Αυτοκρατορία κατά τον μεσαίωνα και την νεώτερη εποχή From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία (οθωμανικά τουρκικά: دَوْلَتِ عَلِيّهٔ عُثمَانِیّه, Ντεβλέτ-ι Αλίγε-ι Οσμάνιγε, επί λέξει Το Ανώτατο Οθωμανικό Κράτος, σύγχρονα τουρκικά: Osmanlı İmparatorluğu ή Osmanlı Devleti), περισσότερο γνωστή κατά το παρελθόν στη Δύση ως Τουρκική Αυτοκρατορία[1] ή απλώς Τουρκία[2] ήταν ένα κράτος που ήλεγχε μεγάλο μέρος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, της Δυτικής Ασίας και της Βόρειας Αφρικής μεταξύ του 14ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Ιδρύθηκε στα τέλη του 13ου αιώνα στη βορειοδυτική Μικρά Ασία στην πόλη Σετζούτ (σύγχρονη Επαρχία Μπιλετσίκ) από τον Ογούζο Τούρκο φύλαρχο Οσμάν Α΄[3]. Το 1354 οι Οθωμανοί πέρασαν στην Ευρώπη και με την κατάκτηση των Βαλκανίων το οθωμανικό μπεηλίκι μεταμορφώθηκε σε μια διηπειρωτική αυτοκρατορία. Οι Οθωμανοί κατέλυσαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ τον Πορθητή το 1453[4].
Το Ανώτατο Οθωμανικό Κράτος دولت عليه عثمانيه Devlet-i Âliyye-i Osmâniyye | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ύμνος Οθωμανικός αυτοκρατορικός ύμνος | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία στην ακμή της, το 1683 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πρωτεύουσα | Θηβάσιον (1299-1335) Προύσα (1335–1363) Αδριανούπολη (1363–1453) Κωνσταντινούπολη (1453-1922) | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Γλώσσες | Οθωμανική τουρκική | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Θρησκεία | Σουνιτικό Ισλάμ (επίσημη) | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πολίτευμα | Απόλυτη Μοναρχία (1299-1908) Συνταγματική μοναρχία (1908-1922) | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Σουλτάνος | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
- | 1281–1326 | Οσμάν Α' (πρώτος) | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
- | 1918–1922 | Μεχμέτ ΣΤ' (τελευταίος) | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ιστορία | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
- | Ίδρυση | 1 Μαρτίου 1299 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
- | Διάλυση του Σουλτανάτου | 1 Νοεμβρίου 1922 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πληθυσμός | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
- | εκτ. | 11,692,480 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Νόμισμα | Ακτσές (14-17 αιώνας), Κουρούς (Γρόσια) (17-1844), Λίρα | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
| ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Κατά τη διάρκεια του 16ου και του 17ου αιώνα, στην κορύφωση της ισχύος της, υπό τη βασιλεία του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς[5], η Οθωμανική ήταν μια πολυεθνική, πολυγλωσσική αυτοκρατορία που έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, τμήματα της Κεντρικής Ευρώπης, της Δυτικής Ασίας, της Ανατολικής Ευρώπης και τον Καύκασο, τη Βόρεια Αφρική και το Κέρας της Αφρικής[6]. Στις αρχές του 17ου αιώνα η αυτοκρατορία περιελάμβανε 32 επαρχίες και πολλά υποτελή κράτη. Ορισμένα από αυτά απορροφήθηκαν αργότερα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ σε άλλα παραχωρήθηκαν διάφοροι τύποι αυτονομίας κατά την πάροδο των αιώνων.
Με την Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσά της και τον έλεγχο των εδαφών γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν στο επίκεντρο των αλληλεπιδράσεων μεταξύ του Ανατολικού και του Δυτικού Κόσμου επί έξι αιώνες. Ενώ άλλοτε θεωρούνταν ότι η αυτοκρατορία εισήλθε σε περίοδο παρακμής μετά τον θάνατο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, αυτή η άποψη δεν υποστηρίζεται πλέον από την πλειονότητα των ακαδημαϊκών ιστορικών[7]. Η αυτοκρατορία εξακολούθησε να διατηρεί ευέλικτη και ισχυρή οικονομία, κοινωνία και στρατό σε όλη τη διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα[8]. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια μιας μακράς περιόδου ειρήνης από το 1740 έως το 1768, το οθωμανικό στρατιωτικό σύστημα έμεινε πίσω από εκείνο των Ευρωπαίων ανταγωνιστών της, των αυτοκρατοριών των Αψβούργων και της Ρωσίας[9]. Έτσι οι Οθωμανοί υπέστησαν σοβαρές στρατιωτικές ήττες στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, γεγονός που τους ώθησε να ξεκινήσουν μια ολοκληρωμένη διαδικασία μεταρρύθμισης και εκσυγχρονισμού γνωστή ως Τανζιμάτ. Έτσι, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, το οθωμανικό κράτος έγινε πολύ πιο ισχυρό και οργανωμένο, παρά τις περαιτέρω εδαφικές απώλειες που υπέστη, ειδικά στα Βαλκάνια, όπου εμφανίστηκαν αρκετά νέα κράτη[10]. Η αυτοκρατορία συμμάχησε με τη Γερμανία στις αρχές του 20ού αιώνα, ελπίζοντας να αποσείσει τη διπλωματική απομόνωση που είχε συμβάλει στις πρόσφατες εδαφικές της απώλειες και έτσι συμμετείχε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων[11]. Ενώ η Αυτοκρατορία μπόρεσε να αντέξει κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, αγωνιζόταν με εσωτερικές διενέξεις, ειδικά με την Αραβική εξέγερση στα αραβικά εδάφη της. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η οθωμανική κυβέρνηση διέπραξε μεγάλες θηριωδίες κατά των Αρμενίων, των Ασσυρίων και των Ελλήνων του Πόντου[12].
Η ήττα της Αυτοκρατορίας και η κατοχή μέρους της επικράτειάς της από τις Συμμαχικές Δυνάμεις μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν ως αποτέλεσμα τον διαμελισμό της και την απώλεια των εδαφών της Μέσης Ανατολής, που τα μοιράστηκαν το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία. Ο επιτυχής Τουρκικός Πόλεμος της Ανεξαρτησίας εναντίον των κατεχόντων Συμμάχων οδήγησε στην εμφάνιση της Δημοκρατίας της Τουρκίας στην καρδιά της Μικράς Ασίας και στην κατάργηση της οθωμανικής μοναρχίας[13].
Η σύγχρονη Τουρκία είναι μόνον ένα τμήμα της ιστορικής οθωμανικής αυτοκρατορίας παρόλο που οι όροι Τουρκία και Οθωμανική Αυτοκρατορία χρησιμοποιούνται ως ισοδύναμοι για να χαρακτηρίσουν μία από τις μεγαλύτερες και ισχυρότερες αυτοκρατορίες της σύγχρονης ιστορίας. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 έγιναν εκτεταμένες προσπάθειες να περιοριστεί η οθωμανική κουλτούρα, η οποία κρίθηκε οπισθοδρομική, ώστε η Τουρκία να μετατραπεί σε μια σύγχρονη κοσμική χώρα σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Η μετάβαση στο κοσμικό κράτος αποδείχτηκε μια διαδικασία εξαιρετικά δύσκολη και μακροχρόνια, ενώ πολλά στοιχεία της οθωμανικής κουλτούρας είναι ακόμη ορατά στη σύγχρονη τουρκική κοινωνία.
Η λέξη Οθωμανός είναι ιστορικός εξελληνισμός του ονόματος του Οσμάν Α΄, ιδρυτή της Αυτοκρατορίας και του κυβερνώντος Οίκου του Οσμάν (γνωστού και ως Οθωμανικής Δυναστείας). Το όνομα του Οσμάν με τη σειρά του ήταν η τουρκική μορφή του αραβικού ονόματος Ουτμάν (عثمان). Στα οθωμανικά τουρκικά η αυτοκρατορία αναφερόταν ως Ντεβλέτ-ι Αλίγε-ι Οσμάνιγε (دولت عليه عثمانیه) (επί λέξει «Το Ανώτατο Οθωμανικό Κράτος») ή εναλλακτικά Οσμανλί Ντεβλετί (عثمانلى دولتى). Στα σύγχρονα τουρκικά είναι γνωστή ως Osmanlı İmparatorluğu («Οθωμανική Αυτοκρατορία») ή Osmanlı Devleti («Το Οθωμανικό Κράτος»). Η αυτοκρατορία τον καιρό της ύπαρξής της ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου γνωστή ως Τουρκία η Τουρκική Αυτοκρατορία. Ο όρος Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι νεολογισμός με αρχικά πολύ περιορισμένη χρήση που επικράτησε τη σύγχρονη εποχή.
Η τουρκική λέξη για το «Οθωμανός» (Οσμανλί) σε αντίθεση με σήμερα που αναφέρεται για όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας, αρχικά χρησιμοποιούταν για τους φυλετικούς οπαδούς του Οσμάν τον δέκατο τέταρτο αιώνα και στη συνέχεια για τη στρατιωτική-διοικητική ελίτ της αυτοκρατορίας. Αντίθετα ο όρος «Τούρκος» (Türk) αναφερόταν στους χωρικούς της Μικράς Ασίας και στον πληθυσμό των φυλών και θεωρήθηκε ως όρος δυσφημιστικός όταν εφαρμόστηκε σε αστικά, μορφωμένα άτομα. Την πρώιμη νεότερη περίοδο ένας μορφωμένος αστός τουρκόφωνος, που δεν ήταν μέλος της στρατιωτικής-διοικητικής τάξης δεν θα αναφερόταν στον εαυτό του ούτε ως Οσμανλί ούτε ως Τουρκ, αλλά μάλλον ως Ρουμί (رومى), ή ως «Ρωμαίο», που σήμαινε κάτοικος της επικράτειας της πρώην Βυζαντινής Αυτοκρατορίας των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας. Ο όρος Ρουμί χρησιμοποιείτο επίσης για τους τουρκόφωνους από τους άλλους μουσουλμανικούς λαούς της αυτοκρατορίας και πέραν αυτής.[14]
Στη Δύση τα δύο ονόματα «Οθωμανική Αυτοκρατορία» και «Τουρκία» χρησιμοποιούντο συχνά εναλλακτικά, ενώ η προτίμηση στο «Τουρκία» ευνοήθηκε όλο και περισσότερο σε επίσημες και ανεπίσημες περιπτώσεις. Αυτή η διάσταση έληξε επισήμως το 1920-23, όταν η νεοσύστατη τουρκική κυβέρνηση με έδρα την Άγκυρα επέλεξε το Τουρκία ως το μοναδικό επίσημο όνομα. Οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί ιστορικοί αποφεύγουν τους όρους «Τουρκία», «Τούρκοι» και «τουρκικός» όταν αναφέρονται στους Οθωμανούς, λόγω του πολυεθνικού χαρακτήρα της αυτοκρατορίας καθώς και για να μην συγχέονται με το σύγχρονο κράτος.[15]
Καθώς η δύναμη του Σελτζουκικού Σουλτανάτου του Ρουμ μειώθηκε τον 13ο αιώνα, η Μικρά Ασία χωρίστηκε σε ένα συνονθύλευμα ανεξάρτητων τουρκικών πριγκιπάτων γνωστών ως Μπεηλικίων της Μικράς Ασίας. Ενός από αυτά τα μπεηλίκια, στην περιοχή της Βιθυνίας, στα σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ηγείτο ο Τούρκος φύλαρχος Οσμάν (π. 1323/4), μια μορφή αδιευκρίνιστης προέλευσης, από την οποία προέρχεται το όνομα Οθωμανός[16]. Οι πρώτοι οπαδοί του Οσμάν αποτελούντο τόσο από τουρκικές φυλετικές ομάδες όσο και βυζαντινούς στασιαστές, πολλούς αλλά όχι όλους προσηλυτισμένους στο Ισλάμ[17]. Ο Οσμάν επέκτεινε τον έλεγχο του πριγκιπάτου του κατακτώντας βυζαντινές πόλεις κατά μήκος του ποταμού Σαγγάριου. Δεν είναι καλά κατανοητό πώς οι πρώτοι Οθωμανοί κατάφεραν να κυριαρχήσουν επί των γειτόνων τους, λόγω της ανεπάρκειας των πηγών που σώζονται από αυτή την περίοδο. Μια σχολή σκέψης που ήταν δημοφιλής κατά τον εικοστό αιώνα υποστήριζε ότι οι Οθωμανοί είχαν επιτυχίες συγκεντρώνοντας θρησκευτικούς πολεμιστές να πολεμήσουν γι 'αυτούς στο όνομα του Ισλάμ. Αυτή η θεωρία, γνωστή ως θεωρία των Γαζήδων, δέχεται σήμερα έντονη κριτική και δεν είναι πλέον γενικά αποδεκτή από τους ιστορικούς, αλλά δεν έχει ακόμη αναφανεί ομοφωνία να την αντικαταστήσει για τη φύση του πρώιμου οθωμανικού κράτους[18][19]
Τον αιώνα μετά τον θάνατο του Οσμάν Α΄ η οθωμανική κυριαρχία άρχισε να επεκτείνεται στη Μικρά Ασία και στα Βαλκάνια. Ο γιος του Οσμάν Ορχάν κατέλαβε την πόλη Προύσα στη βορειοδυτική Μικρά Ασία το 1326 και την κατέστησε τη νέα πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους. Αυτή η κατάκτηση σήμανε την απώλεια του βυζαντινού ελέγχου πάνω στη βορειοδυτική Μικρά Ασία. Η σημαντική πόλη της Θεσσαλονίκης καταλήφθηκε από τους Βενετούς το 1387. Η νίκη των Οθωμανών στο Κοσσυφοπέδιο το 1389 σήμανε ουσιαστικά το τέλος της σερβικής κυριαρχίας στην περιοχή, ανοίγοντας τον δρόμο για την οθωμανική επέκταση στην Ευρώπη[20]. Η Μάχη της Νικόπολης (στον Δούναβη) το 1396, που θεωρείται ευρέως ως η τελευταία μεγάλης κλίμακας σταυροφορία του Μεσαίωνα, απέτυχε να ανακόψει την προέλαση των νικηφόρων Οθωμανών Τούρκων[21].
Με την επέκταση της τουρκικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης έγινε κρίσιμος στρατηγικός στόχος. Ωστόσο η στρατηγική θέση της πόλης στα Στενά του Βοσπόρου και τα αμυντικά στρατιωτικά χαρακτηριστικά της καθιστούσαν δύσκολη την κατάληψή της. Η αυτοκρατορία είχε καταφέρει να ελέγξει σχεδόν όλα τα πρώην Βυζαντινά εδάφη γύρω από την πόλη, αλλά το 1402 οι Βυζαντινοί ανακουφίστηκαν προσωρινά όταν ο Τουρκομογγόλος ηγέτης Τιμούρ, ιδρυτής της Αυτοκρατορίας των Τιμουριδών, εισέβαλε στη Μικρά Ασία από την Ανατολή. Στη Μάχη της Άγκυρας το 1402 ο Τιμούρ νίκησε τις οθωμανικές δυνάμεις και συνέλαβε αιχμάλωτο τον Σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄, προξενώντας αναταραχή στην αυτοκρατορία. Ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε διήρκεσε από το 1402 έως το 1413, καθώς οι γιοι του Βαγιαζήτ πολεμούσαν για τη διαδοχή, και τελείωσε όταν ο Μωάμεθ Α΄ αναδείχθηκε σουλτάνος και αποκατέστησε την οθωμανική εξουσία, θέτοντας τέλος στη Μεσοβασιλεία (τούρκικα: Fetret Devri)[22].
Μέρος των οθωμανικών εδαφών στα Βαλκάνια (όπως η Θεσσαλονίκη, η Μακεδονία και το Κοσσυφοπέδιο) χάθηκαν προσωρινά μετά το 1402, αλλά ανακτήθηκαν αργότερα από τον Μουράτ Β΄ τις δεκαετίες του 1430 και του 1440. Στις 10 Νοεμβρίου 1444 ο Μουράτ Β΄ νίκησε τον στρατό της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Βλαχίας υπό τον Βλάντισλαβ Γ΄ της Πολωνίας (επίσης Βασιλιά της Ουγγαρίας) και τον Ιωάννη Ουνιάδη στη Μάχη της Βάρνας, την τελική μάχη της ομώνυμης σταυροφορίας, παρόλο που οι Αλβανοί υπό τον Σκεντέρμπεη συνέχισαν να αντιστέκονται. Τέσσερα χρόνια αργότερα ο Ιωάννης Ουνιάδης ετοίμασε νέο στρατό (ουγγρικών και βλαχικών δυνάμεων) για να επιτεθεί στους Τούρκους αλλά νικήθηκε και πάλι από τον Μουράτ Β΄ στη Δεύτερη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1448[23].
Ο γιος του Μουράτ Β', ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής, αναδιοργάνωσε το κράτος και τον στρατό και κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη στις 29 Μαΐου 1453. Ο Μωάμεθ επέτρεψε στην Ορθόδοξη Εκκλησία να διατηρήσει την αυτονομία και τη γη της με αντάλλαγμα την αποδοχή της οθωμανικής εξουσίας[24]. Λόγω των κακών σχέσεων μεταξύ των κρατών της Δυτικής Ευρώπης και της ύστερης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η πλειοψηφία του ορθόδοξου πληθυσμού αποδέχτηκε την οθωμανική κυριαρχία ως προτιμότερη από τη βενετική κυριαρχία[24]. Η αλβανική αντίσταση αποτελούσε σημαντικό εμπόδιο στην οθωμανική επέκταση στην ιταλική χερσόνησο[25].
Τον 15ο και 16ο αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισήλθε σε μια περίοδο επέκτασης. Η Αυτοκρατορία ευημερούσε υπό την ηγεσία μιας σειράς αφοσιωμένων και αποτελεσματικών σουλτάνων. Άνθησε επίσης οικονομικά λόγω του ελέγχου των μεγάλων χερσαίων εμπορικών δρόμων μεταξύ της Ευρώπης και της Ασίας[26]. Ο Σουλτάνος Σελίμ Α΄ (1512-1520) επέκτεινε θεαματικά τα ανατολικά και νότια σύνορα της Αυτοκρατορίας, νικώντας τον σάχη Ισμαήλ της Περσίας των Σαφαβιδών στη Μάχη του Τσαλντιράν. Ο Σελίμ εγκαθίδρυσε την οθωμανική κυριαρχία στην Αίγυπτο και ναυτική παρουσία στην Ερυθρά Θάλασσα. Μετά από αυτή την οθωμανική επέκταση ξεκίνησε ένας ανταγωνισμός μεταξύ της Πορτογαλικής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για την κυριαρχία στην περιοχή[27].
Ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής (1520-1566) κατέλαβε το Βελιγράδι το 1521, τα νότια και κεντρικά τμήματα του Βασιλείου της Ουγγαρίας κατά τους Οθωμανοουγγρικούς Πολέμους[28][29] και, μετά την ιστορική του νίκη στη Μάχη του Μόχατς το 1526, επέβαλε την τουρκική κυριαρχία στην επικράτεια της σημερινής Ουγγαρίας (εκτός από το δυτικό της τμήμα) και σε άλλα εδάφη της Κεντρικής Ευρώπης. Στη συνέχεια πολιόρκησε τη Βιέννη το 1529, αλλά απέτυχε να καταλάβει την πόλη[30]. Το 1532 έκανε άλλη μια επίθεση στη Βιέννη, αλλά αποκρούστηκε στην πολιορκία του Γκουνς[31] [32]. Η Τρανσυλβανία, η Βλαχία και, κατά διαστήματα, η Μολδαβία, έγιναν πριγκιπάτα φόρου υποτελή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στα ανατολικά οι Οθωμανοί Τούρκοι πήραν τη Βαγδάτη από τους Πέρσες το 1535, αποκτώντας τον έλεγχο της Μεσοποταμίας και ναυτική πρόσβαση στον Περσικό Κόλπο. Το 1555 ο Καύκασος διαμελίστηκε επίσημα για πρώτη φορά μεταξύ των Σαφαβιδών και των Οθωμανών, status quo που θα διατηρείτο μέχρι το τέλος του Ρωσοτουρκικού Πολέμου (1768-74). Με τον διαμελισμό αυτό του Καυκάσου, όπως υπογράφηκε στην Ειρήνη της Αμάσειας, η Δυτική Αρμενία, το Δυτικό Κουρδιστάν και η Δυτική Γεωργία πέρασαν στα χέρια των Οθωμανών[33], ενώ το νότιο Νταγκεστάν, η Ανατολική Αρμενία, η Ανατολική Γεωργία και το Αζερμπαϊτζάν παρέμειναν περσικά.
Η Γαλλία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενωμένες από την αμοιβαία τους αντίθεση στην κυριαρχία των Αψβούργων, έγιναν στενοί σύμμαχοι. Η κατάληψη από τους Γάλλους της Νίκαιας (1543) και της Κορσικής (1553) ήταν έργο από κοινού επιχείρησης των δυνάμεων του Γάλλου Βασιλιά Φραγκίσκου Α΄ και του Σουλεϊμάν υπό τη διοίκηση των Οθωμανών ναυάρχων Μπαρμπαρόσσα Χαϊρεντίν Πασά και Τουργκούτ Ρέις[34]. Ένα μήνα πριν από την πολιορκία της Νίκαιας η Γαλλία υποστήριξε τους Οθωμανούς με μονάδα πυροβολικού κατά την κατάληψη από τους Οθωμανούς του Εστερχομ στη βόρεια Ουγγαρία το 1543. Μετά από περαιτέρω προέλαση των Τούρκων ο Αυτοκράτορας των Αψβούργων Φερδινάνδος αναγνώρισε επίσημα την Οθωμανική κυριαρχία στην Ουγγαρία το 1547.
Το 1559, μετά τον πρώτο πόλεμο της Πορτογαλίας με το (Σομαλικό) Σουλτανάτο του Ατζουράν, η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα απορροφήσει αργότερα το αποδυναμωμένο Σουλτανάτο του Αντάλ της Ανατολικής Αφρικής. Η επέκταση αυτή ενίσχυσε την Οθωμανική κυριαρχία στη Σομαλία και στο Κέρας της Αφρικής, ενώ αύξησε επίσης την επιρροή της στον Ινδικό Ωκεανό για να ανταγωνιστεί τους Πορτογάλους με τον στενό σύμμαχό της, το Σουλτανάτο του Ατζουράν[35].
Στο τέλος της βασιλείας του Σουλεϊμάν η Αυτοκρατορία καταλάμβανε περίπου 2.273.720 τετ. χλμ., που εκτείνονταν σε τρεις ηπείρους[36]. Επιπλέον η Αυτοκρατορία έγινε κυρίαρχη ναυτική δύναμη, ελέγχοντας μεγάλο μέρος της Μεσογείου[37]. Την εποχή αυτή η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσε σημαντικό τμήμα της ευρωπαϊκής πολιτικής σφαίρας. Η επιτυχία της πολιτικής και στρατιωτικής παγίωσής της συγκρινόταν με εκείνη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, σύμφωνα με τον Ιταλό λόγιο Φραντσέσκο Σανσοβίνο και τον Γάλλο πολιτικό φιλόσοφο Ζαν Μποντέν.
Το δεύτερο μισό του δέκατου έκτου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία βίωνε αυξανόμενη ένταση από τον πληθωρισμό και τις ραγδαία αυξανόμενες δαπάνες των πολέμων που έκανε τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Μέση Ανατολή. Αυτές οι πιέσεις οδήγησαν σε σειρά κρίσεων γύρω στο 1600, προκαλώντας μεγάλη πίεση στο οθωμανικό σύστημα διακυβέρνησης[38]. Η αυτοκρατορία υπέστη σειρά μετασχηματισμών των πολιτικών και στρατιωτικών θεσμών της για να ανταποκριθεί σε αυτές τις προκλήσεις, που της επέτρεψαν να προσαρμοστεί με επιτυχία στις νέες συνθήκες του δέκατου έβδομου αιώνα και να παραμείνει ισχυρή, στρατιωτικά και οικονομικά[39][40]. Ιστορικοί των μέσων του εικοστού αιώνα άλλοτε χαρακτήριζαν την περίοδο αυτή ως μια περίοδο στασιμότητας και παρακμής, όμως αυτή η άποψη απορρίπτεται σήμερα από την πλειοψηφία των ακαδημαϊκών[7].
Η ανακάλυψη νέων θαλάσσιων εμπορικών δρόμων από τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης τους επέτρεψε να αποφεύγουν το Οθωμανικό εμπορικό μονοπώλιο. Η ανακάλυψη από τους Πορτογάλους του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας το 1488 προκάλεσε μια σειρά Οθωμανοπορτογαλικών ναυτικών πολέμων στον Ινδικό Ωκεανό καθ' όλο τον 16ο αιώνα. Παρά την αυξανόμενη ευρωπαϊκή παρουσία στον Ινδικό Ωκεανό, το Οθωμανικό εμπόριο με την Ανατολή συνέχισε να ακμάζει. Ειδικότερα το Κάιρο επωφελήθηκε από την άνοδο του καφέ της Υεμένης ως δημοφιλούς καταναλωτικού αγαθού. Καθώς τα καφενεία εμφανίζονταν στις πόλεις της αυτοκρατορίας, το Κάιρο εξελίχθηκε σε σημαντικό κέντρο για το εμπόριο του, συμβάλλοντας στη συνεχή του ευημερία καθ 'όλη τη διάρκεια του δέκατου έβδομου και του δέκατου όγδοου αιώνα.
Υπό τον Ιβάν Δ΄ (1533-1584), το Βασίλειο της Ρωσίας επεκτάθηκε στην περιοχή του Βόλγα και της Κασπίας σε βάρος των Ταταρικών χανάτων. Το 1571 ο χαν της Κριμαίας Χαν Ντεβλέτ Ι Τζιράι, υποστηριζόμενος από τους Οθωμανούς, πυρπόλησε τη Μόσχα[41]. Την επόμενη χρονιά η εισβολή επαναλήφθηκε, αλλά αποκρούστηκε στη Μάχη του Μόλοντι. Το Χανάτο της Κριμαίας εξακολούθησε να εισβάλλει στην Ανατολική Ευρώπη με σειρά επιδρομών[42] και παρέμεινε σημαντική δύναμη στην Ανατολική Ευρώπη μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα[43].
Στη νότια Ευρώπη ένας Καθολικός συνασπισμός με επικεφαλής τον Φίλιππο Β΄ της Ισπανίας κέρδισε μια νίκη επί του οθωμανικού στόλου στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) (1571). Ήταν ένα εντυπωσιακό, αν και περισσότερο συμβολικό[44], πλήγμα στην εικόνα του αήττητου των Οθωμανών, εικόνα που η νίκη των Ιπποτών της Μάλτας επί των Οθωμανών εισβολέων στην πολιορκία του νησιού το 1565 είχε πρόσφατα αρχίσει να ξεθωριάζει. Η ναυμαχία ήταν πολύ πιο καταστροφική για το Οθωμανικό ναυτικό ως προς την απώλεια πεπειραμένου ανθρώπινου δυναμικού παρά ως προς την απώλεια των πλοίων, που αντικαταστάθηκαν γρήγορα.[45] Το Οθωμανικό ναυτικό ανέκαμψε γρήγορα, πείθοντας τη Βενετία να υπογράψει ειρηνευτική συνθήκη το 1573, επιτρέποντας στους Οθωμανούς να επεκτείνουν και να εδραιώσουν τη θέση τους στη Βόρεια Αφρική[46].
Αντίθετα, τα σύνορα με τους Αψβούργους είχαν κάπως παγιωθεί, με μια ακινησία που προκλήθηκε από την ενίσχυση της άμυνας των Αψβούργων[47]. Ο Δεκατριετής Πόλεμος εναντίον της Αυστρίας των Αψβούργων (1593-1606) δημιούργησε την ανάγκη για μεγαλύτερο Οθωμανικό πεζικό εξοπλισμένο με πυροβόλα όπλα, με αποτέλεσμα τη χαλάρωση της πολιτικής στρατολογήσεων. Αυτό προκάλεσε προβλήματα απειθαρχίας και έντονης ανυπακοής μέσα στις μονάδες, που δεν λύθηκαν ποτέ πλήρως.[48] Στρατολογήθηκαν επίσης άτακτοι πολεμιστές, που όταν αποστρατεύθηκαν στράφηκαν στις ληστείες με τις εξεγέρσεις των Τσελαλί (1590-1610), που προκάλεσαν εκτεταμένη αναρχία στη Μικρά Ασία στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα[49] [62]. Με τον πληθυσμό της Αυτοκρατορίας να φτάνει τα 30 εκατομμύρια άτομα το 1600, η έλλειψη γης ασκούσε περαιτέρω πίεση στην κυβέρνηση.[50] Παρά τα προβλήματα αυτά το Οθωμανικό κράτος παρέμεινε ισχυρό και ο στρατός του δεν κατέρρευσε ούτε υπέστη συντριπτικές ήττες. Μοναδικές εξαιρέσεις ήταν οι εκστρατείες κατά της δυναστείας των Σαφαβιδών της Περσίας, όπου πολλές από τις Οθωμανικές ανατολικές επαρχίες χάθηκαν, μερικές οριστικά. Αυτός ο πόλεμος του 1603-1618 οδήγησε τελικά στη Συνθήκη του Νασούχ Πασά, που επέστρεψε όλο τον Καύκασο, εκτός από το δυτικό άκρο της Γεωργίας, στην Ιρανική κατοχή των Σαφαβιδών [51].
Κατά τη σύντομη ενήλικη βασιλεία του, ο Μουράτ Δ΄ (1623-1640) επιβεβαίωσε την κεντρική εξουσία και κατέλαβε εκ νέου το Ιράκ (1639) από τους Σαφαβίδες.[52] Η Συνθήκη του Ζουχάμπ, που ακολούθησε (1639) διαμέλισε οριστικά τον Καύκασο και τις παρακείμενες περιοχές μεταξύ των δύο γειτονικών αυτοκρατοριών, όπως είχε ήδη καθοριστεί με την Ειρήνη της Αμάσειας του 1555.[53] [54] Το Σουλτανάτο των Γυναικών (1623-1656) ήταν μια περίοδος, κατά την οποία οι μητέρες των νέων σουλτάνων ασκούσαν την εξουσία για λογαριασμό των γιων τους. Οι πιο σημαντικές γυναίκες αυτής της περιόδου ήταν η Κιοσέμ Σουλτάνα και η νύφη της Τουρχάν Χατιτζέ, των οποίων η πολιτική αντιπαλότητα κορυφώθηκε με τη δολοφονία της Κιοσέμ το 1651.[55] Κατά την Εποχή Κιοπρουλού (1656-1703) ο αποτελεσματικός έλεγχος της Αυτοκρατορίας ασκήθηκε από μια σειρά Μεγάλων Βεζίρηδων από την ομώνυμη οικογένεια. Οι κυβερνήσεις των Κιοπρουλού κατήγαγαν νέες στρατιωτικές επιτυχίες με την αποκατάσταση της κυριαρχίας τους στην Τρανσυλβανία, την κατάληψη της Κρήτης, που ολοκληρώθηκε το 1669 και την επέκτασή στην Πολωνική νότια Ουκρανία, με την παραχώρηση στην Οθωμανική κυριαρχία το 1676 των οχυρών Χοτίν και Kάμιανετς-Ποντίλσκι και της περιοχής της Ποντίλια.[56]
Αυτή η περίοδος ανανεωμένης αυτοπεποίθησης κατέληξε σε ολέθριο τέλος το 1683 όταν ο Μεγάλος Βεζίρης Καρά Μουσταφά Πασά ηγήθηκε μιας τεράστιας στρατιάς για να επιχειρήσει μια δεύτερη Οθωμανική πολιορκία της Βιέννης κατά τον Μεγάλο Τουρκικό Πόλεμο του 1683-1699. Καθώς η τελική επίθεση καθυστέρησε θανάσιμα, οι Οθωμανικές δυνάμεις σαρώθηκαν από τις συνασπισμένες αντίστοιχες των Αψβούργων, της Γερμανίας και της Πολωνίας, με επικεφαλής τον Πολωνό βασιλιά Ιωάννη Γ΄ Σομπιέσκι στη Δεύτερη πολιορκία της Βιέννης. Ο συνασπισμός της Ιεράς Συμμαχίας (1684–1699) εκμεταλλεύτηκε το πλεονέκτημα της ήττας στη Βιέννη, με αποκορύφωμα τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (26 Ιανουαρίου 1699), που τερμάτισε τον Μεγάλο Τουρκικό Πόλεμο[57]. Οι Οθωμανοί παρέδωσαν τον έλεγχο σημαντικών εδαφών, πολλών οριστικά[58]. Ο Μουσταφά Β΄ (1695-1703) ηγήθηκε της αντεπίθεσης του 1695-96 κατά των Αψβούργων στην Ουγγαρία, αλλά συνετρίβη με την καταστροφική ήττα στη Σέντα (στη σύγχρονη Σερβία) στις 11 Σεπτεμβρίου [59].
Εκτός από την απώλεια του Βανάτου και την προσωρινή απώλεια του Βελιγραδίου (1717-39), τα Οθωμανικά σύνορα στον Δούναβη και τον Σάβο παρέμειναν σταθερά κατά τον δέκατο όγδοο αιώνα. Ωστόσο η Ρωσική επέκταση εμφανιζόταν ως μεγάλη και αυξανόμενη απειλή [60]. Έτσι ο Βασιλιάς Κάρολος ΙΒ΄ της Σουηδίας έγινε ευμενώς δεκτός ως σύμμαχος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά την ήττα του από τους Ρώσους στη Μάχη της Πολτάβας το 1709 στην κεντρική Ουκρανία (κατά τον Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο του 1700-1721)[60]. Ο Κάρολος ΙΒ΄ έπεισε τον Οθωμανό Σουλτάνο Αχμέτ Γ΄ να κηρύξει πόλεμο στη Ρωσία, που κατέληξε σε νίκη των Οθωμανών στην Εκστρατεία του Προύθου του 1710-1711, στη Μολδαβία[61].
Μετά τον Αυστροτουρκικό Πόλεμο του 1716-1718 η Συνθήκη του Πασάροβιτς επικύρωσε την απώλεια του Βανάτους, της Σερβίας και της «Μικρής Βλαχίας» (Ολτένια) υπέρ της Αυστρίας. Η Συνθήκη αποκάλυψε επίσης ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε άμυνα και ήταν απίθανο να παρουσιάσει περαιτέρω επιθετικότητα στην Ευρώπη.[62] Ο Αυστρορωσοτουρκικός Πόλεμος (1735-1739), που τερματίστηκε με τη Συνθήκη του Βελιγραδίου το 1739, είχε ως αποτέλεσμα την ανάκτηση της Σερβίας και της Ολτενίας, αλλά η Αυτοκρατορία έχασε το λιμάνι του Αζόφ, βόρεια της Χερσονήσου της Κριμαίας από τους Ρώσους. Μετά από αυτή τη συνθήκη η Οθωμανική Αυτοκρατορία μπόρεσε να απολαύσει μια γενιά ειρήνης, καθώς η Αυστρία και η Ρωσία αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν την άνοδο της Πρωσίας.[63]
Έγιναν εκπαιδευτικές και τεχνολογικές μεταρρυθμίσεις, όπως η δημιουργία ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης όπως το Πολυτεχνείο της Κωνσταντινούπολης".[64]. Το 1734 ιδρύθηκε μια σχολή πυροβολικού για να μεταδώσει μεθόδους πυροβολικού δυτικού τύπου, αλλά ο ισλαμικός κλήρος αντιτάχθηκε με επιτυχία με τη θεωρεία της θεοδικίας.[65] Το 1754 η σχολή πυροβολικού επαναλειτούργησε σε ημιμυστική βάση.[65] Το 1726 ο Ούγγρος στην καταγωγή Ιμπραήμ Μουτεφερίκα έπεισε τον Μεγάλο Βεζίρη Νεβσεχιρλί Νταμάτ Ιμπραήμ Πασά, τον Μεγάλο Μουφτή και τον κλήρο για τα οφέλη της τυπογραφίας και αργότερα του χορηγήθηκε από τον Σουλτάνο Αχμέτ Γ΄ η άδεια να εκδώσει μη θρησκευτικά βιβλία (παρά την αντίθεση ορισμένων καλλιγράφων και θρησκευτικών ηγετών).[66] Το τυπογραφείο του Μουτεφερίκα δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο το 1729 και, μέχρι το 1743, εξέδωσε 17 έργα σε 23 τόμους, το καθένα τους σε 500 ως 1.000 αντίτυπα.[66] [67] Λόγω των αντιδράσεων των ουλεμάδων (μαθητών κορανιακών σχολών), γραφέων και γενιτσάρων, το τυπογραφείο του Μουτεφερίκα σταμάτησε να λειτουργεί από το 1743 και έπεσε σε αχρηστία μετά τον θάνατο του ιδρυτή του το 1745. Άρχισε και πάλι να λειτουργεί το 1783. Είχε προηγηθεί η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τη Ρωσία και η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, η οποία ώθησε ορισμένα προοδευτικά στοιχεία της αυτοκρατορίας στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Την ίδια περίπου εποχή ιδρύθηκαν διάφορες ανώτερες τεχνικές σχολές, κυρίως για στρατιωτικούς. Νέα περίοδος αντιδράσεων εμφανίστηκε στις αρχές της βασιλείας του Μαχμούτ Β' (1808-1839), οπότε η περισσότερη εκτυπωτική δραστηριότητα μεταφέρθηκε από την Κωνσταντινούπολη στην Αίγυπτο.[68]
Το 1768 υποστηριζόμενοι από τους Ρώσους Κοζάκοι της Ουκρανίας, καταδιώκοντας τους Πολωνολιθουανούς, εισήλθαν στην Μπάλτα, μια Οθωμανική πόλη στα σύνορα της Βεσσαραβίας στην Ουκρανία, σφαγιάζοντας τους κατοίκους της και κατακαίοντας την πόλη. Η ενέργεια αυτή εξώθησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1768-1774.
Τον Ιανουάριο του 1769, ο στρατός των 70.000 Τούρκων Τατάρων πραγματοποίησε μια από τις μεγαλύτερες επιδρομές στην ιστορία της Ρωσίας, η οποία αποκρούστηκε από τη φρουρά των 6.000 ατόμων του φρουρίου της Αγίας Ελισάβετ, εμποδίζοντας τους Τούρκους να προχωρήσουν περαιτέρω. Μετά από αυτό, οι Τούρκοι ηττήθηκαν από τα στρατεύματα του στρατηγού Rumyantsev, το αποτέλεσμα του πολέμου ήταν η απώλεια της βόρειας ακτής της Μαύρης Θάλασσας και της Κριμαίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή του 1774 τερμάτισε τον πόλεμο και παρείχε ελευθερία λατρείας στους Χριστιανούς πολίτες των Οθωμανικών επαρχιών της Βλαχίας και της Μολδαβίας[69]. Στα τέλη του 18ου αιώνα, μετά από αρκετές ήττες στους πολέμους με τη Ρωσία, ορισμένοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισαν να καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι μεταρρυθμίσεις του Μεγάλου Πέτρου είχαν δώσει στους Ρώσους πλεονέκτημα και οι Οθωμανοί θα έπρεπε να συμβαδίσουν με τη Δυτική τεχνολογία προκειμένου να αποφύγουν περαιτέρω ήττες.[65].
Ο Σελίμ Γ΄ (1789-1807) έκανε τις πρώτες μεγάλες προσπάθειες εκσυγχρονισμού του στρατού, αλλά οι μεταρρυθμίσεις του παρεμποδίστηκαν από τη θρησκευτική ηγεσία και τα σώματα των Γενίτσαρων. Αισθανόμενοι ότι τους φθονούσαν για τα προνόμιά τους και ακλόνητα αντίθετα προς τις αλλαγές, οι Γενίτσαροι εξεγέρθηκαν. Οι προσπάθειες του Σελίμ του κόστισαν τον θρόνο και τη ζωή του, αλλά τελεσφόρησαν με θεαματικό και αιματηρό τρόπο από τον διάδοχό του, τον δυναμικό Μαχμούτ Β΄, που διέλυσε τα σώματα των Γενίτσαρων το 1826.
Η Σερβική Επανάσταση (1804-1815) σηματοδότησε την αρχή μιας εποχής εθνικής αφύπνισης στα Βαλκάνια στο πλαίσιο του Ανατολικού Ζητήματος. Το 1811 οι φονταμενταλιστές Ουαχαμπίτες της Αραβίας, υπό την ηγεσία της οικογένειας αλ-Σαούντ, επαναστάτησαν εναντίον των Οθωμανών. Αδυνατώντας να νικήσει τους Ουαχαμπίτες αντάρτες, η Υψηλή Πύλη ανέθεσε στον Μωχάμετ Αλή, βαλή (κυβερνήτης) της Αιγύπτου, την ανάκτηση της Αραβίας, που ολοκληρώθηκε με την κατάλυση του Εμιράτου της Ντίρια το 1818. Η κυριαρχία της Σερβίας ως κληρονομικής μοναρχίας υπό τη δική της δυναστεία αναγνωρίστηκε de jure το 1830.[70][71] Το 1821 οι Έλληνες κήρυξαν τον πόλεμο στον Σουλτάνο. Μία επανάσταση που γεννήθηκε στη Μολδαβία ως αντιπερισπασμός ακολούθησε η κύρια επανάσταση στην Πελοπόννησο, που, μαζί με τη Στερεά Ελλάδα, έγιναν τα πρώτα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που πέτυχαν την ανεξαρτησία τους (το 1829). Το 1830 οι Γάλλοι εισέβαλαν στην Αλγερία και την κατέλαβαν.
Το 1831 ο Μωχάμετ Αλή εξεγέρθηκε με σκοπό να γίνει ο ίδιος σουλτάνος και να ιδρύσει μια νέα δυναστεία και ο εκπαιδευμένος από τους Γάλλους στρατός του, υπό τον γιο του Ιμπραήμ Πασά νίκησε τον Οθωμανικό Στρατό, βαδίζοντας κατά της Κωνσταντινούπολης και φτάνοντας 300 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα.[72] Σε απόγνωση ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ απευθύνθηκε στον παραδοσιακό πρωταρχικό εχθρό της αυτοκρατορίας Ρωσία για βοήθεια, ζητώντας από τον Αυτοκράτορα Νικόλαο Α' να στείλει εκστρατευτική δύναμη για να τον σώσει.[73] Με αντάλλαγμα την υπογραφή της Συνθήκης του Χουνκάρ Ισκελεσί οι Ρώσοι απέστειλαν την εκστρατευτική δύναμη, που εμπόδισε τον Ιμπραήμ να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη.[74]Σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης της Κιουτάχειας, που υπογράφηκε στις 5 Μαΐου 1833, ο Μωχάμετ Αλή συμφώνησε να εγκαταλείψει την αξίωσή του για τον θρόνο, με αντάλλαγμα να γίνει βαλής των βιλαετίων (επαρχιών) της Κρήτης, του Χαλεπίου, της Τρίπολης, της Δαμασκού και της Σιδώνας (τα τελευταία τέσσερα περιλαμβάνουν τη σύγχρονη Συρία και τον Λίβανο) και του δόθηκε το δικαίωμα να εισπράττει φόρους στα Άδανα[75]. Αν δεν υπήρχε η Ρωσική παρέμβαση είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο Μαχμούτ Β΄ θα είχε ανατραπεί και ο Μωχάμετ Αλή θα είχε γίνει ο νέος σουλτάνος, σηματοδοτώντας την αρχή ενός επαναλαμβανόμενου σκηνικού, όπου η Υψηλή Πύλη χρειαζόταν τη βοήθεια των ξένων για να σωθεί.[76]
Το 1839 η Υψηλή Πύλη προσπάθησε να πάρει πίσω αυτά που έχασε από το de facto ανεξάρτητο βιλαέτι της Αιγύπτου και υπέστη συντριπτική ήττα, οδηγώντας στην Ανατολική Κρίση, καθώς ο Μωχάμετ Αλή ήταν πολύ κοντά στη Γαλλία και η προοπτική του ως Σουλτάνου θεωρείτο ευρέως ότι έθετε ολόκληρη την αυτοκρατορία στη γαλλική σφαίρα επιρροής[75]. Καθώς η Υψηλή Πύλη αποδείχθηκε ανίκανη να νικήσει τους Αιγυπτίους, η Βρετανία και η Αυστρία παρενέβησαν, για να νικήσουν την Αίγυπτο [75]. Από τα μέσα του 19ου αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία ονομαζόταν «μεγάλος ασθενής» από τους Ευρωπαίους. Τα Πριγκιπάτα της Σερβίας, της Βλαχίας, της Μολδαβίας και του Μαυροβούνιου κινούνταν προς τη de jure ανεξαρτησία κατά τις δεκαετίες του 1860 και του 1870.
Κατά την περίοδο του Τανζιμάτ (1839-1876) η σειρά συνταγματικών μεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης οδήγησε σε έναν αρκετά σύγχρονο στρατό βασισμένο στη στρατολόγηση, τη μεταρρύθμιση του τραπεζικού συστήματος, την αποποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας, την αντικατάσταση του θρησκευτικού νόμου με τον κοσμικό και σε συντεχνίες με σύγχρονα εργοστάσια. Το Οθωμανικό Υπουργείο Ταχυδρομείων ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 23 Οκτωβρίου 1840.
Ο Σάμιουελ Μορς έλαβε ένα τουρκικό δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για τον τηλέγραφο το 1847, που εκδόθηκε από τον Σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ Α΄, που δοκίμασε προσωπικά τη νέα εφεύρεση. Μετά από αυτή την επιτυχή δοκιμή άρχισαν οι εργασίες για την πρώτη τουρκική τηλεγραφική γραμμή (Κωνσταντινούπολη-Αδριανούπολη-Σούμεν) στις 9 Αυγούστου 1847. Η μεταρρυθμιστική περίοδος κορυφώθηκε με το Σύνταγμα, που ονομάστηκε Κανούν-ου Εσασί. Η Πρώτη Συνταγματική περίοδος της αυτοκρατορίας ήταν βραχύβια. Το κοινοβούλιο επέζησε μόνο δύο χρόνια πριν το διαλύσει ο σουλτάνος.
Οι χριστιανικοί πληθυσμοί της αυτοκρατορίας, λόγω του υψηλότερου μορφωτικού τους επιπέδου, άρχισαν να προσπερνούν τη μουσουλμανική πλειοψηφία, οδηγώντας σε μεγάλη δυσαρέσκειά της. Το 1861 υπήρχαν 571 πρωτοβάθμια και 94 δευτεροβάθμια σχολεία για τους Οθωμανούς χριστιανούς με συνολικά 140.000 μαθητές, αριθμός που υπερέβαινε κατά πολύ τον αριθμό των μουσουλμάνων μαθητών, που δυσκολεύονταν περαιτέρω από τον χρόνο που αφιέρωναν στην εκμάθηση των αραβικών και της Ισλαμικής θεολογίας. Το αραβικό αλφάβητο, στο οποίο γραφόταν η Τουρκική μέχρι το 1928, ήταν πολύ ακατάλληλο, για να αντικατοπτρίζει τους ήχους της Τουρκικής γλώσσας (που είναι μια Τουρκογενής σε αντίθεση με τις Σημιτικές γλώσσες), και επέβαλε μια περαιτέρω δυσκολία στα παιδιά της Τουρκίας. Με τη σειρά του το ανώτερο εκπαιδευτικό επίπεδο των χριστιανών τους επέτρεπε να διαδραματίζουν μεγαλύτερο ρόλο στην οικονομία, με την αύξηση της επιρροής ομάδων όπως η οικογένεια Σούρσοκ, ενδεικτική αυτής της μετατόπισης επιρροής. Το 1911 από τις 654 εταιρείες χονδρικής πώλησης στην Κωνσταντινούπολη οι 528 ανήκαν σε Έλληνες[77]. Σε πολλές περιπτώσεις οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι μπορούσαν να προστατευθούν από τους Ευρωπαίους προξένους και την υπηκοότητά τους, δηλαδή προστατεύονταν από τον οθωμανικό νόμο και δεν υπόκεινταν στους ίδιους οικονομικούς κανονισμούς με τους μουσουλμάνους συναδέλφους τους.
Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-1856) αποτέλεσε μέρος ενός μακροχρόνιου ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων για την επιρροή στα εδάφη της φθίνουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το οικονομικό βάρος του πολέμου υποχρέωσε το οθωμανικό κράτος να συνάψει εξωτερικά δάνεια ύψους 5 εκατομμυρίων λιρών στερλινών στις 4 Αυγούστου 1854. Ο πόλεμος προκάλεσε έξοδο των Τατάρων της Κριμαίας, περίπου 200.000 από τους οποίους μετακόμισαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία σε συνεχόμενα κύματα μετανάστευσης. Προς το τέλος των Καυκάσιων Πολέμων, το 90% των Κιρκασίων υπέστησαν εθνοκάθαρση, εξορίστηκαν από την πατρίδα τους στον Καύκασο και κατέφυγαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα την εγκατάσταση 500.000 έως 700.000 Κιρκασίων στην Τουρκία. Ορισμένες οργανώσεις Κιρκασίων δίνουν πολύ υψηλότερους αριθμούς, συνολικού ύψους 1-1,5 εκατομμυρίων, που απελάθηκαν ή σκοτώθηκαν. Οι πρόσφυγες Τάταροι της Κριμαίας στα τέλη του 19ου αιώνα διαδραμάτισαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού της οθωμανικής παιδείας και στην αρχή της προώθησης τόσο του Παντουρκισμού όσο και του αισθήματος του τουρκικού εθνικισμού.
Αυτή την περίοδο η Οθωμανική Αυτοκρατορία δαπανούσε μόνο μικρά ποσά δημόσιων πόρων για την εκπαίδευση. Για παράδειγμα το 1860-61 μόνο 0,2% του συνολικού προϋπολογισμού επενδύθηκε στην εκπαίδευση. Καθώς το οθωμανικό κράτος προσπαθούσε να εκσυγχρονίσει τις υποδομές και τον στρατό του, για να ανταπεξέλθει σε εξωτερικές απειλές, εκτέθηκε επίσης σε μια διαφορετική απειλή: αυτή των πιστωτών. Πράγματι, όπως έγραψε ο ιστορικός Γιουτζίν Ρόγκαν, «η μεγαλύτερη απειλή για την ανεξαρτησία της Μέσης Ανατολής» τον 19ο αιώνα «δεν ήταν οι στρατοί της Ευρώπης αλλά οι τράπεζές της». Το οθωμανικό κράτος, που είχε αρχίσει να χρεώνεται με τον Κριμαϊκό Πόλεμο, αναγκάστηκε να κηρύξει πτώχευση το 1875. Το 1881 η Οθωμανική Αυτοκρατορία συμφώνησε το χρέος της να ελέγχεται από ένα θεσμό γνωστό ως Οθωμανική Διοίκηση Δημόσιου Χρέους, ένα συμβούλιο Ευρωπαίων με προεδρία εναλλασσόμενη μεταξύ Γαλλίας και Βρετανίας. Το συμβούλιο έλεγχε την οθωμανική οικονομία και χρησιμοποιούσε τη θέση του, για να διασφαλίσει τη συνέχεια της διείσδυσης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στην αυτοκρατορία, συχνά εις βάρος των εγχώριων οθωμανικών συμφερόντων.
Οι Οθωμανοί βασιβουζούκοι κατέστειλαν βίαια τη Βουλγαρική εξέγερση του 1876, σφαγιάζοντας μέχρι και 100.000 ανθρώπους. Ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος (1877-1878) έληξε με αποφασιστική νίκη της Ρωσίας. Αποτέλεσμα ήταν οι οθωμανικές κτήσεις στην Ευρώπη να περιοριστούν δραστικά: η Βουλγαρία ιδρύθηκε ως ανεξάρτητο πριγκιπάτο μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Ρουμανία πέτυχε πλήρη ανεξαρτησία και η Σερβία και το Μαυροβούνιο απέκτησαν τελικά πλήρη ανεξαρτησία, αλλά με λιγότερα εδάφη. Το 1878 η Αυστροουγγαρία κατέλαβε μονομερώς τις Οθωμανικές επαρχίες της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και του Νόβι Παζάρ.
Ο Βρετανός Πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Ντισραέλι υποστήριξε την επιστροφή των οθωμανικών εδαφών στη Βαλκανική Χερσόνησο κατά το Συνέδριο του Βερολίνου και σε αντάλλαγμα η Βρετανία ανέλαβε τη διοίκηση της Κύπρου το 1878. Η Βρετανία έστειλε αργότερα στρατεύματα στην Αίγυπτο το 1882 για να καταστείλει την εξέγερση του Ουράμπι - ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ δεν κινητοποίησε τον δικό του στρατό από την παράνοιά του, φοβούμενος ότι αυτό θα κατέληγε σε πραξικόπημα - που θα αποκτούσε τελικά τον έλεγχο και στις δύο χώρες. Ο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, γνωστός κοινώς ως «Αμπντούλ Χαμίτ ο Καταραμένος» λόγω της σκληρότητας και της παράνοιας του, φοβόταν τόσο την απειλή ενός πραξικοπήματος, που δεν επέτρεπε στον στρατό του να διεξάγει πολεμικές επιχειρήσεις, μήπως αυτό χρησιμεύσει ως κάλυψη για ένα πραξικόπημα, αλλά έβλεπε πραγματικά την ανάγκη στρατιωτικής κινητοποίησης. Το 1883 αφίχθηκε μια γερμανική στρατιωτική αποστολή υπό τον Στρατηγό Βαρώνο Κόλμαρ φον ντερ Γκολτς για να εκπαιδεύσει τον Οθωμανικό Στρατό, οδηγώντας στη λεγόμενη «γενιά του Γκολτς» των γερμανοεκπαιδευμένων αξιωματικών που έμελαν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην πολιτική των τελευταίων ετών της αυτοκρατορίας.
Από το 1894 έως το 1896 100.000 έως 300.000 Αρμένιοι, που ζούσαν σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, σκοτώθηκαν με τις γνωστές ως Σφαγές του Χαμίντ
Καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία σταδιακά, συρρικνωνόταν, περίπου 7-9 εκατομμύρια μουσουλμάνοι από τα πρώην εδάφη της στην Καυκασία, την Κριμαία, τα Βαλκάνια και τα νησιά της Μεσογείου μετανάστευσαν στη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Μετά την απώλεια από την Αυτοκρατορία του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου (1912-13), έχασε όλα τα Βαλκανικά της εδάφη εκτός από την Ανατολική Θράκη (Ευρωπαϊκή Τουρκία). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα περίπου 400.000 μουσουλμάνοι να φύγουν με τον υποχωρούντα Οθωμανικό στρατό (με πολλούς να πεθαίνουν από τη χολέρα που έφεραν οι στρατιώτες) και 400.000 μη μουσουλμάνοι να φύγουν από την επικράτεια υπό την οθωμανική κυριαρχία. Ο Τζάστιν ΜακΚάρθι εκτιμά ότι κατά την περίοδο 1821-1922 πέθαναν πολλά εκατομμύρια μουσουλμάνοι στα Βαλκάνια, ενώ παρόμοιος αριθμός απελάθηκε.
Η ήττα και η διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1908-1922) ξεκίνησε με τη Δεύτερη Συνταγματική Περίοδο, μια στιγμή ελπίδας και υπόσχεσης που γεννήθηκε με την Επανάσταση των Νεοτούρκων, που επανέφερε το Οθωμανικό σύνταγμα του 1876 και εισήγαγε τον πολυκομματισμό με εκλογικό σύστημα δύο σταδίων (εκλογικό νόμο) για το Οθωμανικό Κοινοβούλιο. Το σύνταγμα προσέφερε ελπίδα, απελευθερώνοντας τους πολίτες της αυτοκρατορίας να εκσυγχρονίσουν τους θεσμούς του κράτους, να αναζωογονήσουν τη δύναμή του και να του επιτρέψουν να αντισταθεί έναντι των εξωτερικών δυνάμεων. Η εγγύησή του για τις ελευθερίες υποσχόταν να διαλύσει τις ενδοκοινοτικές εντάσεις και να μεταμορφώσει την αυτοκρατορία σε ένα πιο αρμονική περιβάλλον Αντ 'αυτού αυτή η περίοδος έγινε η ιστορία του αγώνα του λυκόφωτος της αυτοκρατορίας.
Τα μέλη του κινήματος των Νεοτούρκων που άλλοτε ενεργούσαν υπόγεια ίδρυσαν τώρα τα κόμματά τους. Μεταξύ αυτών η «Επιτροπή της Ένωσης και της Προόδου», και το «Κόμμα Ελευθερίας και Συμφωνίας» ήταν μεγάλα κόμματα. Στο άλλο άκρο του φάσματος υπήρχαν εθνοτικά κόμματα, που περιελάμβαναν το Πόαλε Σιών, το Αλ-Φατάτ και το Αρμενικό εθνικό κίνημα, οργανωμένο στην Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία. Επωφελούμενη από την πολιτική διαμάχη η Αυστροουγγαρία προσάρτησε επισήμως τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη το 1908. Η τελευταία από τις οθωμανικές απογραφές πραγματοποιήθηκε το 1914. Παρά τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις που επανίδρυσαν τον Οθωμανικό Στρατό, η αυτοκρατορία έχασε τα εδάφη της Βόρειας Αφρικής και τα Δωδεκάνησα κατά τον Ιταλοτουρκικό Πόλεμο (1911) και σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά της εδάφη κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913). Η αυτοκρατορία αντιμετώπισε συνεχείς αναταραχές τα χρόνια που προηγήθηκαν του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, συμπεριλαμβανομένου του Οθωμανικού αντιπραξικοπήματος του 1909, της καταστολής του και δύο περαιτέρω πραξικοπημάτων το 1912 και το 1913.
Η εμπλοκή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκίνησε με την Οθωμανική αιφνιδιαστική επίθεση στις Ρωσικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας στις 29 Οκτωβρίου 1914. Μετά την επίθεση αυτή η Ρωσία και οι σύμμαχοί της, η Γαλλία και η Βρετανία, κήρυξαν τον πόλεμο στους Οθωμανούς. Υπήρξαν αρκετές σημαντικές οθωμανικές νίκες στα πρώτα χρόνια του πολέμου, όπως η Μάχη της Καλλίπολης και η Πολιορκία του Κουτ.
Το 1915 η Οθωμανική κυβέρνηση ξεκίνησε την εξολόθρευση του Αρμενικού πληθυσμού της, με αποτέλεσμα τον θάνατο περίπου 1,5 εκατομμυρίου Αρμενίων κατά τη Γενοκτονία των Αρμενίων[78]. Η γενοκτονία διεξήχθη τόσο κατά όσο και μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και υλοποιήθηκε σε δύο φάσεις: την ολοκληρωτική εξόντωση του αρτιμελούς αρσενικού πληθυσμού με σφαγές και την υποβολή των στρατευσίμων σε καταναγκαστική εργασία, ακολουθούμενη από την εκτόπιση γυναικών, παιδιών, ηλικιωμένων και αναπήρων σε πορείες θανάτου στην Έρημο της Συρίας. Προωθούμενοι από στρατιωτική συνοδεία, οι εκτοπισμένοι στερούντο τροφής και νερού και υφίσταντο περιοδικά ληστείες, βιασμούς και συστηματική σφαγή.[79] [80] [81]. Μαζικές σφαγές πραγματοποιήθηκαν επίσης κατά της Ελληνικής και της Ασσυριακής μειονότητας της Αυτοκρατορίας στο πλαίσιο της ίδιας εκστρατείας εθνοκάθαρσης.[82].
Η Αραβική Εξέγερση άρχισε το 1916 και έγειρε την πλάστιγγα σε βάρος των Οθωμανών στο μέτωπο της Μέσης Ανατολής, όπου φαινόταν να έχουν το πάνω χέρι κατά τα πρώτα δύο χρόνια του πολέμου. Η Ανακωχή του Μούδρου υπογράφηκε στις 30 Οκτωβρίου 1918, θέτοντας το θέμα του διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που έγινε με τη Συνθήκη των Σεβρών. Αυτή η συνθήκη, όπως σχεδιάστηκε στη διάσκεψη του Λονδίνου, επέτρεψε στον σουλτάνο να διατηρήσει τη θέση και τον τίτλο του. Η κατοχή της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης οδήγησε στην ίδρυση του Τουρκικού εθνικού κινήματος, που κέρδισε τον Τουρκικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας (1919-23) υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ (που αργότερα έλαβε το προσωνύμιο «Ατατούρκ»). Το σουλτανάτο καταργήθηκε την 1η Νοεμβρίου 1922 και ο τελευταίος σουλτάνος Μωάμεθ ΣΤ΄ (βασιλ. 1918-22) εγκατέλειψε τη χώρα στις 17 Νοεμβρίου 1922. Το χαλιφάτο καταργήθηκε στις 3 Μαρτίου 1924.
Αρκετοί ιστορικοί όπως ο Βρετανός Έντουαρντ Γκίμπον και ο Έλληνας Δημήτρης Κιτσίκης έχουν υποστηρίξει ότι μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το Οθωμανικό κράτος ανέλαβε τον μηχανισμό του Ρωμαϊκού κράτους και ότι στην ουσία η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν συνέχιση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κάτω από μια λεπτή Τουρκική Ισλαμική αμφίεση.[83] Ο Κιτσίκης χαρακτήρισε το Οθωμανικό κράτος «Ελληνοτουρκική συγκυριαρχία».[84] Ο Ελληνοαμερικανός ιστορικός Σπύρος Βρυώνης έγραψε ότι το Οθωμανικό κράτος συνίστατο σε μια «Βυζαντινοβαλκανική βάση με την επικάλυψη της Τουρκικής γλώσσας και της Ισλαμικής θρησκείας» [84]. Άλλοι ιστορικοί έχουν ακολουθήσει τη γραμμή του Αυστριακού ιστορικού Πάουλ Βίτεκ, που τόνισε τον Ισλαμικό χαρακτήρα του Οθωμανικού κράτους, θεωρώντας το ως «κράτος Τζιχάντ» αφιερωμένο στην επέκταση του κόσμου του Ισλάμ [84]. Μια άλλη ομάδα ιστορικών με επικεφαλής τον Τούρκο ιστ Μ. Φουάτ Κιοπρουλού υποστήριξε τη «θεωρία των γαζήδων» που θεωρούσε το Οθωμανικό κράτος ως συνέχιση του τρόπου ζωής των νομαδικών Τουρκικών φυλών, που είχαν έρθει από την Ανατολική Ασία στη Μικρά Ασία μέσω της Κεντρικής Ασίας και της Μέσης Ανατολής σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα και υποστήριξε ότι οι σημαντικότερες πολιτιστικές επιρροές στο Οθωμανικό κράτος προήλθαν από την Περσία [85]. Πιο πρόσφατα ο Αμερικανός ιστορικός Χηθ Λόουρι αποκάλεσε το Οθωμανικό κράτος «ληστρική συνομοσπονδία» υπό την ηγεσία σε ίσα μέρη Τούρκων και Ελλήνων προσήλυτων στο Ισλάμ.[84]
Ο Βρετανός ιστορικός Nόρμαν Στόουν διαπίστωσε πολλές συνέχειες μεταξύ της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως ο φόρος του ζευγαρίου του Βυζαντίου που έγινε ο Οθωμανικός φόρος Ρεσμ-ι σιφτ, το σύστημα γαιοκτησίας της πρόνοιας που συνέδεε την έκταση της γης που κατείχε κάποιος με την ικανότητα του να διατηρεί ιππικό, που έγινε το οθωμανικό σύστημα των τιμαρίων και η οθωμανική μονάδα μέτρησης της γης ντονούμ ήταν η ίδια με το βυζαντινό στρέμμα. Ο Στόουν επεσήμανε επίσης ότι παρά το γεγονός ότι το Σουνιτικό Ισλάμ ήταν η κρατική θρησκεία, η Ορθόδοξη Εκκλησία υποστηριζόταν και ελεγχόταν από το οθωμανικό κράτος και σε αντάλλαγμα για την αποδοχή αυτού του ελέγχου έγινε ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παρά τις ομοιότητες ο Στόουν υποστήριξε ότι μια καίρια διαφορά ήταν ότι οι παραχωρήσεις γης υπό το σύστημα των τιμαρίων δεν ήταν αρχικά κληρονομικές. Ακόμη και όταν αυτές έγιναν κληρονομικές η κατοχή γης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέμεινε άκρως επισφαλής και ο σουλτάνος μπορούσε να τις ανακαλέσει όποτε το ήθελε. Ο Στόουν υποστήριξε ότι αυτή η επισφάλεια στην κατοχή της γης αποθάρρυνε έντονα τους τιμαριώτες από την επιδίωξη της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης των γαιών τους και τους έκανε να υιοθετήσουν μια στρατηγική βραχυπρόθεσμης εκμετάλλευσης, που τελικά είχε αρνητικές επιπτώσεις στην οθωμανική οικονομία.[85]
Πριν από τις μεταρρυθμίσεις του 19ου και του 20ού αιώνα η κρατική οργάνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ένα σύστημα με δύο κύριες συνιστώσες: τη στρατιωτική διοίκηση και την πολιτική διοίκηση. Ο Σουλτάνος ήταν η υψηλότερη θέση στο σύστημα. Το πολιτικό σύστημα βασιζόταν σε τοπικές διοικητικές μονάδες με βάση τα χαρακτηριστικά της περιοχής. Το κράτος είχε τον έλεγχο του κλήρου. Ορισμένες προϊσλαμικές τουρκικές παραδόσεις που είχαν επιβιώσει της υιοθέτησης διοικητικών και νομικών πρακτικών από το Ισλαμικό Ιράν παρέμεναν σημαντικές στους οθωμανικούς διοικητικούς κύκλους. Σύμφωνα με την οθωμανική αντίληψη η πρωταρχική ευθύνη του κράτους ήταν να υπερασπίζεται και να επεκτείνει τη χώρα των Μουσουλμάνων και να διασφαλίσει την ασφάλεια και την αρμονία εντός των συνόρων της στο γενικό πλαίσιο της ορθόδοξης ισλαμικής πρακτικής και της δυναστικής κυριαρχίας.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ή, ως δυναστικός θεσμός, ο Οίκος του Οσμάν, ήταν πρωτοφανής και ανυπέρβλητη στον ισλαμικό κόσμο για το μέγεθος και τη διάρκειά της. Στην Ευρώπη μόνο ο Οίκος των Αψβούργων είχε μια παρομοίως αδιάσπαστη γραμμή ηγεμόνων (βασιλιάδων / αυτοκρατόρων) από την ίδια οικογένεια που κυβέρνησε τόσο πολύ και κατά την ίδια περίοδο μεταξύ του τέλους του 13ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Η Οθωμανική δυναστεία ήταν Τουρκικής προέλευσης. Σε έντεκα περιπτώσεις ο σουλτάνος εκθρονίστηκε (αντικαταστάθηκε από έναν άλλο σουλτάνο της Οθωμανικής δυναστείας, που ήταν αδελφός, γιος ή ο ανιψιός του πρώην σουλτάνου) επειδή θεωρήθηκε από τους εχθρούς του ως απειλή για το κράτος. Υπήρξαν μόνο δύο απόπειρες στην Οθωμανική ιστορία να καταργηθεί η κυβερνώσα Οθωμανική δυναστεία, και οι δύο αποτυχημένες, γεγονός που υποδηλώνει ένα πολιτικό σύστημα που για μια μακρά περίοδο ήταν σε θέση να διαχειρίζεται τις επαναστάσεις της χωρίς περιττή αστάθεια. Έτσι ο τελευταίος Οθωμανός σουλτάνος Μωάμεθ ΣΤ΄ (1918-1922) ήταν άμεσος πατρογονικός απόγονος του πρώτου Οθωμανού σουλτάνου Οσμάν Α΄ (θ. 1323/4), γεγονός χωρίς αντίστοιχό του τόσο στην Ευρώπη (π.χ. η πατρογονική γραμμή του Οίκου των Αψβούργων εξέλιπε το 1740) όσο και στον Ισλαμικό κόσμο. Ο πρωταρχικός σκοπός του Αυτοκρατορικού Χαρεμιού ήταν να εξασφαλίσει τη γέννηση ανδρών κληρονόμων για τον Οθωμανικό θρόνο και να εξασφαλίσει τη συνέχιση της άμεσης πατρογονικής καταγωγής των Οθωμανών σουλτάνων.
Η υψηλότερη θέση στο Ισλάμ, το χαλιφάτο, διεκδικήθηκε από τους σουλτάνους, αρχής γενομένης με τον Μουράτ Α΄, και καθιερώθηκε ως Οθωμανικό Χαλιφάτο. Ο Οθωμανός σουλτάνος, παντισάχ ή «βασιλιάς των βασιλιάδων», λειτουργούσε ως μοναδικός ηγεμόνας της Αυτοκρατορίας και θεωρείτο ως η ενσάρκωση της κυβέρνησής του, αν και δεν ασκούσε πάντα τον απόλυτο έλεγχο. Το Αυτοκρατορικό Χαρέμι ήταν μία από τις σημαντικότερες δυνάμεις της Οθωμανικής αυλής. Ήταν υπό τον έλεγχο της Βαλιδέ Σουλτάνας. Μερικές φορές η Βαλιδέ Σουλτάνα αναμειγνυόταν στην κρατική πολιτική. Κάποια περίοδο οι γυναίκες του Χαρεμιού έλεγχαν ουσιαστικά το κράτος κατά το λεγόμενο «Σουλτανάτο των Γυναικών». Οι νέοι σουλτάνοι επιλέγονταν, όχι πάντοτε, από τους γιους του προηγούμενου σουλτάνου. Το ισχυρό εκπαιδευτικό σύστημα της σχολής των ανακτόρων είχε ως στόχο την εξάλειψη των ακατάλληλων πιθανών κληρονόμων και την εδραίωση υποστήριξης μεταξύ της κυβερνητικής ελίτ για τον διάδοχο. Κατ 'αρχάς ο Μεντρεσές είχε σχεδιαστεί για τους Μουσουλμάνους και τους μορφωμένους λόγιους και κρατικούς αξιωματούχους σύμφωνα με την ισλαμική παράδοση. Ο Μεντρεσές χρηματοδοτείτο από τα βακούφια, επιτρέποντας στα παιδιά των φτωχών οικογενειών να μετακινούνται σε υψηλότερο κοινωνικό επίπεδο και εισόδημα Το δεύτερο τμήμα της σχολής ήταν μια δωρεάν οικοτροφική σχολή για τους Χριστιανούς, το Εντερούν, που δεχόταν 3.000 μαθητές ετησίως αγόρια Χριστιανών ηλικίας οκτώ έως είκοσι ετών από μία στις σαράντα οικογένειες μεταξύ των κοινοτήτων των εγκατεστημένων στη Ρούμελη (Βαλκάνια), σε μια διαδικασία γνωστή ως παιδομάζωμα.
Αν και ο σουλτάνος ήταν ο ανώτατος μονάρχης, η πολιτική και εκτελεστική εξουσία του είχε μεταβιβασθεί. Η κρατική πολιτική είχε έναν αριθμό συμβούλων και υπουργών που συγκεντρώνονταν γύρω από ένα συμβούλιο γνωστό ως Διβάνι. Το Διβάνι, τα χρόνια που το Οθωμανικό κράτος ήταν ακόμα Μπεηλίκι, απαρτιζόταν από τους πρεσβύτερους της φυλής. Η σύνθεσή του τροποποιήθηκε αργότερα για να συμπεριλάβει στρατιωτικούς και τοπικούς ηγέτες (όπως θρησκευτικούς και πολιτικούς συμβούλους). Αργότερα, ξεκινώντας το 1320, ένας Μεγάλος Βεζίρης διορίστηκε για να αναλάβει ορισμένες από τις ευθύνες του σουλτάνου. Ο Μεγάλος Βεζίρης είχε σημαντική ανεξαρτησία από τον σουλτάνο με σχεδόν απεριόριστες εξουσίες διορισμού, απόλυσης και εποπτείας. Από τα τέλη του 16ου αιώνα οι σουλτάνοι αποσύρθηκαν από την πολιτική και ο Μεγάλος Βεζίρης έγινε de facto κεφαλή του κράτους.
Σε όλη την οθωμανική ιστορία υπήρξαν πολλές περιπτώσεις στις οποίες οι τοπικοί κυβερνήτες ενήργησαν ανεξάρτητα και μάλιστα σε αντίθεση με τον ηγεμόνα. Μετά την Επανάσταση των Νεοτούρκων του 1908 το Οθωμανικό κράτος έγινε συνταγματική μοναρχία. Ο σουλτάνος δεν είχε πλέον εκτελεστικές εξουσίες. Δημιουργήθηκε ένα κοινοβούλιο με αντιπροσώπους που εκλέγονταν από τις επαρχίες. Οι αντιπρόσωποι αυτοί σχημάτισαν την Αυτοκρατορική Κυβέρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αυτή η εκλεκτικιστική διοίκηση ήταν εμφανής ακόμα και στη διπλωματική αλληλογραφία της Αυτοκρατορίας, που αρχικά γινόταν με τη Δύση στα ελληνικά.
Τα Τουρά ήταν καλλιτεχνικές μονογραφές ή υπογραφές των Οθωμανών Σουλτάνων, εκ των οποίων υπάρχουν 35. Σκαλισμένα στη σφραγίδα του Σουλτάνου, έφεραν τα ονόματα του ίδιου και του πατέρα του. Η δήλωση και παράκληση, «πάντα νικηφόρος», υπήρχε επίσης στα περισσότερα. Το αρχαιότερο ανήκε στον Ορχάν. Τα περίτεχνα τυποπιημένα Τουρά δημιούργηαν κλάδο της Οθωμανοτουρκικής καλλιγραφίας.
Οικονομικά, κοινωνικά και στρατιωτικά η οθωμανική αυτοκρατορία ήταν ένα μεσαιωνικό κράτος, που παρέμεινε ανεπηρέαστο από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις. Η οργάνωση του κράτους βασιζόταν στην περίοδο ακμής της στο τιμαριακό σύστημα. Εκτός από τον κύριο κορμό της αυτοκρατορίας, υπήρχαν και υποτελή στον Σουλτάνο κράτη, τα οποία όμως διατηρούσαν το δικό τους σύστημα διοίκησης. Η οθωμανική κυριαρχία στη βόρεια Αφρική πέραν της Τρίπολης και της Αιγύπτου δεν ήταν ποτέ ξεκαθαρισμένη ή αποτελεσματική. Τα ανατολικά της σύνορα ήταν ασταθή και μεταβάλλονταν γοργά σύμφωνα με την έκβαση των συχνών πολέμων με την Περσία, ενώ από τα υποτελή κράτη μόνον οι χαν της Κριμαίας ήταν γενικά πιστοί.
Το οθωμανικό νομικό σύστημα αποδεχόταν τον θρησκευτικό νόμο για τους υπηκόους του. Ταυτόχρονα ο Κανών (Κανούν στα τουρκικά), ένα κοσμικό νομικό σύστημα, συνυπήρχε με το θρησκευτικό δίκαιο της Σαρία[86]. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν πάντα οργανωμένη γύρω από ένα σύστημα τοπικής νομολογίας. Η νομική διοίκηση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εντασσόταν σε ένα γενικότερο συνδυασμό εξισορρόπησης της κεντρικής και της τοπικής εξουσίας. Η οθωμανική εξουσία επικεντρωνόταν κυρίως στη διαχείριση των δικαιωμάτων επί της γης, γεγονός που επέτρεπε στις τοπικές αρχές να ικανοποιούν τις ανάγκες των κατά τόπους μιλλέτ. Η δικαιοδοτική πολυπλοκότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε ως στόχο να επιτρέψει την ενσωμάτωση πολιτισμικά και θρησκευτικά διαφορετικών ομάδων.[87] Το οθωμανικό σύστημα διέθετε τρία δικαστικά συστήματα: ένα για τους Μουσουλμάνους, ένα για τους μη Μουσουλμάνους, που περιλάμβανε διορισμένους Εβραίους και Χριστιανούς που διοικούσαν τις αντίστοιχες θρησκευτικές τους κοινότητες και το «εμπορικό». Το όλο σύστημα ρυθμιζόταν από τα πάνω μέσω του διοικητικού Κανούν, δηλ. των νόμων, ενός συστήματος βασισμένου στα Τουρκικα Γιάσα και Τόρε, που είχαν αναπτυχθεί στην προϊσλαμική εποχή.
Αυτές οι κατηγορίες δικαστηρίων δεν ήταν εξ ολοκλήρου αποκλειστικές: για παράδειγμα, τα Ισλαμικά δικαστήρια, που ήταν τα βασικά δικαστήρια της Αυτοκρατορίας, μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν για τη διευθέτηση μιας εμπορικής διαφοράς ή διενέξεων μεταξύ διαδίκων διαφορετικών θρησκειών και οι Εβραίοι και οι Χριστιανοί συχνά προσέφευγαν σε αυτά για να επιτύχουν μια πιο ισχυρή απόφαση για ένα θέμα. Το οθωμανικό κράτος έτεινε να μην παρεμβαίνει στα μη μουσουλμανικά συστήματα θρησκευτικών νόμων, παρά το γεγονός ότι τυπικά είχε τον τρόπο να το κάνει μέσω των τοπικών διοικητών. Το ισλαμικό σύστημα δικαίου της Σαρία είχε αναπτυχθεί από ένα συνδυασμό του Κορανίου, του Χαντίθ, των λόγων του προφήτη Μωάμεθ, της ίμα, ή συναίνεσης των μελών της μουσουλμανικής κοινότητας, του κίγιας, ενός συστήματος αναλογικής συλλογιστικής από το παρελθόν και των τοπικών εθίμων. Και τα δύο συστήματα διδάσκονταν στις νομικές σχολές της Αυτοκρατορίας, που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη και στην Προύσα.
Το οθωμανικό ισλαμικό νομικό σύστημα δημιουργήθηκε διαφορετικά από τα παραδοσιακά ευρωπαϊκά δικαστήρια. Την προεδρία των ισλαμικών δικαστηρίων είχε ένας Καδής ή δικαστής. Οι καδήδες σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία επικεντρώνονταν λιγότερο στο νομικό προηγούμενο και περισσότερο σε τοπικά έθιμα και παραδόσεις στις περιοχές που διοικούσαν.[87] Ωστόσο το οθωμανικό δικαστικό σύστημα δεν διέθετε τον θεσμό του εφετείου, κάνοντας πολλούς ενάγοντες να περιφέρουν τις διαφορές τους από το ένα δικαστήριο στο άλλο μέχρις ότου καταλήξουν σε μια απόφαση υπέρ τους.
Στα τέλη του 19ου αιώνα το οθωμανικό νομικό σύστημα υπέστη ουσιαστική μεταρρύθμιση. Αυτή η διαδικασία νομικού εκσυγχρονισμού ξεκίνησε με το Διάταγμα του Γκιουλχανέ του 1839.[88] Αυτές οι μεταρρυθμίσεις περιελάμβαναν τη «δίκαιη και δημόσια δίκη όλων των κατηγορουμένων ανεξαρτήτως θρησκείας», τη δημιουργία ενός συστήματος «ξεχωριστών αρμοδιοτήτων, θρησκευτικών και πολιτικών» και τη νομιμοποίηση της μαρτυρίας των μη μουσουλμάνων. Επίσης θεσπίστηκαν συγκεκριμένοι κώδικες για τη γη (1858), αστικοί κώδικες (1869-1876) και κώδικας πολιτικής δικονομίας.[89]
Αυτές οι μεταρρυθμίσεις βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στα γαλλικά πρότυπα, όπως προκύπτει από την υιοθέτηση ενός τριμερούς δικαστικού συστήματος. Αναφερόμενο ως Νιζαμίγε, το σύστημα αυτό επεκτάθηκε στο τοπικό δικαστικό επίπεδο με την τελική έκδοση του Μετσελέ, ενός αστικού κώδικα που ρύθμιζε τον γάμο, το διαζύγιο, τη διατροφή, τη διαθήκη και άλλα θέματα προσωπικής κατάστασης. Σε μια προσπάθεια αποσαφήνισης της κατανομής των δικαστικών αρμοδιοτήτων, ένα κυβερνητικό συμβούλιο απεφάνθη ότι τα θρησκευτικά θέματα έπρεπε να αντιμετωπίζονται από θρησκευτικά δικαστήρια και τα νομικά θέματα από τα δικαστήρια του Νιζαμίγε.[89]
Η πρώτη στρατιωτική μονάδα του Οθωμανικού κράτους ήταν ένας στρατός που οργάνωσε ο Οσμάν Α΄ από τις φυλές που κατοικούσαν στους λόφους της δυτικής Μικράς Ασίας στα τέλη του 13ου αιώνα. Το στρατιωτικό σύστημα έγινε ένας πολύπλοκος οργανισμός με την ανάπτυξη της Αυτοκρατορίας. Ο Οθωμανικός στρατός ήταν ένα σύνθετο σύστημα στρατολογημένων και τιμαριωτών. Το κύριο σώμα του Οθωμανικού Στρατού περιλάμβανε τους Γενίτσαρους, τους Σπαχήδες, τους Ακιντζήδες (άτακτο ελαφρό ιππικό) και τους Μεχτεράν (στρατιωτική μπάντα). Ο Οθωμανικός στρατός ήταν κάποτε από τις πιο προηγμένες πολεμικές δυνάμεις στον κόσμο και ένας από τους πρώτους που χρησιμοποίησε τουφέκια και κανόνια. Οι Οθωμανοί Τούρκοι άρχισαν να χρησιμοποιούν φαλκονέτες, που ήταν κοντά αλλά φαρδειά κανόνια, κατά την Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Το Οθωμανικό ιππικό βασιζόταν στη μεγάλη ταχύτητα και κινητικότητα και όχι στο βαρύ οπλισμό, χρησιμοποιώντας τόξα και μικρά σπαθιά πάνω σε γρήγορα τουρκομανικά και αραβικά άλογα (προγόνους του αλόγου ιπποδρομιών)[90][91], και συχνά εφάρμοζε τακτικές παρόμοιες με αυτές της Μογγολικης Αυτοκρατορίας, όπως να προσποιείται ότι υποχωρεί ενώ περιέβαλε τις δυνάμεις του εχθρού μέσα σε σχηματισμό σε σχήμα ημισελήνου και στη συνέχεια να κάνει την πραγματική επίθεση. Ο Οθωμανικός στρατός συνέχισε να αποτελεί αποτελεσματική πολεμική δύναμη καθ 'όλο τον δέκατο έβδομο και τις αρχές του δέκατου όγδοου αιώνα[92], μένοντας πίσω από τους ευρωπαίους αντιπάλους της αυτοκρατορίας μόνο κατά τη μακρά περίοδο ειρήνης από το 1740 έως το 1768.[9]
Ο εκσυγχρονισμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον 19ο αιώνα ξεκίνησε με τον στρατό. Το 1826 ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ κατάργησε το σώμα των Γενιτσάρων και ίδρυσε τον νεότερο Οθωμανικό στρατό. Τον ονόμασε Νιζάμ-ι Τσεντίτ (Νέα Τάξη). Ο Οθωμανικός στρατός ήταν επίσης ο πρώτος θεσμός που προσέλαβε ξένους εμπειρογνώμονες και απέστειλε τους αξιωματικούς του για εκπαίδευση στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Έτσι το κίνημα των Νεότουρκων ξεκίνησε όταν αυτοί οι σχετικά νέοι και νεοεκπαιδευθέντες άντρες επέστρεψαν με την εκπαίδευσή τους.
Το Οθωμανικό Ναυτικό συνέβαλε σημαντικά στην επέκταση των εδαφών της Αυτοκρατορίας στην Ευρωπαϊκή ήπειρο. Ξεκίνησε την κατάκτηση της Βόρειας Αφρικής με την προσάρτηση της Αλγερίας και της Αιγύπτου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1517. Ξεκινώντας με την απώλεια της Ελλάδας το 1821 και της Αλγερίας το 1830 η οθωμανική ναυτική ισχύς και ο έλεγχος των μακρινών υπερπόντιων περιοχών της Αυτοκρατορίας άρχισε να μειώνεται. Ο Σουλτάνος Αμπντούλ Αζίζ (β. 1861-1876) επιχείρησε να επανιδρύσει ένα ισχυρό οθωμανικό ναυτικό, κατασκευάζοντας τον μεγαλύτερο στόλο μετά από εκείνους της Βρετανίας και της Γαλλίας. Το ναυπηγείο του Μπάροου στην Αγγλία κατασκεύασε το 1886 το πρώτο υποβρύχιο για την Οθωμανική Αυτοκρατορία.[93]
Ωστόσο η καταρρέουσα οθωμανική οικονομία δεν μπορούσε να διατηρήσει την ισχύ του στόλου επί μακρόν. Ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ δεν εμπιστευόταν τους ναυάρχους, που υποστήριζαν τον μεταρρυθμιστή Μιντάτ Πασά και ισχυρίστηκε ότι ο μεγάλος και ακριβός στόλος δεν ήταν χρήσιμος εναντίον των Ρώσων κατά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο. Εγκλώβισε το μεγαλύτερο μέρος του στόλου μέσα στον Κεράτιο Κόλπο, όπου τα πλοία σκούριαζαν τα επόμενα 30 χρόνια. Μετά την Επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου επιδίωξε να δημιουργήσει μια ισχυρή οθωμανική ναυτική δύναμη. Το 1910 ιδρύθηκε το Οθωμανικό Ναυτικό Ίδρυμα για να αγοράσει νέα πλοία μέσω δωρεών του κοινού.
Η ίδρυση της Οθωμανικής στρατιωτικής αεροπορίας χρονολογείται μεταξύ Ιουνίου του 1909 και Ιουλίου του 1911.[94][95] Η Οθωμανική Αυτοκρατορία άρχισε να προετοιμάζει τους πρώτους πιλότους και αεροπλάνα της και με την ίδρυση της Σχολής Αεροπορίας (Ταγιαρέ Μεκτεμπί) στο Γεσίλκοϊ στις 3 Ιουλίου 1912, άρχισε να εκπαιδεύει τους δικούς της αξιωματικούς της αεροπορίας. Η ίδρυση της Σχολής Αεροπορίας επιτάχυνε την πρόοδο του προγράμματος πολεμικής αεροπορίας, αύξησε τον αριθμό των καταταγμένων σε αυτή και έδωσε στους νέους πιλότους ενεργό ρόλο στον Οθωμανικό Στρατό και το Ναυτικό. Τον Μάιο του 1913 ξεκίνησε το πρώτο εξειδικευμένο Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα Αναγνώρισης από τη Σχολή της Αεροπορίας και δημιουργήθηκε το πρώτο ξεχωριστό τμήμα αναγνώρισης. Τον Ιούνιο του 1914 ιδρύθηκε μια νέα στρατιωτική ακαδημία, η Σχολή Ναυτικής Αεροπορίας (Μπαχριγέ Ταγιαρέ Μεκτεμπί). Με την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου η διαδικασία εκσυγχρονισμού σταμάτησε απότομα. Οι Οθωμανικές μοίρες της Αεροπορίας πολέμησαν σε πολλά μέτωπα κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, από τη Γαλικία στα δυτικά μέχρι την Καυκασία στα ανατολικά και την Υεμένη στον νότο.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία υποδιαιρέθηκε αρχικά σε επαρχίες, υπό την έννοια των σταθερών εδαφικών ενοτήτων με κυβερνήτες που ορίζονταν από τον σουλτάνο στα τέλη του 14ου αιώνα[96]
Το Εγιαλέτι (επίσης Μπεηλερμπεηλίκι ή Πασαλίκι) ήταν η περιοχή που διοικείτο από ένα Μπεηλέρμπεη («άρχοντα των αρχόντων» ή κυβερνήτη) και υποδιαιρείτο περαιτέρω σε Σαντζάκια.[97]
Τα Βιλαέτια εισήχθησαν με τη δημοσίευση του «Νόμου των Βιλαετίων» (τουρκικά: Τεσκίτ-ι Βιλαέτ Νιζαμναμασί)[98] το 1864, στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ[99]. Σε αντίθεση με το προηγούμενο σύστημα των εγιαλετίων ο νόμος του 1864 καθιέρωσε μια ιεραρχία των διοικητικών μονάδων: το βιλαέτι, το σαντζάκι, ο καζάς και το κοινοτικό συμβούλιο, στα οποία ο Νόμος των Βιλαετίων του 1871 πρόσθεσε το ναχιγέ.[100]
Λόγω των σημαντικών διαφορών που έχει η δομή και η οργάνωση του Οθωμανικού κράτους από τα δυτικά κράτη της εποχής, από μελετητές κρίθηκε χρήσιμη ως μονάδα ανάλυσης το οθωμανικό «νοικοκυρό», και κυρίως αυτό του σουλτάνου και των υψηλών αξιωματούχων.[101] Αυτό ήταν η βασική μονάδα οργάνωσης της Οθωμανικής κοινωνίας και περιείχε όλα τα στοιχεία που απαιτούνταν για τη διοίκηση της αυτοκρατορίας. Από εκεί προέρχονταν τα στελέχη, που τοποθετούνταν στις επαρχίες και στις διάφορες Υπηρεσίες του κράτους. Τα στελέχη, στις νέες τους θέσεις, αναπαρήγαγαν τη βασική μονάδα εξουσίας φτιάχνοντας τα δικά τους «παλάτια»/νοικοκυριά. Αυτά τα Οθωμανικά νοικοκυριά αποτελούντο από μερικές εκατοντάδες έως μερικές χιλιάδες άτομα, ανάλογα με την εποχή και με την ισχύ του άρχοντα. Τα άτομα του νοικοκυριού ήταν διάφορης προέλευσης και τάξης, όπως οι συγγενείς του άρχοντα, υπηρέτες και δούλοι, στρατιώτες, γεωργοί, σύζυγοι και υπηρέτριες των συζύγων (χαρέμι) κ.ά. Τα κτίρια ενός μεγάλου νοικοκυριού περιλάμβαναν ένα μεγάλο κτίριο για τον άρχοντα και το χαρέμι του, λουτρά, αίθουσα του καφέ, κελάρι, χώρους διαμονής για το προσωπικό, κήπο κτλ. Ο οθωμανικός όρος για το νοικοκυριό ήταν το bab («πόρτα») που περιλάμβανε τις έννοιες του δημόσιου και του ιδιωτικού, το επίσημου/κρατικού και του οικιακού. Το βασιλικό Παλάτι ονομαζόταν bab-i humayun («βασιλική πύλη») που κατά λέξη σήμαινε την κύρια πύλη του ανακτόρου. Σ' αυτό συγκεντρώνονταν όλες οι διοικητικές λειτουργίες του σουλτάνου. Από εκεί προέρχονταν και οι διάφορες άλλες «πόρτες» των υψηλών στελεχών του κράτους που επίσης ονομάζονταν «bab». Π.χ. υπήρχε η πόρτα των οικονομικών (bab-i defteri), του πολέμου (bab-i seraskeri) και της θρησκείας (bab-i mesihat). Από τον 18ο και 19ου αι. η πόρτα του μεγάλου βεζύρη επεκτάθηκε περιλαμβάνοντας άλλες κυβερνητικές μονάδες, όπως τα υπουργεία εσωτερικών και εξωτερικών.
Το Παλάτι μπορεί να διαχωριστεί σε έναν εσωτερικό και έναν εξωτερικό κύκλο ατόμων. Στο άμεσο περιβάλλον του σουλτάνου περιλαμβάνονταν άτομα που προέρχονταν από το μερίδιό του από αιχμαλώτους πολέμου, δώρα (ανθρώπους), αγορασμένους σκλάβους, γιούς των τοπικών αρχόντων που κρατούνταν ως όμηροι, και παιδιά χριστιανών που εξισλαμίζονταν. Το σχετικό ποσοστό των χριστιανών που στρατολογούνταν με το παιδομάζωμα ήταν ιδιαίτερα υψηλό κατά τους πρώτους αιώνες της αυτοκρατορίας. Από αυτούς οι επίλεκτοι έμεναν στο παλάτι και οι υπόλοιποι διαμοιράζονταν σε αγρότες και από εκεί κατατάσσονταν στους γενιτσάρους.
Τα άτομα του παλατιού εκπαιδεύονταν με κύριο στόχο την αναπαραγωγή της κοινωνικής ταυτότητας και την υπακοή στον σουλτάνο. Ευνούχοι επέβλεπαν και τηρούσαν το προσωπικό σε αυστηρή πειθαρχία. Όταν συμπληρωνόταν η εκπαίδευση, οι εκπαιδευμένοι τοποθετούνταν στις διάφορες διοικητικές θέσεις. Από τις γυναίκες του παλατιού (οι περισσότερες των οποίων έκαναν ελάσσονος σημασίας οικιακές δουλειές) ορίζονταν οι σύζυγοι των διαφόρων αξιωματούχων που τοποθετούνταν στις κρατικές θέσεις. Αυτοί προικίζονταν με εκατοντάδες σκλάβους και υπηρέτες. Έτσι, συμβολικά ο σουλτάνος συγκέντρωνε και το ανθρώπινο δυναμικό της αυτοκρατορίας στο παλάτι του. Μεγάλη σημασία για την ταυτότητα και την εξέλιξη του κάθε μέλους του παλατιού είχαν οι προσωπικές σχέσεις του με την ιεραρχία της εποπτείας («πατρονάρισμα») που ασκείτο μέσα στο παλάτι. Η δομή αυτή διαμορφωνόταν και διατηρούνταν και με την ανταλλαγή δώρων και σκλάβων. Ο κορυφαίος πάτρων ήταν ο σουλτάνος και το κύρος του εξαρτάτο από την προσωπική επιβολή που είχε στα πρόσωπα του παλατιού. Αυτό το σύστημα έδινε μεν στον σουλτάνο το πλεονέκτημα της απόλυτης εξουσίας, ταυτόχρονα όμως τον έκανε να εξαρτάται από ένα δίκτυο πληροφόρησης για τα συμβαίνοντα μέσα στο παλάτι. Έτσι, διάφορα άτομα και ομάδες αποκτούσαν υπερβολική εξουσία και παρενέβαιναν στο σύστημα διακυβέρνησης. Το μόνο αποτελεσματικό μέσο για να βγάλει ο σουλτάνος αυτά τα άτομα από το σύστημα της εξουσίας ήταν η εκτέλεση.
Σύμφωνα με το ανωτέρω σύστημα ανάλυσης, εμπλέκεται η σφαίρα του δημόσιου με του ιδιωτικού, της οικογένειας με την κυβέρνηση, του ηγέτη με του υπηκόου, με έναν τρόπο που δεν μπορούν να συλλάβουν έννοιες όπως «φεουδαρχικό» ή «πατρογονικό». Το οθωμανικό νοικοκυριό δεν είναι ούτε θεσμός, ούτε κρατικός οργανισμός, ούτε οικογενειακός οργανισμός. Είναι μια κατασκευή που αποτελείται από διάφορες κοινωνικές λειτουργίες και ομάδες και ενώνει τον σουλτάνο και τους αξιωματούχους με τις οικογένειές τους, τους σκλάβους, τους υπουργούς και τους χειρώνακτες. Αναπαράγει τον εαυτό του μέσω ενός συνδυασμού υλικού και πολιτισμικού κεφαλαίου. Μέσα σ' αυτό, κοινωνικοί δεσμοί, γνώση και ικανότητες είναι το ίδιο σημαντικές με τη γη, την εργασία και το κεφάλαιο. Η αναπαραγωγή του οθωμανικού νοικοκυριού σαν κύρια οργανική μονάδα, είναι υπεύθυνο τόσο για την επιτυχημένη αναπαραγωγή της αυτοκρατορίας όσο και για τη διάλυσή της.[102]
Οι ίδιοι οι σουλτάνοι είχαν βυθιστεί στη νωθρότητα και τη διαφθορά. Έως την άνοδο στον θρόνο (1603) του Αχμέτ Α΄, για τη διαδοχή συναγωνίζονταν όλοι οι γιοι του σουλτάνου και ήταν πατριωτικό καθήκον του νικητή να σκοτώσει όλους τους ανταγωνιστές του, προκειμένου να αποκατασταθεί η τάξη. Παρόλο που η συγκεκριμένη πρακτική φαίνεται πιθανώς βάρβαρη, ήταν αποτελεσματική σε ό,τι αφορούσε τουλάχιστον τις εσωτερικές έριδες. Όταν σταμάτησε, δημιουργήθηκαν άλλα προβλήματα. Ο μεγαλύτερος γιος αναγνωριζόταν ως διάδοχος, αλλά για να μην υπάρξει οποιαδήποτε απειλή στο πρόσωπο του σουλτάνου ο αυτοκρατορικός πρίγκιπας απαρνείτο την παραμικρή ανάμειξη στα δημόσια πράγματα και στην πραγματικότητα κρατείτο φυλακισμένος στα πολυτελή του δώματα. Όταν τελικά ο πρίγκιπας ανερχόταν στον θρόνο ήταν συχνά αλκοολικός ή σχιζοφρενής.
Η πραγματική διακυβέρνηση στην οθωμανική αυτοκρατορία ασκείτο συνήθως από τους μεγάλους βεζίρηδες, πολλοί από τους οποίους ήταν ικανοί άνδρες και οι ίδιοι οι σουλτάνοι ήταν συχνά δημιουργήματα των Γενίτσαρων, η εύνοια των οποίων εξαγοραζόταν με μεγάλα δώρα κατά την ανάρρηση του σουλτάνου. Μια από τις πλέον αρνητικές όψεις της αυλής της Κωνσταντινούπολης (γνωστή επίσης ως Υψηλή Πύλη) ήταν η διαφθορά και οι δωροδοκίες τις οποίες οι διοικητικοί παράγοντες ανήγαγαν σε διαχειριστικό καθεστώς. Οι Πασάδες και οι Οσποδάροι που διηύθυναν τις επαρχίες και τα υποτελή κράτη εξαγόραζαν τις θέσεις τους σε υπέρογκες τιμές και κατόπιν έκαναν περιουσίες επιβαρύνοντας με ακόμη μεγαλύτερες φορολογίες τους υπηκόους τους. Με αυτόν τον τρόπο οι αγροτικοί πληθυσμοί περιήλθαν σε μεγάλη εξαθλίωση.
Ειδικά κατά την περίοδο παρακμής του κράτους (μετά τα τέλη του 16ου αι.) συνέβη και εκφυλισμός της γραφειοκρατίας και υπέρμετρη αύξηση των κρατικών αξιωματούχων. Αυτοί αποστέλλονταν στις επαρχίες για να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, όπου επιχειρούσαν να πλουτίσουν σε βάρος των ντόπιων πληθυσμών. Τα αξιώματα αυτά (μανσούπια) πωλούνταν από το κράτος και τα έσοδα εισέρρεαν στο κρατικό ταμείο. Οι αγοραστές πλήρωναν με παραχαραγμένα ή ελλιποβαρή νομίσματα με τα οποία άλλωστε γίνονταν και οι περισσότερες συναλλαγές. Στη συνέχεια παράγοντες του σαραγιού αντάλλασσαν αυτά τα νομίσματα με ισχυρότερα ευρωπαϊκά νομίσματα μέσω αργυραμοιβών ή Ευρωπαίων εμπόρων. Έτσι τα πραγματικά έσοδα του κράτους μειώνονταν λόγω αυτής της μεσολάβησης. Λόγω του πληθωρισμού αξιωματούχων οι ραγιάδες δυσκολεύονταν να διακρίνουν αξιώματα και βαθμούς της κρατικής εξουσίας. Στην πορεία του κράτους προς την παρακμή οι διοικητικές λειτουργίες απορροφήθηκαν από τη φοροείσπραξη και ακόμα και οι στρατιωτικές (και κυρίως οι παραστρατιωτικές) υπηρεσίες χρησιμοποιούνταν κυρίως για την απόσπαση φόρων από τους ραγιάδες. Στο μικροδιοικητικό επίπεδο η είσπραξη φόρων είχε γίνει αυτοσκοπός του κρατικού μηχανισμού.[103]
Σε μέρος της βιβλιογραφίας διατυπώνεται η άποψη ότι η οθωμανική διοίκηση είχε γενικά ανεκτική στάση προς τους μη μουσουλμανικούς λαούς, πρακτική όμως που δεν εμπόδισε τις κοινωνικές διακρίσεις και τις πρακτικές του εξανδραποδισμού. Στην Κωνσταντινούπολη οι Έλληνες Φαναριώτες κατά κύριο λόγο και οι Αρμένιοι κατόπιν είχαν μεγάλα προνόμια και ασκούσαν μεγάλη επιρροή σε θέματα πολιτικής και εμπορίου ενώ στον ελλαδικό χώρο προεστοί που κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης και προνόμια, οι λεγόμενοι Κεφαλάδες. Ορισμένοι συγγραφείς των αρχών του 21ου αιώνα θεωρούν ότι ο μύθος της ανεκτικής οθωμανικής διοίκησης κατασκευάστηκε αρχικά τον 19ο αιώνα από τη Βρετανία για πολιτικούς λόγους, και κυρίως για να μη διαταραχθεί η ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη προς όφελος της Ρωσίας. Στον 20ό και τον 21ο αιώνα ακόμα και χριστιανοί διανοούμενοι στήριξαν αυτόν τον μύθο (επεκτείνοντάς τον γενικότερα στο ισλαμικό σύστημα) για θρησκευτικούς λόγους. Δηλαδή, θεώρησαν ότι «χριστιανισμός και ισλάμ είτε θα σταθούν είτε θα πέσουν μαζί».[104][105]
Κατά την οθωμανολόγο ιστορικό Karen Barkey, η ανοχή σε σχέση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία αναφέρεται στη μη δίωξη των ανθρώπων και όχι στην αποδοχή τους στην κοινωνία ως πλήρη και καλοδεχούμενα μέλη. Οι Οθωμανοί ανέχονταν τους μη-μουσουλμάνους, τους μη-σουνίτες-μουσουλμάνους και τους μη-Τούρκους στον βαθμό που αυτοί δεν έρχονταν σε αντίθεση με τη σουνιτική-ισλαμική-τουρκική τάξη πραγμάτων. Αν κάποιες μειονότητες παραβίαζαν αυτή την κατάσταση, η αναγνώρισή τους εύκολα μετατρεπόταν σε καταστολή και διώξεις.[106]
Η Οθωμανική κυβέρνηση ακολούθησε σκόπιμα μια πολιτική για την ανάπτυξη της Προύσας, της Αδριανούπολης και Κωνσταντινούπολης, των διαδοχικών οθωμανικών πρωτευουσών, σε μεγάλα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα, θεωρώντας ότι οι έμποροι και οι τεχνίτες ήταν απαραίτητοι για τη δημιουργία μιας νέας μητρόπολης[107] Για τον σκοπό αυτό ο Μωάμεθ Β΄ και ο διάδοχός του Βαγιαζήτ Β΄ ενθάρρυναν και καλωσόρισαν τη μετανάστευση από διάφορα μέρη της Ευρώπης των Εβραίων, που εγκαταστάθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες πόλεις-λιμάνια, όπως η Θεσσαλονίκη. Σε πολλά μέρη της Ευρώπης οι Εβραίοι υφίσταντο διωγμούς από τους Χριστιανούς συντοπίτες τους, όπως στην Ισπανία μετά την ολοκλήρωση της Ανακατάκτησης. Η ανοχή που επέδειξαν οι Τούρκοι έγινε ευπρόσδεκτη από τους μετανάστες.
Η οθωμανική οικονομική σκέψη ήταν στενά συνδεδεμένη με τις βασικές έννοιες του κράτους και της κοινωνίας στη Μέση Ανατολή, όπου ο απώτερος στόχος ενός κράτους ήταν η εδραίωση και η επέκταση της εξουσίας του κυβερνήτη και ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτό ήταν να αποκτήσει πλούσιους πόρους εισοδήματος, καθιστώντας τις παραγωγικές κατηγορίες ευημερούσες.[108] Ο απώτερος στόχος ήταν να αυξάνονται τα έσοδα του κράτους χωρίς να καταστραφεί η ευημερία των υπηκόων, για να αποφευχθεί η εμφάνιση κοινωνικών αναταραχών και να διατηρηθεί ανέπαφη η παραδοσιακή οργάνωση της κοινωνίας. Η Οθωμανική οικονομία επεκτάθηκε σε μεγάλο βαθμό κατά την Πρώιμη Νεότερη Περίοδο, με ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά ανάπτυξης κατά το πρώτο μισό του δέκατου όγδοου αιώνα. Το ετήσιο εισόδημα της αυτοκρατορίας σε σταθερές τιμές τετραπλασιάστηκε μεταξύ 1523 και 1748.[109]
Η οργάνωση του θησαυροφυλακείου και των δημόσιων αρχείων αναπτύχθηκαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη Ισλαμική κυβέρνηση και μέχρι τον 17ο αιώνα ήταν η καλύτερη σχετικά μεταξύ όλων των κυβερνήσεων της εποχής[110]. Αυτή η οργάνωση ανέπτυξε μια γραφειοκρατία γραφέων (γνωστή ως «άνθρωποι της πένας») ως ξεχωριστή ομάδα, εν μέρει άρτια καταρτισμένους ουλεμάδες, που εξελίχθηκε σε επαγγελματικό σώμα.[110] Η αποτελεσματικότητα αυτού του επαγγελματικού οικονομικού οργανισμού βρίσκεται πίσω από την επιτυχία πολλών μεγάλων Οθωμανών πολιτικών.[111]
Σύγχρονες οθωμανικές μελέτες δείχνουν ότι η αλλαγή στις σχέσεις μεταξύ των Οθωμανών Τούρκων και της Κεντρικής Ευρώπης προκλήθηκε από το άνοιγμα των νέων θαλάσσιων δρόμων. Μπορούμε να δούμε τη μείωση της σημασίας των χερσαίων δρόμων προς την Ανατολή, καθώς η Δυτική Ευρώπη άνοιξε τις ωκεάνιες διαδρομές που παρέκαμπταν τη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο ως παράλληλη με την παρακμή της ίδιας της οθωμανικής Αυτοκρατορίας [112] Η Αγγλοοθωμανική Συνθήκη του 1838, γνωστή και ως Συνθήκη του Μπαλτά Λιμάν, που άνοιξε τις οθωμανικές αγορές απευθείας στους Άγγλους και Γάλλους ανταγωνιστές, μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από τους σταθμούς αυτής της διαδικασίας.
Με την ανάπτυξη εμπορικών κέντρων και διαδρομών, την ενθάρρυνση των ανθρώπων να επεκτείνουν την έκταση της καλλιεργούμενης γης στη χώρα και το διεθνές εμπόριο στα εδάφη του, το κράτος διεκπεραίωνε βασικές οικονομικές λειτουργίες στην Αυτοκρατορία. Αλλά σε όλα αυτά κυριαρχούσαν τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα του κράτους. Μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό σύστημα που ζούσαν οι Οθωμανικοί κυβερνήτες δεν είχαν μπορέσει να δουν τα πλεονεκτήματα της δυναμικής και των αρχών των καπιταλιστικών και μερκαντιλιστικών οικονομιών που αναπτύσσονταν στη Δυτική Ευρώπη [113].
Στις αρχές του 19ου αιώνα η Οθωμανική Αίγυπτος διέθετε μια προηγμένη οικονομία, με κατά κεφαλή εισόδημα συγκρίσιμο με εκείνο των κορυφαίων χωρών της Δυτικής Ευρώπης όπως η Γαλλία και υψηλότερο από εκείνο της Ιαπωνίας[114]. Ο οικονομικός ιστορικός Ζαν Μπαρού έχει υπολογίσει ότι, σε δολάρια του 1960, η Αίγυπτος το 1800 είχε εισόδημα κατά κεφαλή ύψους 232 δολ. (1.025 δολ. του 1990). Συγκριτικά το εισόδημα κατά κεφαλή στη Γαλλία το 1800 ήταν 240 δολ. (1.060 δολ. του 1990), στην Ανατολική Ευρώπη 177 δολ. (782 δολ. του 1990) και στην Ιαπωνία 180 δολ. (795 δολ. του 1990).[115][116]
Ο οικονομολόγος Paul Bairoch υποστηρίζει ότι το ελεύθερο εμπόριο συνέβαλε στην αποβιομηχάνιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε αντίθεση με τον προστατευτισμό της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Ισπανίας, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε μια φιλελεύθερη εμπορική πολιτική, ανοικτή στις ξένες εισαγωγές. Αυτό προέρχεται από τις διομολογήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που χρονολογούνται από τις πρώτες εμπορικές συμβάσεις που υπεγράφησαν με τη Γαλλία το 1536 και επεκτάθηκαν με διομολογήσεις το 1673 και το 1740, που μείωσαν τους δασμούς στο 3% για τις εισαγωγές και τις εξαγωγές. Οι φιλελεύθερες οθωμανικές πολιτικές εγκωμιάστηκαν από Βρετανούς οικονομολόγους όπως ο Τ. Ρ. Μακάλοχ στο Λεξικό του Εμπορίου (1834), αλλά αργότερα επικρίθηκαν από Βρετανούς πολιτικούς όπως ο Πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Ντισραέλι, που χαρακτήρισε την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως «παράδειγμα της ζημιάς που προκαλείται από τον ανεξέλεγκτο ανταγωνισμό» στη συζήτηση για τον Νόμο του Καλαμποκιού του 1846.[117]
"Υπάρχει ελεύθερο εμπόριο στην Τουρκία και τι έχει παραγάγει; Έχει καταστρέψει μερικές από τις καλύτερες βιομηχανίες του κόσμου. Μέχρι το 1812 υπήρχαν αυτές οι βιομηχανίες, αλλά έχουν καταστραφεί. Αυτές ήταν οι συνέπειες του ανταγωνισμού στην Τουρκία και τα αποτελέσματά της ήταν τόσο ολέθρια όσο οι επιπτώσεις της αντίθεσης αρχής στην Ισπανία.
Το αξίωμα γαιοκτησίας του Οθωμανικού κράτους ήταν ότι η γη ανήκει στο κράτος. Αυτό βασιζόταν στον ισλαμικό νόμο κατά τον οποίο η γη ανήκει στον Αλλάχ και επομένως στον εκπρόσωπό του επί της γης, που στη συγκεκριμένη περίπτωση εθεωρείτο ο σουλτάνος. Κατακτώντας μία χώρα οι σουλτάνοι αποκτούσαν και το δικαίωμα να διαθέσουν τη γη όπως ήθελαν. Μια σημαντική διάκριση υπήρχε μεταξύ των επαρχιών που παραδόθηκαν αμαχητί και εκείνων που κατακτήθηκαν με πόλεμο. Για τις πρώτες υπήρχε κάποια επιείκεια ενώ για τις δεύτερες γινόταν δήμευση των γαιών και εξανδραποδισμός των κατοίκων.[118] Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η κατακτημένη γη εθεωρείτο η κύρια πηγή πλούτου του κράτους. Αυτό, διατηρώντας την ψιλή κυριότητα, ανέθετε την εκμετάλλευση της γης σε υπηκόους με τον όρο αυτοί να παρέχουν στο κράτος φόρους ή άλλες υπηρεσίες. Ενώ τυπικά αυτό το νομικό καθεστώς ίσχυε μέχρι τον 19ο αιώνα, στην πράξη και σταδιακά δημιουργήθηκαν τέτοιες συνθήκες ώστε μεγάλο μέρος των γαιών έγιναν ιδιωτικές και μεταβιβάζονταν κληρονομικά. Κατά καιρούς το κράτος επιχείρησε να ανακτήσει την εξουσία του επί των γαιών αλλά αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν μπροστά στην τάση για απόκτηση ατομικής ιδιοκτησίας. Οι μεταρρυθμίσεις «Τανζιμάτ» (1839) κινήθηκαν προς την κατεύθυνση της ατομικής ιδιοκτησίας της οποίας η κωδικοποίηση έγινε μόλις το 1852 με τη «νομοθεσία περί γαιών».
Οι καλλιεργήσιμες γαίες αρχικά διανεμήθηκαν με βάση το τιμαριωτικό σύστημα, το οποίο είχε τις ρίζες του στο Βυζάντιο (πρόνοια) και στο κράτος των Σελτζούκων (ικτά). Οι γαίες παραχωρούνταν ως αμοιβή σε στρατιωτικούς αξιωματούχους ή και απλούς πολεμιστές, σε μια εποχή που δεν υπήρχε αρκετό χρήμα. Η κυριότητα της γης παρέμενε στο κράτος και οι αξιωματούχοι (τιμαριώτες, σπαχήδες) αναλάμβαναν να διατηρούν στρατιωτικές μονάδες ή να καταβάλλουν φόρους. Η γη καλλιεργείτο από αγρότες που αποκτούσαν αυτό το δικαίωμα πληρώνοντας στον τιμαριώτη τον φόρο ταπού.[119] Μικρότερης έκτασης τιμάρια αποκαλούνταν από τους Τούρκους «τιμάρ» και οι διοικητές τους «τιμαρλί», ενώ μεγαλύτερης έκτασης καλούντο «ζαϊμέτ» και οι διοικητές τους «ζαΐμ(ηδες)». Τιμαρλί και ζαΐμηδες ήταν κοινώς γνωστοί και ως σπαχήδες. Σύνολα από πολλά τιμάρια ή ζαϊμέτια αποτελούσαν ένα σαντζάκι και περισσότερα σαντζάκια ένα εγιαλέτ (τοπαρχία).[120]
Άλλες γαίες δωρίζονταν από τους σουλτάνους σε τεμένη ή ευαγή ιδρύματα και αποτελούσαν τα βακούφια.
Από τον 17ο αιώνα εγκαταλείπεται ο τιμαριωτισμός, δηλ. η υποχρέωση του τιμαριούχου (σπαχή) να τηρεί και να εκγυμνάζει στρατό. Τον ρόλο αυτό αναλαμβάνει το κεντρικό κράτος καθώς η στρατιωτική τεχνολογία εξελισσόταν και υπήρχε ανάγκη για τακτικό, μισθοφορικό και επαγγελματικό στρατό, μείωση του ιππικού προς όφελος του πυροβολικού κτλ. Το κράτος παραγκωνίζει τη στρατογραφειοκρατία και εξασφαλίζει τη γαιοπρόσοδο μέσα από επιχειρηματίες που αναλάμβαναν να εκμεταλλεύονται με διάφορους τρόπους τις γαίες. Οι πρώτες ενέργειες για παραχώρηση της είσπραξης των φόρων σε ιδιώτες έγιναν από τα τελευταία χρόνια της ηγεμονίας του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1494-1566) και συνεχίστηκε μέχρι το «Τανζιμάτ». Το σύστημα που αντικατέστησε τον τιμαριωτισμό ονομαζόταν ιλτιζάμ (iltizam).
Με την κατάργηση του τιμαριωτισμού οι στρατιωτικοί απομακρύνθηκαν από την επιστασία της γεωργικής παραγωγής και την ανέλαβαν άλλα άτομα, με πολιτική εξουσία που και αυτοί δεν είχαν συνάφεια με την παραγωγή ούτε ενδιαφέρονταν για τη βελτίωσή της. Η απόκτηση του δικαιώματος είσπραξης φόρων γινόταν με μπεράτι, δηλ. διάταγμα, το οποίο επιτυγχανόταν είτε με δωροδοκία (rüşvet) είτε με πολιτικό μέσο είτε με συνδυασμό των δύο. Ταυτόχρονα διαμορφώνεται μια αλυσίδα από μεσάζοντες που νέμονται όχι μόνο την παραγωγή αλλά και την πολιτική εξουσία ασκώντας την σε βάρος των ρ(ε)αγιάδων. Από το ίδιο πλέγμα εξουσίας αναδύεται και η μεγάλη γαιοκτησία (όπως χωριά-τσιφλίκια).
Στην πράξη τα δικαιώματα είσπραξης φόρων από γαίες ή άλλες πηγές (μεταλλεία, αλυκές κλπ) μεταβιβάζονταν κληρονομικά, ώστε έμοιαζαν με την παροχή πλήρους ιδιοκτησίας από το κράτος προς τους διαχειριστές. Οι διαχειριστές των μεγάλων κτημάτων (μουτασαρρίφηδες) συνήθως ήταν άτομα με ισχυρές διασυνδέσεις με την «πόρτα του ντεφτερντάρη», δηλαδή του υπουργού Οικονομικών και διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη. Επειδή οι ίδιοι δεν ενδιαφέρονταν για την είσπραξη των φόρων, συνήθως διαιρούσαν το κτήμα σε μικρότερα τα οποία ανέθεταν σε άλλους. Αυτοί οι δεύτεροι μπορεί να έκαναν το ίδιο, ώστε διαμορφωνόταν μια ιεραρχία από υπο-διαχειριστές. Για να γίνει αρχικά η ανάληψη της εργολαβίας έπρεπε να καταβληθεί στο κράτος κάποιο ποσό ως προκαταβολή ή εγγυοδοσία έναντι των προϋπολογισθέντων φορολογικών εσόδων. Επειδή όμως οι ενδιαφερόμενοι δεν είχαν πάντα το απαραίτητο ποσό, συνήθως δανείζονταν από αργυραμοιβούς αυξάνοντας το πραγματικό κόστος που έπρεπε να πληρώνουν οι ραγιάδες. Οι τελευταίοι είχαν να πληρώνουν τον κύριο φόρο προς το κράτος, τη δωροδοκία προς τους κρατούντες και τους τόκους των αργυραμοιβών (σαράφηδων), τις δαπάνες του παραχωρητηρίου/μπερατίου, το κέρδος μιας σειράς υπεργολάβων και τις δαπάνες των φοροεισπρακτόρων. Στο κύκλωμα της είσπραξης φόρων εισήλθαν άτομα διάφορης κοινωνικής προέλευσης. Οι μουσουλμάνοι λέγονταν αγιάν(ηδες) και συνήθως ήταν έμποροι ή ιερωμένοι. Οι χριστιανοί κοτζαμπάς(ηδες) προέρχονταν από εύπορες οικογένειες και ήταν οι εκπρόσωποι των ραγιάδων έναντι της διοίκησης και αντίστροφα.
Οι αρόσιμες γαίες διαιρούνταν σε τσιφλίκια, από τη λέξη τσίφτι που σήμαινε τη γη που οργώνει ένα ζευγάρι βόδια, δηλ. το ανάλογο του βυζαντινού ζευγαρίου. Η έκταση ενός τσιφλικίου διέφερε ανάλογα με τη φυσική κατάσταση του εδάφους. Στην κλασική περίοδο (15ος-16ος αι.) ένα τσιφλίκι ισοδυναμούσε με 60, 80 ή 150 «ντονούμ» (dönüm), όπου ένα ντονούμ ήταν 900-1.000 τ.μ. (1.000 τ.μ. = 1 στρέμμα). Ένας αγρότης μπορούσε να καλλιεργεί και υποδιαιρέσεις του τσιφλικιού ή να είναι ακτήμονας. Η συγκέντρωση των γαιών σε λίγους κορυφώθηκε τον 18ο αιώνα οπότε η λέξη τσιφλίκι κατέληξε να σημαίνει τη μεγάλη γαιοκτησία.
Υπήρχαν τρεις τύποι τσιφλικιών, εκ των οποίων στα Βαλκάνια επικρατούσε ο λεγόμενος μισακάρικος. Στην περίπτωση αυτή από την παραγωγή αφαιρούνταν πρώτα οι φόροι που έπρεπε να καταβληθούν στο κράτος και τους οποίους εισέπραττε ο υπεργολάβος. Το υπόλοιπο μοιραζόταν μεταξύ του τσιφλικά και του γεωργού σε ποσοστό που είχε συμφωνηθεί. Το σύστημα αυτό ήταν για τον γεωργό χειρότερο από το τιμαριωτικό και επιβάρυνε πολύ τους εργάτες γης. Στα Βαλκάνια, επειδή η μεγάλη γαιοκτησία ήταν τουρκική και οι ραγιάδες χριστιανοί, η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο προσλάμβανε εθνικό χαρακτήρα. Η προσομοίωση των χριστιανών κοτζαμπάσηδων προς τους Τούρκους οφείλεται κυρίως στο ότι οι πρώτοι φορολογούσαν τους ραγιάδες στο όνομα της διοίκησης.[121]
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η σχέση εξουσίας μεταξύ μουσουλμάνων/Τούρκων και μη μουσουλμάνων/Ελλήνων αντανακλούσε και στην κατανομή της γαιοκτησίας με βάση την εθνικότητα/θρήσκευμα. Πρακτικά η αναλογία γης Τούρκων προς Ελλήνων ήταν 18:1.[122] Για παράδειγμα, στις παραμονές της Επανάστασης του 1821, στην Πελοπόννησο επί συνόλου 4,5 εκατομ. στρεμμάτων, τα 3 εκατομ. ανήκαν σε Τούρκους (με πληθυσμό περίπου 40.000 άτομα) και το υπόλοιπο σε Έλληνες με πληθυσμό 360.000 άτομα. Δηλαδή στους Έλληνες αντιστοιχούσαν 4,2 στρ. κατά κεφαλήν και στους Τούρκους περίπου 75. Η Αιγιαλεία ανήκε σε 30 Τούρκους ενώ 163 χωριά της Κορινθίας ανήκαν σε μία τουρκική οικογένεια. Ο Σακελλαρίου υπολογίζει ότι από την κτηνοτροφική παραγωγή παραγόταν καθαρό ατομικό εισόδημα στους μεν Έλληνες 154 γρόσια ετησίως, στους δε Τούρκους 303 γρόσια. Γενικά, μετά τους φόρους, στους Έλληνες αναλογούσε ατομικό εισόδημα 116 γρόσια ετησίως και στους Τούρκους 447 κατά μέσον όρο. Αλλά το πραγματικό εισόδημα των Ελλήνων μειωνόταν περαιτέρω από άλλες έμμεσες επιβαρύνσεις, όπως τα χρήματα που υποχρεούνταν να καταβάλουν για την Εκκλησία (την οποία το κράτος ή τοπικοί ηγέτες χρησιμοποιούσαν για άντληση εσόδων[123]) ενώ οι μουσουλμάνοι δεν κατέβαλαν τέτοια έξοδα. Ο οθωμανικός νόμος τυπικά δεν επέτρεπε τα κεφαλοχώρια (καριέ), ορεινά συνήθως χωριά από μικρούς ελεύθερους αγρότες, να γίνουν τσιφλίκια με ημιδουλοπάροικους καλλιεργητές. Όμως οι τοπικοί άρχοντες (πασάδες και μπέηδες) δεν εφάρμοζαν αυτόν τον νόμο, ειδικά μάλιστα αν αυτός ωφελούσε τους χριστιανούς.[124]
Η ελληνική γαιοκτησία, όπως και η Τουρκική, ήταν συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων οικογενειών, οπότε το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού ήταν ακτήμονες. Ωστόσο, η ελληνική μεγάλη γαιοκτησία ήταν περιορισμένη σε σύγκριση με την αντίστοιχη τουρκική και οι Έλληνες μεγαλοκτηματίες αποτελούσαν θλιβερές μικρογραφίες των αντίστοιχων Τούρκων. Οι μεν Έλληνες γαιοκτήμονες, ακόμα και αν είχαν τις οικονομικές δυνατότητες, δεν μπορούσαν να επεκτείνουν τη γη τους πέρα από κάποιο όριο, ενώ οι Τούρκοι είχαν τη νομική δυνατότητα να γίνουν κύριοι όλων των γαιών.[125]
Μεταξύ της τοπικής οσμανικής διοίκησης και Ελλήνων προυχόντων υπήρχε «συμμαχία», όπως παρατηρεί Τούρκος αξιωματούχος του 18ου αιώνα. Αυτό όμως δεν προϋπέθετε «ταξική αλληλεγγύη» (εισαγωγ. συγγραφέα) μεταξύ Τούρκων και Ελλήνων, καθώς μεταξύ αυτών ορθωνόταν η εθνική αντίθεση. Η αντίθεση αυτή οφειλόταν στο γαιοκτησιακό καθεστώς που στερούσε από τους μη μουσουλμάνους/Έλληνες τη δυνατότητα να αποκτήσουν υπερβάλλουσα ιδιοκτησία και ταυτόχρονα υψηλά αξιώματα. Κοινωνική και εθνική αντίθεση συνυπήρχαν μόνο στις σχέσεις των ακτημόνων Ελλήνων προς τους Τούρκους γαιοκτήμονες ενώ κατά τον Σακελλαρίου μεταξύ των πρώτων και των Ελλήνων γαιοκτημόνων υπήρχε μόνο ταξική αντίθεση. Ως παράδειγμα ο Σακελλαρίου χρησιμοποιεί τον κλέφτη που επαναστατεί και γίνεται «αποστάτης και πολέμιος της κρατούσης τάξεως» [126]. Ωστόσο, παρατηρείται ότι ενώ το φαινόμενο του κλέφτη απαντά και σε άλλες εθνότητες (και στους μουσουλμάνους), δεν φαίνεται να υπάρχει ταξική αλληλεγγύη μεταξύ μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων κλεφτών.[127] Αυτό το φαινόμενο αναδεικνύει την πρόταξη της «εθνικής» (εισαγωγικά συγγραφέα) αντίθεσης υπό τη μορφή της διαφοράς θρησκεύματος και δευτερευόντως γλώσσας κτλ.
Μια εκτίμηση πληθυσμού για την Αυτοκρατορία των 11.692.480 για την περίοδο 1520-1535 προέκυψε με την καταμέτρηση των νοικοκυριών σε οθωμανικά μητρώα για τη δεκάτη και τον πολλαπλασιασμό αυτού του αριθμού επί 5.[128] Για αγνώστους λόγους, ο πληθυσμός τον 18ο αιώνα ήταν χαμηλότερος από ότι τον 16ο αιώνα[129]. Μια εκτίμηση των 7.230.660 από την πρώτη απογραφή που πραγματοποιήθηκε το 1831 θεωρείται αρκετά υποτιμημένη, καθώς αυτή η απογραφή προοριζόταν μόνο για την καταγραφή υποψηφίων για στρατολόγηση.[128]
Οι απογραφές των οθωμανικών εδαφών ξεκίνησαν μόνο στις αρχές του 19ου αιώνα. Τα στοιχεία από το 1831 και μετά είναι διαθέσιμα ως επίσημα αποτελέσματα απογραφής, αλλά οι απογραφές δεν κάλυπταν ολόκληρο τον πληθυσμό. Για παράδειγμα η απογραφή του 1831 καταμέτρησε μόνο άνδρες και δεν κάλυπτε όλη την αυτοκρατορία.[50][128] Για προηγούμενες περιόδους, οι εκτιμήσεις σχετικά με το μέγεθος και την κατανομή του πληθυσμού βασίζονται σε αντίστοιχα δημογραφικά πρότυπα.[130]
Ωστόσο άρχισε να αυξάνεται φτάνοντας τα 25-32 εκατομμύρια το 1800, με περίπου 10 εκατομμύρια στις ευρωπαϊκές επαρχίες (πρωτίστως τα Βαλκάνια), 11 εκατομμύρια στις ασιατικές και περίπου 3 εκατομμύρια στις βορειοαφρικανικές επαρχίες. Η πυκνότητα πληθυσμού ήταν υψηλότερη στις ευρωπαϊκές επαρχίες, διπλάσια από εκείνη στη Μικρά Ασία, που με τη σειρά της ήταν τριπλάσια εκείνης στο Ιράκ και τη Συρία και πενταπλάσια εκείνης στην Αραβία[131]
Προς το τέλος της αυτοκρατορίας το προσδόκιμο ζωής ήταν 49 χρόνια, σε σύγκριση με τα 25 στη Σερβία στις αρχές του 19ου αιώνα[132]. Επιδημικές ασθένειες και λιμοί προκαλούσαν μεγάλες αναστατώσεις και δημογραφικές αλλαγές. Το 1785 περίπου το ένα έκτο του πληθυσμού της Αιγύπτου πέθανε από πανώλη και ο πληθυσμός του Χαλεπίου μειώθηκε κατά είκοσι τοις εκατό τον 18ο αιώνα. Έξι λιμοί έπληξαν μόνο την Αίγυπτο μεταξύ 1687 και 1731 και ο τελευταίος λιμός που έπληξε τη Μικρά Ασία ήταν τέσσερις δεκαετίες αργότερα.[133]
Η ανάπτυξη των πόλεων-λιμανιών επέφερε τη συσσώρευση πληθυσμού που προκάλεσε η εμφάνιση των ατμοπλοίων και των σιδηροδρόμων. Η αστικοποίηση αυξήθηκε από το 1700 έως το 1922, με την ανάπτυξη των πόλεων. Πόλεις-λιμάνια είδαν τον πληθυσμό τους να αυξάνεται, όπως η Θεσσαλονίκη στην Ελλάδα από 55.000 το 1800 σε 160.000 το 1912 και η Σμύρνη, από 150.000 το 1800 σε 300.000 το 1914.[134][135] Ορισμένες περιοχές είχαν αντίθετα μείωση πληθυσμού - το Βελιγράδι είδε τον πληθυσμό του να μειώνεται από 25.000 σε 8.000, κυρίως λόγω πολιτικών συγκρούσεων.[134]
Οι οικονομικές και πολιτικές μεταναστεύσεις συντάραξαν ολόκληρη την αυτοκρατορία. Για παράδειγμα η προσάρτηση από τη Ρωσία και την Αυστρία των Αψβούργων περιοχών της Κριμαίας και των Βαλκανίων αντίστοιχα προκάλεσε μεγάλες εισροές Μουσουλμάνων προσφύγων - 200.000 Τάταροι της Κριμαίας κατέφυγαν στη Δοβρουτσά[136]. Μεταξύ 1783 και 1913 περίπου 5-7 εκατομμύρια πρόσφυγες πλημμύρισαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, εκ των οποίων τουλάχιστον 3,8 εκατομμύρια ήταν από τη Ρωσία. Κάποιες μεταναστεύσεις άφησαν ανεξίτηλα σημάδια όπως η πολιτική ένταση μεταξύ τμημάτων της αυτοκρατορίας (π.χ. Τουρκία και Βουλγαρία), ενώ παρατηρήθηκαν φυγοκεντρικές τάσεις σε άλλες περιοχές. Οι κατά τόπους οικονομίες επηρεάστηκαν επίσης από την απώλεια τεχνιτών, εμπόρων, βιοτεχνών και γεωργών[137]. Από τον 19ο αιώνα μεγάλο ποσοστό μουσουλμανικών πληθυσμών από τα Βαλκάνια μετανάστευσε στη σημερινή Τουρκία. Αυτοί οι άνθρωποι ονομάζονται Μουχατσίρ.[138] Κατά την κατάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1922 το ήμισυ του αστικού πληθυσμού της Τουρκίας καταγόταν από μουσουλμάνους πρόσφυγες από τη Ρωσία.[77]
Η Οθωμανική Τουρκική ήταν η επίσημη γλώσσα της αυτοκρατορίας. Ήταν μια Ογουζική Τουρκική γλώσσα, επηρεασμένη έντονα από την Περσική και την Αραβική γλώσσα. Οι Οθωμανοί είχαν σε χρήση γλώσσες: την Τουρκική, που τη μιλούσε η πλειοψηφία των κατοίκων της Μικράς Ασίας και των Μουσουλμάνων των Βαλκανίων, εκτός από την Αλβανία και τη Βοσνία, την Περσική, που τη μιλούσαν μόνο οι μορφωμένοι[139], την Αραβική, που τη μιλούσαν κυρίως στην Αραβία, το Ιράκ, το Κουβέιτ, τον Λεβάντε και τμήματα του Κέρατος της Αφρικής και τη Βερβερική γλώσσα στη Βόρεια Αφρική. Κατά τους τελευταίους δύο αιώνες η χρήση ορισμένων περιορίστηκε και συγκεκριμένα η Περσική χρησιμοποιείτο κυρίως ως λογοτεχνική γλώσσα για τους μορφωμένους[139], ενώ η Αραβική χρησιμοποιείτο για Ισλαμικές προσευχές.
Η Τουρκική, στην οθωμανική της παραλλαγή, ήταν γλώσσα του στρατού και της διοίκησης από τις πρώτες μέρες των Οθωμανών. Το Οθωμανικό σύνταγμα του 1876 παγίωσε επισήμως το αυτοκρατορικό καθεστώς της Τουρκικής[140].
Λόγω του χαμηλού ποσοστού αλφαβητισμού μεταξύ των πολιτών (περίπου 2-3% μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα και μόλις περίπου 15% στα τέλη του 19ου αιώνα), οι απλοί άνθρωποι έπρεπε να προσλαμβάνουν γραφείς ως «ειδικούς αιτησιογράφους» (αρζουχαλτσίς) για να μπορούν να επικοινωνούν με την κυβέρνηση[141] Οι εθνοτικές ομάδες συνέχισαν να μιλούν μέσα στις οικογένειές και τις γειτονιές τους (μαχαλάδες) με τις δικές τους γλώσσες (π.χ. Εβραϊκά, Ελληνικά, Αρμένικα κλπ.). Σε χωριά όπου ζούσαν μαζί δύο ή περισσότεροι πληθυσμοί, οι κάτοικοι συχνά μιλούσαν ο ένας τη γλώσσα του άλλου. Στις κοσμοπολίτικες πόλεις οι άνθρωποι μιλούσαν συνήθως τις μητρικές τους γλώσσες, ενώ πολλοί που δεν ήταν Τούρκοι μιλούσαν τα Τούρκικα ως δεύτερη γλώσσα.
Στο οθωμανικό αυτοκρατορικό σύστημα, παρόλο που υπήρχε μια ηγεμονική ισχύς μουσουλμανικού ελέγχου πάνω στους μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς, στην ισλαμική παράδοση είχε παραχωρηθεί κρατική αναγνώριση και προστασία στις μη μουσουλμανικές κοινότητες[142]. Το επίσημα αποδεκτό δόγμα Ντιν (Μαντχάμπ) των Οθωμανών ήταν το Σουνιτικό (φικχ Χαναφί).[143].
Μέχρι το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα η αυτοκρατορία είχε χριστιανική πλειοψηφία, υπό την κυριαρχία μιας μουσουλμανικής μειονότητας.[87] Στα τέλη του 19ου αιώνα ο μη μουσουλμανικός πληθυσμός της αυτοκρατορίας άρχισε να μειώνεται σημαντικά, όχι μόνο λόγω των εδαφικών απωλειών αλλά και λόγω μεταναστευτικών κινήσεων[142]. Το ποσοστό των Μουσουλμάνων ανήλθε σε 60% τη δεκαετία του 1820, αυξανόμενο σταδιακά σε 69% τη δεκαετία του 1870 και στη συνέχεια σε 76% τη δεκαετία του 1890. Το 1914 μόνο το 19,1% του πληθυσμού της αυτοκρατορίας ήταν μη μουσουλμάνοι, αποτελούμενο κυρίως από Εβραίους και Χριστιανούς Έλληνες, Ασσύριους και Αρμένιους[142].
Οι Τουρκικές φυλές ασκούσαν μια ποικιλία σαμανικών λατρειών πριν υιοθετήσουν το Ισλάμ. Η επιρροή των των Αββασιδών στην Κεντρική Ασία εξασφαλίστηκε μέσω μιας διαδικασίας που διευκολύνθηκε σε μεγάλο βαθμό από τη Μουσουλμανική κατάκτηση της Υπερωξιανής. Πολλές από τις διάφορες Τουρκικές φυλές - συμπεριλαμβανομένων των Ογούζων Τούρκων, που ήταν πρόγονοι τόσο των Σελτζούκων όσο και των Οθωμανών - σταδιακά προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ και μετέφεραν τη θρησκεία τους στη Μικρά Ασία από τον 11ο αιώνα.
Οι σχισματικοί μουσουλμάνοι, που θεωρούντο αιρετικοί, όπως οι Δρούζοι, οι Ισμαηλίτες, οι Αλεβίτες και οι Αλαουίτες, κατατάσσονταν κάτω από τους Εβραίους και τους Χριστιανούς.[145] Το 1514 ο Σουλτάνος Σελίμ Α΄ διέταξε τη σφαγή 40.000 Αλεβίτών της Μικράς Ασίας (Κιζιλμπάς), που τους θεωρούσε πέμπτη φάλαγγα της αντίπαλης αυτοκρατορίας των Σαφαβιδών. Στο Σελίμ οφειλόταν επίσης μια άνευ προηγουμένου και ταχεία επέκταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Μέση Ανατολή, ειδικά με την κατάκτηση του Μαμελουκικού Σουλτανάτου της Αιγύπτου. Με αυτές τις κατακτήσεις ο Σελίμ ενίσχυσε περαιτέρω την αξίωση των Οθωμανών να αποτελούν Ισλαμικό χαλιφάτο, αν και οι Οθωμανοί σουλτάνοι διεκδικούσαν τον τίτλο του χαλίφη από τον 14ο αιώνα, ξεκινώντας από τον Μουράτ Α΄ (β. 1362 - 1389)[146] Το χαλιφάτο διατηρήθηκε από τους Οθωμανούς σουλτάνους μέχρι το τέλος της ύπαρξης του αξιώματος, που επήλθε με την κατάργησή του στις 3 Μαρτίου 1924 από τη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας και την εξορία του τελευταίου χαλίφη, Αμπντούλ Μετζίτ Β΄, στη Γαλλία.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι Χριστιανοί είχαν εγγυημένες περιορισμένες ελευθερίες (όπως το δικαίωμα στη λατρεία). Απαγορευόταν να φέρουν όπλα ή να ιππεύουν και τα σπίτια τους δεν μπορούσαν να ξεπερνούν σε ύψος εκείνα των μουσουλμάνων, μαζί με διάφορους άλλους νομικούς περιορισμούς.[147] Πολλοί Χριστιανοί και Εβραίοι αλλαξοπίστησαν για να εξασφαλίσουν πλήρη δικαιώματα στην κοινωνία. Οι περισσότεροι ωστόσο συνέχισαν να ακολουθούν τις παλιές τους θρησκείες χωρίς περιορισμό.[148]
Με το σύστημα των μιλλέτ οι μη μουσουλμάνοι θεωρούντο υπήκοοι της αυτοκρατορίας, αλλά δεν υπόκειντο στη μουσουλμανική πίστη ή στον μουσουλμανικό νόμο. Το μιλλέτ των Ορθόδοξων, για παράδειγμα, εξακολουθούσε επίσημα να υπόκειται νομικά στον Ιουστινιάνειο Κώδικα, που είχε ισχύσει στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία για 900 χρόνια. Επίσης, ως τη μεγαλύτερη ομάδα μη μουσουλμανικών υπηκόων του Ισλαμικού Οθωμανικού κράτους, στο μιλλέτ των Ορθόδοξων είχαν παραχωρηθεί ορισμένα ειδικά προνόμια στους τομείς της πολιτικής και του εμπορίου και έπρεπε να πληρώνει υψηλότερους φόρους από τους μουσουλμάνους.[149][150]
Παρόμοια μιλλέτ καθιερώθηκαν για την Οθωμανική Εβραϊκή κοινότητα, που ήταν υπό την εξουσία του Χαχάμ Μπασί ή Οθωμανού Αρχιραββίνου, η Αρμενική Ορθόδοξη κοινότητα, που ήταν υπό την εξουσία ενός επικεφαλής επισκόπου και μια σειρά άλλων θρησκευτικών κοινοτήτων.[151] Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι το σύστημα των μιλλέτ είναι ένα παράδειγμα προνεωτερικού θρησκευτικού πλουραλισμού[152].
Η κοινωνία, η κυβέρνηση και η θρησκεία συσχετίζονταν πολύπλοκα μετά περίπου το 1800, σε ένα σύνθετο αλληλεπικαλυπτόμενο, αναποτελεσματικό σύστημα που ο Ατατούρκ αποδόμησε συστηματικά μετά το 1922.[153][154] Στην Κωνσταντινούπολη ο Σουλτάνος κυβερνούσε δύο διακριτά σύνολα, την κοσμική κυβέρνηση και τη θρησκευτική ιεραρχία. Οι θρησκευτικοί αξιωματούχοι συγκροτούσαν τους Ουλεμάδες, που είχαν τον έλεγχο των θρησκευτικών διδασκαλιών και της θεολογίας, καθώς και του δικαστικού συστήματος της Αυτοκρατορίας, διαθέτοντας σημαντική φωνή στις καθημερινές υποθέσεις των κοινοτήτων σε ολόκληρη την αυτοκρατορία (χωρίς όμως να συμπεριλαμβάνονται και οι μη μουσουλμάνοι). Ήταν αρκετά ισχυροί για να απορρίψουν τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις που πρότεινε ο Σουλτάνος Σελίμ Γ΄. Ο διάδοχός του Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ (1808-1839) απέσπασε πρώτα την έγκριση των ουλεμάδων προτού προτείνει παρόμοιες μεταρρυθμίσεις.[155] Το πρόγραμμα εκκοσμίκευσης του Ατατούρκ έθεσε τέρμα στους ουλεμάδες και στα θεσμικά τους όργανα. Το χαλιφάτο καταργήθηκε, οι μεντρεσέδες έκλεισαν και τα δικαστήρια της σαρία καταργήθηκαν. Αντικατέστησε το αραβικό αλφάβητο με το λατινικό, έθεσε τέρμα στο θρησκευτικό σχολικό σύστημα και έδωσε στις γυναίκες ορισμένα πολιτικά δικαιώματα. Πολλοί παραδοσιακοί αγρότες δεν δέχτηκαν ποτέ αυτή την εκκοσμίκευση και τη δεκαετία του 1990 επανέφεραν το αίτημα τους για μεγαλύτερο ρόλο για το Ισλάμ[156]
Οι Οθωμανοί αφομοίωσαν μερικές από τις παραδόσεις, την τέχνη και τους θεσμούς των πολιτισμών των περιοχών που κατέκτησαν και πρόσθεσαν νέες διαστάσεις σε αυτές. Πολυάριθμες παραδόσεις και πολιτιστικά χαρακτηριστικά προηγούμενων αυτοκρατοριών (σε τομείς όπως η αρχιτεκτονική, η κουζίνα, η μουσική, ο ελεύθερος χρόνος και η κυβέρνηση) υιοθετήθηκαν από τους Οθωμανούς Τούρκους, που τους προσέδωσαν νέες μορφές, με αποτέλεσμα μια νέα και ξεχωριστά οθωμανική πολιτιστική ταυτότητα. Παρά τις νεότερες προσθήκες η οθωμανική δυναστεία, όπως και οι προκάτοχοί της στο Σουλτανάτο του Ρουμ και στην Αυτοκρατορία των Σελτζούκων, ήταν πλήρως εκπερσισμένη στον πολιτισμό, τη γλώσσα, τις συνήθειες και τα έθιμα και ως εκ τούτου η αυτοκρατορία χαρακτηρίστηκε ως Περσιανική αυτοκρατορία.[157][158][159][160] Οι διαπολιτισμικοί γάμοι έπαιξαν επίσης ρόλο στη δημιουργία της χαρακτηριστικής οθωμανικής ελίτ. Σε σύγκριση με τον τουρκικό λαϊκό πολιτισμό η επίδραση αυτών των νέων πολιτισμών στη δημιουργία του πολιτισμού της οθωμανικής ελίτ ήταν ξεκάθαρη.
Η δουλεία αποτελούσε μέρος της Οθωμανικής κοινωνίας[161], με τους περισσότερους σκλάβους να εργάζονται ως οικιακοί υπηρέτες. Η γεωργική δουλεία, όπως αυτή που ήταν διαδεδομένη στην Αμερική, ήταν σχετικά σπάνια. Σε αντίθεση με τα συστήματα της δουλείας ως κινητής περιουσίας, οι δούλοι σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο δεν θεωρούντο κινητή περιουσία, αλλά διατηρούσαν βασικά, αν και περιορισμένα, δικαιώματα. Αυτό τους έδινε ένα βαθμό προστασίας.[162] Οι γυναίκες-σκλάβες εξακολουθούσαν να πωλούνται στην αυτοκρατορία μέχρι το 1908.[163] Κατά τον 19ο αιώνα η Αυτοκρατορία δέχθηκε πιέσεις από τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης να απαγορεύσει αυτή την πρακτική. Πολιτικές που αναπτύχθηκαν από διάφορους σουλτάνους καθ 'όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα προσπάθησαν να περιορίσουν το δουλεμπόριο, αλλά δεδομένου ότι η δουλεία είχε αιώνες θρησκευτικής υποστήριξης και επιδοκιμασίας, ποτέ δεν κατάργησαν εντελώς τον θεσμό.[151]
Η πανώλη παρέμεινε μεγάλη μάστιγα για την οθωμανική κοινωνία μέχρι το δεύτερο τέταρτο του 19ου αιώνα. «Μεταξύ του 1701 και του 1750, στην Κωνσταντινούπολη καταγράφηκαν 37 μεγαλύτερες και μικρότερες επιδημίες πανώλης και 31 μεταξύ 1751 και 1801».[164]
Τα δύο κύρια ρεύματα της οθωμανικής γραπτής λογοτεχνίας είναι η ποίηση και η πεζογραφία. Η ποίηση ήταν μακράν το κυρίαρχο ρεύμα. Μέχρι τον 19ο αιώνα η οθωμανική πεζογραφία δεν περιείχε κανένα παράδειγμα μυθοπλασίας: δεν υπήρχαν αντίστοιχα, για παράδειγμα, του ευρωπαϊκού ρομάντσου, του διηγήματος ή του μυθιστορήματος. Ωστόσο υπάρχουν ανάλογα είδη τόσο στην τουρκική λαϊκή λογοτεχνία όσο και στην ποίηση του Διβανίου.
Η οθωμανική ποίηση του Διβανίου ήταν μια εξαιρετικά τελετουργική και συμβολική μορφή τέχνης. Από την περσική ποίηση, που την ενέπνευσε σε μεγάλο βαθμό, κληρονόμησε ένα πλήθος συμβόλων των οποίων οι έννοιες και οι αλληλεξαρτήσεις - τόσο της παρομοίωσης (مراعات نظسر tenâsüb) όσο και της αντίθεσης (تضاد tezâd) ήταν περισσότερο ή λιγότερο προδιαγεγραμμένες. Η ποίηση του Διβανίου δημιουργήθηκε με τη συνεχή αντιπαράθεση πολλών τέτοιων εικόνων μέσα σε ένα αυστηρό μετρικό πλαίσιο, επιτρέποντας έτσι την εμφάνιση πολλών δυνητικών εννοιών. Η συντριπτική πλειοψηφία της ποίησης του Διβανίου ήταν από τη φύση της λυρική: είτεγκάζελ (που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του ρεπερτορίου της παράδοσης) ή κασίντ. Υπήρχαν ωστόσο άλλα κοινά είδη, ιδιαίτερα το μεσνεβί, ένα είδος ρομαντικού στίχου και έτσι μια ποικιλία αφηγηματικής ποίησης, με δύο σημαντικότερα παραδείγματα αυτής της φόρμας τα Λεϊλά και Μαζνούν του Φουζουλί και το Χουσν ου σκ του Σείχ Γκαλίμπ.
Μέχρι τον 19ο αιώνα η οθωμανική πεζογραφία δεν εξελίχθηκε στον βαθμό που το έκανε η σύγχρονή της ποίηση του Διβανίου. Σε μεγάλο βαθμό ο λόγος ήταν ότι μεγάλο μέρος της αναμενόταν να τηρεί τους κανόνες του σεκ (سجع, επίσης μεταγραμμένο ως σέτσι), ή ομοιοκατάληκτης πεζογραφίας[165] πεζογραφίας, τύπος γραφής που κατάγεται από το αραβικό σαζ και που υπαγόρευε ανάμεσα σε κάθε επίθετο και ουσιαστικό σε μια σειρά λέξεων, όπως μια πρόταση, να υπάρχει ομοιοκαταληξία. Παρ 'όλα αυτά υπήρχε μια παράδοση πεζογραφίας στη λογοτεχνία της εποχής, αν και αποκλειστικά μη μυθυοπλαστικής μορφής. Μία προφανής εξαίρεση ήταν το Μουχαγελάτ («Φαντασίες»), μια συλλογή από ιστορίες του φανταστικού, γραμμένη το 1796, αν και δεν δημοσιεύθηκε παρά το 1867. Το πρώτο μυθιστόρημα που δημοσιεύτηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν από έναν Αρμένιο, ονόματι Βαρτάν Πασά. Δημοσιεύθηκε το 1851 και είχε τίτλο Η ιστορία του Ακαμπί (Τούρκικα: Ακαμπί Χικγιασεσί) και γράφτηκε στα τουρκικά αλλά με Αρμενική γραφή[166][167][168][169]
Λόγω ιστορικά στενών δεσμών με τη Γαλλία η γαλλική λογοτεχνία αποτέλεσε τη σημαντικότερη δυτική επιρροή στην οθωμανική λογοτεχνία κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Έτσι πολλά από τα κινήματα που κυριαρχούσαν στη Γαλλία την περίοδο αυτή είχαν επίσης τα οθωμανικά τους ισοδύναμα: στην αναπτυσσόμενη οθωμανική παράδοση της πεζογραφίας, για παράδειγμα, η επίδραση του Ρομαντισμού μπορεί να παρατηρηθεί κατά την περίοδο του Τανζιμάτ και των κινημάτων του Ρεαλισμού και του Νατουραλισμού στις επόμενες περιόδους. στην ποιητική παράδοση, από την άλλη, ήταν πρωταρχική η επιρροή των κινημάτων του Συμβολισμού και του Παρνασσισμού.
Πολλοί από τους συγγραφείς της περιόδου του Τανζιμάτ έγραψαν ταυτόχρονα πολλά διαφορετικά είδη: για παράδειγμα ο ποιητής Ναμίκ Κεμάλ έγραψε επίσης το σημαντικό μυθιστόρημα του 1876 Ιντιμπάχ («Ξύπνημα»), ενώ ο δημοσιογράφος Ιμπραχίμ Σινασί μνημονεύεται ως συγγραφέας το 1860, του πρώτου σύγχρονο τουρκικού θεατρικού έργου, της μονόπρακτης κωμωδίας Σαίρ Εβλενμεσί («Ο γάμος του ποιητή»). Ένα παλιότερο θεατρικό έργο, μια φάρσα με τίτλο «Τα Παράξενα Συμβάντα και τα Αλλόκοτα Περιστατικά του Μπαλωματή Αχμέντ»), χρονολογείται από τις αρχές του 19ου αιώνα, αλλά υπάρχουν αμφιβολίες για την αυθεντικότητά του. Κατά παρόμοιο τρόπο ο μυθιστοριογράφος Αχμέτ Μιτχάτ Εφέντη έγραψε σημαντικά μυθιστορήματα σε κάθε ένα από τα σημαντικότερα κινήματα: τον Ρομαντισμό ( «Ο Χασάν ο Ναυτικός ή το Μυστήριο μέσα στο Μυστήριο», 1873), ο Ρεαλισμός («Απλά δεκαεπτά χρονών», 1881) και τον Νατουραλισμό («Παρατηρήσεις», 1891). Αυτή η πολυμορφία οφειλόταν εν μέρει στην επιθυμία των συγγραφέων του Τανζιμάτ να διαδώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τη νέα λογοτεχνία, ελπίζοντας ότι θα συμβάλει στην αναζωογόνηση των οθωμανικών κοινωνικών δομών[170]
Η οθωμανική αρχιτεκτονική επηρεάστηκε από την περσική, τη βυζαντινή ελληνική και την ισλαμική αρχιτεκτονική. Κατά την Περίοδο της Ανόδου (1299–1453) την πρώιμη ή πρώτη περίοδο της οθωμανικής αρχιτεκτονικής, η οθωμανική τέχνη αναζητούσε νέες ιδέες. Η Κλασική Περίοδος της Αυτοκρατορίας έγινε και κλασική εποχή της αρχιτεκτονικής, όταν η οθωμανική τέχνη είχε τη μέγιστη αυτοπεποίθηση. Κατά τα χρόνια της Περιόδου Στασιμότητας (1703–1789) όμως η οθωμανική αρχιτεκτονική απομακρύνθηκε από αυτό το ύφος.
Κατά την εποχή των Τουλπών (1718-1730),ήταν υπό την επίδραση των έντονα διακοσμητικών ρυθμών της Δυτικής Ευρώπης: Μπαρόκ, Ροκοκό, Αυτοκρατορικού και άλλων ανάμεικτων. Τα σχέδια της οθωμανικής αρχιτεκτονικής επικεντρώνονται κυρίως στο τζαμί. Το τζαμί ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της κοινωνίας, του πολεοδομικού σχεδιασμού και της κοινωνικής ζωής. Εκτός από τα τζαμιά είναι επίσης δυνατή η εύρεση καλών παραδειγμάτων οθωμανικής αρχιτεκτονικής σε πτωχοκομεία, θεολογικές σχολές, νοσοκομεία, τουρκικά λουτρά και τάφους.
Παραδείγματα οθωμανικής αρχιτεκτονικής της κλασικής περιόδου, εκτός από την Κωνσταντινούπολη και την Αδριανούπολη, είναι επίσης γνωστά στην Αίγυπτο, την Ερυθραία, την Τυνησία, το Αλγέρι, τα Βαλκάνια και τη Ρουμανία, όπου χτίστηκαν τζαμιά, γέφυρες, σιντριβάνια και σχολεία. Η τέχνη της οθωμανικής διακόσμησης αναπτύχθηκε με πληθώρα επιρροών λόγω της ευρείας εθνοτικής εμβέλειας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες της αυλής εμπλούτισαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία με πολλές πλουραλιστικές καλλιτεχνικές επιρροές, όπως η ανάμειξη της παραδοσιακής βυζαντινής τέχνης με στοιχεία της κινεζικής.[171]
Η παράδοση των οθωμανικών μικρογραφιών, ζωγραφισμένων για την εικονογράφηση χειρογράφων ή χρησιμοποιούμενων σε λευκώματα-αφιερώματα, επηρεάστηκε έντονα από την περσική καλλιτεχνική φόρμα, αν και περιελάμβανε και στοιχεία της βυζαντινής παράδοσης της εικονογράφησης και της ζωγραφικής. Τον 15ο αιώνα ιδρύθηκε στο Ανάκτορο Τοπ Καπί το Νακασχανέ-ι-Ρουμ, ενώ στις αρχές του επόμενου αιώνα προστέθηκε μια παρόμοια περσική ακαδημία, το Νακασχανέ-ι-Ιρανί.
Η οθωμανική εικονογράφηση καλύπτει μη ανθρωπομορφική ζωγραφισμένη ή σχεδιασμένη διακοσμητική τέχνη σε βιβλία ή σε φύλλα σε μουρακά (λευκώματα), σε αντίθεση με τις ανθρωπομορφικές εικόνες της οθωμανικής μικρογραφίας. αποτελούσε μέρος της οθωμανικής βιβλιοτεχνίας, μαζί με την οθωμανική μικρογραφία (τασουίρ), την καλλιγραφία (χατ), την ισλαμική καλλιγραφία, τη βιβλιοδεσία (κιλτ) και την υδατογραφία (εμπρού). Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εικονογραφημένα χειρόγραφα παραγγέλνονταν από τον σουλτάνο ή τους διοικητές της αυλής. Στο Ανάκτορο Τοπ Καπί αυτά τα χειρόγραφα δημιουργήθηκαν από τους καλλιτέχνες που εργάζονταν στα Νακασχανέ, τα εργαστήρια των καλλιτεχνών μικροτεχνίας και εικονογράφησης. Τόσο τα θρησκευτικά όσο και τα μη θρησκευτικά βιβλία μπορούσαν να εικονογραφηθούν. Επίσης φύλλα για τα λευκώματα λέχα αποτελούντο από εικονογραφημένη καλλιγραφία (χατ) τουρά, θρησκευτικών κειμένων, στίχων ποιημάτων ή παροιμιών και καθαρά διακοσμητικών σχεδίων.
Η τέχνη της ύφανσης χαλιών ήταν ιδιαίτερα σημαντική στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς τα χαλιά είχαν τεράστια σημασία τόσο ως διακοσμητικά, πλούσια σε θρησκευτικούς και άλλους συμβολισμούς, όσο και για πρακτικούς λόγους, καθώς συνήθιζαν να αφαιρούν τα παπούτσια τους στα καθιστικά.[172] Η ύφανση τέτοιων χαλιών προήλθε από τους νομαδικούς πολιτισμούς της Κεντρικής Ασίας (καθώς τα χαλιά είναι μια εύκολα μεταφερόμενη μορφή επίπλωσης) και τελικά εξαπλώθηκε στις μόνιμα εγκατεστημένες κοινωνίες της Μικράς Ασίας. Οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν χαλιά, χαλάκια και κιλίμια όχι μόνο στα δάπεδα των δωματίων, αλλά και κρεμασμένα στους τοίχους και τις πόρτες, όπου παρείχαν πρόσθετη μόνωση. Ήταν επίσης συνήθως δωρεές σε τζαμιά, που συχνά συγκέντρωναν μεγάλες συλλογές από αυτά.[173]
Η οθωμανική κλασική μουσική αποτελούσε σημαντικό μέρος της εκπαίδευσης της οθωμανικής ελίτ. μερικοί Οθωμανοί σουλτάνοι ήταν οι ίδιοι ταλαντούχοι μουσικοί και συνθέτες, όπως ο Σελίμ Γ΄, των οποίων οι συνθέσεις συχνά εκτελούνται ακόμα και σήμερα. Η Οθωμανική κλασική μουσική προέκυψε σε μεγάλο βαθμό από τον συγκερασμό της Βυζαντινής, της Αρμενικής, της Αραβικής και της Περσικής μουσικής. Συνθετικά οργανώνεται γύρω από ρυθμικές μονάδες, που ονομάζονται ουσούλ και είναι κάπως παρόμοιες με το μέτρο της Δυτικής μουσικής, και μελωδικές μονάδες, που ονομάζονται μακάμ και έχουν κάποια ομοιότητα με τους δυτικούς μουσικούς τρόπους.
Τα όργανα που χρησιμοποιούνται είναι ένα μείγμα οργάνων της Μικράς Ασίας και της Κεντρικής Ασίας (σαζ, μπαγλαμάς, κεμεντζές), άλλων της Μέσης Ανατολής (ούτι, ταμπουράς, κανονάκι, νέι) και - αργότερα στην παράδοση - δυτικών οργάνων (βιολί και πιάνο). Εξαιτίας ενός γεωγραφικού και πολιτιστικού διαχωρισμού μεταξύ της πρωτεύουσας και των άλλων περιοχών, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία προέκυψαν δύο ευδιάκριτα στυλ μουσικής: η οθωμανική κλασική μουσική και η λαϊκή μουσική. Στις επαρχίες δημιουργήθηκαν διάφορα είδη λαϊκής μουσικής. Οι κυριότερες περιοχές με τα διακεκριμένα μουσικά τους στυλ ήταν: η Βαλκανική-Θρακική, η Βορειοανατολική (Λαζοί), το Αιγαίο, η Κεντρική Ανατολική, η Ανατολική Μικρά Ασία και η Καυκασία. Μερικά από τα ξεχωριστά στυλ ήταν: η μουσική των γενιτσάρων, η μουσική των Ρομά, ο χορός οριεντάλ και η τουρκική λαϊκή μουσική.
Το παραδοσιακό θέατρο σκιών, ο καραγκιόζης, ήταν διαδεδομένο σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία και περιλάμβανε χαρακτήρες που εκπροσωπούσαν όλες τις μεγάλες εθνοτικές και κοινωνικές ομάδες της[174][175] Παιζόταν από ένα μόνο κραγκιοζοπαίχτη, που εκφωνούσε όλους τους ρόλους και συνοδευόταν από ντέφι. Η προέλευσή του είναι αδιευκρίνιστη, ίσως από παλαιότερη αιγυπτιακή παράδοση, πιθανώς από ασιατική πηγή.
Η οθωμανική κουζίνα αναφέρεται στην κουζίνα της πρωτεύουσας Κωνσταντινούπολης και των πρωτευουσών των επαρχιών, όπου το χωνευτήρι των πολιτισμών δημιούργησε μια κοινή κουζίνα που το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τη μοιραζόταν ανεξάρτητα από την εθνότητά του. Αυτή η ποικιλόμορφη κουζίνα τελειοποιήθηκε στα μαγειρεία του Αυτοκρατορικού Ανακτόρου από τους σεφ που μεταφέρθηκαν από συγκεκριμένα μέρη της αυτοκρατορίας για να δημιουργήσουν και να πειραματιστούν με διαφορετικά συστατικά. Οι δημιουργίες των μαγειρείων του Οθωμανικού Ανακτόρου περνούσαν στον πληθυσμό, για παράδειγμα μέσω εκδηλώσεων του Ραμαζανιού, και μέσω του μαγειρέματος στα γιαλιά των Πασάδων και από εκεί επεκτάθηκαν στον υπόλοιπο πληθυσμό.
Μεγάλο μέρος της κουζίνας των πρώην οθωμανικών εδαφών σήμερα προέρχεται από μια κοινή οθωμανική κουζίνα, ιδιαίτερα από την τουρκική, και περιλαμβάνει ελληνική, βαλκανική, αρμενική και μεσανατολική κουζίνα[176]. Πολλά συνηθισμένα πιάτα στην περιοχή, απόγονοι της άλλοτε κοινής οθωμανικής κουζίνας, περιλαμβάνουν το γιαούρτι, το ντονέρ κεμπάπ/γύρο/σαβαρμά, το τζατζίκι, το αριάνι, την πίτα, τη φέτα, το μπακλαβά, το λαχματζούν, τον μουσακά, τα γιουβαρλάκια, τους κεφτέδες, το μπουρέκι, το ρακί/τσίπουρο/τσικουδιά, τους μεζέδες, τους ντολμάδες, το σαρμά, το πιλάφι, τον τούρκικο καφέ, το σουτζούκι, το κασκ, το κεσκέκι, το μαντί, το λαβάς, το καναφέχ και πολλά άλλα.
Κατά την οθωμανική ιστορία οι Οθωμανοί κατάφεραν να οικοδομήσουν μια μεγάλη συλλογή βιβλιοθηκών γεμάτων με μεταφράσεις βιβλίων από άλλους πολιτισμούς, καθώς και πρωτότυπα χειρόγραφα[32]. Σε μεγάλο βαθμό αυτή η επιθυμία για τοπικά και ξένα χειρόγραφα προέκυψε τον 15ο αιώνα. Ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ έδωσε εντολή στον Γεώργιο Αμιρούτζη, Έλληνα λόγιο από την Τραπεζούντα, να μεταφράσει και να θέσει στη διάθεση των οθωμανικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων το βιβλίο γεωγραφίας του Πτολεμαίου. Άλλο παράδειγμα είναι ο Αλή Κουσζί - αστρονόμος, μαθηματικός και φυσικός καταγόμενος από τη Σαμαρκάνδη - που έγινε καθηγητής σε δύο μεντρεσέδες και επηρέασε τους οθωμανικούς κύκλους με τα γραπτά του και τη δράση των μαθητών του, παρόλο που πέρασε μόνο δύο ή τρία χρόνια Κωνσταντινούπολη πριν από τον θάνατό του.[177]
Ο Τακί αλ-Ντιν ανήγειρε το ομώνυμο αστεροσκοπείο στην Κωνσταντινούπολη το 1577, όπου έκανε παρατηρήσεις μέχρι το 1580. Υπολόγισε την εκκεντρότητα της τροχιάς του Ήλιου και την ετήσια κίνηση του απόγειου[178]. Ωστόσο ο πρωταρχικός σκοπός του αστεροσκοπείου ήταν σχεδόν αποκλειστικά αστρολογικός και όχι αστρονομικός, με κατάληξη την καταστροφή του το 1580 λόγω της επικράτησης μιας φατρίας κληρικών, που ήταν αντίθετη στη χρήση του για τον σκοπό αυτό[179]. Επίσης το 1551 πειραματίστηκε με τη δύναμη του ατμού στην Οθωμανική Αίγυπτο, όταν επινόησε έναν ατμοκίνητο ανυψωτήρα που κινείτο από έναν υποτυπώδη ατμοστρόβιλο.[180]
Το 1660 ο Οθωμανός λόγιος Ιμπραήμ Εφέντη αλ Ζιγκετβαρί Τεζκιρετσί μετέφρασε στα αραβικά την αστρονομική εργασία του Γάλλου Νοέλ Ντυρέ (γραμμένο το 1637)[181].
Ο Σεραφεντίν Σαμπουντσούογλου ήταν ο συγγραφέας του πρώτου χειρουργικού άτλαντα και της τελευταίας μεγάλης ιατρικής εγκυκλοπαίδειας στον ισλαμικό κόσμο. Αν και το έργο του βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στο Αλ-Τασρίφ του Αμπού αλ-Κασίμ αλ-Ζαχραουί, ο Σαμπουντσούογλου εισήγαγε πολλές δικές του καινοτομίες. Γυναίκες χειρούργοι επίσης απεικονίστηκαν για πρώτη φορά.[182]
Ένα παράδειγμα ρολογιού που μετρούσε τον χρόνο σε λεπτά δημιουργήθηκε από έναν Οθωμανό ωρολογοποιό, το Μεσούρ Σείχ Ντεντέ το 1702.[182]
Στις αρχές του 19ου αιώνα η Αίγυπτος υπό τον Μεχμέτ Αλή άρχισε να χρησιμοποιεί ατμομηχανές για βιομηχανική παραγωγή, όπως στη μεταλλουργία, στην υφαντουργία, στη χαρτοποιία και στην αποφλοίωση, με τη δύναμη του ατμού.[183] Ο ιστορικός της οικονομίας υποστηρίζει ότι στην Αίγυπτο υπήρχαν οι απαραίτητες οικονομικές συνθήκες για την υιοθέτηση του πετρελαίου ως δυνητικής πηγής ενέργειας για τις ατμομηχανές της αργότερα κατά τον 19ο αιώνα[183].
Τον 19ο αιώνα ο Ισάκ Εφέντη πιστώνεται με την εισαγωγή των σημερινών δυτικών επιστημονικών ιδεών και εξελίξεων στον Οθωμανικό και τον ευρύτερο Μουσουλμανικό κόσμο, καθώς και με την επινόηση μιας κατάλληλης τουρκικής και αραβικής επιστημονικής ορολογίας μέσω των μεταφράσεών του των Δυτικών έργων.
Έτος | Γεγονότα |
---|---|
1325: | Οι δυνάμεις του σουλτάνου Ορχάν καταλαμβάνουν την Μπούρσα (Προύσα) και την κάνουν πρωτεύουσα. |
1338: | Η παρουσία των Βυζαντινών στη Ανατολία συρρικνώνεται, αλλά διατηρούν ακόμη υπό τον έλεγχό τους την Κωνσταντινούπολη. |
1331: | Οι Οθωμανοί καταλαμβάνουν τη Νίκαια. |
1331: | Οι Οθωμανοί καταλαμβάνουν τη Νικομήδεια. |
1354: | Κατακτάται η περιοχή της Άνκαρα (Άγκυρας). |
1355: | Κατακτάται η Καλλίπολη (Γκελιμπολού) και γίνεται στρατηγικό σημείο για την οθωμανική επέκταση. |
1361: | Κατακτάται η Αδριανούπολη (Εντιρνέ) στη δυτική του πλευρά του Βοσπόρου. |
1386: | Οι Οθωμανοί αποσπούν τη Νις από τη Σερβία. |
1389: | Μάχη στο Κοσσυφοπέδιο - Θάνατος του σουλτάνου Μουράτ Α'. |
1393: | Η οθωμανική αυτοκρατορία εξαπλώνεται στη βόρεια Ελλάδα. |
1402: | Βαριά ήττα των Οθωμανών από τον Τιμούρ Λενκ (Ταμερλάνος) κοντά στην Άγκυρα με αποτέλεσμα να εξασθενήσει η επιρροή τους για μερικές δεκαετίες. Σταδιακή επανασυγκρότηση της αυτοκρατορίας. |
1453: | Μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες και πολύχρονη πολιορκία οι Οθωμανοί αναλαμβάνουν τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης. |
1466: | Κατάκτηση της Αλβανίας. |
1475: | Η Κριμαία καθίσταται υποτελές κράτος της αυτοκρατορίας. |
1514: | Το Ιράν ηττάται στη μάχη του Τσαλντιράν. |
1517: | Οι Μαμελούκοι της Αιγύπτου και της Συρίας ηττώνται και οι περιοχές τους προσαρτώνται στην αυτοκρατορία. Οι αραβικοί άγιοι τόποι των ισλαμιστών περιέρχονται στις κτήσεις της αυτοκρατορίας. |
1519: | Η Αλγερία γίνεται τμήμα της αυτοκρατορίας ως υποτελές κράτος. |
1521: | Η Μπάρκα (Νοτιοανατολική Λιβύη) προστίθεται στην αυτοκρατορία. Πέφτει το Βελιγράδι. |
1526: | Η Ουγγαρία ηττάται στη μάχη του Μοχάτς. |
1529: | Ο σουλτάνος Σουλεϊμάν Α' προσπαθεί ανεπιτυχώς να κατακτήσει τη Βιέννη. |
1531: | Η Τυνησία περιλαμβάνεται στην αυτοκρατορία ως υποτελές κράτος. |
1551: | Η Τρίπολη (της σύγχρονης Λιβύης) περιλαμβάνεται στην αυτοκρατορία ως υποτελές κράτος. |
1534: | Το Ιράκ περιλαμβάνεται στην αυτοκρατορία ως υποτελές κράτος. |
1829: | Η Ελλάδα αυτονομείται. |
1830: | Η Σερβία αυτονομείται. Η Βόρεια Αλγερία καταλαμβάνεται από τη Γαλλία. |
1832: | Η Ελλάδα γίνεται ανεξάρτητο κράτος και η Οθωμανική Αυτοκρατορία χάνει μέρος των περιοχών της στα Βαλκάνια (Πελοπόννησος, Στερεά Ελλάδα, Σποράδες, Εύβοια και Κυκλάδες). |
1839: | Έναρξη του Τανζιμάτ, της αναθεωρητικής διαδικασίας που στόχευε στον εξευρωπαϊσμό της οθωμανικής αυτοκρατορίας σε θέματα διοικητικής οργάνωσης και άλλους τομείς. |
1875: | Η Οθωμανική αυτοκρατορία χρεωκοπεί και αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη της στα ευρωπαϊκά πιστωτικά ιδρύματα. |
1876: | Υπό τον σουλτάνο Αμπντουλχαμίτ Β', η οθωμανική αυτοκρατορία αποκτά το πρώτο της σύνταγμα. |
1878: | Το σύνταγμα αναστέλλεται. Η Ρουμανία, η Σερβία, το Μαυροβούνιο και ένα τμήμα της Βουλγαρίας γίνονται ανεξάρτητα κράτη με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Η Κύπρος κατέχεται από τη Βρετανία. |
1881: | Η Οθωμανική αυτοκρατορία πιέζεται να δεχθεί ευρωπαϊκό οικονομικό έλεγχο. Η Τυνησία καταλαμβάνεται από τη Γαλλία. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία χάνει τις περιοχές της Θεσσαλίας και μικρό τμήμα της Ηπείρου (Άρτα), τα οποία δόθηκαν στην Ελλάδα. |
1882: | Η Αίγυπτος κατέχεται από τη Βρετανία. |
1912: | Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έχασε όλα τα ευρωπαϊκά εδάφη της στα δυτικά του ποταμού Εβρου, ως αποτέλεσμα των δύο Βαλκανικών Πολέμων, που έτσι καθόρισαν τα σημερινά δυτικά σύνορα της Τουρκίας. Άρχισε μια μεγάλη εισροή Τούρκων στα ενδότερα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τις απωλεσθείσες περιοχές. Μέχρι το 1914 η απομένουσα περιοχή-πυρήνας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γνώρισε αύξηση πληθυσμού περίπου 2,5 εκατομμυρίων λόγω της πλημμύρας της μετανάστευσης από τα Βαλκάνια. Στην Ελλάδα δόθηκαν, το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας, της Ηπείρου, τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου και μέρος της Θεσσαλίας (Ελασσόνα). Στη Σερβία δόθηκαν, το Κοσσυφοπέδιο και σημαντικό μέρος της Μακεδονίας (το οποίο σήμερα αποτελεί τη Βόρεια Μακεδονία), με σημαντικότερες πόλεις, το Μοναστήρι, τα Σκόπια και τη Στρώμνιτσα. Στη Βουλγαρία δόθηκαν, το μικρότερο μέρος της Μακεδονίας (γνωστό ως Μακεδονία του Πιρίν), με σημαντικότερες πόλεις, το Πετρίτσι, το Μελένικο και την Άνω Τζουμαγιά, το μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας Θράκης, με σημαντικότερη πόλη τη Φιλιππούπολη και η Δυτική Θράκη, και απέκτησε έξοδο στο Αιγαίο μεταξύ Αλεξανδρούπολης και Πόρτο Λάγος. Επίσης, η Αλβανία ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος, από εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που δεν διεκδικήθηκαν από κάποια χώρα, στο οποίο ωστόσο περιλήφθηκαν, η Βόρεια Ήπειρος, ύστερα από εντονότατες ιταλικές πιέσεις και απειλές εναντίον της Ελλάδος, και περιοχές που διεκδικούνταν από το Βασίλειο του Μαυροβουνίου (η περιοχή της Σκόδρας). Τέλος, η Λιβύη και τα Δωδεκάνησα καταλήφθηκαν από την Ιταλία, στα πλαίσια του Ιταλοτουρκικού Πολέμου, εκτός από το Καστελλόριζο, που περιήλθε υπό ιταλική κυριαρχία μόλις το 1921. |
1914: | Η Οθωμανική αυτοκρατορία εισέρχεται στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο ως σύμμαχος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. |
1915-1916: | Οι Αρμένιοι της Ανατολίας σφαγιάζονται από Τούρκους. Πάνω από ένα εκατομμύριο Αρμένιοι πεθαίνουν. |
1917: | Έναρξη της βρετανικής εκστρατείας στο Ιράκ και τη Συρία. Οι Οθωμανοί ηττώνται σε αρκετές μάχες και τον επόμενο χρόνο χάνουν τις περιοχές της Μέσης Ανατολής. |
1919: | Η Ελλάδα επιτίθεται στη Μικρά Ασία στη Σμύρνη και αναλαμβάνει τον έλεγχο πολλών δυτικών περιοχών. |
1920: | Η Οθωμανική αυτοκρατορία εξαναγκάζεται να υπογράψει τη Συνθήκη των Σεβρών, που οδηγεί σε απώλεια των αραβικών περιοχών και τμήματος της Ανατολίας. Σύμφωνα με αυτή, η Οθωμανική αυτοκρατορία περιορίστηκε στο μικρασιατικό της τμήμα, η Συρία δινόταν στη Γαλλία, η Μεσοποταμία (σημερινό Ιράκ), η Αραβία, η Παλαιστίνη στη Βρετανία, τα Δωδεκάνησα και το Καστελόριζο στην Ιταλία, αναγνωρίστηκε η προσάρτηση της Κύπρου στη Βρετανία και δόθηκαν στην Ελλάδα η Ανατολική Θράκη (μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης) έχοντας για μικρό διάστημα το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης, και τα νησιά του Αιγαίου, Ίμβρος και Τένεδος, καθώς και η δυνατότητα εξάσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων στην περιοχή της Σμύρνης κ.λπ. Δύο χρόνια αργότερα, και ενώ είχε μεσολαβήσει η Μικρασιατική καταστροφή, η Συνθήκη της Λωζάνης (23 Ιουλίου 1923) επέβαλε τελείως διαφορετικό ελληνοτουρκικό καθεστώς τόσο εδαφικά όσο και πληθυσμιακά. |
1922: | Οι εθνικιστές Νεότουρκοι εξαναγκάζουν τα ελληνικά στρατεύματα να εγκαταλείψουν τη δυτική Ανατολία υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Η Ανατολική Θράκη, και δύο νησιά του Αιγαίου (Ίμβρος και Τένεδος), επιστράφησαν στην Τουρκία, και καθορίστηκαν τα σημερινά χερσαία Ελληνοτουρκικά σύνορα, στον ποταμό Έβρο. Στις 1 Νοεμβρίου αποκηρύσσεται και διαλύεται πλήρως η οθωμανική αυτοκρατορία και τον επόμενο χρόνο τη θέση της παίρνει η σημερινή Δημοκρατία της Τουρκίας, με πρωτεύουσα της χώρας να ανακυρήσεται η Άγκυρα. |
Έτος μ.Χ. | Έτος Εγίρας | Επίσημο όνομα σουλτάνου ή Μπέη |
---|---|---|
1281-1324 | 680-724 | Οσμάν Α΄ (Osman) |
1324-60 | περ. 724-61 | Ορχάν (Orhan) |
1360-89 | 761-91 | Μουράτ Α΄ (Murat 1) |
1389-1403 | 791-805 | Βαγιαζίτ Α΄ Γιλντιρίμ (Bayezid 1 Yildirim) |
1403-21 | 805-24 | Μεχμέτ Α΄ Τσελεμπί (Mehmed 1 Celebi): διαφορετικά σημεία της αυτοκρατορίας κυβερνήθηκαν από τους αδελφούς του |
1421-44 | 824-48 | Μουράτ Β΄ (Murad 2) επανήλθε στην εξουσία 2 χρόνια αργότερα |
1444-46 | 848-50 | Μεχμέτ Β΄ Φατίχ (Mehmed 2 Fatih), επανήλθε στην εξουσία 5 χρόνια αργότερα |
1446-51 | 850-55 | Μουράτ Β΄ ήταν στην εξουσία 2 χρόνια ενωρίτερον |
1451-81 | 855-86 | Μεχμέτ Β΄ Φατίχ (Mehmed 2 Fatih), ήταν στην εξουσία 5 χρόνια νωρίτερα |
1481-1512 | 886-918 | Βαγιαζίτ Β΄ (Bayezid 2) |
1512-20 | 918-26 | Σελίμ Α΄ Γιαβούζ (Selim 1 Yavuz) |
1520-66 | 926-74 | Σουλεϊμάν Α΄ Κανουνί (Süleyman 1 Kanuni) |
1566-74 | 974-82 | Σελίμ Β΄ (Selim 2) |
1574-95 | 982-1003 | Μουράτ Γ΄ (Murad 3) |
1595-1603 | 1003-12 | Μεχμέτ Γ΄ (Mehmed 3) |
1603-17 | 1012-26 | Αχμέτ Α΄ (Ahmed 1) |
1617-18 | 1026-27 | Μουσταφά Α΄ (Mustafa 1), επανήλθε στην εξουσία 4 χρόνια αργότερα |
1618-22 | 1027-31 | Οσμάν Β΄ (Osman 2) |
1622-23 | 1031-32 | Μουσταφά Α΄ (Mustafa 1), ήταν στην εξουσία 4 χρόνια νωρίτερα |
1623-40 | 1032-49 | Μουράτ Δ΄ (Murad 4) |
1640-48 | 1049-58 | Ιμπραήμ Α΄ (Ibrahim) |
1648-87 | 1058-99 | Μεχμέτ Δ΄ (Mehmed 4) |
1687-91 | 1099-1102 | Σουλεϊμάν Β΄ (Süleyman 2) |
1691-95 | 1102-06 | Αχμέτ Β΄ (Ahmed 2) |
1695-1703 | 1106-15 | Μουσταφά Β' (Mustafa 2) |
1703-30 | 1115-43 | Αχμέτ Γ΄ (Ahmed 3) |
1730-54 | 1143-68 | Μαχμούτ Α΄ (Mahmud 1) |
1754-57 | 1168-71 | Οσμάν Γ΄ (Osman 3) |
1757-74 | 1171-87 | Μουσταφά Γ΄ (Mustafa 3) |
1774-89 | 1187-1203 | Αμπντούλ Χαμίτ Α΄ (Abdülhamid 1) |
1789-1807 | 1203-22 | Σελίμ Γ΄ (Selim 3) |
1807-08 | 1222-23 | Μουσταφά Δ΄ (Mustafa 4) |
1808-39 | 1223-55 | Μαχμούτ Β΄ (Mahmud 2) |
1839-61 | 1255-77 | Αμπντουλ Μεσίτ Α΄ (Abdülmecid 1) |
1861-76 | 1277-93 | Αμπντούλ Αζίζ (Abdülaziz) |
1876 | 1293 | Μουράτ Ε΄ (Murad 5) |
1876-1909 | 1293-1327 | Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ (Abdülhamid 2) |
1909-18 | 1327-36 | Μεχμέτ Ε΄ Ρεσάτ (Mehmed 5 Resat) |
1918-22 | 1336-41 | Μεχμέτ Στ΄ Βαχιντοτίν (Mehmed 6 Vahidettin) |
1922-24 | 1341-42 | Αμπντούλ Μετζίτ Β΄ (Abdülmecid 2) (στη θέση του χαλίφη, χωρίς την ισχύ της εξουσίας του σουλτάνου) |
1924- | 1342- | Η Τουρκία γίνεται δημοκρατία |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.