Remove ads
χώρα της δυτικής Αφρικής From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Δημοκρατία της Λιβερίας είναι κράτος της Δυτικής Αφρικής. Συνορεύει με την Ακτή Ελεφαντοστού, τη Γουινέα και τη Σιέρα Λεόνε, ενώ βρέχεται δυτικά από τον Ατλαντικό ωκεανό.
Δημοκρατία της Λιβερίας
Republic of Liberia | |||
---|---|---|---|
| |||
Εθνικό σύνθημα: The love of liberty brought us here (Η αγάπη για την ελευθερία μάς έφερε εδώ) | |||
Η θέση της Λιβερίας (πράσινο) | |||
και μεγαλύτερη πόλη | Μονρόβια 06°19′00″N 10°48′00″E | ||
Αγγλικά | |||
Προεδρική Δημοκρατία | |||
Τζόζεφ Μποακάι Τζερέμια Κουνγκ | |||
Ανεξαρτησία - Κηρύχθηκε - Αναγνωρίστηκε Ισχύον Σύνταγμα | από ΗΠΑ 1821 - 1842 26 Ιουλίου 1847 6 Ιανουαρίου 1986 | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα Ακτογραμμή | 111.370 km2 (104η) 13,5 1.585 km 579 km | ||
Πληθυσμός • Εκτίμηση 2024 • Πυκνότητα | 5.613.000[1] (119η) 50,4 κατ./km2 (166η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2016) • Κατά κεφαλή | 3,762 δισ. $[2] 855 $[2] | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2016) • Κατά κεφαλή | 2,111 δισ. $[2] 479 $[2] | ||
ΔΑΑ (2021) | 0,481[3] (178η) – χαμηλός | ||
Νόμισμα | Δολάριο Λιβερίας (σε ευρεία χρήση είναι και το Δολάριο ΗΠΑ (LRD) | ||
GMT | |||
Internet TLD | .lr | ||
Οδηγούν στα | δεξιά | ||
Κωδικός κλήσης | +231 |
Το κλίμα της χώρας είναι θερμό ισημερινό και οι περισσότερες βροχές πέφτουν το καλοκαίρι. Η Ακτή του Πιπεριού αποτελείται από μακρόβια δάση. Στις εσωτερικές ζώνες υπάρχουν σαβάνες, όπου ζουν σαρκοφάγα ζώα και στο δάσος ζουν κερκοπίθηκοι, χιμπατζήδες, φίδια και μαγκούστες. Από το 1989, η Λιβερία έχει ζήσει δύο εμφυλίους πολέμους, τον πρώτο (1989–1996) και το δεύτερο (1999–2003), που είχαν αποτέλεσμα να καταστραφεί η οικονομία του κράτους και να δημιουργηθεί κύμα προσφύγων σε άλλες αφρικανικές χώρες. Πρόεδρος στη χώρα είναι ο Τζόζεφ Μποακάι.
Το όνομα της χώρας σημαίνει «ελευθερία» και αναφέρεται στους απελευθερωμένους σκλάβους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Λιβερία το 1822 και ίδρυσαν το κράτος το 1847 με την υποστήριξη της κυβέρνησης των ΗΠΑ. Δημιούργησαν έτσι μια νέα εθνοτική ομάδα, τους Αμερικανολιβεριανούς.[4] Ωστόσο, η εισαγωγή αυτής της εθνοτικής ομάδας πυροδότησε εντάσεις με τις 16 άλλες κύριες εθνότητες.[5]
Η Λιβερία βρίσκεται στη Δυτική Αφρική και συνορεύει με τον Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό από τα νοτιοδυτικά. Ουσιαστικά το έδαφος του κράτους αποτελείται από μια παράκτια λωρίδα από τον ποταμό Μάνο στα δυτικά μέχρι τον Καβάλο στα ανατολικά. Η λωρίδα αυτή αντιστοιχεί στην Ακτή του Πιπεριού (έτσι ονομαζόταν κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας). Μετά τη λωρίδα αυτή, προς το εσωτερικό βρίσκεται μια ζώνη με χαμηλούς λόφους, οι οποίοι σταδιακά υψώνονται και φτάνουν τα 1.700 μέτρα (στα Όρη Νίμπα, στα σύνορα με τη Γουινέα). Το ψηλότερο σημείο στη χώρα είναι το Όρος Γούτεβε στα 1.440 μέτρα. Ψηλότερο, με 1.752 μ. υψόμετρο, είναι το όρος Νίμπα, που ανήκει όμως (γεωγραφικά) και στη Γουινέα και την Ακτή Ελεφαντοστού.[5] Η ακτή της είναι αλίμενη και μαστίζεται από καταιγίδες.
Το κλίμα της Λιβερίας είναι τυπικό για χώρες του Κόλπου της Γουινέας. Αυτό σημαίνει ότι οι μουσώνες επηρεάζουν τις βροχοπτώσεις, οι οποίες είναι περισσότερες από τον Μάιο έως τον Οκτώβριο. Ακολουθεί η ξηρή εποχή. Μεταξύ Δεκεμβρίου και Μαρτίου οι άνεμοι χαρματάν (ξηροί) μειώνουν την υγρασία. Η θερμοκρασία κατά την εποχή των βροχών είναι 24-25 βαθμούς Κελσίου, ενώ κατά την ξηρή εποχή κυμαίνεται από 26 μέχρι 30 βαθμούς Κελσίου. Η θερμοκρασία δεν παρουσιάζει αξιόλογη μεταβολή τη μέρα και τη νύχτα συγκριτικά. Η χώρα είναι η πιο βροχερή του Κόλπου της Γουινέας.
Η αφρικανική χώρα διαιρείται σε 15 κομητείες, οι οποίες επιπλέον διαιρούνται σε περιφέρειες (districts) και επιπλέον σε clans.Οι κομητείες είναι:
Ελάχιστες πληροφορίες είναι γνωστές για τους πρώτους πληθυσμούς που κατοικούσαν στο έδαφος της χώρας κατά τα προϊστορικά χρόνια. Μερικές ομάδες πληθυσμών είχαν εγκατασταθεί σε δάση στο εσωτερικό, προς τα τέλη της νεολιθικής περιόδου. Στη συνέχεια αυτές οι εθνότητες υποτάχθηκαν στους Μαντίνγκο, οι οποίοι είχαν ενιαία πολιτική οργάνωση. Τον 15ο και 16ο αιώνα Ευρωπαίοι έμποροι επισκέφτηκαν πολλές φορές τη χώρα, κυρίως για τη φόρτωση του περιζήτητου αφρικανικού πιπεριού, χωρίς όμως να εγκατασταθούν μόνιμα εκεί. Η λεγόμενη «Ακτή του Πιπεριού» τέθηκε υπό τον έλεγχο των Πορτογάλων, οι οποίοι ασχολήθηκαν ευρύτατα με το δουλεμπόριο. Το 1821 η σημερινή χώρα επιλέχθηκε από την Αμερικανική Εταιρεία Αποικισμού της Νέας Υόρκης για τον πυρήνα ενός ανεξάρτητου αφρικανικού κράτους. Εκεί θα ζούσαν οι Αφροαμερικανοί που είχαν απελευθερωθεί από τη δουλεία. Οι πρώτοι άλλοτε σκλάβοι εγκαταστάθηκαν το 1822 στο ακρωτήριο Μεσουράδο. Αυτοί και όσοι μεταφέρθηκαν τα επόμενα χρόνια (περί τους 20.000 μέσα σε περισσότερο από έναν αιώνα) ονομάστηκαν Αμερικανολιβεριανοί.
Ανθρωπολογικές έρευνες δείχνουν ότι η περιοχή της Λιβερίας κατοικείται τουλάχιστον από τον 12ο αιώνα, ή και ίσως νωρίτερα. Στα δυτικά έφτασαν λαοί που μιλούσαν τη γλώσσα Μέντε και ανάγκασαν πολλές άλλες μικρότερες εθνοτικές ομάδες να φύγουν προς τα νότια, κοντά στον Ατλαντικό. Την εποχή εκείνη αφίχθησαν μερικές εθνοτικές ομάδες όπως οι Ντέις, Μπάσα, Τους, Κρου, Γκόλα και Γκίσι.[6] Στις εσωτερικές περιοχές, η ερημοποίηση έκανε τους κατοίκους να μετακινηθούν και να εγκατασταθούν στην πιο υγρή περιοχή της Ακτής του Πιπεριού. Οι νέοι αυτοί κάτοικοι μετέφεραν την τεχνογνωσία νέων καλλιεργειών, όπως του ρυζιού και άλλες αλλαγές από τις Αυτοκρατορίες του Μάλι και του Σονγκχάι.[7] Οι Κρου αντιτάχθηκαν στη μετανάστευση των Βάι στην περιοχή του Όρους του Μεγάλου Ακρωτηρίου και συμμάχησαν με τους Μάνε. Παρά το γεγονός αυτό, οι Βάι παρέμειναν σε αυτήν την περιοχή.
Ανάμεσα στο 1461 και στα τέλη του 17ου αιώνα, Πορτογάλοι, Ολλανδοί και Βρετανοί έμποροι είχαν επαφές και είχαν ιδρύσει εμπορικούς σταθμούς στη Λιβερία. Οι Πορτογάλοι αποκαλούσαν την περιοχή Κόστα ντα Πιμέντα (Costa da Pimenta), το οποίο μεταφράστηκε στη συνέχεια ως «Ακτή των Πιπεριών», εξαιτίας της αφθονίας του συγκεκριμένου είδους πιπεριάς.
Το 1822 η Αμερικανική Εταιρεία Αποικισμού ίδρυσε τη Λιβερία, καθιστώντας την ως χώρο για την αποστολή απελευθερωμένων Αφροαμερικανών σκλάβων.[8] Οι Αφροαμερικανοί μετανάστευσαν στην αποικία και οι απόγονοί τους αποτελούν μέρος του πληθυσμού σήμερα (γνωστοί ως Αμερικανολιβεριανοί). Το 1841, έπειτα από περίοδο διενέξεων ανάμεσα στους αποίκους και στην εταιρεία, αποφασίστηκε τελικά να δοθεί πλήρης αυτοδιαχείριση στη Λιβερία. Την ίδια χρονιά πρώτος έγχρωμος Κυβερνήτης ανέλαβε ο Τζόζεφ Ρόμπερτς. Στις 26 Ιουλίου του 1847 οι Αμερικανολιβεριανοί οικιστές κήρυξαν την ανεξαρτησία της Λιβεριανής Δημοκρατίας. Πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξελέγη ο Ρόμπερτς, ο οποίος διατηρήθηκε στην εξουσία έως το 1856. Υπηρέτησε ξανά την περίοδο 1871-75.
Ιστορικά, η Λιβερία έτυχε υποστήριξης και άτυπης συνεργασίας με την αμερικανική κυβέρνηση.[9] Η κυβέρνηση του νεοσύστατου κράτους βασίστηκε στο αμερικανικό μοντέλο διακυβέρνησης. Η αναγνώριση του νέου κράτους έγινε σταδιακά από μέλη της Διεθνούς Κοινότητας.
Στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο η χώρα βρέθηκε στο πλευρό των Συμμάχων, ενώ ένα βήμα για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας αποτέλεσε η χορήγηση επιδότησης (1926) στην εταιρεία Φάιρστοουν, αμερικανικών συμφερόντων. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ προμήθευσαν με τεχνική και οικονομική βοήθεια το αφρικανικό κράτος.
Το 1931 η Κοινωνία των Εθνών αποφάσισε ότι η κυρίαρχη τάξη στη Λιβερία (Αμερικανολιβεριανοί) εκμεταλλεύονταν τους ιθαγενείς, με συνέπεια να παραιτηθεί ο πρόεδρος και να προκληθεί πολιτική κρίση. Η κατάσταση εξομαλύνθηκε το 1936, ωστόσο οι διαφορές ανάμεσα στους ιθαγενείς και στην κυρίαρχη τάξη παρέμειναν αγεφύρωτες. Ενδεικτικά, οι αυτόχθονες δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Κατά τη διακυβέρνηση του Γουίλιαμ Τάμπμαν (1943-1971) θεσπίστηκε πρόγραμμα για εθνική ενοποίηση και επιτεύχθηκε η νομοθετική κατοχύρωση της ισότητας όλων των πολιτών. Παράλληλα, ποινικοποιήθηκαν οι φυλετικές διακρίσεις και έτσι η χώρα εξήλθε από την απομόνωση. Χαρακτηριστικά πρέπει να αναφερθεί ότι ως το 1944 η Λιβερία δεν είχε κανέναν αντιπρόσωπο στο εξωτερικό. Ο Τάμπμαν ανέλαβε μάλιστα και ρόλο διαμεσολαβητή σε άλλες χώρες της Αφρικής.
Το 1971 ο Τάμπμαν πέθανε και πρόεδρος έγινε ο ως τότε αντιπρόεδρος, Γουίλιαμ Τόλμπερτ. Το 1975 ο τελευταίος επανεξελέγη, ωστόσο ανατράπηκε με πραξικόπημα και δολοφονήθηκε τη νύχτα της 12ης Απριλίου του 1980. Ο στρατιωτικός Σάμιουελ Ντόε ηγήθηκε του πραξικοπήματος και κατέλυσε τη δημοκρατία, κυβερνώντας απολυταρχικά. Ήταν μάλιστα ο πρώτος αρχηγός Κράτους στη Λιβερία που δεν ήταν μέλος της ελίτ των Αμερικανολιβεριανών.
Τον Οκτώβριο του 1985 διενεργήθηκαν οι πρώτες εκλογές μετά το πραξικόπημα, οι οποίες ουσιαστικά νομιμοποίησαν το αυταρχικό καθεστώς. Το Κόμμα Δράσης για τη Λιβερία (LAP) του Τζάκσον Ντόε (καμία συγγένεια με τον στρατιωτικό) ήταν νικητής των εκλογών, με σχεδόν σύμφωνη γνώμη των διεθνών παρατηρητών. Ωστόσο, ο Σάμιουελ Ντόε απέλυσε την εφορευτική επιτροπή και την αντικατέστησε με μέλη προσκείμενα σε αυτόν. Η νέα Εκλογική Επιτροπή ανακήρυξε τον δικτάτορα νικητή των εκλογών με 50,9% των ψήφων. Σε ανταπάντηση, εκδηλώθηκε αντιπραξικόπημα στις 12 Νοεμβρίου από τον Τόμας Κουιόνκπα, οι άνδρες του οποίου κατέλαβαν το Προεδρικό Μέγαρο και τον εθνικό ραδιοσταθμό. Τρεις μέρες μετά, το πραξικόπημα συνετρίβη και εντάθηκε η καταστολή από την κυβέρνηση, με αποτέλεσμα τον φόνο περισσότερων από 2.000 πολιτών και τη φυλάκιση πάνω από 100 πολιτικών της αντιπολίτευσης, μεταξύ των οποίων ο Τζάκσον Ντόε και η μετέπειτα πρόεδρος, Έλεν Τζόνσον-Σίρλιφ.
Στα τέλη του 1989 ξέσπασε ο πρώτος εμφύλιος πόλεμος στη Λιβερία. Κατά μεγάλο μέρος, ο πόλεμος αυτός οφείλεται στην ατμόσφαιρα δικτατορίας που καλλιεργήθηκε από το καθεστώς του Σάμιουελ Ντόε. Ένας Αμερικανολιβεριανός, ονόματι Τσαρλς Τέιλορ εισέβαλε στην κομητεία Νίμπα με γύρω στους 100 άνδρες και με την υποστήριξη της Μπουρκίνα Φάσο και της Ακτής Ελεφαντοστού.[10] Οι μαχητές αυτοί κέρδισαν την υποστήριξη από μεγάλη μερίδα του ιθαγενούς πληθυσμού, οι οποίοι ήταν αγανακτισμένοι με την τότε κυβέρνηση. Ως αποτέλεσμα, μεγάλο μέρος της χώρας τέθηκε υπό τον έλεγχο των μαχητών. Την ίδια στιγμή, ο Γιόρμι Πρινς Τζόνσον δημιούργησε τον δικό του στρατό και κέρδισε την υποστήριξη των εθνοτικών ομάδων Γκίο και Μάνο.
Τον Αύγουστο του 1990 η Ομάδα Παρακολούθησης της Οικονομικής Κοινότητας Δυτικής Αφρικής οργάνωσαν τις δικές τους στρατιωτικές δυνάμεις για να παρέμβουν με σκοπό την αποσόβηση της κρίσης. Τα στρατεύματα ήταν κυρίως από τη Νιγηρία, τη Γουινέα και την Γκάνα. Ο Ντόε έπεσε σε ενέδρα στρατιωτών της φυλής Γκίο, οι οποίοι ήταν πιστοί στον πολέμαρχο Πρινς Τζόνσον. Εκεί, στο στρατηγείο του τελευταίου, οδηγήθηκε ο Ντόε, βασανίστηκε και εκτελέστηκε.
Μετά τον θάνατο του Ντόε παραιτήθηκε ο προσωρινός πρόεδρος Έμος Σόγιερ το 1994 και παρέδωσε την εξουσία στο Συμβούλιο του Κράτους. Το 1997, έπειτα από αιματηρή ανταρσία, που υποστηρίχθηκε από τον Μουαμάρ αλ-Καντάφι, ηγέτη της Λιβύης, διεξήχθησαν προεδρικές εκλογές. Πρόεδρος εξελέγη ο Τσαρλς Τέιλορ. Ο τελευταίος κυβέρνησε απολυταρχικά και προκάλεσε τον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο στη Λιβερία, το 1999. Στους εμφυλίους πολέμους, υπολογίζεται ότι σκοτώθηκαν περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι.
Στα μέσα του 2003 οι συγκρούσεις εντάθηκαν και οι μάχες διεξάγονταν πια στη Μονρόβια. Στις 15 Αυγούστου του 2003 αποβιβάστηκαν από αέρος 1000 Νιγηριανοί στρατιώτες, ως Αποστολή της ECOWAS στη Λιβερία (ECOMIL).
Η διαμάχη για την εξουσία άρχισε να φθίνει και οι διεθνείς και αμερικανικές πιέσεις οδήγησαν στην παραίτηση του Τέιλορ, ο οποίος αποδέχτηκε προσφορά ασύλου από τη Νιγηρία. Ο ίδιος δήλωσε ότι Θεού θέλοντος θα επέστρεφε. Στις 29 Μαρτίου του 2006 εκδόθηκε από τη Νιγηρία στη Σιέρα Λεόνε, όπου του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου από Ειδικό Δικαστήριο. Για λόγους ασφαλείας, η δίκη του από το Δικαστήριο αυτό διεξάγεται στη Χάγη. Κατηγορείται για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, παραβιάσεις των Συνθηκών της Γενεύης και άλλες σοβαρές παραβιάσεις του ανθρωπίνου δικαίου.[11] Μερικοί στρατιώτες της ECOMIL αποσύρθηκαν τελικά και δύο τάγματα ενσωματώθηκαν στην Ειρηνευτική Αποστολή των Ηνωμένων Εθνών στη Λιβερία (UNMIL), δύναμης 15.000 ανδρών.
Η Λιβερία έχει διπλό νομοθετικό σύστημα, που βασίζεται στο αγγλοσαξονικό και στο αμερικανικό Δίκαιο, όπως επίσης και άγραφους νόμους, για τους αυτόχθονες των αποκλειστικά αγροτικών φυλών.Ο σύγχρονος τρόπος διακυβέρνησης πρακτικά μονοπωλείται από την εκτελεστική εξουσία. Η τελευταία ασκείται από τον Πρόεδρο της Λιβερίας. Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω. Μετά τη διάλυση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (1876), το Κόμμα των Αληθινών Ουίγων κυριάρχησε στην κυβέρνηση έως το πραξικόπημα του 1980. Ο Γουίλιαμ Τάμπμαν ήταν ο μακροβιότερος πρόεδρος στην ιστορία της αφρικανικής χώρας (1944-1971). Παρά τη διαφθορά, από την ίδρυση του κράτους το 1847 ως την ανατροπή του δημοκρατικού καθεστώτος το 1980 η πολιτική ζωή της χώρας κυλούσε ομαλά. Μετά τους εμφυλίους πολέμους, η ηρεμία αποκαταστάθηκε στο κράτος και πρόεδρος ανέλαβε η Έλεν Τζόνσον-Σίρλιφ.
Έπειτα από την εξορία του Τέιλορ, ο Γκιούντε Μπράιαντ διορίστηκε πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης στα τέλη του 2003. Το φθινόπωρο του 2005 οι εκλογές διεξήχθησαν με επιτυχία και σε κλίμα ειρήνης. Εκατοντάδες ψηφοφόρων περίμεναν στη ζέστη με υπομονή τη σειρά τους για να ψηφίσουν. Κατήλθαν συνολικά 23 υποψήφιοι για το προεδρικό αξίωμα και στις 11 Οκτωβρίου του 2005 οι Λιβεριανοί προσήλθαν στις κάλπες. Το πρόωρο φαβορί ήταν ο αστέρας του ποδοσφαίρου, Τζορτζ Γουεά, μέλος της φυλής των Κρου. Κρίθηκε απαραίτητη η διεξαγωγή δευτέρου γύρου στις 8 Νοεμβρίου του 2005, στον οποίο αναδείχθηκε τελική νικήτρια η Έλεν Τζόνσον-Σίρλιφ.
Η νέα πρόεδρος υπήρξε ξανά υποψήφια το 1997, ηττήθηκε όμως από τον Τσαρλς Τέιλορ. Το 2005 έγινε η πρώτη γυναίκα που εξελέγη πρόεδρος σε χώρα της Αφρικής. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προχώρησε στη διαγραφή του εξωτερικού χρέους της χώρας[12]
Ανάμεσα στις πρωτοβουλίες της ήταν και η σύσταση Επιτροπής Αλήθειας και Συμφιλίωσης για τη διερεύνηση των εγκλημάτων που είχαν διαπραχθεί κατά τους εμφυλίους πολέμους.[13]
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας, το 2006, τη χρονιά αυτή συνεχίστηκαν οι σποραδικές συγκρούσεις ανάμεσα σε πρώην αντάρτες, οι οποίοι θα έπρεπε να είχαν αφοπλιστεί. Πάνω από 200.000 εκτοπισμένοι και εσωτερικοί πρόσφυγες επέστρεψαν στις εστίες τους. Αναφορικά με τη νομοθεσία, ο νόμος για τους βιαστές προέβλεπε όχι τη θανατική ποινή αλλά την ισόβια κάθειρξη[14] Ο άλλοτε πρόεδρος Τσαρλς Τέιλορ συνελήφθη ενώ προσπαθούσε να περάσει τα σύνορα με το Καμερούν και οδηγήθηκε για δίκη ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου στη Χάγη.
Ο πληθυσμός είναι περίπου 5.613.000 κάτοικοι[1] σύμφωνα με τη μέση εκτίμηση των Ηνωμένων Εθνών για το 2024 και συναποτελείται από 16 ιθαγενείς εθνοτικές ομάδες, ενώ υπάρχουν και ξένες μειονότητες. Το 85% περίπου του πληθυσμού είναι αυτόχθονες, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι Κπέλε (Kpelle), οι οποίοι βρίσκονται στην κεντρική και στη δυτική Λιβερία. Περί το 15% είναι Αμερικανολιβεριανοί, απόγονοι των απελεύθερων σκλάβων, οι οποίοι έφτασαν στα 1821 στην αφρικανική χώρα. Από αυτούς, οι μισοί έχουν αμερικανική καταγωγή και οι μισοί έχουν ρίζες στην Καραϊβική. Υπάρχουν επίσης πολλοί Λιβανέζοι, Ινδοί και άλλοι κάτοικοι από άλλες χώρες στη Δυτική Αφρική. Λιγότεροι από 18.000 (τόσοι υπολογίστηκαν το 1999) είναι οι λευκοί που ζουν σήμερα στο κράτος.
Η Λιβερία έχει το μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης του πληθυσμού της στον κόσμο. Με βάση στοιχεία του 2006, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του πληθυσμού της ήταν 4,50%. Όπως και οι γειτονικές της χώρες, έτσι και η Λιβερία έχει μικρό σε ηλικία πληθυσμό, καθώς οι μισοί Λιβεριανοί και Λιβεριανές είναι κάτω των 18 ετών.
Οι αυτόχθονες Λιβεριανοί υποδιαιρούνται σε 26 συνολικά εθνοτικές ομάδες, οι οποίες ανήκουν σε δύο κύριους κορμούς, τους Κουά του Νότου και τους Μάντε (Κουά και Μάντε είναι ομογλωσσίες). Οι τελευταίοι διακρίνονται μεταξύ τους με γλωσσολογικά κριτήρια.
Η πρώτη οργανωμένη απογραφή του πληθυσμού συντελέστηκε το 1962 και σύμφωνα με αυτήν, η Λιβερία αριθμούσε τότε 1 εκατομμύριο κατοίκους. Με τη βελτίωση των συνθηκών ζωής, παρουσιάστηκε δημογραφική αύξηση, ωστόσο οι εμφύλιοι πόλεμοι αργότερα, δεν κατέστησαν δυνατό να γίνουν λεπτομερέστερες απογραφές. Το 2006 ο πληθυσμός εκτιμούνταν στα 3 εκατομμύρια περίπου. Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 64,1 χρόνια (63,2 χρόνια οι άνδρες και 65,0 οι γυναίκες).[15] Οι υγειονομικές υπηρεσίες είναι ανεπαρκείς και πολλές μεταδοτικές νόσοι μαστίζουν τη χώρα, όπως το AIDS, η ηπατίτιδα, ο τύφος και η ελονοσία.
Η Λιβερία έχει περιορισμένη αστικοποίηση και οι λιγοστές πόλεις έχουν πρώτιστα αγροτικό χαρακτήρα. Κέντρο είναι η πρωτεύουσα Μονρόβια. Η μεγαλύτερη πληθυσμιακή πυκνότητα παρατηρείται στην παράκτια ζώνη (πάνω από 200 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο). Η μέση πυκνότητα είναι 27, 31 κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, με βάση στοιχεία του 2006. Εκτός από τη Μονρόβια, σημαντικά λιμάνια και πόλεις είναι η Χάρπερ, στα σύνορα με την Ακτή Ελεφαντοστού, η Μπιουκάναν και η Ρόμπερτσταουν, στο ακρωτήριο Μάουντ.
Η αγγλική γλώσσα είναι η επίσημη στο κράτος. Η γλώσσα αυτή είναι η μοναδική με γραπτή μορφή στη χώρα από τις γλώσσες ή διαλέκτους. Στα ενδότερα της χώρας ομιλούν τις γλώσσες κουά και μάντες, καθώς επίσης και πολλές τοπικές διαλέκτους.
Επίσημη θρησκεία είναι ο Χριστιανισμός. Το 60% του πληθυσμού είναι χριστιανοί ενώ το 20% ασπάζεται παραδοσιακές τοπικές λατρείες. Οι Μουσουλμάνοι υπολογίζονται στο 20% των Λιβεριανών. Επίσης, υπάρχουν 6.184 Μάρτυρες του Ιεχωβά[16] και 8.081 Μορμόνοι της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών[17].
Από παλιά, η οικονομία της χώρας εξαρτάτο από τις εξαγωγές σιδήρου και καουτσούκ, όπως επίσης και από τις διεθνείς επενδύσεις. Κυριαρχεί ο αγροτικός τομέας, με σημαντικότερες καλλιέργειες του καφέ, του κοκοφοίνικα, τις αραχίδες, τα εσπεριδοειδή και το ζαχαροκάλαμο. Η ραφία είναι το βασικότερο δασικό προϊόν. Πρόκειται για ένα είδος φοίνικα, από τον οποίο εξάγεται μια υφαντική ίνα, η πιασάβα. Η καλλιέργεια του καουτσούκ στην παράκτια περιοχή παρέχει απασχόληση σε 40.000 ανθρώπους. Το φυτό εβέα (Hevea braziliensis) έχει αντικαταστήσει εκεί τη φυσική βλάστηση. Το 1926 ιδρύθηκε η αμερικανικών συμφερόντων εταιρεία Firestone. Το 2005 το Διεθνές Ταμείο για τα Εργασιακά Δικαιώματα μήνυσε την εταιρεία Bridgestone/Firestone, κατηγορώντας την ότι διαδραμάτισε ρόλο στην παράνομη παιδική εργασία σε φυτείες καουτσούκ στη Λιβερία αλλά και για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Οι εξαγωγές επίσης ξυλείας και το διεθνές εμπόριο συνετέλεσαν τα μέγιστα στην οικονομική πρόοδο. Τέλος, η Υπάρχουν μικρές ιδιωτικές βιομηχανίες, κυρίως επεξεργασίας τροφίμων. Η αλιεία είναι σημαντικός τομέας, με κυριότερα αλιεύματα τις γλώσσες, τα καβούρια, τους αστακούς και τις γαρίδες.
Μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες εκμεταλλεύονται τον ορυκτό πλούτο του κράτους, κυρίως αμερικανικές ή ελέγχουν τις φυτείες της. Επιπλέον, οι εταιρείες αυτές δρουν ανενόχλητες, χωρίς να φοβούνται φορολογικούς ελέγχους. Η βιομηχανία διαμαντιών επλήγη από το πρόσφατο εμπάργκο του ΟΗΕ, το οποίο ήρθη στις 27 Απριλίου του 2007. Κύρια δραστηριότητα παραμένουν οι εξορυκτικές και οι μεταποιητικές δραστηριότητες.
Η οικονομία επηρεάστηκε αρνητικά και από τον πρόσφατο εμφύλιο πόλεμο. Το 2005 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπολογιζόταν στα 900 δολάρια ΗΠΑ.Η ανεργία το 2003 ήταν 85%, που αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό στον κόσμο. Έτσι, η οικονομία της χώρας προχωρά με αργό ρυθμό. Το 80% του συνολικού πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, με βάση στοιχεία του 2003.
Επίσης, η Λιβερία διαθέτει το μεγαλύτερο εμπορικό στόλο στον κόσμο, καθώς παρέχει φορολογικές απαλλαγές και διευκολύνσεις με τη σημαία της. Η σημαία αυτή είναι η κυριότερη σημαία ευκαιρίας στον κόσμο και η Ελλάδα είναι η 2η σε αριθμό πλοίων που χρησιμοποιούν τη σημαία αυτή (149 πλοία το έτος 2005 επί συνόλου 1.492), με πρώτη τη Γερμανία.
Νόμισμα της χώρας είναι το Δολάριο Λιβερίας, το οποίο όμως στην πράξη έχει αντικατασταθεί από το Δολάριο ΗΠΑ. Το τελευταίο χρησιμοποιείται ευρύτατα στις συναλλαγές.
Η ενέργεια παράγεται κατά το μεγαλύτερο μέρος από την καύση των ορυκτών, ενώ το υπόλοιπο (40%) σε υδροηλεκτρικά εργοστάσια. Στην πρωτεύουσα λειτουργεί διυλιστήριο πετρελαίου. Το οδικό δίκτυο ξεκινά από τη Μονρόβια και συνδέεται με το δίκτυο της Γουινέας. Το 1999 εκτεινόταν στα 10.600 χλμ. Το 2005, το σιδηροδρομικό δίκτυο εκτεινόταν στα 490 χλμ. Υπάρχουν σιδηροδρομικές γραμμές ανάμεσα στα ορυχεία και στα λιμάνια, ώστε να διευκολύνονται οι εξορυκτικές εργασίες. Εθνικός αερομεταφορέας είναι η Air Liberia, ενώ συνολικά 53 αεροδρόμια λειτουργούσαν στη χώρα το 2006. Το κυριότερο από αυτά βρίσκεται στο Ρόμπερτσφιλντ.
Παραδοσιακά η Λιβερία φημίζεται για τη φιλοξενία της και τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα.
Η πλούσια ιστορία της στην υφαντική ξεκινά από τους πρώτους απελεύθερους Αμερικανούς σκλάβους, οι οποίοι μετανάστευσαν στη χώρα και έφεραν μαζί τους τις τέχνες του στη ραπτική και στο κέντημα.
Η απογραφή πληθυσμού του 1843 έδειξε μια σειρά επαγγελμάτων, όπως καπελάδες, ράφτες και μοδίστρες, Το 1857 και το 1858 φιλοξενήθηκαν στο κράτος δύο εθνικές εκθέσεις και απονεμήθηκαν βραβεία στον χώρο διαφόρων τεχνών ραψίματος και κεντήματος. Τα κεντητά αποτέλεσαν ακόμα και δώρα από προέδρους της Λιβερίας. Η σημερινή πρόεδρος, Έλεν Τζόνσον-Σίρλιφ, φέρεται να έβαλε στο Προεδρικό της Γραφείο κατά την πρώτη της είσοδο στο Προεδρικό Μέγαρο ένα κεντητό φτιαγμένο στη Λιβερία.[18]
Το υψηλότερο ανθρώπινο κατασκεύασμα στην Αφρική, η κεραία του πρώην αναμεταδότη Paynesville Omega, βρίσκεται στη Λιβερία.
Η χώρα δε διαθέτει αποικιακά οικοδομήματα εξαιτίας του παρελθόντος της, σε αντίθεση με άλλα αφρικανικά κράτη. Επίσης, οι εμφύλιοι πόλεμοι κατέστρεψαν πολλά πολιτιστικά μνημεία. Στα νοτιοανατολικά της χώρας, σώζεται στην πόλη Γκρίνβιλ ένα από τα πρώτα κτήρια, όπου στεγάστηκαν οι πρώτοι απελευθερωμένοι σκλάβοι, οι οποίοι έφτασαν στη χώρα από την Αμερική. Στην πόλη Μπιουκάναν ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει τις παραλίες της. Στον οικισμό Φάντι Τάουν ζουν οι καταγόμενοι από την Γκάνα Φάντι, ενώ στην Μπιουκάναν ζουν οι Μπάσα. Στη Χάρπερ βρίσκεται η παλαιά οικία του προέδρου Ουίλιαμ Τάμπμαν, που υπήρξε ο μακροβιότερος στην ιστορία της χώρας. Η Χάρμπελ αποτελεί το κέντρο των φυτειών του καουτσούκ. Οι φυσιολάτρες μπορούν να επισκεφθούν το Εθνικό Πάρκο Σάπο, που βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της χώρας. Εκεί βρίσκεται παρθένο δάσος, το οποίο φιλοξενεί πολλά είδη πανίδας. Μεγάλο τμήμα του πάρκου παραμένει ανεξερεύνητο.
Το 1862 άρχισε να λειτουργεί στο κράτος, το πανεπιστήμιο της Λιβερίας, που αποτελεί ένα απο τα παλαιότερα ακαδημαϊκά ιδρύματα στην Αφρική. Το πανεπιστήμιο υπέστη μεγάλες καταστροφές στη δεκαετία του ‘90, κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Ωστόσο, με την αποκατάσταση της ειρήνης, ανασυγκροτήθηκε. Το 1889 ιδρύθηκε από την Αμερικανική Επισκοπική Εκκλησία το Πανεπιστήμιο Κάτινγκτον, του οποίου η έδρα είναι σήμερα στο Σουακόκο.
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO για το 2004 το 65% των παιδιών κατάλληλης ηλικίας φοιτούν στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση και το 24% των παιδιών κατάλληλης ηλικίας φοιτούν στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση σε αντίστοιχα σχολεία.[19]
Τον Απρίλιο του 2009 η ΕΕ συμπεριέλαβε τη χώρα στον κατάλογο με τους αερομεταφορείς που απαγορεύεται να εκτελούν πτήσεις προς τα 27 κράτη μέλη, για λόγους ασφαλείας.[20] Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.