Βρετανικό κυβερνητικό όργανο υπεύθυνο για το Ναυτικό μέχρι το 1964 From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Ναυαρχείο (αγγλικά: Admiralty), γνωστό παλαιότερα ως Γραφείο Ναυαρχείου και Θαλάσσιων Υποθέσεων (αγγλικά: Office of the Admiralty and Marine Affairs),[1] ήταν το κυβερνητικό τμήμα[2][3] υπεύθυνο για την διοίκηση του Βασιλικού Ναυτικού αρχικά στο Βασίλειο της Αγγλίας, έπειτα στο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και την περίοδο 1801-1964[4] στο Ηνωμένο Βασίλειο και την πρώην Βρετανική Αυτοκρατορία. Το Ναυαρχείο αρχικά ασκούνταν από ένα μόνο πρόσωπο, τον Ανώτατο Λόρδο Ναύαρχο, αλλά από τις αρχές του 18ου αιώνα και έπειτα, τοποθετούνταν σχεδόν πάντα «σε επιτροπή» και ασκούνταν από τους Λόρδους Επιτρόπους του Ναυαρχείου, που είχαν θέση στο Συμβούλιο του Ναυαρχείου.
Admiralty Department | |
Ο θυρεός της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου | |
Σημαία | |
Γενικές πληροφορίες | |
---|---|
Σύσταση | 1709 |
Πρώην φορέας | Γραφείο Ναυαρχείου και Θαλάσσιων Υποθέσεων (Office of the Admiralty and Marine Affairs) |
Κατάργηση | 1964 |
Τύπος | Κυβερνητικό τμήμα |
Δικαιοδοσία | Τμήμα Ναυτικού (Υπουργείο Άμυνας) |
Έδρα | Γουάιτχολ, Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο |
Υπαγωγή | Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου |
δεδομένα ( ) |
Το 1964, οι λειτουργίες του Ναυαρχείου μεταφέρθηκαν σε ένα νέο Συμβούλιο Ναυαρχείου, το οποίο ήταν επιτροπή του τριμελούς Συμβουλίου Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου και μέρος του Τμήματος Ναυτικού[5] του Υπουργείου Άμυνας. Το νέο Συμβούλιο του Ναυαρχείου συνεδριάζει μόνο δύο φορές τον χρόνο, και η ημερήσια λειτουργία του Βασιλικού Ναυτικού ελέγχεται από το Ναυτικό Συμβούλιο (δεν πρέπει να συγχέεται με το ιστορικό Ναυτικό Συμβούλιο που περιγράφεται παρακάτω στο λήμμα). Είναι σύνηθες να αναφέρεται απλά ως Το Ναυαρχείο στις διάφορες αρχές που επιβλέπει το Βασιλικό Ναυτικό.
Ο τίτλος του Ανωτάτου Λόρδου Ναύαρχου του Ηνωμένου Βασιλείου παραχωρήθηκε στον μονάρχη την περίοδο από το 1964 έως το 2011. Ο τίτλος απονεμήθηκε στον Φίλιππο, Δούκα του Εδιμβούργου, από την βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ για τα 90α του γενέθλια.[6] Επίσης συνεχίζουν να υπάρχουν οι τίτλοι του αντιναύαρχου και του υποναύαρχου του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίοι είναι επίτιμοι.
Η έδρα του Ναυάρχου της Αγγλίας (ή Λόρδου Ναυάρχου και αργότερα Ανωτάτου Λόρδου Ναυάρχου) δημιουργήθηκε γύρω στο 1400 αν και υπήρχαν ήδη Ναύαρχοι των Βορείων και Δυτικών Θαλασσών. Το 1546, ο βασιλιάς Ερρίκος Η΄, θέσπισε το Συμβούλιο των Ναυτικών, το οποίο αργότερα έγινε το Ναυτικό Συμβούλιο, για να επιβλέπει τις διοικητικές υποθέσεις της ναυτικής υπηρεσίας. Ο επιχειρησιακός έλεγχος του Βασιλικού Ναυτικού παρέμεινε ευθύνη του Ανωτάτου Λόρδου Ναυάρχου, ο οποίος ήταν ένας από τους εννέα Μεγάλους Αξιωματικούς του Κράτους.[7]
Το 1628, ο Κάρολος Α΄ ενεργοποίησε την έδρα του Ανωτάτου Λόρδου Ναυάρχου και ο έλεγχος του Βασιλικού Ναυτικού μεταβιβάστηκε σε επιτροπή, με τη μορφή του Συμβουλίου του Ναυαρχείου. Η έδρα του Ανωτάτου Λόρδου Ναυάρχου ενεργοποιήθηκε και απενεργοποιήθηκε πολλές φορές μέχρι το 1709, όταν η έδρα ήταν σχεδόν μονίμως εν χρήσει (ο τελευταίος Ανώτατος Λόρδος Ναύαρχος ήταν ο μετέπειτα βασιλιάς Γουλιέλμος Δ΄ στις αρχές του 19ου αιώνα).[8]
Το 1832, το πρώτο Ναυτικό Συμβούλιο έπαψε να λειτουργεί ως ξεχωριστή οντότητα, και τα καθήκοντα και οι ευθύνες του αποδόθηκαν στο Ναυαρχείο.[9]
Το 1964, το Ναυαρχείο μαζί με το Γραφείο Πολέμου και το Υπουργείο Αεροπορίας καταργήθηκαν ως ξεχωριστές υπηρεσίες, και εντάχθηκαν στο νέο ενιαίο Υπουργείο Άμυνας. Εντός του διευρυμένου Υπουργείου Άμυνας βρίσκεται το νέο Συμβούλιο Ναυαρχείου το οποίο έχει ξεχωριστό (δεύτερο) Ναυτικό Συμβούλιο, υπεύθυνο για την ημερήσια λειτουργία του Βασιλικού Ναυτικού, Στρατιωτικό Συμβούλιο και Συμβούλιο Πολεμικής Αεροπορίας, με το καθένα να έχει ως επικεφαλής τον Υπουργό Άμυνας.[10]
Όταν η έδρα του Ανωτάτου Λόρδου Ναυάρχου ήταν εν χρήσει, όπως ήταν στο μεγαλύτερο μέρος του 18ου, 19ου και 20ού αιώνα, μέχρι που επανήλθε στη Βασιλική Οικογένεια, ασκούνταν από το Συμβούλιο του Ναυαρχείου, επίσημως γνωστό ως Επίτροποι για την Άσκηση της Έδρας του Ανωτάτου Λόρδου Ναυάρχου του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας (Commissioners for Exercising the Office of Lord High Admiral of the United Kingdom of Great Britain and Northern Ireland) (ανάλογα με την περίοδο για την Αγγλία, τη Μεγάλη Βρετανία ή το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας).[11]
Το Συμβούλιο του Ναυαρχείου αποτελούνταν από αρκετούς Λόρδους Επιτρόπους του Ναυαρχείου. Οι Λόρδοι Επίτροποι ήταν πάντα ανάμιξη ναυάρχων, γνωστών ως Ναυτικοί Λόρδοι ή Θαλάσσιοι Λόρδοι και Πολιτικών Λόρδων, κυρίως πολιτικοί. Η απαρτία του Συμβουλίου αποτελούνταν από δύο επιτρόπους και έναν γραμματέα.
Ο πρόεδρος του Συμβουλίου ήταν γνωστός ως Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου, ο οποίος ήταν μέλος του υπουργικού συμβουλίου. Μετά το 1806, ο Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου ήταν πάντοτε πολιτικό προσωπικό, ενώ ο επαγγελματικός επικεφαλής του ναυτικού έγινε ξανά (και είναι ακόμα και σήμερα) γνωστός ως ο Πρώτος Θάλασσιος Λόρδος.
Η πρώτη πραγματικά συντονισμένη προσπάθεια για την επαγγελματική οργάνωση το Ναυαρχείου ξεκίνησε από τον Ερρίκο Η΄, με αυτή την προσέγγιση διαχείρισης να συνεχίζεται στο Βασιλικό Ναυτικό μέχρι το 1832. Σύμφωνα με αυτή την οργάνωση το Ναυαρχείο λειτουργούσε με βάση ένα διπλό σύστημα από τον Ανώτατο Λόρδο Ναύαρχο (1546), έπειτα τους Επιτρόπους του Ναυαρχείου (από το 1628) που είχαν τον γενικό ελέγχο (στρατιωτική διοίκηση) του Ναυτικού και ήταν συνήθως υπεύθυνοι για τη πραγματοποίηση κάθε πολέμου, ενώ οι γραμμές εφοδιασμού, η υποστήριξη και οι υπηρεσίες διαχειρίζονταν από τέσσερα κύρια στελέχη, τον Ταμία, τον Λογιστή, τον Επιβλέποντα και τον Υπάλληλο των Πράξεων, που είχαν προσωπική ευθύνη για την χρηματοδότηση, την εποπτεία των λογαριασμών, τη ναυπηγική και συντήρηση των πλοίων, και την καταγραφή των επιχειρήσεων. Αυτοί οι αξιωματικοί αρχών έγιναν γνωστοί ως το Ναυτικό Συμβούλιο το οποίο ήταν υπεύθυνο για την πολιτική διοίκηση του ναυτικού, από το 1546 έως το 1832.[12]
Αυτή η δομή διαχείρισης του ναυτικού κράτησε για 285 χρόνια, ωστόσο το σύστημα ανεφοδιασμού ήταν συχνά αναποτελεσματικό και διεφθαρμένο και είχε ελλείψεις που οφείλονταν στους περιορισμούς των εποχών που λειτουργούσε. Οι διάφορες λειτουργίες εντός του Ναυαρχείου δεν συντονιζόταν αποτελεσματικά και δεν είχαν αλληλοεξάρτηση το ένα με το άλλο, με αποτέλεσμα το 1832 ο Σερ Τζέιμς Γκρέιχαμ να καταργήσει το Ναυτικό Συμβούλιο και να συγχωνεύσει τις λειτουργίες του στο Συμβούλιο του Ναυαρχείου, που εκείνη την εποχή είχε σαφή πλεονεκτήματα, ωστόσο, απέτυχε να διατηρήσει την αρχή των διακρίσεων εντός του Ναυαρχείου και των προμηθειών που είχε ως αποτέλεσμα την δημιουργία γραφειοκρατικών προβλημάτων μετά την συγχώνευση.[13][14]
Το 1860 υπήρξε μεγάλη βελτίωση στην ανάπτυξη των τεχνικών κατασκευών, στην επέκταση των περισσότερων κλάδων του ναυαρχείου που για την ακρίβεια εκκίνησε με την εποχή του ατμού η οποία θα είχε τεράστια επιρροή στο ναυτικό και στην ναυτική θεωρία.[15]
Μεταξύ 1860 και 1908 δεν υπήρχε πραγματική μελέτη της στρατηγικής και της εργασίας του προσωπικού εντός της ναυτικής υπηρεσίας, το οποίο πρακτικά αγνοούνταν. Όλο το ταλέντο του ναυτικού έρεε στο μεγάλο πολυτεχνείο. Αυτή η σχολή σκέψης, ήταν αποκλειστικά για τα επόμενα 50 χρόνια και μόνο σε τεχνική βάση, η πρώτη σοβαρή προσπάθεια εισαγωγής ενός μοναδικού φορέα διαχείρισης της ναυτικής υπηρεσίας, η οποία εκδηλώθηκε με την δημιουργία του Συμβουλίου Ναυαρχείου Ναυτικού Πολέμου το 1909.[16] Έγινε αντιληπτό από αξιωματικούς εντός του Ναυαρχείου πως αυτή τη στιγμή η διεξαγωγή του πολέμου ήταν μια αρκετά απλή υπόθεση για οποιονδήποτε υποναύαρχο ο οποίος δεν χρειαζόταν επίσημη εκπαίδευση. Ωστόσο, αυτή η νοοτροπία θα μπορούσε να αμφισβητηθεί σοβαρά με την έλευση της κρίσης του Αγκαντίρ, όταν τα πολεμικά σχέδια του Ναυαρχείου επικρίθηκαν έντονα. Μετά από αυτό συστάθηκε ένα νέο συμβουλευτικό όργανο με την ονομασία Πολεμικό Επιτελείο Ναυαρχείου το 1912 με επικεφαλής τον Αρχηγό του Πολεμικού Επιτελείου που ήταν υπεύθυνος για τη διαχείριση τριών νέων υποτμημάτων. Το νέο τμήμα Πολεμικού Επιτελείου μόλις είχε βρει τα βήματά του και συνεχώς μαχόταν με την αντιπολίτευση σχετικά με την ύπαρξη του από αξιωματικούς που ήταν κατηγορηματικά αντίθετοι με το επιτελείο. Οι ανεπάρκειες του συστήματος σε αυτό το κυβερνητικό όργανο φάνηκαν κατά τη διεξαγωγή της Εκστρατείας των Δαρδανελλίων. Δεν υπήρχαν μηχανισμοί για να τοποθετηθούν ως απάντηση στα μεγάλα στρατηγικά ζητήματα που οδήγησαν στην δημιουργία Εμπορικού Τμήματος το 1914.
Το 1916, ο Σερ Τζον Τζελικόε διορίστηκε στο Ναυαρχείο, και αναδιοργάνωσε το πολεμικό προσωπικό ως εξής: Αρχηγός του Πολεμικού Επιτελείου, Τμήμα Επιχειρήσεων, Τμήμα Πληροφοριών, Τμήμα Σηματοδότησης, Τμήμα Κινητικότηας, και Τμήμα Εμπορίου.[17]
Μέχρι το 1917 το τμήμα του αναδιοργανώθηκε και πάλι και επέκτησε ρόλο στρατιωτικού επιτελείου, μέσα τον Μάιο του ίδιου έτους, όταν άλλαξε ο όρος «Πολεμικό Επιτελείο Ναυαρχείου» και το τμήμα με το λειτουργικό του ρόλο αντικαταστάθηκε από ένα νέο «Ναυαρχείο Επιτελείου Ναυτικού» και το νέο γραφείο του Αρχηγού του Επιτελείου Ναυτικού συγχωνεύθηκε με το γραφείο του Πρώτου Θαλάσσιου Λόρδου, ενώ, επίσης, ορίστηκε νέος Αναπληρωτής Αρχηγός του Επιτελείου Ναυτικού και Βοηθός Αρχηγός του Επιτελείου Ναυτικού, που έλαβαν θέσεις στο Συμβούλιο του Ναυαρχείου. Για πρώτη φορά το επιτελείο ναυτικού είχε άμεση αντιπροσώπευση στο Συμβούλιο, και η παρουσία των τριών ανώτερων μελών εξασφάλιζε το απαραίτητο κύρος για την πραγματοποίηση κάθε πολεμικής επιχείρησης. Ο Αναπληρωτής Αρχηγός κατηύθυνε όλες τις ενέργειες και τις κινήσεις του στόλου και ο Βοηθός Αρχηγός ήταν υπεύθυνος για τις εμπορικές κινήσεις και ανθυποβρυχιακές επιχειρήσεις.[18]
Η έδρα του Ελεγκτή ανασυστάθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου ώστε να ασχολείται με όλα τα θέματα που αφορούν τις προμήθειες, ενώ προστέθηκε Αναπληρωτής του Ανωτέρου Θαλάσσιου Λόρδου στο Συμβούλιο ο οποίος διαχειριζόταν τις επιχειρήσεις στο εξωτερικό καθώς και τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής.[19]
Τον Οκτώβριο του 1917 η ανάπτυξη του επιτελείου πήγε ένα βήμα παραπέρα με τη δημιουργία των δύο υποεπιτροπών του Συμβουλίου - της Επιτροπής Επιχειρήσεων και της Επιτροπής Συντήρησης. Ο Πρώτος Λόρδος ήταν πρόεδρος και των δύο. Η πρώτη αποτελούνταν από τον Πρώτο Θαλάσσιο Λόρδο και τον Αρχηγό του Επιτελείου, τον 1ο Αναπληρωτή Θαλάσσιο Λόρδο, τον Αναπληρωτή Αρχηγό του Επιτελείου, τον Βοηθό Αρχηγό του Επιτελείου και τον 5ο Θαλάσσιο Λόρδο. Η δεύτερη αποτελούνταν από τον Αναπληρωτή 1ο Θαλάσσιο Λόρδο (που αντιπροσώπευε την επιτροπή επιχειρήσεων), τον 2ο Θαλάσσιο Λόρδο (προσωπικό), τον 3ο Θαλάσσιο Λόρδο (υλικό), τον 4ο Θαλάσσιο Λόρδο (μεταφορές και αποθήκες), τον Αστικό Λόρδο, τον Ελεγκτή και τον Γραμματέα Οικονομικών.[20]
Η κατεύθυνση του πλήρως επιχειρησιακού έλεγχου του Βασιλικού Ναυτικού τελικά δόθηκε στον Επικεφαλής του Επιτελείου Ναυτικού, μετά από διάταγμα του Συμβουλίου, που ξεκίνησε να ισχύει από τον Οκτώβριο του 1917, και σύμφωνα με το οποίο ανέλαβε την ευθύνη για την έκδοση εντολών που επηρέαζαν όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις του στόλου. Επίσης ο Αρχηγός του Επιτελείου Ναυτικού είχε την εξουσία να εκδίδει εντολές στο όνομα του εν αντιθέσει με το παρελθόν που γινόταν από τον Γραμματέα στο όνομα του Συμβουλίου. Αυτό συνέχισε να ισχύει μέχρι την κατάργηση του τμήματος το 1964, ωστόσο, ο επιχειρησιακός έλεγχος και το σύστημα αυτό εξακολουθεί να είναι μέρος του πολεμικού ναυτικού έως και σήμερα.
Περιλαμβανόταν:
Το συγκρότημα του Ναυαρχείου βρίσκεται ανάμεσα στο Γουάιτχολ, και το Μολ στο Λονδίνο και περιλαμβάνει πέντε εσωτερικά συνδεδεμένα κτίρια. Μιας και το Ναυαρχείο δεν υφίσταται πλέον ως όργανο, τα κτίρια αυτά χρησιμοποιούνται από άλλες κρατικές υπηρεσίες:
Το παλαιότερο κτίριο ήταν για καιρό γνωστό απλά ως Το Ναυαρχείο, και τώρα είναι γνωστό επισήμως ως Κτίριο Ρίπλεϊ, ένα κτίριο με τρεις ορόφους σε σχύμα U επενδυμένο με τούβλο σε σχέδια του Τόμας Ρίπλεϊ από το 1726. Ο Αλεξάντερ Πόουπ υπονόησε πως η αρχιτεκτονική ήταν μάλλον βαρετή, έχοντας έλλειψη τόσο στο σφρίγος του μπαρόκ ύφους, ξεθωριασμένο από τη μόδα της εποχής, όσο και στο λιτό μεγαλείο του Παλλαντιανού ύφους στη μόδα. Είναι κυρίως γνωστό ως το πρώτο κτίριο γραφείων που κατασκευάστηκε με αυτό το σκοπό στη Μεγάλη Βρετανία. Περιείχε την αίθουσα του Συμβουλίου του Ναυαρχείου, η οποία εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από το Ναυαρχείο, άλλες κυβερνητικές αίθουσες, γραφεία και διαμερίσματα για τους Λόρδους του Ναυαρχείου. Ο Ρόμπερτ Άνταμ κατασκεύασε το παραπέτασμα στην είσοδο του κτιρίου το 1788. Το Κτίριο Ρίπλεϊ χρησιμοποιείται πλέον από το Υπουργείο Διεθνούς Ανάπτυξης.[21][22]
Ο Οίκος του Ναυαρχείου είναι μια μεσαίου μεγέθους έπαυλη στα νότια του Κτιρίου Ρίπλεϊ, που χτίστηκε στα τέλη του 18ου αιώνα ως κατοικία για τον Ανώτερο Λόρδο του Ναυαρχείου. Χρησιμοποιήθηκε για το σκοπό αυτό μέχρι το 1964. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ ήταν ένας από τους ενοίκους του. Δεν έχει δική του είσοδο από το Γουάιτχολ και η είσοδος του περνά από το κτίριο Ρίπλεϊ. Είναι τριώροφο κτίριο με κίτρινο τούβλο και νεοκλασική διακόσμηση.[23] Αρχιτέκτονας ήταν Σάμιουελ Πόπυς Κόκρελλ. Πλέον υπάρχουν τρια υπουργικά διαμερίσματα στο κτίριο.[24]
Είναι το μεγαλύτερο από τα κτίρια του Ναυαρχείου. Άρχισε να κατασκευάζεται στα τέλη του 19ου αιώνα και επανασχεδιάστηκε κατά την διάρκεια της κατασκευής του ώστε να φιλοξενήσει το επιπλέον γραφεία που απαιτήθηκαν από τη ναυτική εκστρατεία κατά της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι κτίριο με κόκκινο τούβλο και λευκή πέτρα, με λεπτομέρειες από το ύφος της Βασίλισσας Άννας, και γαλλικές επιρροές.[25] Έχει χρησιμοποιηθεί από το υπουργείο Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας από το 1960 έως το 2016. Το Υπουργείο Παιδείας σχεδίαζε να μεταφερθεί στο κτίριο, τον Σεπτέμβριο του 2017, μετά την απόφαση του υπουργείου Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας να εγκαταλείψει το κτίριο.[26]
Το Τόξο του Ναυαρχείου συνδέεται με το κτίριο του Παλαιού Ναυαρχείου μέσω γέφυρας και είναι μέρος της διαδρομής τελετών από την πλατεία Τραφάλγκαρ στο Παλάτι του Μπάκιγχαμ.[27]
Πρόκειται για στενόμακρο οχυρό χωρίς παράθυρα της εποχής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο πλέον καλύπτεται με κισσούς.[28]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.