Βασιλιάς της Ρουμανίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Κάρολος Β΄ (Carol al II-lea al României, 15 Οκτωβρίου 1893 - 4 Απριλίου 1953) ήταν βασιλιάς της Ρουμανίας από τις 8 Ιουνίου 1930 μέχρι τον εξαναγκασμό του σε παραίτηση στις 6 Σεπτεμβρίου 1940.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Κάρολος Β΄ της Ρουμανίας | |
---|---|
Βασιλιάς της Ρουμανίας | |
Περίοδος | 8 Ιουνίου 1930 - 6 Σεπτεμβρίου 1940 |
Στέψη | 8 Ιουνίου 1930 |
Προκάτοχος | Μιχαήλ της Ρουμανίας |
Διάδοχος | Μιχαήλ της Ρουμανίας |
Γέννηση | 15 Οκτωβρίου 1893 Peleş Castle, Ρουμανία |
Θάνατος | 4 Απριλίου 1953 (59 ετών) Εστορίλ, Πορτογαλία |
Τόπος ταφής | Curtea de Argeș, Ρουμανία |
Επίγονοι | Μιχαήλ της Ρουμανίας Κάρολος Λαμπρίνο |
Οίκος | Οίκος του Χοεντσόλερν-Ζίγκμαρινγκεν |
Πατέρας | Φερδινάνδος της Ρουμανίας |
Μητέρα | Μαρία της Σαξονίας-Κόμπουργκ & Γκότα |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Κάρολος ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Φερδινάνδου Α΄ και έγινε πρίγκιπας του στέμματος μετά τον θάνατο του αδελφού του παππού του βασιλιά Κάρολου Α΄ το 1914. Ήταν ο πρώτος από τους Χοεντσόλερν βασιλείς της Ρουμανίας, που γεννήθηκε στη χώρα (και οι δύο προκάτοχοί του γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Γερμανία και ήρθαν στη Ρουμανία ενήλικες). Ο Κάρολος αντιθέτως μιλούσε τη ρουμανική γλώσσα ως πρώτη του γλώσσα και ήταν το πρώτο μέλος της ρουμανικής βασιλικής οικογένειας, που ανατράφηκε με το Ορθόδοξο δόγμα.
Είχε μια φιλήδονη προσωπικότητα, η οποία συνέβαλε στις διαμάχες που έφθειραν τη βασιλεία του και η ζωή του χαρακτηρίστηκε από πολλά σκάνδαλα. Σε αυτά περιλαμβάνονταν οι γάμοι του με τη Ζιζί Λαμπρίνο και την Πριγκίπισσα Ελένη της Ελλάδας, κόρη του Βασιλιά Κωνσταντίνου Α΄ της Ελλάδας. Η συνεχιζόμενη σχέση του με τη Mάγδα Λουπέσκου τον υποχρέωσε να παραιτηθεί από τα δικαιώματα διαδοχής του το 1925 και να εγκαταλείψει τη χώρα. Η Πριγκίπισσα Ελένη τελικά τον χώρισε το 1928. Ο μεγάλος θείος του Φερδινάνδος απεβίωσε το 1927 και ο πενταετής γιος του Καρόλου ανήλθε στον θρόνο ως Μιχαήλ Α΄.
Ο Κάρολος επέστρεψε στη Ρουμανία το 1930 και αντικατέστησε την αντιβασιλεία που είχε θεσπιστεί. Η βασιλεία του χαρακτηρίστηκε από την ευθυγράμμιση με τη Ναζιστική Γερμανία, την υιοθέτηση αντισημιτικών νόμων και τελικά εξελίχθηκε σε προσωπική δικτατορία, που ξεκίνησε το 1938. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1940 αναγκάστηκε από τον Πρωθυπουργό του Ιόν Αντονέσκου να φύγει από τη χώρα και να εξορισθεί. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Μιχαήλ.
Ο Κάρολος γεννήθηκε στο Κάστρο Πέλες. Τον μεγάλωσε ο κυριαρχικός αδελφός του πατέρα του Βασιλιάς Κάρολος Α΄, που απέκλεισε σε μεγάλο βαθμό τους γονείς του, τον γεννημένο στη Γερμανία Πρίγκιπα του Στέμματος Φερδινάνδο και τη γεννημένη στη Βρετανία Πριγκίπισσα του Στέμματος Μαρία από κάθε ρόλο στην ανατροφή του. Η Ρουμανία στις αρχές του 20ου αιώνα διέθετε μια ξεκάθαρα χαλαρή «λατινική» ερωτική ηθική και σε αυτό το περιβάλλον η Πριγκίπισσα Μαρία αναζητούσε ερωτικές σχέσεις με διάφορους, κατά κύριο λόγο Ρουμάνους άνδρες, που της προσέφεραν μεγαλύτερη συναισθηματική και ερωτική ικανοποίηση από τον σύζυγό της Φερδινάνδο. Από την πλευρά του ο Φερδινάνδος έφερε πολύ βαρέως τη μοιχεία. Ο αυστηρός Κάρολος ένιωθε ότι η Μαρία ήταν ακατάλληλη για να αναθρέψει τον Πρίγκιπα Κάρολο, λόγω των ερωτικών σχέσεών της και της νεαρής ηλικίας της, δεδομένου ότι ήταν μόλις δεκαεπτά όταν γεννήθηκε ο Κάρολος, ενώ η Μαρία θεωρούσε τον βασιλιά ψυχρό, αυταρχικό τύραννο που θα συνέθλιβε τη ζωή του γιου της. Ο άτεκνος Κάρολος Α΄ (που πάντα ήθελε ένα γιο) αντιμετώπισε τον Πρίγκιπα Κάρολο ως υποκατάστατο του γιου που δεν είχε και τον κακόμαθε απόλυτα, ικανοποιώντας κάθε ιδιοτροπία του. Ο Φερδινάνδος ήταν ένας μάλλον ντροπαλός και αδύναμος άνδρας, ο οποίος εύκολα επισκιάστηκε από τη χαρισματική Μαρία, που έγινε πολύ αγαπημένο μέλος της ρουμανικής βασιλικής οικογένειας. Μεγαλώνοντας, ο Κάρολος ντρεπόταν για τον πατέρα του, τον οποίο η μητέρα του και ο Κάρολος Α΄ είχαν βάλει στο περιθώριο. Η παιδική ηλικία του Κάρολου πέρασε εγκλωβισμένη σε μια συναισθηματική διελκυστίνδα μεταξύ του Κάρολου Α΄ και της Μαρίας, που είχε πολύ διαφορετικές ιδέες για την ανατροφή του. Ο Ρουμάνος ιστορικός Μαρίε Μπουκούρ περιέγραψε τη διαμάχη μεταξύ του Κάρολου Α΄ και της Πριγκίπισσας Μαρίας ως μία μεταξύ του παραδοσιακού Πρωσικού συντηρητισμού του 19ου αιώνα, όπως τον προσωποποιούσε ο Κάρολος Α΄ και των φιλελεύθερων αξιών του 20ού αιώνα μιας νεωτεριστικής και ερωτικά απελευθερωμένης "Νέας Γυναίκας, όπως την προσωποποιούσε η Πριγκίπισσα Μαρία. Όψεις της προσωπικότητας τόσο της Μαρίας, όσο και του Κάρολου Α΄ συνυπήρχαν στον Κάρολο Β΄. Σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της διαμάχης μεταξύ του βασιλιά και της Μαρίας ήταν ο Κάρολος να είναι τόσο κακομαθημένος, όσο και στερημένος από αγάπη. Από τον Κάρολο Α΄ απέκτησε σίγουρα μια "βαθιά αγάπη για τον γερμανικό μιλιταρισμό" (σύμφωνα με τα λόγια της Αμερικανίδας ιστορικού Μάργκαρετ Σάνκεϊ) και την ιδέα ότι όλες οι δημοκρατικές κυβερνήσεις ήταν αδύναμες, αλλά επηρεάστηκε επίσης από την έντονη γαλλοφιλία, που επικρατούσε στη Ρουμανία της εποχής του. Η Ρουμανία στις αρχές του 20ου αιώνα ήταν ίσως το πιο γαλλόφιλο έθνος σε ολόκληρο τον κόσμο. Η ρουμανική ελίτ αγκάλιασε με έμφαση όλα τα γαλλικά πράγματα ως πρότυπο τελειότητας για τα πάντα.
Κατά τα εφηβικά χρόνια του ο Κάρολος απέκτησε την εικόνα του "πλεϊμπόι", που έμελλε να γίνει η καθοριστική του προσωπικότητα για το υπόλοιπο της ζωής του. Ο Κάρολος Α΄ εξέφρασε κάποια ανησυχία για την κατεύθυνση, που έπαιρνε η προσωπική ανάπτυξη του Πρίγκιπα Κάρολου. Το μόνο σοβαρό του ενδιαφέρον ήταν η συλλογή γραμματοσήμων και ο νεαρός πρίγκιπας περνούσε υπερβολικό χρόνο σε ποτά, πάρτι και γυναίκες. Ο Κάρολος έγινε γρήγορα αγαπημένο θέμα των στηλών κουτσομπολιών σε όλο τον κόσμο, λόγω των συχνών φωτογραφιών που εμφανίζονταν σε εφημερίδες, οι οποίες τον έδειχναν σε διάφορα μέρη να κρατάει ένα ποτό στο ένα χέρι και μια γυναίκα στο άλλο. Για να διδάξει στον πρίγκιπα την αξία των πρωσικών αρετών, ο βασιλιάς τον είχε τοποθετήσει αξιωματικό σε ένα σύνταγμα Πρώσων φρουρών το 1913. Η θητεία του στο 1ο Σύνταγμα Πρώσων Φρουρών δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα και ο Κάρολος παρέμεινε ο «πρίγκιπας πλεϊμπόι». Τον Νοέμβριο του 1914 ο Κάρολος έγινε μέλος της Ρουμανικής Γερουσίας σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος της Ρουμανίας του 1866, που του εξασφάλιζαν έδρα στη Γερουσία μόλις ενηλικιωνόταν.
Γνωστός περισσότερο για τις ρομαντικές περιπέτειες του παρά για τις ηγετικές του ικανότητες, ο Κάρολος νυμφεύτηκε για πρώτη φορά στον Καθεδρικό Ναό της Οδησσού στην Ουκρανία, στις 31 Αυγούστου 1918, την Ιωάννα Μαρία Βαλεντίνα Λαμπρίνο (1898-1953), γνωστή ως «Ζιζί», κόρη μιας παλιάς ρουμανικής αριστοκρατικής οικογένειας. Ο γάμος ακυρώθηκε στις 29 Μαρτίου 1919 από το Περιφερειακό Δικαστήριο του Ίλφοβ. Ο Κάρολος και η Ζιζί συνέχισαν να ζουν μαζί μετά την ακύρωση. Το μοναδικό παιδί τους, ο Μιρτσέα Γρηγόριος Κάρολος Λαμπρίνο, γεννήθηκε 8 Ιανουαρίου 1920.
Ο Κάρολος στη συνέχεια νυμφεύτηκε την Πριγκίπισσα Ελένη της Ελλάδας (που ήταν γνωστή στη Ρουμανία ως Πριγκίπισσα Έλενα) στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 1921. Η Ελένη γνώριζε την αδιάκριτη συμπεριφορά του Καρόλου και τον προηγούμενο γάμο, αλλά δεν πτοήθηκε, καθώς ήταν ερωτευμένη με αυτόν. Ήταν δεύτερα εξαδέλφια ως δισέγγονα της Βασίλισσας Βικτωρίας. Η πρόθεση πίσω από αυτόν τον κανονισμένο γάμο ήταν να βοηθήσει στην οργάνωση μιας δυναστικής συμμαχίας μεταξύ Ελλάδας και Ρουμανίας. Η Βουλγαρία υπέκρυπτε εδαφικές διεκδικήσεις από την Ελλάδα, τη Ρουμανία και τη Γιουγκοσλαβία και τα τρία αυτά κράτη έτειναν να συνδέονται κατά την περίοδο μεταξύ του Α΄ και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, λόγω των κοινών φόβων τους για τους Βούλγαρους. Το μοναδικό παιδί τους, ο Μιχαήλ γεννήθηκε επτά μήνες μετά τον γάμο της Ελένης και του Κάρολου, προκαλώντας φήμες ότι ο Μιχαήλ είχε συλληφθεί πριν τον γάμο. Από νωρίς κατά τα φαινόμενα ο Κάρολος και η Ελένη απομακρύνθηκαν και εκείνος έμπλεκε συχνά σε εξωσυζυγικές σχέσεις. Η κομψή Ελένη βρήκε τον Κάρολο, με την αγάπη του για έντονη κατανάλωση αλκοόλ και τα συνεχή πάρτι, μάλλον αγροίκο για τα γούστα της. Στον Κάρολο δεν άρεσαν οι γυναίκες του βασιλικού και του αριστοκρατικού περιβάλλοντος, που τις έβρισκε πολύ ψυχρές και τυπικές για τα γούστα του και επεδείκνυε εξαιρετικά έντονη προτίμηση για κοινές θνητές, προς μεγάλη απογοήτευση των γονιών του. Ο Κάρολος έβρισκε στις γυναίκες των κατώτερων τάξεων τις ιδιότητες που αναζητούσε σε μια γυναίκα, όπως το ανεπίσημο, τον αυθορμητισμό, το χιούμορ και το πάθος. Ο γάμος με την Πριγκίπισσα Έλενα κατέρρευσε εντελώς μετά τη σχέση του με την Έλενα "Mάγδα" Λουπέσκου, τη Ρωμαιοκαθολική κόρη ενός Εβραίου φαρμακοποιού και της Ρωμαιοκαθολικής συζύγου του. Η Μάγδα Λουπέσκου ήταν πρώην σύζυγος του αξιωματικού του στρατού Ιόν Ταμπεάνου. Μετά τη φανερή απιστία του συζύγου της, η Ελένη τον χώρισε το 1928.
Το Εθνικό Φιλελεύθερο Κόμμα, που κυριαρχούσε στην πολιτική της Ρουμανίας εκείνη την εποχή, μεγαλοποίησε τη σχέση του Κάρολου με τη Λουπέσκου, για να υποστηρίξει ότι ήταν ακατάλληλος για βασιλιάς. Μία από τις ηγετικές προσωπικότητες των Εθνικών Φιλελευθέρων ήταν ο Πρίγκιπας Μπάρμπου Στίρμπεϊ, ένας από τους εραστές της Βασίλισσας Μαρίας, τον οποίο ο Κάρολος αντιπαθούσε για τον τρόπο με τον οποίο ο πατέρας του είχε ταπεινωθεί από τη σχέση του με τη μητέρα του. Λόγω του τρόπου με τον οποίο ο Στίρμπεϊ είχε διαταράξει τις οικογενειακές σχέσεις του, ο Κάρολος αντιπαθούσε γενικά τους Εθνικούς Φιλελεύθερους. Γνωρίζοντας ότι ο Κάρολος ήταν αρνητικά διακείμενος απέναντί τους, οι Εθνικοί Φιλελεύθεροι διεξήγαν μια διαρκή εκστρατεία για να τον κρατήσουν μακριά από τον θρόνο. Αποτέλεσμα του σκανδάλου σχετικά με τη Λουπέσκου ήταν ο Κάρολος να παραιτηθεί από το δικαίωμα του στον θρόνο στις 28 Δεκεμβρίου 1925 υπέρ του γιου του -από την Πριγκίπισσα του Στέμματος Ελένη- Μιχαήλ (Mihai), που έγινε βασιλιάς τον Ιούλιο του 1927. Μετά την παραίτησή του από το δικαίωμα στον θρόνο μετακόμισε στο Παρίσι, όπου συμβίωσε ανοιχτά με τη Μάγδα Λουπέσκου.
Το Εθνικό Φιλελεύθερο Κόμμα χρησίμευσε σε μεγάλο βαθμό ως πολιτικό όχημα για τα συμφέροντα της ισχυρής οικογένειας Μπρετιάνου. Μετά τον θάνατο του Εθνικού Φιλελεύθερου Πρωθυπουργού Ιόν Μπρετιάνου το 1927, οι Μπρετιάνου δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν για τον διάδοχό του, με αποτέλεσμα το κόμμα τους να παρακμάσει. Στις εκλογές του 1928 το Εθνικό Αγροτικό κόμμα υπό τον Γιουλίου Μανίου πέτυχε συντριπτική νίκη, παίρνοντας το 78% των ψήφων. Ως αρχηγός του Συμβουλίου Αντιβασιλείας, που κυβερνούσε αντί του Βασιλιά Μιχαήλ, ο Πρίγκιπας Νικόλαος ήταν γνωστός ως φιλικά διακείμενος προς τους Εθνικούς Φιλελεύθερους, οπότε ο νέος πρωθυπουργός ήταν αποφασισμένος να καταργήσει το συμβούλιο αντιβασιλείας, επαναφέροντας τον Κάρολο.
Επιστρέφοντας στη χώρα στις 7 Ιουνίου 1930, με πραξικόπημα που οργανώθηκε από τον Εθνικό Αγροτικό Πρωθυπουργό Γιουλίου Μανίου, ο Κάρολος αναγνωρίστηκε από το Κοινοβούλιο ως βασιλιάς της Ρουμανίας την επομένη. Τη δεκαετία που ακολούθησε, προσπάθησε να επηρεάζει την πορεία της πολιτικής ζωής στη Ρουμανία, καταρχάς μέσω της χειραγώγησης των αντιμαχόμενων κομμάτων, Αγροτικού και Φιλελεύθερου και των αντισημιτικών φατριών και στη συνέχεια επιλέγοντας δικό του υπουργικό συμβούλιο τον Ιανουάριο του 1938. Για να αντισταθμίσει την αρνητική και δικαιολογημένη εικόνα του "πλεϊμπόι βασιλιά", ο Κάρολος δημιούργησε μια υπερβολική προσωπολατρεία γύρω από τον εαυτό του, που έγινε όλο και πιο ακραία, καθώς συνεχιζόταν η βασιλεία του, η οποία απεικόνιζε τον βασιλιά σαν ένα Χριστό «επιλεγμένο» από τον Θεό για να δημιουργήσει μια "νέα Ρουμανία". Στο βιβλίο του 1934 Οι Τρεις Βασιλιάδες του Τσέζαρ Πετρέσκου, που προοριζόταν για λιγότερο μορφωμένο ακροατήριο, ο Κάρολος περιγραφόταν συνεχώς ότι ήταν σχεδόν θεϊκός, ο «πατέρας των χωρικών και των εργατών της γης» και ο «βασιλιάς του πολιτισμού», που ήταν ο μεγαλύτερος από όλους τους βασιλείς Χοεντσόλερν και η επιστροφή του οποίου από την εξορία από τη Γαλλία με αεροπλάνο τον Ιούνιο του 1930 ήταν «κάθοδος από τους ουρανούς». Ο Πετρέσκου απεικόνιζε την επιστροφή του Καρόλου ως την αρχή του θεόπνευστου καθήκοντός του να γίνει "ο δημιουργός της αιώνιας Ρουμανίας", την αρχή μιας ένδοξης χρυσής εποχής.
Έντονος χαρακτήρας, η προσωπικότητά του έχει περιγραφεί από τον Ρουμάνο ιστορικό Μαρία Μπουκούρ ως εξής:
"Φυσικά, αγαπούσε την πολυτέλεια. Γεννημένος προνομιούχος, δεν προσδοκούσε τίποτε λιγότερο από τη μεγάλη ζωή, που είδε στις άλλες αυλές της Ευρώπης, αλλά το ύφος του δεν ήταν παράξενο ή γκροτέσκο, όπως το μοναδικό είδος κιτς του Νικολάε Τσαουσέσκου. Του άρεσαν τα μεγάλα πράγματα, αλλά σχετικά απλά· το βασιλικό του ανάκτορο μαρτυρεί αυτό το χαρακτηριστικό. Τα αληθινά πάθη του Καρόλου ήταν η Λουπέσκου, το κυνήγι και τα αυτοκίνητα και δεν τα έχανε με τίποτε. Ο Κάρολος ήθελε να παρουσιάζει ένα εντυπωσιακό και λαϊκίστικο πρόσωπο στο κοινό, φορώντας φανταχτερές στρατιωτικές στολές διακοσμημένες με μετάλλια και να είναι ο ευεργέτης κάθε φιλανθρωπικής προσπάθειας στη γη. Αγαπούσε τις παρελάσεις και τις μεγαλόπρεπες εκδηλώσεις και τις παρακολουθούσε στενά, αλλά δεν εξελάμβανε αυτά τα γεγονότα ως τίποτε περισσότερο από επίδειξη της δύναμής του. Δεν τα εξελάμβανε ως ένδειξη ειλικρινούς δημοτικότητας, όπως έκανε ο Τσαουσέσκου στα τελευταία χρόνια του."
Ο Κάρολος είχε ένα λαϊκιστικό στυλ, απεικονίζοντας τον εαυτό του ως υπερασπιστή του κοινού ανθρώπου ενάντια στις διεφθαρμένες ελίτ των γαλλόφιλων (ιδιαίτερα τους Εθνικούς Φιλελεύθερους) και επίσης εκφραστής του εθνικισμού και της Ορθοδοξίας. Η τάση του Καρόλου να συνδυάζει τον λαϊκισμό, τον αυταρχισμό, τον εθνικισμό και την Ορθοδοξία έμοιαζε επιφανειακά με το στυλ του δεξιού κινήματος της Σιδηράς Φρουράς, παρόλο που το μήνυμα του Καρόλου ήταν πολύ λιγότερο ακραίο από αυτό του Κορνήλιου Ζέλεα Κοντρεάνου, αρχηγού της Σιδηράς Φρουράς, που κήρυττε ένα μήνυμα άγριου ξενοφοβικού υπερεθνικισμού, έντονου Ορθόδοξου μυστικισμού, βίαιου αντισημιτισμού, λαϊκιστικής περιφρόνησης για όλες τις ελίτ της ρουμανικής κοινωνίας και εξύμνησης του θανάτου στην υπηρεσία της υπόθεσης ως της ευγενέστερης εμπειρίας σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Κοντρεάνου, άνδρας με φετίχ τον θάνατο, είχε κάνει τη Σιδηρά Φρουρά μια μακάβρια λατρεία του θανάτου και συχνά έστελνε τους οπαδούς του σε καθαρά αυτοκτονικές αποστολές. Αφού διέπρατταν δολοφονίες, οι Σιδηροφρουροί σπάνια επιχειρούσαν να διαφύγουν και αντίθετα περίμεναν να συλληφθούν, επειδή ήθελαν να εκτελεσθούν για τα εγκλήματά τους. Πολλοί έβλεπαν τους Λεγεωνάριους να πηγαίνουν για την εκτέλεσή τους θετικοί και χαρούμενοι με την προοπτική του δικού τους θανάτου, δηλώνοντας ικανοποιημένοι θεωρώντας τον θάνατό τους την πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής τους. Ο Κάρολος θεωρούσε το φετίχ του θανάτου του Κοντρεάνου, μαζί με τον ισχυρισμό του ότι ο Αρχάγγελος Μιχαήλ του είχε πει ότι ο Θεός τον είχε επιλέξει για να σώσει τη Ρουμανία, ως απόδειξη ότι ήταν «τρελός».
Στον όρκο κατά τη στέψη του, ο Κάρολος ορκίστηκε να τηρεί το ρουμανικό σύνταγμα του 1923, υπόσχεση που δεν είχε καμία πρόθεση να τηρήσει. Από την αρχή της βασιλείας του αναμείχθηκε στην πολιτική για να αυξήσει την εξουσία του. Ήταν ένας οπορτουνιστής χωρίς πραγματικές αρχές ή αξίες διαφορετικές από την πεποίθηση, ότι ήταν ο σωστός άνθρωπος να κυβερνήσει τη Ρουμανία και ότι αυτό που χρειαζόταν το βασίλειό του ήταν μια εκσυγχρονιστική δικτατορία. Ο Κάρολος κυβερνούσε μέσω ενός ανεπίσημου σώματος γνωστού ως καμαρίλα, που απαρτιζόταν από αυλικούς, μαζί με ανώτερους διπλωμάτες, αξιωματικούς του στρατού, πολιτικούς και βιομηχάνους, που όλοι εξαρτιόνταν κατά κάποιο τρόπο από τη βασιλική εύνοια για να προωθήσουν τη σταδιοδρομία τους.
Το πιο σημαντικό μέλος της καμαρίλα ήταν η ερωμένη τού Καρόλου, η Μάγδα Λουπέσκου, της οποίας τις πολιτικές συμβουλές ο Κάρολος υπολόγιζε πολύ. Η «Κόκκινη Βασίλισσα», όπως ήταν γνωστή η Λουπέσκου στον ρουμανικό λαό λόγω του χρώματος των μαλλιών της, ήταν η πιο μισητή γυναίκα στη Ρουμανία της δεκαετίας του 1930, μια γυναίκα που οι απλοί Ρουμάνοι είδαν με τα λόγια της Βρετανίδας ιστορικού Ρεμπέκα Χέινς ως "ενσάρκωση του κακού". Η πρώην σύζυγος του Καρόλου Πριγκίπισσα Ελένη θεωρήθηκε ευρέως ως αδικημένη γυναίκα, ενώ η Λουπέσκου θεωρήθηκε ως η μοιραία γυναίκα, που είχε κλέψει τον Κάρολο από τα αγαπημένα χέρια της Ελένης. Η Λουπέσκου ανατράφηκε ως Ρωμαιοκαθολική, αλλά επειδή ο πατέρας της ήταν Εβραίος θεωρείτο ευρέως Εβραία. Η προσωπικότητα της Λουπέσκου προκαλούσε την εχθρότητα πολλών Ρουμάνων, καθώς ήταν αλαζονική, χειριστική και εξαιρετικά άπληστη, με μια ακόρεστη επιθυμία αγοράς των πιο ακριβών γαλλικών ενδυμάτων, καλλυντικών και κοσμημάτων. Σε μια εποχή που πολλοί Ρουμάνοι υπέφεραν από τις οικονομικές επιπτώσεις της Μεγάλης Ύφεσης, η συνήθεια του Καρόλου να ικανοποιεί τα ακριβά γούστα της Λουπέσκου προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια. Περαιτέρω στην τεράστια αντιδημοτικότητα της Λουπέσκου συνέβαλε η συνήθειά της να εκμεταλλεύεται τις σχέσεις της με το Στέμμα για να εμπλακεί σε αμφίβολες οικονομικές συναλλαγές, που συνήθως συνεπάγονταν τη μεταφορά μεγάλων ποσών δημόσιου χρήματος στην τσέπη της. Η σύγχρονη άποψη όμως, ότι ο Κάρολος ήταν μια απλή μαριονέτα της Λουπέσκου, είναι λανθασμένη και η επιρροή της στη λήψη πολιτικών αποφάσεων διογκώθηκε πολύ εκείνη την εποχή. Η Λουπέσκου ενδιαφερόταν πρωτίστως να πλουτίσει η ίδια για να υποστηρίξει τον πολυδάπανο τρόπο ζωής της και δεν είχε κανένα πραγματικό ενδιαφέρον για την πολιτική εκτός από την προστασία της ικανότητάς της να εμπλέκεται στη διαφθορά. Σε αντίθεση με τον Κάρολο, η Λουπέσκου δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για την κοινωνική πολιτική ή για τις εξωτερικές υποθέσεις και ήταν τόσο αυτοαπορροφημένη νάρκισσος, που αγνοούσε πόσο αντιδημοφιλής ήταν στους απλούς ανθρώπους. Ο Κάρολος αντίθετα ενδιαφερόταν έντονα για τις υποθέσεις του κράτους και παρόλο που ποτέ δεν προσπάθησε να αρνηθεί τη σχέση του με τη Λουπέσκου, ήταν προσεκτικός να μην την εκθέτει πάρα πολύ στο κοινό, καθώς γνώριζε ότι αυτό θα κινδύνευε να τον κάνει αντιδημοφιλή.
Ο Κάρολος προσπάθησε να στρέψει τις τρεις μεγάλες πολιτικές δυνάμεις της χώρας του τη μια εναντίον της άλλης (τους Εθνικούς Φιλελεύθερους, το Εθνικό Αγροτικό Κόμμα και τη Σιδηρά Φρουρά) με απώτερο στόχο να γίνει ο ίδιος κυρίαρχος της ρουμανικής πολιτικής και να περιθωριοποιήσει όλα τα πολιτικά κόμματα της Ρουμανίας. Ο Κάρολος δεν είχε καμία πρόθεση να επιτρέψει ποτέ να έρθει στην εξουσία η Σιδηρά Φρουρά, αλλά στον βαθμό που ήταν μια διασπαστική δύναμη, η οποία εξασθένησε τόσο τους Εθνικούς Φιλελεύθερους όσο και τους Εθνικούς Αγροτικούς, χαιρέτισε την άνοδό της στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και προσπάθησε να τη χρησιμοποιήσει για τους δικούς του σκοπούς. Στις 30 Δεκεμβρίου 1933 η Σιδηρά Φρουρά δολοφόνησε τον Εθνικό Φιλελεύθερο Πρωθυπουργό Ιόν Γ. Ντούκα, γεγονός που οδήγησε στην πρώτη από τις πολλές απαγορεύσεις στις πολιτικές της δραστηριότητες. Η δολοφονία του Ντούκα, της πρώτης πολιτικής δολοφονίας στη Ρουμανία από το 1862, θορύβησε τον Κάρολο, που είδε τη βούληση του Κοντρεάνου να διατάξει τη δολοφονία ενός πρωθυπουργού ως σημάδι ότι ξεφεύγει από τον έλεγχό του και ότι δεν θα έπαιζε τον ρόλο που ήλπιζε ο Κάρολος, ως διασπαστική δύναμη που θα απειλούσε τους Εθνικούς Φιλελεύθερους και τους Εθνικούς Αγροτικούς. Το 1934, όταν ο Κοντρεάνου προσήχθη σε δίκη για τη δολοφονία του Ντούκα, χρησιμοποίησε προς υπεράσπισή του την πεποίθησή του, ότι όλη η γαλλόφιλη ελίτ στη Ρουμανία ήταν εντελώς διεφθαρμένη και ο Ντούκα ως μέλος της ήταν απλώς ένας άλλος διεφθαρμένος Εθνικός Φιλελεύθερος πολιτικός, που άξιζε να πεθάνει. Οι δικαστές αθώωσαν τον Κοντρεάνου, γεγονός που ανησύχησε τον Κάρολο, καθώς έδειξε ότι το επαναστατικό μήνυμα του Κοντρεάνου κέρδιζε τη λαϊκή αποδοχή. Μέχρι το 1935 ο Κάρολος ήταν ο κορυφαίος χορηγός των "Φίλων της Λεγεώνας", μιας ομάδας που συνέλεγε εισφορές για τη Σιδηρά Φρουρά. Ο Κάρολος σταμάτησε να συνεισφέρει, αφότου ο Κοντρεάνου άρχισε να αποκαλεί τη Λουπέσκου "Εβραία πόρνη". Το 1935 ίδρυσε μια παραστρατιωτική οργάνωση νεολαίας γνωστή ως Straja Ţării για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της επιρροής της Σιδηράς Φρουράς.
Ο Κάρολος συχνά ενθάρρυνε τις διασπάσεις στα πολιτικά κόμματα για να πετύχει τους δικούς του σκοπούς. Το 1935 ο Aλεξάντρου Βάιντα-Βόεβοντ, ηγέτης του Τρανσυλβανικού κλάδου των Εθνικών Αγροτικών, αποχώρησε για να σχηματίσει το Ρουμανικό Μέτωπο με την ενθάρρυνση του Καρόλου. Την ίδια εποχή ο Κάρολος ανέπτυξε στενές επαφές με τον Άρμαντ Τσελινέσκου, φιλόδοξο ηγέτη των Εθνικών Αγροτικών, που ίδρυσε μια φατρία εναντίον της ηγεσίας του κύριου εχθρού του Καρόλου Γιουλίου Μανίου και ήθελε οι Εθνικοί Αγροτικοί να συνεργασθούν με το Στέμμα. Κατά τον ίδιο τρόπο ο Κάρολος ενθάρρυνε τη φατρία «Νέων Φιλελευθέρων» με επικεφαλής τον Γκεόργκε Ταταρέσκου για να αποδυναμώσει την ισχύ της οικογένειας Μπρετιάνου, που κυριαρχούσε στους Εθνικούς Φιλελεύθερους. Ενδεικτικά ο Κάρολος ήταν πρόθυμος να επιτρέψει στον Ταταρέσκου να έρθει στην εξουσία η ομάδα «Νέων Φιλελευθέρων», αλλά απέκλεισε την κύρια ομάδα των Εθνικών Φιλελεύθερων υπό την ηγεσία του Ντίνου Μπρετιάνου από την εξουσία. Ο Κάρολος δεν είχε ξεχάσει πως οι Μπρετιάνου τον είχαν αποκλείσει από τη διαδοχή τη δεκαετία του 1920.
Τον Φεβρουάριο του 1935 ο Κοντρεάνου, που μέχρι τότε είχε θεωρηθεί σύμμαχος του Κάρολου, για πρώτη φορά επιτέθηκε απευθείας στον βασιλιά. Διοργάνωσε διαδηλώσεις έξω από τα βασιλικά ανάκτορα κατά του Καρόλου, όταν ο Ρουμάνος επιστήμονας Ντιμίτριε Τζερότα φυλακίστηκε, επειδή έγραψε ένα άρθρο που εξέθετε τις διεφθαρμένες επιχειρηματικές συναλλαγές της Λουπέσκου. Ο Κοντρεάνου στην ομιλία του μπροστά στα Βασιλικά Ανάκτορα αποκάλεσε τη Λουπέσκου «Εβραία πόρνη» που ληστεύει τυφλά τη Ρουμανία.
Ο Κάρολος είχε ελάχιστη κατανόηση ή ενδιαφέρον για τα οικονομικά, αλλά ο σημαντικότερος οικονομικός του σύμβουλος ήταν ο Mιχαήλ Μανοϊλέσκου, ο οποίος ευνόησε ένα κρατικίστικο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης με το κράτος να παρεμβαίνει στην οικονομία για να την ενθαρρύνει.
Κατά την άποψή του ο Κάρολος ήταν πολύ ενεργός στον πολιτιστικό τομέα, γενναιόδωρος προστάτης των τεχνών, που υποστήριζε ενεργά το έργο του Βασιλικού Ιδρύματος, ενός οργανισμού που έλαβε ευρεία εντολή να προωθήσει και να μελετήσει τον Ρουμανικό πολιτισμό σε όλους τους τομείς. Συγκεκριμένα υποστήριξε το έργο του κοινωνιολόγου Ντιμίτριε Γκούστι της Κοινωνικής Υπηρεσίας του Βασιλικού Ιδρύματος, που στις αρχές της δεκαετίας του 1930 άρχισε να συγκεντρώνει κοινωνικούς επιστήμονες, από κλάδους όπως η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία, η εθνογραφία, η γεωγραφία, η μουσικολογία, η ιατρική και η βιολογία, ώστε να συνεργασθούν σε μια «επιστήμη του έθνους». Ο Γκούστι έπαιρνε κάθε καλοκαίρι στην ύπαιθρο ομάδες καθηγητών από διάφορους κλάδους για να μελετήσουν μια ολόκληρη κοινότητα ως προς όλα τα πλεονεκτήματά της και στη συνέχεια να συντάξουν μια μακροσκελή έκθεση για την κοινότητα.
Στο μεγαλύτερο μέρος της περιόδου μεταξύ των δύο Παγκόσμιων Πολέμων, η Ρουμανία ανήκε στη γαλλική σφαίρα επιρροής και τον Ιούνιο του 1926 υπέγραψε αμυντική συμμαχία με τη Γαλλία. Αυτή η συμμαχία, μαζί με μία ακόμη που υπογράφηκε με την Πολωνία το 1921 και τη «Μικρή Αντάντ» μεταξύ Ρουμανίας, Τσεχοσλοβακίας και Γιουγκοσλαβίας, ήταν οι ακρογωνιαίοι λίθοι της ρουμανικής εξωτερικής πολιτικής μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Ξεκινώντας από το 1919, οι Γάλλοι επιχείρησαν να δημιουργήσουν έναν προστατευτικό κλοιό, που θα απέκλειε τόσο τη Γερμανία όσο και τη Σοβιετική Ένωση από την Ανατολική Ευρώπη. Ο Κάρολος δεν επιδίωξε να αντικαταστήσει την εξωτερική πολιτική, που είχε αρχικά κληρονομήσει το 1930, αφού θεωρούσε τη διατήρηση του προστατευτικού κλοιού ως την καλύτερη εγγύηση για την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Ρουμανίας. Ως εκ τούτου η εξωτερική του πολιτική ήταν ουσιαστικά γαλλόφιλη. Όταν η Ρουμανία υπέγραψε τη συμμαχία με τη Γαλλία, η περιοχή της Ρηνανίας της Γερμανίας ήταν αποστρατικοποιημένη. Στη Ρουμανία πίστευαν ότι εάν η Γερμανία πραγματοποιούσε οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια οπουδήποτε στην Ανατολική Ευρώπη, οι Γάλλοι θα ξεκινούσαν επίθεση στο έδαφός της. Από το 1930, όταν οι Γάλλοι άρχισαν να κατασκευάζουν τη Γραμμή Μαζινό κατά μήκος των συνόρων τους με τη Γερμανία, άρχισαν να εκφράζονται κάποιες αμφιβολίες στη Ρουμανία σχετικά με το αν θα μπορούσαν πραγματικά να βοηθήσουν οι Γάλλοι σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης. Το 1933 ο Κάρολος διόρισε τον Νικολάε Τιτουλέσκου, έναν ειλικρινή υπερασπιστή της συλλογικής ασφάλειας υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, ως υπουργό εξωτερικών με οδηγίες να χρησιμοποιήσει αυτή την αρχή ως δομικό στοιχείο για τη δημιουργία κάποιου είδους δομής ασφάλειας για να κρατήσει τόσο τη Γερμανία, όσο και τη Σοβιετική Ένωση έξω από την Ανατολική Ευρώπη. Ο Κάρολος και ο Τιτουλέσκου αντιπαθούσαν προσωπικά ο ένας τον άλλο, αλλά ο Κάρολος ήθελε τον Τιτουλέσκου ως υπουργό εξωτερικών, καθώς πίστευε ότι ήταν ο καλύτερος άνθρωπος για την ενίσχυση των δεσμών με τη Γαλλία και την προσέλκυση της Μεγάλης Βρετανίας στις υποθέσεις της Ανατολικής Ευρώπης υπό τη μορφή των δεσμεύσεων συλλογικής ασφάλειας, που περιεχόταν στο Σύμφωνο Της Κοινωνίας των Εθνών.
Η διαδικασία του Gleichschaltung («συγχρονισμός»), ένα μέσο στη Ναζιστική Γερμανία για την άσκηση ολοκληρωτικού ελέγχου πάνω σε όλες τις πτυχές της κοινωνίας, δεν επεκτάθηκε μόνο στις εσωτερικές υποθέσεις, αλλά μάλλον θεωρήθηκε από τη ναζιστική ηγεσία ως μια παγκόσμια διαδικασία, με την οποία το Ναζιστικό Κόμμα θα αναλάμβανε τον έλεγχο όλων των εθνοτικά Γερμανικών κοινοτήτων σε ολόκληρο τον κόσμο. Ξεκινώντας από το 1934 το Τμήμα Εξωτερικής Πολιτικής του Ναζιστικού Κόμματος, με επικεφαλής τον Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, προσπάθησε να αναλάβει τον έλεγχο της volksdeutsch (γερμανικής) κοινότητας στη Ρουμανία, πολιτική που προσέβαλε σημαντικά τον Κάρολο, που τη θεωρούσε ως εξωφρενική γερμανική παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Ρουμανίας. Δεδομένου ότι η Ρουμανία είχε περίπου μισό εκατομμύριο volksdeutsch πολίτες τη δεκαετία του 1930, η ναζιστική εκστρατεία για τον έλεγχο της γερμανικής κοινότητας στη Ρουμανία ήταν βάσιμη ανησυχία για τον Κάρολο, που φοβόταν, ότι η γερμανική μειονότητα θα μπορούσε να γίνει μία πέμπτη φάλαγγα. Επιπλέον οι πράκτορες του Ρόζενμπεργκ συνήψαν συμβόλαια με τη ρουμανική άκρα δεξιά, κυρίως με το Εθνικό Χριστιανικό Κόμμα με επικεφαλής τον Οκτάβιαν Γκόγκα, αλλά και λιγότερο ουσιαστικούς δεσμούς με τη Σιδηρά Φρουρά με επικεφαλής τον Κοντρεάνου, πράγμα που ενοχλούσε περαιτέρω τον Κάρολο. Το γεγονός ότι ο πρώτος ξένος ηγέτης, που επισκέφθηκε τη Ναζιστική Γερμανία (αν και όχι με επίσημη ιδιότητα) ήταν ο Ούγγρος πρωθυπουργός Γκιούλα Γκέμπες (που υπέγραψε μια οικονομική συνθήκη, που έθεσε την Ουγγαρία στη γερμανική οικονομική σφαίρα επιρροής, κατά την επίσκεψή του στο Βερολίνο τον Οκτώβριο του 1933) ήταν πηγή μεγάλης ανησυχίας για τον Κάρολο. Σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου η Ουγγαρία αρνήθηκε να αναγνωρίσει τα σύνορα που επέβαλε η Συνθήκη του Τριανόν μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και ήγειρε αξιώσεις για την περιοχή Τρανσυλβανία της Ρουμανίας. Ο Κάρολος, όπως και η υπόλοιπη ρουμανική ελίτ, ανησυχούσε φοβούμενος ότι η Γερμανία θα υποστήριζε τις αξιώσεις αυτές. Η Ουγγαρία είχε εδαφικές διεκδικήσεις από τη Ρουμανία, τη Γιουγκοσλαβία και την Τσεχοσλοβακία, που όλες συνέβαιναν να είναι σύμμαχοι της Γαλλίας. Κατά συνέπεια, οι γαλλο-ουγγρικές σχέσεις ήταν εξαιρετικά άσχημες κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και έτσι φαινόταν φυσικό η Ουγγαρία να συμμαχήσει με τη Γερμανία, κύριο αντίπαλο της Γαλλίας.
Το 1934 ο Τιτουλέσκου διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο στη δημιουργία μιας Βαλκανικής Αντάντ με τη σύγκλιση της Ρουμανίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας σε μια συμμαχία που αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση του βουλγαρικού ρεβανσισμού. Η Βαλκανική Συμφωνία προοριζόταν να είναι η αρχή μιας συμμαχίας που θα συγκέντρωνε όλα τα αντιαναθεωρητικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης (δηλ. εκείνα τα κράτη που δεν ήθελαν να αντιστρέψουν τις εδαφικές απώλειες που συμφωνήθηκαν από τη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Αυστρία και τη Ρωσία, με τις συνθήκες ειρήνης που υπογράφηκαν στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου). Όπως και η Γαλλία, η Ρουμανία ήταν σύμμαχος τόσο με την Τσεχοσλοβακία όσο και με την Πολωνία, αλλά λόγω μιας διαμάχης για τα εδάφη γύρω από το Tέσεν της Σιλεσίας, η Τσεχοσλοβακία και η Πολωνία είχαν έντονη εχθρότητα. Ο Κάρολος εξοργίστηκε από την πολωνοτσεχοσλοβακική διαμάχη, όπως και οι Γάλλοι διπλωμάτες, υποστηρίζοντας ότι ήταν παράλογο τα αντιαναθεωρητικά κράτη της Ανατολικής Ευρώπης να τσακώνονται μεταξύ τους ενόψει της ανόδου της γερμανικής και της σοβιετικής ισχύος. Αρκετές φορές ο Κάρολος προσπάθησε να μεσολαβήσει στην πολωνοτσεχοσλοβακική διαμάχη για το Τέσεν και να την τερματίσει, αλλά πέτυχε ελάχιστα.
Αντικατοπτρίζοντας τον πάγιο φιλογαλλικό του προσανατολισμό, ο Κάρολος διοργάνωσε πλούσιες εορταστικές εκδηλώσεις για να καλωσορίσει τον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών Λουί Μπαρτού στο Βουκουρέστι το 1934, όταν το επισκέφθηκε τον Ιούνιο για να συναντηθεί με τους υπουργούς Εξωτερικών της Μικρής Αντάντ Ρουμανίας, Τσεχοσλοβακίας και Γιουγκοσλαβίας. Οι εορτασμοί προορίζονταν να συμβολίσουν τη διαρκή γαλλορουμανική φιλία μεταξύ των δύο «Λατινικών αδελφών». Ο Γερμανός πρέσβης στη Ρουμανία, Κόμης Φρίντριχ Βέρνερ φον Σούλεμπουργκ, διαμαρτυρήθηκε με μια έκθεση στο Βερολίνο ότι όλοι στη ρουμανική ελίτ ήταν αθεράπευτα γαλλόφιλοι και πως του διαμήνυσαν ότι η Ρουμανία ποτέ δεν θα προδώσει τη «Λατινική αδελφή» της Γαλλία. Την ίδια στιγμή ο Κάρολος εξέταζε επίσης το ενδεχόμενο, αν βελτιώνονταν οι σχέσεις Ρουμανίας - Γερμανίας, να μπορούσε η Γερμανία να πεισθεί να μην υποστηρίξει την Ουγγαρία στην καμπάνια της να ανακτήσει την Τρανσυλβανία.
Τον Κάρολο πίεζε περαιτέρω προς τη Γερμανία η απελπιστική κατάσταση της ρουμανικής οικονομίας. Ακόμη και πριν από τη Μεγάλη Ύφεση η Ρουμανία ήταν μια εξαιρετικά φτωχή χώρα και η ύφεση έπληξε έντονα τη Ρουμανία. Οι Ρουμάνοι δεν μπορούσαν να εξάγουν πολλά αγαθά εξαιτίας του παγκοσμίου εμπορικού πολέμου που προκάλεσε ο αμερικανικός νόμος Νόμος Σμουτ-Χόλεϋ περί Δασμών του 1930, γεγονός που με τη σειρά του οδήγησε σε πτώση της αξίας του Ρουμανικού λέου, καθώς τα αποθέματα της χώρας σε συνάλλαγμα εξαντλήθηκαν. Τον Ιούνιο του 1934 ο Ρουμάνος υπουργός οικονομικών Βίκτορ Σλεβέσκου επισκέφθηκε το Παρίσι για να ζητήσει από τους Γάλλους να εισφέρουν εκατομμύρια φράγκα στο ρουμανικό δημόσιο ταμείο και να μειώσουν τους φόρους τους στα ρουμανικά αγαθά. Όταν οι Γάλλοι αρνήθηκαν και τα δύο αιτήματα, ο ενοχλημένος Κάρολος έγραψε στο ημερολόγιό του ότι η "Λατινική αδερφή" Γαλλία συμπεριφερόταν με ανάδελφο τρόπο προς τη Ρουμανία. Τον Απρίλιο του 1936, όταν ο Βίλχελμ Φαμπρίτσιους διορίστηκε Γερμανός πρέσβης στο Βουκουρέστι, ο Υπουργός Εξωτερικών Κόνσταντιν φον Νόιρατ, στις οδηγίες του προς τον νέο υπουργό περιέγραψε τη Ρουμανία ως εχθρικό, γαλλόφιλο κράτος, αλλά υποστήριζε ότι η προοπτική μεγαλύτερου εμπορίου με τη Γερμανία ίσως να εξέτρεπε τους Ρουμάνους από τη γαλλική τροχιά. Ο Nόιρατ έδωσε επιπλέον γραμμή στον Φαμπρίτσιους, ότι η Ρουμανία καίτοι δεν ήταν σημαντική στρατιωτική δύναμη, ήταν κράτος ζωτικής σημασίας για τη Γερμανία λόγω του πετρελαίου της.
Οι αμφιβολίες για τη γαλλική βούληση να αναλάβουν επίθεση εναντίον της Γερμανίας ενισχύθηκαν περαιτέρω με την επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας τον Μάρτιο του 1936, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να επιτρέψει στους Γερμανούς να ξεκινήσουν την κατασκευή της Γραμμής Ζίγκφριντ κατά μήκος των συνόρων με τη Γαλλία, κάτι που μείωσε σημαντικά την προοπτική μιας γαλλικής επίθεσης στη Δυτική Γερμανία, αν οι Γερμανοί εισέβαλαν σε οποιαδήποτε από τα κράτη του προστατευτικού κλοιού. Ένα μνημόνιο του Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών του Μαρτίου του 1936 ανέφερε ότι τα μόνα έθνη στον κόσμο που θα εφάρμοζαν κυρώσεις στη Γερμανία για την επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας, αν η Κοινωνία των Εθνών ψήφιζε ένα τέτοιο μέτρο, ήταν η Βρετανία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Τσεχοσλοβακία και η Ρουμανία. Μετά την επαναστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας και καθώς ήταν σαφές ότι δεν θα εφαρμόζονταν κυρώσεις εναντίον της Γερμανίας, ο Κάρολος άρχισε να εκφράζει τους φόβους του, ότι οι μέρες της γαλλικής επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη ήταν μετρημένες και η Ρουμανία ίσως έπρεπε να επιδιώξει κάποια συμφωνία με τη Γερμανία για να διατηρήσει την ανεξαρτησία της. Ενώ διατηρούσε τη συμμαχία με τη Γαλλία, ο Κάρολος ξεκίνησε παράλληλα μια πολιτική προσπάθεια βελτίωσης των σχέσεων με τη Γερμανία μετά τον Μάρτιο του 1936. Τον Αύγουστο του 1936 ο Κάρολος απέλυσε τον Τιτουλέσκου από Υπουργό Εξωτερικών και τον Νοέμβριο του 1936 έστειλε τον αποστάτη Εθνικό Φιλελεύθερο πολιτικό Γκεόργκε Ι. Μπρετιάνου στη Γερμανία για να συναντηθεί με τον Αδόλφο Χίτλερ, τον Υπουργό Εξωτερικών Κόνσταντιν φον Νόιρατ και τον Χέρμαν Γκαίρινγκ για να τους μεταφέρει την επιθυμία της Ρουμανίας για μια προσέγγιση με το Ράιχ. Ο Κάρολος ανακουφίσθηκε πολύ όταν ο Μπρετιάνου ανέφερε ότι ο Χίτλερ, ο Νόιρατ και ο Γκαίρινγκ τον καθησύχασαν ότι η Γερμανία δεν είχε κανένα συμφέρον να στηρίξει τον ουγγρικό ρεβανσισμό και ήταν ουδέτερη στη διαμάχη για την Τρανσυλβανία. Η αποσύνδεση της εκστρατείας της Γερμανίας για την ανατροπή του διεθνούς συστήματος που δημιουργήθηκε με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών από την εκστρατεία της Ουγγαρίας για την ανατροπή του συστήματος που δημιουργήθηκε με τη Συνθήκη του Τριανόν ήταν ευπρόσδεκτη είδηση για τον Κάρολο, δημιουργώντας την πιθανότητα μια μεγαλύτερη Γερμανία να μην σημαίνει μεγαλύτερη Ουγγαρία. Ο Γκαίρινγκ, νεοδιορισμένος αρχηγός του οργανισμού του Τετραετούς Προγράμματος, που σχεδιάστηκε για να είναι η Γερμανία έτοιμη να διεξαγάγει έναν πλήρη πόλεμο μέχρι το 1940, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το πετρέλαιο της Ρουμανίας και μίλησε πολύ με τον Μπρετιάνου για μια νέα εποχή γερμανορουμανικών οικονομικών σχέσεων. Η Γερμανία δεν είχε σχεδόν καθόλου πετρέλαιο και κατά την εποχή της ναζιστικής κυριαρχίας ο έλεγχος του πετρελαίου της Ρουμανίας αποτελούσε βασικό στόχο εξωτερικής πολιτικής. Αντικατοπτρίζοντας την αλλαγή των προτεραιοτήτων του, ο Κάρολος τον Φεβρουάριο του 1937 άσκησε βέτο σε ένα σχέδιο που προώθησαν η Γαλλία και η Τσεχοσλοβακία για μια νέα συμμαχία που θα ένωνε τυπικά τη Γαλλία με τη Μικρή Αντάντ και προέβλεπε πολύ στενότερες στρατιωτικές σχέσεις μεταξύ των Γάλλων και των συμμάχων τους στην Ανατολική Ευρώπη. Λόγω του πετρελαίου της οι Γάλλοι επιθυμούσαν να διατηρήσουν ισχυρή τη συμμαχία με τη Ρουμανία και το ανθρώπινο δυναμικό της Ρουμανίας δημιούργησε έναν τρόπο εξισορρόπησης των Γάλλων με το μικρότερο πληθυσμό τους σε σύγκριση με τη Γερμανία (οι Γάλλοι είχαν πληθυσμό 40 ενώ η Γερμανία είχε 70 εκατομμύρια). Επιπλέον θεωρήθηκε στη Γαλλία ότι αν η Γερμανία εισέβαλε στην Τσεχοσλοβακία, η Ουγγαρία θα εισέβαλε επίσης στην Τσεχοσλοβακία για να επανακτήσει τη Σλοβακία και τη Ρουθηνία. Οι Γάλλοι στρατιωτικοί προσέβλεπαν στον ρόλο της Ρουμανίας και της Γιουγκοσλαβίας σε έναν τέτοιο πόλεμο, όπως η εισβολή στην Ουγγαρία για να ανακουφισθεί η πίεση στην Τσεχοσλοβακία.
Μέχρι το 1940 η εξωτερική πολιτική του Καρόλου ταλαντευόταν ανήσυχα ανάμεσα στην παραδοσιακή συμμαχία με τη Γαλλία και την ευθυγράμμιση με τη νέα ανερχόμενη δύναμη της Γερμανίας. Όσον αφορά τον ισχυρισμό του αμερικανικού ιστορικού Λάρι Γουάτς ότι ήταν ο Κάρολος που συμμάχησε για τη Ρουμανία με τη ναζιστική Γερμανία και ότι ο Στρατάρχης Ιόν Αντονέσκου είχε κληρονομήσει αθέλητα μια συμμαχία με τη Γερμανία το 1940, ο Καναδός ιστορικός Ντοβ Λούνγκου έγραψε:
"Οι ισχυρισμοί του συγγραφέα [Γουάτς] ότι η de facto συμμαχία της Ρουμανίας με τη Γερμανία υπό τον Αντονέσκου ήταν έργο του Κάρολ, που άρχισε να θέτει τα θεμέλια για αυτό ήδη από το 1938, είναι αστήρικτοι. Οι παραχωρήσεις του Καρόλου προς τη Γερμανία έγιναν με μισή καρδιά και καθυστέρησαν όσο το δυνατόν περισσότερο, με την ελπίδα ότι οι δυτικές δυνάμεις θα ανακτούσαν την πρωτοβουλία στο πολιτικο-διπλωματικό μέτωπο και από τον Σεπτέμβριο του 1939 στο στρατιωτικό. Τελικά άλλαξε τον εξωτερικό οικονομικό και πολιτικό προσανατολισμό της χώρας του, αλλά μόνο την άνοιξη του 1940, όταν η γερμανική ηγεμονία στην ηπειρωτική Ευρώπη φαινόταν επικείμενη. Επιπλέον υπάρχει μια σαφής διάκριση μεταξύ του αιτήματος του Καρόλου τις τελευταίες εβδομάδες της βασιλείας του για μια γερμανική στρατιωτική αποστολή για την εκπαίδευση του ανεπαρκώς προετοιμασμένου ρουμανικού στρατού και της απόφασης του Αντονέσκου, σχεδόν αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας, να πολεμήσει στο πλευρό της Γερμανίας μέχρι το τέλος. Στην πραγματικότητα, με την επιθυμία του να ανακτήσει την επαρχία της Βεσσαραβίας, ο Αντονέσκου ήταν πιο ένθερμος από τους Γερμανούς υπέρ της συμμετοχής της Ρουμανίας στον αντισοβιετικό πόλεμο».
Στις 9 Δεκεμβρίου 1937 υπογράφηκε μια γερμανορουμανική οικονομική συνθήκη που έθεσε τη Ρουμανία στη γερμανική οικονομική σφαίρα επιρροής, αλλά που άφησε τους Γερμανούς ανικανοποίητους, καθώς η τεράστια ζήτηση της Γερμανίας για πετρέλαιο για να ενισχύσει την ολοένα και μεγαλύτερη πολεμική της μηχανή δεν ικανοποιήθηκε με τη συνθήκη του 1937. Η Γερμανία είχε μια κατά τα φαινόμενα ακόρεστη ανάγκη για πετρέλαιο και αμέσως μόλις υπογράφηκε η συμφωνία του 1937 οι Γερμανοί ζήτησαν μια νέα οικονομική συνθήκη το 1938. Την ίδια στιγμή που υπογράφηκε η γερμανορομυανική συνθήκη τον Δεκέμβριο του 1937, ο Κάρολος δεχόταν τον Γάλλο Υπουργό Εξωτερικών Υβόν Ντελμπό, για να δείξει ότι η συμμαχία με τη Γαλλία δεν ήταν ακόμη νεκρή.
Το καλοκαίρι του 1937 ο Κάρολος πραγματοποίησε μια πολυήμερη επίσκεψη στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια της οποίας δήλωσε στον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών Υβόν Ντελμπό ότι η ρουμανική δημοκρατία σύντομα θα αποτελούσε παρελθόν. Τον Νοέμβριο του 1937 σε μια προεκλογική ομιλία για τις γενικές εκλογές του Δεκεμβρίου, ο Κοντρεάνου της Σιδηράς Φρουράς έκανε έκκληση για το τέλος της συμμαχίας με τη Γαλλία και δήλωσε: «Είμαι υπέρ μιας ρουμανικής εξωτερικής πολιτικής με τη Ρώμη και το Βερολίνο. Είμαι υπέρ των κρατών της Εθνικής Επανάστασης ενάντια στον Μπολσεβικισμό ... Μέσα σε σαράντα οκτώ ώρες μετά τη νίκη του κινήματος της Λεγεώνας η Ρουμανία θα έχει συμμαχία με τη Ρώμη και το Βερολίνο». Χωρίς να το συνειδητοποιήσει, ο Κοντρεάνου είχε υπογράψει την καταδίκη του με αυτή την ομιλία. Ο Κάρολος ανέκαθεν επέμενε ότι ο έλεγχος της εξωτερικής πολιτικής ήταν δικό του αποκλειστικό βασιλικό προνόμιο, όπου κανείς άλλος δεν μπορούσε να παρεμβαίνει. Παρά το σύνταγμα, που ανέφερε ότι ο υπουργός εξωτερικών ήταν υπεύθυνος έναντι του πρωθυπουργού, στην πράξη οι υπουργοί εξωτερικών αναφέρονταν πάντα στον βασιλιά. Με την αμφισβήτηση του δικαιώματος του Καρόλου να ελέγχει την εξωτερική πολιτική, ο Κοντρεάνου έδειξε απαράδεκτη αυθάδεια στα μάτια του βασιλιά και από εκείνη την εποχή ο Κάρολος ορκίστηκε να καταστρέψει τον αλαζόνα ανερχόμενο Κοντρεάνου και το κίνημά του. Στις εκλογές του Δεκεμβρίου του 1937 η Εθνική Φιλελεύθερη κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Γκεόργκε Τετερέσκου κέρδισε το μεγαλύτερο αριθμό εδρών, αλλά λιγότερο από το 40% που απαιτείτο για να σχηματίσει κυβέρνηση πλειοψηφίας στο κοινοβούλιο. Μετά τη δολοφονία του πρωθυπουργού Ντούκα το 1933, είχε απαγορευτεί η συμμετοχή της Σιδηράς Φρουράς στις εκλογές και για να παρακάμψει την απαγόρευση, ο Κοντρεάνου ίδρυσε το κόμμα Ολοι για την Πατρίδα ως κάλυμμα της Σιδηράς Φρουράς, που κέρδισε το 16% των ψήφων στις εκλογές του 1937, σηματοδοτώντας το υψηλότερο σημείο εκλογικής επιτυχίας της Σιδηράς Φρουράς.
Στις 28 Δεκεμβρίου 1937 ο Κάρολος όρκισε τον ριζοσπάστη αντισημίτη ποιητή Οκταβιαν Γκόγκα πρωθυπουργό. Το κόμμα του ήταν το Εθνικό Χριστιανικό Κόμμα, που κέρδισε μόνο το 9% των ψήφων στις εκλογές εκείνου του μήνα. Ο λόγος που ο Κάρολος διόρισε πρωθυπουργό τον Γκόγκα ήταν εν μέρει η ελπίδα ότι οι αντισημιτικές πολιτικές που θα εφάρμοζε θα του χάριζαν τη στήριξη από τους ψηφοφόρους του "Όλοι για την πατρίδα" και έτσι θα εξασθενούσαν τη Σιδηρά Φρουρά. Ελπιζε επίσης ότι ο Γκόγκα θα αποδεικνυόταν τόσο ανίκανος ως πρωθυπουργός ώστε να δημιουργηθεί μια κρίση για να μπορέσει να εκμεταλλευτεί την εξουσία για τον εαυτό του. Ο Κάρολος έγραψε στο ημερολόγιό του ότι ο ολοφάνερα ηλίθιος Γκόγκα δεν θα μπορούσε να αντέξει για πολύ ως πρωθυπουργός και ότι η αποτυχία του θα επέτρεπε στον ίδιο να «είμαι ελεύθερος να πάρω ισχυρότερα μέτρα που θα απελευθέρωναν εμένα και τη χώρα από την τυραννία των κομματικών συμφερόντων». Ο Κάρολος συμφώνησε με το αίτημα του Γκόγκα να διαλύσει το κοινοβούλιο για νέες εκλογές στις 18 Ιανουαρίου 1938. Ως ηγέτης του τέταρτου κόμματος στο κοινοβούλιο, η κυβέρνηση Γκόγκα ήταν επόμενο να μη λάβει ψήφο εμπιστοσύνης όταν συγκλήθηκε το κοινοβούλιο, δεδομένου ότι οι Εθνικοί Φιλελεύθεροι, οι Εθνικοί Αγροτικοί και το κόμμα Όλοι για την Πατρίδα ήταν όλοι εναντίον του Γκόγκα, αν και για πολύ διαφορετικούς λόγους. Οι εκλογές του 1938 ήταν από τις πιο βίαιες εκλογές στη ρουμανική ιστορία, καθώς η Σιδηρά Φρουρά και η παραστρατιωτική πτέρυγα Lăncieri (Λογχοφόροι) του Εθνικού Χριστιανικού Κόμματος συγκρούονταν για τον έλεγχο των δρόμων του Βουκουρεστίου, προσπαθώντας να επιβάλλουν τις αντισημιτικές τους πεπιθήσεις επιτιθέμενοι στους Εβραίους. Καθώς το κοινοβούλιο της Ρουμανίας δεν συγκλήθηκε ποτέ επί κυβέρνησης Γκόγκα, ο πρωθυπουργός έπρεπε να περάσει νόμους μέσω διαταγμάτων έκτακτης ανάγκης, που όλα έπρεπε να προσυπογράφονται από τον βασιλιά.
Οι σκληρές αντισημιτικές πολιτικές της κυβέρνησης Γκόγκα φτωχοποίησαν την Εβραϊκή μειονότητα και οδήγησαν σε άμεσες καταγγελίες από τη βρετανική, τη γαλλική και την αμερικανική κυβέρνηση ότι οι πολιτικές του θα κατέληγαν σε μια εβραϊκή έξοδο από τη Ρουμανία. Ούτε η Βρετανία, ούτε η Γαλλία, ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν ήθελαν να αναλάβουν τους Εβραίους πρόσφυγες που θα μπορούσε να δημιουργήσει ο Γκόγκα και οι τρεις κυβερνήσεις πίεσαν τον Κάρολο να απομακρύνει τον Γκόγκα, για να σταματήσει η αναπτυσσόμενη ανθρωπιστική κρίση. Ο Βρετανός πρέσβης Σερ Ρέτζιναλντ Χωρ και ο Γάλλος Αντριέν Τιερί υπέβαλαν και οι δυο υπομνήματα διαμαρτυρίας για τον αντισημιτισμό της κυβέρνησης Γκόγκα, ενώ ο πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούζβελτ των Ηνωμένων Πολιτειών έγραψε μια επιστολή προς τον Κάρολο, παραπονούμενος σχετικά με τις αντισημιτικές πολιτικές που ανεχόταν. Στις 12 Ιανουαρίου 1938 ο Γκόγκα αφαίρεσε από όλους τους Ρουμάνους Εβραίους τη ρουμανική ιθαγένεια, μια προπαρασκευαστική κίνηση προς τον τελικό στόχο του για την απέλασή τους. Ο Κάρολος δεν ήταν προσωπικά αντισημίτης, αλλά ήταν απλώς αδιάφορος για τα δεινά των Εβραίων υπηκόων του, που προκλήθηκαν από τους καταπιεστικούς αντισημιτικούς νόμους του Γκόγκα. Ο οπορτουνιστής Κάρολος δεν πίστευε στον αντισημιτισμό περισσότερο από ότι πίστευε σε κάτι άλλο εκτός από την εξουσία, αλλά αν η ανοχή μιας αντισημιτικής κυβέρνησης ήταν η τιμή που έπρεπε να πληρώσει για την εξουσία, ήταν αρκετά διατεθειμένος να θυσιάσει τα δικαιώματα των Εβραίων υπηκόων του. Ταυτόχρονα ο Γκόγκα αποδείχθηκε καλύτερος ποιητής από πολιτικός και κυριάρχησε μια ατμόσφαιρα κρίσης στις αρχές του 1938, καθώς η κυβέρνηση Γκόγκα σαφώς παράδερνε, εμμένοντας στην επίλυση του «Εβραϊκού Ζητήματος» και αδιαφορώντας για κάθε άλλο ζήτημα. Όπως προσδοκούσε ο Κάρολος, ο Γκόγκα αποδείχτηκε ότι ήταν τόσο ανίκανος ηγέτης που δυσφήμιζε τη δημοκρατία, ενώ η αντισημιτική του πολιτική εξασφάλιζε ότι καμμία από τις δημοκρατικές μεγάλες δυνάμεις δεν θα διαμαρτυρόταν σε μια κήρυξη δικτατορίας από τον Κάρολο.
Καταλαβαίνοντας εκ των υστέρων ότι χρησιμοποιήθηκε από τον Κάρολο, ο Γκόγκα συναντήθηκε με τον Κοντρεάνου στις 8 Φεβρουαρίου 1938 στο σπίτι του Iόν Τζιγκούρτου για τη σύναψη μια συμφωνίας, με την οποία η Σιδηρά Φρουρά θα απέσυρε τους υποψηφίους της από τις εκλογές, για να εξασφαλιστεί ότι η ριζοσπαστική αντισημιτική δεξιά θα κέρδιζε την πλειοψηφία. Ο Κάρολος γρήγορα έμαθε για το σύμφωνο Γκόγκα - Κοντρεάνου και το χρησιμοποίησε ως δικαιολογία για το πραξικόπημα που σχεδίαζε από τα τέλη του 1937. Στις 10 Φεβρουαρίου 1938 κήρυξε στρατιωτικό νόμο και ανέστειλε όλες τις πολιτικές ελευθερίες, με το σκεπτικό ότι ενδεχόμενες βίαιες εκλογές ελλόχευαν τον κίνδυνο βύθισης του έθνους σε εμφύλιο πόλεμο.
Αποφασίζοντας ότι ο Γκόγκα είχε εξαντλήσει τη χρησιμότητά του, ο Κάρολος τον απομάκρυνε υπέρ του πατριάρχη Ελίε Κρίστεα, επικεφαλής της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, έναν άνθρωπο που ο Κάρολος ήξερε ότι θα ήταν ευρέως σεβαστός σε μια χώρα, όπου η πλειονότητα του πληθυσμού ήταν Ορθόδοξοι. Δέκα ημέρες αργότερα ο Κάρολος αναδιατύπωσε το σύνταγμα σε ένα αυστηρά απολυταρχικό/κορπορατιστικό έγγραφο, που συγκέντρωσε ουσιαστικά όλη την κυβερνητική εξουσία στα χέρια του και μετέτρεψε την κυβέρνησή του σε de facto νόμιμη δικτατορία. Το νέο σύνταγμα εγκρίθηκε με δημοψήφισμα, στο οποίο η ψηφοφορία δεν ήταν μυστική. Αντ' αυτού οι ψηφοφόροι έπρεπε να εμφανιστούν στο εκλογικό τους τμήμα και να δηλώσουν προφορικά αν ενέκριναν το σύνταγμα. Η σιωπή θεωρήθηκε ως "ναι". Υπό αυτές τις συνθήκες αναφέρθηκε ένα μη αξιόπιστο ποσοστό 99,87% που "ενέκρινε" τον νέο καταστατικό χάρτη.
Την εποχή του πραξικοπήματός του τον Φεβρουάριο του 1938, ο Κάρολος πληροφόρησε τον Γερμανό πρέσβη Βίλχελμ Φαμπρίτσιους για την επιθυμία του για στενότερους δεσμούς μεταξύ της χώρας του και της Γερμανίας. Ο Tιερύ είπε στον σε Κάρολο μια συνάντηση μετά το πραξικόπημα ότι η νέα κυβέρνησή του "ήταν καλοδεχούμενη" στο Παρίσι και οι Γάλλοι δεν θα επέτρεπαν στο τέλος της δημοκρατίας να επηρεάσει τις σχέσεις τους με τη Ρουμανία. Η νέα κυβέρνηση του Πατριάρχη Κρίστεα δεν εισήγαγε νέους αντισημιτικούς νόμους, αλλά δεν ακύρωσε τους νόμους του Γκόγκα. Ωστόσο ο Κρίστεα ήταν λιγότερο ακραίος όσον αφορά την επιβολή αυτών των νόμων. Όταν ρωτήθηκε από έναν Εβραίο φίλο αν η ιθαγένειά του θα αποκατασταθεί τώρα που ο Γκόγκα είχε φύγει, ο Υπουργός Εσωτερικών Aρμάντ Τσελινέσκου, που απεχθανόταν τη Σιδηρά Φρουρά και τον αντισημιτισμό, απάντησε ότι η κυβέρνηση Κρίστεα δεν είχε καμμία πρόθεση να επαναποδώσει την ιθαγένεια στους Εβραίους.
Τον Μάρτιο του 1938 ο Υπουργός Εσωτερικών Aρμάντ Τσελινέσκου ζήτησε να διαλυθεί τελικά η Σιδηρά Φρουρά. Τον Απρίλιο του 1938 ο Κάρολος κινήθηκε προς τη συντριβή της Σιδηράς Φρουράς, φυλακίζοντας τον Κοντρεάνου για συκοφάντηση του ιστορικού Νικολάε Γιόργκα, όταν ο Κοντρεάνου δημοσίευσε μια δημόσια επιστολή, όπου κατηγορούσε τον Γιόργκα για ανέντιμες επιχειρηματικές συναλλαγές. Μετά την καταδίκη του στις 19 Απριλίου 1938 ο Κοντρεάνου καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία σε δεύτερη δίκη στις 27 Μαΐου 1938, κατά την οποία κατηγορήθηκε ότι εργάστηκε πληρωμένος από τη Γερμανία για να προκαλέσει επανάσταση. Καταδικάστηκε σε 10 χρόνια φυλάκισης.
Τον Οκτώβριο του 1938 η Σιδηρά Φρουρά ξεκίνησε μια τρομοκρατική εκστρατεία δολοφονώντας αστυνομικούς και γραφειοκράτες και βάζοντας βόμβες σε κυβερνητικές υπηρεσίες στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να ανατρέψει τον Κάρολο. Ο Κάρολος ανταπόδωσε με σφοδρότητα, διατάσσοντας την αστυνομία να συλλαμβάνει χωρίς εντάλματα τους Σιδηροφρουρούς και να εκτελεί συνοπτικά όσους έβρισκε να οπλοφορούν.
Ο Κάρολος είχε αρχικά προγραμματίσει να κρατήσει τον Κοντρεάνου στη φυλακή, αλλά μετά την τρομοκρατική εκστρατεία που εξαπέλυσε τον Οκτώβριο του 1938, συμφώνησε με το σχέδιο του Τσελινέσκου, που καταρτίστηκε την άνοιξη, να δολοφονήσει όλους τους φυλακισμένους ηγέτες της Σιδηράς Φρουράς. Τη νύχτα της 30ης Νοεμβρίου 1938 ο Κάρολος δολοφόνησε τον Κοντρεάνου, ενώ 13 άλλοι ηγέτες της Σιδηράς Φρουράς δολοφονήθηκαν με την επίσημη εκδοχή ότι «πυροβολήθηκαν ενώ προσπαθούσαν να δραπετεύσουν». Οι δολοφονίες τη νύχτα της 30ης Νοεμβρίου 1938, με τις οποίες αφανίστηκε μεγάλο μέρος της ηγεσίας της Σιδηράς Φρουράς, έχει καταγραφεί στη ρουμανική ιστορία ως «η νύχτα των βαμπίρ».
Ο Κάρολος θορυβήθηκε πολύ από τη Συμφωνία του Μονάχου της 30ης Σεπτεμβρίου 1938. Ερμήνευσε την εγκατάλειψη της Τσεχοσλοβακίας στον γερμανικό επεκτατισμό από τις δυτικές δυνάμεις ως ένδειξη ότι ολόκληρη η Ανατολική Ευρώπη σύντομα θα εντασσόταν στη γερμανική σφαίρα επιρροής. Δεδομένου ότι η Ρουμανία ήταν επί μακρόν ένα από τα πιο γαλλόφιλα έθνη στον κόσμο, οι συνέπειες της Συμφωνίας του Μονάχου έγιναν αισθητές ιδιαίτερα έντονα εκεί, καθώς θεωρήθηκε ότι η Γαλλία είχε συνθηκολογήσει από δειλία στις γερμανικές απαιτήσεις.
Ενόψει της απεγνωσμένης ανάγκης της Γερμανίας για πετρέλαιο και των επανειλημμένων γερμανικών αιτημάτων για μια νέα οικονομική συμφωνία που θα επέτρεπε τη μεταφορά περισσότερου ρουμανικού πετρελαίου στη Γερμανία, ο Κάρολος συνάντησε τον Φαμπρίτσιους για να του πει ότι επιθυμούσε, μια τέτοια συμφωνία να δημιουργήσει διαρκή συνεννόηση μεταξύ της Γερμανίας και της Ρουμανίας. Ταυτόχρονα τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1938 ο Κάρολος έπαιζε διπλό παιχνίδι, κάνοντας έκκληση στη Βρετανία για βοήθεια και προσφέροντας να θέσει τη Ρουμανία στη βρετανική οικονομική σφαίρα επιρροής. Επισκέφθηκε το Λονδίνο μεταξύ 15 και 20 Νοεμβρίου 1938 για να διεξαγάγει ανεπιτυχείς συνομιλίες για το θέμα αυτό. Στις 24 Νοεμβρίου 1938 ο Κάρολος επισκέφθηκε τη Γερμανία για να συναντηθεί με τον Χίτλερ για να βελτιώσει τις σχέσεις Γερμανίας - Ρουμανίας. Κατά τη διάρκεια των συνομιλιών για τη νέα γερμανορουμανική οικονομική συμφωνία που υπογράφηκε στις 10 Δεκεμβρίου 1938, ο Κάρολος έκανε παραχωρήσεις στα γερμανικά συμφέροντα, αλλά κατέληξε σε μια πολύ σκληρή συμφωνία. Ο Κάρολος ήταν σε θέση να ασκήσει πίεση μέσω του ελέγχου του πετρελαίου που η Γερμανία χρειαζόταν τόσο απεγνωσμένα. Οι Γερμανοί ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν πολύ υψηλό τίμημα για το ρουμανικό πετρέλαιο, χωρίς το οποίο ο στρατός τους δεν μπορούσε να λειτουργήσει.
Κατά τη σύνοδο κορυφής του με τον Χίτλερ ο Κάρολος προσβλήθηκε πολύ, όταν ο Χίτλερ απαίτησε να απελευθερωθεί ο Κοντρεάνου και να διοριστεί πρωθυπουργός. Ο Κάρολος πίστευε ότι εφόσον ζούσε ο Κοντρεάνου υπήρχε μια πιθανή εναλλακτική ηγεσία στη Ρουμανία για να υποστηρίξει ο Χίτλερ και ότι αν η δυνατότητα αυτή εξαλειφόταν, ο Χίτλερ δεν θα είχε άλλη επιλογή από το να διαπραγματευθεί μαζί του. Οι Γερμανοί ενοχλήθηκαν πολύ από τη δολοφονία του Κοντρεάνου και για μια περίοδο στα τέλη του 1938 διεξήγαν μια βίαιη προπαγανδιστική εκστρατεία εναντίον του Καρόλου. Οι εφημερίδες των Γερμανών δημοσίευαν τακτικά ιστορίες που αμφισβητούσαν την επίσημη εκδοχή των γεγονότων και χαρακτήρισαν τη δολοφονία του Κοντρεάνου "νίκη για τους Εβραίους". Αλλά τελικά τα οικονομικά συμφέροντα, ειδικά η γερμανική ανάγκη για ρουμανικό πετρέλαιο, έκαναν τους Ναζί να ξεπεράσουν την οργή τους για τις δολοφονίες των ηγετών της Φρουράς από τις αρχές του 1939 και οι σχέσεις με τον Κάρολο σύντομα ξανάγιναν κανονικές.
Τον Δεκέμβριο του 1938 το Εθνικό Μέτωπο Αναγέννησης, προσωπικό δημιούργημα του ίδιου του Καρόλου, καθιερώθηκε ως το μοναδικό νόμιμο κόμμα της χώρας. Τον ίδιο μήνα ο Κάρολος διόρισε τον Γκριγκόρε Γκαφένκου, παιδικό του φίλο και μέλος της καμαρίλας, ως υπουργό εξωτερικών. Ο Γκαφένκου διορίστηκε υπουργός εξωτερικών εν μέρει λόγω της φιλίας του με τον Συνταγματάρχη Γιόζεφ Μπεκ, Πολωνό υπουργό εξωτερικών, καθώς ο Κάρολος επιθυμούσε να ενισχύσει τους δεσμούς του με την Πολωνία. Ο Γκαφένκου έμελλε να αποδειχθεί μάλλον οπορτουνιστής ως υπουργός εξωτερικών, που πάντα ήθελε να ακολουθεί τον δρόμο της ελάχιστης αντίστασης, σε έντονη αντίθεση με τον Αρμαντ Τσελινέσκου, τον σκληρό Υπουργό Εσωτερικών (και σύντομα Πρωθυπουργό), που αποδείχθηκε συνεπής αντίπαλος του φασισμού τόσο στη Ρουμανία όσο και στο εξωτερικό και ενθάρρυνε τον Κάρολο να υποστηρίξει τους Συμμάχους. Η εξωτερική πολιτική του Καρόλου το 1939 ήταν να ενισχύσει τις συμμαχίες της Ρουμανίας με την Πολωνία και τη Βαλκανική Αντάντ, να εργασθεί για να αποφύγει τις συγκρούσεις με τους εχθρούς της Ρουμανίας Ουγγαρία και Βουλγαρία και να ενθαρρύνει τη Βρετανία και τη Γαλλία να εμπλακούν στα Βαλκάνια, ενώ προσπαθούσε να αποφύγει να προσβάλει τη Γερμανία. Στις 6 Μαρτίου 1939 πέθανε ο Πατριάρχης Κριστέα και αντικαταστάθηκε ως πρωθυπουργός από τον Τσελινέσκου.
Τον Φεβρουάριο του 1939 ο Γκαίρινγκ απέστειλε στο Βουκουρέστι τον αναπληρωτή του Χέλμουτ Βόλτατ με εντολή να υπογράψει μια ακόμη γερμανορουμανική οικονομική συνθήκη που θα πρόσφερε στη Γερμανία την πλήρη οικονομική κυριαρχία της Ρουμανίας, ειδικά της πετρελαϊκής της βιομηχανίας. Ο Κάρολος είχε αντισταθεί στα γερμανικά αιτήματα για περισσότερο πετρέλαιο στη συμφωνία του Δεκεμβρίου του 1938 και είχε επιτύχει στις αρχές του 1939 να τοποθετήσει τη Ρουμανία σε κάποιο βαθμό εντός της βρετανικής οικονομικής σφαίρας επιρροής. Για να αντισταθμίσει την αυξανόμενη ισχυρή γερμανική επιρροή στα Βαλκάνια ο Κάρολος επιθυμούσε στενότερους δεσμούς με τη Βρετανία. Ταυτόχρονα το Τετραετές Σχέδιο του Γκαίρινγκ αντιμετώπιζε σοβαρές δυσκολίες στις αρχές του 1939 και ειδικότερα τα σχέδιά του για εργοστάσια συνθετικού πετρελαίου, που να παράγουν πετρέλαιο από άνθρακα, είχαν καθυστερήσει πολύ. Ήταν οδυνηρά προφανές στον Γκαίρινγκ τους πρώτους μήνες του 1939 ότι η γερμανική οικονομία δεν θα ήταν έτοιμη να στηρίξει έναν πλήρη πόλεμο μέχρι το 1940, όπως είχε προβλέψει το Τετραετές Σχέδιο του 1936, ενώ παράλληλα οι οικονομικοί του εμπειρογνώμονες του έλεγαν ότι η Γερμανία χρειαζόταν να εισάγει 400.000 τόνους πετρελαίου τον μήνα, ενώ η Γερμανία στην πραγματικότητα εισήγε μόνο 61.000 τόνους πετρελαίου τον μήνα τους τελευταίους τέσσερις μήνες του 1938. Ως εκ τούτου ο Βόλτατ ζήτησε κατά τη διάρκεια των συνομιλιών του με τον υπουργό Εξωτερικών της Ρουμανίας Γκριγκόρε Γκαφένκου η Ρουμανία να εθνικοποιήσει ολόκληρη την πετρελαϊκή βιομηχανία, ώστε να ελέγχεται εφεξής από μια νέα εταιρεία που να ανήκει από κοινού στη γερμανική και τη ρουμανική κυβέρνηση. Απαίτησε επίσης η Ρουμανία να "σέβεται τα γερμανικά εξαγωγικά συμφέροντα", πωλώντας το πετρέλαιό της μόνο στη Γερμανία, πέρα από μια σειρά άλλων μέτρων που θα είχαν μετατρέψει στην πράξη τη Ρουμανία σε γερμανική οικονομική αποικία. Καθώς ο Κάρολος δεν είχε καμμία πρόθεση να ενδώσει σε αυτά τα αιτήματα, οι συνομιλίες στο Βουκουρέστι πήγαν πολύ άσχημα. Τότε ήταν που ο Κάρολος ξεκίνησε τη γνωστή ως "υπόθεση Tιλέα" όταν στις 17 Μαρτίου 1939 ο Βιορέλ Τιλέα, πρέσβης της Ρουμανίας στο Λονδίνο, ξέσπασε απροσδόκητα στο γραφείο του Βρετανού Υπουργού Εξωτερικών Λόρδου Χάλιφαξ σε έξαλλη κατάσταση για να ανακοινώσει ότι η χώρα του αντιμετώπιζε μια επικείμενη γερμανική εισβολή και ζήτησε από το Χάλιφαξ τη βρετανική υποστήριξη. Συγχρόνως ο Κάρολος κινητοποίησε πέντε σώματα πεζικού στα ουγγρικά σύνορα για να προστατευθεί από την υποτιθέμενη εισβολή. Η βρετανική "οικονομική επίθεση" στα Βαλκάνια προκάλεσε πολύ σοβαρό οικονομικό πλήγμα στη Γερμανία, καθώς οι Βρετανοί αγόραζαν το ρουμανικό πετρέλαιο που χρειάζονταν οι Γερμανοί, που τα αιτήματά τους για τον έλεγχο της ρουμανικής πετρελαϊκής βιομηχανίας είχε απορρίψει ο Κάρολος. Καθώς οι Βρετανοί πίστεψαν στους ισχυρισμούς του Τιλέα, η "υπόθεση Tιλέα" είχε τεράστιο αντίκτυπο στη βρετανική εξωτερική πολιτική και έκανε την κυβέρνηση του Νέβιλ Τσάμπερλεν να αλλάξει την πολιτική της από τον κατευνασμό της Γερμανίας σε μια πολιτική «αναχαίτισης» της Γερμανίας. Αν και ο Κάρολος αρνήθηκε -χωρίς να πείθει- ότι γνώριζε τι είχε κάνει ο Τιλέα στο Λονδίνο, οι βρετανικές προειδοποιήσεις προς τη Γερμανία για μη εισβολή στη Ρουμανία τον Μάρτιο του 1939 έκαναν τους Γερμανούς να χαλαρώσουν τα αιτήματά τους με αποτέλεσμα την υπογραφή της τελευταίας γερμανορουμανικής οικονομικής συνθήκης στις 23 Μαρτίου 1939, που ήταν σύμφωνα με τα λόγια του Βατ "πολύ ασαφής".
Στο πλαίσιο της νέας τους πολιτικής που αποσκοπούσe στην «αναχαίτιση» της Γερμανίας από τον Μάρτιο του 1939, οι Βρετανοί επεδίωξαν τη δημιουργία ενός «μέτωπου ειρήνης» που θα περιλάμβανε τη Βρετανία, τη Γαλλία, την Πολωνία, τη Σοβιετική Ένωση, την Τουρκία, τη Ρουμανία, την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία. Από την πλευρά του ο Κάρολος είχε εμμονή με τον φόβο στο πρώτο μισό του 1939 ότι η Ουγγαρία σύντομα θα επιτίθετο στο βασίλειό του με γερμανική υποστήριξη. Στις 6 Απριλίου 1939 μια σύνοδος του υπουργικού συμβουλίου αποφάσισε ότι η Ρουμανία δεν θα συμμετείχε στο "μέτωπο ειρήνης", αλλά θα επεδίωκε την αγγλογαλλική υποστήριξη για την ανεξαρτησία της. Η σύνοδος αποφάσισε ότι η Ρουμανία θα προσπαθούσε να ενισχύσει τους δεσμούς με άλλα βαλκανικά έθνη, αλλά θα προσπαθούσε επίσης να αποτρέψει τις αγγλογαλλικές προσπάθειες να συνδεθεί η ασφάλεια των Βαλκανίων με εκείνη της Πολωνίας. Στις 13 Απριλίου 1939 ο Βρετανός Πρωθυπουργός Νέβιλ Τσάμπερλεν μιλώντας στη Βουλή των Κοινοτήτων και ο Γάλλος Πρωθυπουργός Εντουάρ Νταλαντιέ μιλώντας στη Βουλή των Αντιπροσώπων ανακοίνωσαν μια κοινή αγγλογαλλική "εγγύηση" για την ανεξαρτησία της Ρουμανίας και της Ελλάδας. Ο Κάρολος δέχτηκε αμέσως την "εγγύηση". Στις 5 Μαΐου 1939 ο Γάλλος Στρατάρχης Μαξίμ Βεϊγκάν επισκέφθηκε το Βουκουρέστι για να συναντηθεί με τον Κάρολο και τον Πρωθυπουργό του, Αρμάντ Τσελινέσκου, για να συζητήσει την πιθανή συμμετοχή της Ρουμανίας στο «μέτωπο ειρήνης». Τόσο ο Κάρολος όσο και ο Αρμάντ Τσελινέσκου ήταν θετικοί αλλά επιφυλακτικοί, λέγοντας ότι θα καλωσόριζαν τη Σοβιετική Ένωση αγωνιζόμενη ενάντια στη Γερμανία, αλλά ποτέ δεν θα επέτρεπαν στον Κόκκινο Στρατό να εισέλθει στη Ρουμανία, ακόμα και αν εισέβαλε η Γερμανία. Ο Κάρολος είπε στον Βεϊγκάν: «Δεν επιθυμώ να αφήσω τη χώρα μου να εμπλακεί σε ένα πόλεμο, που θα οδηγήσει μέσα σε λίγες εβδομάδες στην καταστροφή του στρατού της και στην κατοχή των εδαφών της ... Δεν θέλουμε να είμαστε το αλεξικέραυνο για την επερχόμενη καταιγίδα». Ο Κάρολος διαμαρτυρήθηκε ότι είχε αρκετό εξοπλισμό μόνο για τα δύο τρίτα του στρατού του, που επίσης δεν είχε τανκς, αντιαεροπρικά όπλα, βαρύ πυροβολικό και αντιαρματικά όπλα, ενώ η αεροπορία του είχε μόνο περίπου 400 απαρχαιωμένα αεροσκάφη γαλλικής κατασκευής, που δεν συγκρίνονταν με τα τελευταία γερμανικά αεροσκάφη. Ο Βεϊγκάν ανέφερε στο Παρίσι ότι ο Κάρολος ήθελε αγγλογαλλική υποστήριξη, αλλά δεν θα πολεμούσε για τους Συμμάχους αν ερχόταν ο πόλεμος.
Παρά την επίσημη αντίθεσή του στην ένταξη στο «μέτωπο ειρήνης», ο Κάρολος αποφάσισε να ενισχύσει τη Βαλκανική Ανταντ και ειδικότερα να ενισχύσει τους δεσμούς της Ρουμανίας με την Τουρκία. Δεδομένου ότι η Βρετανία και η Γαλλία εργάζονταν για συμμαχία με την Τουρκία, ενώ ταυτόχρονα διεξήγαγαν συνομιλίες με τη Σοβιετική Ένωση, ο Κάρολος συμπέρανε ότι εάν η Ρουμανία ήταν σταθερά σύμμαχος με την Τουρκία, αυτός θα ήταν ένας τρόπος σύνδεσης της Ρουμανίας με το αναδυόμενο «μέτωπο ειρήνης» χωρίς να συμμετέχει στην πράξη. Τον Ιούλιο του 1939 ο Κάρολος άκουσε φήμες ότι η Ουγγαρία, υποστηριζόμενη από τη Γερμανία, προγραμμάτιζε να εισβάλει στη Ρουμανία μετά από μια νέα κρίση στις ρουμανοουγγρικές σχέσεις που προκλήθηκε από καταγγελίες της Βουδαπέστης ότι οι Ρουμάνοι κακομεταχειρίζονταν την ουγγρική μειονότητα στην Τρανσυλβανία. Ο βασιλιάς διέταξε γενική κινητοποίηση του στρατού του ενώ αναχωρούσε με το βασιλικό γιοτ για την Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκεια του απροσδόκητου ταξιδιού του στην Κωνσταντινούπολη, ο Κάρολος διεξήγε συνομιλίες με τον Τούρκο Πρόεδρο Ισμέτ Ινονού και τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών Σουκρού Σαράτζογλου, στις οποίες οι Τούρκοι υποσχέθηκαν ότι η Τουρκία θα κινητοποιούσε αμέσως τον στρατό της σε περίπτωση επίθεσης από τη Γερμανία και την Ουγγαρία στη Ρουμανία. Οι Τούρκοι με τη σειρά τους πίεζαν τον Κάρολο να υπογράψει μια συμμαχία με τη Σοβιετική Ένωση, κάτι που ο Κάρολος είπε πολύ απρόθυμα ότι θα μπορούσε να κάνει, εάν οι Τούρκοι μεσολαβούσαν ως μεσάζοντες και αν οι Σοβιετικοί υπόσχονταν να αναγνωρίσουν τα σύνορα με τη Ρουμανία. Η επίδειξη της ρουμανικής αποφασιστικότητας, υποστηριζόμενης από την Τουρκία είχε ως αποτέλεσμα να αναγκάσει τους Ούγγρους να παραιτηθούν από τις απαιτήσεις τους κατά της Ρουμανίας.
Τα νέα για το Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ τον Αύγουστο του 1939, ένα σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης, έγινε δεκτή με τρόμο από τον Κάρολο. Τον Αύγουστο του 1939 ο Κάρολος προσπάθησε να στρέψει τις δύο πλευρές τη μία εναντίον της άλλης. Επέτρεψε στον Τσελινέσκου να πει στον Τιερύ ότι οι Ρουμάνοι θα καταστρέψουν τις πετρελαιοπηγές τους εάν εισέβαλαν η Γερμανία και η Ουγγαρία, ενώ παράλληλα ο Γκαφένκου μιλούσε στον Γερμανό Υπουργό Εξωτερικών Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ για τη σταθερή φιλία του με τη Γερμανία, την αντίθεσή του στο «μέτωπο ειρήνης» και την επιθυμία του να πουλήσει περισσότερο πετρέλαιο στους Γερμανούς. Μετά την υπογραφή του γερμανοσοβιετικού συμφώνου μη επίθεσης, ο Τσελινέσκου συμβούλευσε τον Κάρολο: «Η Γερμανία είναι ο πραγματικός κίνδυνος, μια συμμαχία με αυτήν ισοδυναμεί με προτεκτοράτο, μόνο η ήττα της Γερμανίας από τη Γαλλία και τη Βρετανία μπορεί να αποτρέψει τον κίνδυνο». Στις 27 Αυγούστου 1939 ο Γκαφένκου είπε στον Φαμπρίτσιους ότι η Ρουμανία θα δηλώσει ουδετερότητα εάν η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία και ότι ήθελε να πουλήσει στη Γερμανία περίπου 450.000 τόνους πετρελαίου τον μήνα με αντάλλαγμα ενάμισι εκατομμύριο γερμανικά μάρκα συν αρκετά σύγχρονα γερμανικά αεροσκάφη δωρεάν. Ο Κάρολος συναντήθηκε με τον Γερμανό αεροπορικό ακόλουθο στις 28 Αυγούστου 1939 για να συγχαρεί τους Γερμανούς για τη μεγάλη διπλωματική επιτυχία τους με τη σύναψη του συμφώνου με τη Σοβιετική Ένωση. Εν αγνοία του Καρόλου το σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ περιείχε «μυστικά πρωτόκολλα» που εκχωρούσαν τη ρουμανική περιοχή της Βεσσαραβίας στη Σοβιετική Ένωση. Βραχυπρόθεσμα το γερμανοσοβιετικό σύμφωνο ήταν μια ευλογία για τον Κάρολο, δεδομένου ότι η Γερμανία είχε πλέον πρόσβαση στο σοβιετικό πετρέλαιο, γεγονός που μείωνε την πίεση στη Ρουμανία.
Όταν ξεκίνησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος με τη γερμανική και σοβιετική εισβολή στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου 1939, ακολουθούμενη από βρετανική και γαλλική κήρυξη πολέμου στη Γερμανία στις 3 Σεπτεμβρίου 1939, ο Κάρολος διακήρυξε ουδετερότητα. Με την ενέργειά του αυτή παραβίασε το γράμμα της συνθήκης συμμαχίας με την Πολωνία που είχε υπογράψει το 1921 και το πνεύμα της συνθήκης συμμαχίας που είχε υπογράψει με τη Γαλλία το 1926. Δικαιολόγησε την πολιτική του με το σκεπτικό ότι η ουδετερότητα έδινε τη μοναδική ελπίδα διατήρησης της ανεξαρτησίας της Ρουμανίας υπό το πρίσμα της συμμαχίας μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης που θεσπίστηκε με το Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ του Αυγούστου του 1939 και της Γαλλικής απροθυμίας να προβεί σε εισβολή στη Γερμανία. Όπως συνήθιζε, προσπάθησε να κρατήσει μια προσεκτική ισορροπία μεταξύ των ανταγωνιζόμενων μεγάλων δυνάμεων, αφενός υπογράφοντας μια νέα οικονομική συνθήκη με τη Γερμανία, ενώ αφετέρου επέτρεψε για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα στα πολωνικά στρατεύματα να περάσουν στη Ρουμανία χωρίς την κράτησή τους, όπως επιβαλλόταν από το διεθνές δίκαιο. Αντίθετα επετράπη στους Πολωνούς να ταξιδέψουν στην Κωνστάντζα για να επιβιβαστούν σε πλοία που τους μετέφεραν στη Μασσαλία, για να συνεχίσουν τον αγώνα κατά της Γερμανίας από τη Γαλλία. Το ρουμανικό προγεφύρωμα παρέμεινε βασική διαδρομή διαφυγής για χιλιάδες Πολωνούς στις αγωνιώδεις ημέρες του Σεπτέμβρη του 1939. Μόνο αφού έλαβε αρκετές οργισμένες καταγγελίες από τον Φαμπρίτσιους για τη διέλευση Πολωνών στρατιωτών στη Ρουμανία, ο Κάρολος τελικά άρχισε να θέτει υπό κράτηση τους Πολωνούς φυγάδες.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 1939 ο Πρωθυπουργός Τσελινέσκου δολοφονήθηκε από τη Σιδηρά Φρουρά με ένα σχέδιο οργανωμένο από το Βερολίνο, σβήνοντας έτσι την ισχυρότερη φιλοσυμμαχική φωνή μέσα στην καμαρίλα του Καρόλου. Την επόμενη μέρα οι εννέα δολοφόνοι του Τσελινέσκου εκτελέσθηκαν δημόσια χωρίς δίκη και την εβδομάδα 22-28 Σεπτεμβρίου 1939 άλλοι 242 Σιδηροφρουροί υπήρξαν θύματα εξωδικαστικών εκτελέσεων. Λόγω του πετρελαίου της, ο έλεγχος της πίστης της Ρουμανίας θεωρήθηκε μεγάλης αξίας και από τις δύο πλευρές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά τη διάρκεια του Ψευδοπολέμου 1939-40 η γερμανική κυβέρνηση έκανε ότι ήταν δυνατό για να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν περισσότερο ρουμανικό πετρέλαιο, ενώ η βρετανική και η γαλλική έκαναν ότι μπορούσαν για να μην πάει το ρουμανικό πετρέλαιο στη Γερμανία. Ειδικότερα οι Βρετανοί ξεκίνησαν μια ανεπιτυχή εκστρατεία για να σαμποτάρουν τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές και το δίκτυο μεταφοράς του ρουμανικού πετρελαίου στη Γερμανία.
Τον Ιανουάριο του 1940 ο Κάρολος εκφώνησε μια ομιλία στο ραδιόφωνο, όπου διακήρυξε ότι ο λαμπρός χειρισμός του στην εξωτερική πολιτική κράτησε τη Ρουμανία ουδέτερη και ασφαλή από τον κίνδυνο. Στην ίδια ομιλία ανακοίνωσε ότι επρόκειτο να κατασκευάσει μια γιγαντιαία αμυντική γραμμή γύρω από το βασίλειο και ως εκ τούτου οι φόροι έπρεπε να αυξηθούν για τη χρηματοδότησή της. Οι Ρουμάνοι ονόμασαν την προτεινόμενη γραμμή ειρωνικά "Γραμμή Iμαζινό", καθώς θεωρήθηκε ως μια καθαρά φανταστική εκδοχή της Γραμμής Μαζινό. Πολλοί από τους υπηκόους του Καρόλου υποψιάζονταν ότι τα χρήματα που προέκυψαν από τους υψηλότερους φόρους θα πήγαιναν στους ελβετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς του βασιλιά.
Μόνο στα τέλη Μαΐου του 1940, όταν η Γαλλία έχασε σαφώς τον πόλεμο, ο Κάρολος στράφηκε αποφασιστικά στην πλευρά του Άξονα. Την τελευταία περίοδο του Ψευδοπολέμου, αφού διεξήγαγε μια εκστρατεία αιματηρής καταστολής της Σιδηράς Φρουράς, που έφτασε στο απόγειό της μετά τη δολοφονία του Τσελινέσκου, ο Κάρολος άρχισε μια πολιτική προσέγγισης των επιζώντων ηγετών της Σιδηράς Φρουράς, καθώς αισθανόταν ότι μια «εξημερωμένη» Σιδηρά Φρουρά θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πηγή λαϊκής υποστήριξης. Τον Απρίλιο του 1940 κατέληξε σε συμφωνία με τον Βασίλε Νοβεάνου, ηγέτη της παράνομης Σιδηράς Φρουράς της Ρουμανίας, αλλά μόνο στις αρχές Μαΐου του 1940 ο Χόρια Σίμα, ηγέτης των εξόριστων Σιδηροφρουρών στη Γερμανία, πείστηκε να στηρίξει την κυβέρνηση. Στις 26 Μαΐου 1940 ο Σίμα επέστρεψε από τη Γερμανία στη Ρουμανία για να ξεκινήσει συνομιλίες με τον Στρατηγό Mιχαήλ Μορούζοφ της μυστικής υπηρεσίας σχετικά με τη συμμετοχή της Σιδηράς Φρουράς στην κυβέρνηση. Στις 28 Μαΐου 1940, όταν πληροφορήθηκε την παράδοση του Βελγίου, ο Κάρολος είπε στο Συμβούλιο του Στέμματος ότι η Γερμανία επρόκειτο να κερδίσει τον πόλεμο και έτσι η Ρουμανία έπρεπε να επανευθυγραμμίσει την εξωτερική και την εσωτερική πολιτική της με τους νικητές. Στις 13 Ιουνίου 1940 επετεύχθη συμφωνία που επέτρεψε στη Σιδηρά Φρουρά να ενταχθεί στο Εθνικό Μέτωπο Αναγέννησης (που μετονομάστηκε στο Κόμμα του Έθνους) με αντάλλαγμα σκληρότερους αντισημιτικούς νόμους. Στις 21 Ιουνίου 1940 η Γαλλία υπέγραψε ανακωχή με τη Γερμανία. Η ελίτ της Ρουμανίας ήταν για τόσο πολύ καιρό τόσο εμμονικά γαλλόφιλη, που η ήττα της Γαλλίας είχε ως αποτέλεσμα η ελίτ αυτή να υποτιμηθεί στα μάτια της κοινής γνώμης και να οδηγήσει σε ανάκαμψη της λαϊκής υποστήριξης για τη γερμανόφιλη Σιδηρά Φρουρά.
Εν μέσω αυτής της στροφής προς τη Σιδηρά Φρουρά και τη Γερμανία ήρθε μια βόμβα από τη Σοβιετική Ένωση. Στις 26 Ιουνίου 1940 η Σοβιετική Ένωση επέδωσε τελεσίγραφο ζητώντας από τη Ρουμανία να της παραδώσει την περιοχή της Βεσσαραβίας (που ανήκε στη Ρωσία μέχρι το 1918) και το βόρειο τμήμα της Βουκοβίνας (που δεν ανήκε ποτέ στη Ρωσία) στη Σοβιετική Ένωση. Απείλησε με πόλεμο εντός δύο ημερών αν απορριπτόταν το τελεσίγραφο. Ο Κάρολος προς στιγμήν σκέφθηκε να ακολουθήσει το παράδειγμα της Φινλανδίας το 1939, όταν αντιμετώπισε παρόμοιο σοβιετικό τελεσίγραφο, αλλά το αποτέλεσμα του Χειμερινού Πολέμου ήταν ελάχιστα ικανοποιητικό. Ο Κάρολος σκέφτηκε αρχικά να απορρίψει το τελεσίγραφο, αλλά όταν πληροφορήθηκε ότι ο Ρουμάνικος Στρατός δεν θα είχε καμμία δυνατότητα σε αναμέτρηση με τον Κόκκινο Στρατό, συμφώνησε να παραχωρήσει τη Βεσσαραβία και τη Βόρεια Βουκοβίνα στη Σοβιετική Ένωση. Ο Κάρολος απευθύνθηκε στο Βερολίνο για υποστήριξη ενάντια στο σοβιετικό τελεσίγραφο, μόνο για να του ζητηθεί να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις του Στάλιν. Η απώλεια των περιοχών αμαχητί στη Σοβιετική Ένωση θεωρήθηκε εθνική ταπείνωση από τον ρουμανικό λαό και αποτέλεσε τεράστιο πλήγμα για το κύρος του Καρόλου. Το 1940 η προσωπολατρεία του Καρόλου είχε φτάσει σε τέτοια ακραίο σημείο, που η απόσυρση από τη Βεσσαραβία και τη Βόρεια Βουκοβίνα χωρίς καμμία αντίσταση αποκάλυψε ότι ο Κάρολος ήταν τελικά ένας κοινός άνθρωπος.
Στις 28 Ιουνίου 1940 ο Σίμα εισήλθε στο υπουργικό συμβούλιο ως Υφυπουργός στο Υπουργείο Παιδείας. Την 1η Ιουλίου 1940 ο Κάρολος αποκήρυξε τόσο τη συμμαχία του 1926 με τη Γαλλία όσο και την αγγλο-γαλλική "εγγύηση" με ραδιοφωνική ομιλία, λέγοντας ότι στο εξής η Ρουμανία θα αναζητούσε τη θέση της στη γερμανοκρατούμενη «Νέα Τάξη» στην Ευρώπη. Την επόμενη μέρα κάλεσε μια γερμανική στρατιωτική αποστολή να εκπαιδεύσει τον ρουμανικό στρατό. Στις 4 Ιουλίου 1940 όρκισε μια νέα κυβέρνηση με επικεφαλής τον Iόν Τζιγκούρτου με τον Σίμα Υπουργό Τεχνών και Πολιτισμού. Ο Τζιγκούρτου ήταν ηγετική μορφή στο αντισημιτικό Εθνικό Χριστιανικό Κόμμα τη δεκαετία του 1930, εκατομμυριούχος επιχειρηματίας με πολλές διασυνδέσεις με τη Γερμανία και γνωστός γερμανόφιλος. Για όλους αυτούς τους λόγους ο Κάρολος ήλπιζε ότι έχοντας πρωθυπουργό τον Τζιγκούρτου θα αποσπούσε την ευαρέσκεια του Χίτλερ και έτσι θα απέτρεπε οποιαδήποτε περαιτέρω εδαφική απώλεια. Παράλληλα υπέγραψε μια νέα οικονομική συνθήκη με τη Γερμανία στις 8 Αυγούστου 1940, που τελικά έδωσε στους Γερμανούς την οικονομική κυριαρχία της Ρουμανίας και του πετρελαίου της, που αναζητούσαν όλη τη δεκαετία του 1930.
Αμέσως μετά, εμπνευόμενοι από το σοβιετικό παράδειγμα για την απόσπαση ρουμανικών εδαφών, οι Βούλγαροι ζήτησαν την επιστροφή της Δοβρουτσάς, μιας περιοχής που έχασαν στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο του 1913, ενώ οι Ούγγροι απαίτησαν την επιστροφή της Τρανσυλβανίας, που είχαν χάσει από τη Ρουμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Ρουμανία και η Βουλγαρία ξεκίνησαν συνομιλίες που κατέληξαν στη Συνθήκη της Κραϊόβα, που προέβλεπε την προσχώρηση της νότιας Δοβρουτσάς στη Βουλγαρία. Από την άλλη πλευρά ο Κάρολος αποδείχτηκε απρόθυμος να παραχωρήσει την Τρανσυλβανία και αν δεν υπήρχε η διπλωματική παρέμβαση της Γερμανίας και της Ιταλίας, η Ρουμανία και η Ουγγαρία θα κατέληγαν σε πόλεμο μεταξύ τους το καλοκαίρι του 1940. Ο Χίτλερ ανησυχούσε για την πιθανότητα ενός Ουγγρορουμανικού πολέμου, που φοβόταν ότι θα μπορούσε να οδηγήσει στην καταστροφή των πετρελαιοπηγών της Ρουμανίας ή σε σοβιετική κατοχή όλης της Ρουμανίας. Τότε ο Χίτλερ είχε ήδη εξετάσει σοβαρά το ενδεχόμενο εισβολής στη Σοβιετική Ένωση το 1941 και αν επρόκειτο να κάνει κάτι τέτοιο, θα χρειαζόταν ρουμανικό πετρέλαιο για τον στρατό του.
Η λύση που έδωσε ο Άξονας στην ουγγρορουμανική σύγκρουση ήταν η Δεύτερη Επιδίκαση της Βιέννης της 30ης Αυγούστου 1940. Με τη συμφωνία αυτή, ο Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ και ο Ιταλός ομόλογός του, Κόμης Γκαλεάτσο Τσιάνο, επέβαλαν η βόρεια Τρανσυλβανία να δοθεί στην Ουγγαρία ενώ η νότια Τρανσυλβανία να μείνει στη Ρουμανία. Αυτός ήταν ένας συμβιβασμός που άφησε βαθύτατα δυσαρεστημένους τόσο τη Βουδαπέστη όσο και το Βουκουρέστι. Για οικονομικούς λόγους η Ρουμανία ήταν πολύ πιο σημαντική για τον Χίτλερ από ότι η Ουγγαρία, αλλά η Ρουμανία είχε συμμαχήσει με τη Γαλλία από το 1926 και είχε φλερτάρει με την ένταξη στο εμπνευσμένο από τη Βρετανία "μέτωπο ειρήνης" το 1939, οπότε ο Χίτλερ Θεώρησε ότι η Ρουμανία άξιζε να τιμωρηθεί επειδή περίμενε τόσο πολύ ωσότου ευθυγραμμιστεί με τον Άξονα. Μετά την πτώση του Παρισιού τον Ιούνιο του 1940 οι Γερμανοί κατέλαβαν τα αρχεία του γαλλικού Υπουργείου Εξωτερικών και ήταν επομένως καλά ενημερωμένοι για τη διπλή γραμμή που ο Κάρολος είχε ακολουθήσει μέχρι την άνοιξη του 1940. Αποσπάσματα των ληφθέντων γαλλικών εγγράφων μεταφράστηκαν στα γερμανικά για να τα διαβάσει ο Χίτλερ (που δεν γνώριζε άλλη γλώσσα εκτός από τη μητρική του Γερμανική), που διαπίστωσε τις προσπάθειες του Καρόλου να σφυρηλατήσει στενότερους δεσμούς με τη Γαλλία και ταυτόχρονα να διακηρύξει τη φιλία του προς τη Γερμανία. Μαζί με την Επιδίκαση της Βιέννης ο Χίτλερ προσέφερε στον Κάρολο μια "εγγύηση" της απομένουσας Ρουμανίας έναντι περαιτέρω εδαφικών απωλειών, που ο Κάρολος δέχτηκε αμέσως.
Στο μεταξύ ο Κάρολος είχε φυλακίσει τον Στρατηγό Ιόν Αντονέσκου στις 9 Ιουλίου 1940, όταν ο τελευταίος επέκρινε τον βασιλιά, κατηγορώντας ότι η διαφθορά της βασιλικής κυβέρνησης ήταν υπεύθυνη για την στρατιωτική υστέρηση της Ρουμανίας και επομένως την απώλεια της Βεσσαραβίας. Τόσο ο Φαμπρίτσιους όσο και ο Χέρμαν Νόιμπαχερ, υπεύθυνος για την υλοποίηση του Τετραετούς Σχεδίου στα Βαλκάνια, παρενέβησαν στον Κάρολο, λέγοντας ότι ο «τυχαίος θάνατος» του Αντονέσκου ή «ο πυροβολισμός του ενώ θα προσπαθούσε να δραπετεύσει» θα «έκανε πολύ άσχημη εντύπωση στη Γερμανική ηγεσία", καθώς ο Αντονέσκου ήταν γνωστός ως ηγετικός υποστηρικτής μιας συμμαχίας με τη Γερμανία. Στις 11 Ιουλίου 1940 ο Κάρολος απελευθέρωσε τον Αντονέσκου, αλλά τον έθεσε σε κατ' οίκον περιορισμό στη Μονή Μπίστριτσα.
Η αποδοχή της Δεύτερης Επιδίκασης της Βιέννης αποξένωσε εντελώς τον Κάρολο από τον λαό του και στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1940 ξέσπασαν τεράστιες διαδηλώσεις σε όλη τη Ρουμανία ζητώντας την παραίτησή του. Την 1η Σεπτεμβρίου 1940 ο Σίμα, που παραιτήθηκε από την κυβέρνηση, με μια ομιλία του κάλεσε τον Κάρολο να παραιτηθεί και η Σιδηρά Φρουρά συνέβαλε στην προσπάθεια να εκβιασθεί η παραίτηση του βασιλιά μέσω διαδηλώσεων. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1940 ο Βάλερ Ποπ, αυλικός και σημαντικό μέλος της καμαρίλας, κάλεσε αρχικά τον Κάρολο να διορίσει τον Στρατηγό Ιόν Αντονέσκου πρωθυπουργό για να επιλύσει την κρίση. Οι λόγοι της συμβουλής του Ποπ στον Κάρολο να διορίσει τον Αντονέσκου πρωθυπουργό ήταν εν μέρει η συμπάθεια του Αντονέσκου προς τη Σιδηρά Φρουρά και η φυλάκισή του από τον Κάρολο, που του έδινε αξιοπιστία ως αντιπολιτευόμενου προσώπου. Ο Ποπ γνώριζε επίσης ότι ο Αντονέσκου, παρά τη συνάφειά του με τα ιδανικά της Σιδηράς Φρουράς, ήταν μέλος της ρουμανικής ελίτ και ποτέ δεν θα στρεφόταν εναντίον της. Καθώς όλο και μεγαλύτερα πλήθη άρχισαν να συγκεντρώνονται έξω από το βασιλικό παλάτι για να ζητήσουν την παραίτηση του βασιλιά, ο Κάρολος εξέτασε τη συμβουλή του Ποπ, αλλά ήταν απρόθυμος να κάνει τον Αντονέσκου πρωθυπουργό. Ο Ποπ φοβόταν ότι η Ρουμανία ήταν στα πρόθυρα μιας επανάστασης που θα μπορούσε να σαρώσει όχι μόνο το βασιλικό καθεστώς αλλά και την ελίτ που κυριαρχούσε στη χώρα από τον 19ο αιώνα. Για να ασκήσει περαιτέρω πίεση στον Κάρολο ο Ποπ συναντήθηκε με τον Φαμπρίτσιους τη νύχτα της 4ης Σεπτεμβρίου 1940 για να του ζητήσει να πει στον Κάρολο ότι η Γερμανία ήθελε τον Αντονέσκου πρωθυπουργό. Αυτό οδήγησε τον Φαμπρίτσιους να καλέσει τον Κάρολο και να του πει να διορίσει πρωθυπουργό τον στρατηγό. Από την πλευρά του ο φιλόδοξος στρατηγός Αντονέσκου, που από καιρό εποφθαλμιούσε την πρωθυπουργία, ξαφνικά άρχισε να υποβαθμίζει τη μακρόχρονη αντιπάθεια του προς τον Κάρολο και υποστήριξε ότι ήταν έτοιμος να παραβλέψει τις παρεξηγήσεις και διαμάχες του παρελθόντος. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1940 ο Αντονέσκου έγινε πρωθυπουργός και ο Κάρολος του μεταβίβασε τις περισσότερες από τις δικτατορικές του εξουσίες. Ως πρωθυπουργός ο Αντονέσκου ήταν αποδεκτός τόσο από τη Σιδηρά Φρουρά όσο και από την παραδοσιακή ρουμανική ελίτ. Ο Κάρολος σχεδίαζε να παραμείνει βασιλιάς μετά τον διορισμό του Αντονέσκου και αρχικά ο Αντονέσκου δεν υποστήριξε τη λαϊκή απαίτηση για την παραίτησή του. Αλλά όταν ο Αντονέσκου έγινε Πρωθυπουργός είχε αδύναμη πολιτική βάση. Ως αξιωματικός του στρατού, ο Αντονέσκου ήταν πολύ αντιπαθής μεταξύ των συναδέλφων του αξιωματικών, κυρίως λόγω της αλαζονείας και της πολύ κακής του ιδιοσυγκρασίας. Οι σχέσεις του Αντονέσκου με τους πολιτικούς δεν ήταν καλύτερες και ήταν αρχικά απρόθυμος να κινηθεί εναντίον του βασιλιά μέχρι να αποκτήσει κάποιους πολιτικούς συμμάχους. Ο Κάρολος διέταξε τον Αντονέσκου και τον Στρατηγό Ντουμίτρου Κοροάμα, που διοικούσε τα στρατεύματα στο Βουκουρέστι, να πυροβολήσουν τους διαδηλωτές μπροστά από τα βασιλικά ανάκτορα, εντολή που και οι δύο αρνήθηκαν να υπακούσουν. Μόνο στις 6 Σεπτεμβρίου 1940, όταν ο Αντονέσκου έμαθε για ένα σχέδιο δολοφονίας του, οργανωμένο από ένα άλλο μέλος της καμαρίλας, τον Στρατηγό Πάουλ Τεοντορέσκου, εντάχθηκε και αυτός στους απαιτούντες την παραίτηση του Καρόλου. Με την κοινή γνώμη έντονα εναντίον του και με τον στρατό να αρνείται να υπακούσει στις εντολές του, ο Κάρολος αναγκάστηκε να παραιτηθεί.
Αναγκασμένος από τη Σοβιετική και στη συνέχεια Ουγγρική, Βουλγαρική και Γερμανική πίεση να παραδώσει τμήματα του βασιλείου του σε ξένη κυριαρχία, ο Κάρολος τελικά υπερκεράστηκε από τη φιλογερμανική κυβέρνηση του Ιόν Αντονέσκου και παραιτήθηκε υπέρ του γιου του Μιχαήλ τον Σεπτέμβριο του 1940. Αυτοεξορίσθηκε με τη Λουπέσκου, αρχικά στο Μεξικό, ενώ τελικά εγκαταστάθηκε στην Πορτογαλία. Στην Πόλη του Μεξικού αγόρασε ένα σπίτι σε μια από τις ακριβότερες περιοχές της πόλης. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Κάρολος προσπάθησε να δημιουργήσει ένα κίνημα της Ελεύθερης Ρουμανίας με έδρα το Μεξικό, για να ανατρέψει τον Στρατηγό Αντονέσκου. Ο Κάρολος ήλπιζε ότι το κίνημα της Ελεύθερης Ρουμανίας θα αναγνωριζόταν ως εξόριστη κυβέρνηση και τελικά θα οδηγούσε στην αποκατάστασή του ως βασιλιά. Αλλά το πλησιέστερο σημείο αναγνώρισης του κινήματος της Ελεύθερης Ρουμανίας ήταν το 1942, όταν ο Πρόεδρος (1940-1946) του Μεξικού Μανουέλ Αβίλα Καμάτσο επέτρεψε στον Κάρολο να σταθεί δίπλα του ενώ επιθεωρούσε τα στρατεύματά του. Ο Κάρολος θα ήθελε να ενεργεί με βάση τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά η αμερικανική κυβέρνηση του αρνήθηκε την άδεια εισόδου στη χώρα. Ηταν πάντως σε επαφή με δυο Ορθόδοξους ιερείς που ζούσαν στο Σικάγο και οργάνωσαν μια ανεπιτυχή εκστρατεία στη ρουμανοαμερικανική κοινότητα για να πιέσουν την αμερικανική κυβέρνηση να αναγνωρίσει την επιτροπή «ελεύθερης Ρουμανίας» ως νόμιμη κυβέρνηση της Ρουμανίας. Για να προωθήσει την υπόθεσή του, ο Κάρολος εξέδωσε ένα περιοδικό στην Αμερική (The Free Romanian) και αρκετά βιβλία τόσο στα ρουμανικά όσο και στα αγγλικά.
Ένα σημαντικό πρόβλημα για τις προσπάθειες του Καρόλου να κινητοποιήσει τη ρουμανοαμερικανική κοινότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ο νόμος του 1924 για τον έλεγχο της μετανάστευσης, που μείωσε δραστικά τη μετανάστευση από την Ανατολική Ευρώπη. Ως εκ τούτου η πλειοψηφία των Ρουμανοαμερικανών στη δεκαετία του 1940 ήταν είτε άνθρωποι που μετανάστευσαν πριν από το 1924 είτε τα παιδιά τους. Και στις δύο περιπτώσεις ο Κάρολος δεν σήμαινε πολλά γι' αυτούς. Επιπλέον πολλοί Ρουμανοαμερικανοί ήταν Εβραίοι που δεν είχαν ξεχάσει ότι ο Κάρολος είχε διορίσει τον αντισημιτικό φανατικό Γκόγκα πρωθυπουργό το 1937. Για να βελτιώσει την εικόνα του για τους Εβραίους, ο Κάρολος έπεισε τον Λέον Φίσερ, πρώην αντιπρόεδρο της Ένωσης Ρουμάνων Εβραίων της Αμερικής, να γράψει άρθρα για λογαριασμό του σε αμερικανικά εβραϊκά περιοδικά που απεικόνιζαν τον πρώην βασιλιά ως φίλο και προστάτη των Εβραίων και εχθρό του αντισημιτισμού. Η αντίδραση στα άρθρα του Φίσερ ήταν συντριπτικά αρνητική, με πλημμύρα επιστολών στον συντάκτη που διαμαρτύρονταν έντονα ότι ο Κάρολος υπέγραψε όλους τους νόμους του Γκόγκα που αφαίρεσαν τη ρουμανική ιθαγένεια από τους Εβραίους, κατέστησαν παράνομη για τους Ρουμάνους Εβραίους την ιδιοκτησία γης και μετοχών σε δημόσιες επιχειρήσεις και την εργασία ως δικηγόρων, γιατρών, εκπαιδευτικών κλπ. Επιπλέον οι συγγραφείς των επιστολών σημείωναν ότι ο Κάρολος διατήρησε τους νόμους αυτούς σε ισχύ και μετά την απόλυση του Γκόγκα.
Οι προσπάθειες του Καρόλου για την αναγνώριση της επιτροπής του για την Ελεύθερη Ρουμανία ως εξόριστης κυβέρνησης δεν τελεσφορούσαν λόγω της αντιδημοτικότητάς του στην πατρίδα του, με πολλούς Βρετανούς και Αμερικανούς διπλωμάτες να υποστηρίζουν ότι η στήριξη του πρώην βασιλιά πιθανόν να αύξανε τη λαϊκή υποστήριξη προς τον Στρατηγό Αντονέσκου. Εκτός αυτού υπήρχε μια αντίπαλη επιτροπή Ελεύθερης Ρουμανίας με επικεφαλής τον Βιορέλ Τιλέα και έδρα το Λονδίνο, που ήθελε να μην έχει καμμία σχέση με την επιτροπή του Καρόλου στην Πόλη του Μεξικού. Ο Τιλέα είχε υποστηρίξει τη Σιδηρά Φρουρά ως φοιτητής πανεπιστημίου τη δεκαετία του 1930, αλλά άλλαξε απόψεις αφού παρακολούθησε το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ στην Αγγλία με πρόγραμμα φοιτητικών ανταλλαγών και ήρθε σε ρήξη με τη Σιδηρά Φρουρά. Όταν ο Στρατηγός Αντονέσκου ορκίστηκε πρωθυπουργός της Ρουμανίας το 1940, ο Τιλέα παραιτήθηκε από πρέσβης της Ρουμανίας στο Λονδίνο σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Αργότερα το 1940 ο Τιλέα ίδρυσε την επιτροπή του Ελεύθερης Ρουμανίας στο Λονδίνο, που προσέλκυσε την υποστήριξη πολλών Ρουμάνων αυτοεξόριστων, που εγκατέλειψαν το καθεστώς του Αντονέσκου. Η Ελεύθερη Επιτροπή του Τιλέα δεν αναγνωρίστηκε επισήμως από τη βρετανική κυβέρνηση, αλλά ήταν γνωστό ότι είχε την υποστήριξη της Βρετανίας και ήταν πολύ κοντά στην πολωνική εξόριστη κυβέρνηση, ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο οι Βρετανοί απέρριψαν την αντίπαλη επιτροπή Ελεύθερης Ρουμανίας του Καρόλου με έδρα την Πόλη του Μεξικού, που έτεινε να προσελκύει τη στήριξη μόνο εκείνων των Ρουμάνων, που ήταν στενά συνδεδεμένοι με την καμαρίλα του βασιλιά. Η επιτροπή του Τιλέα είχε ένα γραφείο στην Κωνσταντινούπολη που έστελνε συχνά επιστολές σε ασφαλές σπίτι στο Βουκουρέστι, όπου ανταλλάσσονταν μηνύματα με έναν από τους πρώην πρωθυπουργούς του Καρόλου, τον Κονσταντίν Αργκετοϊάνου, που με τη σειρά του ενεργούσε ως εκπρόσωπος όσων αντιτάσσονταν στον Αντονέσκου. Ο Αργκετοϊάνου ανέφερε ότι ο Βασιλιάς Μιχαήλ ήταν αντίθετος στο καθεστώς Αντονέσκου και ήθελε να πραγματοποιήσει πραξικόπημα για να ανατρέψει τον Αντονέσκου, περιμένοντας μόνο να εισβάλουν οι σύμμαχοι στα Βαλκάνια. Ο Στρατηγός Αντονέσκου ήταν ο δικτάτορας, αλλά οι Ρουμάνοι αξιωματικοί του στρατού είχαν ορκιστεί πίστη στον βασιλιά, οπότε δικαίως πίστευαν στο Λονδίνο ότι ο Ρουμανικός Στρατός θα έπαιρνε το μέρος του βασιλιά εναντίον του πρωθυπουργού, αν οι δύο έρχονταν σε σύγκρουση. Οι Βρετανοί είχαν την άποψη ότι η σύνδεσή τους με την εκστρατεία του Καρόλου να εκθρονίσει για άλλη μια φορά τον γιο του θα περιέπλεκε μόνο τις σχέσεις τους με τον Βασιλιά Μιχαήλ.
Ο Κάρολος και η Μάγδα Λουπέσκου παντρεύτηκαν στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας στις 3 Ιουνίου 1947 και η Μάγδα αυτοονομάστηκε Πριγκίπισσα Eλένη των Χοεντσόλερν. Το 1947, μετά την επικράτηση στη Ρουμανία των κομμουνιστών, δημιουργήθηκε μια Ρουμανική Εθνική Επιτροπή για να αντιταχθεί στο κομμουνιστικό καθεστώς. Οι προσπάθειες του Καρόλου να ενταχθεί στη Ρουμανική Εθνική Επιτροπή απορρίφθηκαν, καθώς όλες οι παρατάξεις αντιτάχθηκαν σε αυτόν και οι Ρουμάνοι μοναρχικοί στην επιτροπή κατέστησαν σαφές ότι θεωρούσαν τον Βασιλιά Μιχαήλ και όχι τον πατέρα του νόμιμο βασιλιά της Ρουμανίας. Ο Κάρολος παρέμεινε στην εξορία για το υπόλοιπο της ζωής του. Ποτέ δεν είδε τον γιο του, τον Βασιλιά Μιχαήλ, μετά την αναχώρηση του το 1940 από τη Ρουμανία. Ο Μιχαήλ δεν έβρισκε κανένα λόγο να συναντήσει τον πατέρα του, που είχε ταπεινώσει τη μητέρα του τόσες φορές με τις εξωσυζυγικές σχέσεις του, ώστε δεν παρέστη ούτε στην κηδεία του.
Ο Κάρολος πέθανε στο Εστορίλ της Πορτογαλίας το 1953. Η σορός του τοποθετήθηκε μέσα στο Βασιλικό Πάνθεον του Οίκου των Μπραγκάνσα στη Λισαβόνα. Τα λείψανά του επιστράφηκαν τελικά το 2003 στο μοναστήρι Κούρτεα ντε Άργκες [Curtea de Argeș] στη Ρουμανία, τόπο ταφής των Ρουμάνων βασιλέων, με αίτηση και δαπάνη της κυβέρνησης της Ρουμανίας. Βρίσκονται έξω από τον καθεδρικό ναό, τόπο ταφής των Ρουμάνων βασιλέων & βασιλισσών, καθώς η Ελένη δεν είχε βασιλικό αίμα. Κανείς από τους γιους του δεν συμμετείχε στην τελετή. Ο βασιλιάς Μιχαήλ εκπροσωπήθηκε από την κόρη του, Πριγκίπισσα Μαργαρίτα και τον σύζυγό της, Πρίγκιπα Ράντου της Ρουμανίας.
Στον Κάρολ Λαμπρίνο (τον μεγαλύτερο γιο του) απαγορευόταν από το 1940 να εισέλθει στη ρουμανική επικράτεια, αλλά ένα ρουμανικό δικαστήριο τον κήρυξε νόμιμο γιο το 2003 και έτσι επισκέφθηκε το Βουκουρέστι τον Νοέμβριο του 2005, λίγο πριν τον θάνατό του.
Νυμφεύτηκε μοργανατικά το 1918 τη Ζίζι Λαμπρίνο και είχε τέκνο:
Ο γάμος ακυρώθηκε το 1919. Ο Κάρολος Β΄ νυμφεύτηκε το 1921 την Ελένη πριγκίπισσα της Ελλάδας, κόρη του Κωνσταντίνου Α΄ της Ελλάδας και είχε τέκνο:
Διαζεύχθηκαν το 1928 και ο Κάρολος Β΄ νυμφεύτηκε μοργανατικά το 1947 τη Μάγδα Λουπέσκου. Δεν απέκτησαν απογόνους.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.