From Wikipedia, the free encyclopedia
Η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (τουρκικά: Küçük Kaynarca Antlaşması) πήρε το όνομά της από το ομώνυμο βουλγαρικό χωριό (σήμερα ονομάζεται Kaynardzha) κοντά στη Σιλίστρα, στο οποίο υπογράφηκε το 1774, που ήταν το αποτέλεσμα του έκτου ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-74), στον οποίο η Ρωσία κατέλαβε την Αζοφική, την Κριμαία και τη Βεσσαραβία. Υπό τον κόμητα στρατάρχη Πιότρ Ρουμιάντσεφ-Ζαντουνάισκι, οι Ρώσοι επέδραμαν στη Μολδαβία και νίκησαν τους Οθωμανούς στη Βουλγαρία. Οι Οθωμανοί αναγκάστηκαν να ζητήσουν ειρήνη και στις 21 Ιουλίου 1774 υπογράφτηκε η ομώνυμη Συνθήκη ειρήνης. Με τη συνθήκη αυτή η Ρωσία διαμόρφωσε τη διπλωματική βάση για περαιτέρω επέμβαση στα εσωτερικά της οθωμανικής αυτοκρατορίας[1].
Η Συνθήκη αυτή συντάχθηκε και υπογράφηκε μέσα σε 6 ημέρες και περιλαμβάνει 28 φανερά και 2 μυστικά άρθρα.
Σε ό,τι αφορά στα ελληνικά ενδιαφέροντα, με την υπογραφή της Συνθήκης κατοχυρώθηκε νομικά το δικαίωμα της χρήσης της ρωσικής σημαίας από Έλληνες πλοιοκτήτες, όπως και η ναυπήγηση πλοίων μεγάλου εκτοπίσματος. Χρησιμοποιώντας τη ρωσική σημαία και τη χορήγηση αδείας επιτηδεύματος, σε όσους ύψωναν τη ρωσική σημαία, από τον διοικητή της Οδησσού, ο εμπορικός στόλος των Ελλήνων πλοιοκτητών αναπτύχθηκε θεαματικά[2]. Ακολουθώντας πιστά τα γεωστρατηγικά της ενδιαφέροντα, η Ρωσία ενδιαφερόταν άμεσα για την ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, είτε εξαιτίας της έλλειψης ρωσικών εμπορικών πλοίων για τη μεταφορά εμπορευμάτων είτε εξαιτίας της ναυτικής δεξιότητας των ελληνικών πληρωμάτων.
Γενικά οι Έλληνες (στεριανοί και νησιώτες) του ελλαδικού χώρου υποτάσσονταν ηθελημένα στους Ρώσους και πολλοί εξ αυτών, μετά την υπογραφή της συνθήκης, εγκαταστάθηκαν στη Ρωσία ιδρύοντας νέους οικισμούς σε εκτάσεις που παραχώρησε η ίδια η Αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας και ειδικά στους Έλληνες. Αλλά και ένα μεγάλο ρεύμα νησιωτών και Πελοποννησίων κατευθύνθηκε στις Μικρασιατικές περιοχές όπου ο ζυγός φαινόταν ελαφρύτερος, καθώς και σε μεγαλύτερα κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όπως η Κωνσταντινούπολη, ή και σε κατεχόμενες περιοχές στην Αυστρία και Ουγγαρία.
Ιδιαίτερη σημασία για την Ορθοδοξία έχει το γεγονός ότι με την υπογραφή της συνθήκης οι Ρώσοι απέκτησαν το δικαίωμα να κτίσουν στην Κωνσταντινούπολη μια εκκλησία, στη συνοικία του Γαλατά. Η συμφωνία προέβλεπε επιπλέον ότι η εκκλησία ήταν υπό την εποπτεία του ρωσικού πατριαρχείου, το οποίο μπορούσε να έρχεται οποτεδήποτε επιθυμούσε σε επαφή με την Υψηλή Πύλη[3]. Η εκκλησία και το δικαίωμα της προστασίας της ήταν το θεμέλιο πάνω στο οποίο διεκδίκησε μεταγενέστερα η Ρωσία το δικαίωμα της προστασίας της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας, ακόμη και των Ελλήνων Ορθοδόξων στην οθωμανική επικράτεια. Παρόλο που μια τέτοια διεκδίκηση φαίνεται πιθανώς υπερβολική, η διασύνδεση μέσω του άρθρου 14 της συνθήκης εξυπηρετούσε τις βλέψεις του ρωσικού πατριαρχείου για επικυριαρχία στους ορθόδοξους πληθυσμούς. Ωστόσο, στο τουρκικό κείμενο της συνθήκης όπως το αναπαράγει ο Τούρκος ιστορικός Σεβντέτ Πασά δεν αναφέρεται κάποια εκκλησία 'ελληνικού τυπικού' όπως συμβαίνει με τη ρωσική εκδοχή, αλλά την κατονομάζει ως εκκλησία dusujrafa ή dosografa. Η εξέταση του ιταλικού κειμένου που υπογράφηκε ως επίσημο και από τις δύο δυνάμεις υποδεικνύει ότι πρόκειται πιθανώς περί παραφθοράς του Russogreca.[4]
Οπωσδήποτε η ανέγερση ενός νέου ναού αποτελούσε παραβίαση του ισλαμικού νόμου και η Αικατερίνη θα επευφημείτο από τους ορθόδοξους της Κωνσταντινούπολης. Μία εκκλησία υπό ρωσική προστασία θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυξημένη επιρροή της Αγίας Πετρούπολης στους ορθόδοξους πληθυσμούς. Η αύξηση της θρησκευτικής επίδρασης συμβάδιζε με τις εδαφικές, εμπορικές και διπλωματικές βλέψεις της Ρωσίας.
Γενικά η Συνθήκη αυτή παρά τη φαινομενική αμοιβαιότητα υποχρεώσεων, τελικά κατάφερε σοβαρό πλήγμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ πολλοί είναι εκείνοι οι ιστορικοί που πρεσβεύουν πως αυτή απετέλεσε και την απαρχή της κατάρρευσής της. Η γρήγορη ανάπτυξη, χάρη στις διομολογήσεις που επέβαλαν οι ξένοι στην Οθωμανική αυτοκρατορία, απέβη βέβαια εις βάρος της ανάπτυξης του ελληνικού βιομηχανικού κεφαλαίου, του μοναδικού φορέα της πραγματικής οικονομικής ανάπτυξης, του τόπου. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μετά τη συνθήκη, εγκαταλείφθηκαν βαθμιαία οι πρώτες προσπάθειες εκβιομηχάνισης (του ανύπαρκτου ακόμη κράτους) της Ελλάδας και το ελληνικό κεφάλαιο, το οποίο ασχολείτο κυρίως με το εμπόριο και την ναυσιπλοΐα, στράφηκε, σχεδόν αποκλειστικά, στις διεθνείς θαλάσσιες μεταφορές και στο αποικιακό εμπόριο. Γι’ αυτό και ορισμένοι (ελάχιστοι) ιστορικοί αμφισβητούν την ευεργετική σημασία της συνθήκης για την Ελλάδα, αξιολογώντας την ως ένα αποφασιστικό βήμα για την αποτελμάτωση της ελληνικής ανάπτυξης, η οποία κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό ήταν απολύτως δυσχερής, όπως ήταν δυσχερής και ο σχηματισμός Ελληνικού κεφαλαίου, λόγω της βαρύτατης φορολόγησης. Άλλοι όμως θεωρούν ότι, παρ’ όλα αυτά, έπαιξε θετικό ρόλο στην επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης του ελληνισμού και αργότερα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Η συνθήκη παραχώρησε οριστικά στη Ρωσία το Αζόφ, το Ταϊγάνι, το Γενί-Καλέ και το Κίνμπουρν. Η Κριμαία, η ζωτική αυτή περιοχή για το ρωσικό εμπόριο της Μαύρης θάλασσας, έπαψε να βρίσκεται στην επικράτεια του σουλτάνου και οι Παραδουνάβιες ηγεμονίες (Βλαχία, Μολδαβία) τέθηκαν υπό την προστασία της Ρωσίας. Τα πλεονεκτήματα της συνθήκης υπήρξαν τόσο πολλά για τη Ρωσία ώστε ο τότε πρωθυπουργός της Ποτέμκιν οδηγήθηκε στη σκέψη να καταρτίσει σχέδιο έξωσης της Τουρκίας από την Ευρώπη και ίδρυσης νέας Βυζαντινής αυτοκρατορίας, με ηγεμόνα κάποιον από τους μεγάλους δούκες της Τσαρικής οικογένειας. Το σχέδιό του όμως δεν υπολόγιζε τις άλλες Ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι οποίες διεκδικούσαν επίσης την κυριαρχία στην περιοχή.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.