πόλη της Αλβανίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Μπεράτ ή Μπεράτι, γνωστό και ως Βεράτιο ή Βεράτι (αλβανικά: Berati), είναι πόλη της νοτιοκεντρικής Αλβανίας, πρωτεύουσα τόσο της Επαρχίας όσο και του Νομού Μπεράτ. Ο πληθυσμός της πόλης είναι περίπου 71.000 (εκτίμηση 2009). Toν Ιούλιο του 2008 η παλιά πόλη (συνοικία Μάγκαλεμ) κατεγράφη εντός του Καταλόγου Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Μπεράτ | ||
---|---|---|
Άποψη του Μπεράτ | ||
| ||
Παρωνύμιο: ezerablakos város και qyteti i një mijë dritareve | ||
Χώρα | Αλβανία | |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Μπεράτ | |
Ίδρυση | 314 π.Χ. | |
Έκταση | 6,3 km² και 59 εκτάριο | |
Υψόμετρο | 58 μέτρα | |
Πληθυσμός | 36.496 (1 Οκτωβρίου 2011)[1] | |
Ταχ. κωδ. | 5001–5006 | |
Τηλ. κωδ. | 32 | |
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 (επίσημη ώρα) UTC+02:00 (θερινή ώρα) | |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος | |
Σχετικά πολυμέσα | ||
Σύμφωνα με ένα αλβανικό θρύλο, το βουνό Τομόρ ήταν κάποτε ένας γίγαντας, που πάλεψε με έναν άλλο γίγαντα, τον Σφίραγκ, (το βουνό στην αριστερή όχθη, στην Επαρχία Γκόριτσα) διεκδικώντας μια νέα κοπέλα. Σκοτώθηκαν και οι δύο, και τα δάκρυα της κοπέλας σχημάτισαν τον ποταμό Άψο (Οσούμ).
Η τοπική ποδοσφαιρική ομάδα είναι η ΚΦ Τομόρι Μπεράτ (KS Tomori Berat).
Ιστορικό Κέντρο του Μπεράτ | |
---|---|
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ. | |
Χώρα μέλος | Αλβανία |
Τύπος | Πολιτισμικό |
Κριτήρια | iii, iv |
Ταυτότητα | 569 |
Περιοχή | Ευρώπη και Βόρεια Αμερική |
Ιστορικό εγγραφής | |
Εγγραφή | 2005 (29η συνεδρίαση) |
Επεκτάσεις | 2008 |
Το όνομα της πόλης στα αλβανικά είναι Berat ή Berati, που προέρχεται από την ονομασία Бѣлградъ (Bel(i)grad, Βελιγράδι) που έδωσαν οι Βούλγαροι στην πόλη τον 9ο αιν. εκ των λέξεων βιέρο & γράδ ή γρόδ (=λευκή πόλη, ωραία πόλη), όνομα με το οποίο ήταν γνωστή σε ελληνικά, λατινικά και σλαβικά έγγραφα κατά το Μέσο και Ύστερο Μεσαίωνα. Το όνομα αυτό αποδόθηκε στα Ελληνικά ως Βελλέγραδα.
Οι Μητροπολίτες της πόλης αναφέρονταν ως Βελαγράδων, Βελλαγράδων, Βελογράδων και Βελεγράδων προς διαχωρισμός τους από τους Μητροπολίτες Βελιγράδων ή Βελιγραδίου της Σερβίας.
Πιστεύεται ότι ήταν θέση Αρχαίου Μακεδονικού οχυρού, της Αντιπάτρειας (πόλη του Αντίπατρου), ενώ κατα την πρωτοβυζαντινή περίοδο το όνομα της πόλης ήταν Πουλχεριόπολις (πόλη της Πουλχερίας). Σε λατινικά κείμενα της εποχής η πόλη αναφέρεται ως Alba Graeca[2] και ως Belgrad di Romania. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η πόλη ήταν επίσης γνωστή και ως Arnaut Belgrad, (Βελιγράδι των Αλβανών), ή και απλώς Μπελγράτ, εξού και η συγκοπή σε Μπεράτ.
Το Βεράτιο είναι γνωστό στους Αλβανούς ως Πόλη των ένα πάνω από ένα παράθυρο (ένα όμοιο επίθετο χρησιμοποιείται μερικές φορές και για το Αργυρόκαστρο. Ανακηρύχθηκε «Πόλη-Μουσείο» από τον Ενβέρ Χότζα τον Ιούνιο του 1961.
Το Μπεράτ είναι χτισμένο στη δεξιά όχθη του ποταμού Άψος (Οσούμ), λίγο πριν την ένωσή του με τον ποταμό Μολίστ. Εχει πολλά όμορφα οικοδομήματα αρχιτεκτονικού και ιστορικού ενδιαφέροντος. Το πευκοδάσος πάνω από την πόλη, στις πλαγιές των βουνών Τομόρ, ομορφαίνει την περιοχή, ενώ ο ποταμός Οσούμ έχει ανοίξει ένα φαράγγι μέγιστου βάθους 915 μέτρων στα ασβεστολιθικά πετρώματα στα δυτικά της κοιλάδας, δημιουργώντας έτσι φυσικό φρούριο γύρω από το οποίο χτίστηκε η πόλη σε διαφορετικά επίπεδα.
Οι αρχαιότεροι καταγεγραμμένοι κάτοικοι της πόλης ήταν η Ελληνική φυλή των Δεξάρων, η βορειότερη υποομάδα των Χαόνων, και η περιοχή ήταν γνωστή, από αυτούς, ως Δεξαρίτις. Το σημερινό Μπεράτ καταλαμβάνει τη θέση της Αντιπάτρειας, που αρχικά ήταν οικισμός των Δεξάρων και αργότερα Μακεδονικό οχυρό στη νότια Ιλλυρία. Η χρονολογία ίδρυσής της είναι άγνωστή, όμως αν ιδρυτής είναι ο Κάσσανδρος θεωρείται ότι η Αντιπάτρεια ιδρύθηκε μετά την κατάληψη της περιοχής από αυτόν γύρω στα 314 π.Χ. Το 200 π.Χ. καταλήφθηκε από το Ρωμαίο λεγάτο Λούκιο Απούστιο, που κατεδάφισε τα τείχη και έσφαξε τον ανδρικό πληθυσμό της πόλης.[3]
Η πόλη έγινε μέρος των ασταθών συνόρων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης Βαλκανικής, υπέφερε από επανειλημμένες εισβολές Σλάβων. Κατά τη Ρωμαϊκή και πρώιμη Βυζαντινή περίοδο η πόλη ήταν γνωστή ως Πουλχεριόπολις.
Η Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία υπό τον Πρεσιάν Α΄ κατέλαβε την πόλη τον 9ο αιώνα, που έλαβε το σλαβικό όνομα Μπελ(ι)γκράντ («Άσπρη Πόλη»), στα ελληνικά Βελλέγραδα, που διατηρήθηκε καθόλη τη μεσαιωνική περίοδο, για να αλλάξει σε Μπεράτ υπό την Οθωμανική κυριαρχία.
Η πόλη έγινε μια από τις σημαντικότερες της Βουλγαρικής περιοχής Κουτμιτσέβιτσα. Ο Βούλγαρος κυβερνήτης Ελεμάγος παρέδωσε την πόλη στον αυτοκράτορα Βασίλειο Β´ το 1018 και η πόλη παρέμεινε στα χέρια των Βυζαντινών μέχρι που η Δεύτερη Βουλγαρική Αυτοκρατορία την κατέλαβε το 1203, επί της βασιλείας του Καλογιάν. Το 13ο αιώνα ανήκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, στο οποίο την προσάρτησε ο Μιχαήλ Α΄ Δούκας.
Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος έστειλε επιστολές στους Αλβανούς ηγεμόνες του Βερατίου και του Δυρραχίου το 1272 ζητώντας τους να εγκαταλείψουν τη συμμαχία τους με τον Κάρολο Α΄ της Νεάπολης, ηγεμόνα του Βασιλείου της Αλβανίας, που τα είχε καταλάβει και τα είχε ενσωματώσει εκείνη την περίοδο στο Βασίλειο της Αλβανίας. Εκείνοι όμως έστειλαν τις επιστολές στον Κάρολο ως δείγμα της αφοσίωσής τους σ' αυτόν. Το 1274 ο Μιχαήλ Η΄ ανακατέλαβε το Βεράτιο και, αφού ενισχύθηκε από Αλβανούς που υποστήριζαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, βάδισε ανεπιτυχώς κατά του Δυρραχίου, πρωτεύουσας των Ανδεγαυών. Το 1280-81 οι Σικελικές δυνάμεις υπό τον Ούγο Κόκκινο του Συλί πολιόρκησαν το Βεράτιο. Το 1281 μια ανακουφιστική δύναμη από την Κωνσταντινούπολη, υπό τη διοίκηση του Μιχαήλ Ταρχανειώτη, κατάφερε να εκδιώξει τον πολιορκούντα Σικελικό στρατό. Το 1345 η πόλη πέρασε στους Σέρβους. Το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα η οικογένεια Αλβανών ευγενών Μουζάκα ίδρυσε το Πριγκιπάτο του Βερατίου.
Το 1417 καταλήφθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ το 1455 ο Σκεντέρμπεης προσπάθησε να καταλάβει την πόλη χωρίς επιτυχία. Κατά την πρώιμη Τουρκοκρατία το Μπεράτ παρήκμασε: στα τέλη του 16ου αιώνα είχε μόλις 710 σπίτια.
Ανοικοδομήθηκε κατά τον επόμενο αιώνα, όταν έγινε κέντρο τεχνιτών που κατεργάζονταν το ξύλο. Το 18ο αιώνα ήταν μια από τις σημαντικότερες αλβανικές πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η οικονομία και η κοινωνία της ήταν στενά συνδεδεμένη με τις συντεχνίες της, που εν μέρει είχαν να κάνουν με διάφορες φορολογικές απαλλαγές που υπήρχαν από τον ύστερο Μεσαίωνα. Το 1750 υπήρχαν είκοσι δύο συντεχνίες, σημαντικότερες από τις οποίες εκείνες των βυρσοδεψών, των τσαγκάρηδων και άλλων σχετικών με την κατεργασία των δερμάτων. Άλλες συντεχνίες ήταν των μεταλλουργών, των αργυροχόων και των μεταξουργών. Στην πρώιμη νεότερη εποχή η πόλη ήταν πρωτεύουσα του ομώνυμου πασαλικίου, που ίδρυσε ο Κουρτ Αχμέτ Πασάς. Το Μπεράτ ενσωματώθηκε στο Πασαλίκι των Ιωαννίνων μετά την ήττα του Ιμπραήμ Πασά του Μπεράτ από τον Αλή Πασά το 1809. Το 1867 το Μπεράτ έγινε σαντζάκιο στο βιλαέτι των Ιωαννίνων.
Στην πόλη λειτουργούσε ήδη ένα Ελληνικό σχολείο από το 1835. Το 19ο αιώνα, το Βεράτι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναγέννηση του αλβανικού έθνους. Εγινε σημαντική βάση υποστήριξης της Λίγκας του Πρίζρεν, μιας Αλβανικής εθνικής συμμαχίας στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ η πόλη εκπροσωπήθηκε επίσης στη δημιουργία του νότιου τομέα της λίγκας στο Αργυρόκαστρο. Το 1914 περιήλθε για λίγες ημέρες στον έλεγχο των βοειοηπειρωτικών δυνάμεων. Το αυτοκέφαλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας ανακηρύχθηκε εδώ το 1922. Από τις 23 ως τις 30 Οκτωβρίου 1944 συνήλθε στο Βεράτι η δεύτερη σύνοδος του Συμβουλίου Εθνικής Απελευθέρωσης της Αλβανίας, κατά την οποία η ελεγχόμενη από το Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα Αντιφασιστική Εθνική Επιτροπή Απελευθέρωσης έγινε η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση της Αλβανίας, με τον Ενβέρ Χότζα πρωθυπουργό της και υπουργό άμυνας.
Το Κάστρο του Βερατίου, κτισμένο σε βραχώδη λόφο στη δεξιά όχθη του ποταμού Άψου, είναι προσβάσιμο μόνο από τον νότο. Μετά την πυρπόληση από τους Ρωμαίους το 200 π.Χ. τα τείχη ενισχύθηκαν τον 5ο αιώνα μ.Χ. από το Βυζαντινό Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄, ξαναχτίστηκαν τον 6ο αιώνα επί Αυτοκράτορα Ιουστινιανού και πάλι τον 13ο αιώνα από τον Δεσπότα της Ηπείρου Μιχαήλ Α΄ Κομνηνό Δούκα, εξάδελφο του Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Η κύρια είσοδος, στη βόρεια πλετρά, προστατεύεται από ένα οχυρωμένο προαύλιο και υπάρχουν τρεις μικρότερες είσοδοι. Παρότι έχει υποστεί αρκετή φθορά, το φρούριο του Βερατίου παραμένει ένα μεγαλόπρεπο θέαμα. Η έκτασή του είναι αρκετή ώστε μπορούσε να φιλοξενήσει ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού της πόλης. Τα κτήρια που υπάρχουν σήμερα μέσα του είναι του 13ου αιώνα και ανακηρύχθηκαν διατηρητέα μνημεία εξαιτίας της χαρακτηριστικής αρχιτεκτονικής τους. Ο πληθυσμός του φρούριου ήταν Χριστιανικός και είχε περί τις 20 εκκλησίες, κυρίως του 13ου αιώνα, και μόνο ένα τζαμί, για τη χρήση των μελών της τουρκικής φρουράς (από το οποίο απομένουν μόνο λίγα ερείπια και η βάση του μιναρέ). ΟΙ εκκλησίες του φρουρίου έχουν καταστραφεί με τα χρόνια και διατηρούνται μόνο μερικές. Η εκκλησία της Παναγίας της Βλαχέρνας (13ος αιώνας) έχει αγιογραφίες του 16ου αιώνα από τον αγιογράφο Νικόλα, γιο του διασημότερου υστερομεσαιωνικού Αλβανού ζωγράφου, του Ονούφρι. Σε μια μικρή δενδροφυτευμένη πλατεία, σε μια λοφοπλαγιά, μέσα στα όρια των τειχών, υπάρχει και ο ναός της Αγίας Τριάδας του 14ου αιώνα. Είναι σταυροειδής με βυζαντινές τοιχογραφίες. Εκτός των τειχών του φρουρίου βρίσκεται ο ναός του Αγίου Μιχαήλ (Shen Mehill, 13ος αιώνας), με πρόσβαση από απότομο αλλά ασφαλές μονοπάτι. Κοντά στην είσοδο του φρουρίου, μετά από ένα φυλάκιο, είναι το παρεκκλήσιο του Αγίου Θεοδώρου (Shen Todher), αγιογραφημένο από τον ίδιο τον Ονούφρι. Ο πλέον ενδιαφέρων είναι ο καθεδρικός ναός του Αγίου Νικολάου, που έχει αναστηλωθεί και αποτελεί τώρα μουσείο αφιερωμένο στον Ονούφρι. Ο Ονούφρι ήταν ο σημαντικότερος από τους ζωγράφους του 16ου αιώνα στην Αλβανία. Δεν ήταν απλώς δάσκαλος της τεχνικής της νωπογραφίας και των εικόνων, αλλά ήταν και ο πρώτος που εισήγαγε ένα νέο χρώμα στη ζωγραφική, το γυαλιστερό κόκκινο, που οι Γάλλοι ονομάζουν «Κόκκινο του Ονούφρι». Ο Ονούφρι εισήγαγε επίσης ένα κάποιο ρεαλισμό και ένα βαθμό ατομικότητας στην έκφραση των προσώπων. Το «Μολυβένιο Τζαμί» (Xhamia e Plumbit), χτισμένο το 1555 και επονομαζόμενο έτσι από την επένδυση του θόλου του (πρβλ. τη Μονή Μολυβδοσκεπάστου), βρίσκεται στο κέντρο του Μπεράτ. Το Τζαμί αποτελεί το κέντρο της πόλης. Η πρώτη γραπτή αναφορά του ονόματος του Ονούφρι βρέθηκε το 1951 σε εκκλησία της Καστοριάς το 1951. Εκεί υπάρχει μια ημερομηνία 23 Ιουλίου 1547 και μια ναφορά στην καταγωγή του Ονούφρι : Είμαι ο Ονούφρι και κατάγομαι από την πόλη του Μπεράτ. Το στυλ του Ονούφρι στη ζωγραφική κληρονομήθηκε από το γιο του Νικόλα, αν και όχι με την ίδια επιτυχία. Στον ναό-μουσείο υπάρχουν έργα δικά του, του γιου του Νικόλα, και άλλων ζωγράφων. Επίσης, φυλάσσονται αρκετές εικόνες και εξαιρετικά δείγματα θρησκευτικής αργυροχοΐας (ιερά σκεύη, επενδύσεις εικονισμάτων, καλύμματα Ευαγγελίων, κλπ.). Τα Ευαγγέλια του Βερατίου που βρίσκονται εδώ είναι αντίγραφα (τα πρωτότυπα, που χρονολογούνται από τον 4ο αιώνα, φυλάσσονται στα Εθνικά Αρχεία στα Τίρανα). Ο ίδιος ο ναός έχει θαυμάσιο ξυλόγλυπτο τέμπλο με δύο πολύ καλές εικόνες του Χριστού και της Παναγίας. Ο επισκοπικός θρόνος και ο άμβωνας είναι επίσης εξαιρετικής ποιότητας.
Το «Τζαμί των Εργένηδων» (Xhami e Beqareve), κοντά στο δρόμο προς το φρούριο, έργο του 1827, έχει όμορφο πρόπυλο και ενδιαφέροντα εξωτερικό διάκοσμο με άνθη, φυτά, σπίτια, κλπ.. Οι «Εργένηδες» ήταν οι νεαροί παραγιοί των μαγαζιών (στην πράξη γενικώς ανύπαντροι), που οι έμποροι στο Βεράτιο χρησιμοποιούσαν ως ιδιωτική σωματοφυλακή τους. Το Τζαμί του Σουλτάνου (Xhamia e Mbretit), το αρχαιότερο στην πόλη, ανεγέρθη κατά την εποχή του Βαγιαζήτ Β΄ (1481 - 1512), και είναι αξιοσημείωτο για τη θαυμάσια οροφή του.
Ο Τεκές Χαλβετί (Teqe e Helvetive) πιστεύεται ότι χτίστηκε το 15ο αιώνα. Ξαναχτίστηκε από τον Αχμέτ Κουρτ Πασά το 1782. Ανήκει στο τάγμα των Σούφι Χαλβατί. Αποτελείται από την αίθουσα προσευχής με σχήμα τετράγωνο, ένα μικρό χώρο για ιδιαίτερες θρησκευτικές τελετές και ένα ωραίο πρόστωο, μπροστά από την είσοδο της αίθουσας προσευχής. Στην αίθουσα προσευχής υπάρχει ένα ξυλόγλυπτο διακοσμημένο μαφίλ. Στην ανατολική πλευρά της είναι το μιχράμπ διακοσμημένο με σταλακτίτες. Οι εσωτερικοί τοίχοι είναι διακοσμημένοι με οκτώ νωπογραφίες, που απεικονίζουν κατοικίες, Μουσουλμανικά θρησκευτικά κτίρια και τοπία. Οι τοίχοι κάτω από τις νωπογραφίες καλύπτονται από τρύπες που βελτιώνουν την ακουστική της αίθουσας προσευχής. Η οροφή της είναι απο ξύλο και διακοσμημένη με ζωγραφική που θεωρείται η ωραιότερη της εποχής. Η οροφή έχει διακοσμηθεί σε ρυθμό Μπαρόκ, όπως υιοθετήθηκε στην Ισλαμική τέχνη, και είναι επιχρυσωμένη. Οι εσωτερικές διακοσμήσεις έγιναν από το Μάστορα Ντους Μπάρκα. Δίπλα στην αίθουσα προσευχής υπάρχει ένα δωμάτιο που κάποτε ήταν μαυσωλείο του Αχμέτ Κουρτ Πασά και του γιου του. Το πρόστωο του τεκέ έχει πέντε πέτρινους κίονες, που πάρθηκαν από την Αρχαία Ελληνική πόλη της Απολλωνίας. Πάνω από την κύρια πύλή στο πρόστωο υπάρχει μια επιγραφή, αφιερωμένη προς τιμή του τεκέ και στον Αχμέτ Κουρτ Πασά. Κοντά στον τεκέ φέρεται να υπάρχει ο τάφος του Σαμπατάι Τζβι, Εβραίου από τη Σμύρνη, που το 1660 ανακήρυξε τον εαυτό του Μεσσία και ηγήθηκε κινήματος που οδήγησε εκατοντάδες χιλιάδες φτωχούς Εβραίους της Ευρώπης σε μια προσπάθεια μετανάστευσης στη Γη της Επαγγελίας. Οι οθωμανικές αρχές τον δίκασαν για διατάραξη της αυτοκρατορικής ειρήνης και τον φυλάκισαν για λίγο στην Κωνσταντινούπολη. Υποχρεώθηκε να γίνει Μουσουλμάνος και εξορίστηκε στην Αλβανία.
Η πόλη είναι ακόμα γνωστή για την ομορφιά και την ιστορική αρχιτεκτονική της. Η προσωνυμία «Πόλη των Χιλίων Παραθύρων» οφείλεται στα πολλά μεγάλα παράθυρα των παλαιών διακοσμημένων σπιτιών που κοιτούν από ψηλά την πόλη. Ωστόσο είναι αβέβαιο αν πράγματι σημαίνει «χίλια» (një mijë) ή «το ένα πάνω στο άλλο» (një mbi një) παράθυρα. Πραγματικά, εξαιτίας της μεγάλης κλίσεως του εδάφους, τα παράθυρα μοιάζουν να είναι το ένα πάνω στο άλλο. Παρόμοιες εικόνες μπορούμε να δούμε στο Αργυρόκαστρο, καθώς και στο Καταντζάρο στην Ιταλία, όπου ζούσε κάποτε μια Αλβανική μειονότητα. Η Ακρόπολη δεσπόζει πάνω από τον ποταμό και τη σύγχρονη πόλη, καθώς και την παλιά Χριστιανική συνοικία κατά μήκος του ποταμού. Είναι μια καλά διατηρημένη περιοχή με στενά δρομάκια, Τουρκικά σπίτια και Ορθόδοξες εκκλησίες.
Το Κάστρο του Μπεράτ είναι βυζαντινό κάστρο που χρονολογείται κυρίως από τον 13ο αιώνα και περιέχει πολλές βυζαντινές εκκλησίες και οθωμανικά τζαμιά. Είναι χτισμένο πάνω σε ένα βραχώδη λόφο, στην αριστερή όχθη του ποταμού Άψου και είναι προσβάσιμο μόνο από το νότο.
Το σημερινό Μπεράτ αποτελείται από τρία τμήματα διαχωριζόμενα από τον ποταμό Άψο: την Γκορίτσα («βουναλάκι» στην Παλαιά Εκκλησιαστική Σλαβονική), το Μαγκαλέμ και το Καλάγια, περιοχή κατοικίας μέσα στην παλαιά βυζαντινή ακρόπολη, που δεσπόζει πάνω από την πόλη.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.