From Wikipedia, the free encyclopedia
Με τον όρο Μάχη της Αγγλίας (αγγλικά: Battle of Britain) έγινε γνωστή η προσπάθεια της αεροπορίας της Ναζιστικής Γερμανίας, της Λουφτβάφε (Luftwaffe), να καταβάλει τη Βρετανική Βασιλική Αεροπορία (RAF, Royal Air Force) για να μπορέσει να πραγματοποιηθεί η «Επιχείρηση Θαλάσσιος Λέων» (γερμανικά: «Seelöwe»), που προέβλεπε την απόβαση των γερμανικών δυνάμεων στα βρετανικά νησιά. Ο όρος προέρχεται από ομιλία του Βρετανού Πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ στη Βουλή των Κοινοτήτων στις 18 Ιουνίου 1940, στην οποία ανέφερε: «...Η Μάχη της Γαλλίας, όπως την αποκάλεσε ο Στρατηγός Βεϋγκάν, τελείωσε. Επίκειται η έναρξη της Μάχης της Αγγλίας»[1].
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 3/12/2019) |
Στις 25 Ιουνίου του 1940 η Γαλλία υπέγραψε ανακωχή με τη Γερμανία και το μεγαλύτερο τμήμα της (το βόρειο) περιήλθε υπό γερμανική κατοχή. Ο Χίτλερ, έχοντας πλέον υποτάξει ολόκληρη την κεντρική Ευρώπη, ήταν απερίσπαστος για να επιπέσει κατά της μόνης χώρας που εξακολουθούσε να αντιτάσσεται στις επεκτατικές του βλέψεις, της Βρετανίας. Ο Πρωθυπουργός της, Ουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος είχε από τον Μάιο αντικαταστήσει τον Νέβιλ Τσάμπερλεν, διακήρυξε ότι η Βρετανία δεν προτίθεται ούτε να συνομιλήσει ούτε να συνθηκολογήσει με τη Ναζιστική Γερμανία, αλλά έχει την σταθερή πρόθεση να συνεχίσει να μάχεται εναντίον της. Ο Τσώρτσιλ αποσιώπησε, βέβαια, το γεγονός ότι η Βρετανία είχε απομείνει η μόνη χώρα που μάχεται εναντίον της μεγαλύτερης στρατιωτικής δύναμης της Ευρώπης εκείνης της εποχής. Οι αμιγώς στρατιωτικές δυνάμεις που διέθετε η Βρετανία ήταν κυριολεκτικά μηδαμινές, για να μπορέσουν να αντιταχθούν στη Βέρμαχτ. Οι άνδρες που διασώθηκαν από τη Δουνκέρκη, τον Ιούνιο του ίδιου έτους, ήταν ολοσχερώς χωρίς εξοπλισμό. Οι Γερμανοί, από τις ακτές του Καλαί έβλεπαν τις αγγλικές ακτές και ο Χίτλερ δεχόταν συμβουλές για εισβολή στη Βρετανία. Ο Χίτλερ, στο σημείο αυτό, είχε διαπράξει μια αβλεψία, της οποίας τα αίτια δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένα: Δεν είχε σκεφτεί, στα σοβαρά, απόβαση σε βρετανικό έδαφος. Εξέτασε το ενδεχόμενο αυτό και, μέχρι την εκπόνηση σχετικού σχεδίου, το οποίο επονομάσθηκε «Επιχείρηση Θαλάσσιος Λέων» (Seelöwe) πέρασε αρκετός καιρός: Το πράσινο φως δεν δόθηκε μέχρι τις 16 Ιουλίου. Ο Αρχιστράτηγος Βάλτερ φον Μπράουχιτς εκπόνησε το σχετικό σχέδιο, για την πραγματοποίηση του οποίου απαιτούνταν η μεταφορά δύο κυμάτων στρατευμάτων. Ο Ναύαρχος Έριχ Ραίντερ αντιτέθηκε στο σχέδιο: Η Μάγχη είναι δύσκολη θάλασσα, η εποχή της μεταφοράς (Σεπτέμβριος) δεν προσφέρεται ιδιαίτερα, το Ναυτικό δεν διέθετε τα κατάλληλα μέσα και, το κυριότερο, αυτά δεν διασφαλίζονταν απέναντι στον αγγλικό στόλο. Η Αεροπορία απάντησε ότι ο αγγλικός στόλος δεν θα αποτελεί σοβαρό εμπόδιο, καθώς η Λουφτβάφε διασφάλιζε την αεροπορική υπεροχή πάνω από τη Μάγχη. Αυτό που δεν διασφαλιζόταν, όμως, ήταν η αεροπορική υπεροχή στο ίδιο το βρετανικό έδαφος[2]. Ο Χέρμαν Γκέρινγκ ανέλαβε να τη διασφαλίσει, καταστρέφοντας τις δυνάμεις της Βασιλικής Αεροπορίας (RAF) είτε στο έδαφος είτε στον αέρα. Ο Χίτλερ αποφάσισε να εφαρμοστεί ο «Θαλάσσιος Λέων» μόνον εφόσον η RAF θα έχει, πρακτικά, εκμηδενιστεί. Η απόφαση αυτή σηματοδότησε την έναρξη της Μάχης της Αγγλίας.
Η Μάχη της Αγγλίας ήταν, ιστορικά, η πρώτη μάχη μεταξύ αμιγώς αεροπορικών δυνάμεων. Η Λουφτβάφφε ήταν, θεωρητικά, πολύ πιο ισχυρή, σε αριθμό αεροσκαφών, από την αντίπαλό της. Διέθετε για τη Μάχη της Αγγλίας, 2.669 αεροσκάφη παντός τύπου:[3]
Το καλύτερο καταδιωκτικό που διέθετε η Λουφτβάφφε, ήταν το Μέσσερσμιτ Bf-109. Ανώτερο σε ταχύτητα και ευχέρεια χειρισμών από το Χάρικεϊν και ανταγωνιζόμενο ευθέως το Σπίτφαϊρ, είχε ένα μεγάλο μειονέκτημα: Την περιορισμένη ακτίνα δράσης του, που ανέρχεται μόνο σε 360 μίλια (600 χλμ.). Αυτό έχει ως συνέπεια να μπορεί να παραμένει, το μέγιστο, περίπου 20 λεπτά πέρα από τη Μάγχη.
Η RAF, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της γερμανικής πλευράς, διέθετε περίπου 300 καταδιωκτικά αεροσκάφη. Η εκτίμηση ήταν λανθασμένη. Είναι αλήθεια ότι η καταδιωκτική αεροπορία της Βρετανίας είχε υποστεί σημαντικές απώλειες κατά τη διάρκεια απεμπλοκής των βρετανικών δυνάμεων από το γαλλικό έδαφος στην Δουνκέρκη. Ο Τσώρτσιλ, όμως, είχε επιβάλει ως υπουργό αεροπορικών εξοπλισμών τον, καναδικής καταγωγής, Μαξ Έικεν, γνωστότερο ως Λόρδο Μπίβεμπρουκ, μεγιστάνα του Τύπου. Ο Λόρδος ήταν άσχετος περί τα εξοπλιστικά και ολόκληρη η RAF εξεγέρθηκε κατά του διορισμού του. Ωστόσο, η μεγάλη του ενεργητικότητα ήταν αδιαμφισβήτητη και αποδείχθηκε και στην πράξη: Τον Μάιο το Υπουργείο ανακοίνωσε στη RAF την παράδοση 325 νέων αεροσκαφών, αντί των προβλεπόμενων 261. Η αύξηση της παραγωγής δεν σταμάτησε, ακόμη και κατά τους μήνες που η Βρετανία δοκιμαζόταν σκληρά από τους βομβαρδισμούς.[3]
Επικεφαλής της βρετανικής Διοίκησης Καταδίωξης (Fighter Command) ήταν ο Στρατάρχης Σερ Χιου Ντάουντινγκ (Sir Hugh Dowding). Παλαιός πιλότος ο ίδιος, υποστήριξε εξ αρχής την δημιουργία 55 σμηνών καταδιωκτικών, ως ελάχιστο όριο ασφαλείας των Βρετανικών Νήσων. Δύο τύποι αεροσκαφών (εκτός των παλαιών Μπλένχαϊμ) επρόκειτο να απαρτίσουν αυτά τα σμήνη: Το Χάρικεϊν (Hurricane) και το Σπίτφαϊρ (Spitfire). Στην πράξη το Σπίτφαϊρ αποδείχθηκε καλύτερο και ο Ντάουντινγκ πίεσε με όλες του τις δυνάμεις για την στροφή της παραγωγής προς αυτό. Με όλες αυτές τις συγκυρίες, η Διοίκηση Καταδίωξης διέθετε περίπου 700 καταδιωκτικά αεροσκάφη, από τα οποία πάνω από 600 είναι των δύο αυτών τύπων, διπλάσιο, δηλαδή, αριθμό από αυτόν που υπολόγιζαν οι Γερμανοί κατά την έναρξη της Μάχης της Αγγλίας.
Σημαντικό πλεονέκτημα της άμυνας της Μεγάλης Βρετανίας ήταν η έγκαιρη ανάπτυξη από την Διοίκηση Αντιαεροπορικών 1.204 βαρέων και 581 ελαφρών πυροβόλων και 4.000 προβολέων. Ένα πλήθος αεροστάτων, αγκυροβολημένων με χαλύβδινα καλώδια μέχρι τα 1.500 μέτρα ύψος, κρατούσε μακρυά από σημαντικούς στόχους τα βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως[4].
Οι Γερμανοί αγνοούσαν, επίσης, το βασικό αμυντικό όπλο των Βρετανών, το σύστημα έγκαιρης επισήμανσης των αεροσκαφών τους με τη βοήθεια του συστήματος που αρχικά ονομάστηκε RDF (Radio Detection Finding, Ραδιοεντοπισμός) και, αργότερα, μετονομάστηκε σε ραντάρ. Ήταν επινόηση του Σερ Ρόμπερτ Ουάτσον - Ουάτ (Sir Robert Watson - Watt), επικεφαλής του Εθνικού Ινστιτούτου Φυσικής. Το δίκτυο των σταθμών ραντάρ έφερε το όνομα «Chain Home» και συνοδευόταν από ένα ακόμη επικουρικό δίκτυο, για την ανίχνευση αεροσκαφών που πετούν χαμηλά το οποίο επονομάστηκε «Chain Home Low-Flying». Χάρη στο ραντάρ, που, το 1940, η Βρετανία ήταν η μόνη χώρα στον κόσμο που το διέθετε, οι Βρετανοί μπορούσαν να ανιχνεύουν την τακτική των αντιπάλων και να αναπτύσσουν κατάλληλα τις δυνάμεις τους για την αντιμετώπισή τους[5]. Παρά την ύπαρξη του ραντάρ, οι Βρετανοί δεν παραμέλησαν και το Σώμα των Παρατηρητών (Observer Corps), επειδή το ραντάρ κατοπτεύει μεν τις ακτές, δεν μπορεί, όμως, ακόμη, να κάνει το ίδιο και με τα ενδότερα της χώρας [6].
Μια ακόμη, ζωτικής σημασίας για την έκβαση της Μάχης και την Διοίκηση Καταδίωξης υπηρεσία ήταν αυτή της αναγνώρισης εχθρικών ή φίλιων αεροσκαφών. Η περισσότερο χρησιμοποιούμενη μέθοδος επονομάσθηκε IFF (από τα αρχικά των λέξεων «Identification Friend or Foe», καθορισμός φίλιου ή εχθρικού (αεροσκάφους)) και βασιζόταν σε μια συσκευή, που την έφεραν μόνο τα βρετανικά αεροσκάφη: Η συσκευή αυτή δεχόταν σήμα από μια αντίστοιχη επίγεια και το επανεξέπεμπε πολύ πιο ισχυρό. Έτσι, η επίγεια δύναμη αναγνώρισης μπορούσε, ακόμη και με ασαφή οπτική επαφή, να αναγνωρίσει, από την ισχύ του λαμβανόμενου σήματος, τα φίλια αεροσκάφη[7]. Παράλληλα, επειδή προέβλεπαν ότι τα αεροδρόμια των Sector Stations θα ήταν από τους βασικούς στόχους του αντιπάλου, είχαν μεταφέρει εκεί ποσότητες από όλα τα απαραίτητα υλικά που απαιτούσαν οι επισκευές τους.
Οι Γερμανοί, από την πλευρά τους, διέθεταν σύστημα εντοπισμού στόχων κατά τους νυκτερινούς βομβαρδισμούς, το οποίο αποκαλούσαν, λόγω του σχήματος των ακτίνων εντοπισμού, «Knickebein» (στραβό πόδι)[8]. Ωστόσο, οι πρώτες εφαρμογές του δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικές, και η ραδιοκατεύθυνση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως υποτυπώδης. Ως συνέπεια, οι πρώτοι από τους νυκτερινούς βομβαρδισμούς, που επιχείρησαν οι Γερμανοί, είχαν πενιχρά αποτελέσματα. Το σύστημα βελτιώθηκε σημαντικά, κύρια χάρη στην αλλαγή στοιχείων στις κεραίες του, ωστόσο οι Βρετανοί επινόησαν ένα σύστημα, που επονόμασαν «ασπιρίνη» και κατάφεραν να το εξουδετερώνουν, επειδή οι Γερμανοί όφειλαν να το θέτουν σε λειτουργία αρκετά πριν τα αεροσκάφη τους προσεγγίσουν τους στόχους[εκκρεμεί παραπομπή].
Ο Ντάουντινγκ κατένειμε τις δυνάμεις της Διοίκησης Καταδίωξης σε τέσσερεις Ομάδες, τις διοικήσεις των οποίων επονόμασε Sector Stations:
Ο ίδιος ο Ντάουντινγκ είχε ως έδρα της Διοίκησης Καταδίωξης το Μπέντλεϊ Πράιορι (Bentley Priory) [10].
Ο Γκέρινγκ, αντίστοιχα, είχε κατανείμει τις δυνάμεις του σε τρεις αεροπορικούς στόλους[εκκρεμεί παραπομπή]:
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 3/12/2019) |
Ως επίσημη ημερομηνία έναρξης της Μάχης της Αγγλίας δόθηκε η 13η Αυγούστου 1940. Η ημέρα αυτή είχε επονομασθεί, από τους Γερμανούς, «Ημέρα του αετού» (Adlertag). Ωστόσο, σε μια προπαρασκευαστική έξοδο, τα γερμανικά βομβαρδιστικά επιτέθηκαν σε στόχους - σταθμούς ραντάρ πολύ κοντά στις ακτές ήδη από τις 12 Αυγούστου. Το αποτέλεσμα της ήταν είναι ανησυχητικό για τους Βρετανούς, καθώς ο προχωρημένος σταθμός ραντάρ της νήσου Γουάϊτ (Isle of Whyte) καταστράφηκε ολοσχερώς και απαιτούνταν 15 τουλάχιστον ημέρες για την αντικατάστασή του.
Στις 13 Αυγούστου οι Γερμανοί επιτέθηκαν με τρεις σχηματισμούς σκαφών. Στόχοι τους οι εγκαταστάσεις των αεροδρομίων του Κεντ, του Χόκιντζ και του Μάνστον. Στόχο αποτελούσε, επίσης, και το Φάρνμπορο (Farnborough), στο οποίο υπήρχαν σημαντικές αεροναυτικές εγκαταστάσεις. Η RAF υπεράσπισε αποτελεσματικά τον εθνικό εναέριο χώρο της: Οι ζημιές στα αεροδρόμια ήταν τόσο μικρές, που όλα επισκευάστηκαν πριν περάσουν 10 ώρες. Οι εγκαταστάσεις στο Φάρνμπορο δεν επλήγησαν καθόλου και η Λουφτβάφφε έχασε 45 εν όλω αεροσκάφη έναντι 13 των Βρετανών (διασώθηκαν, όμως, έξι από τους πιλότους). Διαπιστώθηκε για πρώτη φορά πόσο ευπρόσβλητα ήταν τα Στούκας απέναντι σε ισχυρά καταδιωκτικά, ενώ η αεράμυνα δεν έχασε την ψυχραιμία της και τα αντιαεροπορικά πυρά ήταν και πυκνά και εύστοχα. Ο Γκέρινγκ και οι αρχηγοί των αεροστόλων του δεν αντελήφθησαν αμέσως ότι είναι αδύνατος ο αιφνιδιασμός που πέτυχαν στη Γαλλία και στην Πολωνία και αυτό θα αποδειχθεί μεγάλο σφάλμα στην εξέλιξη της Μάχης.
Στις 14 Αυγούστου δεν διεξήχθησαν επιχειρήσεις λόγω της κακοκαιρίας. Στις 15 Αυγούστου επιτέθηκε και ο Αεροπορικός Στόλος από τις βάσεις της Νορβηγίας. Στην επίθεση δεν συμμετείχαν Μέσσερσμιτ Bf-109, καθώς δεν διέθεταν την απαιτούμενη ακτίνα δράσης. Τα είχαν αντικαταστήσει τα Μέσσερσμιτ Bf-110, τα οποία, παρά τη δύναμη πυρός τους, ήταν αργά σε σχέση με τα βρετανικά καταδιωκτικά. Τα βομβαρδιστικά δεν κατάφεραν καν να πλησιάσουν την αγγλική ακτή: Έριξαν τις βόμβες τους στη θάλασσα και τρύπωσαν στα σύννεφα για να διαφύγουν. Ανεξήγητο παρέμεινε για τους Γερμανούς το γεγονός της έγκαιρης επισήμανσής τους και της συγκεντρωτικότητας της βρετανικής αεροπορίας (εξακολουθούσαν να αγνοούν την ύπαρξη του ραντάρ). Στις 16 η Λουφτβάφφε επανέλαβε με μικρότερη σφοδρότητα τις επιθέσεις της, αλλά στις 18 βομβάρδισε αεροδρόμια στο Κένλεϊ (Kenley), στο Κρόιντον (Croydon), στο Γουέστ Μάλλινγκ (West Malling) και στο Μπίγκιν Χιλ (Biggin Hill). Το Κένλεϊ υπέστη πολύ σοβαρές ζημιές, αλλά οι γερμανικές απώλειες σε «Στούκας» ήταν τόσο βαρειές, που ανάγκασαν τη γερμανική ηγεσία να τα αποσύρει ολοσχερώς από τις επικείμενες επιδρομές.
Από τις 19 έως και τις 23 Αυγούστου η κακοκαιρία ανέστειλε όλες τις αεροπορικές εξόδους. Η ανάπαυλα επέτρεψε κάποιες επισκευές στις πληγείσες εγκαταστάσεις, αλλά στις 24 Αυγούστου οι Γερμανοί επανήλθαν με νέα τακτική: Συγκέντρωσαν το πυρ τους σε επιλεγμένους στόχους, όπως ήταν το Sector Station αριθ. 11, χρησιμοποιώντας όμως μεγαλύτερη αναλογία καταδιωκτικών. Πολλά κέντρα διοίκησης αχρηστεύθηκαν και οι απώλειες σε αεροπλάνα ήταν τόσο σοβαρές που ο Ντάουντινγκ ανησύχησε πολύ σοβαρά μήπως οι απώλειες αυτές δημιουργήσουν αριθμητικό πλεονέκτημα στον εχθρό. Υπολόγισε πως, αν οι Γερμανοί επέμεναν στην ίδια τακτική για μία εβδομάδα, θα έπρεπε να μεταφέρει την ομάδα 11 βορειότερα. Σε εκείνη την περίπτωση, η ταχύτητα επέμβασης των σμηνών του θα περιοριζόταν σημαντικά και οι Γερμανοί θα αντιστάθμιζαν το μειονέκτημα του χρόνου διάσχισης της Μάγχης. Ο Ντάουντινγκ άρχισε να πιστεύει ότι οι Γερμανοί βρήκαν την αχίλλειο πτέρνα του βρετανικού αμυντικού συστήματος.[11] Στις 30 Αυγούστου το Μπίγκιν Χιλ πρακτικά αχρηστεύθηκε, αφού υπέστη δύο διαδοχικές επιθέσεις, με τη δεύτερη ιδιαίτερα εύστοχη. Η επίθεση εναντίον του επαναλήγθηκε στις 31, καθώς και σε άλλα αεροδρόμια, τα οποία αχρηστεύθηκαν προσωρινά. Το Μπίγκιν Χιλ επλήγη ξανά στις 5 Σεπτεμβρίου και οι βρετανικές απώλειες σε αεροσκάφη και έμψυχο υλικό είχαν αρχίσει να φθάνουν σε ανησυχητικά επίπεδα.
Στο σημείο αυτό οι Γερμανοί διέπραξαν το μοιραίο σφάλμα: Άλλαξαν τακτική, εγκαταλείποντας τα αεροδρόμια των Sector Stations. Στόχος τους, αυτή τη φορά, ήταν η ίδια η βρετανική πρωτεύουσα, το Λονδίνο. Στόχος αρκετά μακριά από την ακτή, επέτρεπε την έγκαιρη επισήμανση των επιτιθέμενων και έδινε αρκετό χρόνο στα βρετανικά καταδιωκτικά για την αντιμετώπισή τους. Το σφάλμα αυτό ήταν μοιραίο και, από μόνο του, αρκετό για να επηρεάσει αποφασιστικά την τελική έκβαση της μάχης. Ο Ντόουντινγκ το αντελήφθη αμέσως και ένιωσε ανακούφιση.[12] Το ίδιο αντιληπτό, όμως, έγινε και από τους Γερμανούς στρατιωτικούς ηγέτες, οι οποίοι διαμαρτύρηθηκαν στον επικεφαλής Στρατάρχη Γκέρινγκ. Όμως, ο Στρατάρχης δεν τους έλαβε υπόψη του: Τα γερμανικά βομβαρδιστικά, αιφνιδιάζοντας τους Βρετανούς του Τομέα 11, που δεν περίμεναν επίθεση κατά του Λονδίνου, κατάφεραν να επιφέρουν αρκετές καταστροφές στην πόλη (7 Σεπτεμβρίου) και άναψαν τεράστιες πυρκαγιές στο λιμάνι και στο Ίστ Εντ. Ο Γκαίρινγκ εξήγησε στους υφισταμένους του ότι ο Φύρερ είχε τη μεγαλοφυή έμπνευση των τρομοκρατικών βομβαρδισμών (Terrorangriff). Ο ίδιος συνάντησε τα πληρώματα των αεροσκαφών που επέστρεφαν και συνέθεσε στο ραδιόφωνο μια ομιλία, στην οποία, κατά τον Ρ. Καρτιέ, θύμιζε τον Νέρωνα και προκάλεσε ενόχληση ακόμη και στους Γερμανούς στρατηγούς.[12]
Μία από τις πιο αποφασιστικές ημέρες για την έκβαση της Μάχης ήταν η 15η Σεπτεμβρίου[13]. Οι Βρετανοί κατάφεραν να καταρρίψουν περισσότερα από 60 εχθρικά σκάφη, χάνοντας μόνο 26 δικά τους. Από το σημείο αυτό και ύστερα έγινε αντιληπτό ότι η RAF κάθε άλλο παρά εκμηδενισμένη ήταν και η απόβαση δεν είχε πιθανότητες επιτυχίας. Έτσι, στις 16 Σεπτεμβρίου, αποφασίστηκε πως η Ομάδα Στρατιών Β, η οποία προοριζόταν για την επιχείρηση απόβασης στην Αγγλία, θα μεταφερόταν στην Ανατολή. Ο Χίτλερ παραιτήθηκε από τον «Θαλάσσιο Λέοντα», αν και θα συνεχίζονταν οι νυκτερινοί αεροπορικοί βομβαρδισμοί κατά του Λονδίνου και άλλων βρετανικών πόλεων, για μερικές ακόμη εβδομάδες.[14][15]. Σταδιακά οι βομβαρδισμοί σταμάτησαν, καθώς η Γερμανική Αεροπορία απασχολείτο (και αναλωνόταν) στο Ανατολικό μέτωπο.
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 3/12/2019) |
Η επικράτηση της RAF απέναντι σε μια αεροπορία κατά πολύ υπέρτερη σε αριθμό ανέδειξε, κατά μερικούς ιστορικούς, τον ερασιτεχνισμό και την αδυναμία των ανωτάτων παραγόντων του ναζιστικού καθεστώτος: Ο Χίτλερ ήλπιζε ότι απλά και μόνο οι τρομοκρατικοί βομβαρδισμοί (Terrorangiff) κατά του Λονδίνου θα φόβιζαν τόσο πολύ τους Άγγλους, ώστε αυτοί θα εκλιπαρούσαν για συνθηκολόγηση. Επίσης, αγνοήθηκε η ύπαρξη του αγγλικού στόλου που, κι αν ακόμα θεωρηθεί ότι η Λουφτβάφε επιτύγχανε την απόλυτη κυριαρχία στον αέρα, ο στόλος αυτός θα αποτελούσε σημαντικό εμπόδιο για οποιαδήποτε μέτριας - από άποψη ναυτικών δυνάμεων - αξίας αποβατική δύναμη, όπως αυτή που διέθετε τότε η Γερμανία.
Τεχνικά ο Γκέρινγκ δεν έδειξε να συλλαμβάνει τις αδυναμίες της ίδιας του της δύναμης. Τα βομβαρδιστικά του δεν ήταν ακόμη σε θέση να εξοντώσουν τεράστιας έκτασης πόλεις και πολλούς άλλους διεσπαρμένους στόχους, από όπου η Αγγλία τροφοδοτούσε την πολεμική της μηχανή. Τα βομβαρδιστικά κάθετης εφόρμησης «Στούκα» (Junkers JU87) ήταν κατάλληλα μόνο στις χώρες χωρίς σημαντική αντίπαλη αεροπορία και με αδύναμη αντιαεροπορική άμυνα, αλλά αποδείχτηκαν πολύ ευάλωτα μπροστά στα νεότερα βρετανικά καταδιωκτικά και σε μια αντιαεροπορική άμυνα «που δεν χάνει την ψυχραιμία της» και αποτραβήχτηκαν σε άλλα, πιο ασφαλή, μέτωπα. Τα καταδιωκτικά του, αν και αποδείχτηκαν πολύ καλά για την εποχή 1939-40, είχαν πολύ περιορισμένη ακτίνα δράσης και δεν μπορούσαν να προστατεύσουν επαρκώς τα βομβαρδιστικά τους. Επέδειξε δε, στη συνέχεια, αδιαφορία για την εξέλιξη της αεροπορίας του. Ενδεικτικά, όταν ένας από τους καλύτερους Γερμανούς πιλότους, ο Άντολφ Γκάλαντ (Adolf Gallant), διαμαρτυρήθηκε στον Στρατάρχη του Ράιχ για τις κατηγορίες που εκείνος είχε εκτοξεύσει κατά των πιλότων των καταδιωκτικών, ο Γκέρινγκ τον ρώτησε: «Και τι θα έπρεπε να σας δώσουμε για να είστε ευχαριστημένος;». Ο Γκάλαντ του απάντησε με θάρρος: «Να μου δώσετε Σπίτφαϊρ!»[14].
Η απώλεια της Μάχης της Αγγλίας και η μη πραγματοποίηση του «Θαλάσσιου Λέοντα» είχαν αποφασιστική σημασία στην έκβαση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο επισκέπτης μπορεί να δει τα αεροσκάφη-πρωταγωνιστές (Σπιτφάιρ, Χαρικέιν, Μπρίστολ Μπλέναιμ, Γουέλλινγκτον, Μέσσερσμιτς, Στούκας, Χάινκελ, Fiat CR.42) μαζί με τα άλλα εκθέματα, στα δύο μουσεία της RAF, στο Κόσφορντ (Cosford) και στο Λονδίνο.[16]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.