πρωτεύουσα της Ελλάδας From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας από το 1834 και η μεγαλύτερη και πιο πυκνοκατοικημένη πόλη της χώρας. Σύμφωνα με την απογραφή του 2021 από την ΕΛ.ΣΤΑΤ.,[2] ο μόνιμος πληθυσμός της Αθήνας και του Δήμου Αθηναίων ανέρχεται σε 637.798 κατοίκους, και ο μόνιμος πληθυσμός του Πολεοδομικού Συγκροτήματος Αθήνας ανέρχεται σε 3.059.764 κατοίκους.[α] Πήρε το όνομά της από τη θεά Αθηνά. Βρίσκεται στην Αττική, στην ανατολική Στερεά Ελλάδα, και είναι από τις αρχαιότερες πόλεις του κόσμου, με την καταγεγραμμένη ιστορία της να φθάνει έως το 3200 π.Χ.[3]
Αθήνα | |||
---|---|---|---|
| |||
Χώρα | Ελλάδα | ||
Περιφέρεια | Περιφέρεια Αττικής | ||
Δήμος | Δήμος Αθηναίων | ||
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Αθηναίων | ||
Γεωγραφική υπαγωγή | Αττική και Λεκανοπέδιο Αττικής | ||
Ίδρυση | 7η χιλιετία π.Χ. | ||
Προστάτης | Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης | ||
Διοίκηση | |||
• Δήμαρχος | Χάρης Δούκας | ||
• Μέλος του/της | Σύνδεσμος Ιστορικών Πόλεων[1] | ||
Έκταση | 39 km² | ||
Υψόμετρο | 170 μέτρα | ||
Πληθυσμός | 637.798 (2021) | ||
Ταχ. κωδ. | 104 xx-106 xx, 111 xx-118 xx και 121 xx-124 xx | ||
Τηλ. κωδ. | 210 | ||
Ζώνη ώρας | Ώρα Ανατολικής Ευρώπης | ||
Ιστότοπος | cityofathens.gr | ||
Σχετικά πολυμέσα | |||
Η Αρχαία Αθήνα, αρχικά οικισμός πάνω στην Ακρόπολη, εξελίχθηκε τον 6ο αιώνα π.Χ. σε μία πανίσχυρη πόλη–κράτος, που αναπτύχθηκε παράλληλα με το λιμάνι της, το οποίο αρχικά ήταν το Φάληρο και αργότερα ο Πειραιάς. Υπήρξε μέχρι τον 6ο αιώνα, το σημαντικότερο κέντρο των τεχνών, της γνώσης και της φιλοσοφίας, έδρα της Ακαδημίας Πλάτωνος και του Λυκείου του Αριστοτέλη. Αναφέρεται ευρέως ως γενέτειρα της δημοκρατίας. Συχνά η αρχαία Αθήνα, όπως και γενικότερα η Ελλάδα εκείνης της εποχής,[4][5] χαρακτηρίζεται «λίκνο του δυτικού πολιτισμού».
Η σύγχρονη Αθήνα είναι το κέντρο της οικονομικής, βιομηχανικής, πολιτικής και πολιτιστικής ζωής της Ελλάδας. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία, η Ευρύτερη Αστική Περιοχή ή Μητροπολιτική Περιοχή της Αθήνας (ο μόνιμος πληθυσμός της ανέρχεται σε 3.622.246 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2021), είναι η 6η πολυπληθέστερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τον πληθυσμό της να εκτιμάται το 2004 στους 4.013.368 κατοίκους.
Το Πολεοδομικό Συγκρότημα Αθηνών - Πειραιώς, δηλαδή η περιοχή της Αθήνας, του Πειραιά και των προαστίων τους, έχει μόνιμο πληθυσμό 3.059.764 κατοίκων.[2] Η περιοχή του ανήκει διοικητικά σε πέντε περιφερειακές ενότητες της Περιφέρειας Αττικής: Κεντρικού Τομέα Αθηνών, Βορείου Τομέα Αθηνών, Νοτίου Τομέα Αθηνών, Δυτικού Τομέα Αθηνών και την Περιφερειακή Ενότητα Πειραιώς. Το κέντρο των Αθηνών βρίσκεται στον Δήμο Αθηναίων και του Πειραιά στον Δήμο Πειραιά. Ο Πειραιάς, ιστορικά γνωστός ως το «επίνειο των Αθηνών», είναι το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας. Τα κέντρα των δύο πόλεων απέχουν εννέα χιλιόμετρα και παλαιότερα ο Πειραιάς χωριζόταν από την Αθήνα από άκτιστες εκτάσεις, αλλά σήμερα, μετά από τη μεγάλη οικιστική ανάπτυξη της περιοχής τον 19ο και 20ό αιώνα, ο Πειραιάς έχει ενωθεί πολεοδομικά με την Αθήνα.
Η κληρονομιά της κλασικής εποχής είναι ακόμη φανερή στην πόλη, εκπροσωπούμενη από αρχαία μνημεία και έργα τέχνης, με γνωστότερο όλων τον Παρθενώνα, που θεωρείται εμβληματικό μνημείο του αρχαίου δυτικού πολιτισμού. Στην πόλη διατηρούνται ακόμη ρωμαϊκά και βυζαντινά μνημεία, καθώς και μικρός αριθμός οθωμανικών μνημείων, ενώ στον ιστορικό της πυρήνα υπάρχουν στοιχεία που αποτυπώνουν την ιστορική συνέχεια της πόλης.[εκκρεμεί παραπομπή] Στην Αθήνα βρίσκονται δύο Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, η Ακρόπολη και η μεσαιωνική Μονή Δαφνίου.
Αξιοθέατα της νεότερης εποχής, χρονολογούμενα από την καθιέρωση της Αθήνας ως πρωτεύουσας του ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους το 1834, περιλαμβάνουν τη Βουλή των Ελλήνων (19ος αιώνας), την Τριλογία, ένα σύνολο τριών κτηρίων: η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Πανεπιστήμιο και η Ακαδημία και πολλά ακόμα κτήρια, τα περισσότερα δωρεές εθνικών ευεργετών. Η Αθήνα φιλοξένησε τους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1896 και 108 χρόνια αργότερα διοργάνωσε τους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Στην Αθήνα βρίσκονται το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, που διαθέτει τη μεγαλύτερη συλλογή στον κόσμο αρχαίων ελληνικών αρχαιοτήτων, καθώς και το νέο Μουσείο Ακρόπολης.
Στην Αρχαία Ελλάδα η πόλη αναφερόταν στον πληθυντικό αριθμό: «Ἀθῆναι» καθώς αποτελούσε συνοικισμό των διάσπαρτων δήμων της Αττικής, τους οποίους σύμφωνα με τον μύθο συνένωσε ο βασιλιάς Θησέας. Τον 19ο αιώνα το όνομα αυτό επανήλθε, ως το επίσημο όνομα της πόλης. Το 1979, με την εγκατάλειψη της καθαρεύουσας, το όνομα «Αθήνα» καθιερώθηκε ως το επίσημο. Εν τούτοις, συχνή παραμένει η χρήση του πληθυντικού στη γενική πτώση: Αθηνών, ιδίως στον γραπτό λόγο ή σε ονομασίες ιδρυμάτων, όπως η Ακαδημία Αθηνών.
Πολιούχος της Αθήνας είναι ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης.
Το Πολεοδομικό Συγκρότημα Αθηνών[6] απλώνεται στο Λεκανοπέδιο Αττικής, το οποίο περικλείεται από πέντε βουνά: το Όρος Αιγάλεω και το Ποικίλο Όρος στα δυτικά, την Πάρνηθα στα βορειοδυτικά, το Πεντελικό Όρος στα βορειοανατολικά και τον Υμηττό στα ανατολικά. Η Πάρνηθα, με μέγιστο υψόμετρο 1.413 μέτρων, είναι το ψηλότερο από τα βουνά, ενώ μεγάλο μέρος της έκτασής της έχει ανακηρυχθεί Εθνικός δρυμός. Ο Σαρωνικός κόλπος οριοθετεί την Αθήνα στα νότια.
Η Αθήνα είναι χτισμένη γύρω από αρκετούς λόφους. Ο Λυκαβηττός είναι ένας από τους ψηλότερους λόφους της κυρίως πόλης και προσφέρει θέα ολόκληρου του Λεκανοπέδιου. Η γεωμορφολογία της Αθήνας θεωρείται ως μια από τις πιο ιδιαίτερες στον κόσμο, λόγω των βουνών της, που προκαλούν ένα φαινόμενο θερμοκρασιακής αναστροφής, που σε συνδυασμό με τις δυσκολίες των ελληνικών κυβερνήσεων να ελέγξουν την εκπομπή ρύπων, ευθύνεται για τα προβλήματα ατμοσφαιρικής ρύπανσης που αντιμετωπίζει η πόλη. Αυτό το ζήτημα δεν εμφανίζεται μόνο στην Αθήνα. Για παράδειγμα το Λος Άντζελες και η Πόλη του Μεξικού υποφέρουν από παρόμοια προβλήματα γεωμορφολογικής αναστροφής.
Ο Κηφισός, ο Ιλισός και ο Ηριδανός είναι οι ιστορικοί ποταμοί της Αθήνας. Το μεγαλύτερο τμήμα της κοίτης τους έχει καλυφθεί από συγκοινωνιακά έργα (Κηφισός: Εθνική Οδός Αθηνών - Λαμίας, Ιλισός: Μιχαλακοπούλου - Καλλιρρόης) συμβάλλοντας στην υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος του Λεκανοπεδίου.
Η Αθήνα είναι η θερμότερη πόλη της ηπειρωτικής Ευρώπης[7][8] και σύμφωνα με την Εθνική Μετεωρολογική Υπηρεσία το Λεκανοπέδιο της Αθήνας είναι επίσης η θερμότερη περιοχή της χώρας με μια μέση ετήσια θερμοκρασία στους 19.8 °C.[9] Το κυριότερο χαρακτηριστικό του αθηναϊκού κλίματος είναι η εναλλαγή παρατεταμένων ζεστών και ξηρών καλοκαιριών και ήπιων, υγρών χειμώνων. Με μέση ετήσια βροχόπτωση 433.1 χιλιοστών, βροχές εμφανίζονται μεταξύ των μηνών Οκτωβρίου και Απριλίου. Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος είναι οι ξηρότεροι μήνες, με καταιγίδες σπανίως, μια ή δύο φορές το μήνα. Οι χειμώνες είναι ήπιοι και βροχεροί, με μέση θερμοκρασία του Ιανουαρίου 8,9 °C στη Νέα Φιλαδέλφεια και 10,3 °C στο Ελληνικό. Επιπρόσθετα, από τα στοιχεία του κλιματικού άτλαντα της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας προκύπτει πως η Αθηναϊκή Ριβιέρα κατατάσσεται στα θερμά ημίξηρα κλίματα (Bsh) σύμφωνα με την Κλιματική ταξινόμηση Κέππεν.[10] Οι χιονοπτώσεις είναι συχνότερες στα βόρεια προάστια της πόλης.
Η ετήσια βροχόπτωση στην Αθήνα είναι χαρακτηριστικά χαμηλότερη από ότι σε άλλα μέρη της Ελλάδας, ιδιαίτερα στη δυτική Ελλάδα. Για παράδειγμα τα Ιωάννινα δέχονται γύρω στα 1.300 χιλ. το χρόνο και το Αγρίνιο περίπου 800. Τα μέσα ημερήσια υψηλά του Ιουλίου (1991-2020) έχουν μετρηθεί στους 34.8 °C στο μετεωρολογικό σταθμό της Νέας Φιλαδέλφειας, όμως άλλα μέρη της πόλης μπορεί να είναι ακόμη πιο ζεστά, ιδιαίτερα οι δυτικές περιοχές της, εν μέρει λόγω της εκβιομηχάνισης και εν μέρει λόγω ορισμένων φυσικών παραγόντων, ήδη γνωστών από τα μέσα του 19ου αιώνα.[11] Οι θερμοκρασίες ξεπερνούν συχνά τους 38 °C κατά τους γνωστούς καύσωνες στην πόλη.
Η πόλη της Αθήνας επηρεάζεται από το φαινόμενο της αστικής θερμονησίδας σε μερικές περιοχές, που προκαλείται από την ανθρώπινη δραστηριότητα, αυξάνοντας τις θερμοκρασίες τους σε σχέση με τις γύρω αδόμητες περιοχές και επιφέρει αρνητικές συνέπειες στην κατανάλωση ενέργειας, τις δαπάνες για δροσιά και την υγεία. Η αστική θερμονησίδα της πόλης έχει επίσης βρεθεί ότι ευθύνεται εν μέρει για τις μεταβολές των κλιματολογικών θερμοκρασιακών χρονοσειρών συγκεκριμένων μετεωρολογικών σταθμών της Αθήνας, λόγω της επίδρασής της στις θερμοκρασίες και τις τάσεις τους, που καταγράφονται από αυτούς. Αφετέρου άλλοι μετεωρολογικοί σταθμοί, όπως εκείνοι του Εθνικού Κήπου και του Θησείου, επηρεάζονται λιγότερο ή καθόλου από την αστική θερμονησίδα.
Η περιοχή της Αθήνας κατέχει το ρεκόρ του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού της υψηλότερης θερμοκρασίας, που έχει ποτέ καταγραφεί στην ηπειρωτική Ευρώπη, 48.0 °C στην Ελευσίνα και στο Τατόι στις 10 Ιουλίου 1977.[12] Επιπρόσθετα, η Μητροπολιτική Αθήνα έχει καταγράψει θερμοκρασίες άνω των 47.5 °C σε 4 διαφορετικές περιοχές τα τελευταία χρόνια. Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζονται τα κλιματικά δεδομένα της περιόδου 1991-2020, όπως προκύπτουν από τις καταγραφές του ιστορικού μετεωρολογικού σταθμού του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών για το κέντρο της Αθήνας, στο Θησείο.
Κλιματικά δεδομένα Κέντρου Αθήνας (1991–2020), Ρεκόρ (1890–σήμερα) | |||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Μήνας | Ιαν | Φεβ | Μάρ | Απρ | Μάι | Ιούν | Ιούλ | Αύγ | Σεπ | Οκτ | Νοε | Δεκ | Έτος |
Υψηλότερη Μέγιστη °C (°F) | 22.8 | 25.3 | 28.2 | 32.2 | 37.6 | 44.8 | 42.8 | 43.9 | 38.7 | 36.5 | 30.5 | 23.1 | 44,8 |
Μέση Μέγιστη °C (°F) | 13.3 | 14.2 | 17 (63) |
21.1 | 26.5 | 31.6 | 34.3 | 34.3 | 29.6 | 24.4 | 18.9 | 14.4 | 23,3 |
Μέση Μηνιαία °C (°F) | 10.2 | 10.8 | 13.1 | 16.7 | 21.8 | 26.6 | 29.3 | 29.4 | 25 (77) |
20.3 | 15.6 | 11.6 | 19,2 |
Μέση Ελάχιστη °C (°F) | 7.1 | 7.3 | 9.2 | 12.3 | 17 (63) |
21.6 | 24.2 | 24.4 | 20.4 | 16.2 | 12.2 | 8.7 | 15 (59) |
Χαμηλότερη Ελάχιστη °C (°F) | −6.5 | −5.7 | −2.6 | 1.7 | 6.2 | 11.8 | 16 (61) |
15.5 | 8.9 | 5.9 | −1.1 | −4 (25) |
−6,5 |
Βροχόπτωση mm (ίντσες) | 55,6 | 44,4 | 45,6 | 27,6 | 20,7 | 11,6 | 10,7 | 5,4 | 25,8 | 38,6 | 70,8 | 76,3 | 433,1 |
% υγρασίας | 72 | 70 | 66 | 60 | 56 | 50 | 42 | 47 | 57 | 66 | 72 | 73 | 60,9 |
Πηγή #1: Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών[13] | |||||||||||||
Πηγή #2: Meteoclub[14][15] |
Το όνομα της πόλης της Αθήνας, προέρχεται από την προστάτιδα θεά Αθηνά. Αυτό είναι και ένα ακόμη στοιχείο της αρχαιότητας της πόλης μιας και παραπέμπει ευθέως σε μητριαρχικές κοινωνίες. Σε παλαιότερα ελληνικά, όπως μαρτυρείται και στα Ομηρικά Έπη, το όνομα της πόλης ήταν στον ενικό ως Ἀθήνη και αργότερα μετατράπηκε στον πληθυντικό ως Ἀθῆναι όμοια με άλλες πόλεις όπως τις Θήβες (Θῆβαι) και τις Μυκήνες (Μυκῆναι). Κατά τον Μεσαίωνα το όνομα αποδόθηκε στην καθομιλουμένη στον ενικό αν και λόγω του συντηρητισμού του γραπτού λόγου και του γλωσσικού ζητήματος η επίσημη ονομασία παρέμεινε ως Ἀθῆναι μέχρι την κατάργηση της καθαρεύουσας.
Παλαιότερα, είχαν προταθεί άλλες ετυμολογήσεις από λόγιους του 19ου αιώνα. Ο Κρίστιαν Λόμπεκ πρότεινε ως ρίζα του ονόματος τη λέξη ἄθος ή ἄνθος για να δηλώσει την Αθήνα ως πόλη ανθούσα. Μετέφρασε ακόμη την πόλη στα λατινικά ως Florentia. Ο Λούντβιχ Ντεντερλάιν πρότεινε ως ρίζα το επικό ρήμα θάω (θέμα θη–), δηλαδή θηλάζω, που δηλώνει ότι η Αθήνα έχει εύφορη γη.[16]
Κατά τη μυθολογία λέγεται ότι η πόλη έχει το όνομα της θεάς Αθηνάς, μετά από τον αγώνα της με τον θεό της θάλασσας Ποσειδώνα για να αναδειχθεί το καλύτερο δώρο, που είχε καθένας για την πόλη. Συγκεκριμένα ο πρώτος βασιλιάς της Αθήνας Κέκροπας, ο οποίος ήταν μισός άνθρωπος και μισός φίδι, έπρεπε να αποφασίσει ποιος θα ήταν ο προστάτης της πόλης. Οι δύο θεοί, Ποσειδώνας και Αθηνά, θα έκαναν από ένα δώρο στον Κέκροπα και όποιος έκανε το καλύτερο, αυτός θα γινόταν προστάτης. Εμφανίστηκαν και οι δύο μπροστά στον Κέκροπα και πρώτος ο Ποσειδώνας χτύπησε την τρίαινά του στο έδαφος και εμφανίστηκε ένα ρυάκι με γάργαρο νερό. Μετά η Αθηνά χτύπησε το δόρυ της στο έδαφος και εμφανίστηκε μια μικρή ελιά. Ο Κέκροπας παραξενεύτηκε αλλά και εντυπωσιάστηκε από το δώρο της Αθηνάς και αποφάσισε να διαλέξει το δώρο της και αυτήν ως προστάτιδα της πόλης. Έτσι πήρε η Αθήνα το όνομά της. Όμως, ο Ποσειδώνας, θυμωμένος με τον Κέκροπα, καταράστηκε την Αθήνα να μην έχει ποτέ αρκετό νερό. Έτσι από τότε ξεκίνησε το πρόβλημα της λειψυδρίας που ταλαιπωρούσε την Αθήνα.
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 20/07/2020) |
Η ίδρυση της Αθήνας χάνεται στην αχλή του μύθου, καθώς είναι γενικά αποδεκτό ότι προϋπήρχε της Μυκηναϊκής Εποχής. Είναι γνωστό ότι πράγματι υπήρχαν προϊστορικά πορίσματα στην Αττική, αλλά από πότε ακριβώς πρωτοχρησιμοποιήθηκε για ένα τουλάχιστον από αυτά το όνομα «Αθήνα» είναι άγνωστο.
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, στον Τίμαιο, Αιγύπτιοι ιερείς της Ίσιδος αποκάλυψαν στον Σόλωνα που τους επισκέφτηκε ότι σύμφωνα με τα αρχεία τους, υπήρχε πόλη ακμάζουσα με το όνομα «Αθήνα» πριν από το 9600 π.Χ. Φυσικά η ακρίβεια της αναφοράς αμφισβητείται, όπως και ο υπολογισμός του έτους.
Πρώτος βασιλιάς της πόλης, σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο Κέκροπας, από τον οποίο ονομάστηκε το τμήμα κείμενο μεταξύ της Ακρόπολης, των Αχαρνών και της Ελευσίνας «Κεκροπία».
Ο μύθος του Θησέα και του Μινώταυρου φανερώνει την ύπαρξη σχέσης υποτέλειας της Αθήνας προς τη Μινωική Κρήτη, μετά τον θάνατο του γιου του Μίνωα, του Ανδρόγεω. Πατέρας του Θησέα ήταν ο Αιγέας, βασιλιάς των Αθηνών μέχρι τον θάνατό του, οπότε και πέρασε ο θρόνος στον γιο του τον Θησέα. Τον θρόνο αμφισβήτησαν οι Παλλαντίδες γιοι του Πάλλαντος, αδελφού του Αιγέα, αλλά σφαγιάστηκαν από τον Θησέα, ο οποίος παρέμεινε βασιλιάς και κέρδισε ξανά την εύνοια των πολιτών του.
Κατά την εποχή του Τρωικού Πολέμου, η Αθήνα πήρε το μέρος των Μυκηνών, επιστρατεύοντας κατά της Τροίας με επικεφαλής τον Μενεσθέα σημαντική στρατιωτική και ναυτική δύναμη 50 πλοίων όπως αναφέρεται στον κατάλογο πλοίων που αναφέρεται στην Ιλιάδα.[17] Τα γεγονότα αυτά κατατάσσουν την Αθήνα, που καταλάμβανε τότε την Αττική, χωρίς τη Μεγαρίδα (που υπαγόταν στη Σαλαμίνα), και τον Ωρωπό (που ανήκε στη Βοιωτία), σε μια πολύ σημαντική ελληνική πόλη[εκκρεμεί παραπομπή]. Λειτουργούσαν όμως ήδη από το 3000 π.Χ. τα μεταλλεία Λαυρίου[εκκρεμεί παραπομπή] παρέχοντας στην πόλη μόλυβδο και άργυρο (αργότερα την Εποχή του Σιδήρου και σίδηρο). Η παραγωγή κεραμικών, λαδιού, μελιού και κρασιού, καθώς και μαρμάρου από την Πεντέλη, σε συνδυασμό με την εμπορική δραστηριότητα, σηματοδοτούν μια οικονομικά ακμάζουσα πόλη.
Η Αθήνα διέφυγε πάντως την καταστροφή ή υποδούλωση από την Κάθοδο των Δωριέων. Σύμφωνα, με τον μύθο, οι Δωριείς ρώτησαν το μαντείο των Δελφών για το αν μπορούν να κατακτήσουν την Αθήνα. Το μαντείο τους απάντησε, ότι θα την κατακτήσουν, μόνο αν δεν σκοτώσουν τον βασιλιά της, τον Κόδρο. Ο Κόδρος, όταν έμαθε για αυτό τον χρησμό ντύθηκε σαν χωριάτης και βγήκε από την πόλη. Εκεί, αφού συνάντησε στρατιώτες από το αντίπαλο στρατόπεδο, σκότωσε τον έναν, και ο ένας άλλος στρατιώτης αντιδρώντας, και μη γνωρίζοντας την πραγματική του ταυτότητα, τον σκότωσε. Όταν οι Αθηναίοι ζήτησαν τη σορό του βασιλιά τους, οι Δωριείς φοβήθηκαν και αποσύρθηκαν από την περιοχή της Αθήνας, κρατώντας μόνο τα Μέγαρα.
Το 632 π.Χ., ο ολυμπιονίκης Κύλων θέλησε να γίνει τύραννος της Αθήνας. Κατέλαβε την Ακρόπολη αλλά ο Αλκμεωνίδης Μεγακλής, αντέδρασε και πολιόρκησε την Ακρόπολη, αναγκάζοντας τον ίδιο και τον αδελφό του να καταφύγουν στα Μέγαρα ενώ οι οπαδοί του, ικέτες στους βωμούς. Σύμφωνα, με αυτό το έθιμο οποίος καταφύγει ικέτης στους βωμούς, θεωρείται προστατευόμενος των θεών, έτσι κανένας δεν έχει το δικαίωμα να τους πειράξει. Οι οπαδοί του Μεγακλή, όμως, τους σκότωσαν παραβιάζοντας αυτό το έθιμο, με αποτέλεσμα οι Αλκμεωνίδες να εξοριστούν από την Αθήνα. Επέστρεψαν με τη γενική αμνηστία του Σόλωνα.
Κατά την παράδοση, πρώτος νομοθέτης της πόλης ήταν ο Δράκων, ο οποίος θέσπισε το 621 π.Χ., τους Δρακόντειους Νόμους, γραμμένους σε μαρμάρινες πλάκες. Κατά την παράδοση, οι νόμοι ήταν τόσο αυστηροί, που ο όρος «Δρακόντεια μέτρα» δήλωνε μέτρα αμείλικτα και σκληρά, ακόμα και σήμερα. Τη νομοθεσία του Δράκοντα διαδέχθηκαν οι νόμοι του Σόλωνα. Βασικότεροι όλων ήταν η «Σεισάχθεια», δηλαδή η κατάργηση της υποδούλωσης ελεύθερων πολιτών για χρέη, και ο αναδασμός της γης.
Από το 561 π.Χ. μέχρι το 527 π.Χ., η Αθήνα κυβερνιόνταν, ανά διαστήματα, από τον Πεισίστρατο. Έκανε πολλά έργα για την Αθήνα και τίμησε την ιδιαίτερη του πατρίδα, τη Βραυρώνα. Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι ο Πεισίστρατος έθεσε τις βάσεις για το μελλοντικό μεγαλείο της Κλασικής Αθήνας. Μετά τον θάνατο του, η εξουσία πέρασε στα χέρια του Ιππία και του Ιππάρχου. Ο δεύτερος δολοφονήθηκε το 514 π.Χ., και ο πρώτος ανατράπηκε, με τη βοήθεια της Σπάρτης, το 510 π.Χ.
Το 508 π.Χ., ο Κλεισθένης, ως μεταρρυθμιστής των Αθηνών από το γένος των Αλκμεωνιδών, εφάρμοσε την ισονομία και την ισοπολιτεία, καταργώντας τις παλαιές φυλές και ιδρύοντας τεχνητές, με ονόματα που προέρχονται από τον τοπικό ήρωα της κάθε περιοχής. Χώρισε δε την αττική γη στο άστυ, τη μεσογαία και την παράλια χώρα, κατανέμοντας ισάριθμα τον πληθυσμό της κάθε φυλής σε δήμους κι από τις τρεις ζώνες, ενώ παράλληλα νομοθέτησε υπέρ της ποινής του οστρακισμού. Έτσι, γεννήθηκε η Δημοκρατία.
Η Αθήνα έστειλε βοήθεια 20 πλοίων (4.000 άνδρες) κατά την Ιωνική Επανάσταση (499 - 493). Αυτό αποτέλεσε την αφορμή για τις Περσικές Εκστρατείες κατά της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η Αθήνα απέκρουσε με επιτυχία, μαζί με τις Πλαταιές, τη δεύτερη εκστρατεία του Δάτη και του Αρταφέρνη, κατά την οποία ήταν ο κύριος περσικός αντικειμενικός στόχος. Η πόλη παρέταξε 10.000 οπλίτες στη μάχη του Μαραθώνα με αρχηγό τον Μιλτιάδη. Κατά την εκστρατεία του Ξέρξη η πόλη παρέταξε 8.000 οπλίτες στη μάχη των Πλαταιών με αρχηγό τον Αριστείδη και 200 τριήρεις, στη ναυμαχία της Σαλαμίνας με αρχηγό τον Θεμιστοκλή.
Το 478/477 π.Χ., ιδρύθηκε η Αθηναϊκή συμμαχία, με έδρα το ιερό νησί της Δήλου.
Λίγα χρόνια αργότερα, ο γιος του Μιλτιάδη, ο Κίμων κατάφερε να εξορίσει τον Θεμιστοκλή και να γίνει ηγέτης της Αθήνας. Χάρη στη στρατιωτική του ιδιοφυΐα, κατάφερε να επεκτείνει τη συμμαχία αλλά ο ίδιος εξορίστηκε από τον Περικλή το 461 π.Χ.
Ο πολιτικός Περικλής πήρε την ηγεσία της Αθήνας και αφαίρεσε από τον, ολιγαρχικών αποκλίσεων, Άρειο Πάγο την εποπτεία για τη διοίκηση και τους υπαλλήλους και την ανέθεσε στη Βουλή των Πεντακοσίων. Η πολιτική του Περικλή εδραίωσε την αθηναϊκή ηγεμονία, που πρακτικά άρχισε λίγο νωρίτερα με τον Κίμωνα, που συνέχισε τον πόλεμο με την Περσική Αυτοκρατορία μετά την απόσυρση των Σπαρτιατών από αυτόν. Με δική του πρωτοβουλία χτίστηκε ο Παρθενώνας και, δικαίως, η εποχή του ονομάστηκε «Χρυσός αιώνας του Περικλή», αν και κράτησε μόνο 32 χρόνια.
Το 431 π.Χ. εισέβαλαν οι Σπαρτιάτες στην Αττική και κατέστρεψαν την ύπαιθρο χώρα, ξεκινώντας τον οδυνηρό Πελοποννησιακό πόλεμο.
Το 430 π.Χ., ξέσπασε ο λοιμός των Αθηνών που αφάνισε το 1/3 (ή τα 2/3) του πληθυσμού της Αθήνας και, ανάμεσα σε αυτούς, και τον Περικλή, με αποτέλεσμα η πόλη να πέσει θύμα των δημαγωγών, των οποίων η πολιτική αποδειχθεί καταστροφική, όχι μόνο για την Αθήνα, αλλά για ολόκληρη την Ελλάδα. Κατά τη μέγιστη στρατιωτική της ισχύ η Αθήνα επέτασσε (χωρίς να συνυπολογίζονται ξένοι μισθοφόροι) 14.000 οπλίτες, 2.000 τοξότες, 1.000 ιππείς, 400 ιπποτοξότες και 470 τριήρεις. Με βάση τα δεδομένα αυτά και ανάλογους υπολογισμούς υπολογίζεται συνολικός πληθυσμός της τάξης των 400.000 ψυχών[εκκρεμεί παραπομπή] (συνυπολογίζοντας γυναίκες, λογικό αριθμό ανηλίκων, μετοίκους, ξένους και δούλους) κατά την Κλασική εποχή. Η Αθήνα, μετά από 27 χρόνια, έχασε τελικά τον πόλεμο.
Το 395 π.Χ., ξέσπασε ο Κορινθιακός πόλεμος που διήρκεσε μέχρι το 387 π.Χ. Ο Κόνων, με τη βοήθεια των Περσών συγκρότησε νέο ναυτικό και ανοικοδόμησε τα Μακρά τείχη και τα τείχη του Πειραιά που είχαν κατεδαφιστεί το 404 π.Χ.
Το 377 π.Χ., ιδρύθηκε η Β' Αθηναϊκή συμμαχία, αλλά διαλύθηκε το 355 π.Χ. Στο μεταξύ, μια νέα ανερχόμενη δύναμη έκανε την εμφάνιση της, η Μακεδονία, η οποία, μετά τη Μάχη της Χαιρώνειας, κατόρθωσε να επιβάλλει την ηγεμονία της σε όλη την Ελλάδα (πλην της Σπάρτης).
Το 323 π.Χ., μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Αθήνα και οι άλλες ελληνικές πόλεις εξεγέρθηκαν, αλλά ηττήθηκαν από τον Αντίπατρο. Το πολίτευμα της Αθήνας έγινε τιμοκρατικό και εγκαταστάθηκε μακεδονική φρουρά. Παρόλο που η πόλη είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία και τη στρατιωτική της δύναμη, συνέχισε να είναι μια μεγάλη και σπουδαία πόλη και ένα σημαντικό πολιτιστικό κέντρο. Πολλοί ηγεμόνες των Ελληνιστικών Βασιλείων, σπούδασαν στην Αθήνα και της έκαναν δωρεές και τιμήθηκαν από τους Αθηναίους.
Το 146 π.Χ., η Αθήνα κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους, οι οποίοι σεβάστηκαν την πόλη και δεν την πείραξαν. Το 87 π.Χ., στον Α΄ Μιθριδατικό πόλεμο, οι Αθηναίοι κάλεσαν τον Μιθριδάτη να απελευθερώσει την πόλη τους, αλλά ο Σύλλας όταν το έμαθε πήγε στην Αθήνα και την πολιόρκησε. Όταν ο στρατός του μπήκε στην Αθήνα έδωσε εντολή να την καταστρέψουν, αδιαφορώντας για τις ικεσίες των Αθηναίων και πολλά έργα τέχνης της, μεταφέρθηκαν στη Ρώμη. Η Αθήνα, όμως, άρχισε να ανακάμπτει αρκετά γρήγορα λόγω του θαυμασμού των Ρωμαίων για την ιστορία της και τον πολιτισμό της. Πολλοί Ρωμαίοι (Αδριανός, Κικέρων, Αντωνίνος, Αύγουστος, Φιλόπαππος κτλ), επισκέφτηκαν την πόλη, σπούδασαν σε αυτή, την ευεργέτησαν με σπουδαία έργα (αρκετά σώζονται και σήμερα) και μυήθηκαν στα Μυστήρια. Μάλιστα, προς τιμήν του Αδριανού, ονομάστηκε μια φυλή με το όνομα του, η Αδριανίδα φυλή. Η Αθήνα απέκτησε την παλιά της λάμψη και έγινε το πολιτιστικό κέντρο της αυτοκρατορίας, ονομαστή για τις σχολές της. Από τον 3ο αιώνα, η αυτοκρατορία δέχονταν τις επιθέσεις βαρβαρικών λαών. Το 267, οι Έρουλοι, κατέστρεψαν την Αθήνα και η έκτασή της μειώθηκε αρκετά. Το Βαλεριάνειο τείχος δεν κατάφερε να τη σώσει. Διατήρησε, όμως, τη χρεία της ως το πολιτιστικό κέντρο της αυτοκρατορίας. Το 330, η Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη) έγινε η νέα πρωτεύουσα του κράτους. Ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε αρκετά μνημεία της Αθήνας στη Νέα Ρώμη, αλλά δεν προκάλεσε καταστροφές στην πόλη και τη σεβάστηκε. Το 395, η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε Δυτική και Ανατολική και η Αθήνα έγινε μέρος της δεύτερης.
Το 395, ο Αλάριχος επιτέθηκε στην Αθήνα και την πολιόρκησε, αλλά δεν την πείραξε. Σύμφωνα, με τον Ζώσιμο, ο Αλάριχος είδε στα τείχη της πόλης, τον Αχιλλέα και τη θεά Αθηνά, έτσι πανικοβλήθηκε και έφυγε. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, οι Αθηναίοι συγκέντρωσαν ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και το έδωσαν στον Αλάριχο. Αυτός το δέχτηκε και τους ζήτησε να μπει στην πόλη για να τη θαυμάσει. Γλύτωσε, έτσι, την καταστροφή. Παράλληλα, όμως με τη διείσδυση του Χριστιανισμού, η Αθήνα θεωρήθηκε κέντρο της ειδωλολατρίας και περιθωριοποιήθηκε. Στην Αθήνα δεν είχε δημιουργηθεί μεγάλη κοινότητα Χριστιανών, όπως στην Αλεξάνδρεια ή τη Θεσσαλονίκη. Ο λόγος ήταν ότι η πόλη ήταν έντονα συνδεδεμένη με την αρχαία θρησκεία, οπότε ο Χριστιανισμός δεν μπορούσε να δημιουργήσει ισχυρές ρίζες στην πόλη. Το 529, ο Ιουστινιανός έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας και τότε αυτή μεταβλήθηκε σε μία ασήμαντη και λησμονημένη κωμόπολη με 2.000-3.000 κατοίκους, μακριά από τα κραταιά κέντρα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, καθώς επίσης και διότι το γενικότερο κέντρο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετατοπίστηκε τότε προς την Ανατολή. Μάλιστα, η αρχαία της ονομασία εξαφανίστηκε και αποκαλούνταν από τους ελάχιστους κατοίκους της, απλά «Κάστρο». Ο Παρθενώνας καθαγιάστηκε και έγινε εκκλησία, όπως και όλα τα άλλα μνημεία της Αθήνας. Πολλές φορές, έμενε έρημη, αφού οι ελάχιστοι κάτοικοί της την εγκατέλειπαν εξαιτίας των επιδρομών. Η Ειρήνη η Αθηναία, η οποία καταγόταν από την Αθήνα, ήταν αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, από το 780 μέχρι το 802.
Ο Βασίλειος Β´ επισκέφτηκε την Αθήνα, το 1018. Το 1182 ο Μιχαήλ Χωνιάτης έγινε μητροπολίτης Αθηνών. Αρχαιομαθής και λάτρης του Κλασικού πολιτισμού, απογοητεύτηκε από την Αθήνα και την παρομοίασε με «σκυθική ερημιά».
Το 1204, η Αθήνα κατακτήθηκε από τους Φράγκους. Οι Αθηναίοι τους υποδέχτηκαν ως απελευθερωτές[εκκρεμεί παραπομπή]. Μετά από 675 χρόνια παρακμής η Αθήνα μπαίνει σε μια νέα φάση. Η φήμη και η στρατηγική της θέση συνέβαλαν στο να γίνει η Αθήνα πρωτεύουσα του Φραγκικού δουκάτου των Αθηνών, με την Ακρόπολη να μετατρέπεται σε παλάτι. Την περίοδο αυτή (1204-1456) την Αθήνα κατέλαβαν κατά σειρά: ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός, ο Φράγκικος Οίκος ντε Λα Ρος, η Καταλανική Εταιρεία και τέλος ο ιταλικός οίκος της Οικογένειας Ατσαγιόλι της Φλωρεντίας. Ο Βονιφάτιος παρέδωσε την Αθήνα στον Όθωνα, ο οποίος πήρε το όνομα «Dominus Athenarum» ή «Sire D' Athenes». Η περίοδος αυτή (1204 - 1311) χαρακτηρίζεται από σχετική ακμή και ηρεμία. Το 1311, το Δουκάτο πέρασε στον έλεγχο των Καταλανών. Η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στη Θήβα. Η καταλανική πολιτική (1311 - 1388) υπήρξε καταστροφική και πιεστική για τους Ορθόδοξους υπηκόους, οι οποίοι δέχτηκαν με ανακούφιση τον Νέριο Ατζαγιόλι. Η Αθήνα ξανάγινε πρωτεύουσα του Δουκάτου. Μετά από πορεία 252 χρόνων, το Δουκάτο καταλύθηκε στις 4 Ιουνίου 1456 με την κατάληψη της Αθήνας από τους Τούρκους.
Το 1456 η πόλη κατακτήθηκε από τους Τούρκους και περιήλθε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Μωάμεθ ο Πορθητής επισκέφτηκε την πόλη και έμεινε γοητευμένος από αυτήν, ειδικά από την Ακρόπολη. Με διαταγή του, ο Παρθενώνας έγινε τζαμί και ο ίδιος έδωσε πολλά προνόμια στους Αθηναίους. Η Αθήνα ήταν η τέταρτη μεγαλύτερη πόλη των Βαλκανίων[εκκρεμεί παραπομπή] με 20.000 κατοίκους και οι Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι ζούσαν αρμονικά. Τον 17ο αιώνα, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του ΣΤ΄ Βενετοτουρκικού Πολέμου πολιορκήθηκε από τους Βενετούς και υπέστη μεγάλες ζημιές, συμπεριλαμβανομένης της ανατίναξης της οροφής του Παρθενώνα από τον στρατηγό Φραντσέσκο Μοροζίνι το 1687, από οβίδα που έπληξε τον ναό.
Τον 18ο αιώνα η Αθήνα γνώρισε μια σειρά από αναστατώσεις, κυρίως λόγω της κακοδιοίκησης των Τούρκων και των μεταξύ ανταγωνισμών για την ιδιοποίηση των δικαιωμάτων είσπραξης φόρων ή την ιδιοκτησία των κτημάτων. Το 1771-1772 η πόλη δεχόταν επιδρομές από τους Λεμπέσηδες, εξεγερμένους της Σαλαμίνας που είχαν υψώσει τη ρωσική σημαία υπό τον Μήτρο-Μάρα. Η περίοδος 1775-1795 χαρακτηρίζεται από την τυραννική διοίκηση του Χατζή Αλή Χασεκή. Αυτός αρχικά ήταν υπηρέτης στο παλάτι του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη, όπου αφού συνήψε ερωτικό δεσμό με την Εσμέ Σουλτάνα, αδελφή του σουλτάνου Σελίμ Γ΄, κατόρθωσε να διοριστεί βοεβόδας των Αθηνών, δηλαδή υπεύθυνος για την είσπραξη του φόρου της δεκάτης. Επί των ημερών του η Αθήνα περιτειχίστηκε με υποτυπώδες τοιχίο για να προστατευθεί από τις επιδρομές τουρκαλβανών. Περί το 1789 ενέσκηψαν στην πόλη επιδημίες ευλογιάς και πανώλης, καθώς και έλλειψη τροφίμων. Πολλοί κάτοικοι πέθαναν, ενώ άλλοι διασκορπίστηκαν. Το 1795 ο Χασεκή αποκεφαλίστηκε αφού είχαν προηγηθεί σειρά διαμαρτυριών εναντίον του από Τούρκους και Έλληνες προς τον σουλτάνο.
Στις αρχές του 17ου αιώνα και ειδικά από τον 19ο αιώνα, η Αθήνα, λόγω του αρχαιολογικού της ενδιαφέροντος, είχε συγκεντρώσει το ενδιαφέρον διαφόρων ξένων καλλιτεχνών, αρχαιολόγων κτλ. και είχε σχηματιστεί μια αρκετά μεγάλη κοινότητα Ευρωπαίων στην πόλη και ιδρύθηκαν τα πρώτα προξενεία. Μεταξύ αυτών όμως, ήταν και η αποστολή του λόρδου Έλγιν που έκανε τη γνωστή αφαίρεση (κλοπή) των γλυπτών από την Ακρόπολη. Άλλες γνωστές προσωπικότητες που πέρασαν από την Αθήνα ήταν ο Σατωμπριάν, ο Λόρδος Βύρων, ο Βρετανός πρέσβης στην Πόλη λόρδος Στράνγκφορντ, ο Φρανσουά Πουκεβίλ, η πριγκίπισσα της Ουαλίας Καρολίν κ.ά. Το 1812 ιδρύθηκε στην Αθήνα η "Φιλαθηναϊκή Ακαδημία" και κατόπιν η "Φιλόμουσος Εταιρεία".[18]
Λόγω της δράσης της Φιλομούσου Εταιρείας δεν είχε μεγάλη διείσδυση στην πόλη η Φιλική Εταιρεία, με εξαίρεση κάποιους ιερωμένους. Εκείνη την εποχή οι Αθηναίοι χωρίζονταν στους "Γκαγκαραίους" και τους "Ξωτάρηδες". Οι πρώτοι ήταν οι αστοί και οι άρχοντες που περιλαμβάνονταν στο αρχοντολόγιο, ενώ οι δεύτεροι ήταν οι αγρότες που ζούσαν στα πέριξ της Αθήνας χωριά και κτήματα, πολλοί των οποίων αρβανιτόφωνοι. Οι Τούρκοι ήταν μειοψηφία στην Αθήνα και βαθμιαία είχαν τεθεί υπό τον έλεγχο των Ελλήνων αρχόντων ή "γκαγκαραίων" αφού οι γηγενείς Έλληνες αποτελούσαν την πλειοψηφία της Αθήνας. Ισχυρές οικογένειες ήταν αυτή του Λογοθέτη Χωματιανού και του Προκοπίου Μπενιζέλου. Η εξέγερση του Υψηλάντη στη Ρουμανία άφησε σχεδόν αδιάφορους τους αστούς Αθηναίους. Ωστόσο, εκείνη την εποχή ο οπλαρχηγός της Χασιάς, ο "ξωτάρης" Χατζή-Μελέτης Βασιλείου, συγκρότησε σώμα από ενόπλους Χασιώτες και Μενιδιάτες με την άδεια του ζαμπίτη (αστυνόμου) των Αθηνών, δήθεν για να προστατεύσει την πόλη από επιδρομές.[19] Πιστεύεται ότι ο Βασιλείου είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, διότι παρόμοια πράξη έκανε λίγο πριν την Επανάσταση και ο Αθανάσιος Διάκος στη Λιβαδειά, αλλά και διότι δέχτηκε να τεθεί υπό τις διαταγές του Φιλικού Δήμου Αντωνίου από τη Λιβαδειά.
Το βράδυ της 25ης Μαρτίου 1821 ήλθε από την Ύδρα αγγελιαφόρος και ειδοποίησε τους Αθηναίους να ετοιμαστούν για εξέγερση. Επειδή όμως δεν είχε γίνει καμία προετοιμασία, όλος ο Μάρτιος πέρασε σχεδόν χωρίς καμία ενέργεια. Ο Σπυρίδων Τρικούπης αναφέρει ότι οι Αθηναίοι δεν ξεσηκώθηκαν γιατί δεν είχαν αρχηγούς. Οι Τούρκοι των Αθηνών είχαν πληροφορηθεί τα γεγονότα της Πελοποννήσου αλλά είχαν την εντύπωση ότι επρόκειτο για ενέργειες του Αλή Πασά, που τον αποκαλούσαν "Καραλή". Εμπιστεύθηκαν την άμυνα του τοιχίου της πόλης στο ένοπλο σώμα του Χατζή-Μελέτη Βασιλείου. Το τελευταίο ενισχύθηκε και με άλλους οπλαρχηγούς όπως ο Μήτρος Σκευάς από το Μενίδι, ο "αρβανιτόβλαχος" Χατζή-Αναγνώστης Κιουρκακιώτης, ο Ιωάννης Ντάβαρης από τα Μεσόγεια. Οι Τούρκοι κάλεσαν τον μητροπολίτη Αθηνών Διονύσιο, ανεψιό του πατριάρχη Γρηγορίου Ε', ο οποίος όμως είχε καταφύγει στη Βοιωτία όπου με τους μητροπολίτες Ταλαντίου Νεόφυτο και Σαλώνων Ησαΐα κήρυξε την Επανάσταση στη μονή Αγίας Παρασκευής έξω από τη Λιβαδειά και ευλόγησε τα όπλα του Αθανασίου Διάκου. Στις αρχές Απριλίου άρχισαν να σημειώνονται επεισόδια στην Αθήνα, και πολλοί Αθηναίοι για να προστατευθούν από τους Τούρκους κατέφευγαν σε ξένα προξενεία, με εξαίρεση τον πρόξενο της Αυστρίας ο οποίος βοηθούσε τους Τούρκους. Τη νύχτα της 9ης προς 10η Απριλίου, νύχτα της Αναστάσεως, συνελήφθησαν πολλοί άρχοντες ως όμηροι και φυλακίστηκαν στην Ακρόπολη, ενώ ο τουρκικός όχλος ζητούσε γενική σφαγή των Χριστιανών. Λόγω της φυλάκισης των ομήρων η πόλη παρέμεινε ήσυχη, ενώ στην ύπαιθρο άρχισαν επιθέσεις και αρπαγές κατά των Τούρκων. Το πρώτο σημαντικό πολεμικό επεισόδιο έγινε στις 18 Απριλίου στον Κάλαμο όπου ο Χατζή-Μελέτης Βασιλείου απέκρουσε σώμα 300 Τούρκων που έρχονταν από τη Χαλκίδα προς βοήθεια των Τούρκων της Αθήνας. Έτσι κηρύχθηκε ανοιχτά η Επανάσταση και στη Λιβαδειά διορίστηκε στρατιωτικός αρχηγός των Αθηνών ο Λειβαδίτης Δήμος Αντωνίου. Στην εκκλησιαστική τελετή ο Αθηνών Διονύσιος και Ταλαντίου Νεόφυτος περιέβαλαν τον Αντωνίου με στρατιωτική εξάρτηση όπως στους Μεσαίους Χρόνους χρίζονταν οι ιππότες. Ο Αντωνίου, φορώντας περικεφαλαία και επωμίδες των αγγλικών στρατιωτικών σωμάτων των Επτανήσων, κατέβηκε στη Χασιά όπου με την επιβλητική εμφάνισή του έδωσε στους ενόπλους πρωτάρηδες την αίσθηση ότι πράγματι υπήρχε η στήριξη της Ρωσίας στην εξέγερση. Την 24η Απριλίου, οι Τούρκοι των Αθηνών αφού έμαθαν τον απαγχονισμό του πατριάρχη και τις σφαγές των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη, φοβήθηκαν ότι θα συνέβαιναν αντίποινα. Ζήτησαν από τον Ιμάμη να ευλογήσει τη δική τους σημαία του ιερού πολέμου και διασπάστηκαν στους δρόμους, ζητώντας σφαγή των Χριστιανών. Τότε οι Αθηναίοι κάλεσαν σε βοήθεια το στρατιωτικό σώμα της Χασιάς, από το οποίο όμως μόνο περί τα 500 άτομα κινήθηκαν και αυτοί ελαφρά οπλισμένοι, πολλοί με αγροτικά εργαλεία και αυτοσχέδιες λόγχες. Την 26η Απριλίου οι Τούρκοι οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη ενώ οι Έλληνες εισήλθαν στην πόλη φωνάζοντας "Χριστός Ανέστη" και "Ελευθερία ή θάνατος". Ο Χατζή-Μελέτης ύψωσε στην Αθήνα τη σημαία της ελευθερίας την 28η Απριλίου. Την επομένη έφτασε στην πόλη και ο επίσκοπος Διονύσιος και μετά από εκκλησιαστική τελετή στη μικρή πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα υπό την Ακρόπολη (το λεγόμενο Δημοπρατήριο) εγκαταστάθηκε στην πόλη πολιτική διοίκηση και "βουλευτές". Τότε αυξήθηκαν και τα ένοπλα σώματα από αστούς Αθηναίους, ενώ προσήλθαν και άλλοι από τη Σαλαμίνα, την Αίγινα, την Κέα κλπ.[20]
Οι πολιορκούμενοι Τούρκοι ξέροντας ότι δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν πολύ καιρό αν δεν έρχονταν βοήθεια, αποφάσισαν και επιχείρησαν μια νυχτερινή έξοδο. Τη νύχτα της 15ης Μαΐου του 1821, 15 Τούρκοι με αρχηγό τον Μεχμετάκο Τουραλή, κατόρθωσαν να περάσουν μέσα από τις ελληνικές γραμμές και να φτάσουν μέχρι τη Χαλκίδα,[21] όπου και ανέφεραν τη δύσκολη κατάστασή τους. Από τη πλευρά τους, όλο και περισσότεροι Έλληνες μαζεύονταν -κυρίως από τα γειτονικά νησιά- να βοηθήσουν τους Αθηναίους στην πολιορκία. Την 8η Ιουνίου οι Τούρκοι σκότωσαν τους 8 από τους 12 Αθηναίους προκρίτους που κρατούσαν ως ομήρους στην Ακρόπολη και πέταξαν τα κεφάλια τους από τα τείχη της Ακρόπολης. Κατά την παράδοση, η κεφαλή του ιερομόναχου Φιλαρέτου Τριανταφύλλη έμεινε σφηνωμένη σε ένα βράχο και την επομένη έγινε μάχη μεταξύ Αθηναίων και Τούρκων για την περισυλλογή της, ενώ τα γεγονότα φούντωσαν το μίσος των Αθηναίων.
Περί τα μέσα Ιουνίου σκοτώθηκε ο Δήμος Αντωνίου που είχε τη γενική αρχηγεία και λόγω ασυμφωνίας μεταξύ γκάγκαρων και τρατάρηδων ο Δημήτρης Υψηλάντης διόρισε αρχηγό των Αθηνών τον εκ Ρωσίας Λιβέριο Λιβερόπουλο, ο οποίος όμως δεν είχε στρατιωτική πείρα. Ο Λιβερόπουλος έφτασε στην Αθήνα ντυμένος με τη στενή μαύρη στολή του Ιερολοχίτου. Οι Τούρκοι βλέποντας αρκετούς από τους πολιορκητές να φορούν τα "στενά" (ευρωπαϊκές στολές) πείσθηκαν ότι οι επαναστάτες είχαν υποστήριξη από ευρωπαϊκές δυνάμεις και απελπίστηκαν.
Στα μέσα Ιουλίου 1821, τουρκικός στρατός με επικεφαλής τον Ομέρ Βρυώνη και τον Ομέρ μπέη της Καρύστου κατέβηκε προς την Ανατολική Στερεά. Οι Αθηναίοι φοβούμενοι έλυσαν την πολιορκία της Ακρόπολης και εγκατέλειψαν την πόλη. Όσοι κατάφεραν να ξεφύγουν, έφυγαν για την Αίγινα, τη Σαλαμίνα, ακόμα και στο ελληνικό στρατόπεδο του Ισθμού. Έτσι, οι Τούρκοι διέλυσαν τη πρώτη πολιορκία των Αθηνών. Ο Ομέρ Βρυώνης έδειξε ότι ήθελε να παραμείνει στην Αθήνα και μάλιστα τέλεσε τον γάμο του με την κόρη ενός Τούρκου ιερωμένου. Όμως γύρω στα μέσα Οκτωβρίου του 1821 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα, για να βοηθήσει τον Χουρσίτ Πασά στην Ήπειρο. Αλλά και ο Ομέρ μπέης αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στην Εύβοια. Έτσι η Αθήνα έμεινε και πάλι, μόνο με τη φρουρά της Ακρόπολης. Όλο αυτό το διάστημα οι Έλληνες συνέχιζαν να παρενοχλούν τα τουρκικά στρατεύματα, και μόλις έμαθαν ότι ο Βρυώνης έφυγε, άρχισαν πάλι να μαζεύονται στη πόλη, για να πολιορκήσουν και πάλι την Ακρόπολη. Γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι ο Λιβερόπουλος δεν μπορούσε να έχει την αρχηγία των Αθηνών. Μεταξύ διαφόρων διεκδικητών τελικώς η αρχηγία ανετέθη στον Ηλία Μαυρομιχάλη, γιο του Πετρόμπεη. Την 3η Νοεμβρίου 1821 οι Έλληνες ανακατέλαβαν την πόλη και πολιόρκησαν και πάλι την Ακρόπολη ενώ επανήλθαν από τα νησιά οι οικογένειες που είχαν φύγει. Οι πολιορκητές αρχικά στέρησαν από τους Τούρκους το νερό που έπαιρναν από ένα πηγάδι κοντά στο Ηρώδειο θέατρο, τον λεγόμενο "Σκερπετζέ". Την 13η Νοεμβρίου, εορτή του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οπλαρχηγός Παναγής Κτενάς μετά τον αγιασμό των όπλων κάλεσε τους άνδρες του να πολεμήσουν με ανδρεία, φωνάζοντας προς αυτούς "Βρωμόσκυλα, θα τη βγάλουμε με καθαρό πρόσωπο" (χρησιμοποιώντας την ύβρι με την οποία οι Τούρκοι αποκαλούσαν τους Έλληνες). Επιτέθηκαν εναντίον των Τουρκαλβανών που φρουρούσαν το πηγάδι και τους απώθησαν στα βράχια της Ακρόπολης. Η πολιορκία αργότερα ενισχύθηκε με κανόνι που έβαλε από τον Άρειο Πάγο ενώ ειδικός στην κατασκευή υπονόμων κατόρθωσε ανατινάξει μέρος των τειχών της Ακρόπολης. Τελικά, οι Τούρκοι παρέδωσαν την Ακρόπολη την 9η Ιουνίου 1822. Ο Διονύσιος έστειλε ανθρώπους να δώσουν νερό στους διψασμένους Τούρκους, πολλοί των οποίων όμως πέθαναν πίνοντας αχόρταγα μεγάλη ποσότητα. Οι Τούρκοι εγκατέλειψαν με ασφάλεια την Ακρόπολη, παρουσία των Αυστριακών πρέσβεων, την 10η Ιουνίου 1822 αφού παρέδωσαν τα κλειδιά του φρουρίου στον Παναγιώτη Κτενά.[22] Ο Κτενάς ατυχώς σκοτώθηκε όταν εξερράγη το κανόνι που πυροδότησε για να πανηγυρίσει την κατάληψη της Ακρόπολης. Έτσι οι Αθηναίοι ελευθερώθηκαν για πρώτη φορά.
Μετά την κατάληψη της Ακρόπολης, οι Τούρκοι που παραδόθηκαν συνέχισαν να ζουν στην Αθήνα, ενώ τα γυναικόπαιδα παρέμεναν υπό την προστασία των προξενείων της Γαλλίας και της Αυστρίας. Όταν έγινε γνωστό στην Αθήνα ότι κατέρχεται ο Δράμαλης με ισχυρό στρατό για να συντρίψει την επανάσταση, οι Τούρκοι αναθάρρησαν και άρχισαν να προπηλακίζουν και να απειλούν τους Χριστιανούς. Αφορμή για συγκρούσεις δόθηκε όταν Χιώτες που είχαν επιβιώσει από τη σφαγή της Χίου και Κεφαλλονίτες επιτέθηκαν εναντίον Τούρκων στις 27 και 28 Ιουνίου 1822.
Στο μεταξύ οι Αθηναίοι, προ του κινδύνου του Δράμαλη, δεν είχαν φροντίσει για την άμυνα, ενώ πολλοί κατέφευγαν πάλι προς τη Σαλαμίνα. Ο Πουκεβίλ κατηγορεί Γάλλους ναύτες που βρίσκονταν στον Πειραιά ότι εμπόδιζαν τους Έλληνες να φύγουν προς τη Σαλαμίνα ενώ υποστήριζαν τους Τούρκους. Μετά από πρόσκληση των εφόρων αρκετοί νέοι έσπευσαν να εφοδιάσουν και να οχυρώσουν την Ακρόπολη. Ενώ στην Πελοπόννησο δίνονταν μάχες κατά του Δράμαλη, στην Αθήνα ξέσπασε διχόνοια μεταξύ οπλαρχηγών για την κυριαρχία στην Ακρόπολη. Τελικά η μία φατρία κάλεσε τον Ανδρούτσο να καταλάβει την Ακρόπολη. Αυτός εισήλθε την 21 Αυγούστου 1822 ακολουθούμενος από τον υπαρχηγό του Ιωάννη Γκούρα και 150 οπλίτες. Ο Οδυσσέας οχύρωσε την Ακρόπολη και ζήτησε από τους Αθηναίους να του υπογράψουν ομόλογο έναντι της αξίας των εφοδίων που ο ίδιος είχε καταβάλλει. Αναχώρησε προσωρινά από την Ακρόπολη αφήνοντας τον Γκούρα φρούραρχο και ουσιαστικά κύριο της Αθήνας. Στην Ακρόπολη είχαν εγκατασταθεί και οι οικογένειες των Ανδρούτσου και Γκούρα καθώς και άλλων ρουμελιωτών ώστε να έχουν προσωπικό ενδιαφέρον για την άμυνα της πόλης. Μεταξύ των συζύγων των δύο αρχηγών ξέσπασε αντιζηλία για τα πρωτεία, το οποίο και στάθηκε αφορμή της εχθρότητας μεταξύ των δύο ανδρών. Στη διαμάχη ενεπλάκησαν πολλοί έφοροι και ο φιλέλληνας Στάνχοπ που ήλθε στην Αθήνα το φθινόπωρο μαζί με τον επανερχόμενο Οδυσσέα.
Οι Αθηναίοι συμμετείχαν στον αγώνα κατά του κατεχόμενου εχθρού. Στην Τιθορέα (Βελίτσα) αγωνίστηκαν 350 οπλίτες υπό τον Οδυσσέα και τους οπλαρχηγούς Ν. Σαρή, Μήτρο Λέκκα, Ν. Αργύρη, Μελέτη Βασιλείου και Ι. Ντάβαρη. Αρχικά ανέκοψαν τον εχθρό αλλά τελικά διασκορπίστηκαν. Ο Ν. Σαρής συνελήφθη και δραπέτευσε ενώ οδηγείτο προς Λάρισα, για να φονευθεί αργότερα στην Αθήνα, θύμα της αντιπαλότητας Ανδρούτσου και Γκούρα. Το καλοκαίρι του 1823 η Αθήνα είχε κυκλωθεί από παντού από οθωμανικά στρατεύματα και στον στόλο. Από βορρά κατερχόταν ο Γιουσούφ Μπερκόφτσαλης με τον διοικητή της Αδριανούπολης Σελήμ Σαλήχ πασά, ενώ από τη Χαλκίδα εκστράτευε ο Καρυστινός Ομέρ μπέης. Οι οικογένειες κατέφυγαν και πάλι στη Σαλαμίνα ενώ ταυτόχρονα τον τόπο μάστιζε επιδημία. Ο Γκούρας είχε εφοδιάσει και οχυρώσει την Ακρόπολη. Οι εχθροί έφτασαν μέχρι τους Αμπελοκήπους, αλλά μετά αποχώρησαν, παίρνοντας αιχμαλώτους γυναικόπαιδα. Ο Μπερκόφτσαλης ασθένησε σοβαρά και πολλοί πέθαναν από τον λοιμό. Το φθινόπωρο επανήλθε από την Εύβοια ο Οδυσσέας. Ο Στάνχοπ έφερε μαζί του και μια τυπογραφική μηχανή με την οποία τυπώθηκαν διάφορα έντυπα, μεταξύ των οποίων και η "Εφημερίς των Αθηνών", η πρώτη αθηναϊκή εφημερίδα υπό τον Γεώργιο Ψύλλα. Επίσης επανασυστήθηκε η Φιλόμουσος Εταιρεία Αθηνών, γίνονταν ανασκαφές και άρχισαν να λειτουργούν ορισμένα σχολεία, με οικονομική βοήθεια και από τα μοναστήρια της Αττικής. Η ζωή στην Αθήνα άρχιζε να αποκαθίσταται. Στα σχολεία εισήχθη η διδασκαλία μέσω της αλληλοδιδακτικής μεθόδου και η εκμάθηση ξένων γλωσσών.
Το καλοκαίρι του 1824 έγινε νέα εκστρατεία με επικεφαλής τον Ιμπραήμ ή Δερβίς πασά. Αυτός διέταξε τον Ομέρ Βρυώνη να επιτεθεί από τη Δυτική Ελλάδα και τον Ομέρ Καρυστινό μπέη από την Ανατολική, ενώ ο ίδιος θα επετίθετο στην Πελοπόννησο από τη Φωκίδα και την Αιγιάλεια. Ο Ομέρ Καρυστινός με 4.000 άνδρες, μεταξύ των οποίων 2.000 γενίτσαροι που είχαν σταλεί από την Κωνσταντινούπολη, αποβιβάστηκε από τη Χαλκίδα στον Μαραθώνα και άρχισε να λεηλατεί την ύπαιθρο. Ο Γκούρας αποφάσισε να αμυνθεί μόνο με 300 άνδρες κατά τον Σουρμελή ή 600 κατά τον Τρικούπη. Η ιστορικότητα του χώρου και οι εμφύλιες αντιπαλότητες που είχαν προηγηθεί έκαναν τον Γκούρα να ενθαρρύνει τους λίγους άνδρες του υπενθυμίζοντας την αρχαία μάχη του Μαραθώνα. Οι ολιγάριθμοι Αθηναίοι οχυρωμένοι σε πρόχειρα ταμπούρια αντιστάθηκαν αποτελεσματικά από την 3η έως την 6η Ιουλίου αναγκάζοντας τους εχθρούς να διασκορπιστούν και να εισβάλλουν στην Αττική από άλλες διαδρομές. Την τελευταία μέρα κινδύνευσε ολόκληρο το σώμα του Γκούρα και διασώθηκε χάρη στην επέμβαση επικουρίας υπό τον Δ. Ευμορφόπουλο. Οι εχθροί αποχώρησαν και οι Έλληνες έστειλαν ως τρόπαια στην Αθήνα τριάντα κεφάλια και δύο σημαίες. Μεταξύ των Οθωμανών που σκοτώθηκαν ήταν ο αρχηγός των γενιτσάρων Ιμπραήμ και ο Αμπεδίν-μπέης, ανιψιός του Ομέρ Καρυστινού και αρχηγός των ντελήδων.
Οι νικητές Αθηναίοι, απασχολημένοι με τη λαφυραγωγία των νεκρών, δεν καταδίωξαν τους υποχωρούντες Οθωμανούς οι οποίοι συγκεντρώθηκαν στο Καπανδρίτι με σκοπό να εισβάλλουν μέσω Κάζας και Φυλής.
Τον Οκτώβριο του 1824, πραγματοποιήθηκε μια καταγραφή στην επαναστατημένη Αθήνα, σύμφωνα με την οποία στην πόλη υπήρχαν 9.040 κάτοικοι και 1.605 σπίτια, που κατανέμονταν σε 35 ενορίες.[23]
Η Αθήνα ήταν μια μικρή ημιέρημη και μισοκατεστραμμένη πόλη (από τις αλλεπάλληλες πολιορκίες κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας), όταν έγινε πρωτεύουσα του νέου Βασιλείου της Ελλάδας το 1834. Αναφέρεται μάλιστα μία πρώιμη απογραφή του πληθυσμού της, η οποία διενεργήθηκε τον Ιανουάριο του 1822, ενώ η ελληνική επανάσταση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Τα σχετικά αρχεία βρέθηκαν στο Υπουργείο Παιδείας και ήταν μέρος της συλλογής των εγγράφων της παλαιάς Μητρόπολης των Αθηνών. Σύμφωνα με το πρακτικό απογραφής, το οποίο φέρει ημερομηνία σύνταξης την 28 Ιανουαρίου 1822 και το υπογράφουν (και "βεβαιώνουν") τρεις τοπικοί άρχοντες (δημογέροντες), στις διάφορες συνοικίες - γειτονιές της πόλης απογράφηκαν συνολικά 1.235 οικίες και 8.645 κάτοικοι. Την απογραφή είχαν διενεργήσει οι εφημέριοι της κάθε ενορίας.[24]
Μετά την απελευθέρωση, με πρωτοβουλία του Βασιλιά Όθωνα, η Αθήνα χαρακτηρίζεται νέα πρωτεύουσα. Το 1834 ανοικοδομείται στα πρότυπα των μεγάλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών και σχεδιάζεται η επέκταση της προς βορρά της παλαιάς πόλης, από τους αρχιτέκτονες Σταμάτη Κλεάνθη, Έντουαρτ Σάουμπερτ και τον βασιλικό σύμβουλο Λέο φον Κλέντσε και χτίζονται επιβλητικά κτίρια αντάξια μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας με παρελθόν, όπως τα πρώην ανάκτορα (τώρα το κοινοβούλιο), η Παλαιά Βουλή, η Ακαδημία, το Ζάππειο κτλ. Ως πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους και κέντρο των πολιτικών εξελίξεων, η Αθήνα υπήρξε τόπος γεγονότων-οροσήμων της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Εδώ έγινε η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου το 1843, που αναδιαμόρφωσε την πολιτειακή φυσιογνωμία του κράτους. Τις επόμενες δεκαετίες η Αθήνα ανοικοδομήθηκε κατά τα πρότυπα σύγχρονης πόλης. Η πόλη έγινε θέατρο πολυάριθμων κινημάτων και πραξικοπημάτων για περισσότερα από 50 χρόνια, με αρχή το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαθίστανται στην Αθήνα χιλιάδες οικογένειες Μικρασιατών. Ο πληθυσμός της Αθήνας διπλασιάστηκε και στην αρχή οι ξεριζωμένοι βρήκαν πρόχειρη στέγη σε αποθήκες, εκκλησίες, σχολεία και θέατρα. Δημιουργήθηκαν νέες συνοικίες από τους Μικρασιάτες, αρχικά με πρόχειρα ίδια μέσα και αργότερα με κτίσιμο μόνιμων κατοικιών, όπως η Νέα Σμύρνη, η Νέα Ιωνία Αττικής, ο Βύρωνας, η Καισαριανή, το Περιστέρι, ο Νέος Κόσμος και άλλες.[25][26][27] Οι πρώτοι προσφυγικοί καταυλισμοί είχαν τη μορφή ξύλινων παραπηγμάτων και στήνονταν από το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων. Αργότερα η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων εισάγει την ιδεολογία της οριστικής αποκατάστασης. Τα βασικά κριτήρια επιλογής των περιοχών εγκατάστασης των προσφύγων στην Αθήνα και στον Πειραιά ήταν η ύπαρξη ελεύθερων απαλλοτριώσιμων χώρων, που ουσιαστικά βρίσκονταν στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, και κατ' επέκταση η απομάκρυνση από τις υπάρχουσες περιοχές κατοίκησης, όπου η πολιτική της υποχρεωτικής επίταξης και συστέγασης είχε δημιουργήσει πολλά προβλήματα μεταξύ προσφύγων και ντόπιων.[28]
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η πόλη υπέφερε πάρα πολύ, κυρίως από λιμό τον χειμώνα του 1941 - 1942[29] και υπέστη μεγάλες καταστροφές. Μετά τον πόλεμο, η πόλη άρχισε ξανά να μεγαλώνει, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1960, ως αποτέλεσμα της εσωτερικής μετανάστευσης από τις μικρές πόλεις και τα χωριά προς την Αθήνα. Το στεγαστικό πρόβλημα που δημιουργήθηκε, το έλυσε η αντιπαροχή με την ανεξέλεγκτη και άναρχη ανέγερση πολλών πολυκατοικιών στο κέντρο και στα προάστια. Δυστυχώς όμως τότε, ως αποτέλεσμα της αντιπαροχής, πολλά νεοκλασικά κατεδαφίστηκαν για να δώσουν τη θέση τους στις πολυκατοικίες και σε κτίρια μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Τα προβλήματα που δημιούργησε η αντιπαροχή είναι, ακόμα, αντιληπτά, όπως η άναρχη δόμηση και οι ελάχιστοι χώροι πράσινου. Ο πληθυσμός των προσφυγικών οικισμών που δημιουργήθηκαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή μετακινήθηκε σε πολυκατοικίες στις γύρω περιοχές και σύντομα, συνοικίες όπως το Δουργούτι (Νέος Κόσμος) άλλαξαν φυσιογνωμία, ενώ άλλες, όπως ο Ασύρματος (πάνω από τον οποίο πέρασε ο περιφερειακός του Φιλοπάππου) και το Πολύγωνο ή Περδικάρι (που μετατράπηκε σε γέφυρα Μουστοξύδη) σβήστηκαν από τον χάρτη.[30][31][32]
Στην Αθήνα παίχτηκε η πρώτη πράξη του Ελληνικού Εμφυλίου, τα Δεκεμβριανά, το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967, όπως επίσης αποκαταστάθηκε η κοινοβουλευτική δημοκρατία μετά την πτώση της Χούντας το 1974.
Η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1981 έφερε καινούργιες επενδύσεις στην πόλη, μαζί όμως με προβλήματα κυκλοφοριακού και ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Η μαζική χρήση καταλυτικών οχημάτων από το 1990 και μετά βελτίωσε κατά πολύ την ποιότητα της ατμόσφαιρας, χωρίς ωστόσο να λυθεί οριστικά το πρόβλημα που στον 21ο αιώνα αφορά κυρίως ρύπους, όπως το όζον και τα αιωρούμενα υποατομικά σωματίδια. Η κατασκευή του κέντρου επεξεργασίας λυμάτων στη νησίδα της Ψυττάλειας, όπου γίνεται η επεξεργασία των λυμάτων της Αθήνας, βελτίωσε βραχυπρόθεσμα την ποιότητα των θαλασσών και των παραλιών της Αττικής, πριν ανακύψει πρόβλημα διάθεσης της λυματολάσπης.
Το κέντρο της αρχαίας πόλης εντοπίζεται πέριξ του λόφου της Ακρόπολης, στο Θησείο και την Πλάκα. Οι περιοχές αυτές σήμερα, πέρα από τον τουριστικό τους χαρακτήρα, αποτελούν και τις πιο ακριβές ζώνες του κέντρου (μαζί με το Σύνταγμα και το Κολωνάκι κάτω από τον λόφο του Λυκαβηττού). Το ιστορικό κέντρο των Αθηνών εντοπίζεται σε αυτή τη ζώνη, μαζί με το Μοναστηράκι, το οποίο αποτελεί δημοφιλή τουριστικό και εμπορικό προορισμό για τους επισκέπτες. Χαρακτηριστικό είναι και το τρενάκι στην Πλάκα για την περιήγηση των τουριστών, όπως επίσης και η τουριστική λεωφορειακή γραμμή που γυρνάει το κέντρο.
Το κέντρο της σύγχρονης πόλης είναι η Πλατεία Συντάγματος, όπου είναι εγκατεστημένα τα παλαιά βασιλικά ανάκτορα τα οποία σήμερα στεγάζουν το Κοινοβούλιο, καθώς και άλλα δημόσια κτίρια του 19ου αιώνα. Κατά τις 3 δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο οικοδομήθηκαν πολλά νέα πολυώροφα κτίρια, τα οποία και χαρακτηρίζουν τη σημερινή εικόνα της πόλης.
Η Αθήνα είναι διοργανώτρια πόλη των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων της σύγχρονης εποχής (1896) και των Μεσοολυμπιακών του 1906. Στα νεότερα χρόνια διοργάνωσε και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 που διήρκησαν από τις 13 έως τις 29 Αυγούστου του 2004.
Το παλαιό κτίριο του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών στη Λεωφόρο Πανεπιστημίου είναι ένα από τα πιο καλαίσθητα κτίρια των Αθηνών μαζί με το κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης και την Ακαδημία Αθηνών. Τα τρία αυτά κτίρια, τα λεγόμενα ως «Τριλογία των Αθηνών», κατασκευάστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα. Αρκετές από τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες των πανεπιστημίων έχουν μεταφερθεί σήμερα στην Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου. Μία ακόμα σπουδαία ακαδημαϊκή σχολή της Αθήνας είναι το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, ένα από τα σημαντικότερα τεχνικά ιδρύματα της Ευρώπης. Στην ίδια περιοχή με το Πολυτεχνείο είναι εγκατεστημένο το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ στην περιοχή του Βοτανικού βρίσκεται το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Άλλες σχολές εδρεύουν στα προάστια της πόλης, όπως η Γυμναστική Ακαδημία των Αθηνών (ΤΕΦΑΑ) στη Δάφνη, η Ανώτατη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης στο Μαρούσι και άλλες.
Η Μυκηναϊκή Αθήνα (1.600 - 1.100 π.Χ.) μπορεί να είχε φτάσει το μέγεθος της Τίρυνθας. Αυτό οριοθετεί τον πληθυσμό στην τάξη των 10 ως 15 χιλιάδων. Κατά τη Γεωμετρική εποχή, το 1.000 π.Χ., ο πληθυσμός της Αθήνας ήταν μέχρι 4.000 άνθρωποι. Το 700 π.Χ. ο πληθυσμός είχε αυξηθεί στις 10.000. Το 500 π.Χ. το κράτος της Αθήνας είχε πιθανόν 200.000 ανθρώπους. Και την κλασική περίοδο το 431 π.Χ. εμφάνιζε ένα πληθυσμό με διαφορετικές εκτιμήσεις που κυμαίνονταν από 150.000 ως 350.000 και μέχρι 610.000 σύμφωνα με τον Θουκυδίδη. Όταν ο Δημήτριος ο Φαληρεύς διενέργησε απογραφή πληθυσμού το 317 π.Χ. ο πληθυσμός ήταν 21.000 ελεύθεροι πολίτες, 10.000 σύμμαχοι έποικοι και 400.000 δούλοι, δηλαδή συνολικά 431.000 στη μείζονα Αθήνα.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2021 από την ΕΛ.ΣΤΑΤ.,[2] ο Δήμος Αθηναίων έχει μόνιμο πληθυσμό 643.452 κατοίκων, ενώ μαζί με τις τέσσερις Περιφερειακές Ενότητες (Κεντρικού Τομέα Αθηνών, Βορείου Τομέα Αθηνών, Δυτικού Τομέα Αθηνών, Νοτίου Τομέα Αθηνών) έχει μόνιμο πληθυσμό 2.611.713 κατοίκων. Μαζί με την Περιφερειακή Ενότητα Πειραιώς αποτελούν το Πολεοδομικό Συγκρότημα Αθήνας με μόνιμο πληθυσμό 3.059.764 κατοίκων.
Η αρχαία πόλη της Αθήνας είχε το κέντρο της στο βραχώδη λόφο της Ακρόπολης. Το λιμάνι του Πειραιά ήταν ξεχωριστή πόλη, αλλά σήμερα έχει απορροφηθεί στο Πολεοδομικό Συγκρότημα Αθήνας. Η γρήγορη επέκταση της πόλης, που συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, ξεκίνησε τις δεκαετίες του 1950 και 1960, λόγω της μετεξέλιξης της Ελλάδας από αγροτική σε βιομηχανική χώρα. Η επέκταση σήμερα είναι ιδιαίτερα προς τα Ανατολικά και τα Βορειοανατολικά (μια τάση που σχετίζεται πολύ με το νέο Διεθνές Αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» και την Αττική Οδό, τον αυτοκινητόδρομο που διασχίζει την Αττική). Με αυτή τη διαδικασία η Αθήνα έχει ενσωματώσει πολλά πρώην προάστια και χωριά στην Αττική και συνεχίζει να το κάνει. Ο παρακάτω πίνακας δείχνει την ιστορία του πληθυσμού της Αθήνας τα νεότερα χρόνια.
Έτος | Πληθυσμός Δήμου Αθηναίων | Πληθυσμός Πολεοδομικού Συγκροτήματος Αθήνας | Πληθυσμός Μητροπολιτικής Περιοχής Αθήνας |
---|---|---|---|
1833 | [33] | 4.000||
1870 | [33] | 44.500||
1896 | 123.000[33] | ||
1921 (Πριν την Ανταλλαγή Πληθυσμών) | 473.000[34] | ||
1923 (Μετά την Ανταλλαγή Πληθυσμών) | 718.000[33] | ||
1971 | 867.023 | 2.540.241[35] | |
1981 | 885.737 | 3.369.443 | |
1991 | 772.072 | 3.444.358 | 3.523.407[36] |
2001 | 745.514[37] | 3.165.823[37] | 3.761.810[37] |
2011 | 664.046 | 3.090.508 | 3.753.783[38] |
2021[2] | 637.798 | 3.059.764 | 3.622.246 |
Η πόλη της Αθήνας αποτελεί το κέντρο της Μητροπολιτικής Περιοχής Αθήνας και βρίσκεται στον Δήμο Αθηναίων, που είναι ο μεγαλύτερος σε πληθυσμό δήμος στην Ελλάδα. Ο Πειραιάς σχηματίζει επίσης ένα σημαντικό κέντρο στη δική του πόλη, μέσα στο Πολεοδομικό Συγκρότημα Αθήνας, και είναι δεύτερος σε πληθυσμό δήμος μέσα σε αυτό, με το Περιστέρι και την Καλλιθέα να ακολουθούν.
Το Πολεοδομικό Συγκρότημα Αθήνας συνίσταται σήμερα από 40 δήμους, 35 από τους οποίους αποτελούν τους δήμους της «Μείζονος Αθήνας» ή της «Ευρύτερης Αθήνας», ενταγμένους σε 4 περιφερειακές ενότητες (Κεντρικού Τομέα Αθηνών, Βορείου Τομέα Αθηνών, Δυτικού Τομέα Αθηνών, Νοτίου Τομέα Αθηνών) και 5 ακόμη, που αποτελούν τους δήμους του «Μείζονος Πειραιά» ή του «Ευρύτερου Πειραιά», που ανήκουν στην Περιφερειακή Ενότητα Πειραιώς. Το Πολεοδομικό Συγκρότημα Αθήνας απλώνεται σε 412,4 τ.χλμ. σε όλο το Λεκανοπέδιο Αττικής και ο μόνιμος πληθυσμός του ανέρχεται σε 3.059.764 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2021.[2]
Η Μητροπολιτική Περιοχή Αθήνας καλύπτει 1.619,4 τ.χλμ. στην Περιφέρεια Αττικής και συμπεριλαμβάνει ένα σύνολο 55 δήμων, που είναι οργανωμένοι σε 8 περιφερειακές ενότητες (Κεντρικού Τομέα Αθηνών, Βορείου Τομέα Αθηνών, Δυτικού Τομέα Αθηνών, Νοτίου Τομέα Αθηνών, Πειραιώς, Ανατολικής Αττικής, Δυτικής Αττικής και Νήσων Αττικής).[39] Ο μόνιμος πληθυσμός της μητροπολιτικής περιοχής ανέρχεται σε 3.622.246 κατοίκους).[2] Η Αθήνα και ο Πειραιάς είναι τα δύο Μητροπολιτικά Κέντρα της Μητροπολιτικής Περιοχής Αθήνας.
Η σύγχρονη πόλη της Αθήνας αποτελείται από τη συνένωση πολλών μικρότερων πόλεων και χωριών που επεκτάθηκαν για να συνθέσουν μία μεγάλη ενιαία πόλη· η επέκταση αυτή συνέβη τον 20ό αιώνα. Το πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας αποτελείται από 35 δήμους, ο μεγαλύτερος των οποίων είναι ο Δήμος Αθηναίων.
Όταν αναφερόμαστε στην Αθήνα, αναφερόμαστε συνήθως στην Αθήνα με τα προάστια ή αλλιώς «μείζονα περιοχή της Αθήνας», ενώ ορισμένες φορές αναφερόμαστε στο Δήμο Αθηναίων ή στο «κέντρο της Αθήνας». Κάθε δήμος της μείζονος περιοχής της Αθήνας είναι αυτοδιοικούμενος από τον Δήμαρχο και το Δημοτικό Συμβούλιο.
Η Ντόρα Μπακογιάννη εκλέχθηκε Δήμαρχος Αθηναίων τον Οκτώβριο του 2002. Ήταν η πρώτη γυναίκα δήμαρχος της πόλης. Μετά την αποχώρησή της τον Φεβρουάριο του 2006, λόγω ανάληψης του Υπουργείου Εξωτερικών, δήμαρχος ανέλαβε έπειτα από εκλογές στο Δημοτικό Συμβούλιο ο Θεόδωρος Μπεχράκης. Στις δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου του 2006 εκλέχθηκε Δήμαρχος Αθηναίων ο Νικήτας Κακλαμάνης από τον πρώτο γύρο. Στις επόμενες εκλογές, τον Νοέμβριο του 2010, η δημαρχία της πόλης πέρασε στον Γεώργιο Καμίνη. Από την 1η Σεπτεμβρίου 2019, δήμαρχος Αθηναίων είναι ο Κώστας Μπακογιάννης.
Με την εφαρμογή της νέας διοικητικής διαίρεσης της χώρας κατά το Πρόγραμμα «Καλλικράτης» το 2011 και σύμφωνα με το άρθρο 1 § 5.1. Β αυτού, ουδεμία μεταβολή επήλθε στο Δήμο Αθηναίων εκτός της μετονομασίας των δημοτικών διαμερισμάτων σε δημοτικές κοινότητες.
Ο Δήμος Αθηναίων χωρίζεται σήμερα διοικητικά σε επτά δημοτικές κοινότητες (πρώην διαμερίσματα), σύμφωνα με το άρθρο 2 § 4 του Προγράμματος «Καλλικράτης», οι οποίες αριθμούνται σε 1η, 2η, 3η, 4η, 5η, 6η και 7η:
Σε όλες τις παραπάνω δημοτικές κοινότητες συγκροτούνται κοινοτικά συμβούλια και υφίστανται επιμέρους δημοτικές υπηρεσίες.
Ο Κεντρικός Τομέας Αθηνών απαρτίζεται από το Δήμο Αθηναίων στην καρδιά του αστικού ιστού και τους περιφερειακούς δήμους Ζωγράφου, Βύρωνα, Καισαριανής, Ηλιούπολης, Δάφνης-Υμηττού, Νέας Φιλαδέλφειας - Νέας Χαλκηδόνας και Γαλατσίου και αποτελεί τμήμα του πολεοδομικού συγκροτήματος Αθηνών - Πειραιώς.
Ο πληθυσμός της περιφερειακής ενότητας Κεντρικού Τομέα Αθηνών ανέρχεται σε 1.029.520 κατοίκους και η πυκνότητα πληθυσμού της σε 11.796,14 κάτοικοι ανά τ.χλμ. Η έκτασή της είναι 87,3 τ.χλμ.
Η πόλη της Αθήνας ενσωματώνει αρχιτεκτονικούς ρυθμούς από τον νεοκλασικό μέχρι τον μοντέρνο. Βρίσκονται συχνά στις ίδιες περιοχές, γιατί η Αθήνα δεν χαρακτηρίζεται από ομοιογένεια των αρχιτεκτονικών ρυθμών. Υπάρχουν, πάντως, ενδείξεις συνέχειας στοιχείων της αστικής της αρχιτεκτονικής μέσα στη μακραίωνη ιστορία της.[εκκρεμεί παραπομπή]
Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα στην Αθήνα κυριάρχησε ο Νεοκλασικισμός, καθώς και ορισμένες παρεκκλίσεις του, όπως ο Εκλεκτικισμός, ιδιαίτερα στις αρχές του 20ού αιώνα. Έτσι τα Παλαιά Ανάκτορα (σήμερα Βουλή των Ελλήνων) ήταν το πρώτο σημαντικό δημόσιο κτίριο που ανεγέρθηκε, μεταξύ 1836 και 1843. Αργότερα, στα μέσα και τα τέλη του 19ου αιώνα, ο Θεόφιλος Χάνσεν και ο Ερνέστος Τσίλλερ συμμετείχαν στην κατασκευή πολλών νεοκλασικών κτιρίων, όπως η Ακαδημία και το Ζάππειο. Ο Τσίλλερ σχεδίασε επίσης πολλά ιδιωτικά αρχοντικά στο κέντρο της Αθήνας, που σταδιακά έγιναν δημόσια, συνήθως μέσω δωρεών, όπως το Ιλίου Μέλαθρον του Σλήμαν.
Αρχίζοντας τη δεκαετία του 1920, η Μοντέρνα αρχιτεκτονική, περιλαμβανομένου του Μπάουχαους και της Αρ Ντεκό, άρχισε να επηρεάζει σχεδόν όλους τους Έλληνες αρχιτέκτονες και κτίρια, τόσο δημόσια όσο και ιδιωτικά, κατασκευάσθηκαν σύμφωνα με αυτούς τους ρυθμούς. Μεταξύ των περιοχών με μεγάλο αριθμό τέτοιων κτιρίων είναι η Πλατεία Βικτωρίας και μερικές του κέντρου της πόλης, ενώ μεταξύ των συνοικιών που αναπτύχθηκαν αυτή την περίοδο είναι η Κυψέλη.[40]
Τις δεκαετίες του 1950 και 1960, κατά την επέκταση και ανάπτυξη της Αθήνας, έπαιξαν σημαντικό ρόλο άλλα μοντέρνα κινήματα, όπως το Διεθνές στυλ. Οι πολυκατοικίες εκείνης της περιόδου αναγνωρίστηκαν σε διεθνές επίπεδο και κόσμησαν τους δρόμους της Αθήνας. Διαθέτοντας όλες τις ανέσεις της εποχής και κτισμένες με υλικά αρίστης ποιότητας έχαιραν μεγάλης εκτίμησης μεταξύ των μεγαλοαστικών κύκλων της πόλης. Κυρίαρχη αρχιτεκτονική τεχνοτροπία των δεκαετιών αυτών υπήρξε ο "κλασικίζων μοντερνισμός". Σπουδαία δείγματα αυτού του ρυθμού βρίσκονται σήμερα πέριξ και επί των οδών Πατησίων και 3ης Σεπτεμβρίου, στις πλατείες Αμερικής και Βικτωρίας και σαφώς στον άλλοτε πιο αριστοκρατικό και μεγαλοπρεπή δρόμο των Αθηνών, την οδό Μαυρομματαίων.
Οι αρχιτέκτονες αυτής της περιόδου χρησιμοποίησαν υλικά όπως γυαλί, μάρμαρο και αργίλιο, και πολλοί συνδύασαν μοντέρνα και κλασικά στοιχεία.[41] Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μεταξύ των διεθνώς γνωστών αρχιτεκτόνων που σχεδίασαν και έχτισαν στην πόλη ήταν ο Βάλτερ Γκρόπιους, με το σχεδιασμό της Αμερικάνικης Πρεσβείας και ο Έερο Σάαρινεν με το σχεδιασμό του ανατολικού πύργου ελέγχου του Αεροδρομίου του Ελληνικού.
Από τους σημαντικούς Έλληνες αρχιτέκτονες της περιόδου 1930 - 1970 ήταν οι Κωνσταντίνος Δοξιάδης, Δημήτρης Πικιώνης, Περικλής Α. Σακελλάριος, Άρης Κωνσταντινίδης και άλλοι.
Η κεντρική πλατεία της Αθήνας είναι η πλατεία Συντάγματος που πήρε το όνομά της από την εξέγερση του στρατού και του λαού και τη συγκέντρωση που έγινε σ' αυτήν στις 3 Σεπτεμβρίου 1843. Η συγκέντρωση αυτή του στρατού και του αθηναϊκού λαού πέτυχε την αποδοχή του Συντάγματος από τον Όθωνα και την ψήφισή του την επόμενη χρονιά από την Εθνοσυνέλευση. Είναι μπροστά στη Βουλή από την πλευρά της λεωφόρου Αμαλίας και μπροστά στο Μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, με σιντριβάνι και κήπο, δένδρα, αγάλματα και καφέ. Στην πλατεία βρίσκεται και κεντρικός σταθμός του μετρό.
Από το Σύνταγμα ξεκινά η Οδός Ερμού, ένας πεζόδρομος μήκους περίπου ενός χιλιομέτρου, που συνδέει την πλατεία Συντάγματος με το Μοναστηράκι. Στην Ερμού βρίσκονται πολλά καταστήματα μόδας. Το 2008 ήταν ο ενδέκατος ακριβότερος δρόμος λιανικής πώλησης στον κόσμο.[42] Ωστόσο λόγω της κρίσης, πολλά καταστήματα έχουν κλείσει και πλέον, το 2013 η Ερμού βρισκόταν στην 31η θέση.[43] Σε κοντινή απόσταση το ανακαινισμένο κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού στην Οδό Πανεπιστημίου περιλαμβάνει πολυκατάστημα και αρκετά ακριβά επώνυμα καταστήματα.
Η Πλατεία Ομονοίας είναι μαζί με το Σύνταγμα μία από τις παλαιότερες πλατείες της Αθήνας. Στην πλατεία επίσης υπάρχουν πλέον αρκετοί χώροι εστίασης ενώ βρίσκεται σταθμός του ηλεκτρικού και του Μετρό. Είναι το επίκεντρο πανηγυρισμού αθλητικών επιτυχιών, όπως έγινε μετά την κατάκτηση των πρωταθλημάτων Euro 2004 και Ευρωμπάσκετ 2005. Το 1988 στήθηκε στην Ομόνοια το γλυπτό "Δρομέας" του γλύπτη Κώστα Βαρώτσου κατασκευασμένα από γυαλί, που το 1994 μεταφέρθηκε στην Πλατεία της Μεγάλης του Γένους Σχολής, απέναντι από το ξενοδοχείο Χίλτον.
Άλλες σημαντικές πλατείες είναι: η πλατεία Κλαυθμώνος (25ης Μαρτίου), η πλατεία Κοτζιά (Δημαρχείου, ή Ταχυδρομείου, ή Εθνικής Αντίστασης) με το Δημαρχείο, το Μέγαρο Μελά και το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, η πλατεία Μοναστηρακίου με μια παλιά εκκλησία της Θεοτόκου, που κτίστηκε τον 11ο αιώνα και ένα οθωμανικό τέμενος (τζαμί) που έχει μετατραπεί σε μουσείο, η πλατεία Πλαστήρα στο Παγκράτι, η Κυψέλη, η πλατεία Ρηγίλλης στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, η Ελευθερίας-Κουμουνδούρου, η Αγίου Γεωργίου Καρύτση, η Αγίου Κωνσταντίνου, η Αμερικής ή Αγάμων, η Ανεξαρτησίας (Βάθη), η Βικτωρίας-Κυριακού, η Κάνιγγος, η πλατεία Φιλικής Εταιρείας ή Κολωνακίου, η πλατεία Εξαρχείων κ.ά.
Ο Δήμος της Αθήνας, κέντρο του Πολεοδομικού Συγκροτήματος, υποδιαιρείται σε πολλές συνοικίες: Ομόνοια, Σύνταγμα, Εξάρχεια, Άγιος Νικόλαος, Νεάπολη, Λυκαβηττός, Λόφος Στρέφη, Λόφος Φινοπούλου, Λόφος Φιλοπάππου, Πεδίον του Άρεως, Μεταξουργείο, Άγιος Κωνσταντίνος, Σταθμός Λαρίσης, Κεραμεικός, Ψυρρή, Μοναστηράκι, Γκάζι, Θησείο, Καπνικαρέα, Αγία Ειρήνη, Αέρηδες, Αναφιώτικα, Πλάκα, Ακρόπολη, Πνύκα, Μακρυγιάννη, Ζάππειο, Μετς, Παγκράτι, Κολωνάκι, Γούβα, Άγιος Ιωάννης, Νέος Κόσμος, Κουκάκη, Κυνοσάργους, Φιξ, Ανω Πετράλωνα, Κάτω Πετράλωνα, Ρουφ, Βοτανικός, Προφήτης Δανιήλ, Ακαδημία Πλάτωνος, Κολωνός, Κολοκυνθού, Σταθμός Αττικής, Λόφος Σκουζέ, Σεπόλια, Κυψέλη, Άγιος Μελέτιος, Νέα Κυψέλη, Γκύζη, Πολύγωνο, Αμπελόκηποι, Πανόρμου-Γηροκομείο, Πεντάγωνο, Ελληνορώσων, Νέα Φιλοθέη, Άνω Κυψέλη, Τουρκοβούνια-Λόφος Πατάτσου, Λόφος Ελικώνας, Κολιάτσου, Θυμαράκια, Κάτω Πατήσια, Τρεις Γέφυρες, Αγιος Ελευθέριος, Άνω Πατήσια, Κυπριάδου, Προμπονά, Άγιος Παντελεήμονας, Γουδί και Ιλίσια.
Η Πλάκα, που βρίσκεται ακριβώς κάτω από την Ακρόπολη, είναι από τις πιο γνωστές συνοικίες της Αθήνας και παραμένει προνομιακός τουριστικός προορισμός με ταβέρνες, ζωντανές παραστάσεις και υπαίθριους πωλητές. Το γειτονικό Μοναστηράκι είναι γνωστό για σειρά μικρών καταστημάτων και αγορών, για την υπαίθρια αγορά του και τις ταβέρνες. Το Θησείο έχει επίσης πολλά καφέ και καταστήματα εστίασης που προσελκύουν κατοίκους και τουρίστες. Στο Θησείο βρίσκεται ο αρχαίος Ναός του Ηφαίστου, στην κορυφή ενός μικρού λόφου. Η περιοχή αυτή έχει επίσης μια γραφική Βυζαντινή εκκλησία του 11ου αιώνα, καθώς και ένα Οθωμανικό τζαμί του 15ου αιώνα.
Το Μεταξουργείο βρίσκεται βόρεια του ιστορικού κέντρου της Αθήνας, μεταξύ του Κολωνού στα ανατολικά και του Κεραμεικού στα δυτικά, βόρεια από το Γκάζι. Πήρε το όνομά του από εργοστάσιο κατεργασίας μεταξιού που χτίστηκε τον 19ο αιώνα, όταν η περιοχή ήταν σχεδόν ακατοίκητη. Μετά από μακρά περίοδο εγκατάλειψης, έγιναν προσπάθειες εξωραϊσμού της συνοικίας. Σε μικρή απόσταση βρίσκεται η συνοικία του Ψυρρή στην οποία εγκαταστάθηκαν χώροι εστίασης και διασκέδασης. Σε συνοικία με χώρους εστίασης έχει μετατραπεί και το Γκάζι γύρω από ένα ιστορικό εργοστάσιο φωταερίου, που έχει σήμερα μετατραπεί στον πολυχώρο πολιτισμού Τεχνόπολις και περιλαμβάνει επίσης καλλιτεχνικούς χώρους, μικρά κλαμπ, μπαρ και εστιατόρια. Στο Γκάζι υπάρχει και σταθμός του μετρό.
Τα Εξάρχεια είναι συνοικία με καφέ, μπαρ και βιβλιοπωλεία. Στα Εξάρχεια βρίσκεται το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Περιλαμβάνουν επίσης σημαντικά κτίρια αρκετών ρυθμών του 20ού αιώνα: Νεοκλασικισμού, Αρτ Ντεκό και Πρώιμου Μοντερνισμού (με επιρροές Μπάουχαουζ). Τέλος, το Κολωνάκι είναι περιοχή στη βάση του λόφου του Λυκαβηττού. Θεωρείται μία από τις πιο ακριβές συνοικίες στην Αθήνα και έχει πολλά καταστήματα, χώρους εστίασης και διασκέδασης και γραφεία.
Η μητροπολιτική περιοχή αποτελείται από πολλούς πυκνοκατοικημένους δήμους, που απλώνονται γύρω από το Δήμο της Αθήνας (το κέντρο της πόλης) προς όλες τις κατευθύνσεις. Ανάλογα με τη γεωγραφική τους θέση σε σχέση με την πόλη της Αθήνας, τα προάστια χωρίζονται σε τέσσερις ζώνες: τη βόρεια που περιλαμβάνει Εκάλη, Νέα Ερυθραία, Άγιο Στέφανο, Δροσιά, Διόνυσο, Κρυονέρι, Κηφισιά, Μαρούσι, Πεύκη, Λυκόβρυση, Ηράκλειο, Γλυκά Νερά, Βριλήσσια, Μελίσσια, Πεντέλη, Χαλάνδρι, Αγία Παρασκευή, Θρακομακεδόνες, Παλαιό Ψυχικό, Νέο Ψυχικό, Φιλοθέη και Βαρυμπόμπη, τη νότια που περιλαμβάνει Άλιμο, Νέα Σμύρνη, Άγιο Δημήτριο, Παλαιό Φάληρο, Ελληνικό, Γλυφάδα, Βούλα, Αργυρούπολη, Ηλιούπολη, Ταύρο, Μοσχάτο, Βάρη, Καλλιθέα και το νοτιότερο της Βουλιαγμένης, την ανατολική που περιλαμβάνει Αχαρνές, Ζωγράφου, Βύρωνα, Καισαριανή, Χολαργό, Υμηττό, Δάφνη και Παπάγου και τη δυτική που περιλαμβάνει Πετρούπολη, Ίλιον, Περιστέρι, Αιγάλεω, Χαϊδάρι, Αγία Βαρβάρα, Άγιους Ανάργυρους, Άνω Λιόσια, Ζεφύρι και Καματερό.
Ο Εθνικός Δρυμός της Πάρνηθας χαρακτηρίζεται από καλά σηματοδοτημένα μονοπάτια, φαράγγια, πηγές, χειμάρρους και σπήλαια, που υπάρχουν στην περιοχή. Η πεζοπορία και η ποδηλασία στο βουνό και στα τέσσερα βουνά είναι δημοφιλείς υπαίθριες δραστηριότητες για τους κατοίκους της πόλης. Ο Εθνικός Κήπος ολοκληρώθηκε το 1840 και είναι ένα καταφύγιο πρασίνου 155 στρεμμάτων στο κέντρο της Ελληνικής πρωτεύουσας. Βρίσκεται ανάμεσα στα κτίρια της Βουλής και του Ζαππείου. Είναι γεμάτος από άγρια "δασικά" και ήμερα δένδρα, καλλωπιστικούς θάμνους, λουλούδια και στολισμένος με τεχνητές λιμνούλες, σιντριβάνια και βρυσούλες, όπου ζουν κύκνοι και υδρόβια φυτά.
Ο Διομήδειος Κήπος στο Χαϊδάρι, έκτασης 1.500 στρεμμάτων, περιλαμβάνει μια πρότυπη, πλούσια συλλογή λουλουδιών και φυτών από όλο τον κόσμο και είναι Εθνικό Κληροδότημα – Κοινωφελές Ίδρυμα που διοικείται από Επιτροπή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Συνέχεια του Εθνικού Κήπου είναι ο κήπος του Ζαππείου, που δημιουργήθηκε το 1887 από τον Στέφανο Δραγούμη, με έκταση 130 στρέμματα. Έχει διάφορα είδη δένδρων και φυτών, ένα σιντριβάνι με πολύχρωμα φώτα και το μέγαρο του Ζαππείου, όπου γίνονται διάφορες εκθέσεις.
Το άλσος του Πεδίου του Άρεως. Ο δεύτερος πνεύμονας πράσινου της Αθήνας με ψηλά δένδρα, λουλούδια και λίμνες, με φαρδείς δρόμους και πλατείες, με το ψηλό άγαλμα της Αθηνάς και δυο μικρά εκκλησάκια των Αγ. Ταξιαρχών και του Αγίου Χαραλάμπους. Ο κήπος άρχισε να φυτεύεται το 1934. Μέσω της πιο πρόσφατης ανάπλασης αφαιρέθηκαν τμηματικά οι επιστρώσεις των δρόμων οι οποίες αντικαταστάθηκαν από πιεσμένο χώμα δίνοντας έτσι την αίσθηση εξοχής.
Το Άλσος Βεΐκου στο Γαλάτσι, που περιλαμβάνει μεγάλους κήπους με ωραία δρομάκια, δημοτικό κολυμβητήριο και φιλοξενεί πλήθος εκδηλώσεων, ενώ δίπλα βρίσκεται και το Ολυμπιακό κέντρο Γαλατσίου.
Το Αττικό Άλσος στα Τουρκοβούνια στα όρια των δήμων Αθηναίων, Γαλατσίου και Φιλοθέης-Ψυχικού. Περιλαμβάνει γήπεδα τένις και μπάσκετ.
Το Άλσος Παγκρατίου που φυτεύτηκε το 1908 με τη φροντίδα της βασίλισσας Σοφίας και έχει έκταση 30 στρέμματα. Στην αρχή είχε μόνο πεύκα, αλλά μετά το 1936, όταν παραχωρήθηκε στο Δήμο Αθηναίων, φυτεύτηκαν και άλλα δένδρα και θάμνοι. Πριν από τη γερμανική κατοχή στο άλσος του Παγκρατίου υπήρχε ζωολογικός κήπος.
Το Άλσος Ευαγγελισμού, που φυτεύτηκε όταν ιδρύθηκε το νοσοκομείο. Η αρχιτεκτονική του διαρρύθμιση είναι ωραιότατη. Έχει στηθεί η προτομή της βασίλισσας Όλγας, που ίδρυσε το νοσοκομείο "Ευαγγελισμός".
Το άλσος του Θησείου, με έκταση 24 στρέμματα, κοντά στον αρχαίο ναό του Ηφαίστου με πεύκα, κυπαρίσσια και διάφορα φυτά.
Το Άλσος Νέας Φιλαδέλφειας, με διάφορα είδη δένδρων και φυτών, με τεχνητή λίμνη και διάφορα ζώα.
Το Άλσος Νέας Σμύρνης αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα πάρκα και βρίσκεται στο κέντρο της Νέας Σμύρνης που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1920, με έκταση 50.000 τ.μ.
Το Μητροπολιτικό Πάρκο «Αντώνης Τρίτσης» βρίσκεται εντός των ορίων του Δήμου Ιλίου και αποτελεί ένα δημοφιλή προορισμό για τους κατοίκους της Αθήνας, κυρίως τα σαββατοκύριακα.[44]
Και σε πολλές άλλες συνοικίες και προάστια της Αθήνας υπάρχουν μικρά και μεγάλα πάρκα, κήποι και άλση.
Τμήματα της πόλης έχουν αναπλασθεί, σύμφωνα με ένα γενικό σχέδιο με το όνομα ΄΄Ενοποίηση Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας, που επίσης έλαβε χρηματοδότηση από την ΕΕ ως συμβολή για την υλοποίησή του. Η Οδός Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ορόσημο του, έχει πεζοδρομηθεί σχηματίζοντας μια γραφική διαδρομή. Η διαδρομή ξεκινά από τον Ναό του Ολυμπίου Διός, στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Όλγας, συνεχίζει κάτω από τις νότιες πλαγιές της Ακρόπολης κοντά στην Πλάκα και καταλήγει λίγο πιο πέρα από το Ναό του Ηφαίστου στο Θησείο. Η διαδρομή στο σύνολό της προσφέρει στους επισκέπτες θέα του Παρθενώνα και της Αγοράς (τόπου συνάντησης των αρχαίων Αθηναίων), μακριά από το πολύβουο κέντρο της πόλης.
Οι λόφοι της Αθήνας παρέχουν επίσης χώρους πρασίνου. Ο Λυκαβηττός, ο Λόφος Φιλοπάππου και η περιοχή γύρω του, περιλαμβανομένης της Πνύκας και του Λόφου Αρδηττού, είναι φυτεμένοι με πεύκα και άλλα δένδρα, με τη μορφή μάλλον μικρού δάσους παρά τυπικού μητροπολιτικού πάρκου.
Υπάρχουν επίσης μικροί ζωολογικοί κήποι μέσα σε δημόσιους κήπους ή πάρκα, όπως εκείνος μέσα στον Εθνικό Κήπο.
Η πόλη είναι παγκόσμιο κέντρο αρχαιολογικής έρευνας. Εκτός από εθνικά ιδρύματα, όπως το Πανεπιστήμιο Αθηνών, την Αρχαιολογική Εταιρεία, αρκετά αρχαιολογικά μουσεία, όπως το Εθνικό Αρχαιολογικό, το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, το Επιγραφικό μουσείο, το Βυζαντινό Μουσείο, καθώς και τα μουσεία της Αρχαίας Αγοράς, της Ακρόπολης και του Κεραμεικού, η πόλη στεγάζει επίσης το εργαστήριο αρχαιομετρίας στο Κέντρο Ερευνών Δημόκριτος καθώς και τοπικές και εθνικές υπηρεσίες που ανήκουν στο Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού.
Η Αθήνα φιλοξενεί 17 ξένα αρχαιολογικά ινστιτούτα (ή σχολές) που προωθούν και διευκολύνουν την έρευνα από επιστήμονες από τις χώρες προέλευσής τους (Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, Αυστραλιανό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, Αυστριακό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, Βελγική Σχολή Αθηνών, Βρετανική Σχολή Αθηνών, Γαλλική Σχολή Αθηνών, Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών, Γεωργιανό Ινστιτούτο Αθηνών, Δανικό Ινστιτούτο Αθηνών, Ελβετική Αρχαιολογική Σχολή στην Ελλάδα, Ιρλανδικό Ινστιτούτο Ελληνικών Σπουδών στην Αθήνα, Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών, Καναδικό Ινστιτούτο στην Ελλάδα, Νορβηγικό Ινστιτούτο Αθηνών, Ολλανδικό Ινστιτούτο Αθηνών, Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών, Φινλανδικό Ινστιτούτο Αθηνών). Έτσι η Αθήνα έχει πάνω από δέκα αρχαιολογικές βιβλιοθήκες και τρία εξειδικευμένα αρχαιολογικά εργαστήρια και είναι ο τόπος αρκετών εκατοντάδων ειδικών διαλέξεων, συνεδρίων και σεμιναρίων, καθώς και δεκάδων αρχαιολογικών εκθέσεων κάθε χρόνο. Οποιαδήποτε στιγμή βρίσκονται στην πόλη εκατοντάδες μελετητές και ερευνητές όλων των κλάδων της αρχαιολογίας.
Μεταξύ των σημαντικότερων μουσείων της Αθήνας είναι:
Υπάρχουν επίσης πολλά μικρότερα δημόσια και ιδιωτικά μουσεία που εστιάζουν στον Ελληνικό πολιτισμό και τις τέχνες.
Μουσείο Ακρόπολης | Μακρυγιάννη 2-4 |
Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο | Τοσίτσα 1 |
Αρχαιολογικό Μουσείο Κεραμεικού | Ερμού 148 |
Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο | Βασιλίσσης Σοφίας 22 |
Μουσείο Αρχαίας Αγοράς | Στοά Αττάλου |
Εθνικό Ιστορικό Μουσείο | Σταδίου 13 και Κολοκοτρώνη |
Επιγραφικό μουσείο | Τοσίτσα 1 |
Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου | Βασιλέως Κωνσταντίνου 50 |
Εθνική Γλυπτοθήκη | Άλσος Στρατού, Γουδί |
Μουσείο Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Αντίστασης | Πάρκο Ελευθερίας, οδός Δεινοκράτους |
Θεατρικό Μουσείο | Ακαδημίας 50 |
Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης | Νεοφύτου Δούκα 4 |
Μουσείο Μπενάκη | Κουμπάρη 1 |
Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης | Κυδαθηναίων 17 |
Μουσείο Ελληνικής Παιδικής Τέχνης | Κόδρου 9 |
Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων | Διογένους 1-3 |
Πολεμικό Μουσείο | Ριζάρη 2 |
Μουσείο Μικρασιατικού Ελληνισμού | Δεκελείας 125, Νέα Φιλαδέλφεια |
Νομισματικό Μουσείο Αθηνών | Πανεπιστημίου 12 |
Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή | Ερατοσθένους 13 |
Μουσείο Εθνικής Αντίστασης Νίκαιας | Παναγή Τσαλδάρη 185-187, Νίκαια |
Μουσείο Ισλαμικής Τέχνης | Ασωμάτων 22 & Διπύλου |
Μουσείο Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών | Θόλου 5 |
Μουσείο Κανελλοπούλου | Θεωρίας 12 και Πανός |
Μουσείο Κοσμήματος Ηλία Λαλαούνη | Καλλισπέρη & Καρυατίδων 4Α |
Μουσείο Ελευθερίου Βενιζέλου | Πάρκο Ελευθερίας |
Μουσείο Μπενάκη | Κουμπάρη 1 και Πειραιώς 138 |
Μουσείο Πόλεως Αθηνών | Παπαρρηγοπούλου 7 |
Μουσείο Φρυσίρα | Μονής Αστερίου 3 και 7 |
Ελληνικό Παιδικό Μουσείο | Κυδαθηναίων 14 |
Μουσείο Πολιτικών Εξορίστων Αη-Στράτη | Αγίων Ασωμάτων 31 |
Σιδηροδρομικό Μουσείο | Σιώκου 4 |
Ταχυδρομικό Μουσείο | Πλατεία Παναθηναϊκού Σταδίου 5 |
Η Αθήνα έχει αποτελέσει ταξιδιωτικό προορισμό από την αρχαιότητα. Κατά τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 βελτιώθηκαν οι υποδομές και οι κοινωνικές εξυπηρετήσεις της πόλης, εν μέρει και λόγω της επιτυχούς υποψηφιότητάς της να διοργανώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Το Ελληνικό Κράτος, με τη βοήθεια και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χρηματοδότησε σημαντικά έργα υποδομής, όπως το τελευταίας τεχνολογίας Διεθνές Αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος, η επέκταση του δικτύου του Μετρό και ο νέος Αυτοκινητόδρομος της Αττικής Οδού.
Η Αθήνα διαθέτει 148 θεατρικές σκηνές, περισσότερες από οποιαδήποτε άλλη πόλη στον κόσμο,[εκκρεμεί παραπομπή] ανάμεσά τους το αρχαίο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, στέγη του Φεστιβάλ Αθηνών από το Μάιο ως τον Οκτώβριο κάθε χρόνο. Εκτός από μεγάλο αριθμό πολυκινηματογράφων η Αθήνα διαθέτει υπαίθριους θερινούς κινηματογράφους με πράσινο. Η πόλη έχει επίσης χώρους μουσικής, όπως το Μέγαρο Μουσικής, που προσελκύει παγκόσμιας κλάσης καλλιτέχνες. Το Πλανητάριο της Αθήνας,[45] που βρίσκεται στη Λεωφόρο Συγγρού, είναι ένα από τα μεγαλύτερα και καλύτερα εξοπλισμένα ψηφιακά πλανητάρια στον κόσμο.
Τα δημοφιλέστερα τραγούδια κατά την περίοδο 1870-1930 ήταν οι λεγόμενες Αθηναϊκές καντάδες, βασισμένες στις Επτανησιακές καντάδες, και τραγούδια που παρουσιάζονταν στο θέατρο (επιθεωρησιακά τραγούδια) σε επιθεωρήσεις, μιούζικαλ, οπερέτες και νυχτερινά έργα, που επικρατούσαν στη θεατρική σκηνή της Αθήνας.
Σημαντικοί συνθέτες οπερετών και νυχτερινών έργων ήταν οι Κώστας Γιαννίδης, Διονύσιος Λαυράγκας, Νίκος Χατζηαποστόλου ενώ Ο Βαφτιστικός του Θεόφραστου Σακελλαρίδη παραμένει ίσως η δημοφιλέστερη οπερέτα. Παρά το γεγονός ότι τα Αθηναϊκά τραγούδια δεν ήταν αυτόνομες καλλιτεχνικές δημιουργίες (σε αντίθεση με τις καντάδες) και παρά την αρχική σύνδεσή τους με κυρίως θεατρικές μορφές τέχνης, έγιναν τελικά επιτυχίες ως ανεξάρτητα τραγούδια. Από τους σημαντικούς ηθοποιούς της Ελληνικής οπερέτας, που κατέστησαν επίσης δημοφιλή μια σειρά μελωδιών και τραγουδιών εκείνη την εποχή, ήταν οι Ορέστης Μακρής, Άννα και Μαρία Καλουτά, Βασίλης Αυλωνίτης, Αφροδίτη Λαουτάρη, Ελένη Παπαδάκη, Μαρίκα Νέζερ, Μαρίκα Κρεβατά και άλλοι. Μετά το 1930 παρατηρείται αμφιταλάντευση μεταξύ των αμερικανικών και ευρωπαϊκών μουσικών επιρροών και της Ελληνικής μουσικής παράδοσης. Έλληνες συνθέτες αρχίζουν να γράφουν μουσική, χρησιμοποιώντας τις μελωδίες του τάγκο, του βαλς, του σουίνγκ, του φοξτρότ, μερικές φορές σε συνδυασμό με μελωδίες στο ύφος του ρεπερτορίου των Αθηναϊκών καντάδων. Ο Νίκος Γούναρης ήταν ίσως ο διασημότερος συνθέτης και τραγουδιστής της εποχής.
Το 1922 μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και ακολούθως το 1923, μετά την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, πολλοί Μικρασιάτες Έλληνες κατέφυγαν στην Αθήνα. Εγκαταστάθηκαν σε φτωχογειτονιές και έφεραν μαζί τους τη μουσική του Ρεμπέτικου, κάνοντάς τη δημοφιλή και στην Ελλάδα, που αργότερα έγινε η βάση για τη Λαϊκή μουσική. Άλλες δημοφιλείς μορφές τραγουδιού σήμερα είναι τα ελαφρολαϊκά, το έντεχνο και τα δημοτικά.
Στην Οδό Πανεπιστημίου, το παλιό κτίριο του Πανεπιστημίου, η Εθνική Βιβλιοθήκη και η Ακαδημία, αποτελούν την "Αθηναϊκή Τριλογία" και ανεγέρθηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα.
Το μεγαλύτερο και παλαιότερο πανεπιστήμιο της Αθήνας αποτελεί το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Οι περισσότερες λειτουργίες του ΕΚΠΑ έχουν μεταφερθεί σε πανεπιστημιούπολη στο ανατολικό προάστιο του Ζωγράφου. Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, βρίσκεται στην Οδό Πατησίων. Στο χώρο αυτό, στις 17 Νοεμβρίου 1973, πάνω από 13 φοιτητές σκοτώθηκαν και εκατοντάδες τραυματίστηκαν κατά την Εξέγερση του Πολυτεχνείου κατά της στρατιωτικής χούντας, που κυβερνούσε τη χώρα από τις 21 Απριλίου 1967 μέχρι τις 23 Ιουλίου 1974.
Το Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής αποτελεί το δεύτερο μεγαλύτερο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Η έδρα του πανεπιστημίου βρίσκεται στον Δυτικό Τομέα Αθηνών. Το σύνολο των δραστηριοτήτων του ΠΑΔΑ πραγματοποιούνται στις σύγχρονες υποδομές των τριών Πανεπιστημιουπόλεων (Άλσους Αιγάλεω, Αρχαίου Ελαιώνα και Αθηνών), οι οποίες προσφέρουν μοντέρνους χώρους διδασκαλίας και έρευνας, εγκαταστάσεις ψυχαγωγίας και υποστήριξης για το σύνολο των φοιτητών.
Άλλα πανεπιστήμια, που βρίσκονται στην Αθήνα, είναι το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Πάντειο Πανεπιστήμιο, το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Υπάρχουν συνολικά δέκα κρατικά ιδρύματα ανώτατης και ανώτερης εκπαίδευσης στη Μητροπολιτική Περιοχή της Αθήνας, με χρονολογική σειρά ιδρύσεως: Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1837), Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (1837), Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1837), Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1920), Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (1920), Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών (1927), Πανεπιστήμιο Πειραιώς (1938), Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο (1990), Ανώτατη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (2002), Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής (2018).
Υπάρχουν, επίσης, αρκετά άλλα ιδιωτικά κολέγια, καθώς η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων στη χώρα απαγορεύεται από το Σύνταγμα που ψηφίστηκε το 1975 και ισχύει μέχρι σήμερα. Πολλά από αυτά είναι πιστοποιημένα από ξένα κράτη ή πανεπιστήμια.
Η Αθήνα είναι πόλη με ανεπτυγμένες υποδομές από τη δεκαετία του 1950 έως σήμερα. Διαθέτει ένα πλούσιο δίκτυο αυτοκινητοδρόμων που τη συνδέουν με τις γειτονικές περιφέρειες, καθώς και πληθώρα λεωφορείων και τραμ που ενώνουν τις γειτονιές του λεκανοπεδίου και των περιχώρων των Αθηνών. Τα ΚΤΕΛ Αττικής και τα ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης που εδρεύουν στο Πεδίον του Άρεως παρέχουν πρόσβαση στις γειτονικές πόλεις της Αττικής και τη Θεσσαλονίκη. Οι δύο υπεραστικοί σταθμοί λεωφορείων (Κηφισού και Λιοσίων) προσφέρουν πρόσβαση στις περισσότερες πόλεις τις Ελλάδος, ενώ τα τελευταία χρόνια γίνονται απόπειρες εκσυγχρονισμού του εθνικού σιδηροδρομικού δικτύου που ένα μεγάλο μέρος του παραμένει πεπαλαιωμένο. Η πόλη διαθέτει τρεις γραμμές Μετρό και σύγχρονο δίκτυο Τραμ αθόρυβης τεχνολογίας που συνδέει τους παράκτιους δήμους με το κέντρο της πόλης.
Η Αθήνα διαθέτει πλήρες αποχετευτικό σύστημα, ηλεκτρικό φωτισμό από το 1889, ραδιοφωνικό κέντρο από το 1938 και τηλεόραση από το 1965.
Η Πόλη είναι προσβάσιμη οδικώς από τις δύο μεγάλες εθνικές οδούς που διατρέχουν την Αττική, τον Αυτοκινητόδρομο 1 (Α1, Ε75) που εισέρχεται από τη βόρεια είσοδο του λεκανοπεδίου και την Εθνική Οδό 8α (GR-8A, E65 & E94) η οποία εισέρχεται από τα δυτικά. Καθίσταται προσεγγίσιμη επίσης μέσω του Λιμένος Πειραιώς, Ραφήνας και Λαυρίου. Από το 2004 ενώνεται με τον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος» μέσω του κλειστού αυτοκινητοδρόμου της Αττικής Οδού. Είναι η πρώτη ελληνική πόλη που εξυπηρετείται από το Μετρό, ενώ το Σύστημα Μαζικών Μετακινήσεων από το 2000 και έπειτα εξελίσσεται σε ένα πολυσύνθετο και αλληλοσυνδεόμενο δίκτυο.
Ένας δευτερεύων κλάδος της Αττικής Οδού, γνωστός ως «Δυτική Περιφερειακή Λεωφόρος Υμηττού», συνδέει την Καισαριανή με τα Γλυκά Νερά. Ο νέος αυτός δακτύλιος πραγματοποιεί οδικές συνδέσεις στο πρωτεύον οδικό δίκτυο της πόλης με 70 χιλιόμετρα, 21 εξόδους και 8 μεγάλους συγκοινωνιακούς κόμβους.
Στην Αθήνα κυκλοφορεί και μεγάλος αριθμός ταξί (υποχρεωτικά σε κίτρινο χρώμα). Τα ταξί της Αθήνας θεωρούνται φθηνότερα σε σύγκριση με αυτά της υπόλοιπης Ευρώπης.
Ο αερολιμένας της Αθήνας, ο Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος» στην περιοχή των Σπάτων, εγκαινιάστηκε στις 28 Μαρτίου 2001, αντικαθιστώντας οριστικά το Διεθνές Αεροδρόμιο του Ελληνικού, που εξυπηρετούσε την πόλη για 60 χρόνια. Η πρόσβαση στο αεροδρόμιο γίνεται μέσω οδικής σύνδεσης (για ιδιωτική μεταφορά, λεωφορειακή σύνδεση ή ταξί), καθώς και σιδηροδρομικής γραμμής. Επιπλέον, η Αθήνα διαθέτει τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της Ελλάδας (Σταθμός Λαρίσης).
Το σύστημα δημόσιων μεταφορών της Αθήνας αποτελείται από ένα δίκτυο λεωφορείων, τρόλεϊ και μέσων σταθερής τροχιάς (μετρό, προαστιακός σιδηρόδρομος και τραμ).
Το μετρό της Αθήνας έχει συνολικό μήκος 90,1 χλμ. και τρεις γραμμές, οι οποίες επισημαίνονται στους χάρτες με διαφορετικά χρώματα. Η Γραμμή 1 (πράσινη γραμμή) αφορά το παλαιότερο κομμάτι του δικτύου (γνωστή στην καθημερινότητα ως «Ηλεκτρικός»), που ξεκίνησε να λειτουργεί το 1869, επεκτάθηκε σταδιακά και από το 1957 συνδέει τον Πειραιά με την Κηφισιά μέσω του κέντρου της Αθήνας. Οι άλλες δύο σημερινές γραμμές κατασκευάστηκαν κατά τη δεκαετία του 1990 και εγκαινιάστηκαν ταυτόχρονα στις 28 Ιανουαρίου 2000, ενώ στη συνέχεια επεκτάθηκαν σημαντικά σε μήκος. Οι δύο πρόσφατα κατασκευασμένες γραμμές είναι διπλές και αποκλειστικά υπόγειες (κατασκευασμένες με NATM και TBM) σε μέσο βάθος 20 μέτρα από την επιφάνεια και με διατομή σηράγγων 9 μέτρα. Η Γραμμή 2 (κόκκινη γραμμή) συνδέει το Ελληνικό με την Ανθούπολη, ενώ η Γραμμή 3 (μπλε γραμμή) συνδέει το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά με τον Αερολιμένα «Ελευθέριος Βενιζέλος». Η πιο πρόσφατη επέκταση του δικτύου του Μετρό, ήταν της Γραμμής 3 προς τον Πειραιά, όταν στις 10 Οκτωβρίου 2022 παραδόθηκαν 3 νέοι σταθμοί, στα Μανιάτικα, στο λιμάνι του Πειραιά και στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Από το 2022, κατασκευάζεται μια τέταρτη γραμμή, η Γραμμή 4 (πορτοκαλί γραμμή), με καμπυλωτή διαδρομή από το Γαλάτσι, περνώντας από το κέντρο της Αθήνας και συνεχίζοντας στα ανατολικά προάστια, με τελικό σχεδιασμό να καταλήξει μέσω της λεωφόρου Κηφισίας στο Μαρούσι.
Το δίκτυο των λεωφορείων αποτελείται από ντιζελοκίνητα και φυσικού αερίου οχήματα, καθώς και από ηλεκτροκίνητα τρόλεϊ.
Το νέο δίκτυο του τραμ συνδέει το κέντρο της Αθήνας (πλατεία Συντάγματος) με τη Βούλα, το Νέο Φάληρο και τον Πειραιά, μέσω δύο διασταυρούμενων γραμμών. Από τις 15 Δεκεμβρίου 2021 λειτουργεί η επέκτασή του προς τον Πειραιά (και πιθανώς μελλοντικά προς Κερατσίνι και Πέραμα), ενώ νέες γραμμές είναι υπό μελέτη. Ο προαστιακός σιδηρόδρομος συνδέει τον Διεθνή Αερολιμένα «Ελευθέριος Βενιζέλος» με τον Σταθμό Λαρίσης, τον Πειραιά και το Κιάτο. Μελλοντικά θα επεκταθεί προς τη Θήβα, τη Χαλκίδα, τη Ραφήνα, το Λαύριο και το Ξυλόκαστρο.
Το αρχαιότερο υδραγωγείο είναι του Αδριανού που άρχισε να κατασκευάζεται το 130 μ.Χ. από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό και ολοκληρώθηκε το 150 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Πίο Αντώνιο. Αργότερα όμως η δεξαμενή καταστράφηκε από επιδρομές.
Μετά τη φυγή των Τούρκων, η κυβέρνηση της χώρας αντιμετώπισε και το βασικό αυτό πρόβλημα της ύδρευσης. Με έρανο που έγινε επισκεύασε το υδραγωγείο, αλλά λόγω της αύξησης του πληθυσμού, μετά από πολλές προτάσεις για διάφορες γεωτρήσεις και μεταφορά νερών, αποφασίστηκε το 1892 να γίνει τεχνητή λίμνη στον Μαραθώνα. Την πρόταση αυτή την έκανε ο Εδουάρδος Καλενέκ και το έτος 1926 το δημόσιο της Ελλάδας και η εταιρεία Ούλεν έκαναν συμφωνία για τη λίμνη αυτή, που θα έδινε νερό στην πρωτεύουσα.
Οι εργασίες άρχισαν τον Οκτώβριο του 1926 και τέλειωσαν μετά από 3 χρόνια. Τον Μάιο του 1931 είχαν κατασκευαστεί το φράγμα, ο αγωγός, τα διυλιστήρια και για πρώτη φορά στις 3 Ιουνίου 1931 η Αθήνα πήρε νερό από τη λίμνη.
Το φράγμα έχει πλάτος στη βάση του 47 μ. και χωράει 44 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερό. Με το φράγμα του Μαραθώνα λύθηκε ως ένα σημείο το πρόβλημα της ύδρευσης της Αθήνας. Αργότερα όμως, με την ολοένα και μεγαλύτερη ανάπτυξη της πόλης, η ποσότητα του νερού της τεχνητής λίμνης δεν ήταν αρκετή για την ύδρευση της πρωτεύουσας. Εκτελέστηκαν έργα ύδρευσης από τη λίμνη Υλίκη, αλλά και πάλι το πρόβλημα ύδρευσης δεν λύθηκε. Γι' αυτό προτάθηκε η λύση του Μόρνου. Έτσι τo 1979 κατασκευάστηκε το φράγμα του Μόρνου κοντά στο Λιδωρίκι της Φωκίδας και τροφοδότησε την Αθήνα με νερό.
Την εποχή της Τουρκοκρατίας υπήρχε μόνο ο υπόνομος της οδού Άρεως. Αργότερα, το 1838, άρχισε η κατασκευή μικρών υπονόμων στο κέντρο της πόλης που τελείωσε το 1840. Το 1858 έγινε συστηματική κατασκευή υπονόμου στη Σταδίου και στη συνέχεια στους άλλους κεντρικούς δρόμους, δημιουργώντας έτσι δίκτυο υπονόμων μόνο για το 118 της πόλης, ενώ το υπόλοιπο είχε υπονόμους που άδειαζαν στα γύρω περιβόλια. Αποτέλεσμα ήταν οι επιδημίες τύφου, δυσεντερίας και άλλων παθήσεων, που έκαναν τον κόσμο να υποφέρει και οι συχνές πλημμύρες, με σοβαρές ζημιές στην πόλη, όπως το 1896, όπου πνίγηκαν 17 άτομα. Τότε Έλληνες και ξένοι τεχνικοί έφτιαξαν σχέδιο για τον κανονισμό της κοίτης του Κηφισού και Ιλισού, αλλά μετά το 1925 ο Δήμος κατασκεύασε αποχετευτικά έργα και υποχρέωσε τους ιδιώτες να φτιάξουν στεγανούς βόθρους.
Με τις μελέτες που έκανε ο Ιταλός Φαντόλι, ανατέθηκε η εκτέλεση αποχετευτικών έργων στην "Υδρέξ", Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Υπονόμων. Η εταιρεία αυτή έκανε διάφορα σημαντικά έργα μέχρι τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, που συνεχίστηκαν μετά την απελευθέρωση. Το 1950 ιδρύθηκε ο Οργανισμός Αποχέτευσης Περιοχής Πρωτεύουσας για τη συντήρηση και εκμετάλλευση του δικτύου που υπήρχε και αυτού που θα κατασκεύαζε.
Ο οργανισμός άρχισε να λειτουργεί το 1954 και συνεχίζει και σήμερα. Έφτιαξε τον Κεντρικό Αποχετευτικό Αγωγό από τέρμα Πατησίων και μέχρι τη Ν. Κοκκινιά, που σταμάτησε έτσι την αποχέτευση των ακαθαρσιών στο Ν. Φάληρο. Παρόλα αυτά δεν έχει ολοκληρωθεί το σύστημα αποχέτευσης της πρωτεύουσας και των προαστίων. Συχνά, όταν εκδηλώνονται καταρρακτώδεις βροχές το κέντρο της πόλης πλημμυρίζει και σε ορισμένες συνοικίες σημειώνονται αρκετές καταστροφές σε σπίτια και καταστήματα.
Ο αρχικός φωτισμός της πόλης ήταν με δαδιά, λυχνάρια και φανάρια λαδιού, που διατηρήθηκε και τα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση από την τουρκοκρατία.
Το 1835 κρεμάστηκαν φανάρια λαδιού στα κεντρικά σημεία της πόλης, που αρχικά ήταν 5-10 και το 1850 έφτασαν τα 200.
Τα φανάρια αυτά αντικαταστάθηκαν με λάμπες πετρελαίου, τις οποίες το 1862 αντικατέστησε το φωταέριο. Το 1866 τα φανάρια φωταερίου έφτασαν τα 1.000 και τα έξοδα ήταν 130.000 δρχ.
Ο φωτισμός της Αθήνας με ηλεκτρισμό άρχισε το 1889. Το πρώτο εργοστάσιο ηλεκτρισμού ήταν στη γωνία Πανεπιστημίου και Βουκουρεστίου, που έδωσε φως στις πλατείες Συντάγματος και Ομόνοιας και στο σπίτι του προέδρου της ηλεκτρικής εταιρείας Α. Μελά. Μετά από δυο χρόνια, το εργοστάσιο μεταφέρθηκε ανάμεσα στο τετράγωνο μεταξύ των οδών Αριστείδου και Αιόλου, με νέα μηχανήματα που αύξησαν την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος. Με την αύξηση του πληθυσμού και τη διάδοση του ηλεκτρισμού, το 1902 έγινε μεγαλύτερο εργοστάσιο στο Νέο Φάληρο, που έδινε φως στην Αθήνα, στον Πειραιά και στα προάστια. Η παραγωγή ήταν τόσο μεγάλη, που είχε ως αποτέλεσμα να ηλεκτροδοτηθεί ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος Αθήνας και Πειραιά το 1904. Ηλεκτροφωτίστηκαν οι δρόμοι και οι πλατείες, σε συνδυασμό και με το φωταέριο, που φώτιζε ακόμη την πόλη.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αθήνα φωτιζόταν μόνο στο κέντρο και από ηλεκτρικές λάμπες. Μετά το 1917 ηλεκτροφωτίστηκαν οι συνοικίες με λάμπες που έπαιρναν φως από τα σπίτια και μετά έγινε εγκατάσταση δικτύου ηλεκτροφωτισμού στους δρόμους και στις πλατείες. Τότε όμως το εργοστάσιο στο Ν. Φάληρο δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις ανάγκες της νέας μεγαλούπολης και πολλοί ιδιώτες έφτιαξαν μικρά εργοστάσια ηλεκτρικής παραγωγής.
Η Γενική Ηλεκτρική Εταιρεία, που ιδρύθηκε το 1926, έκτισε νέο εργοστάσιο στο Κερατσίνι, που λειτούργησε το 1929 και ενίσχυσε και το εργοστάσιο του Ν. Φαλήρου, αγοράζοντας και τα μικρά εργοστάσια των ιδιωτών.
Μετά την απελευθέρωση από την ιταλογερμανική κατοχή, τα δυο εργοστάσια έφεραν και άλλες ηλεκτρογεννήτριες για να αυξήσουν την παραγωγή.
Ο τηλέγραφος έγινε γνωστός στην Αθήνα το 1859 και τον μήνα Φεβρουάριο του ίδιου χρόνου έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη από την Αθήνα το πρώτο τηλεγράφημα. Μετά την εφεύρεση του Μπελ, η Αθήνα και ο Πειραιάς είχαν δίκτυο τηλεφωνικής επικοινωνίας με τα πρώτα γραφεία τηλεφώνων, ένα στο ταχυδρομείο Αθήνας και στο ταχυδρομείο του Πειραιά το άλλο, το 1896 και με 60 συνδρομητές και τα δυο.
Το 1908 εκπαιδεύτηκαν οι πρώτες Ελληνίδες τηλεφωνήτριες από μια Ελβετίδα και το 1926 έγινε η πρώτη σύνδεση Αθήνας-επαρχιών. Μετά από τέσσερα χρόνια, το 1930, έγινε σύμβαση με τη γερμανική εταιρεία "Ζίμενς και Χάλσκε", που ανάλαβε να φτιάξει εγκαταστάσεις για την επικοινωνία των κατοίκων της πόλης και της πόλης με τις επαρχίες. Μετά από λίγα χρόνια, το 1941, η πόλη είχε 42.700 γραμμές, που όμως έπαθαν πολλές ζημιές κατά τη διάρκεια της κατοχής και επισκευάστηκαν μεταπολεμικά.
Σήμερα η πόλη διαθέτει σύγχρονη ψηφιακή υποδομή και συνδέεται τηλεφωνικά με την υπόλοιπη Ελλάδα και τον κόσμο. Από τον Ιούλιο του 1993 ξεκίνησε στη χώρα και η κινητή τηλεφωνία και εξαπλώθηκε ραγδαία σε ελάχιστα χρόνια σε όλο το σύνολο της χώρας.
Το πρώτο ραδιοφωνικό κέντρο ιδρύθηκε τις 26 Μαρτίου 1938. Το κέντρο ονομάσθηκε Ε.Ι.Ρ. (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) με τρεις σταθμούς στην Αθήνα και εξέπεμπε για όλη τη χώρα. Το ραδιόφωνο διαδόθηκε σε όλα τα σπίτια και αποτελούσε την κυριότερη ψυχαγωγία για τους ανθρώπους.
Στην Ελλάδα η ραδιοφωνία παρουσιάστηκε το 1924, όταν το Υπουργείο Ναυτικών έκανε προσπάθεια ραδιοφωνικής εκπομπής και, λίγο αργότερα, τον ίδιο χρόνο όμως, ένας όμιλος ερασιτεχνών στα εργαστήρια Φυσικής του Εθνικού Πανεπιστημίου με τον καθηγητή Πετρόπουλο θέλησε να φτιάξει ραδιοφωνικά μηχανήματα.
Τέλος, τον Ιανουάριο του 1938 υπογράφτηκε σύμβαση με την εταιρεία "Τελεφούνκεν" (Telefunken) για να εγκαταστήσει πομπό και άρχισε και η κατασκευή των κτιρίων του Σταθμού των Νέων Λιοσίων και των εγκαταστάσεων του Ζαππείου. Το 1940 έγινε ενίσχυση του πομπού από το σταθμό της "Κέιμπλ εντ Γουάιρλες" και τα κύματά του έφθαναν μέχρι το εξωτερικό.
Το ραδιόφωνο έπαιξε σημαντικό ρόλο στα χρόνια της κατοχής και της επτάχρονης δικτατορίας.
Η Ελληνική Ραδιοφωνία (Ε.Ρ.Α.) περιλαμβάνει τέσσερις εθνικής εμβέλειας σταθμούς με ποικίλα προγράμματα ενώ, παράλληλα, λειτουργούν και πολλοί ιδιωτικοί σταθμοί που υπάγονται στην ελεύθερη ραδιοφωνία.
Το 1965 ιδρύθηκε και ο πρώτος σταθμός τηλεόρασης, που άρχισε να εκπέμπει τον Φεβρουάριο του 1966 και αρχικά συμπεριλήφθηκε στο Ε.Ι.Ρ. και το 1970 μετονομάστηκε σε Ε.Ι.Ρ.Τ. μέχρι το 1975 που μετετράπη σε Ανώνυμη Εταιρεία με την ονομασία Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση (Ε.Ρ.Τ.), μέχρι το 2013 ώσπου έκλεισε με απόφαση της κυβέρνησης Σαμαρά. Την περίοδο εκείνη ξεκίνησε μεταβατικά η Δημόσια Τηλεόραση η οποία από τον Μάρτιο του 2014 μετετράπη στο νέο δίκτυο δημόσιας ραδιοτηλεοράσεως, τη ΝΕΡΙΤ Α.Ε. η οποία το 2015 με απόφαση της κυβέρνησης Τσίπρα μετετράπη στη νέα και τωρινή ΕΡΤ.
Οι εκπομπές περιλαμβάνουν τη μετάδοση των δελτίων ειδήσεων και καιρού, μορφωτικά και ψυχαγωγικά προγράμματα, μετάδοση θεάτρου, ταινιών και ενημερωτικά δελτία για διάφορα θέματα.
Στη νεότερη ιστορία, και κυρίως τη μεταπολεμική περίοδο, το νοτιοδυτικό τμήμα του ποταμού Κηφισού εγκλωβίστηκε στη βιομηχανική ζώνη της Αττικής. Αμφίπλευρα του Κηφισού εγκαταστάθηκαν με γοργούς ρυθμούς εργοστάσια, βιομηχανίες και βιοτεχνίες βαρέως τύπου επιχειρηματικής δραστηριότητας, σε ένα άναρχο και άτυπο βιομηχανικό πάρκο. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 η κυβέρνηση δήλωσε πως οι βιομηχανίες αυτές έχουν περιθώριο περίπου 30 ετών για τη μετεγκατάσταση τους σε άλλες βιομηχανικές περιοχές της χώρας. Στο Αθηναϊκό πεδίο η ανεπτυγμένη βιομηχανία βρίσκεται στις περιοχές της δυτικής Αττικής, στις οποίες έχουν δημιουργηθεί αρκετές βιομηχανικές περιοχές, ενώ αρκετές επιχειρήσεις εδρεύουν στα Βόρεια προάστια και συγκεκριμένα στην Κηφισιά, Μεταμόρφωση και τη Λυκόβρυση.
Ο Δήμος Αθηναίων είναι αδελφοποιημένος με τις παρακάτω πόλεις:
|
Σύμφωνο συνεργασίας πόλεων |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.