From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Θιβέτ είναι οροπέδιο και περιοχή της Κεντρικής Ασίας, πατρίδα των αυτοχθόνων Θιβετιανών. Βρίσκεται σε υψόμετρο 4.900 μέτρων κατά μέσο όρο και αποτελεί το μεγαλύτερο σε ύψος οροπέδιο της Γης. Για το λόγο αυτό αναφέρεται κοινά ως «Η Στέγη του Κόσμου».
Θιβέτ | |
---|---|
Χώρα | Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας |
Διοικητική υπαγωγή | Αυτόνομη Περιφέρεια του Θιβέτ |
Γεωγραφική υπαγωγή | Εσωτερική Ασία και Κίνα |
Έκταση | 2.500.000 km² |
Υψόμετρο | 4.380 μέτρα |
Πληθυσμός | 3.002.166 (2010) |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
"Ευρύτερο Θιβέτ" με βάση εξώριστες ομάδες | |||||||||
Αυτόνομες περιοχές του Θιβέτ, της ΛΔ Κίνας | |||||||||
Αυτόνομη Περιφέρεια του Θιβέτ, στη ΛΔ Κίνας | |||||||||
Διαφιλονικούμενη περιοχή της ΛΔ Κίνας από την Ινδία | |||||||||
Διαφιλονικούμενη περιοχή της Ινδίας από τη ΛΔ Κίνας | |||||||||
Άλλες ιστορικές περιοχές πολιτισμικά εντός Θιβέτ |
Σήμερα αποτελεί τμήμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, με ένα μικρό μέρος να είναι υπό τον έλεγχο της Ινδίας. Επίσης, διεκδικείται και από τη Δημοκρατία της Κίνας. Παραδοσιακά πρωτεύoυσα έχει τη Λάσα. Οι κάτοικοι ομιλούν τη θιβετιανή γλώσσα.
Η κινέζικη κυβέρνηση και η εξόριστη κυβέρνηση του Θιβέτ διαφωνούν αναφορικά με τον χρόνο κατά τον οποίο το Θιβέτ έγινε τμήμα της Κίνας, καθώς επίσης αν η ενσωμάτωση στην Κίνα είναι νόμιμη σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Γεωγραφικά, η UNESCO και η Encyclopædia Britannica[1] θεωρούν το Θιβέτ ως τμήμα της Κεντρικής Ασίας, ενώ διάφορες ακαδημίες στη Νότια Ασία το θεωρούν τμήμα της Νότιας Ασίας.
Πολλά μέρη της περιοχής ενώθηκαν τον 7ο αιώνα από τον Βασιλέα Σονγκτσάν Γκάμπο (Songtsän Gampo). Από τις αρχές του 17ου αιώνα, οι πνευματικοί ηγέτες της περιοχής, γνωστοί ως Δαλάι Λάμα είναι αρχηγοί της κεντρικής θιβετιανής κυβέρνησης (τουλάχιστον ονομαστικά).[2]
Το 1751 η κυβέρνηση της Μαντζουρίας θεσμοθέτησε τον Δαλάι Λάμα τόσο ως πνευματικό ηγέτη του Θιβέτ, όσο και ως αρχηγό κυβέρνησης (Kashag) με 4 Kalöns σε αυτή[3]. Από τον 17ο αιώνα έως το 1959 ο Δαλάι Λάμα και οι αντιβασιλείς του ασκούσαν πολιτική εξουσία και είχαν τον πρώτο λόγο για τα θρησκευτικά και τα διοικητικά θέματα.
Στη διάρκεια του αγώνα της Βρετανίας και της Ρωσίας για επικράτηση στην περιοχή της Κεντρικής Ασίας, βρετανική δύναμη εισέβαλε στο Θιβέτ και κατέλαβε τη Λάσα το 1904.[4][5] Μετά την εισβολή Βρετανία και Θιβέτ υπέγραψαν ειρηνευτική συμφωνία, γεγονός που έκανε μερικούς Θιβετιανούς ιστορικούς να θεωρούν μέσω αυτού του εγγράφου το απομονωμένο μέρος ως ανεξάρτητη κρατική οντότητα.
Με την κατάληψη του Θιβέτ το 1950 και την επακόλουθη συμφωνία των δεκαεπτά σημείων, η Κίνα ως λαϊκή δημοκρατία, εδραίωσε την κυριαρχία της στην περιοχή. Πολλοί Θιβετιανοί εργάτες και άλλοι συνεργάστηκαν με την κινεζική κυβέρνηση.[6] Ωστόσο ξέσπασαν συγκρούσεις αναφορικά με τις μεταρρυθμίσεις στη γη και το βουδιστικό θρήσκευμα. Το 1959 ο Δαλάι Λάμα έφυγε στην Ινδία.
Η CIA χρηματοδότησε μυστικό πόλεμο ανταρτών μέχρι που ο Πρόεδρος Ρίτσαρντ Νίξον αποφάσισε να συνεργαστεί με τον Μάο Τσε Τουνγκ το 1969. Οι λιμοί και η βία που ακολούθησε την πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα, ενέτειναν την αντίσταση χωρίς αποτέλεσμα.[7]
Ο ίδιος ο Δαλάι Λάμα εδώ και πολύ καιρό εγκατέλειψε τα σχέδια για ανεξαρτησία, και επιζητεί γνήσια αυτονομία και σεβασμό προς τα ανθρώπινα δικαιώματα στο Θιβέτ[8][9]. Η κίνηση αυτή θεωρείται μη δημοφιλής για πολλούς εξόριστους Θιβετιανούς.
Τον Μάρτιο του 2008, με αφορμή την επέτειο από τη συμπλήρωση 49 χρόνων από την εισβολή της Κίνας στο Θιβέτ και την προσάρτηση ως αυτόνομης επαρχίας, έλαβαν χώρα εκτεταμένες διαδηλώσεις, που κατεπνίγησαν με απολογισμό 80 και πλέον νεκρούς.
Η αρχή της ιστορίας του Θιβέτ εντοπίζεται στη βασιλεία του ηγεμόνα Σονγκτσέν Γκάμπο (604-650), ο οποίος ένωσε περιοχές της κοιλάδας του ποταμού Γιαρλούνγκ και ίδρυσε τη Θιβετιανή Αυτοκρατορία. Ο γάμος του το 640 με την πριγκίπισσα Γουεντσένγκ, ανιψιά του Κινέζου αυτοκράτορα Ταϊζόνγκ των Τανγκ, έφερε ακόμα μεγαλύτερη ισχύ στο βασίλειο του Θιβέτ.
Με τους διαδόχους του Γκάμπο ο βουδισμός είχε ήδη εγκαθιδρυθεί στην περιοχή ως επίσημη θρησκεία και η δύναμη του Θιβέτ εκτεινόταν σε περιοχές της κεντρικής Ασίας, ενώ παράλληλα διείσδυε και στην Κίνα. Στα τέλη του 763 η επιρροή του Θιβέτ έφτασε και μέχρι την πρωτεύουσα Τσανγκάν της Κίνας των Τανγκ, με συνέπεια την τελική κατάληψη της πόλης, αν και μόνο για δεκαπέντε ημέρες με την ακόλουθη ήττα του θιβετιανού στρατού από τους Τανγκ και τους συμμάχους τους Ουιγούρους.
Το Ναντζάο στο Γιουνάν, και οι γύρω περιοχές, παρέμειναν κάτω από θιβετιανό έλεγχο από το 750 μέχρι και το 794, όταν οι κάτοικοί τους βοήθησαν τους Κινέζους κατά των Θιβετιανών.
Το 747 η ισχύς του Θιβέτ μειώθηκε με την εκστρατεία του στρατηγού Γκάο Τζιαντσί, ο οποίος προσπάθησε να επανενώσει τις διόδους της Κίνας προς το Κασμίρ και την κεντρική Ασία. Μέχρι το 750 οι Θιβετιανοί είχαν χάσει όλες σχεδόν τις κτήσεις τους στην κεντρική Ασία, αλλά μετά την ήττα του Τζιαντσί από τους Άραβες στη μάχη του Τάλας το 751, η κινεζική επιρροή μειώθηκε δραματικά και το Θιβέτ επανήλθε ως στο προσκήνιο. Το 821 υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ του Θιβέτ και της Κίνας, καθορίζοντας τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών. Το Θιβέτ παρέμεινε έτσι μία αυτοκρατορία της κεντρικής Ασίας μέχρι και τα μέσα του 9ου αιώνα.
Ο πρίγκηπας Κούντεν της Μογγολίας κατέκτησε το Θιβέτ το 1240 και ανέθεσε στον Σακία Παντίτα την αντιβασιλεία για το κεντρικό οροπέδιο, ενώ οι ανατολικές επαρχίες Καμ και Άμντο παρέμειναν κάτω από τον άμεσο έλεγχο της Μογγολίας. Όταν ο Κουμπλάι Χαν ίδρυσε τη δυναστεία των Γιουάν το 1271, το Θιβέτ έγινε αυτόματα τμήμα της.
Μεταξύ του 1346 και του 1354, ο Τάι Σίτου Τσανγκτσούμπ Γκιαλτσέν ανέτρεψε τον Σακία και ίδρυσε τη δυναστεία των Φαγκμοντρούπα. Τα επόμενα 80 χρόνια ιδρύθηκε η σχολή Γκελούγκπα με βάση τις αρχές του Τσονγκχάπα Λομπσάνγκ Ντράγκπα, καθώς και τα σημαντικά μοναστήρια Γκαντέν, Ντρεπούνγκ και Σέρα, κοντά στη Λάσα.
Το 1578 ο Άλταν Χαν των Μογγόλων ονόμασε τον Σόναμ Γκιατσό, έναν υψηλόβαθμο λάμα της σχολής Γκελούγκπα, ως Δαλάι Λάμα, με τον όρο «δαλάι» να προσδιορίζει στα μογγολικά το όνομα «Γκιατσό», που σημαίνει ωκεανός.
Οι πρώτοι Ευρωπαίοι που έφτασαν στο Θιβέτ ήταν οι Πορτογάλοι ιεραπόστολοι Αντόνιο ντε Αντράντε και Μανουέλ Μάρκες το 1624. Ευπρόσδεκτοι από τους βασιλείς της Γκούγκε, ίδρυσαν μία εκκλησία και δίδαξαν τις χριστιανικές αρχές. Ο βασιλιάς της Γκούγκε δέχθηκε τον χριστιανισμό ως αντίδραση στην κυριαρχία της Γκελούγκπα και για να εδραιώσει τη θέση του. Το 1745 όμως όλοι οι ξένοι ιεραπόστολοι απελάθηκαν.
Το 1630 το Θιβέτ βρέθηκε ανάμεσα στις διαμάχες των Μαντσού και διαφόρων Μογγολικών ομάδων. Ο Γκούσι Χαν των Κοσούντ έγινε ηγεμόνας της περιοχής και προστάτης της λεγόμενης κίτρινης εκκλησίας. Ο Γκούσι βοήθησε τον πέμπτο Δαλάι Λάμα να καθιερωθεί ως ο ύψιστος πνευματικός και πολιτικός άρχοντας του Θιβέτ, καταστρέφοντας τους πιθανούς του αντιπάλους.
Το Άμντο πέρασε στον έλεγχο της δυναστείας των Τσινγκ το 1724, η οποία παράλληλα ενσωμάτωσε το ανατολικά Καμ στις γειτονικές κινεζικές επαρχίες. Η κυβέρνηση της Κίνας απέστειλε έναν επίτροπο στη Λάσα, ενώ το 1751 ο αυτοκράτορας Κιανλόνγκ αναγνώρισε τον Δαλάι Λάμα ως πνευματικό και πολιτικό ηγέτη και κυβερνήτη του Θιβέτ. Κατά τον 18ο αιώνα, το Θιβέτ δέχθηκε τις επισκέψεις Ιησουιτών και Καπουτσίνων μοναχών από την Ευρώπη, ενώ το 1774 επισκέφθηκε για πρώτη φορά το Σιγκατσέ εκπρόσωπος της βρετανικής Εταιρίας των Ανατολικών Ινδιών αναζητώντας δυνατότητες εμπορικής συνεργασίας.
Η αντιμετώπιση των ξένων στο Θιβέτ άλλαξε μέσα στον 19ο αιώνα. Η Βρετανική Αυτοκρατορία επεκτείνονταν από την Ινδία βόρεια προς τα Ιμαλάια, ενώ το εμιράτο του Αφγανιστάν και η Ρωσική Αυτοκρατορία επεκτείνονταν στην κεντρική Ασία. Κάθε μία από τις δυνάμεις αυτές ήταν καχύποπτη ως προς τις προθέσεις των άλλων απέναντι στο Θιβέτ. Οι Βρετανοί ξεκίνησαν το 1865 κρυφά τη χαρτογράφηση του οροπεδίου, ενώ παράλληλα δημιουργήθηκε και το πρώτο αγγλο-θιβετιανό λεξικό από έναν Ούγγρο επιστήμονα που έμεινε σχεδόν είκοσι χρόνια στην Ινδία προσπαθώντας να επισκεφθεί το Θιβέτ.
Το 1904 μία βρετανική αποστολή υπό τις διαταγές του συνταγματάρχη Φράνσις Γιανγκχάσμπαντ, μαζί με μία ισχυρή στρατιωτική συνοδεία, εισέβαλε στο Θιβέτ και έφτασε στη Λάσα. Οι Βρετανοί είχαν τον φόβο ότι η Ρωσία επεξέτεινε την επιρροή της στην περιοχή και είχαν την ελπίδα ότι οι διαπραγματεύσεις με τον Δαλάι Λάμα θα ήταν περισσότερο γόνιμες από ό,τι με αντιπροσώπους της Κίνας. Κατά την πορεία προς τη Λάσα όμως, ο Γιανγκχάσμπαντ αντιμετώπισε Θιβετιανούς στρατιώτες που τον εμπόδισαν, νικώντας και σκοτώνοντάς τους. Όταν η αποστολή έφτασε στη Λάσα, ο Γιανγκχάσμπαντ επέβαλε μία συμφωνία που αργότερα διεβλήθη για να τη διαδεχθεί μία συνθήκη μεταξύ της Βρετανίας και της Κίνας το 1906.
Το 1910 η κυβέρνηση των Τσινγκ απέστειλε στρατιωτική αποστολή στο Θιβέτ για να εδραιώσει την άμεση ηγεμονία της Κίνας στην περιοχή και καθαίρεσε τον Δαλάι Λάμα με αυτοκρατορικό διάταγμα. Ο Δαλάι Λάμα διέφυγε στη βρετανική Ινδία τον Φεβρουάριο του 1910.
Ο 13ος Δαλάι Λάμα επέστρεψε στο Θιβέτ από την Ινδία τον Ιούλιο του 1912 μετά την πτώση της δυναστείας των Τσινγκ και απέταξε τον τοπικό Κινέζο κυβερνήτη και τον κινεζικό στρατό. Το 1913 διακήρυξε με διάταγμα ότι η σχέση μεταξύ του Κινέζου αυτοκράτορα και του Θιβέτ ήταν μία ενός φυσικού και ενός πνευματικού πατέρα που δεν βασίζεται στην υποταγή του ενός στον άλλον. Η δήλωσή του ανέφερε ότι το Θιβέτ είναι ένα μικρό θρησκευτικό και ανεξάρτητο έθνος. Για τα επόμενα 36 χρόνια το Θιβέτ απολάμβανε μία ντε φάκτο ανεξαρτησία, ενώ η Κίνα πέρασε σε μία εποχή αναταράξεων, εμφύλιου πολέμου και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου παράλληλα. Ωστόσο ουδεμία χώρα, ούτε και η Κίνα, αναγνώρισε ποτέ το Θιβέτ ως ανεξάρτητο κράτος.
Με την κατάληψη του Θιβέτ το 1950 και την επακόλουθη συμφωνία των δεκαεπτά σημείων, η Κίνα ως λαϊκή δημοκρατία, εδραίωσε την κυριαρχία της στην περιοχή. Οι κινεζικές αρχές υποστηρίζουν ότι η πρόοδος στο Θιβέτ εξασφαλίζει μία αναπτυσσόμενη και ελεύθερη κοινωνία με άξονες την οικονομική ανάπτυξη, τη νομική αναβάθμιση και τη χειραφέτηση των αγροτικών πληθυσμών. Οι ισχυρισμοί αυτοί όμως δεν γίνονται δεκτοί από την εξόριστη κυβέρνηση του Θιβέτ, αλλά και κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η κινεζική κυβέρνηση διέπραξε γενοκτονία στο Θιβέτ, συγκρίνοντάς την με τη ναζιστική Γερμανία. Η επίσημη γραμμή της Κίνας κατηγοριοποιεί τους Θιβετιανούς ως μία από τις 56 αναγνωρισμένες εθνικές ομάδες και μέρος του πολυεθνικού κινεζικού κράτους.
Παραδοσιακά, οι δυτικές (ευρωπαϊκές και αμερικανικές) πηγές θεωρούν το Θιβέτ ως τμήμα της κεντρικής Ασίας, αν και οι σημερινοί χάρτες απεικονίζουν τη σύγχρονη Κίνα, μαζί με το Θιβέτ, ως τμήμα της ανατολικής Ασίας. Ορισμένοι επιστήμονες επίσης θεωρούν το Θιβέτ ως κομμάτι της νότιας Ασίας. Τυπικά, το Θιβέτ βρίσκεται ανατολικά της Κίνας, ενώ στο εσωτερικό της Κίνας το Θιβέτ θεωρείται τμήμα της δυτικής επικράτειάς της.
Στο Θιβέτ βρίσκονται ορισμένα από τα ψηλότερα βουνά της Γης, αρκετά από τα οποία ανήκουν στην πρώτη δεκάδα υψομέτρων παγκόσμια. Το όρος Έβερεστ, με υψόμετρο 8.848 μέτρα, είναι το ψηλότερο βουνό σε όλο τον κόσμο, και βρίσκεται στα σύνορα με το Νεπάλ. Αρκετοί σημαντικοί ποταμοί πηγάζουν από το οροπέδιο του Θιβέτ, όπως ο Γιανγκτσέ, ο Κίτρινος ποταμός, ο Ινδός, ο Μεκόνγκ, ο Γάγγης, ο Σαλουέν και ο Γιαρλόνγκ ή Βραχμαπούτρα. Ο Ινδός και ο Βραχμαπούτρα πηγάζουν από τη λίμνη Τιμπ στο δυτικό Θιβέτ, κοντά στο όρος Καϊλάς. Το βουνό αυτό θεωρείται ιερό από τους Ινδούς και τους Θιβετιανούς. Οι Ινδοί θεωρούν το όρος ως την κατοικία του θεού Σίβα, ενώ οι Θιβετιανοί το ονομάζουν Κανγκ Ρινποσέ.
Το Θιβέτ έχει αρκετές λίμνες σε μεγάλα υψόμετρα, οι οποίες αναφέρονται στη γλώσσα των Θιβετιανών ως «τσο» ή «κο». Τέτοιες είναι η Κινγκάι, η Μανασαροβάρ, η Ναμτσό, η Πανγκόνγκ Τσο, η Γιαμντρόκ, η Σίλινγκ, η Λάμο, η Λουμαγιανγκντόνγκ, η Πούμα Γιούμκο, η Πάικου, η Ρακσαστάλ, η Νταγκζέ Κο και η Ντονγκ Κο. Η λίμνη Κινγκάι, ή αλλιώς Κόκο-Νουρ, είναι και η μεγαλύτερη λίμνη στην Κίνα.
Η ατμόσφαιρα είναι εξαιρετικά ξηρή σχεδόν εννιά μήνες τον χρόνο και η μέση ετήσια βροχόπτωση είναι μόνο 457 χιλιοστά, καθώς το οροπέδιο βρίσκεται στη βροχοσκιά της οροσειράς των Ιμαλαΐων.
Ιστορικά ο πληθυσμός του Θιβέτ αποτελούνταν από κυρίως Θιβετιανούς και ορισμένες άλλες εθνικές ομάδες. Σύμφωνα με την παράδοση, οι αυθεντικοί πρόγονοι των Θιβετιανών, όπως περιγράφονται από τις έξι κόκκινες γραμμές στην εθνική σημαία του Θιβέτ, είναι οι Σε, Μου, Ντονγκ, Τονγκ, Ντρου και Ρα. Άλλες εθνικές ομάδες με σημαντικά ποσοστά στον συνολικό πληθυσμό ή με το μεγαλύτερο ποσοστό των μελών στα όρια του ιστορικού Θιβέτ είναι οι φυλές Μπάι, Μπλαγνκ, Μπόναν, Ντονγκξιάν, Χαν, Λόμπα, Λίσου, Μιάο, οι κινέζοι Χούι, οι Μογγόλοι, οι φυλές Μονγκουόρ (ή Του), οι Μένμπα ή Μόνπα, οι Μοσούο, οι Νάκι, οι Κιάν, οι Νου, οι Πούμι, οι Σαλάρ και οι Γι.
Το θέμα του ποσοστού των Χαν στον συνολικό πληθυσμό του Θιβέτ θεωρείται πολιτικά ευαίσθητο και αποτελεί αντικείμενο διαμάχης, καθώς η εξόριστη κυβέρνηση του Θιβέτ υποστηρίζει ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας έχει προωθήσει τη μετανάστευση φυλών Χαν από την Κίνα στο Θιβέτ με στόχο να αλλάξει τη δημογραφική σύσταση του οροπεδίου προς όφελός της.
Η Θιβετιανή γλώσσα γενικά ταξινομείται στις Θιβετοβιρμανικές γλώσσες της οικογένειας των Σινοθιβετιανών γλωσσών, αν και τα όρια μεταξύ της και άλλων τοπικών γλωσσών και ιδιωμάτων των Ιμαλαΐων είναι συχνά δυσδιάκριτα.
Με βάση την ιστορική γλωσσολογία, η Θιβετιανή γλώσσα μοιάζει αρκετά με τα Βιρμανικά, σε σχέση με τις κύριες γλώσσες στην Ασία. Η ομαδοποίηση αυτών των δύο γλωσσών με άλλες συναφείς γλώσσες της περιοχής των Ιμαλαΐων, όπως και των υψίπεδων της νοτιοανατολικής Ασίας και των συνόρων μεταξύ του Θιβέτ και της Κίνας, παρουσιάζει μία ενιαία γλωσσική οικογένεια των θιβετοβιρμανικών. Η τελευταία είναι αρκετά αυτόνομη, αν και, σύμφωνα με άλλες προσεγγίσεις, μπορεί να ανήκει με τη σειρά της στην ευρύτερη οικογένεια των σινοθιβετιανών γλωσσών, αποτελώντας μαζί με τα βιρμανικά μακρινούς συγγενείς της κινεζικής γλώσσας.
Η γλώσσα του Θιβέτ παρουσιάζεται σε πλήθος τοπικών διαλέκτων, οι οποίες, αν και σε περιπτώσεις διαφέρουν μεταξύ τους, δεν γίνονται γενικά κατανοητές από τους ομιλητές των διαφόρων μορφών των θιβετιανών. Τα θιβετιανά αποτελούν τη χρηστική γλώσσα σε όλο το οροπέδιο του Θιβέτ και στο Μπουτάν, ενώ ομιλούνται και σε τμήματα του Νεπάλ και της βόρειας Ινδίας, όπως το Σικίμ. Γενικά, οι διάλεκτοι του κεντρικού Θιβέτ, συμπεριλαμβανομένης και της Λάσα, του Καμ, του Άμντο και άλλων μικρότερων περιοχών, θεωρούνται αυθεντικές διάλεκτοι των Θιβετιανών. Άλλες διάλεκτοι, όπως τα Ντζόνγκα, τα Σικιμικά, τα Σέρπα και τα Λαντακί, θεωρούνται από τους ομιλητές τους διαφορετικές γλώσσες, κυρίως για πολιτικούς λόγους. Βέβαια, αν συνυπολογιστούν και αυτές οι ομάδες στο ευρύτερο πλαίσιο των Θιβετιανών γλωσσών, οι ομιλητές της γλώσσας ξεπερνούν τα 6 εκατομμύρια σε όλο το θιβετιανό οροπέδιο. Τα Θιβετιανά επίσης ομιλούνται και από περίπου 150.000 εξόριστους ή πρόσφυγες Θιβετιανούς στην Ινδία και σε άλλες χώρες.
Αν και τα Θιβετιανά στην προφορική τους μορφή ποικίλουν από περιοχή σε περιοχή, η γραπτή γλώσσα, βασισμένη στα κλασσικά Θιβετιανά, είναι παντού ομοιόμορφη. Αυτό οφείλεται μάλλον στη μακρά επίδραση της αυτοκρατορίας του Θιβέτ που είχε στην επικράτειά της τη σημερινή γλωσσική περιοχή των Θιβετιανών, η οποία εκτείνεται από το βόρειο Πακιστάν στα δυτικά μέχρι τις επαρχίας Γιουνάν και Σιτσουάν της Κίνας στα ανατολικά, και στα βόρεια από τη λίμνη Κοκονόρ ως το Μπουτάν στα νότια. Τα Θιβετιανά έχουν τη δική τους γραφή, κοινή με τις διαλέκτους ή γλωσσικές παραλλαγές των Λαντακί και Ντζόνγκα, με προέλευση από την αρχαία ινδική γραφή Μπράχμι.
Η θρησκεία αποτελεί σημαντικό στοιχείο των κατοίκων του Θιβέτ και έχει μία ισχυρή επιρροή σε όλες τις πλευρές της καθημερινότητάς τους. Η θρησκεία Μπον είναι η αρχαία θρησκεία των Θιβετιανών, αν και σήμερα έχει σχεδόν εκλείψει, παραχωρώντας της θέση της στο θιβετιανό βουδισμό, μία διακριτή μορφή της Μαχαγιάνα και της Βαζραγιάνα. Ο βουδισμός ήρθε στο Θιβέτ μέσω της σανσκριτικής βουδιστικής παράδοσης της βόρειας Ινδίας. Ο θιβετιανός βουδισμός ασκείται όχι μόνο στο Θιβέτ, αλλά και στη Μογγολία, τμήματα της βόρειας Ινδίας, στη δημοκρατία της Μπουριάτ, της Τούβα και της Καλμικίας, και σε άλλες περιοχές της Κίνας. Κατά την πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα σχεδόν όλα τα μοναστήρια του Θιβέτ λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν από την Κόκκινη Φρουρά. Λίγα από αυτά έχουν αρχίσει να ανακατασκευάζονται από τη δεκαετία του 1980, με περιορισμένη κρατική υποστήριξη, ενώ έχει παραχωρηθεί μεγαλύτερη θρησκευτική ελευθερία από την κυβέρνηση, αν και σε περιπτώσεις αρκετά ελεγχόμενη. Οι μοναχοί έχουν επιστρέψει στα μοναστήρια σε όλο το Θιβέτ και η μοναστική εκπαίδευση έχει ξεκινήσει και πάλι, αλλά ο αριθμός των μοναχών καθορίζεται και είναι περιορισμένος.
Ο θιβετιανός βουδισμός στηρίζεται σε τέσσερις βασικές παραδόσεις:
Μουσουλμάνοι διαμένουν στην περιοχή του Θιβέτ από τον 8ο και 9ο αιώνα, ενώ στις πόλεις υπάρχουν αρκετές μικρές κοινότητες μουσουλμάνων γνωστές ως Κασέ, με προέλευση από μεταναστευτικούς πληθυσμούς προερχόμενους από το Κασμίρ, το Λαντάκ και τις τουρκόφωνες χώρες της κεντρικής Ασίας. Η επιρροή του Ισλάμ στο Θιβέτ επίσης προήλθε από την Περσία. Μετά το 1959 μία ομάδα θιβετιανών μουσουλμάνων αιτήθηκε την ινδική υπηκοότητα με βάση τις ιστορικές τους ρίζες. Σε απάντηση η κυβέρνηση της Ινδίας θεώρησε όλους τους μουσουλμάνους του Θιβέτ πολίτες της. Άλλες μουσουλμανικές ομάδες με μακρά παρουσία στο Θιβέτ περιλαμβάνουν τους Χούι, τους Σαλάρ, τους Ντονξιάνγκ και τους Μπονάν. Επίσης, υπάρχει και μία καθιερωμένη μουσουλμανική κινεζική κοινότητα με προέλευση από την εθνική ομάδα των Χούι της Κίνας.
Οι πρώτοι χριστιανοί που έφτασαν στο Θιβέτ ήταν αδιαμφισβήτητα Νεστοριανοί, μαρτυρίες των οποίων έχουν βρεθεί στην περιοχή, ενώ η παρουσία τους έχει καταγραφεί σε επίσημες μαρτυρίες διαλόγων του τάγματος Κάρμα Καγκιού το 1256.
Ρωμαιοκαθολικοί Ιησουίτες και Καπουτσίνοι έφτασαν από την Ευρώπη τον 17ο και 18ο αιώνα. Αρκετοί ιστορικοί πιστεύουν ότι οι Πορτογάλοι ιησουίτες ιεραπόστολοι Αντόνιο ντε Αντράτε και Μανουέλ Μάρκες έφτασαν πρώτοι στο βασίλειο του Γκελού στο δυτικό Θιβέτ το 1624, ευπρόσδεκτοι από τη βασιλική οικογένεια, η οποία κατασκεύασε μετέπειτα και μία εκκλησία. Μέχρι το 1627 υπήρχαν σχεδόν εκατό προσυλητισμοί στο βασίλειο, ενώ αργότερα ο χριστιανισμός εξαπλώθηκε στο Ρούντοκ, το Λαντάκ και το Τσάνγκ, ιδρύοντας επίσης μία ιεραποστολή στο Σιγκατσέ το 1626. Άλλες πηγές υποστηρίζουν ότι ο πρώτος Ιησουίτης ιεραπόστολος που διέσχισε το Θιβέτ ήταν ο Γιόχαν Γκρούμπερ το 1656, ο οποίος ταξίδεψε από το Θιβέτ στη Λάσα, και μετά στο Νεπάλ. Η πορεία του συνεχίστηκε από άλλους, και αργότερα ιδρύθηκε και εκκλησία στη Λάσα. Αρκετοί ιεραπόστολοι ταξίδεψαν και παρέμειναν στο Θιβέτ μέχρι το 1745, όταν εξορίστηκαν όλοι μετά από απόφαση και επιμονή του Λάμα.
Οι θιβετιανές εικαστικές αναπαραστάσεις συνδέονται άρρηκτα με τον θιβετιανό βουδισμό και συχνά απεικονίζουν εικόνες ή παραλλαγές του Βούδα σε διάφορες μορφές, από χάλκινα βουδιστικά αγάλματα και φυλαχτά μέχρι πολύχρωμους πίνακες «τάνγκα» και μαντάλα.
Η τέχνη «τάνγκα» (Thangka ή Tangka, Thanka, Tanka) είναι μία θιβετιανή μορφή ζωγραφικής πάνω σε μεταξωτό ύφασμα, συνήθως με κέντημα, που απεικονίζω μία βουδιστική θεότητα, ιστορική σκηνή ή κάποιου είδους μαντάλα. Η τάνγκα δεν είναι διδιάστατη επίπεδη απεικόνιση όπως ένας τυπικός πίνκας ζωγραφικής με λάδι ή χρώμα, αλλά χρησιμοποιεί ένα κάδρο τυπικού πίνακα στο οποίο χρησιμοποιείται κέντημα ή ζωγραφική, με προσθήκη υφάσματος και κάλυψη από μετάξι. Γενικά τα τάνγκα έχουν μεγάλο χρόνο ζωής και διατηρούν τη λάμψη τους, αλλά λόγω της ευαισθησίας τους πρέπει να διατηρούνται σε ξηρές συνθήκες, ώστε το μετάξι να προστατεύεται από την υγρασία.
Αρχικά η ζωγραφική τάνγκα ήταν δημοφιλής μεταξύ μοναχών, καθώς τα έργα μπορούσαν εύκολα να τυλιχτούν και να μεταφερθούν μεταξύ των μοναστηριών. Αυτές οι εικονογραφίες είχαν σημαντική εκπαιδευτική αξία ως εικονοδιδαχές της ζωής του Βούδα, αλλά και διαφόρων σημαντικών Λάμα και άλλων μορφών της βουδιστικής ζωής. Σημαντικό και διάσημο θέμα των εικόνων τάνγκα αποτελεί ακόμα και σήμερα ο «Τροχός της Ζωής», που απεικονίζει οπτικά τη διδασκαλία της Αμπχιντάρμα, δηλαδή της τέχνης της διαφώτισης. Σε όλους τους βουδιστές αυτές οι εικονογραφίες δίνουν μία παραδοσιακή μορφή απεικόνισης των θείων με ιδιαίτερη πνευματική αξία.
Η μαντάλα, που αποδίδεται μεταφραστικά και ως ολοκλήρωση ή κυριολεκτικά περιφέρεια κύκλου, είναι στην ουσία ένα έκκεντρο διάγραμμα με πνευματική και τελετουργική σημασία τόσο στον Βουδισμό όσο και στον Ινδουισμό. Ο όρος προέρχεται από τα Χίντι και εμφανίζεται στις βεδές ως η ονομασία των κεφαλαίων των έργων, αλλά χρησιμοποιείται και σε άλλες ινδουιστικές δοξασίες. Στο θιβετιανό κλάδο του βουδισμού, η μαντάλα αναπτύχθηκε ως μορφή ζωγραφικής απεικόνισης και αποτελεί σημαντικό εργαλείο πρακτικής διαλογισμού.
Σε διάφορες πνευματιστικές παραδόσεις η μαντάλα χρησιμοποιείται για την εστίαση μαθητευόμενων ως εκπαιδευτικό εργαλείο, ορίζοντας έναν ιερό χώρο διαλογισμού. Η συμβολική της φύση βοηθά στη σταδιακή πρόσβαση σε βαθύτερα στρώματα του υποσυνείδητου, ώστε ο διαλογιζόμενος να φτάσει στη νιρβάνα.
Η θιβετιανή αρχιτεκτονική περιέχει τόσο ανατολικές όσο και ινδικές επιρροές, ενώ παράλληλα αντικατοπτρίζει μία ιδιαίτερα πιστή βουδιστική προσέγγιση. Ο βουδιστικός τροχός, μαζί με τους δύο δράκους, είναι δεδομένος σχεδόν σε κάθε δημόσιο κτίριο στο Θιβέτ. Το σχέδιο των κτιρίων γενικά ποικίλλει, από κυκλική τοιχοποιία στο Καμ, ως τετράγωνα κτίρια στο Λαντάκ.
Το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο της θιβετιανής αρχιτεκτονικής είναι ότι τα περισσότερα σπίτια και μοναστήρια είναι χτισμένα σε αναβαθμίδες πλαγιών, στις νότιες ηλιόλουστες πλευρές, ενώ συχνά τα δομικά υλικά τους είναι ένα μίγμα πέτρας, ξύλου, τσιμέντου και χώρματος. Τα καύσιμα για θέρμανση ή φωτισμό είναι γενικά περιορισμένα και οι επίπεδες στέγες είναι κατασκευασμένες έτσι ώστε να διατηρούν τη θερμότητα, ενώ υπάρχουν αρκετά παράθυρα για να επιτρέπουν τον φυσικό φωτισμό. Οι τοίχοι συνήθως έχουν κλίση προς τα μέσα στις 10 μοίρες, ώστε να προστατεύουν από τους σεισμούς σε πιθανότητα κατάρρευσης.
Το πιο σημαντικό δείγμα της θιβετιανής αρχιτεκτονικής είναι το παλάτι της Ποτάλα στη Λάσα, με ύψος 117 μέτρα και πλάτος 360. Πρότερη κατοικία και έδρα του Δαλάι Λάμα, περιλαμβάνει περισσότερα από χίλια δωμάτια, ενώ έχει δεκατρείς ορόφους. Διακρίνεται στο νοτιότερο Λευκό Παλάτι, που σήμερα εξυπηρετεί διοικητικές δραστηριότητες, και το εσωτερικό Κόκκινο Διαμέρισμα, όπου βρίσκεται η αίθουσα συγκέντρωσης των Λάμα, εκκλησίες και ναοί, και μία τεράστια βιβλιοθήκη βουδιστικών κειμένων.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.