From Wikipedia, the free encyclopedia
Μουφτής (πληθ. μουφτήδες) είναι ιερατικός βαθμός ειδικότερα του σουνιτικού κλάδου της μουσουλμανικής θρησκείας. Είναι ο ερμηνευτής του Κορανίου για την απόδοση δικαιοσύνης.
Αυτό το λήμμα παρουσιάζει το θέμα από ελληνική οπτική γωνία ή δίνει δυσανάλογο βάρος στην ελληνική πτυχή ενός παγκόσμιου θέματος. Προσπαθήστε να το ανασκευάσετε ή και να προσθέσετε πληροφορίες έτσι ώστε να καλύπτει πληρέστερα και περισσότερο ουδέτερα το θέμα. Παρακαλούμε δείτε τη σχετική συζήτηση στη σελίδα συζήτησης του λήμματος. |
Το όνομα προέρχεται αρχικά εκ του αραβικού مفتي μέσω της Τουρκικής müftî (= ο ερμηνευτής του νόμου) όπου και κατ΄ επέκταση θεωρείται ο Μουσουλμάνος θεολόγος εντεταλμένος να εκδίδει φετφάδες (fatwā[1],αραβικά فتوى) - γνωμοδοτήσεις βάσει της Σαρίας - στους πιστούς, κατόπιν ερωτήσεως.
Ως συνεχιστής του δικαστικού ρόλου του Μωάμεθ, ο θεσμός απαντάται από νωρίς στην ιστορία του Ισλάμ. Ο ίδιος ο Προφήτης θεωρείται ο πρώτος μουφτής, βάσει αποσπασμάτων του Κορανίου[2][3]. Αρχικά επρόκειτο για διανοούμενους με ευρεία γνώση επί του Κορανίου, των ιερών παραδόσεων - χαντίθ (αραβικά الحديث), της αραβικής γλώσσας και νομικών θεμάτων οι οποίοι έχαιραν αναγνώρισης από την κοινότητά τους ως υποδείγματα ηθικής και δικαϊκής σοφίας[4]. Η θέση τους στερούνταν επισήμου χαρακτήρα - με τη μορφή της αναγνώρισης από τις κρατικές αρχές - καθώς εξαρτάτο αφενός από την προσωπική τους πρωτοβουλία και την αυτο-ανακήρυξή τους ως μουφτήδες, αφετέρου δε από την αναγνώριση της αυθεντίας τους εκ μέρους των πιστών. Οι σπουδές ενός μετέπειτα μουφτή μπορούσαν να περιλαμβάνουν τη μαθητεία κοντά σε έναν ήδη αναγνωρισμένο δάσκαλο ή τη φοίτηση σε κάποιο από τα μεγάλα πνευματικά κέντρα του αραβικού κόσμου της εποχής, όπως το Κάιρο, η Βαγδάτη ή η Φεζ. Η εκπαίδευση ολοκληρωνόταν με τη χορήγηση τίτλου-αδείας (ιτζαζά, αραβικά الإِجازَهْ). Ωστόσο, η πράξη-κλειδί του θεσμού του μουφτή, η οποία συνίσταται στην έκδοση φετφά, μπορούσε να προηγείται, να έπεται ή να μην ακολουθεί την ολοκλήρωση αυτών των σπουδών. Με άλλα λόγια η αυθεντία ενός μουφτή δεν εξαρτάτο από εκείνη των δασκάλων του, ως εν δυνάμει απόλυτη, αλλά το καθεστώς της κρινόταν εκ των υστέρων από την κοινότητα, το βαθμό δηλαδή που οι πιστοί κατέφευγαν σε εκείνον για να ζητήσουν ερμηνεία[5].
Από τον 10ο αιώνα, οι αρχικές αυστηρές προϋποθέσεις για την αξίωση της θέσης του μουφτή είχαν δώσει τη θέση τους στην απλή εξειδίκευση στο δικαϊκό σύστημα μιας από τις τέσσερις μεγάλες σχολές του σουνιτικού Ισλαμικού νόμου. Παράλληλα, τα λειτουργικά τους καθήκοντα εξελίχθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να αλληλεπιδρούν περισσότερο με το δικανικό σύστημα. Έτσι, ενώ παλαιότερα ο ρόλος του ήταν περισσότερο ανεξάρτητος και οι φετφάδες του μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν μόνο κατά περίπτωση σαν μια μορφή άτυπης έφεσης επί των αποφάσεων δικαστηρίων, στην περίοδο αυτή εμφανίζονται δικαστήρια στα οποία οι μουφτήδες αποτελούν τακτικά μέλη. Μάλιστα στην Κόρδοβα του 11ου αιώνα όλες οι δικαστικές αποφάσεις έπρεπε να επικυρώνονται από τον φετφά του συμβουλίου των πλέον εξεχόντων μουφτήδων της πόλης [6]. Οι εξελίξεις αυτές υπαγορεύτηκαν από τη νομική πραγματικότητα της εποχής και τις ανάγκες της κοινωνίας. Η απουσία νομοθετικού κέντρου εξουσίας στις ισλαμικές κοινωνίες καλύφθηκε από τη δράση των μουφτήδων, οι οποίοι μέσω του φετφά μπορούσαν να πληρώσουν αυτό το κενό στις περιπτώσεις όπου ο Ισλαμικός νόμος ήταν ασαφής ή δεν παρείχε πρόβλεψη[7]
Η σημασία του θεσμού για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας οδήγησε με το πέρασμα του χρόνου στην κανονικοποίηση της ανάδειξης των μουφτήδων εκ μέρους της εκτελεστικής εξουσίας. Η δυναστεία των Μαμελούκων, η οποία κυβέρνησε στην Αίγυπτο μεταξύ 1250 και 1517, προέβη στο διορισμό μουφτήδων σε μερικά από τα μεγαλύτερα τεμένη, ενώ στην επαρχία συνέχιζε το καθεστώς τους ως ανεξάρτητοι[6]. Κατά την ηγεμονία της ίδιας δυναστείας σημειώθηκε για πρώτη φορά ο διορισμός τους ως τακτικών συμβούλων του χαλίφη, πράξη που απέβλεπε στη νομιμοποίηση του τελευταίου. Πιο συγκεκριμένα, συστάθηκε μια παραλλαγή του ήδη υπάρχοντος συμβουλίου, που αποτελούνταν από τον ίδιο και τους ανώτατους δικαστές, η οποία πλέον περιελάμβανε και μουφτήδες[8]. Ήδη, ωστόσο, από τα χρόνια της δυναστείας των Ομεϋάδων (650-750) είχε σημειωθεί διορισμός μουφτή εκ μέρους του χαλίφη στην περιοχή της Αιγύπτου[9]. Ανάλογες εξελίξεις σημειώθηκαν και στο Μαρόκο κατά τον 14ο αιώνα, με το κράτος να αναλαμβάνει τον έλεγχο των μουφτήδων[10].Στην ίδια περιοχή εμφανίστηκε και το φαινόμενο της νομικής εξειδίκευσης με την πόλη Φεζ να διατηρεί μουφτή ειδικό για θέματα απίστων εξαιτίας της σημαντικής παρουσίας μη μουσουλμανικού πληθυσμού.[11]
Ο φετφάς που επεδόθη από τον Χαϊρουλά Εφέντη, Μουφτή της Κων/λης στον σουλτάνο Αμπντουλ Αζίζ[12] |
Εάν η Κεφαλή των Πιστών έχει χάσει τα λογικά του τόσο, ώστε να καταστρέφει το κράτος,
το οποίο ο Θεός εμπιστεύθηκε στη φροντίδα του, μέσω ανόητων δαπανών, μέσω έξαλλων συνηθειών,
και αν η διατήρηση αυτής της κακής διακυβέρνησης είναι πιθανό να οδηγήσει σε μια κατάσταση
η οποία θα καταστρέψει τα ιερά συμφέροντα της χώρας, επιτρέπεται να αφεθεί αυτός ο άνδρας
επικεφαλής ή οφείλει κανείς να του αφαιρέσει την εξουσία; |
Οι μεγαλύτερες αλλαγές προς την κατεύθυνση της θεσμοθέτησης του μουφτή ως κρατικού αξιωματούχου συνέβησαν στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την Άλωση, ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ προχώρησε στη θεσμοθέτηση του κρατικού αξιώματος του Μουφτή της Κωνσταντινούπολης[13], ο οποίος έφερε τον τίτλο Σεΐχ αλ Ισλάμ (τουρκικά: Shaykh al-Islam) και συνιστούσε τον ανώτατο θρησκευτικό ηγέτη του κράτους. Αν και ο συγκεκριμένος αξιωματούχος δεν μετείχε στο Διβάνι - το πολιτικό συμβούλιο της αυτοκρατορίας - οι φετφάδες του κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα είχαν αποκτήσει τέτοιο κύρος, ώστε η έκδοση δικαστικής απόφασης που να τους αντιβαίνει οδηγούσε στην καθαίρεση του καδή [14]. Η εκθρόνιση του Σελίμ Γ΄ το 1807 μάλιστα συνετελέσθη δια της επέμβασης του Μουφτή[15]. Ομοίως επετεύχθη και η καθαίρεση του Αμπντουλ Αζίζ, το 1876.
Ο ενδοξότερος σουλτάνος, Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής (1494 – 1566) προέβη στη σύσταση ενός γραφείου αφιερωμένου στην έκδοση φετφάδων, του φετβαχανέ (τουρκικά: fetvākhāne) που λειτουργούσε παραπληρωματικά προς τον Μεγάλο Μουφτή. Η γραφειοκρατική αυτή οργάνωση οδήγησε στη δραματική αύξηση του αριθμού των εκδιδομένων ερμηνειών, ο οποίος κυμαινόταν σε επίπεδα αρκετών εκατοντάδων ανά ημέρα, που ωστόσο περιορίζονταν σε μια μονολεκτική απάντηση, καταφατική ή αρνητική [16]. Ο στενός εναγκαλισμός του θρησκευτικού αυτού θεσμού από την οθωμανική εξουσία προερχόταν από την ανάγκη της δεύτερης να τύχει υποστήριξης από ένα πρόσωπο-σύμβολο του οποίου η ηθική υπόσταση θεωρείτο εκτός και υπέρ των συνηθισμένων πολιτικών ζυμώσεων, καθώς και από την ανάγκη ύπαρξης ενός συμβούλου του σουλτάνου πάνω σε ζητήματα θρησκευτικής φύσης και πολιτικής[17].
Ο αριθμός των μουφτήδων στις επαρχιακές περιοχές της αυτοκρατορίας στα τέλη του 18ου αιώνα έφτανε τους 210[18]. Όλοι τους έπρεπε να τύχουν της αναγνώρισης του Μουφτή της Κωνσταντινούπολης με τη χορήγηση ειδικού πιστοποιητικού. Επιλέγονταν από τα κατά τόπους συμβούλια κατόπιν πρότασης εξεχόντων μουσουλμάνων μελών της κοινότητας και η θητεία τους ήταν εφ' όρου ζωής. Προϋπόθεση για την ανάληψη των καθηκόντων τους ήταν η καλή τους φήμη όσον αφορούσε τη γνώση του ισλαμικού νόμου, ενώ η ανάδειξή τους σε αυτή τη θέση τους εξασφάλιζε αξιωματικά λόγο στο τοπικό συμβούλιο, καθώς και την επίβλεψη των θρησκευτικών σχολών στην περιοχή της εποπτείας τους[19].
Η ιδιότητα του μουφτή μέσα σε μια ισλαμική κοινότητα εγγράφεται εντός μιας ευρύτερης αρχής, εκείνης της γνωμοδότησης από ειδικούς (μασούρα ή μασβάρα[20]), και εντάσσεται στον γενικότερο θεσμό της νομικής γνωμοδότησης (φουτιά και ιφτά). Στα πλαίσια της τελευταίας μια ερώτηση που αφορά σε κάποιο θρησκευτικό ή νομικό ζήτημα μπορεί να τεθεί και να λάβει απάντηση, με το ρόλο του μουφτή να συμπληρώνεται από εκείνον του μουσταφτή ήτοι το πρόσωπο που ρωτά [21]. Ο ερωτών μπορεί να είναι κάποιος από τους διαδίκους, μπορεί να είναι και ο ίδιος ο δικαστής ο οποίος αναζητά ερμηνεία με στόχο την επίρρωση της δικής του μελλοντικής απόφασης. Ένας περιορισμός στην έκδοση ερμηνείας εντοπίζεται ακριβώς στο γεγονός ότι αποτελεί απάντηση σε μια ερώτηση. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να πλατειάζει προς άσχετα θέματα. Ακόμη, η ερώτηση πρέπει να αφορά αντικειμενικές συνθήκες ή προβλήματα παρά τα φανταστικά τους αντίστοιχα[22].
Ο φετφάς μπορεί να εκδοθεί είτε προφορικά είτε σε γραπτή μορφή. Η παροχή αμοιβής δεν θεωρείται διαχρονικά απαραίτητη, ωστόσο η καταβολή ενός συμβολικού αντιτίμου αποτελεί μέρος της παράδοσης, ιδιαίτερα στην περίπτωση γραπτής έκδοσης. Κατά καιρούς έχει υιοθετηθεί η αρχή της χρέωσης κατ' αναλογία του εισοδήματος του μουσταφτή. Η διατύπωση της ερώτησης είναι αυστηρά απρόσωπη. Κατ' αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται ότι ο μουφτής απαντά πάντοτε επί της αρχής σε αντιδιαστολή με την πραγματικότητα, οι αποφάσεις επί της οποίας τελούν υπό τη δικαιοδοσία του δικαστή [23]. Το συγκεκριμένο σημείο αποτέλεσε διαχρονικά το σύνορο μεταξύ των δύο θεσμών. Στη θέση των ονομάτων των εμπλεκομένων προσώπων τοποθετούνται συνηθισμένα κύρια ονόματα όπως: Ζαήντ, Χιντ και Αμρ[24]. Η συγκεκριμένη πρακτική μεταξύ άλλων έχει επισημανθεί ως σημείο σύγκλισης της φουτιά με τον παλαιότερο ρωμαϊκό θεσμό του δικαίου του αποκριθέντος (λατ. ius publice respondendi)[25].
Ο μουφτής δεν εμπλέκεται στην εξακρίβωση των στοιχείων μιας υπόθεσης, μοναδική του υποχρέωση είναι να αποφανθεί σχετικά με το τι ορίζει το ισλαμικό δίκαιο υπό τα δεδομένα της ερώτησης, η ακρίβεια των οποίων βαραίνει τον ερωτώντα. Οι ερωτήσεις μπορεί να αφορούν κοινοτοπίες, καταστάσεις οι οποίες έχουν τύχει γνωμοδότησης στο παρελθόν αλλά και πρωτότυπες καταστάσεις. Το καθήκον του μουφτή επιτάσσει να απαντήσει σε όλες[26], με εξαίρεση εκείνες οι οποίες είναι πέρα των δυνατοτήτων του[27]. Αν και προηγούμενοι φετφάδες - οι πιο σημαντικοί από τους οποίους συγκεντρώνονται σε συλλογές - δεν θεωρούνται ισοδύναμοι δεδικασμένου, στην πράξη χρησιμοποιούνται για να απαντηθούν δύσκολες ερωτήσεις. Παρομοίως, μολονότι το ύφος της απάντησης θα πρέπει να συνάδει με τη θέση του μουφτή ως εκπροσώπου της Σαρίας, η άρρητη επίκληση στην αυθεντία μπορεί να μετριάζεται από αναφορές στη γνώμη άλλων μουφτήδων, καθώς και από την παραδοσιακή έκφραση στο τέλος του φετφά: "Αλλά ο Θεός γνωρίζει καλύτερα"[28].
Η γνωμοδότηση, πέρα από υποθέσεις που αφορούν την απόδοση δικαιοσύνης, μπορεί να αφορά ζητήματα όπως η θεολογία, η φιλοσοφία, δογματικά ζητήματα, καθώς και εκείνα που άπτονται των θρησκευτικών υποχρεώσεων των πιστών. Κατά συνέπεια, το εύρος του φετφά υπερβαίνει κατά πολύ τα πλαίσια της χρήσης του σε σχέση με δικαστικές πράξεις. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι συνοδοί γνωμοδοτήσεις των Σεΐχ αλ Ισλάμ σχετικά με κάθε κήρυξη πολέμου από την πλευρά του Σουλτάνου[29] ή οι σύγχρονοι φετφάδες επί της ενδεικνυομένης απόκρισης στη Γαλλική απαγόρευση της μαντίλας[30].
Οι μουφτήδες των μουσουλμανικών κοινοτήτων της Ελλάδας στους οποίους αναγνωρίσθηκαν από την Πολιτεία καθήκοντα δικαστού για θέματα οικογενειακού δικαίου μεταξύ Μουσουλμάνων (Ελλήνων) πολιτών (γάμος, διαζύγιο, κηδεμονίες, διαθήκες, πιστοποιήσεις επιτρεπόμενων τροφών [31][32] κλπ), διορίζονται από επιτροπή μουσουλμάνων υπό την προεδρία του Νομάρχη.[33] Η Μουφτεία είναι δημόσια υπηρεσία που υπάγεται στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και οι διορισμοί σε αυτήν γίνονται μέσω ΑΣΕΠ [34][35].
Ο μουφτής πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του δίνει τον νόμιμο όρκο ενώπιον του Νομάρχη. Μισθοδοτείται από το Δημόσιο Ταμείο πολύ πριν οι Έλληνες Χριστιανοί ιερείς ενταχθούν σ΄αυτό. Ορίζονταν ή παύονταν παλαιότερα με Βασιλικό Διάταγμα, σήμερα με Προεδρικό Διάταγμα κατόπιν εισήγησης (πρότασης) του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων. Ο θεσμός της μουφτείας λειτουργεί στην περιοχή της Δυτικής Θράκης από την προσάρτησή της στο ελληνικό κράτος, το 1923, και αποτελεί κληρονομιά του οθωμανικού συστήματος διοίκησης. Μεταξύ 1923 και 1990 οι μουφτήδες εκλέγονταν από τους ηγέτες της μουσουλμανικής μειονότητας η οποία ακολουθείτο από την επικύρωσή τους εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας της οποίας αποτελούν δημοσίους λειτουργούς[36]. Η πάγια αυτή πρακτική ανετράπη στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν από μερίδα της μουσουλμανικής μειονότητας ζητήθηκε η απευθείας εκλογή των μουφτήδων από τους πιστούς, κατ' εφαρμογή του νόμου 2345/1920 ο οποίος δεν εφαρμόστηκε ποτέ[37]. Φόβοι για επέκταση του πολιτικού Ισλάμ οδήγησαν το ελληνικό κράτος στην εισαγωγή νέων ρυθμίσεων με το νόμο 1920/1991 (4 Φεβρουαρίου 1991) ο οποίος προβλέπει τη δημιουργία εντεκαμελούς επιτροπής μεταξύ των μελών της μειονότητας, αρμόδιας να προτείνει έναν κατάλογο υποψηφίων μουφτήδων εκ των οποίων διορίζεται ένας βάσει προσόντων με θητεία που διαρκεί 10 έτη.
Κύριοι λόγοι τυχόν παύσης του είναι περίπτωση να καταδικασθεί για ορισμένα αδικήματα ή να στερηθεί των πολιτικών του δικαιωμάτων ή λόγω βεβαρημένης νόσου, ανεπάρκειας, ή ασυμβίβαστης προς το αξίωμά του διαγωγής.
Περί των μουφτήδων της Ελλάδας προβλέπει ο Νόμος 1920/Κύρωση 24 Δεκεμβρίου 1990. Στην Ελλάδα με τον νόμο αυτό έχουν διοριστεί οι εξής Μουφτήδες:
Παράλληλα με τους διορισμένους μουφτήδες υπάρχουν και δύο υποψήφιοι μουφτήδες υποστηριζόμενοι από την Τουρκία [38] που εκλέχτηκαν από ορισμένους πιστούς, δι' ανατάσεως του χεριού:
Οι παραπάνω δεν κατέχουν θέση μουφτή (δημόσιου λειτουργού) της ελληνικής πολιτείας και δεν ασκούν διοικητικές και δικαστικές εξουσίες (εφαρμογή Σαρίας) που προκύπτουν από τον νόμο. Η ύπαρξή τους έχει προκαλέσει πολλές φορές διαμάχες. Στην επίσημη επίσκεψή του στην Αθήνα το Μάιο 2010 ο πρωθυπουργός Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν κάλεσε την ελληνική πλευρά να επιτρέψει την απευθείας εκλογή (από την μειονότητα-πιστούς και όχι το διορισμό από το Ελληνικό κράτος) των Μουφτήδων στην Δυτική Θράκη.[38][39][40]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.