From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Μιχαήλ Α΄ (ρουμανικά: Mihai Ι, 25 Οκτωβρίου 1921 - 5 Δεκεμβρίου 2017[1]) ήταν βασιλιάς της Ρουμανίας από τις 20 Ιουλίου 1927 έως τις 8 Ιουνίου 1930 και πάλι από τις 6 Σεπτεμβρίου 1940 έως την παραίτησή του στις 30 Δεκεμβρίου 1947.[2] Το 1947 αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την κυβέρνηση που ελεγχόταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρουμανίας.[3]
Μιχαήλ Α΄ της Ρουμανίας Mihai I | |
---|---|
Ο Μιχαήλ το 1947 | |
Βασιλιάς της Ρουμανίας | |
Περίοδος | 20 Ιουλίου 1927 – 8 Ιουνίου 1930 |
Προκάτοχος | Φερδινάνδος της Ρουμανίας |
Διάδοχος | Κάρολος Β΄ της Ρουμανίας |
Βασιλιάς της Ρουμανίας | |
Περίοδος | 6 Σεπτεμβρίου 1940 – 30 Δεκεμβρίου 1947 |
Στέψη | 6 Σεπτεμβρίου 1940 |
Προκάτοχος | Κάρολος Β΄ της Ρουμανίας |
Διάδοχος | - |
Γέννηση | 25 Οκτωβρίου 1921 Σινάια, Ρουμανία |
Θάνατος | 5 Δεκεμβρίου 2017 (96 ετών) |
Σύζυγος | Άννα των Βουρβόνων-Πάρμας |
Επίγονοι | Μαργαρίτα της Ρουμανίας Ελένη της Ρουμανίας Ειρήνη Γουόλκερ Σοφία της Ρουμανίας Μαρία της Ρουμανίας (1964) |
Οίκος | Οίκος του Χοεντσόλερν-Ζίγκμαρινγκεν |
Πατέρας | Κάρολος Β΄ της Ρουμανίας |
Μητέρα | Ελένη της Ελλάδας |
Θρησκεία | Ορθόδοξος Χριστιανός |
Υπογραφή | |
Θυρεός | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Λίγο μετά τη γέννησή του, ο πατέρας του Μιχαήλ Πρίγκιπας Κάρολος είχε εμπλακεί σε μια αμφιλεγόμενη σχέση με τη Μάγκντα Λουπέσκου. Το 1925 ο Κάρολος τελικά πιέστηκε να παραιτηθεί από τα δικαιώματά του στον θρόνο και αυτοεξορίστηκε στο Παρίσι με τη Λουπέσκου. Το 1927 ο Μιχαήλ ανέβηκε στον θρόνο μετά τον θάνατο του παππού του, Φερδινάνδου Α΄. Καθώς ήταν ακόμα ανήλικος, δημιουργήθηκε ένα συμβούλιο αντιβασιλείας που απαρτιζόταν από τον θείο του Πρίγκιπα Νικόλαο, τον Πατριάρχη Μίρον Κρίστεα και τον πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Γκεόργκε Μπουζντουγκάν. Το συμβούλιο αποδείχθηκε αναποτελεσματικό και το 1930 ο Κάρολος επέστρεψε στη Ρουμανία και αντικατέστησε ως βασιλιάς τον γιο του. Έτσι ο Μιχαήλ ξαναέγινε διάδοχος του θρόνου και του δόθηκε ο πρόσθετος τίτλος του Μεγάλου Βοεβόδα της Άλμπα Ιούλια.
Ο Κάρολος Β΄ εκθρονίστηκε το 1940 και ο Μιχαήλ έγινε και πάλι βασιλιάς. Υπό την κυβέρνηση του στρατιωτικού δικτάτορα Ιόν Αντονέσκου η Ρουμανία ευθυγραμμίστηκε με τη Ναζιστική Γερμανία. Το 1944 ο Μιχαήλ συμμετείχε σε πραξικόπημα εναντίον του Αντονέσκου, διόρισε τον Κονσταντίν Σανατέσκου ως αντικαταστάτη του και στη συνέχεια διακήρυξε τη συμμαχία του με τους Συμμάχους. Τον Μάρτιο του 1945 πολιτικές πιέσεις ανάγκασαν τον Μιχαήλ να διορίσει μια φιλοσοβιετική κυβέρνηση με επικεφαλής τον Πέτρου Γκρόζα. Από τον Αύγουστο του 1945 έως τον Ιανουάριο του 1946 ο Μιχαήλ έκανε «βασιλική απεργία» και προσπάθησε ανεπιτυχώς να αντιταχθεί στην ελεγχόμενη από τους Κομμουνιστές κυβέρνηση του Γκρόζα, αρνούμενος να υπογράψει και να εγκρίνει τα διατάγματά της. Τον Νοέμβριο ο Μιχαήλ παρέστη στον γάμο των εξαδέλφων του, της μελλοντικής Βασίλισσας Ελισάβετ Β΄ του Ηνωμένου Βασιλείου και του Πρίγκιπα Φίλιππου της Ελλάδας στο Λονδίνο. Λίγο αργότερα, το πρωί της 30ής Δεκεμβρίου 1947, ο Γκρόζα ζήτησε συνάντηση με τον Μιχαήλ, τον οποίο ανάγκασε να παραιτηθεί. Ο Μιχαήλ αναγκάστηκε να εξοριστεί, δημεύτηκε η περιουσία του και του αφαιρέθηκε η ιθαγένεια. Παντρεύτηκε την Πριγκίπισσα Άννα των Βουρβόνων-Πάρμας το 1948, με την οποία απέκτησε πέντε κόρες, ενώ τελικά εγκαταστάθηκε στην Ελβετία.
Η κομμουνιστική δικτατορία του Νικολάε Τσαουσέσκου κατέρρευσε το 1989 και τον επόμενο χρόνο ο Μιχαήλ επιχείρησε να επιστρέψει στη Ρουμανία αλλά συνελήφθη και αναγκάστηκε να φύγει κατά την άφιξή του. Το 1992 του επετράπη να επισκεφθεί τη Ρουμανία για το Πάσχα, οπότε τον υποδέχτηκαν τεράστια πλήθη. Μια ομιλία που έδωσε από το παράθυρο του ξενοδοχείου του συγκέντρωσε περίπου ένα εκατομμύριο ανθρώπους στο Βουκουρέστι. Ενοχλημένη από τη δημοτικότητα του Μιχαήλ η κυβέρνηση αρνήθηκε να του επιτρέψει περαιτέρω επισκέψεις. Το 1997, μετά την ήττα του Ιλιέσκου από τον Εμίλ Κονσταντινέσκου, επαναχορηγήθηκε στον Μιχαήλ η ιθαγένεια και του επετράπη να επισκεφθεί και πάλι τη Ρουμανία. Μεγάλο μέρος της περιουσίας του, όπως το Ανάκτορο της Ελισάβετ, επεστράφη τελικά στην οικογένειά του.
Ήταν ο τελευταίος επιζών μονάρχης και αρχηγός κράτους από τον Μεσοπόλεμο. Παρόλο που ονομαζόταν συχνά ο τελευταίος αρχηγός κράτους που επιβίωνε από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο[4], αυτό αγνοούσε την παιδική βασιλεία του Συμεών Β΄ της Βουλγαρίας και του 14ου Δαλάι Λάμα του Θιβέτ.
Ο Μιχαήλ γεννήθηκε στο Κάστρο Φοϊσόρ, στη Σινάια της Ρουμανίας, γιος του Κάρολου Β΄ της Ρουμανίας, τότε Πρίγκιπα του Στέμματος (διαδόχου) της Ρουμανίας και της 2ης εξαδέλφης αυτού Ελένης πριγκίπισσας της Ελλάδας. Γεννήθηκε ως εγγονός του τότε Βασιλιά Φερδινάνδου της Ρουμανίας. Όταν ο πατέρας του Κάρολος το έσκασε με την ερωμένη του Έλενα "Mάγδα" Λουπέσκου και παραιτήθηκε από τα δικαιώματά του στον θρόνο τον Δεκέμβριο του 1925, ο Μιχαήλ ανακηρύχθηκε άμεσος διάδοχός του και ανέβηκε στον θρόνο της Ρουμανίας μετά τον θάνατο του παππού του, Φερδινάνδου τον Ιούλιο του 1927.
Μια αντιβασιλεία που περιλάμβανε τον θείο του, Πρίγκιπα Nικόλαο, τον Πατριάρχη Μίρον Κριστέα και τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου της χώρας (Γκεόργκε Μπουζντουγκάν, από τον Οκτώβριο του 1929 Κονσταντίν Σερετεάνου) ενεργούσε για λογαριασμό του πεντάχρονου Μιχαήλ, όταν διαδέχθηκε τον Φερδινάνδο το 1927. Το 1930 ο Κάρολος Β΄ επέστρεψε στη χώρα μετά από πρόσκληση των πολιτικών, που ήταν δυσαρεστημένοι με την Αντιβασιλεία και ανακηρύχθηκε βασιλιάς από το Κοινοβούλιο, που όρισε τον Μιχαήλ διάδοχο του θρόνου με τον τίτλο "Μεγάλος Βοεβόδας της Άλμπα Ιούλια". Τον Νοέμβριο του 1939 ο Μιχαήλ έγινε μέλος της Ρουμανικής Γερουσίας, καθώς το Σύνταγμα του 1938 του εξασφάλιζε μια έδρα εκεί στην ηλικία των δεκαοκτώ.
Τον Σεπτέμβριο του 1940 το γερμανόφιλο αντιμπολσεβικικό καθεστώς του πρωθυπουργού Στρατάρχη Ιόν Αντονέσκου οργάνωσε πραξικόπημα εναντίον του Καρόλου Β΄, που ο Στρατάρχης υποστήριζε ότι ήταν "αντιγερμανός". Ο Αντονέσκου ανέστειλε το Σύνταγμα, διέλυσε το Κοινοβούλιο και επανέφερε ως βασιλιά τον 18χρονο Μιχαήλ, με τη λαϊκή αναγνώριση. Αν και το Σύνταγμα αποκαταστάθηκε το 1944 και το Κοινοβούλιο της Ρουμανίας το 1946 ο Μιχαήλ ούτε μεταγενέστερα έδωσε επίσημο όρκο, ούτε η βασιλεία του εγκρίθηκε αναδρομικά από το Κοινοβούλιο. Ο Μιχαήλ στέφθηκε με το Ατσάλινο Στέμμα και χρίσθηκε Βασιλιάς της Ρουμανίας από τον Ορθόδοξο Πατριάρχη της Ρουμανίας Νικόδημο Μουντιάνου στον Πατριαρχικό Καθεδρικό ναό του Βουκουρεστίου την ημέρα της ανάρρησής του, 6 Σεπτεμβρίου 1940. Παρά το γεγονός ότι ο Βασιλιάς Μιχαήλ ήταν τυπικά η Ανώτατη Αρχή του Στρατού και είχε το δικαίωμα να διορίζει τον Πρωθυπουργό με πλήρεις εξουσίες, ονομαζόμενος 'Ηγέτης του λαού' (Conducător), στην πραγματικότητα αναγκάστηκε να παραμείνει μόνο κατ' όνομα μέχρι τον Αύγουστο του 1944. Ο Μιχαήλ γευμάτισε δύο φορές με τον Αδόλφο Χίτλερ με τον πατέρα του στη Βαυαρία το 1937 και με τη μητέρα του στο Βερολίνο το 1941 και συναντήθηκε επίσης με τον Μπενίτο Μουσολίνι το 1941 στην Ιταλία.
Το 1944 ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος εξελισσόταν αρνητικά για τις δυνάμεις του Άξονα αλλά ο Ιον Αντονέσκου εξακολουθούσε να ελέγχει τη Ρουμανία. Τον Αύγουστο του 1944 η Σοβιετική κατάκτηση της Ρουμανίας είχε γίνει αναπόφευκτη, αναμενόμενη σε λίγους μήνες. Στις 23 Αυγούστου 1944 ο Μιχαήλ συμμετείχε με τους συμμαχόφιλους πολιτικούς, πολλούς αξιωματικούς του στρατού και ένοπλους κομμουνιστές πολίτες σε πραξικόπημα εναντίον του Αντονέσκου. Ο Βασιλιάς Μιχαήλ διέταξε τη σύλληψή του από τη φρουρά των βασιλικών ανακτόρων. Την ίδια νύχτα ο νέος Πρωθυπουργός, Γενικός Εισαγγελέας Κονσταντίν Σενετέσκου - που διορίστηκε από τον Βασιλιά Μιχαήλ - ανέθεσε τη φρούρηση του Αντονέσκου στους κομμουνιστές (παρά τις υποτιθέμενες οδηγίες για το αντίθετο από τον βασιλιά), οι οποίοι τον παρέδωσαν στους Σοβιετικούς. Την 1η Σεπτεμβρίου σε μια ραδιοφωνική εκπομπή προς το ρουμανικό έθνος και τον στρατό, ο Μιχαήλ ανακοίνωσε κατάπαυση του πυρός, καθώς ο Κόκκινος Στρατός διασπούσε το μέτωπο της Μολδαβίας, διακήρυξε τη νομιμοφροσύνη της Ρουμανίας στους Συμμάχους, ανακοίνωσε την αποδοχή της ανακωχής που προσέφεραν το Ηνωμένο Βασίλειο, οι Ηνωμένες Πολιτείες και η ΕΣΣΔ και κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία. Ωστόσο αυτό δεν απέτρεψε μια σύντομη σοβιετική κατοχή και σύλληψη περίπου 130.000 Ρουμάνων στρατιωτών, που μεταφέρθηκαν στη Σοβιετική Ένωση όπου πολλοί έχασαν τη ζωή τους σε στρατόπεδα-φυλακές. Αν και η συμμαχία της χώρας με τους Ναζί τερματίστηκε, το πραξικόπημα επέσπευσε την προέλαση του Κόκκινου Στρατού στη Ρουμανία. Η ανακωχή υπογράφηκε τρεις εβδομάδες αργότερα στις 12 Σεπτεμβρίου 1944, υπό όρους που ουσιαστικά υπαγόρευσαν οι Σοβιετικοί. Σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής η Ρουμανία αναγνώρισε την ήττα της από την ΕΣΣΔ και τέθηκε υπό την κατοχή των Συμμαχικών δυνάμεων, με τους Σοβιετικούς ως εκπροσώπους τους να ελέγχουν τα μέσα ενημέρωσης, τις επικοινωνίες, τα ταχυδρομεία και την πολιτική διοίκηση στα μετόπισθεν. Το πραξικόπημα ουσιαστικά σήμαινε συνθηκολόγηση, άνευ όρων παράδοση. Έχει υποστηριχθεί ότι το πραξικόπημα μπορεί να συντόμευσε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά έξι μήνες, σώζωντας έτσι εκατοντάδες χιλιάδες ζωές.
Στο τέλος του πολέμου απονεμήθηκε στον βασιλιά Μιχαήλ ο ανώτατος βαθμός της Λεγεώνας της Τιμής από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Χάρυ Τρούμαν. Τιμήθηκε επίσης με το Σοβιετικό Παράσημο της Νίκης από τον Ιωσήφ Στάλιν "για τη θαρραλέα πράξη της ριζικής αλλαγής της πολιτικής της Ρουμανίας, ρήξης με τη Γερμανία του Χίτλερ και συμμαχίας με τα Ενωμένα Έθνη, τη στιγμή που δεν υπήρχε ακόμη σαφής ένδειξη για την ήττα της Γερμανίας", σύμφωνα με την επίσημη περιγραφή κατά την απονομή. Με τον θάνατο του Μιχαήλ Ρόλα-Ζυμιέρσκι το 1989, ο Μιχαήλ απέμεινε ο μόνος επιζών τιμηθείς με το Παράσημο της Νίκης.
Τον Μάρτιο του 1945 πολιτικές πιέσεις ανάγκασαν τον Βασιλιά Μιχαήλ να διορίσει μια φιλοσοβιετική κυβέρνηση με επικεφαλής τον Πέτρου Γκρόζα. Τα επόμενα δύο χρόνια ο Μιχαήλ λειτούργησε πάλι ως διακοσμητικό στοιχείο. Από τον Αύγουστο του 1945 έως τον Ιανουάριο του 1946, κατά τη διάρκεια της αργότερα γνωστής ως «βασιλικής απεργίας», ο Βασιλιάς Μιχαήλ προσπάθησε ανεπιτυχώς να αντιταχθεί στην κυβέρνηση Γκρόζα, αρνούμενος να υπογράψει τα διατάγματά της. Υποχωρώντας σε Σοβιετικές, Βρετανικές και Αμερικανικές πιέσεις τελικά εγκατέλειψε την αντίθεσή του στην κομμουνιστική κυβέρνηση και σταμάτησε να ζητά την παραίτησή της.
Δεν απένειμε χάρη στον πρώην Στρατάρχη Αντονέσκου, ο οποίος καταδικάστηκε σε θάνατο "για την προδοσία του ρουμανικού λαού προς όφελος της ναζιστικής Γερμανίας, για την οικονομική και πολιτική υποδούλωση της Ρουμανίας στη Γερμανία, για συνεργασία με τη Σιδηρά Φρουρά, για τη δολοφονία των πολιτικών αντιπάλων του, για τη μαζική δολοφονία αμάχων και εγκλήματα κατά της ειρήνης". Ούτε κατάφερε να σώσει ηγέτες της αντιπολίτευσης όπως ο Γιούλιου Μανίου και οι Μπρατιάνου, θύματα κομμουνιστικών πολιτικών δικών, καθώς το Σύνταγμα δεν του το επέτρεπε χωρίς τη συνυπογραφή του κομμουνιστή Υπουργού Δικαιοσύνης Λουκρέτσιου Πετρεσκάνου (που και ο ίδιος αργότερα εκτελέστηκε από την αντίθετη κομμουνιστική φατρία του Γκεοργκίου Ντεζ). Τα απομνημονεύματα της θείας του Βασιλιά Μιχαήλ, Πριγκίπισσας Ιλεάνας, ανέφεραν τον Έμιλ Μποντνέρας - τον εικαζόμενο εραστή της, κομμουνιστή υπουργό άμυνας της Ρουμανίας και σοβιετικό κατάσκοπο να λέει: «Λοιπόν, αν ο βασιλιάς αποφασίσει να μην υπογράψει Θα σας υποσχεθώ ότι θα υποστηρίξουμε την άποψή του. " Η πριγκήπισσα Ιλεάνα ήταν σκεπτική: «Ξέρεις πολύ καλά (...) ότι ο βασιλιάς δεν θα υπογράψει ποτέ με τη θέλησή του ένα τέτοιο αντισυνταγματικό έγγραφο. Αν το κάνει, για ολόκληρο το έθνος η κυβέρνησή σας θα φέρει την ευθύνη. Σίγουρα δεν θέλετε αυτό το πρόσθετο πρόβλημα αυτή τη στιγμή! "
Τον Νοέμβριο του 1947 ο βασιλιάς Μιχαήλ ταξίδεψε στο Λονδίνο για τον γάμο της τρίτης εξαδέλφης του, πριγκίπισσας Ελισάβετ (αργότερα βασίλισσας Ελισάβετ Β΄) και του δεύτερου εξαδέλφου του Φίλιππου πρίγκιπα της Ελλάδας, όπου συναντήθηκε με την Πριγκίπισσα Άννα των Βουρβόνων-Πάρμας, που έμελλε να γίνει σύζυγός του. Σύμφωνα με δική του περιγραφή ο Βασιλιάς Μιχαήλ απέρριψε όλες τις προσφορές πολιτικού ασύλου και αποφάσισε να επιστρέψει στη Ρουμανία, σε αντίθεση με τις εμπιστευτικές, επίμονες συμβουλές του Βρετανού πρεσβευτή στη Ρουμανία.
Νωρίς το πρωί της 30ης Δεκεμβρίου 1947 ο Μιχαήλ προετοιμαζόταν για ένα πάρτι Πρωτοχρονιάς στο Κάστρο του Πέλες στη Σινάια, όταν ο Γκρόζα τον κάλεσε πίσω στο Βουκουρέστι. Ο Μιχαήλ επέστρεψε στο παλάτι Ελισάβετα στο Βουκουρέστι και το βρήκε περικυκλωμένο από στρατεύματα της Μεραρχίας Τούντορ Βλαντιμιρέσκου, στρατιωτικής μονάδας απόλυτα πιστής στους Κομμουνιστές. Ο Γκρόζα και ο αρχηγός του Κομμουνιστικού Κόμματος, Γκεόργκε Γκεοργκίου-Ντεζ τον περίμεναν και του ζήτησαν να υπογράψει ένα έτοιμο έγγραφο παραίτησης. Μη μπορώντας να καλέσει πιστά του στρατεύματα, λόγω της φερόμενης αποκοπής των τηλεφωνικών του γραμμών και με τον Γκρόζα ή τον Γκεοργκίου-Ντεζ (ανάλογα με την πηγή) κρατώντας μόνο ένα όπλο πάνω του, ο Μιχαήλ υπέγραψε το έγγραφο. Αργότερα την ίδια ημέρα η ελεγχόμενη από τους Κομμουνιστές κυβέρνηση ανακοίνωσε τη «μόνιμη» κατάργηση της μοναρχίας και την αντικατάστασή της από τη Λαϊκή Δημοκρατία, μεταδίδοντας ραδιοφωνικά τη μαγνητοφωνημένη ανακοίνωση παραίτησης του βασιλιά. Στις 3 Ιανουαρίου 1948 ο Μιχαήλ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα και τον ακολούθησαν μια εβδομάδα αργότερα οι πριγκίπισσες Ελισάβετ και Ιλεάνα, που είχαν συνεργαστεί τόσο στενά με τους Σοβιετικούς, ώστε έγιναν γνωστές ως «Κόκκινες Θείες» του Βασιλιά. Ήταν ο τελευταίος μονάρχης εκείθεν του Σιδηρού Παραπετάσματος, που έχασε τον θρόνο του.
Σύμφωνα με το ίδιο τον Μιχαήλ, ο Γκρόζα είχε απειλήσει να τον σκοτώσει και προειδοποίησε, ότι η κυβέρνηση θα εκτελούσε 1.000 συλληφθέντες φοιτητές, αν ο βασιλιάς δεν παραιτείτο. Σε συνέντευξή του στους New York Times το 2007, ο Μιχαήλ θυμάται τα γεγονότα: «Ήταν εκβιασμός και είπαν: «Αν δεν υπογράψετε αυτό αμέσως είμαστε υποχρεωμένοι» -γιατί υποχρεωμένοι, δεν ξέρω- «να σκοτώσουμε περισσότερους από 1.000 φοιτητές», που είχαν στη φυλακή». Σύμφωνα με το Time ο Γκρόζα απείλησε με σύλληψη χιλιάδων ανθρώπων και με λουτρό αίματος, αν ο Μιχαήλ δεν παραιτείτο.
Ωστόσο σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του πρώην επικεφαλής της Σοβιετικής υπηρεσίας πληροφοριών НКВД, Υποστράτηγου Πάβελ Σουντοπλάντοβ, ο Αναπληρωτής Σοβιετικός Υπουργός Εξωτερικών Αντρέι Βισίνσκι διεξήγαγε προσωπικά διαπραγματεύσεις με τον Βασιλιά Μιχαήλ για την παραίτησή του, εξασφαλίζοντας ότι μέρος της σύνταξής του θα καταβαλλόταν από τον Γκεοργκίου-Ντεζ στο Μεξικό. Σύμφωνα με ορισμένα άρθρα στο Jurnalul Naţionalο Μιχαήλ διαπραγματεύθηκε την παραίτησή του με την κομμουνιστική κυβέρνηση, που του επέτρεψε να εγκαταλείψει τη χώρα, με τα πράγματα που ζήτησε και μέρος της βασιλικής ακολουθίας.
Σύμφωνα με την περιγραφή του Αλβανού κομμουνιστή ηγέτη Ενβέρ Χότζα για τις συνομιλίες του με τους Ρουμάνους κομμουνιστές ηγέτες σχετικά με την παραίτηση του μονάρχη, ήταν ο Γκεόργκιου-Ντεζ και όχι ο Γκρόζα, που ανάγκασε τον Μιχαήλ να παραιτηθεί υπό την απειλή όπλου. Του επετράπη να εγκαταλείψει τη χώρα, συνοδευόμενος από κάποιο μέρος της ακολουθίας του και όπως επιβεβαίωσε και ο σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Χρουστσόφ, που μίλησε για τις εξομολογήσεις του Γκεοργκίου-Ντεζ, με ό,τι επιθυμούσε, συμπεριλαμβανομένου χρυσού και ρουμπινιών. Ο Χότζα έγραψε επίσης ότι τα φιλοκομμουνιστικά στρατεύματα περικύκλωσαν το ανάκτορο για να αντιμετωπίσουν στρατιωτικές μονάδες, που ήταν ακόμη πιστές στον βασιλιά.
Τον Μάρτιο του 1948 ο Μιχαήλ κατήγγειλε την παραίτησή του ως παράνομη και ισχυρίστηκε, ότι εξακολουθεί να είναι ο νόμιμος βασιλιάς της Ρουμανίας. Σύμφωνα με το περιοδικό Time θα το είχε κάνει νωρίτερα, αλλά για το διάστημα των αρχών του 1948, διαπραγματευόταν με τους κομμουνιστές για ακίνητα, που είχε αφήσει στη Ρουμανία.
Υπάρχουν αναφορές ότι οι Ρουμανικές κομμουνιστικές αρχές επέτρεψαν στον βασιλιά Μιχαήλ να αναχωρήσει με 42 πολύτιμους πίνακες του Στέμματος τον Νοέμβριο του 1947, ώστε να εγκαταλείψει τη Ρουμανία ταχύτερα. Ορισμένοι από αυτούς τους πίνακες πωλήθηκαν μέσω του διάσημου έμπορου έργων τέχνης Ντάνιελ Βίλντενσταϊν. Ένας από τους πίνακες, που ανήκε στο Ρουμανικό Στέμμα και που φέρεται να αφαιρέθηκε από τη χώρα από τον βασιλιά Μιχαήλ τον Νοέμβριο του 1947, επεστράφη στη Ρουμανία το 2004 ως δωρεά του Γιον Κρύγκερ, πρώην συζύγου της πριγκίπισσας Ιρίνας, κόρης του βασιλιά Μιχαήλ.
Το 2005 ο Ρουμάνος πρωθυπουργός Καλίν Ποπέσκου-Ταριτσεάνου αρνήθηκε αυτές τις κατηγορίες για τον βασιλιά Μιχαήλ, δηλώνοντας ότι η κυβέρνηση της Ρουμανίας δεν έχει καμμία απόδειξη για μια τέτοια ενέργειά του και ότι πριν από το 1949 η κυβέρνηση δεν είχε επίσημα αρχεία οποιωνδήποτε έργων τέχνης, που αφαιρέθηκαν από τις πρώην βασιλικές κατοικίες. Ωστόσο σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς τέτοιες εγγραφές υπήρχαν ήδη από τον Απρίλιο του 1948, αφού στην πραγματικότητα δημοσιεύτηκαν επισήμως τον Ιούνιο του 1948.
Σύμφωνα με την εγκεκριμένη βιογραφία του Iβόρ Πόρτερ, Μιχαήλ της Ρουμανίας: Ο Βασιλιάς και η Χώρα (2005), που καταγράφει το καθημερινό ημερολόγιο της Βασιλομήτορος Ελένης, η βασιλική οικογένεια της Ρουμανίας έβγαλε από τη χώρα πίνακες, που ανήκαν στο Βασιλικό Στέμμα της Ρουμανίας τον Νοέμβριο του 1947, στο ταξίδι στο Λονδίνο για τον γάμο της μελλοντικής Βασίλισσας Ελισάβετ Β΄. Δύο από αυτούς τους πίνακες, με υπογραφή του Eλ Γκρέκο, πωλήθηκαν το 1976.
Σύμφωνα με τα πρόσφατα αποχαρακτηρισμένα έγγραφα του Φόρεϊν Όφις, όταν ο Μιχαήλ έφυγε από τη Ρουμανία, τα μόνα περιουσιακά στοιχεία του ανερχόταν σε 500.000 ελβετικά φράγκα. Τα πρόσφατα αποχαρακτηρισμένα σοβιετικά αντίγραφα των συνομιλιών μεταξύ του Ιωσήφ Στάλιν και του Πρωθυπουργού της Ρουμανίας Πέτρου Γκρόζα δείχνουν, ότι λίγο πριν από την παραίτησή του ο βασιλιάς Μιχαήλ έλαβε από την κομμουνιστική κυβέρνηση περιουσιακά στοιχεία ύψους 500.000 ελβετικών φράγκων. Ο βασιλιάς Μιχαήλ ωστόσο επανειλημμένα αρνήθηκε, ότι η κομμουνιστική κυβέρνηση του είχε επιτρέψει να πάρει στην εξορία οποιαδήποτε χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία ή πολύτιμα αγαθά, εκτός από τέσσερα προσωπικά αυτοκίνητα φορτωμένα σε δύο αμαξοστοιχίες.
Ο Μιχαήλ δεν συναντήθηκε ποτέ με τον πατέρα του, Κάρολο, μετά την παραίτησή του το 1940. Ο Μιχαήλ δεν έβλεπε κανένα λόγο να συναντήσει τον πατέρα του, που είχε τόσο πολύ ταπεινώσει επανειλημμένα τη μητέρα του με τις εξωσυζυγικές του σχέσεις και δεν παρακολούθησε την κηδεία του το 1953.
Τον Ιανουάριο του 1948 ο Μιχαήλ άρχισε να χρησιμοποιεί έναν από τους προγονικούς τίτλους της οικογένειάς του, "Πρίγκιπας του Χοεντσόλερν", αντί να χρησιμοποιεί τον τίτλο "Βασιλιάς της Ρουμανίας". Αφού κατήγγειλε την παραίτησή του ως εξαναγκασμένη και παράνομη τον Μάρτιο του 1948, ο Μιχαήλ ξανάρχισε τη χρήση του βασιλικού τίτλου.
Στις 10 Ιουνίου 1948 νυμφεύτηκε στην Αθήνα την Πριγκίπισσα Άννα των Βουρβόνων-Πάρμας (γενν. στο Παρίσι στις 18 Σεπτεμβρίου 1923), κόρη του Ρενέ των Βουρβόνων πρίγκιπα της Πάρμας. Καθώς η Πριγκίπισσα Άννα ήταν Ρωμαιοκαθολική, το ζευγάρι ζήτησε άδεια για τον γάμο από τον Πάπα Πίο ΙΒ΄. Οι διαπραγματεύσεις με το Βατικανό διακόπηκαν, όταν ο Μιχαήλ αρνήθηκε να υποσχεθεί να αναθρέψει τα μελλοντικά παιδιά ως Καθολικά, καθώς αυτό θα θεωρείτο παράνομο σύμφωνα με το ρουμανικό σύνταγμα του 1923. Η άδεια δεν δόθηκε από τον Πάπα και ο γάμος τους δεν θεωρείτο έγκυρος από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία μέχρι το 1966.
Το ζευγάρι έζησε κοντά στη Φλωρεντία της Ιταλίας μέχρι το 1948, κοντά στη Λωζάνη της Ελβετίας μέχρι το 1950 και στη συνέχεια στο Χάμπσαϊρ της Αγγλίας μέχρι το 1956. Μετά εγκαταστάθηκε κοντά στο Βερσουά της Ελβετίας, όπου έζησαν για τα επόμενα 45 χρόνια. Οι κομμουνιστικές ρουμανικές αρχές αφαίρεσαν από τον Μιχαήλ τη ρουμανική ιθαγένεια το 1948. Στην εξορία ο Μιχαήλ εργάστηκε ως αγρότης, πιλότος, επιχειρηματίας και μεσίτης. Με τη σύζυγό του απέκτησε πέντε κόρες, που γεννήθηκαν μεταξύ 1949 και 1964.
Στις 25 Δεκεμβρίου 1990 -ένα χρόνο μετά την επανάσταση που ανέτρεψε την κομμουνιστική δικτατορία του Νικολάε Τσαουσέσκου- ο Μιχαήλ, συνοδευόμενος από πολλά μέλη της βασιλικής οικογένειας, προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο Οτοπένι και εισήλθε στη Ρουμανία για πρώτη φορά μετά από 43 χρόνια. Χρησιμοποιώντας Δανικό διπλωματικό διαβατήριο ο Μιχαήλ μπόρεσε να λάβει θεώρηση 24 ωρών. Είχε την πρόθεση να φτάσει στον Καθεδρικό της Κουρτέα ντε Αρτζες, να προσευχηθεί στους τάφους των βασιλικών προγόνων του και να παρακολουθήσει τη λειτουργία των Χριστουγέννων. Ωστόσο καθ' οδόν προς την Κουρτέα ντε Αρτζες, μπλόκο της αστυνομίας σταμάτησε τον βασιλιά και τους συνοδούς του, τους μετέφερε στο αεροδρόμιο και τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τη χώρα.
Το 1992 η ρουμανική κυβέρνηση επέτρεψε στον Μιχαήλ να επιστρέψει στη Ρουμανία για τον εορτασμό του Πάσχα, όπου συγκέντρωσε μεγάλα πλήθη. Παρόλο που η ρουμανική κυβέρνηση αρνήθηκε το αίτημά του να δώσει μια ομιλία από το Βασιλικό Ανάκτορο (σήμερα Εθνικό Μουσείο Τέχνης της Ρουμανίας), η ομιλία του από ένα δωμάτιο ξενοδοχείου συγκέντρωσε πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους στο Βουκουρέστι για να τον δουν. Ο Μιχαήλ αρνήθηκε την προσφορά του Προέδρου του Εθνικού Φιλελεύθερου Κόμματος, Ράντου Κάμπεανα, να συμμετέχει στις εκλογές για πρόεδρος της Ρουμανίας. Η δημοτικότητά του ανησύχησε την κυβέρνηση του Ίον Ιλιέσκου και του απαγορεύθηκε να επισκεφθεί τη Ρουμανία, δύο φορές το 1994 και το 1995.
Το 1997, μετά την ήττα του Ιλιέσκου από τον Εμίλ Κονσταντινέσκου, η ρουμανική κυβέρνηση αποκατέστησε την ιθαγένεια του Μιχαήλ και του επέτρεψε και πάλι να επισκεφθεί τη χώρα. Τελευταία ζούσε εν μέρει στην Ελβετία στο Ωμπόν και εν μέρει στη Ρουμανία, είτε στο Κάστρο Σεβαρσίν, στο Νομό του Αράντ ή σε μια επίσημη κατοικία στο Βουκουρέστι - το Ανάκτορο Ελισαβέτα - που ψηφίστηκε από το κοινοβούλιο της Ρουμανίας με νόμο σχετικά με ρυθμίσεις για πρώην αρχηγούς του κράτους. Εκτός από το Κάστρο Σεβαρσίν ανακαινίστηκαν επίσης οι πρώην ιδιωτικές κατοικίες Κάστρα Πέλες και Πέλισορ, που είναι ανοικτά για το κοινό, ενώ το ανάκτορο Ελισαβέτα και το Σεβαρσίν χρησιμοποιούνται ως ιδιωτικές κατοικίες.
Ο Μιχαήλ δεν ενθάρρυνε ούτε αντιτάχθηκε στην ανακίνηση του ζητήματος της μοναρχίας στη Ρουμανία και τα βασιλικά κόμματα έχουν επηρεάσει ελάχιστα τη μετακομμουνιστική ρουμανική πολιτική. Θεωρεί ότι η αποκατάσταση της μοναρχίας στη Ρουμανία μπορεί να προκύψει μόνο από μια απόφαση του ρουμανικού λαού. "Αν οι άνθρωποι θέλουν να επιστρέψω, φυσικά θα επιστρέψω", είπε το 1990. "Οι Ρουμάνοι υπέστησαν πολλά δεινά, ώστε να έχουν το δικαίωμα να συμβουλευτούν για το μέλλον τους". Ο Βασιλιάς Μιχαήλ πιστεύει ότι εξακολουθεί να υπάρχει ρόλος και αξία για τη μοναρχία σήμερα: «Προσπαθούμε να κάνουμε τους ανθρώπους να καταλάβουν τι ήταν η ρουμανική μοναρχία και τι μπορεί ακόμα να κάνει» (γι'αυτούς). Σύμφωνα με δημοσκόπηση που διεξήχθη το 2007 κατόπιν αιτήματος της ρουμανικής βασιλικής οικογένειας, μόνο το 14% των Ρουμάνων τάχθηκαν υπέρ της αποκατάστασης της μοναρχίας. Μια άλλη δημοσκόπηση του 2008 έδειξε ότι μόνο το 16% των Ρουμάνων είναι μοναρχικοί.
Ο Μιχαήλ έχει αναλάβει κάποιο οιονεί διπλωματικό ρόλο εκ μέρους της μετακομμουνιστικής Ρουμανίας. Το 1997 και το 2002 πραγματοποίησε περιοδεία στη Δυτική Ευρώπη, ασκώντας πιέσεις για την ένταξη της Ρουμανίας στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση και έγινε δεκτός από αρχηγούς κρατών και κυβερνητικούς αξιωματούχους.
Τον Δεκέμβριο του 2003 ο Μιχαήλ απένειμε το βραβείο "Άνθρωπος της Χρονιάς 2003" στον Πρωθυπουργό Aντριάν Ναστάσε, ηγέτη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (PSD), εξ ονόματος του ταμπλόιντ VIP. Η εφημερίδα Evenimentul Zilei διαμαρτυρήθηκε στη συνέχεια ότι «μια τέτοια δραστηριότητα ήταν ακατάλληλη για ένα βασιλιά και ότι ο Μιχαήλ έχασε το κύρος του», ενώ η πλειοψηφία των πολιτικών αναλυτών «θεωρούσε τη χειρονομία του ως νέα παραίτηση».
Στις 10 Μαΐου 2007 ο Βασιλιάς Μιχαήλ έλαβε το 6ο Ετήσιο Βραβείο Χάνο Ρ. Έλενμπενγκεν της Εταιρείας της Πράγας για την Παγκόσμια Συνεργασία, που είχε απονεμηθεί τα προηγούμενα χρόνια στον Βλαντίμιρ Ασκενάζι , τη Μαντλίν Ολμπράιτ, τον Βάτσλαβ Χάβελ, τον Λόρδο Ρόμπερτσον και τον Μίλος Φόρμαν. Στις 8 Απριλίου 2008 ο βασιλιάς Μιχαήλ και ο Πατριάρχης Δανιήλ εξελέγησαν επίτιμα μέλη της Ρουμανικής Ακαδημίας.
Ο Μιχαήλ συμμετείχε στην Παρέλαση Νίκης στη Μόσχα το 2010 ως ο μοναδικός επιζών Ανώτατος Αρχηγός Ευρωπαϊκού Κράτους κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το όνομα του Μιχαήλ Α΄ αναγράφεται στο μνημείο στο Κρεμλίνο της Μόσχας ως ένας από τους 20 τιμηθέντες με το Παράσημο της Νίκης.
Τα τελευταία χρόνια ο Μιχαήλ απολάμβανε έντονη αναβίωση της δημοτικότητάς του. Στις 25 Οκτωβρίου 2011, με την ευκαιρία των 90ων γενεθλίων του, εκφώνησε μια ομιλία στο Ρουμανικό Κοινοβούλιο. Μια δημοσκόπηση του Ιανουαρίου του 2012 τον ανέδειξε ως το πιο αξιόπιστο δημόσιο πρόσωπο στη Ρουμανία, πολύ πιο μπροστά από τους πολιτικούς ηγέτες. Αργότερα, τον Οκτώβριο του 2012, γιορτάζοντας τα 91α γενέθλια του Μιχαήλ, δόθηκε το όνομά του σε μια πλατεία στο Βουκουρέστι.
Σε έρευνα του Ιουλίου 2013, το 45% των Ρουμάνων είχε καλή ή πολύ καλή γνώμη για τον Μιχαήλ, ενώ το 6,5% το αντίθετο. Η βασιλική οικογένεια έλαβε παρόμοια ποσοστά, με το 41% να έχει καλή ή πολύ καλή γνώμη γι' αυτήν και μόλις το 6,5% κακή ή πολύ κακή.
Τον Μάρτιο του 2016 το Βασιλικό Συμβούλιο ανακοίνωσε την αποχώρηση του Βασιλιά Μιχαήλ από τη δημόσια ζωή. Τα καθήκοντα ανέλαβε η κόρη του, Πριγκίπισσα του Στέμματος Μαργαρίτα. Μετά από χειρουργική επέμβαση νωρίτερα τον ίδιο χρόνο ο Βασιλιάς Μιχαήλ διαγνώστηκε με χρόνια λευχαιμία και μεταστατικό επιδερμοειδές καρκίνωμα και υφίστατο μια σύνθετη και μακρά θεραπεία.
Την 1η Αυγούστου 2016 έγινε χήρος όταν πέθανε η Βασίλισσα Άννα σε ηλικία 92 ετών. Ο ίδιος πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου 2017 σε ηλικία 96 ετών.[5]
Σύμφωνα με τις διατάξεις περί διαδοχής του τελευταίου δημοκρατικά εγκεκριμένου μοναρχικού συντάγματος του 1923 του Ρουμανικού βασιλείου, μετά τον θάνατο του βασιλιά Μιχαήλ χωρίς γιους, τα δικαιώματα επί του Στέμματος μεταβιβάζονται πάλι στην οικογένεια Χοεντσόλερν.
Ωστόσο στις 30 Δεκεμβρίου 2007, κατά την 60ή επέτειο της παραίτησής του, ο Βασιλιάς Μιχαήλ υπέγραψε τους Θεμελιώδεις Κανόνες της Βασιλικής Οικογένειας της Ρουμανίας, με τους οποίους ορίστηκε η Πριγκίπισσα Μαργαρίτα ως κληρονόμος του.
Το έγγραφο δεν έχει νομική ισχύ, καθώς ρυθμίζει ένα θεσμό που δεν υπάρχει πια. Με την ίδια ευκαιρία ο Μιχαήλ ζήτησε επίσης από το ρουμανικό κοινοβούλιο, να εξετάσει το ενδεχόμενο να αποκαταστήσει τη μοναρχία, όπως και να καταργήσει τον σαλικό νόμο.
Στις 10 Μαΐου 2011, στο πλαίσιο αγωγών στη Γερμανία που ασκήθηκαν εναντίον της οικογένειάς του από τους Γερμανούς συγγενείς του σχετικά με το παλιό όνομα Χοεντσόλερν-Φέρινγκεν του γαμπρού του Ράντου και των φόβων που εξέφρασαν ορισμένοι ότι οι Γερμανοί Χοεντσόλερν μπορεί να διεκδικήσουν τη διαδοχή στην ηγεσία του Ρουμανικού βασιλικού οίκου, ο Μιχαήλ διέκοψε όλους τους δυναστικούς και ιστορικούς δεσμούς με τον πριγκιπικό οίκο των Χοεντσόλερν, άλλαξε το όνομα της οικογένειάς του σε "της Ρουμανίας" και παραιτήθηκε από όλους τους πριγκιπικούς τίτλους που είχαν απονεμηθεί σε αυτόν και την οικογένειά του από τους Γερμανούς Χοεντσόλερν.
Την 1η Αυγούστου 2015 ο Μιχαήλ υπέγραψε ένα έγγραφο που αφαιρούσε τον τίτλο του Πρίγκιπα της Ρουμανίας και την αναγνώριση της βασιλικής ιεραρχίας από τον εγγονό του Νικόλαο Μέντφορτ-Μιλς, που επίσης απομακρύνθηκε από τη σειρά διαδοχής. Ο πρώην βασιλιάς έλαβε την απόφαση "με το βλέμμα του στραμμένο στο μέλλον της Ρουμανίας μετά τη βασιλεία και τη ζωή της μεγαλύτερης κόρης του Μαργαρίτας". Ο πρώην βασιλιάς ελπίζει ότι «ο Νικόλαος θα βρει τα επόμενα χρόνια έναν κατάλληλο τρόπο για να υπηρετήσει τα ιδανικά και να χρησιμοποιήσει τις ιδιότητες που του έδωσε ο Θεός». Η μητέρα του Νικολάου, πριγκίπισσα Ελένη, έλαβε μια προσωπική επιστολή για την απόφαση του πρώην βασιλιά.
Στην ηλικία των 16 ετών ο Μιχαήλ, πρίγκιπας εκείνη την εποχή, χτύπησε έναν ποδηλάτη ενώ οδηγούσε ένα αυτοκίνητο σύμφωνα με τα επίσημα Αρχεία της Λογοκρισίας, όπως επιβεβαιώνεται στα απομνημονεύματα του πρώην πρωθυπουργού Κονσταντίν Αργκετοϊάνου, ατύχημα που προφανώς είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του ποδηλάτη και λογοκρίθηκε από τον τύπο.
Ο Μιχαήλ ήταν επικεφαλής των Ρουμάνων προσκόπων τη δεκαετία του 1930. Είχε πάθος με τα αυτοκίνητα, ειδικά τα στρατιωτικά τζιπ. Ενδιαφερόταν επίσης για τα αεροσκάφη, έχοντας εργαστεί ως δοκιμαστικός πιλότος κατά την εξορία του.
Ο Μιχαήλ νυμφεύτηκε το 1948 την Άννα των Βουρβόνων, κόρη του Ρενέ, πρίγκιπα της Πάρμας και είχε πέντε κόρες, πριγκίπισσες της Ρουμανίας και πέντε εγγόνια:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.