From Wikipedia, the free encyclopedia
Έγκλημα πολέμου είναι όρος του διεθνούς ποινικού δικαίου που θεσπίσθηκε από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών (28 Ιουνίου 1919) και εφαρμόστηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.[1] Σύμφωνα με τον όρο αυτό, το έγκλημα πολέμου αποτελεί σοβαρή παραβίαση των νόμων ή των εθίμων του πολέμου, όπως ορίζονται από το διεθνές εθιμικό δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες.[2] Σε αντίθεση με το έγκλημα της γενοκτονίας και το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, το έγκλημα πολέμου πρέπει πάντα να λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο μιας ένοπλης σύγκρουσης, είτε διεθνούς είτε μη διεθνούς.[3]
Το έγκλημα πολέμου προκαλεί ατομική ποινική ευθύνη για ενέργειες των μαχητών, όπως σκόπιμη δολοφονία αμάχων ή σκόπιμη δολοφονία αιχμαλώτων πολέμου, βασανιστήρια, σύλληψη ομήρων, άσκοπη καταστροφή αστικής περιουσίας, απάτη με δόλο, σεξουαλική βία εν καιρώ πολέμου, λεηλασίες, στράτευση παιδιών, διάπραξη γενοκτονίας ή εθνοκάθαρσης, μη εκδήλωση οίκτου παρά την παράδοση, και παραβίαση των νομικών διακρίσεων της αναλογικότητας και της στρατιωτικής αναγκαιότητας.[4] Οι χαρακτηριζόμενοι ως εγκληματίες πολέμου προσάγονται στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, το οποίο και καθίσταται αρμόδιο για την εκδίκασή τους.[1]
Η επίσημη έννοια των εγκλημάτων πολέμου προέκυψε από την κωδικοποίηση του διεθνούς εθιμικού δικαίου που ίσχυε για τον πόλεμο μεταξύ κυρίαρχων κρατών, όπως ο Κώδικας Λίμπερ (1863) του Στρατού της Ένωσης στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο και οι Συμβάσεις της Χάγης του 1899 και του 1907 για τις διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις. Στον απόηχο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, οι δίκες εγκλημάτων πολέμου των ηγετικών στελεχών των Δυνάμεων του Άξονα καθιέρωσαν τις αρχές της Νυρεμβέργης, σχετικά με το τι είναι έγκλημα πολέμου με βάση το διεθνές ποινικό δίκαιο. Το 1949, οι Συμβάσεις της Γενεύης προσδιόρισαν νομικά τα εγκλήματα πολέμου και καθιέρωσαν τη δυνατότητα τα κράτη να μπορούν να ασκήσουν οικουμενική δικαιοδοσία επί των εγκληματιών πολέμου. Στα τέλη του 20ου αιώνα και στις αρχές του 21ου αιώνα, τα διεθνή δικαστήρια προέκτειναν και όρισαν πρόσθετες κατηγορίες εγκλημάτων πολέμου που ισχύουν για έναν εμφύλιο πόλεμο.[4]
Κώδικας Λίμπερ - εκδόθηκε από τον πρόεδρο των Η.Π.Α. Αβραάμ Λίνκολν κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου και διανεμήθηκε στο στρατιωτικό προσωπικό της Ένωσης το 1863.[4]
Σύμφωνα με το άρθρο 8 του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, εγκλήματα πολέμου θεωρούνται τα εξής:[3]
Το τι συνιστά έγκλημα πολέμου μπορεί να διαφέρει, ανάλογα με το αν μια ένοπλη σύγκρουση είναι διεθνής ή μη διεθνής. Από μια πιο ουσιαστική σκοπιά, τα εγκλήματα πολέμου θα μπορούσαν να χωριστούν σε: (α) εγκλήματα πολέμου κατά προσώπων που χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας, (β) εγκλήματα πολέμου κατά εκείνων που παρέχουν ανθρωπιστική βοήθεια και ειρηνευτικές επιχειρήσεις, (γ) εγκλήματα πολέμου κατά της ιδιοκτησίας και άλλων δικαιωμάτων, (δ) απαγορευμένες μέθοδοι πολέμου, και (ε) απαγορευμένα πολεμικά μέσα. Σε αντίθεση με τη γενοκτονία και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα πολέμου μπορούν να διαπραχθούν κατά μιας ποικιλίας θυμάτων, είτε μαχητών είτε μη, ανάλογα με το είδος του εγκλήματος.[3]
Το 1474, η πρώτη δίκη για έγκλημα πολέμου ήταν αυτή του Πίτερ φον Χάγκενμπαχ, που πραγματοποιήθηκε από ένα ad hoc δικαστήριο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, για την ευθύνη διοίκησης για τις πράξεις των στρατιωτών του, επειδή «αυτός, ως ιππότης, θεωρούνταν ότι έχει καθήκον να αποτρέψει την εγκληματική συμπεριφορά της στρατιωτικής δύναμης». Παρά το γεγονός ότι είχε υποστηρίξει ότι είχε υπακούσει σε ανώτερες εντολές, ο φον Χάγκενμπαχ καταδικάστηκε σε θάνατο και αποκεφαλίστηκε.[5][6]
Οι Συμβάσεις της Χάγης ήταν διεθνείς συνθήκες που διαπραγματεύτηκαν στην Πρώτη και τη Δεύτερη Διάσκεψη Ειρήνης στη Χάγη της Ολλανδίας, το 1899 και το 1907, αντίστοιχα, και ήταν, μαζί με τις Συμβάσεις της Γενεύης, από τις πρώτες επίσημες δηλώσεις του δικαίου του πολέμου και των εγκλημάτων πολέμου στο εκκολαπτόμενο σώμα του κοσμικού διεθνούς δικαίου.
Οι Συμβάσεις της Γενεύης είναι τέσσερις συναφείς συνθήκες που εγκρίθηκαν και επεκτείνοταν συνεχώς από το 1864 έως το 1949. Αποτελούν τη νομική βάση και το πλαίσιο για τη διεξαγωγή του πολέμου σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Κάθε κράτος μέλος των Ηνωμένων Εθνών έχει επικυρώσει τις συμβάσεις, οι οποίες είναι παγκοσμίως αποδεκτές ως διεθνές εθιμικό δίκαιο που εφαρμόζεται σε κάθε κατάσταση ένοπλης σύγκρουσης στον κόσμο. Ωστόσο, τα πρόσθετα πρωτόκολλα στις Συμβάσεις της Γενεύης που εγκρίθηκαν το 1977 και περιέχουν τις πιο σχετικές, λεπτομερείς και ολοκληρωμένες προστασίες του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου για πρόσωπα και αντικείμενα στον σύγχρονο πόλεμο δεν έχουν ακόμη επικυρωθεί από πολλά κράτη που εμπλέκονται συνεχώς σε ένοπλες συγκρούσεις. Συγκεκριμένα δεν έχουν επικυρωθεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ισραήλ, την Ινδία, το Πακιστάν, το Ιράκ, το Ιράν κ.α. Κατά συνέπεια, τα κράτη διατηρούν διαφορετικούς κώδικες και αξίες σχετικά με τη συμπεριφορά τους εν καιρώ πολέμου. Ορισμένοι υπογράφοντες παραβιάζουν συστηματικά τις Συμβάσεις της Γενεύης είτε χρησιμοποιώντας τις ασάφειες του δικαίου είτε με πολιτικούς ελιγμούς για να παρακάμψουν τις διατυπώσεις και τις αρχές του δικαίου.
Οι τρεις πρώτες συμβάσεις αναθεωρήθηκαν και επεκτάθηκαν, με την τέταρτη να προστέθηκε το 1949[7]:
Δύο πρόσθετα πρωτόκολλα εγκρίθηκαν το 1977 με το τρίτο να προστίθεται το 2005, συμπληρώνοντας και επικαιροποιώντας τις Συμβάσεις της Γενεύης:
Αμέσως μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι παγκόσμιες κυβερνήσεις άρχισαν να προσπαθούν να δημιουργήσουν συστηματικά έναν κώδικα για τον ορισμό των εγκλημάτων πολέμου. Το πρώτο τους περίγραμμα νόμου ήταν «Οδηγίες για την Κυβέρνηση των Στρατών των Ηνωμένων Πολιτειών στο πεδίο»—γνωστό και ως «Κώδικας Λίμπερ».[11] Ένας μικρός αριθμός γερμανικού στρατιωτικού προσωπικού του Α' Παγκοσμίου Πολέμου δικάστηκε το 1921 από το Ανώτατο Δικαστήριο της Γερμανίας για τα φερόμενα εγκλήματα πολέμου.
Η σύγχρονη έννοια του εγκλήματος πολέμου αναπτύχθηκε περαιτέρω υπό την αιγίδα της Δίκες της Νυρεμβέργης με βάση τον ορισμό στον Χάρτη της Νυρεμβέργης που δημοσιεύτηκε στις 8 Αυγούστου 1945 (βλ. επίσης αρχές της Νυρεμβέργης). Μαζί με τα εγκλήματα πολέμου, ο χάρτης όριζε επίσης εγκλήματα κατά της ειρήνης και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, τα οποία συχνά διαπράττονται κατά τη διάρκεια πολέμων, σε συνδυασμό με τα εγκλήματα πολέμου.
Γνωστό και ως Δίκη του Τόκιο, Δικαστήριο Εγκλημάτων Πολέμου του Τόκιο ή απλά ως Δικαστήριο, συγκλήθηκε στις 3 Μαΐου 1946, για να δικαστούν τα ηγετικά μέλη της Αυτοκρατορίας της Ιαπωνίας για τρία είδη εγκλημάτων: «Κατηγορία Α» (εγκλήματα κατά της ειρήνης), «Κατηγορία Β» (εγκλήματα πολέμου) και «Κατηγορία Γ» (εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας), που διαπράχθηκαν κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Την 1η Ιουλίου 2002, ιδρύθηκε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο με έδρα τη Χάγη, για τη δίωξη εγκλημάτων πολέμου που διαπράχθηκαν από το 2002 κι έπειτα. Αρκετά έθνη, κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα, η Ρωσία και το Ισραήλ, έχουν ασκήσει κριτική στο Δικαστήριο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να συμμετέχουν ως παρατηρητές. Το άρθρο 12 του Καταστατικού της Ρώμης παρέχει τη δικαιοδοσία στο Δικαστήριο να διώκει πολίτες μη συμβαλλόμενων κρατών, εάν κατηγορούνται για διάπραξη εγκλημάτων πολέμου στην επικράτεια ενός από τα συμβαλλόμενα κράτη.[12]
Τα εγκλήματα πολέμου ορίζονται στο Καταστατικό που ίδρυσε το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, το οποίο περιλαμβάνει:
Το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για αυτά τα εγκλήματα μόνο όταν αποτελούν «μέρος ενός σχεδίου ή πολιτικής ή ως μέρος μιας μεγάλης κλίμακας διάπραξης τέτοιων εγκλημάτων».[13]
Μέχρι σήμερα, οι τότε εν ενεργεία και πρώην αρχηγοί κρατών και αρχηγοί κυβερνήσεων που κατηγορήθηκαν για εγκλήματα πολέμου ήταν:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.