Remove ads
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Πάπας Πίος ΙΒ΄ (Eugenio Maria Giuseppe Giovanni Pacelli, 2 Μαρτίου 1876 – 9 Οκτωβρίου 1958) ήταν ο 260ός Πάπας, κεφαλή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και επικεφαλής του κράτους του Βατικανού, από τις 2 Μαρτίου 1939 έως το θάνατό του το 1958.
Αυτό το λήμμα χρειάζεται μετάφραση.
Αν θέλετε να συμμετάσχετε, μπορείτε να επεξεργαστείτε το λήμμα μεταφράζοντάς το ή προσθέτοντας δικό σας υλικό και να αφαιρέσετε το {{μετάφραση}} μόλις το ολοκληρώσετε. Είναι πιθανό (και επιθυμητό) το ξενόγλωσσο κείμενο να έχει κρυφτεί σαν σχόλιο με τα <!-- και -->. Πατήστε "επεξεργασία" για να δείτε ολόκληρο το κείμενο. |
Σεβάσμιος Πάπας Πίος ΙΒ΄ | |
---|---|
Από | 2 Μαρτίου 1939 |
Έως | 9 Οκτωβρίου 1958 |
Προκάτοχος | Πίος ΙΑ΄ |
Διάδοχος | Ιωάννης ΚΓ΄ |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 2 Μαρτίου 1876, |
Θάνατος | 9 Οκτωβρίου 1958 |
Προσφωνήσεις του Πάπα Πίου ΙΒ΄ | |
---|---|
Προσφώνηση αναφοράς | Αγιότατος |
Προφορική προσφώνηση | Αγιότατε |
Θρησκευτική προσφώνηση | Άγιος Πατέρας |
Μεταθανάτια προσφώνηση | Σεβάσμιος |
Πριν από την εκλογή του στο Παπικό αξίωμα, υπηρέτησε ως γραμματέας του Τμήματος Ιδιαίτερων Εκκλησιαστικών Υποθέσεων του Βατικανού, «Νούντσιος» και «Υπουργός Εξωτερικών» του Κράτους, θέσεις από τις οποίες εργάστηκε για τη σύναψη συνθηκών με ευρωπαϊκά και λατινοαμερικανικά κράτη, ιδίως δε για τη σύναψη του λεγόμενου «Reichskonkordat» με τη Ναζιστική Γερμανία. Η Παποσύνη του κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εξακολουθεί να είναι θέμα ιστορικής αντιπαράθεσης.
Μετά τον Πόλεμο, ο Πάπας Πίος ΙΒ΄ συνέβαλε στην επανοικοδόμηση της Ευρώπης, και τάχθηκε υπέρ της ειρήνης και της συμφιλίωσης, συμπεριλαμβανομένης μιας επιεικούς πολιτικής έναντι των νικημένων εθνών, αλλά και της ένωσης της Ευρώπης. Η Εκκλησία επί των ημερών του ήκμασε στη Δύση, αλλά ο Καθολικός κλήρος υπέστη σφοδρούς διωγμούς και μαζικές εκτοπίσεις στο ανατολικό μπλοκ. Λόγω των διαμαρτυριών του για αυτές, αλλά και της εμπλοκής του στις ιταλικές εκλογές του 1948, θεωρείται συνεπής, αλλά και πραγματιστής, αντίπαλος του Κομμουνισμού. Υπέγραψε τριάντα κονκορδάτα και διπλωματικές συνθήκες.
Ο Πάπας Πίος ΙΒ΄ επικαλέστηκε ρητά το ex cathedra αλάθητο του Πάπα σχετικά με το καθολικό δόγμα της Ανάληψης της Παναγίας στο αποστολικό μήνυμά του Munificentissimus Deus. Η Παποσύνη του αριθμεί περί τα χίλια διαγγέλματα και ραδιοφωνικές εκπομπές. Εξέδωσε 41 εγκυκλίους, μεταξύ αυτών τις «Mystici Corporis» (η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού), «Mediator Dei» (για τη λειτουργική μεταρρύθμιση), «Humani Generis» (η θέση της Εκκλησίας σχετικά με τη θεολογία και την εξέλιξη). Κατήργησε την ιταλική πλειοψηφία του Κολεγίου των Καρδιναλίων με τη Μεγάλη Σύνοδο του 1946. Σήμερα είναι σε εξέλιξη η διαδικασία αγιοποίησής του.
Ο Pacelli γεννήθηκε στη Ρώμη στις 2 Μαρτίου 1876. Ήταν γόνος μιας ευσεβούς, εύπορης αριστοκρατικής οικογένειας, με μακρά παράδοση σχέσεων με την Αγία Έδρα (ανήκε στη λεγόμενη «Μαύρη Αριστοκρατία»). Ο παππούς του, Marcantonio Pacelli, ήταν υπογραμματέας του Παπικού Υπουργείου Οικονομικών[1], κατόπιν «Υπουργός Εσωτερικών» επί Πάπα Πίου ΙΑ΄ από το 1851 ως το 1870, ενώ το 1861 ίδρυσε την εφημερίδα του Βατικανού, L'Osservatore Romano[2]. Ο ξάδερφός του, Ernesto Pacelli, ήταν σημαντικός οικονομικός σύμβουλος του Πάπα Λέοντα ΙΓ΄. Ο πατέρας του, Filippo Pacelli, μέλος Φραγκισκανού λαϊκού τάγματος[3], διετέλεσε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Βατικανού (Sacra Rota Romana). Ο αδερφός του, Francesco Pacelli, ήταν νομικός σύμβουλος του Πάπα Πίου ΙΑ΄, θέση από την οποία διαπραγματεύτηκε τη Συνθήκη του Λατερανού το 1929, η οποία έδωσε τέλος στη διαμάχη περί των εδαφών των Παπικών Κρατών, ιδρύοντας το Κράτος του Βατικανού.
Μεγάλωσε στο κέντρο της Ρώμης μαζί με τον αδερφό του Francisco και τις δύο αδερφές του, Giuseppina και Elisabetta. Σε ηλικία δώδεκα ετών, ο Eugenio ανακοίνωσε τις προθέσεις του να γίνει νομικός και να μπει στον κλήρο. Αφού ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση σε κρατικό σχολείο, ο Pacelli συνέχισε με κλασική δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο Ινστιτούτο Visconti[4], το οποίο διακατεχόταν από αντικαθολική ατμόσφαιρα, διαδεδομένη εκείνη την εποχή[5]. Το 1894, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, εισήχθη στο Κολέγιο Capranica, για να ξεκινήσει ιερατικές σπουδές, και παράλληλα γράφτηκε στο Ποντιφικό Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο και στο Απολλινάριο Ινστιτούτο του Λατερανού Πανεπιστημίου[4]. Τη χρονιά 1895–1896, σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης[4]. Το 1899 πήρε πτυχίο θεολογίας και in utroque iure (Αστικό και Κανονικό Δίκαιο)[4]. Ενώ σπούδαζε στο Κολέγιο, είχε ειδική άδεια για να μένει στο σπίτι του, για λόγους υγείας[4].
Χειροτονήθηκε πρεσβύτερος την Κυριακή του Πάσχα, 2 Απριλίου 1899 από τον επίσκοπο Francesco di Paola Cassetta, αναπληρωτή κυβερνήτη της Ρώμης και οικογενειακό φίλο. Κατόπιν τοποθετήθηκε εφημέριος στο ναό της Santa Maria in Vallicella της Ρώμης (Chiesa Nuova), όπου είχε υπηρετήσει και σαν παπαδοπαίδι[6]. Το 1901 εισήχθη στο Τμήμα Ιδιαίτερων Εκκλησιαστικών Υποθέσεων, μια υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών του Βατικανού, στην οποία πήρε το βαθμό του minutante με σύσταση του Καρδιναλίου Vannutelli, επίσης οικογενειακού φίλου[6].
Το 1904, ο Pacelli έλαβε τον τίτλο του «παπικού Αυλάρχη» και το 1905 του «Μονσινιόρου»[6]. Από το 1904 ως το 1916 βοήθησε τον Καρδινάλιο Pietro Gasparri στην κωδικοποίηση του Κανονικού Δικαίου της Καθολικής Εκκλησίας[7]. Επελέγη από τον Πάπα Λέοντα ΙΓ΄ να μεταφέρει τα συλλυπητήρια της Αγίας Έδρας στον Εδουάρδο Ζ΄ του Ηνωμένου Βασιλείου μετά το θάνατο της Βασίλισσας Βικτωρίας[8]. Το 1908 ήταν αντιπρόσωπος του Βατικανού στο Διεθνές Ευχαριστιακό Συνέδριο στο Λονδίνο[8], όπου συνάντησε τον Ουίνστον Τσώρτσιλ[9]. Το 1911 εκπροσώπησε την Αγία Έδρα στη στέψη του βασιλιά Γεωργίου Ε΄ του Ηνωμένου Βασιλείου[7].
Τα έτη 1908 και 1911, ο Pacelli απέρριψε προσφορές να διδάξει κανονικό δίκαιο σε ένα Πανεπιστήμιο της Ρώμης και στο Καθολικό Πανεπιστήμιο Αμερικής, αντίστοιχα. Το 1911 έγινε υπογραμματέας, το 1912 αναπληρωτής γραμματέας (θέση που του έδωσε ο Πάπας Πίος Ι΄ και διατήρησε και επί Πάπα Βενέδικτου ΙΕ΄) και το 1914 γραμματέας του Τμήματος Ιδιαίτερων Εκκλησιαστικών Υποθέσεων, διαδεχόμενος τον Gasparri, ο οποίος προήχθη σε «Υπουργό Εξωτερικών»[7]. Ως γραμματέας, ο Pacelli επικύρωσε κονκορδάτο με τη Σερβία, τέσσερις μόλις μέρες πριν τη δολοφονία του Αρχιδούκα της Αυστρίας Φραγκίσκου Φερδινάνδου στο Σαράγεβο[10]. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Pacelli ήταν υπεύθυνος του αρχείου αιχμαλώτων πολέμου του Βατικανού. Το 1915 ταξίδεψε στη Βιέννη για να βοηθήσει τον Μονσινιόρο Scapinelli, νούντσιο στη Βιέννη, στις διαπραγματεύσεις του με τον Φραγκίσκο Ιωσήφ αναφορικά με την Ιταλία[11].
Ο Πάπας Βενέδικτος ΙΕ΄ όρισε τον Pacelli ως παπικό νούντσιο στη Βαυαρία στις 23 Απριλίου 1917. Τον χειροτόνησε τιτουλάριο επίσκοπο Σάρδεων και τον αναβίβασε κατευθείαν σε αρχιεπίσκοπο στην Καπέλα Σιξτίνα στις 13 Μαΐου του ίδιου έτους, την ίδια ακριβώς μέρα που, όπως πιστεύεται, η Παναγία της Φατίμα εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε τρεις μικρούς βοσκούς στη Φατίμα της Πορτογαλίας. Μετά τη χειροτονία του, ο Eugenio Pacelli αναχώρησε για τη Βαυαρία.
Καθώς εκείνη την εποχή δεν υπήρχε Νούντσιος στην Πρωσία ή Γερμανία, ο Pacelli ήταν, στην πράξη, ο Νούντσιος για ολόκληρη τη Γερμανική Αυτοκρατορία. Όταν έφτασε στο Μόναχο, μετέφερε στις γερμανικές αρχές την παπική πρωτοβουλία για τερματισμό του πολέμου[12]. Συναντήθηκε με τον Βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο Γ΄ στις 29 Μαΐου και αργότερα με τον Αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμο Β΄[13], καθώς και με τον Καγκελλάριο Μπέτμαν-Χόλβεγκ, ο οποίος απάντησε θετικά στην παπική πρωτοβουλία. Ο Pacelli είδε «για πρώτη φορά μια πραγματική προοπτική για ειρήνευση»[14]. Παρά ταύτα, ο Καγκελλάριος υποχρεώθηκε σε παραίτηση και το Γερμανικό Γενικό Επιτελείο, ελπίζοντας σε στρατιωτική νίκη, καθυστέρησε τη γερμανική απάντηση ως τις 20 Σεπτεμβρίου. Ο Pacelli ήταν «εξαιρετικά απογοητευμένος και μελαγχολικός»[15], καθώς η γερμανική διακοίνωση δεν συμπεριελάμβανε τις παραχωρήσεις που είχαν αρχικά υποσχεθεί. Για την υπόλοιπη διάρκεια του πολέμου, επικεντρώθηκε στις ανθρωπιστικές προσπάθειες του Πάπα[16].
Μετά τον πόλεμο, κατά τη διάρκεια της βραχύβιας Σοβιετικής Δημοκρατίας της Βαυαρίας το 1919, ο Pacelli ήταν ένας από τους λίγους διπλωμάτες που παρέμειναν στο Μόναχο. Σύμφωνα με τη μοναχή Pascalina Lehnert, οικονόμο της Νουντσιατούρας εκείνη την εποχή, ο Pacelli αντιμετώπισε με ηρεμία μια μικρή ομάδα Κομμουνιστών επαναστατών, οι οποίοι εισήλθαν με τη βία στο κτίριο, προκειμένου να κατάσχουν το αυτοκίνητό του. Ο Pacelli τους ζήτησε να εγκαταλείψουν το διπλωματικό κτίριο, το οποίο θεωρείται ξένο έδαφος, και εκείνοι απάντησαν «μόνο με το αυτοκίνητό σου». Ο Pacelli, που προηγουμένως είχε ζητήσει να αποσυνδεθεί η μίζα, επέτρεψε να ρυμουλκηθεί το όχημα, αφού βεβαιώθηκε ότι η Βαυαρική Κυβέρνηση είχε υποσχεθεί να του το επιστρέψει[17]. Υπάρχουν διάφορες, πιο γλαφυρές, εκδοχές αυτού του περιστατικού, και άλλων συναφών που ακολούθησαν, αλλά σύμφωνα με μαρτυρίες της διαδικασίας αγιοποίησής του, θεωρούνται «ως επί το πλείστον φανταστικές»[18]. Από κάποιους παραβλέπονται οι εγκάρδιες σχέσεις του με σοσιαλιστές πολιτικούς, όπως ο Friedrich Ebert και ο Philipp Scheidemann, καθώς και τις μακρές μυστικές διαπραγματεύσεις του με τη Σοβιετική Ένωση (βλέπε παρακάτω). Κατά τη γνώμη του Βαυαρού αντιπροσώπου του Βατικανού, «ο Pacelli είναι απλά πολύ έξυπνος για να τον ερεθίσει κάτι τέτοιο[19].
Τη νύχτα που συνέβη το πραξικόπημα της μπιραρίας του Χίτλερ, ο Franz Matt, το μόνο μέλος της Βαυαρικής Κυβέρνησης που δε βρισκόταν στο Bürgerbräu Keller, δειπνούσε με τον Pacelli και τον Καρδινάλιο Michael von Faulhaber[20]. Ο Αμερικανός διπλωμάτης Robert Murphy, ο οποίος βρισκόταν τότε στο Μόναχο, γράφει ότι «όλοι οι ξένοι αντιπρόσωποι στο Μόναχο, συμπεριλαμβανομένου του Νούντσιου Pacelli, είχαν πειστεί ότι η πολιτική καριέρα του Χίτλερ είχε τελειώσει με ατιμωτικό τρόπο το 1924. Όταν τόλμησα να υπενθυμίσω στην Αγιότητά του αυτό το σημείο της ιστορίας (το 1945), γέλασε και είπε: 'Ξέρω τι εννοείτε, το αλάθητο του Πάπα. Μην ξεχνάτε, ήμουν ένας απλός μονσινιόρος τότε'[21]».
Αρκετά χρόνια αφού τοποθετήθηκε Νούντσιος στη Γερμανία, και αφού υπογράφτηκε Κονκορδάτο με τη Βαυαρία, η Νουντσιατούρα μετακόμισε στο Βερολίνο. Πολλοί από το προσωπικό του Pacelli στο Μόναχο επρόκειτο να μείνουν μαζί του για όλη του τη ζωή, όπως ο σύμβουλός του, Robert Leiber και η Αδερφή Pascalina Lehnert, νοικοκυρά, φίλη και σύμβουλός του επί 41 χρόνια.
Στο Βερολίνο, ο Pacelli ήταν επικεφαλής του Διπλωματικού Σώματος και λάμβανε ενεργά μέρος στο διπλωμτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι. Εκεί γνώρισε αξιοσημείωτους ανθρώπους, όπως τον Άλμπερτ Αϊνστάιν, τον Adolf von Harnack, τον Γκούσταβ Στρέζεμαν, και άλλους. Συνεργάστηκε με τον Γερμανό ιερέα Ludwig Kaas, ο οποίος θεωρούνταν αυθεντία σε θέματα σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους και ήταν πολιτικά ενεργός στο Κεντρώο Κόμμα[22]. Όσο διάρκεια έμεινε στη Γερμανία, εργάστηκε με ζήλο ως ιερέας. Ταξίδεψε σε πολλές περιοχές, συμμετείχε στην «Katholikentag» (εθνική μέρα συγκέντρωσης πιστών), και έβγαλε περί τους 50 λόγους και κηρύγματα προς γερμανικό κοινό[23].
Στη μεταπολεμική Γερμανία, ο Pacelli εργάστηκε κυρίως για την αποσαφήνιση των σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και Κράτους. Ελλείψει όμως παπικού νούντσιου στη Μόσχα, εργάστηκε επίσης και για τις διπλωματικές διευθετήσεις μεταξύ Βατικανού και Σοβιετικής Ένωσης. Διαπραγματεύτηκε αποστολές τροφίμων στη Ρωσία, όπου η Εκκλησία ήταν υπό διωγμόν. Συναντήθηκε με σοβιετικούς αντιπροσώπους, περιλαμβανομένου του Υπουργού Εξωτερικών Georgi Chicherin, ο οποίος αρνήθηκε οποιαδήποτε μορφή θρησκευτικής εκπαίδευσης και τη χειροτονία ιερέων και επισκόπων, προσφέρθηκε όμως να συμφωνήσει σε σημεία μη ζωτικής σημασίας για το Βατικανό[24]. «Μια εξαιρετικά περίπλοκη συνομιλία μεταξύ δύο εξαιρετικά ευφυών ανδρών, όπως ο Pacelli και ο Chicherin, οι οποίοι δε φαίνονταν να απεχθάνονται ο ένας τον άλλο», έγραψε κάποιος αυτόπτης[25]. Παρά την απαισιοδοξία του Βατικανού και την ανυπαρξία εμφανούς προόδου, ο Pacelli συνέχισε τις μυστικές διαπραγματεύσεις, μέχρι το 1927, οπότε ο Πάπας Πίος ΙΑ΄ του ζήτησε να τις διακόψει.
Το ποντιφικάτο του Πίου ΙΒ΄ ξεκίνησε τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην εγκύκλιο του 1937 «Mit brennender Sorge», που προσχεδίασε ο Πίος όταν ήταν ακόμα καρδινάλιος[26], ο Πάπας Πίος ΙΑ΄ προειδοποίησε τους Καθολικούς ότι ο αντισημιτισμός είναι ασυμβίβαστος με τον Χριστιανισμό[27]. Η εγκύκλιος, που διαβάστηκε από άμβωνος σε όλες τις Καθολικές εκκλησίες της Γερμανίας, περιέγραφε τον Χίτλερ ως παράφρονα και αλαζόνα προφήτη, ενώ ήταν η πρώτη επίσημη δημόσια καταδίκη του Ναζισμού από οποιονδήποτε μείζονα οργανισμό[28]. Ο Ναζιστικός διωγμός εναντίον της Εκκλησίας στη Γερμανία από το σημείο αυτό και μετά άρχισε να γίνεται «απροσχημάτιστη καταπίεση» και «σκηνοθετούνταν διώξεις μοναχών για ομοφυλοφιλία, με τη μέγιστη δυνατή δημοσιότητα[29]». Όταν Ολλανδοί επίσκοποι διαδήλωσαν ενάντια στον εκτοπισμό των Εβραίων, οι Ναζί απάντησαν με ακόμα πιο αυστηρά μέτρα[28]. Στην Πολωνία οι Ναζί δολοφόνησαν πάνω από 2.500 μοναχούς και ιερείς, ενώ ακόμα περισσότεροι στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης[29]. Το «Priester-Block» (πτέρυγα των ιερέων) στο Νταχάου είχε 2.600 Ρωμαιοκαθολικούς ιερείς[30]. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Πάπας τήρησε πολιτική ουδετερότητας, ακολουθώντας το παράδειγμα της στάσης του Πάπα Βενέδικτου ΙΕ΄ κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1939 ο Πίος ΙΒ΄ μετέτρεψε το Βατικανό σε κέντρο βοήθειας, το οποίο οργάνωνε από διάφορα μέρη του κόσμου[31]. Κατόπιν αιτήματος του Πάπα, λειτούργησε στο Βατικανό ένα γραφείο πληροφοριών για αιχμάλωτους πολέμου και πρόσφυγες υπό τον Τζιοβάνι Μπατίστα Μοντίνι, το οποίο στα χρόνια της ύπαρξής του, από το 1939 ως το 1947, δέχτηκε σχεδόν δέκα εκατομμύρια (9.891.497) αιτήσεις για πληροφορίες και παρήγαγε πάνω από έντεκα εκατομμύρια (11.293.511) απαντήσεις σχετικά με αγνοούμενα άτομα[32].
Τον Απρίλιο του 1939, κατόπιν αιτήσεως του Σαρλ Μωρράς και διαμεσολάβησης του Carmel of Lisieux, ο Πίος ΙΒ΄ ήρε την απαγόρευση του προκατόχου του από το Action Française, έναν οργανισμό που περιγράφεται από κάποιους συγγραφείς ως λυσσαλέα αντισημιτικό και αντικομμουνιστικό[33][34].
Το 1939 ο Πάπας προσέλαβε τον Εβραίο χαρτογράφο Ρομπέρτο Αλμάτζια για να δουλέψει στους παλιούς χάρτες της βιβλιοθήκης του Βατικανού. Ο Αλμάτζια ήταν στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης από το 1915, αλλά απολύθηκε μετά τη θέσπιση των αντιεβραικών νόμων του Μουσολίνι το 1938. Ο διορισμός δύο Εβραίων στην Ακαδημία Επιστημών του Βατικανού, καθώς και η πρόσληψη του Αλμάτζια αναφέρθηκαν από τους New York Times στις εκδόσεις της 11ης Νοεμβρίου 1939 και 10η Ιανουαρίου 1940[35].
Κατά τη διάρκεια των Σοβιετικών εχθροπραξιών ενάντια στη Φινλανδία, ο Πίος ΙΒ΄ καταδίκασε τη Σοβιετική επίθεση στις 26 Δεκεμβρίου 1939 σε μια ομιλία του στο Βατικανό. Later he donated a signed and sealed prayer on behalf of Finland.[36]
Στις 18 Ιανουαρίου 1940, μετά το θάνατο πάνω από 15.000 Πολωνών αμάχων, ο Πίος ΙΒ΄ είπε σε μία ραδιοφωνική εκπομπή, «απεχθείς και ασυγχώρητες ακρότητες που διαπράχθηκαν στον αβοήθητο και άστεγο πληθυσμό τεκμηριώνονται από τις αδιαφιλονίκητες καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων[37]».
Στην πρώτη του εγκύκλιο Summi Pontificatus (20 Οκτωβρίου 1939) ο Πίος ΙΒ΄ καταδίκασε δημόσια την εισβολή, την κατοχή και τον διαμελισμό της Πολωνίας σύμφωνα με το γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη επίθεσης.
Το αίμα αναρίθμητων ανθρωπίνων πλασμάτων, ακόμα και αμάχων, προκαλεί οικτρό μοιρολόι σε ένα έθνος όπως η αγαπημένη Μας Πολωνία, η οποία για την πίστη της στην εκκλησία, για της υπηρεσίες της στην υπεράσπιση του Χριστιανικού Πολιτισμού, γράφτηκε με ανεξίτηλα γράμματα στα χρονικά της ιστορίας, έχει το δικαίωμα της γενναιόδωρης και αδελφικής συμπόνιας όλου του κόσμου, ενώ θα περιμένει relying on the powerful intercession of Mary, Help of Christians, την ώρα μιας ανάστασης σύμφωνα με της αρχές του δικαίου και της αληθινής ειρήνης.
- Summi Pontificatus, 106.
Το περιοδικό Time αναφέρει ότι η Γαλλία και η Βρετανία εξεπλάγησαν ευχάριστα από την εγκύκλιο.[38]
Μετά την εισβολή της Γερμανίας στις Κάτω Χώρες το 1940, ο Πίος ΙΒ΄ έστειλε τη συμπάθειά του στη Βασίλισσα της Ολλανδίας, τον Βασιλιά του Βελγίου και τη Μεγάλη Δούκισσα του Λουξεμβούργου. Όταν ο Μουσολίνι έμαθε για τα διαβήματα και τα τηλεγραφήματα συμπάθειας τα θεώρησε προσωπική προσβολή και έβαλε τον πρέσβη του στο Βατικανό να υποβάλλει επίσημη διαμαρτυρία, καταγγέλλοντας ότι ο Πίος ΙΒ΄είχε τεθεί ενάντια στη σύμμαχο της Ιταλίας, Γερμανία. Ο Υπουργός Εξωτερικών του Μουσολίνι ισχυρίστηκε ότι ο Πίος ΙΒ΄ ήταν «έτοιμος να επιτρέψει να εκτοπιστεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, παρά να κάνει κάτι ενάντια στην συνείδησή του.»[39]
Την άνοιξη του 1940, μία ομάδα Γερμανών στρατηγών που αποσκοπούσαν να ανατρέψουν τον Χίτλερ και να συνάψουν ειρήνη με τους Βρετανούς πλησίασε τον Πίο ΙΒ΄, ο οποίος έπαιξε τον ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ των Βρετανών και της αποτυχημένης συνωμοσίας.[40]
Τον Απρίλιο του 1941 ο Πίος ΙΒ΄ παραχώρησε ιδιωτική ακρόαση στον Άντε Πάβελιτς, ηγέτη του νεοσύστατου Κροατικού Κράτους (ενώ ο Πάβελιτς είχε ζητήσει διπλωματική ακρόαση).[41] Ο Πίος δέχθηκε κριτική για την υποδοχή του Πάβελιτς. Ένα μνημόνιο του Βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών, αγνώστου συγγραφέα, περιγράφει τον Πίο σαν «τον μεγαλύτερο ηθικώς δειλό άνθρωπο της εποχής μας[42].» Το Βατικανό δεν αναγνώρισε ποτέ επίσημα το καθεστώς του Πάβελιτς. Ο Πίος ποτέ δεν καταδίκασε επίσημα τις διώξεις και τις δια της βίας προσηλυτίσεις Σέρβων στον Καθολικισμό που έγιναν από τον Πάβελιτς,[43] όμως αποκήρυξε κατηγορηματικά τους βίαιους προσηλυτισμούς σε ένα μνημόνιο της 25ης Ιανουαρίου 1942, από το «Υπουργείο Εξωτερικών» του Βατικανού προς τη Γιουγκοσλαβική διπλωματική αντιπροσωπεία[44].
Το 1941 ο Πίος ΙΒ΄ ερμήνευσε το Divini Redemptoris, μία εγκύκλιο του Πάπα Πίου ΙΑ΄ η οποία απαγόρευε στους Καθολικούς να βοηθάνε κομμουνιστές, ώστε να μην έχει εφαρμογή στη στρατιωτική βοήθεια προς τη Σοβιετική Ένωση. Η ερμηνεία κατεύνασε του Αμερικάνους καθολικούς, οι οποίοι είχαν αντιταχθεί στην εφαρμογή του Νόμου Εκμισθώσεως και Δανεισμού και για τη Σοβιετική Ένωση.[45]
Τον Μάρτιο του 1942 ο Πίος ΙΒ΄ σύναψε διπλωματικές σχέσεις με την Ιαπωνική Αυτοκρατορία και δέχτηκε πρέσβη τον Κεν Χαράντα, ο οποίος παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι το τέλος του πολέμου.[46] Τον Μάιο του 1942 ο Kazimierz Papée, Πολωνός πρέσβης στο Βατικανό, παραπονέθηκε ότι ο Πίος δεν καταδίκασε το νέο κύμα ωμοτήτων στην Πολωνία. Όταν ο Καρδινάλιος Γραμματέας του Κράτους Maglione, απάντησε ότι το Βατικανό δεν μπορεί να τεκμηριώσει μεμονωμένες ωμότητες, ο Papée δήλωσε «όταν κάτι γίνεται διαβόητο, δεν απαιτείται απόδειξη.»[47]
Οι διάσημες χριστουγεννιάτικες εκπομπές του Πίου ΙΒ΄ στο Ραδιόφωνο του Βατικανού έγιναν το 1941 και το 1942 (η τελευταία από τις οποίες ήταν 26 σελίδες με πάνω από 5000 λέξεις και κράτησε πάνω από 45 λεπτά) παραμένουν «lightning rod» στη διαμάχη για τη στάση του Πάπα Πίου ΙΒ΄ κατά τη διάρκεια του πολέμου, και ιδιαίτερα του Ολοκαυτώματος.[48] Στην εκπομπή των Χριστουγέννων του 1941 έκανε έκκληση για μία νέα παγκόσμια τάξη που να χαρακτηρίζεται από χριστιανική ειρήνη. Το μεγαλύτερο μέρος της ομιλίας του 1942 είχε να κάνει γενικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και την πολιτισμένη κοινωνία. Στο τέλος της ομιλίας ο Πίος φαίνεται να στρέφεται στα τρέχοντα γεγονότα, αν και όχι συγκεκριμένα, αναφερόμενος σε «όλους όσοι κατά τη διάρκεια του πολέμου έχασαν την πατρίδα τους και οι οποίοι αν και προσωπικά αθώοι, σκοτώθηκαν ή εξέπεσαν σε έσχατη ένδεια εξαιτίας απλώς της εθνικότητας και της καταγωγής τους»[49] Το εντιτόριαλ της New York Times τον αποκάλεσε «μοναχική φωνή στη σιωπή και το σκοτάδι που καλύπτει την Ευρώπη αυτά τα Χριστούγεννα»[50] and "lonely voice crying out of the silence of a continent" in 1942.[51]
Στις 27 Δεκεμβρίου 1942 το παράρτημα της Πράγας του RSHA ανέφερε τα παρακάτω για τη χριστουγεννιάτικη ανακοίνωση, και δίνει την εικόνα του πώς την ερμήνευσαν οι αξιωματούχοι της Ναζιστικής Γερμανίας:
ο Πάπας αποκήρυξε την Εθνικοσοσιαλιστική Νέα Τάξη... κατ' ουσίαν κατηγορεί τον Γερμανικό λαό ότι αδίκησε τους Εβραίους κάνοντας τον εαυτό του φερέφωνο των Εβραίων εγκληματιών πολέμου
- αξιωματούχοι του RSHA από την Πράγα (Προτεκτοράτο της Βοημίας και της Μοραβίας) σε ένα σημείωμα προς τον Χάινριχ Χίμλερ στο Reichssicherheitshauptamt, Βερολίνο.[52]
Καθώς ο πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του το 1945, ο Πίος τάχθηκε υπέρ της εφαρμογής επιεικούς πολιτικής από τους ηγέτες των Συμμαχικών δυνάμεων έτσι ώστε να αποφευχθούν τα λάθη που έγιναν στη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.[53]
Το 1938 ο νεοεκλεγείς Πάπας Πίος ΙΒ΄ διόρισε αρκετούς εξέχοντες Εβραίους λόγιους στο Βατικανό μετά την απόλυσή τους από Ιταλικά πανεπιστήμια κατ' εφαρμογή των φυλετικών νόμων του Μπενίτο Μουσολίνι.[54] Ο Πίος αργότερα κατέληξε σε συμφωνία (εγκρίθηκε επίσημα στις 23 Ιουνίου 1939) με τον πρόεδρο της Βραζιλίας Γκετούλιο Βάργκας, να εκδόσει 3000 βίζες σε «μη Άριους Καθολικούς». Παρόλα αυτά τους επόμενους 18 μήνες το Βραζιλιάνικο Συμβούλιο Μετανάστευσης και Αποικισμού (Conselho de Imigração e Colonização) έθετε όλο και πιο αυστηρούς τους περιορισμούς για την έκδοση βίζας, όπως την απαίτηση πιστοποιητικού βαφτίσεως με χρονολογία πριν από το 1933, τη μεταφορά σημαντικού χρηματικού ποσού στην Banco do Brasil και την έγκριση από το Βραζιλιάνικο Γραφείο Προπαγάνδας στο Βερολίνο καταλήγοντας τελικά στην ακύρωση του προγράμματος δεκατέσσερις μήνες μετά, και αφού είχαν εκδοθεί λιγότερες από 1000 βίζες, λόγω υποψιών για "ανάρμοστη συμπεριφορά" (π.χ. συνέχεια της Ιουδαϊκής λατρείας) μεταξύ αυτών που πήραν βίζες.[55][56]
Ο Καρδινάλιος Γραμματέας του Κράτους, Λουίτζι Μαλιόνε, δέχθηκε την παράκληση του Αρχιραββίνου της Παλαιστίνης, Γιτζάκ Χέρτζογκ, την άνοιξη του 1940 να μεσολαβήσει εκ μέρους των Εβραίων της Λιθουανίας για την επικείμενη εκτόπισή τους στη Γερμανία.[56] Ο Πίος κάλεσε τον Ρίμπεντροπ στις 11 Μαρτίου, διαμαρτυρόμενος επανειλημένως για τη μεταχείριση των Εβραίων.[34] Στην εγκύκλιό του 1940, Summi Pontificatus, ο Πίος απέρριψε τον αντισημιτισμό, δηλώνοντας στην Καθολική Εκκλησία «οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία.» [57] Το 1940 ο Πίος ζήτησε από τον κλήρο, με επιστολόχαρτα του Βατικανού, να κάνουν ότι μπορούν εκ μέρος των νεκρών Εβραίων.[58]
Το 1941 ο Καρδινάλιος της Βιέννης Τέοντορ Ίνιτζερ πληροφόρησε τον Πίο για τις εκτοπίσεις των Εβραίων από τη Βιέννη.[49] Αργότερα στον ίδιο χρόνο, όταν ρωτήθηκε από τον Γάλλο Στρατάρχη Φιλίπ Πεταίν για το αν το Βατικανό αποδοκίμαζε τους αντιεβραϊκούς νόμους, ο Πίος απάντησε ότι η εκκλησία καταδικάζει τον αντισημιτισμό αλλά δεν σχολιάζει συγκεκριμένους νόμους.[49] Παρομοίως όταν η κυβέρνηση μαριονέτα του Πεταίν υιοθέτησε τους «Εβραϊκούς νόμους», ειπώθηκε στον πρέσβη της Κυβέρνησης του Βισύ στο Βατικανό, Léon Bérard ότι η νομοθεσία δεν αντέφασκε με τις διδασκαλίες της Καθολικής Εκκλησίας.[59] Ο νούντσιος στη Γαλλία, Βαλέριο Βαλέρι, «ήρθε σε δύσκολη θέση» όταν το πληροφορήθηκε δημοσίως από τον Πεταίν[60] και διασταύρωσε προσωπικά[61] την πληροφορία με τον Καρδινάλιο Γραμματέα του Κράτους Μαλιόνε, ο οποίος και του την επιβεβαίωσε.[62] Εντούτοις τον Ιούνιο του 1942 ο Πίος διαμαρτυρήθηκε προσωπικά για τις μαζικές εκτοπίσεις των Εβραίων από τη Γαλλία, δίνοντας εντολή στον παπικό νούντσιο να διαμαρτυρηθεί στον Στρατάρχη Πεταίν για τις «απάνθρωπες συλλήψεις και εκτοπίσεις των Εβραίων.»[63] Τον Σεπτέμβριο του 1941 ο Πίος ήταν αντίθετος με ένα Σλοβάκικο Νόμο για του Εβραίους,[64] ο οποίος εν αντιθέσει με τους προηγούμενους νόμους του Βισύ, απαγόρευε τους γάμους μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων.[65] Τον Οκτώβριο του 1941 όταν ο Χάρολντ Τίτμαν, Αμερικανός απεσταλμένος στο Βατικανό, ζήτησε από τον πάπα να καταδικάσει τις ωμότητες κατά των Εβραίων, Ο Πίος απάντησε ότι το Βατικανό επιθυμούσε να παραμείνει «ουδέτερο»,[66] επαναλαμβάνοντας την πολιτική ουδετερότητας που είχε επικαλεστεί τον Σεπτέμβριο του 1940.[59]
Το 1942 ο διπλωματικός επιτετραμμένος της Σλοβακίας ενημέρωσε τον Πίο ότι Εβραίοι της Σλοβακίας στέλνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.[49] Στις 11 Μαρτίου 1942, λίγες μέρες πριν ξεκινήσουν οι μεταφορές, ο επιτετραμμένος στην Μπρατισλάβα ανέφερε στο Βατικανό: «Με έχουν διαβεβαιώσει ότι το απάνθρωπο σχέδιο είναι δουλειά του... Πρωθυπουργού Τούκα, ο οποίος ενέκρινε το σχέδιο... τόλμησε να μου πει - αυτό που τόσο επιδεικνύει τον Καθολικισμό του - ότι δεν βρίσκει τίποτα το απάνθρωπο ή το αντιχριστιανικό στο σχέδιο... η εκτόπιση 80,000 ατόμων στην Πολωνία είναι σαν να καταδικάζει το μεγαλύτερο μέρος τους σε σίγουρο θάνατο.» Το Βατικανό διαμαρτυρήθηκε στη Σλοβάκικη κυβέρνηση λέγοντας ότι «καταδικάζει αυτά... τα μέτρα τα οποία πλήτουν τα ανθρώπινα δικαιώματα εξαιτίας μόνο της φυλής τους.»[67]
Μετά το τέλος το Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, ο Πιός ΙΒ΄ επικεντρώθηκε στην υλική βοήθεια της καταπονημένης από τον πόλεμο Ευρώπης, στην εσωτερική διεθνοποίηση της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, και στην ανάπτυξη των διεθνών διπλωματικών της σχέσεων. Οι εγκύκλιοί του, Evangelii Praecones και Fidei Donum, που εκδόθηκαν στις 2 Ιουνίου του 1951 και στις 21 Απριλίου του 1957 αντίστοιχα, αύξησαν τον βαθμό της αυτοδιοίκησης των Καθολικών ιεραποστολών, πολλές από τις οποίες έγιναν αυτόνομες επισκοπές. Ο Πίος ΙΒ΄ απαίτησε την αναγνώριση των τοπικών πολιτιστικών παραδόσεων ως πλήρως ισάξιων με την Ευρωπαϊκή.[68][69] Ακολουθώντας την πολιτική των προκατόχων του, υποστήριξε την εγκαθίδρυση τοπικής διοίκησης στα Εκκλησιαστικά θέματα, έτσι το 1950 η ιεραρχία της Δυτικής Αφρικής έγινε ανεξάρτητη και ακολούθησαν το 1951 της Νοτίου Αφρικής και το 1952 της Βρετανικής Ανατολικής Αφρικής. Η Φινλανδία, η Βιρμανία και η Γαλλική Αφρική έγιναν ανεξάρτητες επισκοπές το 1955.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.