προχωρούν ένα βήμα περισσότερο: Κατασκευάζουν (Φεβρουάριος 1943) ραντάρ βραχέων κυμάτων, το οποίο θα παραμείνει μη ανιχνεύσιμο ως το τέλος του Πολέμου. Είναι πλέον σαφείς οι ενδείξεις ότι οι ευκαιρίες των Γερμανών να κερδίσουν τη μάχη του Ατλαντικού ελαττώνονται μέρα με την ημέρα: Τα συμμαχικά σκάφη διαθέτουν ραντάρ, εντοπιστές κατευθύνσεως υψηλών συχνοτήτων και βελτιωμένο ανθυποβρυχιακό εξοπλισμό, όπως οι βόμβες βυθού που επονομάστηκαν "σκατζόχοιροι" (hedgehog).[35]
Όπως ήδη ειπώθηκε, ο Ντένιτς δεν είχε λάβει υπόψη του τη συμμετοχή των ΗΠΑ στη σύρραξη. Μπορεί ο Γκαίρινγκ να κορόιδευε τους Αμερικανούς λέγοντας ότι "είναι ασυναγώνιστοι στην κατασκευή ξυριστικών λεπίδων",[13] ωστόσο οι ΗΠΑ είναι αυτές που ουσιαστικά μηδενίζουν τις ελπίδες του: Το 1943 τα αμερικανικά ναυπηγεία κατασκευάζουν σκάφη συνολικής χωρητικότητας 20 εκατομ. τόνων, κύρια χάρη στα προκατασκευασμένα πλοία που επονομάστηκαν "Λίμπερτι" (Liberty = ελευθερία). Η σχεδίασή του οφείλεται στον Αμερικανό επιχειρηματία Χένρι Κάιζερ (Henry Kaiser), ο οποίος κατανόησε την ανάγκη των θαλάσσιων μεταφορών στην πολεμική προσπάθεια της χώρας του. Βασιζόμενος σε βρετανικό σχέδιο, εφοδίασε αυτά τα σκάφη με μια περίεργη, αλλά πανεύκολη στην κατασκευή μηχανή, ενώ η μορφή των σκαφών ήταν τέτοια που ο πρόεδρος Ρούζβελτ τα αποκάλεσε "ασχημόπαπα" (Ugly Ducklings).[36] Ο χρόνος συναρμολόγησής τους από αρχικά 10 ημέρες πέφτει, προς το τέλος του πολέμου, στις 2 ημέρες. Τα ασχημόπαπα αυτά κατασκευάζονταν με ρυθμούς ταχύτερους από αυτούς που τα γερμανικά υποβρύχια μπορούσαν να τα βυθίσουν.
Οι γερμανικές επιτυχίες συνεχίζονται, αλλά είναι πλέον σποραδικές: Η νηοπομπή SC94 χάνει 26 σκάφη τον Αύγουστο και η SC107 15 σκάφη το Νοέμβριο. Το 1943 είναι η πρώτη χρονιά κατά την οποία το ισοζύγιο των βυθίσεων κλίνει αντίθετα: Οι ναυπηγήσεις νέων σκαφών είναι - σε τοννάζ - περισσότερες από τις βυθίσεις. Επιπλέον χάνονται αρκετά γερμανικά σκάφη. Η γερμανική βιομηχανία, ωστόσο, είναι σε θέση πλέον να αναπληρώνει αυτές τις απώλειες σε εφόδια και κατασκευάζει περισσότερα σκάφη απ' όσα χάνονται. Αυτό που προβληματίζει πολύ έντονα τον Ντένιτς δεν είναι η αναπλήρωση των σκαφών, αλλά των ανδρών: Τα καλά εκπαιδευμένα και έμπειρα πληρώματα δεν υπάρχουν πλέον και ο χρόνος δεν είναι επαρκής για την εκπαίδευση νέων - πολύ περισσότερο για την απόκτηση εμπειριών, και οι άνδρες δεν αναπληρώνονται.
Θέλοντας να παρακολουθήσουν τις τεχνολογικές εξελίξεις και να μη τεθούν εκτός μάχης από αυτές, οι Γερμανοί καταβάλλουν κάποιες προσπάθειες για την ενίσχυση του υποβρυχιακού τους στόλου: Αρχίζουν την κατασκευή του τύπου "XVII" με προωθητήρα που χρησιμοποιεί υπεροξείδιο του υδρογόνου (high test peroxide), παλαιότερη πρόταση του καθηγητή Χέλμουτ Βάλτερ και του ηλεκτροκίνητου υποβρυχίου με ταχύτητες κατάδυσης περίπου 18 κόμβων. Κανένα από αυτά τα υποβρύχια δεν πρόλαβε να τεθεί σε μάχιμη υπηρεσία.
Εφοδίασαν, επίσης, τα σκάφη τους με βελτιωμένα μέσα αντιαεροπορικής άμυνας, ανιχνευτές ραντάρ, νέου τύπου τορπίλες και υιοθέτησαν ευρύτερα τη χρήση του σνόρκελ. Ιδιαίτερα η τοποθέτηση νέων αντιαεροπορικών πυροβόλων στα υποβρύχια αρχικά αιφνιδίασε τους πιλότους της RAF που εκτελούσαν ανθυποβρυχιακές αποστολές, αλλά ένα υποβρύχιο εν αναδύσει κινδύνευε να υποστεί, από τα βλήματα των αεροπορικών πολυβόλων, ρήγματα στις δεξαμενές κατάδυσης. Αρχικά, επίσης, οι βρετανοί πιλότοι καλούσαν μέσω ασυρμάτου βοήθεια από παραπλέοντα συνοδά σκάφη νηοπομπών, αν συναντούσαν μεγάλη αντίσταση από το υπό επίθεση σκάφος.
Η Luftwaffe αποκτά επίσης νέους τύπους αεροσκαφών: Τα μεγάλης ακτίνας δράσης βομβαρδιστικά Χένκελ He 177 και την κατευθυνόμενη βόμβα ολίσθησης (glider bomb) Hs 293. Είναι ήδη αργά: Η αεροπορική υπεροχή των Συμμάχων είναι απαγορευτική για τη χρήση των νέων μέσων. Κατά την απόβαση στη Νορμανδία, όχι μεγάλο χρονικό διάστημα μετά, η αεροπορική υπεροχή των Συμμάχων υπολογίζεται στον αέρα σε 50:1.
Τα γερμανικά υποβρύχια εφοδιάζονται, επίσης, με δύο νέους τύπους τορπιλών, ειδικά εναντίον νηοπομπών. Ο ένας είναι η τορπίλη FaT = (Federapparat Torpedo), η οποία προγραμματίζεται: Αν δε βρει στόχο αφού διανύσει κάποια προκαθορισμένη απόσταση σε ευθεία, αναστρέφει την πορεία της (στρίβοντας δεξιά ή αριστερά, ανάλογα με το πώς έχει προγραμματιστεί) και αφού διανύσει άλλα 800 έως 1600 μέτρα χωρίς να βρει στόχο, αναστρέφει εκ νέου την πορεία της. Αυτά τα ζιγκ-ζαγκ συνεχίζονται μέχρις ότου είτε η τορπίλη βρει στόχο είτε εξαντληθούν τα προωθητικά της μέσα. Η τορπίλη αποδείχτηκε όντως πολύ αποτελεσματική αν ριπτόταν στη διαδρομή νηοπομπής. Επειδή, βέβαια, η τορπίλη δεν ξεχώριζε φίλιο από εχθρικό σκάφος, το υποβρύχιο που την εκτόξευε ειδοποιούσε με τον ασύρματο παραπλέοντα υποβρύχια να μη πλησιάσουν. Κανένα υποβρύχιο δεν αναφέρεται να βυθίστηκε από φίλια τορπίλη.[37]
Ο δεύτερος τύπος ήταν η τορπίλη Zaunkönig T-5 (οι Σύμμαχοι την αποκαλούσαν GNAT, German Navy Acoustic Torpedo), η οποία ήταν ακουστικού τύπου καθοδηγούμενοι από τον ήχο των ελίκων των εχθρικών σκαφών. Η κατασκευή της είχε αρχίσει ήδη από το 1934, αλλά η εξέλιξή της καθυστέρησε σημαντικά. Το βασικό πρόβλημα ήταν ο ήχος της ίδιας της τορπίλης, γεγονός που περιόρισε την ταχύτητά της σε μόνον 25 κόμβους. Μπορούσε, επίσης, να διακρίνει ήχους στόχων μόνον αν αυτοί έπλεαν μέσα στο εύρος ταχυτήτων 12 έως 19 κόμβους, ενώ η απόσταση όπλισής της ήταν μόνο 250 μέτρα. Επειδή ούτε αυτή διέκρινε φίλια ή εχθρικά σκάφη, το υποβρύχιο που την εκτόξευε όφειλε να καταδυθεί άμεσα σε όσο μεγαλύτερο βάθος μπορούσε, ώστε να την αποφύγει.[38] Τη χαμηλή αποτελεσματικότητα αυτής της τορπίλης, η οποία πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1942, ο Ντένιτς την αντελήφθη μόνο το 1944.
Στις 31 Μαΐου 1943 ο Ντένιτς επισκέπτεται τον Χίτλερ και του εκθέτει την κατάσταση, ζητώντας του να επισπευστούν οι τεχνολογικές εξελίξεις. Και οι δύο εμμένουν σταθερά στην ίδια απόφαση: Ο υποβρυχιακός αγώνας θα συνεχιστεί, ώστε να στερήσει όσο το δυνατό περισσότερους πόρους από τους Συμμάχους. Τον Ιούνιο η γερμανική πλευρά δέχεται ένα ακόμη πλήγμα: Η γερμανική υπηρεσία αποκρυπτογράφησης αδυνατεί πλέον να αποκρυπτογραφήσει τα μηνύματα του Βρετανικού Ναυτικού, δυσκολεύοντας έτσι πάρα πολύ την εφαρμογή της "τακτικής των λύκων". Επιπλέον, ο εξοπλισμός των υποβρυχίων με τα νέα αντιαεροπορικά δε φαίνεται να έχει αποτελέσματα: Τα περισσότερα υποβρύχια που εμπλέκονται σε μάχες με ανθυποβρυχιακά αεροσκάφη καταστρέφονται και βυθίζονται. Ο Μάιος του 1943 αποκλήθηκε "μαύρος Μάιος" για τις γερμανικές θαλάσσιες προσπάθειες.
Στις 12 Νοεμβρίου, ο Ντένιτς σημειώνει ότι οι Σύμμαχοι "κρατούν όλους τους άσσους... ξέρουν όλα μας τα μυστικά κι εμείς κανένα δικό τους" και εγκαταλείπει την τακτική των λύκων στο Βόρειο Ατλαντικό. Τους επόμενους έξι μήνες, οι κυβερνήτες των υποβρυχίων θα δρουν ανεξάρτητα και με το δικό τους πρόγραμμα δράσης, αλλά κάτι τέτοιο αποδεικνύεται ότι δεν είναι κάτι περισσότερο από μια ενόχληση για τις νηοπομπές. Κατά το εξάμηνο αυτό βυθίζονται 107 συμμαχικά πλοία συνολικής χωρητικότητας 600.000 τόνων (από τα οποία μόνο 8 σε νηοπομπές), αλλά χάνονται 136 υποβρύχια: Ο λόγος πλοίων προς υποβρύχια πέφτει κάτω από τη μονάδα: Για κάθε υποβρύχιο που χάνεται αντιστοιχούν 0,78 σκάφη.[39]
Όταν ο Ντένιτς αναφέρει στον Χίτλερ την πρόθεσή του να παύσει τις αποστολές στον Ατλαντικό, ο Φύρερ αντιδρά βίαια: "Δεν θα εγκαταλείψω τον Ατλαντικό! Είναι η αμυντική μου τάφρος! Χωρίς αυτήν, μια απόβαση στην Ευρώπη είναι περισσότερο από βέβαιη!"[13]
Από τις αρχές του 1944 οι Γερμανοί εστιάζουν πλέον τις προσπάθειές τους στην αναμενόμενη απόβαση στην Ευρώπη. Ο στόλος των γερμανικών υποβρυχίων παραμένει αριθμητικά εντυπωσιακός, διαθέτοντας 449 ενεργά σκάφη, από τα οποία 287 προορίζονταν για δοκιμές ή εκπαίδευση των πληρωμάτων τους, ενώ κατά μέσον όρο 43 είναι ημερησίως ενεργά για αποστολές. Ωστόσο το ηθικό των πληρωμάτων δεν είναι το καλύτερο δυνατό και ήδη αποκαλούνται από ορισμένα πληρώματα "σιδερένια φέρετρα".
Την άνοιξη του '44 αποστέλλονται 73 υποβρύχια στη Νορβηγία και στο Βισκαϊκό κόλπο για να παρεμποδίσουν τις συμμαχικές αποβάσεις. Στις 6 Ιουνίου 1944 πραγματοποιείται η Απόβαση της Νορμανδίας, για την οποία έχει συγκεντρωθεί ένας εντυπωσιακός αριθμός σκαφών. Τα γερμανικά υποβρύχια προσπαθούν να παρέμβουν, αλλά το εγχείρημα αυτό αποδεικνύεται δαπανηρό τόσο σε σκάφη όσο και σε ανθρώπινες ζωές: Ο δίαυλος διέλευσης των συμμαχικών σκαφών προστατεύεται από ισχυρό φράγμα ναρκών, ενώ η Επιχείρηση Ultra βρίσκεται στο απόγειο των επιτυχιών της: Έχει κατορθώσει να αποκρυπτογραφεί σε ελάχιστο χρόνο όλα τα μηνύματα που ανταλλάσσονται μεταξύ των σκαφών και του κέντρου επιχειρήσεων και τα υποβρύχια δέχονται ισχυρές επιθέσεις από αέρος και θαλάσσης με βόμβες βάθους: Από κυνηγούς τα U-boote έχουν μεταβληθεί σε θηράματα. Μόνον ένα αντιτορπιλικό βυθίζεται κατά το διάπλου της Μάγχης και την έναρξη της απόβασης από γερμανική τορπίλη, ενώ το μοναδικό σκάφος επιφανείας που εμφανίζεται (ένα αντιτορπιλικό) από γερμανικής πλευράς δέχεται τέτοια ομοβροντία πυρών από τα συμμαχικά πολεμικά που αναγκάζεται να αποχωρήσει χωρίς να ρίξει ούτε ένα βλήμα.[13] Οι ηρωικές προσπάθειες των γερμανικών πληρωμάτων συνεχίζονται ολόκληρο το καλοκαίρι του '44 τόσο στη Μάγχη όσο και στη Βόρεια Θάλασσα: Βυθίζουν 21 πλοία (ανάμεσά τους 5 πολεμικά) αλλά χάνονται 19 υποβρύχια και 1.000 περίπου αξιωματικοί και ναύτες. Η εξέλιξη αυτή υποχρεώνει τον Ντένιτς να αποσύρει τα υποβρύχιά του από τις περιοχές αυτές.
Προς το τέλος των εχθροπραξιών, οι Γερμανοί θέτουν σε υπηρεσία το "Electroboot", το ηλεκτροκίνητο υποβρύχιο με ταχύτητα 17 κόμβων σε κατάδυση. Κατασκευάστηκε σε δύο τύπους: το XXI και το XXIII με πολύ μικρότερη ακτίνα δράσης. Αν και τα σχέδια είχαν καταστρωθεί και οριστικοποιηθεί ήδη από το 1943, η μαζική παραγωγή δεν έγινε δυνατό να αρχίσει πριν το 1944 και τον Ιανουάριο του 1945 υπήρχε μόνον ένα ηλεκτροκίνητο υποβρύχιο XXI και πέντε ΧΧΙΙΙ σε υπηρεσία. Κατάφεραν να βυθίσουν πέντε συμμαχικά σκάφη σε εννέα περιπολίες. Το ΧΧΙ έκανε μία μόνο περιπολία πριν τελειώσει ο πόλεμος, χωρίς να έχει καν επαφή με εχθρικά σκάφη.
Καθώς οι Σύμμαχοι προωθούνταν προς τις βάσεις των U-boote στη βόρεια Γερμανία, πάνω από 200 υποβρύχια αυτοβυθίστηκαν για να μη πέσουν σε εχθρικά χέρια, ενώ κάποια άλλα προσπάθησαν να διαφύγουν στη Νορβηγία. Από αυτά βυθίστηκαν 23 στη Βαλτική, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού.
Η έσχατη φάση της μάχης του Ατλαντικού έλαβε χώρα τη νύκτα της 7ης προς 8η Μαΐου. Το U-320 ήταν το τελευταίο υποβρύχιο που βυθίστηκε εν δράσει από ένα ανθυποβρυχιακό βρετανικό αεροσκάφος Catalina. Την ίδια νύκτα τορπιλίστηκαν από γερμανικά υποβρύχια ένα ναρκαλιευτικό και τα φορτηγά σκάφη "Sneland" "Avondale", λίγες ώρες πριν την επίσημη υπογραφή της γερμανικής παράδοσης.
Η εκτίμηση για τον αριθμό των υποβρυχίων που απωλέσθησαν από οποιαδήποτε αιτία κατά τον Πόλεμο είναι μεταξύ 771 και 821 σκαφών. Παρόμοια απόκλιση (όχι ιδιαίτερα μεγάλη) εμφανίζει και ο αριθμός των σκαφών που βυθίστηκαν. Ο αριθμός των εμπορικών σκαφών - θυμάτων των υποβρυχίων υπολογίζεται σε 2.603 σκάφη με παράλληλη απώλεια περίπου 30.000 ναυτικών. Αντίστοιχα, οι άνδρες του Ντένιτς, ανερχόμενοι συνολικά σε 40.900 είχαν απώλειες περίπου 28.000 ατόμων, δηλαδή του 70% της συνολικής τους δύναμης. Ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγεται και ένας από τους γιους του Ναυάρχου Ντένιτς. Οι απώλειες αυτές είναι οι υψηλότερες που έχουν ποτέ εμφανιστεί σε μάχες.
Αργότερα ο Τσώρτσιλ θα γράψει ότι η απειλή των γερμανικών υποβρυχίων ήταν η μόνη που του προκάλεσε πραγματική ανησυχία κατά τη διάρκεια του Πολέμου. Ωστόσο, περισσότερο πρόσφατες μελέτες τείνουν στο συμπέρασμα ότι ο Ντένιτς ποτέ δεν πλησίασε την επίτευξη νίκης στη μάχη του Ατλαντικού. Η αδυναμία απόκτησης ικανού αριθμού σκαφών πριν από την έναρξη της σύγκρουσης ήταν ο βασικότερος παράγοντας γι' αυτό. Σημαντικό ρόλο, επίσης, έπαιξε η τρομακτική, για τα τότε δεδομένα, ικανότητα των Συμμάχων στη ναυπήγηση νέων σκαφών - ιδιαίτερα από την πλευρά των ΗΠΑ, όταν αυτές ενεπλάκησαν στη σύγκρουση. Για όσους, όμως, την έζησαν, η μάχη του Ατλαντικού ήταν μια από τις πλέον οδυνηρές μάχες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.[40]
Όσα υποβρύχια απέμεναν, μετά τη γερμανική συνθηκολόγηση, είτε σε αγκυροβόλια είτε στη θάλασσα, παραδόθηκαν στους Συμμάχους. Συνολικά παραδόθηκαν 174 σκάφη και τα πληρώματά τους. Τα σκάφη διαλύθηκαν σε ειδική επιχείρηση που οργανώθηκε για το σκοπό αυτό μετά τον Πόλεμο (Επιχείρηση "Deadlight").
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.