From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Χανάτο της Κριμαίας (Qırım Hanlığı, قريم خانلغى, Κιρίμ Χανλιγί) ήταν κράτος των Κριμαίων Τατάρων από το 1449 έως το 1783. Το γηγενές όνομα ήταν Κριμαϊκή Γιούρτα (Qırım Yurtu, قريم يورتى). Ήταν το μακροβιότερο σε διάρκεια από τα χανάτα που δημιουργήθηκαν μετά τη διάλυση της Χρυσής Ορδής.[1]
Χανάτο της Κριμαίας قرم خانلغى Qırım Hanlığı | |||||
Υποτελές κράτος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1478–1774) | |||||
| |||||
---|---|---|---|---|---|
Το Χανάτο της Κριμαίας το 1600 | |||||
Πρωτεύουσα | Εσκί Κιρίμ Μπαχτσέσαράι | ||||
Γλώσσες | Τουρκικές γλώσσες (Κριμαϊκά Ταταρικά, Οθωμανικά Τουρκικά) | ||||
Θρησκεία | Ισλαμισμός | ||||
Πολίτευμα | Μοναρχία | ||||
Χαν | |||||
- | 1449-1466 | Χατζί Α' Γκιράι (πρώτος) | |||
- | 1777–1783 | Σαχίν Γκιράι (τελευταίος) | |||
Ιστορία | |||||
- | Ίδρυση | 1449 | |||
- | Προσάρτηση από τη Ρωσία | 1783 | |||
Σήμερα | Ουκρανία Ρωσία Μολδαβία | ||||
Το χανάτο ιδρύθηκε όταν ορισμένες φυλές[2] της αυτοκρατορίας της Χρυσής Ορδής έπαψαν να ζουν νομαδικά στις στέπες του Ντεστ-ι Κιπτσάκ (Desht-i Kipchak, σημαίνει: Στέπα των Κιπτσάκων ή Η ξένη γη που στεγάζει τους Κιπτσάκους) και αποφάσισαν να καταστήσουν την Κριμαία γιούρτα (πατρίδα) τους. Ακολούθως προσκάλεσαν έναν απόγονο του Τζένγκις Χαν, άτυχο διεκδικητή του θρόνου της Χρυσής Ορδής, τον Χατζί Α΄ Γκιράι, για να γίνει Χαν. Ο Χατζί Α΄ Γκιράι αποδέχθηκε την πρόταση και κατέφθασε από τη Λιθουανία, τον τόπο εξορίας του. Ίδρυσε το ανεξάρτητο κράτος του το 1441 μετά από μακρύ αγώνα για ανεξαρτησία από τη Χρυσή Ορδή. Το χανάτο κατείχε σχεδόν ολοκληρωτικά τη χερσόνησο της Κριμαίας (πλην της νότιας και νοτιοδυτικής ακτής και λιμένων που ελέγχονταν από τη Δημοκρατία της Γένοβας) και τις στέπες του Ντεστ-ι Κιπτσάκ.
Ακολούθησε εσωτερικός ανταγωνισμός ανάμεσα στους γιους του Χατζί μετά το θάνατό του. Οι Οθωμανοί παρενέβησαν και εγκατέστησαν τελικώς στο θρόνο τον γιο του Χατζί, Μενγκλί Α΄ Γκιράι. Το 1475 οθωμανικές δυνάμεις υπό την αρχηγία του Γκεντίκ Αχμέτ Πασά κυρίευσαν το Πριγκιπάτο της Θεοδωρούς και τις γενουατικές αποικίες στο Τσέμπαλο (σημερινή Μπαλακλάβα), τη Σολδαία και τον Καφφά. Έκτοτε το χανάτο περιήλθε στη ζώνη επιρροής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενώ η κριμαϊκή ακτή έγινε οθωμανικό σαντζάκι (Kefe sancak, από την πόλη Καφφά), οι χάνοι (χαν) συνέχισαν να κυβερνούν την υπόλοιπη χερσόνησο και τις βόρειες στέπες. Η σχέση των Οθωμανών με τους Κριμαίους Τατάρους υπήρξε μοναδική. Οι σουλτάνοι μεταχειρίστηκαν τους χαν περισσότερο ως συμμάχους παρά ως υποτελείς. Αν και ο επιλεγμένος χαν όφειλε να λάβει έγκριση από τον σουλτάνο, δεν υποδεικνυόταν από την Κωνσταντινούπολη. Οι Οθωμανοί αναγνώριζαν επίσης τη νομιμότητα των χαν στις στέπες, θεωρώντας τους απογόνους του Τζένγκις Χαν.
Οι διάφοροι χαν συνέχισαν να ασκούν εξωτερική πολιτική ανεξάρτητη από εκείνη των Οθωμανών στις στέπες της "Μικρής Ταρταρίας". Οι σχέσεις μεταξύ αυτών και του Οθωμανού σουλτάνου διαμορφώνονταν μέσω διπλωματικής αλληλογραφίας. Οι χαν συνέχισαν να κόβουν τα δικά τους νομίσματα και να χρησιμοποιούν τα ονόματά τους στις προσευχές της Παρασκευής, αμφότερα σημαντικές ενδείξεις κυριαρχίας. Δεν πλήρωναν επίσης φόρους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αντίθετα η Οθωμανική Αυτοκρατορία τούς πλήρωνε για τις υπηρεσίες τους, για τους εκπαιδευμένους ανιχνευτές και το εξαιρετικό μάχιμο ιππικό στις εκστρατείες της.
Η συμμαχία των Κριμαίων Τατάρων και των Οθωμανών ήταν συγκρίσιμη με την Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία ως προς τη σημασία και τη διάρκειά της. Το ταταρικό κριμαϊκό ιππικό έγινε απαραίτητο για τις εκστρατείες των Οθωμανών τόσο στην Ευρώπη (Πολωνία και Ουγγαρία), όσο και στην Ασία (στην περιοχή της Περσίας, εναντίον των Ακ Κογιουνλού και αργότερα των Σαφαβιδών)[3]. Ωστόσο η συγκεκριμένη πρακτική οδήγησε τους Κριμαίους Τατάρους σε εξάρτηση από τα λάφυρα που έπαιρναν σε νικηφόρες εκστρατείες, και όταν οι οθωμανικές στρατιωτικές εκστρατείες άρχισαν να αποτυγχάνουν, η οικονομία του χανάτου άρχισε επίσης να φθίνει.
Το 1502 ο Μενγκλί Α΄ Γκιράι νίκησε τον τελευταίο χαν της Μεγάλης Ορδής, θέτοντας τέλος στις διεκδικήσεις της τελευταίας στην Κριμαία. Κατά τον 16ο αιώνα το χανάτο διεκδίκησε τη διαδοχή της επικράτειας της "Μεγάλης Ορδής", και συνεπώς την αρχηγία σε όλα τα χανάτα της περιοχής της Κασπίας και του Βόλγα, ιδιαίτερα δε του Χανάτου του Καζάν και του Χανάτου του Άστραχαν. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα τον ανταγωνισμό με το Ρωσικό Βασίλειο για την κυριαρχία της περιοχής. Η επιτυχής εκστρατεία του Ντεβλέτ Α΄ Γκιράι στη Μόσχα το 1571 ολοκληρώθηκε με τη λεηλασία και πυρπόληση της ρωσικής πρωτεύουσας. Ο ίδιος μετά από αυτό ονομάστηκε "Taht-Algan" (ταχτ-αλγκάν, εκείνος που κατέλαβε με τη βία το θρόνο)[4]. Ωστόσο το χανάτο έχασε τη δυνατότητα πρόσβασης στις περιοχές του Βόλγα, εξαιτίας μιας καταστροφικής ήττας από τους Ρώσους στη Μάχη του Μόλοντι ακριβώς μετά από ένα χρόνο.
Η πρωτεύουσα του χανάτου ήταν αρχικά στο Σαλατσίκ κοντά στο φρούριο Κιρκ Γιερ (Qırq Yer). Κατόπιν μεταφέρθηκε στο Μπαχτσέσαράι, που ιδρύθηκε το 1532 από τον Σαχίμπ Α΄ Γκιράι.
Οι Γκιράι ανήγαν την καταγωγή τους στον Τζένγκις Χαν και το γεγονός αυτό τούς προσέδιδε πολιτική υπεροχή έναντι άλλων αριστοκρατικών οικογενειών. Σύμφωνα με την παράδοση της στέπας, ο κυβερνήτης ήταν νόμιμος μόνο εάν προερχόταν από το βασιλικό σόι των Τζενγκιδών. Ακόμη και ο τσάρος της Μοσχοβίας διεκδικούσε τέτοιου είδους καταγωγή. Αντί για την οθωμανική ιδεολογία της αυτοκρατορίας, το κριμαϊκό χανάτο ακολουθούσε την παράδοση της Χρυσής Ορδής. Με άλλα λόγια, η δυναστεία Γκιράι ήταν το σύμβολο της κυβέρνησης, αλλά ο χαν στην πραγματικότητα κυβερνούσε με τη συμμετοχή των μπέηδων του "Καράτσι", του συμβουλίου δηλ. των αρχηγών των ευγενών οικογενειών, όπως οι Σιρίν, οι Μπαρίν, οι Αργίν, οι Κιπτσάκ, και στη μεταγενέστερη περίοδο οι Μανσούρογλου και οι Σιτζαβούτ. Οι Νογκάι που δήλωσαν πίστη στον Κριμαίο χαν όταν κατέρρευσε το Χανάτο του Άστραχαν το 1556, υπήρξαν σημαντικό στοιχείο της εσωτερικής πολιτικής του Κριμαϊκού Χανάτου. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν επίσης οι Κιρκάσιοι και οι Κοζάκοι σε δεδομένες στιγμές της κριμαϊκής πολιτικής, μοιράζοντας την πίστη τους μεταξύ του χαν και των μπέηδων.
Εσωτερικά το χανάτο ήταν μοιρασμένο μεταξύ μπέηδων, πίσω από τους οποίους λειτουργούσαν ως εκτελεστική εξουσία οι μιρζά (πρίγκηπες) από ευγενείς οικογένειες. Οι σχέσεις των χωρικών ή των κτηνοτρόφων με τους μιρζά δεν ήταν φεουδαρχική. Ήταν ελεύθεροι, και ο ισλαμικός νόμος τούς προστάτευε από την απώλεια των δικαιωμάτων τους. Καταμερισμένη αναλογικά ανά χωριό, η γη καλλιεργείτο από κοινού και ο φόρος αποδιδόταν από όλο το χωριό. Ο φόρος ήταν η "δεκάτη" των αγροτικών προϊόντων, η "δωδεκάτη" των κοπαδιών και μία μεταβλητή απλήρωτης εργασίας. Κατά τη διάρκεια των μεταρρυθμίσεων του τελευταίου χαν, Σαχίν Γκιράι, η εσωτερική δομή άλλαξε ακολουθώντας το τουρκικό πρότυπο: οι γαίες των ευγενών κηρύχθηκαν επικράτεια του χαν και αναδιοργανώθηκαν σε «καντιλίκ», δηλαδή επαρχίες που κυβερνούνταν από αντιπροσώπους του χαν.
Ο νόμος του κριμαϊκού χανάτου βασιζόταν στον ταταρικό νόμο, τον ισλαμικό νόμο και σε κάποια περιορισμένα ζητήματα, στον οθωμανικό νόμο. Αρχηγός της μουσουλμανικής κοινότητας σε θρησκευτικά ζητήματα ήταν ο μουφτής, επιλεγμένος από τον τοπικό μουσουλμανικό κλήρο. Το κύριο όμως καθήκον του δεν ήταν δικαιικό, ούτε θεολογικό, ήταν κυρίως οικονομικό. Οι μουφτήδες έλεγχαν όλα τα βακίφ (εξελλ. βακούφια) και τα σημαντικά δημόσια έσοδα που προέκυπταν από αυτά. Άλλοι μουσουλμάνοι αξιωματούχοι που δεν διορίζονταν από τον κλήρο αλλά από τον Οθωμανό σουλτάνο ανήκαν στο καντί ασκέρ, το σώμα δηλαδή των κατήδων (κατής ή καδής=δικαστής). Επόπτευαν τις περιοχές που τους αναλογούσαν και εξαρτώντο θεωρητικά από το καντί ασκέρ. Πρακτικά ήταν απόλυτα εξαρτημένοι από τους αρχηγούς των αριστοκρατικών οικογενειών και τον ίδιο τον χαν. Οι κατήδες ρύθμιζαν τη νόμιμη καθημερινή συμπεριφορά των μουσουλμάνων στο χανάτο.
Οι μη μουσουλμανικές μειονότητες (Έλληνες, Αρμένιοι, Γότθοι της Κριμαίας, Κιρκάσιοι, Ενετοί, Γενουάτες, Καραΐτες Εβραίοι και Κριμτσάκοι Εβραίοι) ζούσαν σε πόλεις και χωριά, ενίοτε σε διαφορετικά καταλύματα. Είχαν τους δικούς τους θρησκευτικούς και δικαιικούς θεσμούς σύμφωνα με το σύστημα των μιλλέτ. Ήλεγχαν κυρίως τα οικονομικά επαγγέλματα και το εμπόριο, και πλήρωναν φόρο σε αντάλλαγμα απαλλαγής τους από τη στρατιωτική θητεία. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι αντιμετώπιζαν διακρίσεις. Ζούσαν όπως οι Κριμαίοι Τάταροι και μιλούσαν τις διαλέκτους τους.
Οι νομάδες από τους Κριμαίους Τατάρους και όλοι οι Νογκάι ήταν κτηνοτρόφοι. Η Κριμαία είχε σημαντικά εμπορικά λιμάνια, μέσω των οποίων τα αγαθά που κατέφθαναν εκεί από τον Δρόμο του Μεταξιού, εξάγονταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Ευρώπη. Το κριμαϊκό χανάτο είχε αρκετές μεγάλες, όμορφες και "ζωντανές" πόλεις, όπως το Μπαχτσέσαράι, το Κεζλέφ, το Καρασουμπαζάρ και το Ακ Μεστζίτ με καραβανσαράι (καταλύματα για τα καραβάνια), εμπορικά καταστήματα, βυρσοδεψεία και μύλους. Οι μόνιμα εγκατεστημένοι Κριμαίοι Τάταροι απασχολούνταν στη γεωργία, το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Επίσης, σε εκείνη την περίοδο η Κριμαία ήταν κέντρο παραγωγής οίνου, καπνού και καλλιέργειας οπωρικών. Τα κιλίμια (ανατολίτικα χράμια) του Μπαχτσέσαράι εξάγονταν στην Πολωνία και τα μαχαίρια που κατασκεύαζαν οι Κριμαίοι Τάταροι μεταλλοτεχνίτες θεωρούνταν τα καλύτερα ανάμεσα στις καυκάσιες φυλές. Διάσημοι ήταν επίσης οι Κριμαίοι Τάταροι για την καλλιέργεια του μεταξοσκώληκα και για την παραγωγή μελιού. Μία από τις μείζονες πηγές εισοδήματός τους και ιδίως των ευγενών ήταν τα λάφυρα από τις εκστρατείες στις γειτονικές χώρες, καθώς και το δουλεμπόριο.
Το Χανάτο της Κριμαίας υπήρξε αναμφίβολα ισχυρή δύναμη στην Ανατολική Ευρώπη μέχρι τον 18ο αιώνα. Οι Τάταροι της Κριμαίας έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην υπεράσπιση των συνόρων του Ισλάμ, ιδιαίτερα εναντίον των Πολωνών και των Μοσχοβιτών. Προκειμένου να εμποδίσουν τη σλαβική εγκατάσταση στις στέπες, ομάδες Κριμαίων Τατάρων σε συνεργασία με τους Τάταρους Νογκάι, επέδραμαν στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (Βλαχία και Μολδαβία), την Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία και τη Μοσχοβία.
Με μια διαδικασία που αποκαλούσαν «σοδειά της στέπας» σκλάβωναν πολλούς Σλάβους και Βλάχους χωρικούς και αποκτούσαν λάφυρα από τα οποία ο χαν εισέπραττε τη "δεκάτη" ή "εικοστή" (savğa, δηλαδή το 10 ή το 20%). Οι εκστρατείες των Κριμαίων Τατάρων θα μπορούσαν να διαιρεθούν στις επίσημες στρατιωτικές επιχειρήσεις, που καθοδηγούσαν οι ίδιοι οι χαν, και τις επιδρομές που πραγματοποιούσαν ξεχωριστές ομάδες ευγενών, ενίοτε παράνομες και αντιτιθέμενες στις συμφωνίες που υπέγραφαν οι χαν με τους κυβερνήτες γειτονικών χωρών. Για μεγάλο χρονικό διάστημα ώς τις αρχές του 18ου αιώνα, το χανάτο διατηρούσε μεγάλης έκτασης δουλεμπόριο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Μέση Ανατολή. Το εμπορικό λιμάνι Κέφε ήταν από τα σημαντικότερα στο θέμα του δουλεμπορίου[5]
Το κριμαϊκό χανάτο έκανε αρκετές συμμαχίες με την πολωνική Λιθουανία και τους Πολωνο-Λιθουανούς Κοζάκους εναντίον της αναπτυσσόμενης Μοσχοβίας, η οποία διεκδικούσε επικράτειες της Χρυσής Ορδής. Η διεκδικούμενη περιοχή είχε μεγάλη αξία για τους Μοσχοβίτες, καθώς θα επέτρεπε την εγκατάσταση Ρώσων σε εύφορες περιοχές με μακρύτερες περιόδους καλλιέργειας. Ορισμένοι θεωρούν ότι με αυτά τα εδάφη η Ρωσία θα ήταν αρκετά πλούσια ώστε να επιτρέψει την εξασθένιση του συστήματος της δουλοπαροικίας κατά τον 17ο αιώνα[6]. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι διαρκείς αψιμαχίες κατά μήκος της συνοριακής γραμμής και η αύξηση των στρατών των Ρώσων ευγενών είχαν ως αποτέλεσμα την αυξανόμενη εκμετάλλευση των Ρώσων χωρικών (μουζίκων).
Ορισμένοι ερευνητές εκτιμούν ότι περισσότεροι από 3 εκατομμύρια άνθρωποι, κύρια Κιρκάσιοι και Ουκρανοί, Ρώσοι, Λευκορώσοι, Πολωνοί, Βλάχοι και Μολδαβοί αιχμαλωτίστηκαν και έγιναν σκλάβοι κατά τη διάρκεια της ύπαρξης του χανάτου. Ένα από τα διασημότερα θύματά τους ήταν η Ρωξελάνη, που έγινε αργότερα σύζυγος του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς και κατόρθωσε να κερδίσει σημαντική δύναμη στην οθωμανική αυλή. Η διαρκής απειλή των Κριμαίων Τατάρων ήταν ένα από τα κίνητρα για την εμφάνιση των Κοζάκων[7].
Τελειοποιώντας τις τακτικές τους σε ό,τι αφορούσε στις επιδρομές, οι Κριμαίοι Τάταροι επέλεγαν δρόμους ανάμεσα σε ποταμούς. Ο κύριος δρόμος που ακολούθησαν για τη Μόσχα ήταν το Πέρασμα Μουράφσκι, που οδηγούσε από το κριμαϊκό Περεκόπ έως την Τούλα, ανάμεσα στους ποταμούς Δνείπερο και Σεβέρσκι Ντονέτς. Προχωρώντας έτσι αόρατοι βαθιά και χωρίς τον κίνδυνο πλαγιοκόπησης στις κατοικημένες περιοχές για 100-200 χλμ., επέστρεφαν λαφυραγωγώντας και συλλαμβάνοντας σκλάβους. Ετησίως υπολογίζεται ότι η Μόσχα κινητοποιούσε την άνοιξη μέχρι 65.000 στρατιώτες για υπηρεσία στα σύνορα, γεγονός που αποτελούσε βαρύ οικονομικό φορτίο για το κράτος. Οι Κοζάκοι και οι νέοι ευγενείς ήταν οργανωμένοι σε ομάδες περιπολίας, που παρατηρούσαν τους Τατάρους στη στέπα[8]. Περίπου 30 μείζονες ταταρικές επιδρομές καταγράφηκαν στις μοσχοβίτικες περιοχές στην περίοδο 1558-1596[9].
Η πτώση του χανάτου είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την αποδυνάμωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και συνεπώς μιας αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων στην Ανατολική Ευρώπη, προς όφελος των χριστιανικών βασιλείων. Οι Κριμαίοι Τάταροι επέστρεφαν από τις οθωμανικές εκστρατείες με άδεια χέρια, ενώ το ταταρικό ιππικό χωρίς σύγχρονο οπλισμό υπέφερε μεγάλες απώλειες έναντι των σύγχρονων ευρωπαϊκών και ρωσικών στρατών. Έως το τέλος του 17ου αιώνα η μοσχοβίτικη Ρωσία (Μοσχοβία) έγινε πολύ ισχυρή δύναμη για να τη λεηλατεί η ταταρική Κριμαία. Από τότε οι Κριμαίοι Τάταροι δεν ήταν ικανοί να διεξάγουν επιδρομές για λάφυρα και σκλάβους στην Ουκρανία ή τη Ρωσία, χάνοντας έτσι μία από τις οικονομικές πηγές του χανάτου. Αυτές οι εξωτερικές αποτυχίες είχαν επιπλέον και ένα άλλο εσωτερικής φύσης αποτέλεσμα. Η υποστήριξη του χαν από τις οικογένειες των ευγενών άρχισε επίσης να φθίνει και ξεκίνησε μια εσωτερική διαμάχη για την απόκτηση της κεντρικής διοίκησης. Οι Τάταροι Νογκάι, που παρείχαν σημαντικό τμήμα των κριμαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων, απέσυραν την υποστήριξή τους στους χαν προς το τέλος του χανάτου.
Στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα οι Καλμούχοι σχημάτισαν το Χανάτο των Καλμούχων στον Κάτω Βόλγα, και υπό τον Αγιούκα Χαν διεξήγαγαν πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις ενάντια στο κριμαϊκό Χανάτο και τους Νογκάι. Γενόμενοι τμήμα της Ρωσίας και κρατώντας τον όρκο τους να προστατεύουν τα νότια σύνορά της, οι Καλμούχοι έλαβαν ενεργά μέρος σε όλες τις ρωσικές στρατιωτικές εκστρατείες κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, παρέχοντας έως και 40.000 πλήρως οπλισμένους ιππείς.
Οι ενωμένες ρωσικές και ουκρανικές δυνάμεις επιτέθηκαν κατά του χανάτου στις εκστρατείες Σιγκιρίν και τις κριμαϊκές εκστρατείες. Κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου του 1735-1739, οι Ρώσοι υπό την αρχηγία του Μπούρκχαρντ Κριστόφ φον Μύνιχ κατάφεραν να διεισδύσουν στην κριμαϊκή χερσόνησο.
Το μεγαλύτερο τμήμα της σύρραξης διεξήχθη την περίοδο της Μεγάλης Αικατερίνης. Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1768-1774 κατέληξε στη συνθήκη Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, σύμφωνα με την οποία το κριμαϊκό χανάτο κέρδιζε την ανεξαρτησία του από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και ευθυγραμμιζόταν με τη Ρωσική Αυτοκρατορία.
Η διακυβέρνηση του τελευταίου χαν της Κριμαίας, Σαχίν Γκιράι, σηματοδοτήθηκε από την αυξανόμενη ρωσική επίδραση και βίαιες εξεγέρσεις της αντιπολίτευσης. Στις 8 Απριλίου 1783, παραβιάζοντας τη συνθήκη, η Αικατερίνη Β' παρενέβη στον υπό εξέλιξη εμφύλιο πόλεμο, προσαρτώντας ντε φάκτο όλη τη χερσόνησο στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Το 1787 ο Σαχίν Γκιράι αναζήτησε καταφύγιο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και τελικώς εκτελέστηκε από τις οθωμανικές αρχές ως προδότης, στη Ρόδο. Η οικογένεια των Γκιράι επιβιώνει μέχρι σήμερα.
Οι Νογκάι ποιμένες νομάδες βόρεια της Μαύρης Θάλασσας, θεωρούνταν υπήκοοι του Κριμαίου χαν. Ήταν διαιρεμένοι σε αρκετές ομάδες: τους Μπουντζάκ (από τον Δούναβη έως τον Δνείστερο), τους Γιεντιζάν (από τον Δνείστερο έως τον ποταμό Μπουκ), τους Γιαμ μπουλούκ (από τον ποταμό Μπουκ έως την Κριμαία), τους Γιεντικούλ (βόρεια της Κριμαίας) και τους Νογκάι του Κουμπάν. Με τη Συνθήκη του Ιασίου τα ρωσικά σύνορα επεκτάθηκαν έως τον Δνείστερο ποταμό και η κατάληψη της επικράτειας των Γιεντιζάν ολοκληρώθηκε. Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου επανέφερε το Μπουντζάκ υπό τον έλεγχο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.