From Wikipedia, the free encyclopedia
Η γεωμετρική εποχή είναι μία περίοδος της αρχαίας ελληνικής ιστορίας που διαρκεί από το 1100 π.Χ. έως το 750 π.Χ..
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η περίοδος, λοιπόν, από τον ΙΒ΄ ως τον Η΄ αιώνα είναι μία περίοδος μεταβατική, κατά την οποία συνέβησαν εξελίξεις, συντελουμένων των οποίων βρίσκουμε μία διαμορφωμένη κατάσταση στην έναρξη της αρχαϊκής εποχής. Η περίοδος αυτή πέρα από «σκοτεινοί αιώνες», είναι γνωστή και με άλλες ονομασίες, όπως ομηρική εποχή, γεωμετρική εποχή, λόγω των αλλαγών που σημειώνονται περί το 1050 π.Χ. στην τεχνοτροπία της κεραμικής, ή εποχή του σιδήρου, καθώς από το 1100 π.Χ. και εξής γενικεύεται η χρήση του υλικού αυτού για την κατασκευή όπλων ή σκευών.
Η καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων το 1200 π.Χ., δεν σήμανε το απότομο τέλος του μυκηναϊκού πολιτισμού, αλλά την απαρχή μίας προϊούσας παρακμής που διήρκεσε ολόκληρο τον ΙΒ΄ αιώνα. Η έναρξη της πρώτης μεταμυκηναϊκής περιόδου της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, γνωστής ως «σκοτεινοί αιώνες», σηματοδοτείται από την ευρεία χρήση του σιδήρου και την αλλαγή στην τεχνοτροπία της κεραμεικής, γεγονότα που τοποθετούνται γύρω στο 1100-1050 π.Χ., οπότε τελειώνει και η υπομυκηναϊκή φάση. Για την περίοδο αυτή, από το 1200 π.Χ. και εξής, δεν υπάρχουν γραπτές πηγές. Από ιστορικής άποψης, λοιπόν, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός της επανεμφάνισης γραπτών πηγών.
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται σκοτεινή από ιστορική άποψη, καθώς δεν υπάρχουν άμεσες πηγές γι’ αυτήν. Διαθέτουμε, ωστόσο, μία μη ιστορική πηγή, τα Ομηρικά Έπη.
Είναι γενικώς αποδεκτό
α) ότι η σύνθεση των επών σε ένα όλο, διαδικασία που συντελέστηκε πάνω στη βάση μίας μακρόχρονης προφορικής παράδοσης, έγινε τον Η΄ αιώνα και
β) ότι η Ιλιάδα συντέθηκε πριν από την Οδύσσεια.
Οι διάφορες χρονολογήσεις της δημιουργίας των επών ποικίλλουν. Σύμφωνα με τις πιθανότερες, η Ιλιάδα συντέθηκε στα μέσα του Η΄ αιώνα και η Οδύσσεια το β΄ μισό του Η΄ αιώνα. Η τοποθέτηση της Οδύσσειας σε χρονικό σημείο επόμενο της δημιουργίας της Ιλιάδας, στηρίζεται στην υπόθεση ότι στην Οδύσσεια έχουν ενσωματωθεί εμπειρίες της προαποικιακής δραστηριότητας που προηγήθηκε του β΄ ελληνικού αποικισμού.
Ο μεγάλος προβληματισμός όμως αφορά την Ιλιάδα. Πρέπει να λάβουμε, πάντως, υπόψη, πως το ότι η δράση της Ιλιάδας διαρκεί 51 μέρες του ενάτου έτους του τρωικού πολέμου προϋποθέτει τα γενικότερα ιστορικά συμφραζόμενα του πολέμου. Το ζήτημα είναι αν η Ιλιάδα αποδίδει ένα ιστορικό γεγονός, εάν ο τρωικός πόλεμος ήταν ένα ιστορικό γεγονός.
Για παράδειγμα, ο Νηών κατάλογος της Β περιγράφει την πολιτική γεωγραφία της μυκηναϊκής εποχής ή εκείνη του Η΄ αιώνα; Το ερώτημα αυτό μεταφράζεται στο εξής: η Ιλιάδα συντέθηκε κατά τη μυκηναϊκή εποχή ή την περίοδο μετά την καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων, οπότε περιγράφει την κατάσταση των μεταμυκηναϊκών πραγμάτων, διατηρώντας κάποιες αναμνήσεις των γεγονότων της προηγούμενης εποχής; Υπάρχουν υποστηρικτές και των δύο απόψεων. Επίσης, δεν έχει απαντηθεί το ερώτημα αν οι καταστροφές της Τροίας VI (1350 π.Χ.) ή της Τροίας VIIα (1180 π.Χ.) σχετίζονται με κάποια επίθεση των Μυκηναίων. Για να διερευνήσουμε το ζήτημα της ιστορικότητας της Ιλιάδας, πρέπει να λάβουμε υπόψη τις πληροφορίες που διαθέτουμε από την αρχαία ελληνική παράδοση. Η άλωση της Τροίας χρονολογείται σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, τον ιστορικό του Β΄ μ.Χ. αιώνα, ο οποίος στα «Χρονικά» του περιλαμβάνει όλα τα γεγονότα από την άλωση της Τροίας μέχρι το 119 μ.Χ., το 1184/3 π.Χ. και σύμφωνα με το Πάριο χρονικό το 1209/8 π.Χ. [Το Πάριο χρονικό είναι ένας χρονολογικός πίνακας προσώπων και γεγονότων, από τη βασιλεία του μυθικού Κέκροπα (1581 π.Χ.) έως το έτος 264/3 π.Χ., όταν επώνυμος άρχοντας στην Αθήνα ήταν ο Διόγνητος]. Οι αρχαίοι Έλληνες αναφέρονταν στον Τρωικό πόλεμο ως αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός, όπως κάνει π.χ. στην Αρχαιολογία του ο Θουκυδίδης. Η Οδύσσεια, περιγράφοντας καταστάσεις μεταγενέστερες της Ιλιάδας, αποδίδει καλύτερα το μεταμυκηναϊκό χρονικό διάστημα
Την εποχή αυτή και, συγκεκριμένα, μετά το 1150 π.Χ. παρατηρούνται για δεύτερη και τελευταία φορά εσωτερικές μετακινήσεις, πολλές πληροφορίες για τις οποίες αντλούμε από την παράδοση, ιδιαίτερα τον Θουκυδίδη, αλλά και τη μυθολογία. Τα φύλα που μετακινήθηκαν την περίοδο για την οποία μιλάμε, κατά κανόνα ακολούθησαν σε αδρές γραμμές την κατεύθυνση από βορρά προς νότο. Εξαίρεση αποτελεί το φύλο των Μακεδόνων, οι οποίοι δεν κατήλθαν προς τα νοτιότερα τμήματα της Ελλάδας, αλλά από τη βορειοδυτική Μακεδονία μετακινήθηκαν στον χώρο που την ιστορική περίοδο μας είναι γνωστός ως Μακεδονίς, μετακίνηση που ολοκληρώθηκε τα μέσα του Ζ΄ αιώνα, εάν είναι σωστή η χρονολόγηση των μετακινήσεων των ελληνικών φύλων, και αποτελεί την απόληξή τους. Οι μετακινήσεις αυτές γίνονταν κατά μικρές ομάδες σε μεγάλο διάστημα και όταν έλαβαν τέλος φάνηκε το αθροιστικό τους αποτέλεσμα. Την περίοδο αυτή εγκαταστάθηκαν οι Θεσσαλοί στην περιοχή στην οποία θα έδιναν αργότερα το όνομά τους, ενώ οι Βοιωτοί από την περιοχή της Άρνης μετακινήθηκαν στην περιοχή που έγινε αργότερα γνωστή ως Βοιωτία. Άλλα φύλα που μετατοπίστηκαν ήταν οι Αινιάνες, οι Ακαρνάνες, οι Λοκροί, οι Φωκείς. Κάποιες πληθυσμιακές ομάδες δεν άλλαξαν τόπο διαμονής τους. Σε αυτούς συγκαταλέγονται οι Αθηναίοι, οι οποίο υπερηφανεύονταν για την αυτοχθονία τους, οι Αρκάδες και οι Ίωνες. Άλλα ελληνικά φύλα κατευθύνθηκαν προς την Κύπρο, όπου ήδη υπήρχε ελληνική παρουσία από τη μυκηναϊκή εποχή, το τέλος του ΙΓ΄ και τις αρχές του ΙΒ΄ αιώνα. Για την εξέταση των μετακινήσεων των ελληνικών φύλων μεταχειριζόμαστε την αντιστοίχιση των διαλέκτων με περιοχές και την παράδοση, συμπεριλαμβανομένης της μυθολογίας.
Συνέπεια των μετακινήσεων στην ηπειρωτική Ελλάδα ήταν ο αποικισμός των δυτικών ακτών της Μικράς Ασίας έως την Παμφυλία από φύλα προερχόμενα από την κυρίως Ελλάδα. Οι Αιολείς μετακινήθηκαν στο βόρειο τμήμα των δυτικών ακτών, γνωστό ως Αιολίδα, οι Ίωνες στην περιοχή που έγινε γνωστή ως Ιωνία και οι Δωριείς μέσω Κυκλάδων, Κρήτης και Δωδεκανήσων έφτασαν στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία. Το σύνολο των μετακινήσεων αυτών από τη δυτική στην ανατολική πλευρά του Αιγαίου ονομάζεται πρώτος ελληνικός αποικισμός. Τοποθετείται εντός του εξής χρονικού πλαισίου: 1100-800π.Χ.
Σημαντικό στοιχείο της εποχής που εξετάζουμε είναι η χρήση της αλφαβητικής γραφής, η οποία λάμβανε χώρα ήδη από το πρώτο μισό του Η΄ αιώνα, χωρίς να ξέρουμε με ακρίβεια τον χρόνο εισαγωγής της, ο οποίος σύμφωνα με διάφορες θεωρίες κυμαίνεται από τον ΙΑ΄ ως τον Θ΄ αιώνα. Οριστική απάντηση στο ζήτημα αυτό μπορεί να δοθεί μόνο μετά την ανακάλυψη κάποιου νέου στοιχείου.
Σύμφωνα με μία άποψη, οι Έλληνες παρέλαβαν την αλφαβητική γραφή από τους Φοίνικες. Πρώτη μαρτυρία του γεγονότος αυτού απαντάται στον Ηρόδοτο, ο οποίος αναφέρεται στα φοινικικά γράμματα. Η πληροφορία αυτή επαναλαμβάνεται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη στη «Βιβλιοθήκη» του. Στο ηροδότειο έργο (5,57-58), παρατηρούμε ότι α) ο Ηρόδοτος σχετικοποιεί την πληροφορία που μας μεταφέρει και β) αναφέρεται σε μεταβολή των φθόγγων. Όπως είναι γνωστό, οι Έλληνες προσάρμοσαν το φοινικικό αλφάβητο στις ανάγκες της γλώσσας τους, προσθέτοντας τα διπλά σύμφωνα (Φ, Χ, Ξ, Ψ) και τα φωνήεντα, τα οποία ήταν εφεύρεση των Ελλήνων.[1]
Σύμφωνα με άλλες απόψεις, το ελληνικό αλφάβητο προέρχεται από τις μυκηναϊκές γραφές (γραμμική Β΄). Σύμφωνα με τον Ρότζερ Γούνταρντ, οι δημιουργοί του αλφάβητου συνδύασαν τη συμφωνική γραφή των Φοινίκων με τα ελληνικά και τη συλλαβική γραφή της Κύπρου.[2] Αυτή η γραφή βρήκε ισχυρό έρεισμα στην Ελλάδα, όπου τότε δεν υπήρχε γραφή.[3] Σύμφωνα με τον Μπάρρυ Πάουελ, το ελληνικό αλφάβητο εφευρέθηκε ειδικά για την καταγραφή των Ομηρικών Επών, όμως οι προτάσεις του βασίζονται σε υποθέσεις οι οποίες δύσκολα μπορούν να αποδειχθούν.[2]
Οι δύο παλαιότερες επιγραφές της ελληνικής αλφαβητικής γραφής προέρχονται: η πρώτη από μία οινοχόη που βρέθηκε στο Δίπυλο και χρονολογείται περί το 750-725 π.Χ. και η δεύτερη από ενεπίγραφο αγγείο, γνωστό ως ποτήρι του Νέστορα, από την αποικία των Πιθηκουσών χρονολογούμενο το 750-700π.Χ. Δεδομένου ότι οι Χαλκιδείς και οι Ερετριείς εγκαταστάθηκαν στις Πιθηκούσες περί το 750-725π.Χ., η επιγραφή αυτή είναι σύγχρονη με την πρώτη γενιά των αποίκων. Εφ’ όσον οι άποικοι, λοιπόν, μετέφεραν μαζί τους τη γραφή, λογικά η χρήση της γραφής θα προηγείται χρονικά στις μητροπόλεις, πιθανώς να είναι παλαιότερη του Η΄ αιώνα, στα τέλη του Θ΄ αιώνα.
Σε αυτά τα πρώιμα χρονικά διαστήματα πολίτευμα που κυριαρχούσε ήταν η βασιλεία. Παρουσιάζεται ένα είδος φυλετικής οργάνωσης, όπου ο βασιλιάς προΐσταται μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων. Πριν την αρχαϊκή εποχή και όσο βρισκόμαστε στην περίοδο της βασιλείας, δεν έχουμε πόλιν, αλλά άστυ, μεγάλους οικισμούς, που ήταν έδρα των θεσμών διοίκησης. Η πόλη ως πόλις είναι δημιούργημα της πρώιμης αρχαϊκής εποχής και σχετίζεται με την κατάργηση της βασιλείας και την άσκηση της εξουσίας από τους ευγενείς.
Ήταν μία μακρά διαδικασία που ολοκληρώθηκε το α΄ μισό του Ζ΄ π.Χ. αιώνα, όταν σχεδόν σε όλο τον ελληνικό κόσμο δεν υπήρχαν βασιλείς. Υπήρχαν κάποιες εγγενείς αρμοδιότητες στο αξίωμά τους:
Στη διοίκηση των κοινών ζητημάτων βοηθούνταν από ένα συμβούλιο ευγενών. Στα ομηρικά έπη ονομαζόταν γέροντες, απ’ όπου προήλθε και η γερουσία στη Σπάρτη. Ο βασιλιάς των ομηρικών επών, των σκοτεινών αιώνων, συνομιλεί και συναποφασίζει με τους γέροντες για τα δημόσια θέματα. Αμέσως επόμενη εξέλιξη ήταν η κατάργηση της βασιλείας από τους ευγενείς. Οι ευγενείς είχαν ήδη εμπειρία στη διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων, οπότε στον κατάλληλο χρόνο μπόρεσαν να αμφισβητήσουν τη βασιλεία. Η ενέργειά τους ήταν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού δύο παραγόντων: αφ’ ενός της εξασθένησης της βασιλείας και αφ’ ετέρου την ισχύ των ίδιων, αφού είχαν μεγάλη εμπειρία στη διοίκηση των κοινών και στον πόλεμο. Η απονομή δικαιοσύνης γινόταν από τον βασιλιά και το συμβούλιο με βάση το εθιμικό δίκαιο.
Η αγορά αποτελούταν από τους στρατεύσιμους άνδρες, αλλά δεν ήταν επίσημα θεσμοθετημένη. Όταν έπρεπε να ληφθεί μία απόφαση για ένα κρίσιμο ζήτημα, τότε τη συγκαλούσαν οι ευγενείς. Από τα ομηρικά έπη, όπου βρίσκουμε αναφορά στη ραψωδία β, επιβίωσε ως την αρχαϊκή πόλη. Η λήψη των αποφάσεων δια βοής επέζησε στην Απέλλα της Σπάρτης. Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι έχουμε πρόδρομες μορφές θεσμών.
Η κύρια διαχωριστική γραμμή είναι αυτή που χωρίζει τους ελεύθερους από τους δούλους. Η υποδούλωση κάποιου μπορούσε να γίνει με αιχμαλωσία σε ένα πόλεμο, μετά την κατάληψη μιας πόλης ή σε μία μάχη, ή με απαγωγές από ναυτικούς. Υπήρχαν και οικογενείς δούλοι (ρ320). Γενικά οι δούλοι θεωρούνταν κατώτερα όντα. Στους σκοτεινούς αιώνες επίσης διαμορφώθηκε το σύστημα των ειλώτων και των πενεστών.
Μία άλλη διαχωριστική γραμμή ήταν αυτή που χώριζε τους πολίτες από τους ξένους, τα εγχώρια μέλη μιας κοινότητας από τους παροίκους που προέρχονταν από άλλες περιοχές, οι οποίοι λίγο πολύ είχαν διαφορετικό νομικό status. Η εξέλιξη των σχέσεων αυτών των δύο ομάδων έφτασε ως το σημείο να υπάρχουν διακρατικές συμφωνίες για ξένους την κλασική εποχή. Προστατεύονταν οι ξένοι τόσο από τη θρησκεία, καθώς ήταν ικέτες, όσο και από το δίκαιο της φιλοξενίας. Στα ομηρικά έπη είναι έντονος ο θεσμός της ξενίας, φιλίας που δημιουργείται από τη φιλοξενία, η οποία συνεπάγεται αμοιβαίες υποχρεώσεις με βάση την αρχή της αμοιβαιότητας.
Οι ελεύθεροι ήταν κοινωνικά-οικονομικά ιεραρχημένοι. Πρώτα οι θήτες ήταν όσοι κατείχαν λίγοι ή καθόλου γη.
Οι δημιουργοί ήταν ειδικοί στην τέχνη τους: μεταλλουργοί, κεραμείς, ξυλουργοί, βυρσοδέψες, επεξεργάζονταν πολύτιμες ύλες. Ανάμεσά τους ήταν οι αοιδοί, οι μάντεις, ο κήρυξ και ο ιατρός.
Οι θεράποντες ήταν ακόλουθοι ή βοηθοί του βασιλιά ή άλλων ισχυρών προσώπων. Ήταν ηνίοχοί τους, συμμετείχαν στα συμπόσια και ήταν και οι ίδιοι επιφανούς καταγωγής. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης, ήταν γεωργοί και χρησιμοποιούσαν το εισόδημά τους για τον οπλισμό, που αποκτούσαν με δικά τους έξοδα, και τη συντήρηση της οικογένειάς τους. Οι ευγενείς ήταν μία μικρή ομάδα ατόμων που αναλάμβαναν τη διακυβέρνηση τα, είχαν υπό την κατοχή τους μεγάλες εκτάσεις γης, αλλά είχαν έσοδα και από άλλες δραστηριότητες. Στα ομηρικά έπη πολεμούν με άρματα.
Διακριτικά χαρακτηριστικά τους ήταν:
Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι το ιδεώδες ενός ευγενούς εκφράζεται από το ομηρικό «εργων πρηκτήρ και λόγων ρητήρ».
Για την ιδιοκτησία της γης έχουμε ελάχιστες πληροφορίες. Φαίνεται ότι η γη ήταν χωρισμένη στην καλλιεργήσιμη γη, ένα μέρος από την οποία ανήκε σε πρόσωπα και ένα μεγάλο μέρος στον δήμο, και στην εσχατιά, που χρησιμοποιούνταν για βοσκή, και ανήκε εξ ολοκλήρου στην κοινότητα. Στα ομηρικά έπη η κατάσταση φαίνεται ότι είναι ίδια με αυτήν που υπήρχε στην Πύλο, όπως την πληροφορούμαστε από τις πινακίδες.
Από τα ομηρικά έπη πληροφορούμαστε ότι μέσα ανταλλαγής και προσδιορισμού της αξίας των αντικειμένων ήταν τα μέταλλα, είτε ως σκεύη είτε ως πρώτη ύλη, και τα ζώα, κυρίως τα βόδια. Πρόκειται για μία εποχή προ της εφεύρεσης του νομίσματος, έχουμε να κάνουμε με έναν τύπο φυσικής, κτηματικής οικονομίας.
Τα όπλα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ίδια με την προηγούμενη εποχή. Επιθετικά όπλα είναι το ξίφος, το δόρυ και το τόξο, και αμυντικά η περικεφαλαία, ο θώρακας και η ασπίδα.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.