Remove ads
ανερξάτητο κράτος στη Δυτική Αφρική From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Νιγηρία (αγγλικά: Nigeria), ή επίσημα Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Νιγηρίας (αγγλικά: Federal Republic of Nigeria), είναι ομοσπονδιακή συνταγματική δημοκρατία της Δυτικής Αφρικής, η οποία αποτελείται από 36 πολιτείες και την ομοσπονδιακή περιοχή της πρωτεύουσας, την Αμπούτζα. Η χώρα συνορεύει με το Μπενίν στα δυτικά, το Τσαντ και το Καμερούν στα ανατολικά και τον Νίγηρα στα βόρεια. Στα νότια βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό (κόλπος της Γουινέας). Παρόλο που η πρωτεύουσα είναι η Αμπούτζα, μεγαλύτερη πόλη και λιμάνι της είναι το Λάγος, με 7.937.932 κατοίκους (2006). Παλαιότερα, πρωτεύουσα ήταν το Λάγος. Η Νιγηρία ήταν η πρώτη βρετανική αποικία που έγινε ανεξάρτητο κράτος και μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας το 1960. Είναι ομοσπονδία από τέσσερις αυτόνομες περιοχές και το πολίτευμα της είναι Ομοσπονδιακή Προεδρική Δημοκρατία. Μετά τον θάνατο του προέδρου Ουμάρου Γιαρ Αντούα τον Μάιο του 2010, νέος πρόεδρος ορκίστηκε ο, εκτελών μέχρι τότε χρέη προέδρου, Γκούντλακ Τζόναθαν. Έπειτα από τις προεδρικές εκλογές του 2015, νέος πρόεδρος εξελέγη ο Μουχαμαντού Μπουχάρι, πρώην στρατιωτικός, ο οποίος επανεξελέγη και το 2019.
Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Νιγηρίας | |||
---|---|---|---|
| |||
Εθνικό σύνθημα: "Ενότητα και Πίστη, Ειρήνη και Πρόοδος" | |||
Η θέση της Νιγηρίας (πράσινο) | |||
Αμπούτζα 9°4′N 7°29′E | |||
Μεγαλύτερη πόλη | Λάγος | ||
Αγγλικά | |||
Ομοσπονδιακή Προεδρική Δημοκρατία | |||
Πρόεδρος Αντιπρόεδρος | Μπόλα Τινούμπου Κασίμ Σετίμα | ||
Ανεξαρτησία Από το Ην. Βασίλειο Ισχύον Σύνταγμα | 1η Οκτωβρίου 1960 29 Μαΐου 1999 | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα Ακτογραμμή | 923.768 km2 (32η) 1,4 4.047 km 853 km | ||
Πληθυσμός • Εκτίμηση 2024 • Απογραφή 2006 • Πυκνότητα | 232.679.000[1] (6η) 140.431.790 251,9 κατ./km2 (57η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2019) • Κατά κεφαλή | 1,221 τρισ. $[2] (19η) 6.130 $[2] (129η) | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2019) • Κατά κεφαλή | 447,013 δισ. $[2] (23η) 2.244 $[2] (137η) | ||
ΔΑΑ (2021) | 0,535[3] (163η) – χαμηλός | ||
Νόμισμα | Νάιρα (NGN) | ||
WAT (UTC +1) | |||
Internet TLD | .ng | ||
Οδηγούν στα | δεξιά | ||
Κωδικός κλήσης | +234 |
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 19/12/2022) |
Η Νιγηρία βρίσκεται στη δυτική Αφρική, στον κόλπο της Γουινέας και έχει συνολική έκταση 923.768 χλμ², καθιστώντας τη 32η μεγαλύτερη χώρα (μετά την Τανζανία). Έχει συγκρίσιμο μέγεθος με τη Βενεζουέλα και είναι δύο φορές μεγαλύτερη από την Καλιφόρνια. Τα σύνορά της έχουν συνολικό μήκος 4.047 χιλιόμετρα, 773 χλμ. με το Μπενίν, 1.497 χλμ. με τον Νίγηρα, 87 χλμ. με το Τσαντ και 1.690 χλμ. με το Καμερούν, ενώ η ακτογραμμή της έχει μήκος τουλάχιστον 853 χιλιόμετρα.
Διασχίζεται από τον ποταμό Νίγηρα, ο τρίτος μεγαλύτερος της Αφρικής μετά τον Νείλο και τον Κογκό. Η πηγή του βρίσκεται στη δυτική Αφρική (Γουινέα) κατευθύνεται βορειοανατολικά στο Μάλι και πλησιάζοντας τη Σαχάρα διαγράφει ένα μεγάλο τόξο μέσα στο έδαφος του ίδιου κράτους και στρέφεται νότια. Αφού περάσει και το έδαφος του Νίγηρα και εισχωρήσει στη Νιγηρία, στο κεντρικό τμήμα της χώρας ενώνεται από τα ανατολικά του με τον παραπόταμο του Μπενουέ, λίγο πριν εκβάλλει πιο νότια στον κόλπο της Γουινέας, σχηματίζοντας εκεί το γνωστό Δέλτα του Νίγηρα.
Το έδαφος είναι εύφορο και το τροπικό ισημερινό κλίμα εξασφαλίζει πυκνή βλάστηση στα νότια. Όσο πιο βόρεια πηγαίνει κανείς τόσο πιο αραιή γίνεται η βλάστηση και το κλίμα τροπικό με 2 εποχές, την ξηρή και τη βροχερή, κι έτσι υπάρχουν σαβάνες στο κέντρο της χώρας και τέλος στα βόρεια σύνορα με τον Νίγηρα κυριαρχεί η στέπα Σαχέλ. Η χώρα είναι κυρίως πεδινή και τα μόνα σημαντικά βουνά είναι το Καμερούν και τα όρη Ανταμάουα και τα δύο στα ανατολικά σύνορα με το Καμερούν. Εκεί βρίσκεται η ψηλότερη κορυφή της χώρας, το Τσαπάλ Ουάντι, με ύψος 2.419 μέτρα. Κυρίως στον παραθαλάσσιο νότο και στο όρος Καμερούν, υπάρχουν πολλά δάση με εκμεταλλεύσιμα δέντρα για ξυλεία, και πολλά άγρια ζώα.
Ο πολιτισμός Νοκ στη βόρεια Νιγηρία άνθισε ανάμεσα στο 500 π.Χ. και 200 μ.Χ., φτιάχνοντας αγαλματίδια από τερακότα τα οποία είναι από τα αρχαιότερα γλυπτά στην υποσαχάρια Αφρική.[4][5] [6][7] Βορειότερα, οι πόλεις Κάνο και Κατσίνα έχουν καταγεγραμμένη ιστορία από το περίπου 999 μ.Χ.. Τα βασίλεια των Χάουσα και η αυτοκρατορία Κάνεμ-Μπόρνου ήταν σημαντικοί εμπορικοί σταθμό ανάμεσα στη βόρεια και δυτική Αφρική. Το βασίλειο των Νρι, των Ίγκμπο, δημιουργήθηκε τον 10ο αιώνα και συνέχισε να υπάρχει μέχρι που πέρασε στην κυριαρχία των Βρετανών το 1911.[8][9] Οι Νρι διοικούνται από το Έζε Νρι. Τα βασίλεια των Γιορούμπα, τα Ιφέ και Όγιο στη νοτιοδυτική Νιγηρία άκμασαν τον 12ο[10][11] και 14ο αιώνα,[12] αντίστοιχα. Τα παλαιότερα ίχνη κατοίκησης στην περιοχή του Ιφέ χρονολογούνται από τον 9ο αιώνα.[10]
Το Όγιο έφτασε στο μέγιστό του τον ύστερο 17ο και τις αρχές του 18ου αιώνα, επέκτειναν την επιρροή τους στη δυτική Νιγηρία και το σημερινό Τόγκο. Το βασίλειο του Μπενίν βρισκόταν στη νοτιοδυτική Νιγηρία. Το Μπενίν παρέμεινε στην εξουσία ανάμεσα στον 15ο και τον 19ο αιώνα. Η επικράτειά του έφτανε μέχρι τον Έκο (σημερινό Λάγκος) και παραπέρα.[13] Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Οσμάν νταν Φόντιο άρχισε επιτυχημένο τζιχάντ ενάντια στα μη εξισλαμισμένα βασίλεια και δημιούργησε την αυτοκρατορία Φουλανί, γνωστή και ως χαλιφάτο Σοκότο. Ήλεγχε το μεγαλύτερο τμήμα της βόρειας και κεντρικής Νιγηρίας, μέχρι που διασπάστηκε το 1903 σε διάφορες ευρωπαϊκές αποικίες.
Για αιώνες, το εμπόριο στη Νιγηρία γινόταν με τη βόρεια Αφρική. Οι πόλεις στην περιοχή έγινε κέντρα του δικτύου των εμπορικών δρόμων που διέσχιζαν την Αφρική. Τον 16ο αιώνα, οι Ισπανοί και Πορτογάλοι εξερευνητές ήταν οι πρώτοι που άρχισαν το άμεσο εμπόριο με τη Νιγηρία, στο λιμάνι που ονόμασαν Λάγος και στο Καλαμπάρ. Πέρα από το εμπόριο με τους κατοίκους των παράκτιων περιοχών, άρχισε το δουλεμπόριο στον Ατλαντικό.[14] Το λιμάνι του Καλαμπάρ έγινε ένας από τους μεγαλύτερους σταθμούς στο εμπόριο σκλάβων από τη δυτική Αφρική. Άλλοι σημαντικοί σταθμοί σε αυτό το εμπόριο ήταν το Λάγκος, το Μπαντάγκι και το νησί Μπόνι.[14][15] Οι περισσότεροι από τους σκλάβους συλλαμβάνονταν κατά τη διάρκεια επιδρομών και πολέμων, από τα βασίλεια των Γιορούμπα και τον Ίμπο.[16] Σκλάβοι χρησιμοποιούνταν και σε περιοχές της Νιγηρίας, όπως στο σουλτανάτο Σοκότο.
Στο δουλεμπόριο συμμετείχαν ευρωπαϊκή κράτη και μη, όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Ολλανδία, η Πορτογαλία και ιδιωτικές επιχειρήσεις, καθώς και διάφορα αφρικανικά κράτη. Με την άνοδο του κινήματος ενάντια στη δουλεία και τις αλλαγές στην οικονομική πραγματικότητα, η Μεγάλη Βρετανία κήρυξε παράνομο το διεθνές δουλεμπόριο το 1807. Μετά τους ναπολεόντιους πολέμους, η Μεγάλη Βρετανία εγκαθίδρυση την ομάδα κρούσης δυτικής Αφρικής, σε μια προσπάθεια να σταματήσει το διεθνές δουλεμπόριο.[17] Σταματούσε τα πλοία διαφόρων εθνών τα οποία έφευγαν από την Αφρικανική ακτή με σκλάβους, τους οποίους μετέφεραν στη συνέχεια στο Φριτάουν, μια αποικία στη δυτική Αφρική η οποία δημιουργήθηκε για την επανεγκατάσταση των απελευθερωμένων δούλων από τη Βρετανία.
Η Βρετανία προσάρτησε το Λάγος ως αποικία του στέμματος τον Αύγουστο του 1861. Οι Βρετανοί μισθοφόροι ταξίδευσαν στην ενδοχώρα. Το 1885, οι Βρετανοί διεκδικούν τη δυτική Αφρική στη σφαίρα επιρροής τους και την αποκτούν στο συνέδριο του Βερολίνου. Τον επόμενο χρόνο δημιουργείται η Βασιλική Εταιρεία Νίγηρα. Το 1900, τα εδάφη της εταιρείας περνούν στον έλεγχο της Βρετανικής κυβέρνησης. Την 1 Ιανουαρίου 1901, η Νιγηρία έγινε βρετανικό προτεκτοράτο και μέρος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, τα ανεξάρτητα βασίλεια της μετέπειτα Νιγηρίας αντιστάθηκαν στις προσπάθειες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας να επεκταθεί. Μετά από πόλεμο, οι Βρετανοί κατέκτησαν το Μπενίν, και στον πόλεμο Βρετανών και Άρο (1901-2) νίκησαν τους αντιπάλους τους. Με αυτόν τον τρόπο άνοιξε ο δρόμος για την κατάκτηση της περιοχής του Νίγηρα από τους Βρετανούς. Το 1914, οι Βρετανοί ένωσαν επισήμως την περιοχή του Νίγηρα, όπως Αποικία και Προτεκτοράτο της Νιγηρίας. Διοικητικά, χωρίστηκε στα βόρεια και νότια προτεκτοράτα και την αποικία του Λάγκος.
Οι χριστιανικές αποστολές δημιούργησαν ινστιτούτα δυτικής εκπαίδευσης στο προτεκτοράτο. Λόγω της πολιτικής της Βρετανίας για έμμεση εξουσία και αναγνώρισης της ισλαμικής παράδοσης, δεν ενθάρρυνε την αποστολή χριστιανικών αποστολών στο βόρειο, ισλαμικό τμήμα της χώρας.[18] Μέχρι την ανεξαρτησία της χώρας το 1960, οι διαφορές στην πρόσβαση στη σύγχρονη παιδεία ήταν μεγάλες. Η κληρονομιά αυτή, αν και λιγότερο έντονη, εξακολουθεί να υπάρχει. Διαφορές υπήρχαν και στην πολιτική των δύο περιοχών. Για παράδειγμα, στη βόρεια Νιγηρία, η δουλεία εξακολουθούσε να υπάρχει μέχρι το 1936, ενώ σε άλλα μέρη είχε καταργηθεί λίγο μετά την έναρξη της αποικιοκρατίας.[19]
Το κράτος της Νιγηρίας συστήθηκε το 1960 μετά την ανεξαρτητοποίησή της από το Ηνωμένο Βασίλειο. Το κυριότερο πρόβλημα που υπονόμευε τη συνοχή του νέου κράτους ήταν η εθνοτική της πολυμορφία: χριστιανοί η πλειοψηφία του πληθυσμού που ζούσε στα νοτιοανατολικά(κυρίως στην περιοχή της Μπιάφρας, οι οποίοι ανήκαν στη φυλή των Ίγκμπο) και μουσουλμάνοι στα βόρεια.
Οι πρώτες γενικές εκλογές στη Νιγηρία ήταν επεισοδιακές και διεξήχθησαν στις 30 Δεκεμβρίου του 1964, ύστερα από αναβολές και γενικευμένη αναστάτωση. Δύο ημέρες πριν από τις εκλογές, η αστυνομία προσπάθησε να συγκρατήσει στο Λάγκος εξαγριωμένους διαδηλωτές, που συνέχιζαν να ζητούν αναβολή των εκλογών, επικαλούμενοι εκλογική νοθεία. Τα βαθύτερα αίτια της αναταραχής ήταν, ωστόσο, ο ανταγωνισμός μεταξύ φυλών και η αιώνια διαίρεση Βορρά-Νότου, αίτια τα οποία έξι χρόνια αργότερα οδήγησαν στην απόσχιση της περιοχής της Μπιάφρας, αφετηρία μίας από τις χειρότερες τραγωδίες στην ιστορία της Υποσαχάριας Αφρικής[20].
Τον Οκτώβριο του 1965 διεξήχθησαν περιφερειακές εκλογές στη δυτική περιοχή της διαιρεμένης από οξύτατες φυλετικές και θρησκευτικές έριδες Νιγηρία. Οι εκλογές διεξήχθησαν σε κλίμα έντονης εχθρότητας μεταξύ του Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος του αντιπροέδρου της τοπικής κυβέρνησης Ακίντολα και του κόμματος της Ομάδας Δράσης του φυλακισμένου Αβολουόβο. Εχθρότητα που, εκτός από τον ανταγωνισμό μεταξύ φυλών, τράφηκε από την άκρατη φιλοδοξία, τα προσωπικά μίση και τις αντιπαλότητες των τοπικών κομματαρχών, με τη φιλοδυτική ή τη φιλοσοβιετική απόκλιση. Μόλις ανακοινώθηκε η νίκη του Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος του Ακίντολα και η επάνοδός του στην εξουσία, η αντιπολίτευση έσπευσε να καταγγείλει σοβαρές παρατυπίες στην εκλογική διαδικασία. Την ημέρα των εκλογών τρία μέλη εφορευτικής επιτροπής σκοτώθηκαν σε ταραχές, που εκτός από την πρωτεύουσα της περιοχής, το Ιμπαντάν, επεκτάθηκαν και σε άλλες πόλεις, με αδιευκρίνιστο αριθμό νεκρών και τραυματιών. Ο σχηματισμός κυβέρνησης υπό τον Ακίντολα δεν συνέβαλε στην εκτόνωση της κρίσης στη δυτική περιοχή. Οι ταραχές συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος του χρόνου προλειαίνοντας το έδαφος για το πραξικόπημα του Ιρόνσι, τη δολοφονία του ομοσπονδιακού πρωθυπουργού σερ Ταφάουα Μπαλέουα και άλλων πολιτικών ηγετών, το αντιπραξικόπημα του Βορρά και τις σφαγές των Ίγκμπο των βορείων περιοχών. Η Νιγηρία βρέθηκε καθ' οδόν προς τον εμφύλιο πόλεμο, που τη βύθισε επί χρόνια στο χάος[21].
Στη σπαρασσόμενη από φυλετικά μίση και πολιτικούς ανταγωνισμούς Νιγηρία, ο στρατός υπό τον στρατηγό Ιρόνσι κατέλαβε την εξουσία. Αυτός ανατράπηκε την 1η Αυγούστου του 1966 από τον Γιακούμπου Γκοβόν, αρχηγό του επιτελείου, ο οποίος επανέφερε το ομοσπονδιακό σύστημα. Όμως η τύχη της Νιγηρίας έμοιαζε όλο και πιο αβέβαιη, καθώς η χώρα δεν ηρεμούσε και διάφορα τμήματά της εμφάνισαν αποσχιστικές τάσεις[22]. Στις 30 Μαΐου του 1967 η πλούσια σε πετρέλαια ανατολική περιοχή της Μπιάφρας κήρυξε την ανεξαρτησία της. Μια τέτοια ενέργεια είχε οικονομικές επιπτώσεις για το νιγηριακό κράτος. Όμως η νιγηριακή κυβέρνηση είχε τη συμπαράσταση και άλλων αφρικανικών κρατών, που ακολουθούσαν την «αρχή της μη αλλαγής συνόρων», με αποτέλεσμα η χώρα να οδηγηθεί σε έναν αιματηρό εμφύλιο.
Στις 19 Μαΐου του 1968 οι κυβερνητικές δυνάμεις κατέλαβαν το λιμάνι του Πορτ Αρκούρ, αποκόπτοντας πρακτικά την Μπιάφρα από τον υπόλοιπο κόσμο και επιβάλλοντας δρακόντειο αποκλεισμό τροφίμων και φαρμάκων. Οι ωμότητες των κυβερνητικών στρατευμάτων ήταν απερίγραπτες. Πάνω από 200 άοπλοι που αναζήτησαν καταφύγιο σε εκκλησία κάηκαν ζωντανοί, εκατοντάδες τραυματίες εκτελέστηκαν ή θάφτηκαν ζώντες, δώδεκα άρρωστα παιδιά που νοσηλεύονταν σε νοσοκομείο ψήθηκαν και φαγώθηκαν από κανιβάλους. Πανικόβλητοι 4,5 εκατομμύρια Μπιαφρανοί της φυλής Ίγκμπο κατέφυγαν στα ενδότερα και στοιβάχτηκαν σε άθλια στρατόπεδα προσφύγων. Τα πεινασμένα "παιδιά της Μπιάφρας" έγιναν παγκόσμιο σύμβολο της φρίκης. Εκατομμύρια από αυτά, αποσκελετωμένα, σε τυμπανιαία κατάσταση, βρήκαν, μέσα στους επόμενους μήνες, τη λύτρωση από τη σύντομη, μαρτυρική ζωή τους στον θάνατο από την ασιτία ή τις αρρώστιες που θέριζαν τους καταυλισμούς τους. Οι απεγνωσμένες εκκλήσεις του Ο.Η.Ε., του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και άλλων ανθρωπιστικών οργανώσεων για επείγουσα αποστολή διεθνούς βοήθειας απευθύνθηκαν σε ώτα μη ακουόντων. Η κυβέρνηση του Λάγος απέρριψε κάθε σκέψη για άρση του αποκλεισμού. Ο βιβλικός λιμός ήταν αναπόφευκτος. Ήδη, στα μέσα Ιουλίου του 1968 το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών υπολόγισε σε 1.200.000 τα θύματα της πείνας. "Όρνεα υπερίπτανται χιλιάδων ατόμων αποθνησκόντων εκ πείνης", ανέφερε η UNICEF, ενώ τα στρατόπεδα προσφύγων περιγράφτηκαν ως "Δαντική κόλαση, όπου βασιλεύει ο πόνος, η ταπείνωση, η πείνα και ο θάνατος". Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ακόμα και αυτοί που προμηθεύονταν από υπαίθριες αγορές παχυλούς αρουραίους για τη διατροφή τους, θεωρούνταν εξαιρετικά προνομιούχοι[23].
Ακολούθησαν σκληρές μάχες ανάμεσα στις νιγηριακές στρατιωτικές δυνάμεις και τις επαναστατικές δυνάμεις της Μπιάφρα. Οι Νιγηριανοί υποστηρίζονταν από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ε.Σ.Σ.Δ. ενώ η Μπιάφρα από τη Γαλλία. Η στενή πολιορκία της και ο αποκλεισμός της έληξε τον Ιανουάριο του 1970. Σε όλη τη διάρκειά της και λόγω της έλλειψης εφοδίων σημειώθηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο θάνατοι από τον λιμό που ενέσκηψε.[24] Μετά την ενσωμάτωση της Μπιάφρα η οικονομία της Νιγηρίας ανέκαμψε λόγω και των πλούσιων πλουτοπαραγωγικών πηγών της. Ο διεθνής ρόλος της όμως ήταν δυσανάλογα μικρός του μεγέθους της, του πληθυσμού της και του πλούτου της.[25] Κατά τη διάρκεια της αύξησης της τιμής του πετρελαίου τη δεκαετία του 1970, η Νιγηρία έγινε μέλος του ΟΠΕΚ και τα έσοδά της αυξήθηκαν, ενώ η οικονομία της άρχισε να βασίζεται όλο περισσότερο στο πετρέλαιο.
Στις αρχές του 1979, οι Νιγηριανοί βίωσαν μια σύντομη επιστροφή στη δημοκρατία, όταν ο Ολουσέγκουν Ομπασάντζο έδωσε την εξουσία στον πολιτικό Σέχου Σαγκάρι. Η κυβέρνηση Σαγκάρι θεωρούνταν διεφθαρμένη και ανίκανη σε όλους τους τομείς της κοινωνίας. Μετά τις νοθευμένες εκλογές του 1984, το πραξικόπημα του Μουχαμάντου Μπουχάρι θεωρήθηκε ως θετική εξέλιξη. Ο Μπουχάρι υποσχέθηκε μεταρρυθμίσεις, αλλά δεν κατάφερε πολύ περισσότερα από τον προκάτοχό του. Ανετράπη με πραξικόπημα το 1985 από τον Ιμπραχίμ Μπαμπαγκίντα.[26] Παρέμεινε στην εξουσία μέχρι το 1993. Ακολούθησε η στρατιωτική δικτατορία του Σάνι Αμπάτσα, μέχρι το 1998. Ο διάδοχός του, στρατηγός Αμπντουλσαλάμι Αμπουμπάκαρ, ο οποίος υιοθέτησε νέο σύνταγμα τις 5 Μαΐου 1999, με αποτέλεσμα τη διεξαγωγή πολυκομματικών εκλογών. Στις 29 Μαΐου 1999, ο Αμπουμπάκαρ μετέφερε τις εξουσίες στον νικητή των εκλογών Ομπασάντζο, ο οποίος τότε είχε αποσυρθεί από τον στρατό, τερματίζοντας 33 χρόνια στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας.[27]
Τον Νοέμβριο του 2008, έπειτα από τη διεξαγωγή τοπικών εκλογών, ξέσπασαν διήμερες ταραχές στην πόλη Τζος, ανάμεσα σε Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, με περισσότερους από 400 νεκρούς, εκατοντάδες τραυματίες και 7.000 εκτοπισμένους. Αιτία ήταν η διαμάχη για τον νικητή των εκλογών.[28]. Επρόκειτο για τις χειρότερες θρησκευτικές και εθνοτικές συγκρούσεις στη χώρα έπειτα από 4 χρόνια. Το 2004 είχαν βρει τον θάνατο γύρω στους 700 ανθρώπους σε παρόμοια επεισόδια. Οι ταραχές του 2008 έλαβαν τέλος με την επέμβαση του στρατού, στα τέλη Νοεμβρίου του 2008.
Από το 2002, στο βορειοανατολικό άκρο της χώρας, δρα η ισλαμιστική οργάνωση Μπόκο Χαράμ, η οποία στοχεύει να αντικαταστήσει την κεντρική κυβέρνηση και να εφαρμόσει τη σαρία.[29][30] Ο Νιγηριανός πρόεδρος Γκούντλακ Τζόναθαν τον Μάιο του 2014 ανακοίνωσε ότι λόγω των επιθέσεων της Μπόκο Χαράμ, τουλάχιστον 12.000 άτομα έχουν πεθάνει και 8.000 σακατευτεί.[31]
Η Νιγηρία είναι κυριολεκτικά ένα μωσαϊκό εθνοτήτων κυρίως σουδανικής προέλευσης με κύριες μεγαλύτερες φυλές, τις:
Στη Νιγηρία μιλούν την αγγλική ως επίσημη γλώσσα και πολλές αφρικανικές σουδανικές διαλέκτους (Χάουσα, Γιορούμπα, Ίγκμπο κ.α.). Οι μουσουλμάνοι χρησιμοποιούν και την αραβική στα τζαμιά. Στο θρήσκευμα ακολουθούν τον Χριστιανισμό το 46,9% του πληθυσμού, τον Ισλαμισμό το 51,5% και τις παραδοσιακές θρησκείες της περιοχής το 1,6%. Επίσης, υπάρχει μια μεγάλη κοινότητα 351.205 Μαρτύρων του Ιεχωβά[32] καθώς και 118.139 Μορμόνοι της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών[33].
Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 62,6 χρόνια (61,2 χρόνια οι άνδρες και 64,1 οι γυναίκες).[34]
Το πολίτευμα της χώρας είναι η Προεδρική Δημοκρατία. Αρχηγός Κράτους και Κυβέρνησης είναι ο Πρόεδρος της Νιγηρίας, ο οποίος μοιράζεται τις εξουσίες με τον Αντιπρόεδρο. Παραδοσιακά στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών προκρίνονται δύο υποψήφιοι, ένας Χριστιανός και ένας Μουσουλμάνος. Ο καθένας έχει μαζί του και έναν υποψήφιο αντιπρόεδρο του άλλου θρησκεύματος. Οποιοσδήποτε νικήσει σχηματίζει κυβέρνηση που αποτελείται από ισάριθμο αριθμό Χριστιανών και Μουσουλμάνων υπουργών, ενώ συνήθως μερικά υφυπουργεία δίνονται στους εκπροσώπους των τοπικών θρησκειών. Από τις προεδρικές εκλογές του 2015 το αξίωμα του Προέδρου το κατέχει Χριστιανός ενώ το αξίωμα του Αντιπροέδρου Μουσουλμάνος.
Στη Νιγηρία διεξάγονται εκλογές σε ομοσπονδιακό επίπεδο για αρχηγό κράτους (Πρόεδρο) και για νομοθετικό σώμα (Εθνοσυνέλευση της Νιγηρίας). Ο πρόεδρος εκλέγεται από τον λαό. Η Εθνοσυνέλευση αποτελείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων με 360 μέλη και τη Γερουσία, με 109 μέλη. Τα μέλη αμφότερων των σωμάτων υπηρετούν τετραετή θητεία. Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω.[35] Τα κόμματα της αντιπολίτευσης συμφώνησαν να ενωθούν και σχημάτισαν έναν Μεγάλο Συνασπισμό στις 24 Μαρτίου του 2009.
Η Νιγηρία ταξινομείται ως αναδυόμενη αγορά μικτής οικονομίας και έχει ήδη φτάσει το καθεστώς χαμηλού μέσου εισοδήματος σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα,[36] με άφθονους φυσικούς πόρους, ανεπτυγμένους οικονομικούς τομείς, τηλεπικοινωνίες, μεταφορές και χρηματιστήριο, το οποίο είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην Αφρική. Η Νιγηρία κατατάσσεται 30η στον κόσμο όσον αφορά το ΑΕΠ, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2012. Το συνολικό ΑΕΠ για το 2016 υπολογίζεται 1,166 τρισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ από το διεθνές νομισματικό ταμείο (22η παγκοσμίως), το μεγαλύτερο από οποιαδήποτε αφρικανική χώρα.
Η Νιγηρία είναι ο μεγαλύτερος εμπορικός συνεργάτης των Ηνωμένων Πολιτειών στην υποσαχάρια Αφρική και παρέχει το ένα πέμπτο του πετρελαίου της (11% των εισαγωγών πετρελαίου). Έχει το έβδομο μεγαλύτερο εμπορικό πλεόνασμα με τις ΗΠΑ σε σχέση με οποιαδήποτε χώρα παγκοσμίως. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής της χώρας.[37] Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προέβλεψε ρυθμούς ανάπτυξης 9% του 2008 και 8,3% το 2009.[38][39][40] Το 2011, η Citigroup ανέφερε ότι η Νιγηρία θα έχει τη μεγαλύτερη μέση ανάπτυξη ΑΕΠ στον κόσμο το διάστημα 2010-2050. Η Νιγηρία είναι μία από τις δύο αφρικανικές χώρες ανάμεσα στις 11 παγκόσμιες παραγωγούς ανάπτυξης.[41]
Όσον αφορά το 2010, περίπου το 30% των Νιγηριανών απασχολούνταν με τη γεωργία.[42] Η γεωργία ήταν ο κύριος εξαγωγικός τομέας της Νιγηρίας.[43] Οι κύριες καλλιέργειες είναι τα φασόλια, το σουσάμι, το κάσιους, η κασσάβα, κακάο, καλαμπόκι, κεχρί, πεπόνι, φοινικέλαιο, ρύζι, καουτσούκ, σόργο, σόγια και γιαμ. Το κακάο είναι το κύριο εξαγώγιμο μη πετρελαϊκό προϊόν και ακολουθεί το καουτσούκ. Πριν τον εμφύλιο πόλεμο, η Νιγηρία ήταν αυτάρκης σε τρόφιμα. Η αγροτική παραγωγή δεν κατάφερε να ακολουθήσει την ταχεία αύξηση του πληθυσμού της χώρας και πλέον η Νιγηρία βασίζεται στην εισαγωγή τροφίμων.[44]
Η Νιγηρία είναι ο 12ος μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο και 8ος μεγαλύτερος εξαγωγέας, ενώ διαθέτει τα 10α μεγαλύτερα αποδεδειγμένα αποθέματα. Η χώρα είναι μέλος του ΟΠΕΚ από το 1971. Το πετρέλαιο παίζει σημαντικό ρόλο στην οικονομία της χώρας, αποτελώντας το 40% του ΑΕΠ και τον 80% των εσόδων της κυβέρνησης. Όμως, οι αναταραχές για καλύτερο έλεγχο του δέλτα του Νίγηρα, την κύρια πετρελαιοπαραγωγική περιοχή, έχει οδηγήσει σε αδυναμία τη χώρα να εξάγει στο μέγιστο των δυνατοτήτων της..[45]
Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.