Τουρκμενιστάν
χώρα της κεντρικής Ασίας From Wikipedia, the free encyclopedia
χώρα της κεντρικής Ασίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Τουρκμενιστάν (τουρκμενικά: Türkmenistan, γνωστό επίσης και ως Τουρκμενία), είναι χώρα της Κεντρικής Ασίας με έκταση 488.100 τ.χλμ. και πληθυσμό (107η στον κόσμο) 7.057.841[2] κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2022. Το όνομα της χώρας σημαίνει «γη των Τουρκομάνων». Το όνομα της πρωτεύουσας, Ασγκαμπάτ, σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει «πόλη της αγάπης» ή «η πόλη όπου οικοδομήθηκε η αγάπη», που ετυμολογείται από το αραβικό ishq που σημαίνει «αγάπη» με την περσική κατάληξη abad που σημαίνει «κατοίκησε» ή «οικοδομήθηκε».[5] Ως το 1991 αποτελούσε σοβιετική σοσιαλιστική δημοκρατία. Στα νοτιοανατολικά συνορεύει με το Αφγανιστάν, με το Ιράν στα νοτιοδυτικά, με το Ουζμπεκιστάν στα βορειοανατολικά, με το Καζακστάν στα βορειοδυτικά και με την Κασπία Θάλασσα στα δυτικά.
Τουρκμενιστάν
Türkmenistan | |||
---|---|---|---|
| |||
και μεγαλύτερη πόλη | Ασγκαμπάτ 37°58′N 58°20′E | ||
Τουρκμενικά | |||
Προεδρική Δημοκρατία | |||
Σ. Μπερντιμουχαμέντοφ | |||
Ανεξαρτησία Από την ΕΣΣΔ Σύνταγμα | 27 Οκτωβρίου 1991[1] 26 Σεπτεμβρίου 2008 | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα | 488.100 km2 (53η) 4,9 3.736 km | ||
Πληθυσμός • Απογραφή 2022 • Πυκνότητα | 7.057.841[2] (107η) 14,5 κατ./km2 (216η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2016) • Κατά κεφαλή | 95,526 δισ. $[3] (101η) 17.485 $[3] (103η) | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2016) • Κατά κεφαλή | 36,180 δισ. $[3] (182η) 6.622 $[3] (101η) | ||
ΔΑΑ (2021) | 0,745[4] (91η) – υψηλός | ||
Νόμισμα | Νέο μανάτ Τουρκμενιστάν1 (TMT) | ||
(UTC +5) | |||
Internet TLD | .tm | ||
Οδηγούν στα | δεξιά | ||
Κωδικός κλήσης | +993 | ||
1 Μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2009 θα παραμείνει στην κυκλοφορία το παλιό μανάτ (TMM). |
Το Τουρκμενιστάν έχει βρεθεί στα σταυροδρόμια των πολιτισμών για αιώνες. Στους μεσαιωνικούς χρόνους, η Μερβ ήταν μια από τις μεγάλες πόλεις του Ισλαμικού κόσμου και μία σημαντική στάση στον Δρόμο του Μεταξιού, μία διαδρομή καραβανιών που χρησιμοποιήθηκε για το εμπόριο με την Κίνα έως τα μέσα του 15ου αιώνα. Προσαρτήθηκε στη Ρωσική Αυτοκρατορία το 1881, και είχε εξέχουσα θέση στο Αντι-Μπολσεβικικό κίνημα στην Κεντρική Ασία. Το 1924, το Τουρκμενιστάν έγινε συνταγματική δημοκρατία της Σοβιετικής Ένωσης, αποτελώντας τη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τουρκμενίας.[6]
Το Τουρκμενιστάν έχει τα τέταρτα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου. Το μεγαλύτερο μέρος της χώρας καλύπτεται από την έρημο Καρακούμ (σημαίνει Μαύρη Άμμος). Από το 1993, οι πολίτες έχουν ηλεκτρισμό, νερό και φυσικό αέριο χωρίς χρέωση, και παρέχονται από την κυβέρνηση.[7]
Επίσημη γλώσσα της χώρας είναι η τουρκμενική (μια τουρκική γλώσσα). Από το 1990 μέχρι το 2006, οπότε και απεβίωσε, κυβέρνησε τη χώρα ο Σαπαρμουράτ Νιγιαζόφ. Το 2008 ο διάδοχός του ψήφισε ένα νέο Σύνταγμα.
Το όνομα του Τουρκμενιστάν (Türkmenistan) μπορεί να χωριστεί σε δύο συνθετικά: το εθνώνυμο Τουρκομάνοι και το περσικό επίθημα -σταν που σημαίνει "τόπος" ή "χώρα". Το όνομα "Τουρκμέν" προέρχεται από το Τουρκ, συν το σογδιανό επίθημα -μεν, που σημαίνει "σχεδόν Τούρκος", σε σχέση με την κατάστασή τους έξω από το τουρκικό δυναστικό μυθολογικό σύστημα. Ωστόσο, ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν ότι το επίθημα είναι ενισχυτικό, αλλάζοντας την έννοια του Τουρκμενικού σε «καθαρούς Τούρκους» ή «τους Τούρκους Τούρκους». Μουσουλμάνοι χρονικογράφοι όπως ο Ιμπν Καθίρ πρότειναν ότι η ετυμολογία του Τουρκμενιστάν προήλθε από τις λέξεις Τουρκ και Ιμάν (إيمان, που σημαίνει «πίστη») σε σχέση με μια μαζική μεταστροφή στο Ισλάμ διακοσίων χιλιάδων νοικοκυριών το 971. Το Τουρκμενιστάν κήρυξε την ανεξαρτησία του από τη Σοβιετική Ένωση μετά το δημοψήφισμα ανεξαρτησίας το 1991. Ως αποτέλεσμα, ο συνταγματικός νόμος εγκρίθηκε στις 27 Οκτωβρίου του ίδιου έτους και το άρθρο 1 καθιέρωσε τη νέα ονομασία του κράτους: Τουρκμενιστάν (Τουρκμενιστάν / Түркменистан).
Ένα κοινό όνομα για την Τουρκμενική ΣΣΔ ήταν το Τουρκμενία (στα ρωσικά Туркмения), χρησιμοποιείται σε ορισμένες αναφορές για την ανεξαρτησία της χώρας.
Στην επικράτεια του Τουρκμενιστάν ζούσαν ινδοϊρανικοί λαοί. Η γραπτή ιστορία του Τουρκμενιστάν ξεκινά με την προσάρτησή των εδαφών της σημερινής από την Αχαιμενιδική Αυτοκρατορία του Αρχαίου Ιράν.
Αργότερα, τον 8ο αιώνα μ.Χ., τουρκόφωνες Ογούζικες φυλές μετακινήθηκαν από τη Μογγολία στη σημερινή Κεντρική Ασία και το Τουρκμενιστάν. Οι Ογούζοι, βάση του σύγχρονου Τουρκμενικού πληθυσμού, ήταν μέρος μιας συνομοσπονδίας φυλών.[8] Τον 10ο αιώνα, το όνομα Τουρκμένιοι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με σκοπό να αναφερθεί στους ντόπιους Ογούζους Τούρκους που ασπάστηκαν στο Ισλάμ και κατοικούσαν στα εδάφη του σημερινού Τουρκμενιστάν.[8] Έπειτα η επικράτεια των Τουρκμενίων έπεσε στα χέρια της αυτοκρατορίας των Σελτζούκων, η οποία αποτελούνταν από ομάδες Ογούζικων φυλών που ζούσαν στο σημερινό Ιράν και Τουρκμενιστάν.[8] Ομάδες Ογούζων που υπηρετούσαν στην αυτοκρατορική κυβέρνηση συνέβαλαν σημαντικά στην εξάπλωση της κυριαρχίας των Σελτζούκων στο Αζερμπαϊτζάν και στην ανατολική Τουρκία.[8]
Τον 12ο αιώνα, Τουρκμένιοι και άλλες τουρκικές και μη φυλές διέλυσαν την αυτοκρατορία των Σελτζούκων, η οποία έπειτα διασπάστηκε σε μικρότερα κρατίδια.[9] Τον επόμενο αιώνα, οι Μογγόλοι κατέλαβαν τα βόρεια τουρκμενικά εδάφη, με αποτέλεσμα τον διασκορπισμό των Τουρκμενίων προς τον νότο και τη δημιουργία νέων τουρκμενικών φυλών και υποομάδων εξαιτίας αυτής της μετανάστευσης προς τον νότο.[9] Το Τουρκμενιστάν δεν έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο στην ιστορία της Κεντρικής Ασίας μετέπειτα.
Από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα υπήρξαν συνομοσπονδίες νομαδικών Τουρκμενικών φυλών, οι οποίες παρέμειναν ανεξάρτητες και ενέπνεαν φόβο στους γείτονές τους.[9] Μέχρι τον 16ο αιώνα, οι περισσότερες από αυτές τις φυλές βρίσκονταν υπό τον ονομαστικό έλεγχο δύο ουζμπεκικών χανάτων, των χανάτων της Χίβας και της Μπουχάρας.[9] Οι ουζμπεκικοί στρατοί της περιόδου είχαν πολλούς Τουρκμένιους στις τάξεις τους.[9] Τον 19ο αιώνα, επιδρομές και εξεγέρσεις από την τουρκμενική φυλή Γιομούντ είχε ως αποτέλεσμα οι ουζμπέκοι ηγεμόνες να απαντήσουν με τον γεωγραφικό διασκορπισμό της φυλής.[9] Το 1855 η Τουρκμενική φυλή Τέκε με επικεφαλής τον Γκοουσούτ-Χαν νίκησε τον στρατό του Μοχάμεντ Αμίν Χαν (ο οποίος Χαν ήταν επικεφαλής του στρατού του Χανάτου της Χίβας που είχε εισβάλει στη περιοχή του Τουρκμενιστάν)[10] και το 1861 οι Τέκε νίκησαν τον περσικό στρατό του Νασρεντίν-Σαχ.[11]
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, οι βόρειοι Τουρκμένοι αποτελούσαν την κύρια δύναμη εξουσίας στο Χανάτο της Χίβας σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο.[12][13] Σύμφωνα με τον ιστορικό Πωλ Ρ. Σπίκαρντ, «Πριν από τη ρωσική κατάκτηση, οι Τουρκμένοι ήταν διαβόητοι και τρομεροί, εξαιτίας της εμπλοκής τους στο δουλεμπόριο της Κεντρικής Ασίας».[14][15]
Η Ρωσική Αυτοκρατορία ξεκίνησε την προέλαση της στα εδάφη του σημερινού Τουρκμενιστάν στα τέλη του 19ου αιώνα.[16] Από το ορμητήριο τους στην Κασπία Θάλασσα στο Κρασνοβόντσκ (στο σημερινό Τουρκμένμπασι), οι Ρώσοι νίκησαν τα ουζμπεκικά χανάτα με τα οποία ήρθαν αντιμέτωπα για τον έλεγχο της εποχής.[16] Το 1879, οι ρωσικές δυνάμεις ηττήθηκαν από τη φυλή των Τέκε στην πρώτη τους προσπάθεια να καταλάβουν τη χώρα.[17] Ωστόσο, το 1881, η δεύτερη μάχη του Γκιοκ Τεπέ έληξε με επιτυχή κατάληξη για τους Ρώσους, ενώ λίγο αργότερα τα εδάφη του σημερινού Τουρκμενιστάν και του Ουζμπεκιστάν εντάχθηκαν στη Ρωσική Αυτοκρατορία.[16]
Το 1916, η συμμετοχή της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο επηρέασε και το Τουρκμενιστάν, καθώς οι Τουρκμένιοι ένωσαν τις δυνάμεις τους με τα υπόλοιπα έθνη της περιοχής σε μια εξέγερση κατά της υποχρεωτικής επιστράτευσης των ανδρών της περιοχής για να πολεμήσουν για τη Ρωσία.[16] Αν και η Ρωσική Επανάσταση του 1917 είχε μικρό άμεσο αντίκτυπο στην περιοχή, στη δεκαετία του 1920 οι Τουρκμένιοι ενώθηκαν με τους Καζάκους, τους Κιργίζιους και τους Ουζμπέκους στη λεγόμενη Εξέγερση Μπασμάτσι ενάντια στην κυριαρχία της νεοσύστατης Σοβιετικής Ένωσης.[16]
Το 1921 η τσαρική επαρχία της Υπερκασπίας (ρωσικά: Закаспийская область ) μετονομάστηκε σε Τουρκμενική Περιφέρεια (ρωσικά: Туркменская область ). Το 1924 δημιουργήθηκε η πρώτη τουρκμενική πολιτική οντότητα του 20ού αιώνα, η Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Τουρκμενιστάν.[16][18] Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, η αναδιοργάνωση της γεωργίας από τους Σοβιετικούς εξάλειψε τα κατάλοιπα του νομαδικού τρόπου ζωής των Τουρκμένιων. Η Μόσχα ήταν ο πραγματικός επικεφαλής στην περιοχή.[16] Ο σεισμός του Ασγκαμπάτ το 1948 σκότωσε πάνω από 110.000 ανθρώπους,[19] αριθμός που ισοδυναμούσε στα δύο τρίτα του πληθυσμού της πόλης.
Μέχρι τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, το Τουρκμενιστάν έπαιξε τον προσχεδιασμένο ρόλο του στη σοβιετική οικονομία και παρέμεινε εκτός της πορείας των μεγάλων γεγονότων στη διεθνή σκηνή.[20] Ακόμη και το μεγάλο κίνημα φιλελευθεροποίησης που συγκλόνισε τη Ρωσία και γενικότερα τη Σοβιετική Ένωση στα τέλη της δεκαετίας του 1980 είχε μικρό αντίκτυπο στο Τουρκμενιστάν, που τότε λεγόταν Τουρκμενία.[20] Ωστόσο, το 1990, το Ανώτατο Σοβιέτ του Τουρκμενιστάν διακήρυξε την ανωτερότητα των τοπικών νόμων απέναντι στους ομοσπονδιακούς. Η διακήρυξη αυτή ήταν μέρος μιας εθνικιστικής απάντησης των ντόπιων πολιτικών ενάντια στην εκμετάλλευση από τη Μόσχα.[20]
Αν και το Τουρκμενιστάν ήταν σε μεγάλο βαθμό απροετοίμαστο για να ανεξαρτητοποιηθεί και ο τότε κομμουνιστής ηγέτης Σαπαρμουράτ Νιγιάζοφ προτιμούσε η χώρα του να παραμείνει στη Σοβιετική Ένωση, τον Οκτώβριο του 1991, ο κατακερματισμός αυτής της οντότητας τον ανάγκασε να προκηρύξει ένα εθνικό δημοψήφισμα που ενέκρινε την ανεξαρτησία της χώρας του.[20] Στις 26 Δεκεμβρίου 1991, η Σοβιετική Ένωση έπαψε να υπάρχει. Ο Νιγιαζόφ έγινε ηγέτης του νέου κράτους. Ο Νιγιάζοφ αντικατέστησε τον κομμουνισμό με μια μορφή εθνικισμού που συνοδευόταν από έντονη προσωπολατρία υπέρ του ιδίου.[20]
Ένα δημοψήφισμα του 1994 και ένας νόμος του 1999 ουσιαστικά επέτρεψαν στον Νιγιαζόφ να διατηρήσει τη θέση του ισόβιου ηγέτη της χώρας. Υπενθυμίζεται ότι το 1992 κυριάρχησε πλήρως στις μοναδικές προεδρικές εκλογές στις οποίες συμμετείχε, καθώς ήταν ο μόνος υποψήφιος σε αυτές και όσοι προσπάθησαν να εγγραφούν σαν αντίπαλοι, δεν το κατάφεραν. Έτσι, στην πρώτη δεκαετία της τουρκμενικής ανεξαρτησίας, ο Νιγιάζοφ έγινε ισόβιος πρόεδρος της χώρας.[20] Κατά τη διάρκεια της θητείας του, ο Νιγιάζοφ διεξήγαγε συχνές εκστρατείες εκκαθάρισης του κρατικού μηχανισμού από διάφορους αξιωματούχους και έκλεισε οργανώσεις που θεωρούνταν απειλητικές για τον ίδιο.[20]
Σε όλη τη μετασοβιετική εποχή, το Τουρκμενιστάν έχει λάβει ουδέτερη θέση σε όλα σχεδόν τα διεθνή ζητήματα.[20] Ο Νιγιαζόφ απέφυγε να συμμετάσχει σε περιφερειακούς οργανισμούς όπως ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης και στα τέλη της δεκαετίας του 1990 διατήρησε σχέσεις με τους Ταλιμπάν και τον κύριο αντίπαλο τους στο Αφγανιστάν, τη Βόρεια Συμμαχία.[20] Το Τουρκμενιστάν προσέφερε περιορισμένη υποστήριξη στην στρατιωτική εκστρατεία κατά των Ταλιμπάν που ξεκίνησε από την Αμερική μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.[20] Το 2002 μια υποτιθέμενη απόπειρα δολοφονίας κατά του Νιγιάζοφ οδήγησε σε ένα νέο κύμα καταστολών, απολύσεων κυβερνητικών αξιωματούχων και περιορισμούς στην ελευθερία των ΜΜΕ[20] Ο Νιγιάζοφ κατηγόρησε τον εξόριστο πρώην υπουργό Εξωτερικών Μπόρις Σιχμουράντοφ για τον σχεδιασμό αυτής της επίθεσης.[20]
Μεταξύ των ετών 2002 και 2004, υπήρξε σοβαρή διμερής ένταση μεταξύ του Τουρκμενιστάν και του Ουζμπεκιστάν λόγω διμερών διαφωνιών αλλά και επειδή ο Νιγιαζόφ κατηγορούσε το Ουζμπεκιστάν για εμπλοκή στην απόπειρα εναντίον του το 2002.[21] Το 2004, μια σειρά από διμερείς συνθήκες αποκατέστησαν τις φιλικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.[21] Στις βουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου 2004 και του Ιανουαρίου 2005, συμμετείχε μόνο το κόμμα του Νιγιαζόφ και δεν συμμετείχαν διεθνείς παρατηρητές.[21] Το 2005, ο Νιγιάζοφ έκλεισε όλα τα νοσοκομεία εκτός του Ασγκαμπάτ και όλες τις αγροτικές βιβλιοθήκες.[21] Το 2006 το Τουρκμενιστάν άλλαζε ολοένα και περισσότερο πολιτικές, άλλαζε τους κρατικούς αξιωματούχους, εξάρτησε την οικονομία του ολοένα και περισσότερο στα ορυκτά καύσιμα και ακολούθησε πορεία αυτοαπομόνωσης από παγκόσμιους και περιφερειακούς οργανισμούς.[21] Η Κίνα ήταν μεταξύ των ελάχιστων εθνών με τα οποία το Τουρκμενιστάν ανέπτυξε σχέσεις.[21]
Ο ξαφνικός θάνατος του Νιγιαζόφ στα τέλη του 2006 άφησε ένα πλήρες κενό εξουσίας, καθώς η προσωπολατρία στο πρόσωπο του Νιγιαζόφ, συγκρίσιμη με αυτή για τον Κιμ Ιλ-σονγκ της Βόρειας Κορέας, είχε αποκλείσει τη διαδοχή του Νιγιαζόφ από οποιονδήποτε.[21] Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κουρμπανγκουλί Μπερντιμουχαμέντοφ, ο οποίος ορίστηκε προσωρινός αρχηγός της κυβέρνησης, κέρδισε τις μη δημοκρατικές ειδικές προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν στις αρχές Φεβρουαρίου 2007.[21] Η όλη διαδικασία με την αρχική ανάληψη καθηκόντων προσωρινού ηγέτη της κυβέρνησης από τον Μπερντιμουχαμέντοφ και η μετέπειτα υποψηφιότητα του παραβίασε το σύνταγμα.[22]
Ο Μπερντιμουχαμέντοφ κέρδισε δύο επιπλέον μη δημοκρατικές εκλογές, κερδίζοντας περίπου 97% των ψήφων τόσο το 2012 [23] όσο και το 2017. [24] Ο γιος του Σερντάρ Μπερντιμουχαμέντοφ κέρδισε τις μη δημοκρατικές πρόωρες προεδρικές εκλογές το 2022, θεσπίζοντας τα θεμέλια για την πρώτη πολιτική δυναστεία στο Τουρκμενιστάν.[25] Στις 19 Μαρτίου 2022, ο Σερντάρ Μπερντιμουχαμέντοφ ορκίστηκε νέος πρόεδρος του Τουρκμενιστάν για να διαδεχόμενος τον πατέρα του.[26]
Το Τουρκμενιστάν είναι μια μεγάλη χώρα, όμως και η δεύτερη πιο αραιοκατοικημένη χώρα της Κεντρικής Ασίας. Το Τουρκμενιστάν είναι σε μεγάλο βαθμό ξηρό και ερημικό με αποτέλεσμα να μην προσφέρεται για ανθρώπινη ή άλλη κατοίκηση. Τα σημαντικότερα γεωγραφικά χαρακτηριστικά είναι η νεαρή οροσειρά Κιοπέτ-Νταγ, τα οποία είναι νεαρά βουνά τα οποία χαρακτηρίζονται κατά καιρούς από σεισμούς μεγάλης ισχύος, όπως αυτόν του 1948. Το Τουρκμενιστάν διαρρέεται από τους ποταμούς Τετζέν, Αμού Ντάρυα και Μοργάμπ, των οποίων οι κοιλάδες αποτελούν την πατρίδα των περισσότερων ανθρώπων που ζουν σε αυτή τη χώρα.[27] Η χώρα βρέχεται από την Κασπία λίμνη (η τουρκμενική ακτογραμμή επί αυτής φτάνει τα 1.748 χιλιόμετρα) και εντός των εδαφών της βρίσκεται η λίμνη Καραμπογαζκιούλ. Παράλληλα, συνορεύει με το Καζακστάν στα βόρεια, το Ουζμπεκιστάν στα ανατολικά και νότια, το Αφγανιστάν στα νοτιοανατολικά και το Ιράν στα νότια.
Το Τουρκμενιστάν αποτελεί μια πεδινή χώρα, με εξαίρεση κατά κύριο λόγο κάποιες περιοχές νότια της Ασγαμπάτ και κοντά στα σύνορα με το Ουζμπεκιστάν.[28] Το υψόμετρο δεν ξεπερνά τα 220 μέτρα στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας, μάλιστα ορισμένες περιοχές στα δυτικά βρίσκονται κάτω από τη στάθμη της (ανοιχτής) θάλασσας. Το υψηλότερο σημείο της χώρας βρίσκεται στο όρος Αϊριμπαμπά στα 3.137 μέτρα, στα ανατολικά. Η έρημος Καρακούμ καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, περίπου 350.000 τ.χλμ. Ένα πολύ μικρό μέρος της ερήμου Κιζιλκούμ βρίσκεται στο Τουρκμενιστάν.[28] Στα δυτικά βρίσκεται η οροσειρά Μπαλκάν, με μέγιστο υψόμετρο τα 1.880 μέτρα στο όρος Αρλάν.
Το τοπίο του Τουρκμενιστάν χαρακτηρίζεται από ερήμους και αμμολόφους.[29]
Το Τουρκμενιστάν βρίσκεται σε μια εύκρατη ερημική ζώνη με ξηρό ηπειρωτικό κλίμα. Όντας απομακρυσμένο από τη θάλασσα, οι νεφώσεις και οι βροχές είναι λίγες. Η απουσία βουνών στο βόρειο Τουρκμενιστάν επιτρέπει στις αέριες μάζες από την Αρκτική και τη Σιβηρία να κατέβουν προς τον νότο, φτάνοντας στα όρη Κιοπέτ-Νταγ (τα οποία είναι το υγρότερο μέρος της χώρας), τα οποία μπλοκάρουν τον θερμό αέρα που προέρχεται από τον Ινδικό ωκεανό. Οι αέριες μάζες του Ατλαντικού και της Μεσογείου φέρνουν τις λιγοστές βροχοπτώσεις της χώρας.[30] Οι περισσότερες βροχοπτώσεις πέφτουν τον Ιανουάριο με Μάιο, και οι χειμώνες γενικά είναι ψυχροί και ξηροί.
Η έρημος Καρακούμ είναι μια από τις ξηρότερες περιοχές στον κόσμο, ενώ ορισμένες περιοχές της έχουν βροχοπτώσεις που δεν ξεπερνούν τα 12 χιλιοστόμετρα. Η μέγιστη θερμοκρασία στο Ασγαμπάτ είναι οι 48 βαθμοί Κελσίου, ενώ οι 51.7 βαθμοί Κελσίου που καταγράφηκαν στο Κέρκι, μια πόλη στις όχθες του Αμού Ντάρια, είναι μια ανεπίσημη και μη επιβεβαιωμένη εκτίμηση. Οι 50.1 βαθμοί Κελσίου που μετρήθηκαν στο καταφύγιο Ρέπετεκ είναι η υψηλότερη θερμοκρασία που κατεγράφη στην πρώην Σοβιετική Ένωση.[31] Το Τουρκμενιστάν έχει 235 με 240 ηλιόλουστες ημέρες τον χρόνο.[30]
Το Τουρκμενιστάν, ανάλογα με την περιοχή, χαρακτηρίζεται από ερήμους και στέπες.[32] Το Τουρκμενιστάν εκπέμπει κατά μέσο όρο 17.5 τόνους διοξειδίου του άνθρακα ανά άτομο. Ο υψηλός μέσος όρος προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τις δραστηριότητες εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου.[33]
Το 85% του συνολικού πληθυσμού είναι Τουρκομάνοι, ενώ υπάρχουν επίσης Ουζμπέκοι και Ρώσοι. Οι κάτοικοι πρεσβεύουν το Μουσουλμανικό δόγμα σε ποσοστό 91% ενώ οι χριστιανοί (κυρίως Ορθόδοξοι) αποτελούν το 7%. Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 69,7 χρόνια (66,5 χρόνια οι άνδρες και 73,0 οι γυναίκες).[34]
Η τελευταία απογραφή της οποίας τα αποτελέσματα είναι διαθέσιμα διενεργήθηκε το 1995. Τα αποτελέσματα των επόμενων απογραφών είναι κρατικό μυστικό. Τα διαθέσιμα στοιχεία υποδεικνύουν ότι οι περισσότεροι κάτοικοι είναι Τουρκμένιοι με σημαντικές μειονότητες Ουζμπέκων και Ρώσων. Στο Τουρκμενιστάν ζουν επίσης Καζάκοι, Τάταροι, Ουκρανοί, Κούρδοι (στα όρη Κιοπέτ-Νταγ), Αρμένιοι, Αζέροι, Βαλούχοι και Παστούν. Το ποσοστό των Ρώσων στο Τουρκμενιστάν μειώθηκε από 18,6% το 1939 σε 9,5% το 1989. Το World Factbook της Αμερικής σε εκτίμηση του για το 2003 υποστηρίζει ότι το 85% των κατοίκων είναι Τουρκμένιοι, το 5% Ουζμπέκοι, το 4% Ρώσοι και το 6% άλλες εθνότητες.[35] Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία που ανακοινώθηκαν τον Φεβρουάριο του 2001 το 91% του πληθυσμού ήταν Τουρκομάνοι, το 3% Ουζμπέκοι και το 2% Ρώσοι.
Μεταξύ των ετών 1989 και 2001 ο αριθμός των Τουρκομάνων, αυξήθηκε από 2.5 σε 4.9 εκατομμύρια (σημειώνεται ότι τα στοιχεία των τουρκμενικών απογραφών έχουν αμφισβητηθεί από την αντιπολίτευση) ενώ οι Ρώσοι υποχώρησαν από 334.000 σε σχεδόν 100.000 άτομα.[36][37] Εκτιμήσεις του 2021 κάνουν λόγο για την ύπαρξη 100.000 Ρώσων στα εδάφη της χώρας.[38] Τα μέσα ενημέρωσης της αντιπολίτευσης υποστήριξαν ότι με βάση κάποια αποτελέσματα της απογραφής που δημοσιεύτηκαν κρυφά ο πληθυσμός της χώρας έφτανε τα 4.751.120 άτομα. Σύμφωνα με αυτή την πηγή, το 85,6% των κατοίκων ήταν Τουρκομάνοι, το 5,8% Ουζμπέκοι και το 5,1% Ρώσοι. Αντίθετα, μια επίσημη αντιπροσωπεία του Τουρκμενιστάν ανέφερε στον ΟΗΕ τον Ιανουάριο του 2015 ότι το 9% του πληθυσμού της χώρας ήταν Ουζμπέκοι, το 2,2% Ρώσοι και το 0,4% Καζάκοι. Σύμφωνα με πληροφορίες, η απογραφή του 2012 κατέγραψε την παρουσία 58 εθνοτήτων στη χώρα.[39][40][41]
Οι επίσημες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για την ύπαρξη 6,2 εκατομμυρίων κατοίκων στη χώρα. Πιθανότατα οι εκτιμήσεις των τουρκμενικών αρχών για τον πληθυσμό της χώρας δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.[42] Η όποια αύξηση του πληθυσμού ακυρώνεται από τη μετανάστευση μεγάλου αριθμού κατοίκων που επιχειρούν να διαφύγουν από την κακή οικονομική κατάσταση της χώρας.[43] Τον Ιούλιο του 2021 τα μέσα ενημέρωσης της αντιπολίτευσης ανέφεραν, με βάση τρεις ανεξάρτητες ανώνυμες πηγές, ότι ο πληθυσμός της χώρας ήταν μόλις 2.7 με 2.8 εκατομμύρια άτομα.[44]
Η φυλετική φύση της Τουρκμενικής κοινωνίας είναι καλά τεκμηριωμένη. Οι κύριες Τουρκμενικές φυλές είναι οι Τέκε, Γιομούτ, Ερσαρί, Τσοβντούρ, Γκοκλένγκ και Σαρίκ.[45][46] Η πολυπληθέστερη τουρκμενική φυλή είναι η Τέκε.[47]
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία που δημοσιεύουν κάθε χρόνο οι υπηρεσίες των χωρών υποδοχής, το MeteoZhurnal υπολόγισε ότι τουλάχιστον 102.346 Τουρκμενιστάν πολίτες μετανάστευσαν στο εξωτερικό το 2019. Το 78% των Τουρκμένων μεταναστών πήγε στην Τουρκία ενώ 24.206 επέστρεψαν προφανώς στην πατρίδα τους.[48] Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας έρευνας του 2018, τα οποία διέρρευσαν στο διαδίκτυο, 1.879.413 πολίτες του Τουρκμενιστάν έφυγαν για το εξωτερικό στη δεκαετία 2008 με 2018.[49][50]
Τα Τουρκμενικά είναι η επίσημη γλώσσα του Τουρκμενιστάν (σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1992). Το Τουρκμενιστάν έχει κάνει τα πάντα για να απομακρύνει τον εαυτό του από τη ρωσική γλώσσα και πολιτισμό. Το 1993 το κυριλλικό αλφάβητο αντικαταστάθηκε με λατινικό αλφάβητο[51] και τα ρωσικά έχασαν την ιδιότητά τους ως γλώσσας επικοινωνίας μεταξύ των εθνών το 1996.[52] Το 1999 τα Τουρκμενικά μιλούσε σαν μητρική γλώσσα το 72% του πληθυσμού, τα Ρωσικά το 12%, τα Ουζμπεκικά το 9% [53] ενώ άλλες σημαντικές γλώσσες της χώρας ήταν τότε τα καζακικά, τα αρμενικά, τα ταταρικά, τα αζερικά, ενώ υπήρχαν και άλλες μειονοτικές γλώσσες.[54]
Σύμφωνα με το World Factbook, οι μουσουλμάνοι αποτελούν το 93% του πληθυσμού της χώρας, ενώ το 6% του πληθυσμού είναι Ορθόδοξοι Χριστιανών και το υπόλοιπο 1% δεν ανήκει σε κάποια θρησκεία.[55] Σύμφωνα με μια έκθεση του κέντρου ερευνών Πιου το 2009, το 93,1% του πληθυσμού της χώρας είναι μουσουλμάνοι.[56]
Οι πρώτοι μετανάστες σε τουρκμενικό έδαφος εστάλησαν για να διαδώσουν το Ισλάμ και συχνά υιοθετήθηκαν ως πατριάρχες συγκεκριμένων φυλών ή φυλετικών ομάδων, με αποτέλεσμα να γίνουν οι «ιδρυτές» τους. Η αναδιαμόρφωση της κοινοτικής ταυτότητας γύρω από τους μουσουλμάνους ιεραπόστολους αποτελεί μια από τις ιδιαίτερες διαδρομές εξέλιξης του Ισλάμ στη χώρα.[57]
Στη σοβιετική εποχή, όλες οι θρησκευτικές πεποιθήσεις καταδιώχθησαν από τις σοβιετικές αρχές, οι οποίες υποστήριζαν ότι οι θρησκείες προωθούσαν τη δεισιδαιμονία και ήταν «απομεινάρια του παρελθόντος». Τα περισσότερα θρησκευτικά σχολεία και θρησκευτικές τελετές έκλεισαν και απαγορεύτηκαν. Τα περισσότερα τζαμιά που υπήρχαν στην τσαρική εποχή έκλεισαν κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εποχής. Ωστόσο, από το 1990, έχουν γίνει προσπάθειες με στόχο να ανακτηθεί η πολιτιστική κληρονομιά της χώρας, επειδή κατά τη σοβιετική εποχή χάθηκε μέρος αυτής.[58]
Ο πρώην πρόεδρος Σαπαρμουράτ Νιγιαζόφ διέταξε τη διδασκαλία βασικών αρχών του Ισλάμ στα σχολεία. Από το 1991 και έπειτα η χώρα ίδρυσε πολλά τζαμιά και θρησκευτικά ιδρύματα, είτε με δικά της έξοδα, είτε με τη στήριξη της Σαουδικής Αραβίας, του Κουβέιτ και της Τουρκίας. Στην εποχή του Νιγιαζόφ γίνονταν μαθήματα θρησκευτικού περιεχομένου σε σχολεία και τζαμιά. Στα τζαμιά παραδίδονταν μαθήματα αραβικής γλώσσας, μελέτης Κορανίου και χαντίθ, ενώ διδασκόταν και η ιστορία του Ισλάμ. Ανάλογα πράγματα γίνονταν και στα σχολεία.[59] Επί του παρόντος, το μόνο εκπαιδευτικό ίδρυμα που ασχολείται με τη θρησκεία είναι η θεολογική σχολή του κρατικού πανεπιστημίου του Τουρκμενιστάν.
Η Ρωσική Ακαδημία Επιστημών έχει εντοπίσει ότι το τουρκμενικό ισλάμ ενσωματώνει στοιχεία από προϊσλαμικές τουρκικές θρησκευτικές πρακτικές και πεποιθήσεις.[60]
Ο Πρόεδρος Νιγιαζόφ έγραψε ένα κείμενο, το Ρουχνάμα («Βιβλίο της Ψυχής»), το οποίο δημοσιεύτηκε σε συνέχειες την περίοδο 2001 με 2004. Ο Νιγιαζόφ όχι μόνο εισήγαγε στα σχολεία τη μελέτη του Ρουχνάμα, αλλά υποχρέωσε και τα τζαμιά να παραθέτουν δίπλα-δίπλα το Κοράνι και το Ρουχνάμα. Το βιβλίο προωθήθηκε πάρα πολύ από το καθεστώς Νιγιαζόφ για λόγους προσωπολατρίας. Στην εποχή του Νιγιαζόφ, η γνώση του Ρουχνάμα ήταν προϋπόθεση για να αποκτήσει κάποιος δίπλωμα οδήγησης.[61] Αποσπάσματα από το Ρουχνάμα είναι χαραγμένα στους τοίχους του τζαμιού Τουρκμένμπασι Ρουχί. Πολλοί μουσουλμάνοι θεωρούν την προσθήκη στίχων του Ρουχνάμα στους τοίχους του τζαμιού πράξη ιεροσυλίας.[62]
Οι περισσότεροι Χριστιανοί στο Τουρκμενιστάν είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και αποτελούν περίπου το 5% του πληθυσμού.[63] Υπάρχουν 12 ρωσικές ορθόδοξες εκκλησίες στο Τουρκμενιστάν, εκ των οποίων τέσσερις βρίσκονται στο Ασγκαμπάτ.[64] Ένας αρχιερέας που κατοικεί στο Ασγκαμπάτ αποτελεί θρησκευτικό ηγέτη των Ορθοδόξων της χώρας. Μέχρι το 2007 το Τουρκμενιστάν υπαγόταν στη θρησκευτική δικαιοδοσία του Ρώσου ορθόδοξου αρχιεπισκόπου στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, αλλά από τότε υπάγεται η επισκοπή Τουρκμενιστάν στον Αρχιεπίσκοπο Πιατιγκόρσκ και Τσερκεσίας.[65] Στο Τουρκμενιστάν δεν υπάρχει καμία ρωσική ορθόδοξη θεολογική σχολή.
Υπάρχουν επίσης μικρές κοινότητες Αρμενίων Αποστολικών, η Ρωμαιοκαθολικών, οι Πεντηκοστιανών, Μαρτύρων του Ιεχωβά, Εβραίων και άλλων μη δογματικών χριστιανικών ομάδων, αλλά και άλλων χριστιανικών προτεσταντικών αιρέσεων. Επιπλέον, υπάρχουν μικρές κοινότητες Μπαχάι, Βαπτιστών, Αντβεντιστών της Έβδομης Ημέρας και Χάρε Κρίσνα.[66]
Η ιστορία της πίστης Μπαχάι στο Τουρκμενιστάν ανάγονται πολλές δεκαετίες πίσω.[67] Οι πρώτοι Μπαχάι που έφτασαν στο έδαφος της σημερινής χώρας το έκαναν πριν την προσάρτηση της στη Ρωσία.[68]΄Ο πρώτος Οίκος Λατρείας των Μπαχάι στον κόσμο χτίστηκε στο Ασγκαμπάτ στις αρχές του εικοστού αιώνα. Η ιδιοκτησία του κτιρίου πέρασε στους Σοβιετικούς τη δεκαετία του 1920 και το έκαναν γκαλερί τέχνης. Το κτίριο αυτού του οίκου λατρείας υπέστη μεγάλες ζημιές στον σεισμό της Ασγκαμπάτ του 1948 και αργότερα κατεδαφίστηκε. Ο χώρος του πρώτου οίκου λατρείας των Μπαχάι στον κόσμο αργότερα έγινε δημόσιο πάρκο.[69]
Πολίτευμα του κράτους είναι η προεδρική δημοκρατία. Σημερινός πρόεδρος (από τις 19 Μαρτίου 2022) είναι ο Σερντάρ Μπερντιμουχαμέντοφ, ο οποίος διαδέχθηκε τον πατέρα του, Κουρμπανγκουλί Μπερντιμουχαμέντοφ. Στις 26 Σεπτεμβρίου 2008 ψηφίστηκε ομόφωνα ένα νέο Σύνταγμα, που καθιέρωσε τον πολυκομματισμό.
Η χώρα απετέλεσε μέρος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και στη συνέχεια της Σοβιετικής Ένωσης, και εντέλει η χώρα έγινε ανεξάρτητη στις 27 Οκτωβρίου 1991, λίγο πριν τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Η ανεξαρτησία του Τουρκμενιστάν αναγνωρίστηκε επισήμως από τη διεθνή κοινότητα στις 26 Δεκεμβρίου 1991 με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.[70]
Ο Σαπαρμουράτ Νιγιάζοφ, πρώην αξιωματούχος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, κυβέρνησε το Τουρκμενιστάν από το 1985, όταν έγινε επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Τουρκμενικής ΣΣΔ, μέχρι τον θάνατό του το 2006. Διατήρησε τον απόλυτο έλεγχο της χώρας ως Πρόεδρος της μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Στις 28 Δεκεμβρίου 1999, ο Νιγιαζόφ ανακηρύχθηκε Ισόβιος Πρόεδρος του Τουρκμενιστάν από το κοινοβούλιο της χώρας, το οποίο είχε αναλάβει καθήκοντα μια εβδομάδα νωρίτερα σε εκλογές όπου συμμετείχαν υποψήφιοι που επέλεξε ο ίδιος ο Νιγιαζόφ. Δεν υπήρξε κανένας υποψήφιος της αντιπολίτευσης.
Από τον θάνατο του Νιγιαζόφ τον Δεκέμβριο του 2006 και έπειτα, η ηγεσία του Τουρκμενιστάν έχει κάνει δοκιμαστικές κινήσεις για να ανοίξει τη χώρα στον κόσμο. Ο διάδοχός του, Κουρμπανγκουλί Μπερντιμουχαμέντοφ, κατάργησε μερικές από τις πιο ιδιόμορφες πολιτικές του Νιγιαζόφ, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης των οπερών και των τσίρκων, αν και αργότερα η χώρα επέτρεψε μόνο σε λευκά αυτοκίνητα να κυκλοφορούν.[71] [72] Στην εκπαίδευση, η κυβέρνηση του Μπερντιμουχαμέντοφ αύξησε τη διάρκεια της βασικής εκπαίδευσης σε δέκα χρόνια από εννέα χρόνια και η διάρκεια της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης επεκτάθηκε από τέσσερα σε πέντε χρόνια.
Επίσημα η χώρα είναι προεδρική δημοκρατία, με τον Πρόεδρο να αποτελεί αρχηγός κράτους και επικεφαλής κυβέρνησης. Στην εποχή του Νιγιαζόφ η χώρα είχε μονοκομματικό πολιτικό σύστημα. Ωστόσο, τον Σεπτέμβριο του 2008, το Λαϊκό Συμβούλιο ενέκρινε ομόφωνα ψήφισμα για την έγκριση ενός νέου συντάγματος. Το τελευταίο είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση του συμβουλίου και τη σημαντική αύξηση του μεγέθους του Κοινοβουλίου τον Δεκέμβριο του 2008, επιτρέποντας τον σχηματισμό άλλων κομμάτων.[73]
Το πρώην Κομμουνιστικό Κόμμα της χώρας, σήμερα γνωστό ως Δημοκρατικό Κόμμα του Τουρκμενιστάν, είναι το κυρίαρχο κόμμα. Το δεύτερο κόμμα, το Κόμμα Βιομηχάνων και Επιχειρηματιών, ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 2012 και ένα κόμμα αγροτών εμφανίστηκε δύο χρόνια αργότερα. Οι πολιτικές συγκεντρώσεις είναι παράνομες, εκτός εάν τις έχει εγκρίνει η κυβέρνηση. Το 2013, έλαβαν χώρα οι πρώτες πολυκομματικές κοινοβουλευτικές εκλογές στο Τουρκμενιστάν. Το Τουρκμενιστάν ήταν μονοκομματικό κράτος από το 1991 έως το 2012. Ωστόσο, οι εκλογές του 2013 θεωρήθηκαν ευρέως σαν εκλογές-βιτρίνα.[74] Στην πράξη, όλα τα κόμματα στο κοινοβούλιο λειτουργούν από κοινού υπό την καθοδήγηση του κυβρνώντος κόμματος. Η χώρα δεν έχει πραγματική αντιπολίτευση.[75]
Τον Σεπτέμβριο του 2020, το Κοινοβούλιο του Τουρκμενιστάν ενέκρινε συνταγματική τροποποίηση η οποία δημιούργησε ένα δεύτερο κοινοβουλευτικό σώμα.[76] Το δεύτερο κοινοβούλιο είναι μια άνω βουλή που ονομάζεται Λαϊκό Συμβούλιο του Τουρκμενιστάν και αποτελείται από 56 μέλη, εκ των οποίων τα 48 εκλέγονται και 8 διορίζονται από τον πρόεδρο. Μαζί με τη Μετζλίς, το κάτω κοινοβούλιο, αποτελούμενο από 125 μέλη. Τα μέλη του Λαϊκού Συμβουλίου εξελέγησαν στις 28 Μαρτίου 2021.[77] [78] Οι εκλογές για το Μετζλίς διεξήχθησαν τελευταία φορά στις 25 Μαρτίου 2018. [79] [80]
Οι εξωτερικοί παρατηρητές θεωρούν ότι το νομοθετικό σώμα του Τουρκμενιστάν είναι ένα κοινοβούλιο που απλά νομιμοποιεί τις προειλημμένες κυβερνητικές αποφάσεις.[79] [80] [81]
Ο Δείκτης Αντίληψης Διαφθοράς 2021 της Διεθνούς Διαφάνειας έφερε το Τουρκμενιστάν σε ισοβαθμία με το Μπουρούντι και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, στην 169η θέση παγκοσμίως, μεταξύ του Τσαντ και της Ισημερινής Γουινέας, με βαθμολογία 19 πόντων στα 100.[82]
Τα αντιπολιτευόμενα ΜΜΕ και ξένες οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων περιγράφουν το Τουρκμενιστάν σαν μια χώρα που υποφέρει από ανεξέλεγκτη διαφθορά. Μια μη κυβερνητική οργάνωση, η Ακατέργαστη Λογοδοσία, αποκάλεσε ανοιχτά την οικονομία του Τουρκμενιστάν "κλεπτοκρατία".[83] Η αντιπολίτευση και τα κρατικά ΜΜΕ έχουν καλύψει το πρόβλημα της εκτεταμένης δωροδοκίας στην εκπαίδευση και την επιβολή του νόμου.[84] [85] [86] [87] Το 2019, ο αρχηγός της εθνικής αστυνομίας, υπουργός Εσωτερικών Ισγκεντέρ Μουλίκοφ, καταδικάστηκε και φυλακίστηκε για διαφθορά.[88] [89][90] [91] [92] [93] [94] [95] Το 2020 ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης για την εκπαίδευση και την επιστήμη, Πουρλί Αγκαμουράντοφ, αποπέμφθηκε επειδή δεν είχε ελέγξει τη δωροδοκία στην εκπαίδευση.[85]
Η παράνομη υιοθεσία εγκαταλελειμμένων μωρών στο Τουρκμενιστάν είναι αποτέλεσμα της αχαλίνωτης διαφθοράς που υπάρχει στις υπηρεσίες υιοθεσίας παιδιών, με αποτέλεσμα πολλοί γονείς να ψάχνουν για μια «φθηνότερη και ταχύτερη» επιλογή.[96] Ένα παντρεμένο ζευγάρι στην ανατολική επαρχία Φαράπ δήλωσε ότι έπρεπε να προσκομίσουν έγγραφα και συστατικές επιστολές από 40 διαφορετικούς φορείς για να υποστηρίξουν την αίτησή τους για υιοθεσία, ωστόσο τρία χρόνια αργότερα δεν υπήρχε ακόμη απόφαση για την προσφορά τους. Εν τω μεταξύ, πλουσιότεροι αιτούντες στο Φαράπ υιοθέτησαν νόμιμα ένα παιδί σε τέσσερις μήνες, αφού κατέβαλαν δωροδοκίες ύψους 14.300 δολαρίων, ή εναλλακτικά 50.000 μανάτ.[96]
Το δικαστικό σώμα στο Τουρκμενιστάν δεν είναι ανεξάρτητο. Σύμφωνα με τα άρθρα 71 και 100 του συντάγματος του Τουρκμενιστάν, ο πρόεδρος διορίζει όλους τους δικαστές, αλλά και τον επικεφαλής του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ο Πρόεδρος μπορεί να απολύσει τους δικαστές με τη συγκατάθεση του κοινοβουλίου.[97] Εξωτερικοί παρατηρητές θεωρούν ότι το νομοθετικό σώμα του Τουρκμενιστάν είναι ένα κοινοβούλιο που νομιμοποιεί τις προειλημμένες αποφάσεις της κυβέρνησης.[79] [80] [81] Επομένως, παρά τις συνταγματικές εγγυήσεις δικαστικής ανεξαρτησίας σύμφωνα με τα άρθρα 98 και 99, το δικαστικό σώμα βρίσκεται ντε φάκτο υπό προεδρικό έλεγχο.[98] Ο ανώτατος δικαστής θεωρείται μέλος της εκτελεστικής εξουσίας της κυβέρνησης και συμμετέχει στο Κρατικό Συμβούλιο Ασφαλείας του Τουρκμενιστάν.[99] Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ υποστηρίζει ότι το δικαστικό σύστημα της χώρας είναι διεφθαρμένο και μη ανεξάρτητο. Πολλοί νόμοι του Τουρκμενιστάν έχουν αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης της χώρας.[100]
Η διακήρυξη «μόνιμης ουδετερότητας» του Τουρκμενιστάν αναγνωρίστηκε επίσημα από τον ΟΗΕ το 1995.[101] Ο πρώην πρόεδρος Σαπαρμουράτ Νιγιάζοφ δήλωσε ότι το τουρκμενικό δόγμα ουδετερότητας θα εμπόδιζε το Τουρκμενιστάν να συμμετάσχει σε διεθνείς αμυντικούς οργανισμούς, αλλά επιτρέπει την αποδοχή ή παροχή στρατιωτικής βοήθειας. Η ουδέτερη εξωτερική πολιτική του Τουρκμενιστάν κατέχει σημαντική θέση στο Σύνταγμα του Τουρκμενιστάν. Το Τουρκμενιστάν έχει διπλωματικές σχέσεις με 139 χώρες. Μερικοί από τους σημαντικότερους συμμάχους της χώρας είναι το Αφγανιστάν, η Αρμενία, το Ιράν, το Πακιστάν και η Ρωσία.[102] Το Τουρκμενιστάν είναι μέλος των Ηνωμένων Εθνών, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας, του Οργανισμού για την Ασφάλεια και της Συνεργασίας στην Ευρώπη, του Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας, της Ισλαμικής Τράπεζας Ανάπτυξης, της Ασιατικής Τράπεζας Ανάπτυξης, της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότηση και Ανάπτυξη, του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας, του Διεθνούς Οργανισμού Τουρκικού Πολιτισμού ενώ είναι παρατηρητής του Οργανισμού Τουρκικών Κρατών.
Το Τουρκμενιστάν έχει επικριθεί ευρέως για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και έχει επιβάλλει σοβαρούς περιορισμούς στο δικαίωμα των πολιτών του να ταξιδεύουν στο εξωτερικό.[103][104] Η χώρα ακολουθεί πολιτική διακρίσεων κατά των εθνικών μειονοτήτων της χώρας. Η κυβέρνηση ενθαρρύνει τα πανεπιστήμια να μην δέχονται φοιτητές με ξένα, μη τουρκμενικά επώνυμα, ιδιαίτερα όμως όσοι έχουν ρωσικά επώνυμα.[105] Απαγορεύεται η διδασκαλία της ιστορίας και της γλώσσας των Βαλούχων, μια ιρανογενής μειονότητα που ζει στη χώρα.[106] Το ίδιο συμβαίνει και με τους Ουζμπέκους, αν και παλαιότερα η ουζμπεκική γλώσσα διδασκόταν στα σχολεία της χώρας.[106]
Σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, «Το Τουρκμενιστάν είναι μια από τις πιο καταπιεστικές χώρες στον κόσμο. Η χώρα είναι ουσιαστικά κλειστή για τους ανεξάρτητους ελεγκτές, ενώ τα μέσα ενημέρωσης και οι θρησκευτικές ελευθερίες υπόκεινται σε αυστηρότατους περιορισμούς, ενώ οι υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και οι λοιποί ακτιβιστές αντιμετωπίζουν τη συνεχή απειλή των κυβερνητικών αντιποίνων.»[107]
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου του 2014, που εκδίδουν οι Δημοσιογράφοι χωρίς Σύνορα, το Τουρκμενιστάν ήταν 178ο στον κόσμο, μπροστά από δύο χώρες, τη Βόρεια Κορέα και την Ερυθραία.[108] Η λογοκρισία στο Τουρκμενιστάν είναι πολύ υψηλή. Κάθε εκπομπή υπό τον Νιγιαζόφ ξεκινούσε με μια υπόσχεση ότι η γλώσσα του παρουσιαστή θα ξεραθεί εάν συκοφαντήσει τη χώρα, τη σημαία ή τον πρόεδρο.[109]
Οι θρησκευτικές μειονότητες υφίστανται διακρίσεις επειδή ασκούν τη θρησκεία τους και αποτελούν αντιρρησίες συνείδησης. Η κυβέρνηση έχει τιμωρήσει θρησκευτικές μειονότητες με φυλακίσεις, αποτροπές ταξιδιών στο εξωτερικό, κατάσχεση θρησκευτικών βιβλίων και δυσφήμιση στον τύπο.[110] [66] [111] [112] Πολλοί κρατούμενοι που έχουν συλληφθεί επειδή άσκησαν τη θρησκεία ή τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους υπέστησαν βασανιστήρια και στη συνέχεια καταδικάστηκαν σε φυλάκιση, πολλοί από αυτούς χωρίς δίκη.[113] [114] Η ομοφυλοφιλία είναι παράνομη στο Τουρκμενιστάν.[115]
Ο πρώτος Τηλεπικοινωνιακός δορυφόρος του Τουρκμενιστάν, ο TurkmenSat 1, εκτοξεύτηκε τον Απρίλιο του 2015. Η κυβέρνηση του Τουρκμενιστάν εξέδωσε τον ίδιο μήνα απόφαση με την οποία απαγόρευσε τα δορυφορικά πιάτα στο Τουρκμενιστάν. Η ανακοίνωση που εξέδωσε η κυβέρνηση ανέφερε ότι όλα τα υπάρχοντα δορυφορικά πιάτα θα πρέπει να αφαιρεθούν ή να καταστραφούν (αν και η εγκατάσταση κεραιών λήψης επικοινωνιών έγινε νόμιμη το 1995) σε μια προσπάθεια να εμποδιστεί η πρόσβαση των Τουρκμένιων σε εκατοντάδες κανάλια που είναι διαθέσιμα σε αυτούς μόνο με τη χρήση δορυφορικού πιάτου. Σε αυτά τα δορυφορικά κανάλια περιλαμβάνονται το BBC, το CNN και πολλά άλλα μεγάλα ειδησεογραφικά κανάλια. Ο κύριος στόχος αυτής της εκστρατείας είναι το Radio Azatlyk. Το Radio Azatlyk είναι η τουρκμενική υπηρεσία του Radio Free Europe/Radio Liberty, ενός πολύγλωσσου μέσου ενημέρωσης που χρηματοδοτείται από την αμερικανική κυβέρνηση.[116]
Η πρόσβαση στο διαδίκτυο είναι ελεγχόμενη και η κυβέρνηση έχει μπλοκάρει πολλές ιστοσελίδες. Το Τουρκμενιστάν έχει αποκλείσει τη πρόσβαση σε αντιπολιτευόμενα μέσα ενημέρωσης, στο YouTube, σε πολλά μέσα κοινωνικής δικτύωσης (συμπεριλαμβανομένου του Facebook) αλλά και σε κρυπτογραφημένες εφαρμογές επικοινωνίας. Στη χώρα απαγορεύεται η χρήση εικονικών ιδιωτικών δικτύων για την παράκαμψη της λογοκρισίας.[117] [118] [119]
Το δικαίωμα ψήφου αποκτάται στην ηλικία των 18 ετών.[120]
Κύριο λιμάνι είναι η Τουρκμένμπασι. Η χώρα είναι έρημη σε μεγάλο βαθμό. Οι δρόμοι της χώρας συνδέουν τη Σαμαρκάνδη του Ουζμπεκιστάν, την Ασγαμπάτ και το Τουρκμένμπασι στην Κασπία Θάλασσα, και κινούνται σε μεγάλο βαθμό από ανατολικά προς δυτικά.
Το 2015, η χώρα απαγόρευσε την εισαγωγή μαύρων αυτοκινήτων. Υπάρχουν αναφορές ότι αυτοκίνητα με σκοτεινά χρώματα κατασχέθηκαν από την αστυνομία και αποσύρθηκαν. Μαύρα αυτοκίνητα, καθώς και σκούρα μπλε και κόκκινα αυτοκίνητα. Επισήμως, η κυβέρνηση λέει ότι η απόφαση δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιας προσωπικής προτίμησης του προέδρου, αλλά η απόφαση έπρεπε να παρθεί επειδή τα σκούρα χρώματα προκαλούσαν ζημιές στο ερημικό κλίμα της χώρας.[121]
Από τον Δεκέμβριο του 2017, οι γυναίκες στο Τουρκμενιστάν δεν επιτρέπεται να οδηγούν.[122] Παράλληλα, οι γυναίκες δεν επιτρέπεται να κάθονται ούτε στη θέση του συνοδηγού.[123]
Οι σιδηροδρομικές μεταφορές στο Τουρκμενιστάν λειτουργούν υπό την επίβλεψη της κρατικής εταιρείας Türkmendemirýollary. Το Τουρκμενιστάν έχει πάνω από 5.000 χιλιόμετρα σιδηροδρόμων.[124] Το φάρδος των σιδηροδρομικών γραμμών στο Τουρκμενιστάν είναι 1.520 χιλιοστά, όπως και στην υπόλοιπη πρώην Σοβιετική Ένωση και τη Φινλανδία. Ένα τμήμα του Υπερκάσπιου Σιδηροδρόμου περνά στο Τουρκμενιστάν. Το Τουρκμενιστάν συνδέεται σιδηροδρομικά με όλες τις γειτονικές χώρες.
Η μόνη αεροπορική εταιρεία της χώρας που κάνει δρομολόγια στο εξωτερικό είναι η Turkmenistan Airlines. Η βάση της είναι το μεγαλύτερο αεροδρόμιο στη χώρα, το Αεροδρόμιο της Ασγκαμπάτ.
Εκτός από το διεθνές αεροδρόμιο στο Ασγκαμπάτ, υπάρχουν άλλα πέντε αεροδρόμια στο Τουρκμενιστάν. Το Αεροδρόμιο του Τουρκμεναμπάτ προσφέρει δρομολόγια από και προς το Αεροδρόμιο Σερεμέτιεβο της Μόσχας τέσσερις φορές την εβδομάδα.[125]
Τα υπόλοιπα τέσσερα αεροδρόμια προσφέρουν πτήσεις μόνο προς άλλα αεροδρόμια της χώρας, τα οποία εκτελούνται από την κρατική αεροπορική εταιρεία με Boeing 737.[126] Τα υπόλοιπα τέσσερα αεροδρόμια βρίσκονται στο Ντασογούζ, το Μαρί, το Μπαλκαναμπάτ και το Τουρκμένμπασι.
Η κυβέρνηση του Τουρκμενιστάν άρχισε να κατασκευάζει μια τεχνητή λίμνη, τη «Λίμνη της Χρυσής Εποχής», στη στέπα Ουστιούρτ το 2000.[127] Παράλληλα, στο βύθισμα Καρασόρ, η κυβέρνηση ανέλαβε ένα εγχείρημα με στόχο την άρδευση των παραπλήσιων περιοχών. Αυτό το εγχείρημα είναι αμφιλεγόμενο για γεωπολιτικούς και περιβαλλοντικούς λόγους.[128]
Το Τουρκμενιστάν διαθέτει τα τέταρτα μεγαλύτερα κοιτάσματα φυσικού αερίου και σημαντικά κοιτάσματα πετρελαίου.[129]
Το Τουρκμενιστάν έχει ακολουθήσει μια προσεκτική πορεία όσον αφορά τη μεταρρύθμιση της οικονομίας του, ελπίζοντας να αξιοποιήσει τα έσοδα από τις πωλήσεις φυσικού αερίου και βαμβακιού για να κρατήσει ζωντανή την οικονομία του. Το 2014, το ποσοστό ανεργίας σύμφωνα με εκτιμήσεις ήταν γύρω στο 11%.[130]
Από το 1998 έως το 2002, η οικονομία της χώρας υπέφερε από την έλλειψη κατάλληλων διαδρόμων για την εξαγωγή φυσικού αερίου και από το βραχυπρόθεσμο χρέος. Την ίδια περίοδο η αξία των εξαγωγών της χώρας αυξήθηκε κατακόρυφα λόγω της αύξησης των διεθνών τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Η κατάρρευση της αξίας των εξαγωγών υδρογονανθράκων και βαμβακιού από το 2014 και μετά έχει οδηγήσει σε σοβαρή μείωση των εσόδων του Τουρκμενιστάν από εξαγωγές, με αποτέλεσμα η χώρα να έχει έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο από το 2015 έως το 2017.[131] Στις αρχές της δεκαετίας του 2020, το Τουρκμενιστάν συνεχίζει να πλήττεται σοβαρά μακροπρόθεσμα από την εκτεταμένη φτώχεια και το υψηλό εξωτερικό χρέος,[132] καθώς από τη μείωση των τιμών των υδρογονανθράκων και τις μειωμένες αγορές τουρκμενικού φυσικού αερίου από την Κίνα.[133][134] Κατά συνέπεια, εξαιτίας της φτώχειας που πλήττει τη χώρα, ενώ τον Ιανουάριο του 2021 η επίσημη ισοτιμία του τουρκμενικού μανάτ ήταν 3.5 προς 1 δολάριο ΗΠΑ, στη μαύρη αγορά η ισοτιμία του μανάτ με το δολάριο είναι 32 μανάτ προς 1 δολάριο.[135]
Ο Σαπαρμουράτ Νιγιαζόφ έχει επενδύσει μεγάλο μέρος των κερδών από το φυσικό αέριο για την ανακαίνιση πόλεων, ιδίως της Ασγκαμπάτ. Οργανώσεις κατά της διαφθοράς έχουν εκφράσει ανησυχίες για τον τρόπο με τον οποίο η χώρα διαχειρίζεται τα κέρδη της από το φυσικό αέριο, με το μεγαλύτερο μέρος των κερδών να φυλάσσεται εκτός Τουρκμενιστάν, π.χ. στο Deutsche Bank στη Φραγκφούρτη της Γερμανίας, σύμφωνα με έκθεση της λονδρέζικης ΜΚΟ Global Witness που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του 2006.
Σύμφωνα με απόφαση του Λαϊκού Συμβουλίου στις 14 Αυγούστου 2003,[136] η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου, νερού και αλατιού επρόκειτο να επιδοτούνται από την κυβέρνηση ως το 2030. Με αυτές τις ρυθμίσεις, κάθε πολίτης δικαιούταν 35 κιλοβατώρες ηλεκτρικού ρεύματος, και 50 κυβικά μέτρα φυσικού αερίου τον μήνα. Το κράτος παρείχε 250 λίτρα νερού την ημέρα στους πολίτες.[137] Πάντως, το 2019 αυτές οι επιδοτήσεις είχαν καταργηθεί και οι Τουρκμένιοι πλήρωναν για την παροχή αυτών των υπηρεσιών.[138][139][140][141]
Ο Τουρκμενικός λαός ήταν παραδοσιακά λαός νομάδων και ιππέων. Ακόμη και σήμερα μετά την πτώση της ΕΣΣΔ οι προσπάθειες αστικοποίησης των Τουρκμένιων έχουν μέτρια επιτυχία.[142] Οι Τουρκμένιοι δεν κατάφεραν να στήσουν ένα πραγματικά συνεκτικό έθνος ακόμη και όταν ο Ιωσήφ Στάλιν τους υποχρέωσε να το κάνουν στη δεκαετία του 1930. Οι Τουρκμένιοι χωρίζονται σε φυλές και κάθε φυλή έχει τη δική της διάλεκτο και ενδυμασία.[143] Οι Τουρκμένοι είναι διάσημοι για την κατασκευή χαλιών με κόμπους, γνωστά και (λανθασμένα) ως χαλιά Μπουχάρας στη Δύση. Τα τουρκμενικά χαλιά είναι περίτεχνα και πολύχρωμα χαλιά με χειροποίητους κόμπους. Ακόμη και ο σχεδιασμός των χαλιών είναι ένα στοιχείο που αναδεικνύει τις διαφορές μεταξύ των φυλών του Τουρκμενιστάν. Οι γιούρτες είναι η παραδοσιακή μορφή κατοικίας των λαών του Τουρκμενιστάν. Τα άλογα αποτελούν ουσιαστικό συστατικό των ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Η ιππομαχία είναι δημοφιλές άθλημα στο Τουρκμενιστάν. Εκεί στόχος του αθλητή είναι να ρίξει τον αντίπαλο από το άλογο του.[144] Οι Τουρκμένιοι φορούν παραδοσιακά καπέλα από δέρμα προβάτου.
Τα περισσότερα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης εκδίδονται στα τουρκμενικά, κυρίως κρατικά. Η καθημερινή κρατική εφημερίδα δημοσιεύεται στα Τουρκμενικά (με την ονομασία Türkmenistan)[145] και στα Ρωσικά (με την ονομασία Ουδέτερο Τουρκμενιστάν, ρωσ. Нейтральный Туркменистан).[146] Οι ιστοσελίδες Turkmenportal και Parahat.info,[147] είναι φιλοκυβερνητικές, όπως και η κρατική ιστοσελίδα "Χρυσή Εποχή" ( τουρκμενικά: Altyn Asyr, ρωσικά: Золотой век ) που μεταδίδει ειδήσεις[148] σε Τουρκμενικά, Ρωσικά και Αγγλικά. Δύο ιδιωτικοί ειδησεογραφικοί οργανισμοί με έδρα το Ασγκαμπάτ, ο Infoabad[149] και ο Arzuw,[150] προσφέρουν ειδησεογραφικές υπηρεσίες στους κατοίκους της χώρας.
Τα άρθρα που δημοσιεύονται από τις κρατικά ελεγχόμενες εφημερίδες χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα λογοκρισίας, δοξάζοντας το κράτος και τον ηγέτη του. Τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης στα τουρκμενικά εδρεύουν σε περιοχές εκτός της χώρας. Γνωστά ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης στα τουρκμενικά είναι το Azatlyk Radiosy,[151] η Τουρκμενική υπηρεσία του Radio Free Europe/Radio Liberty με έδρα την Πράγα, την ιστοσελίδα Chronicles of Turkmenistan,[152] μια ιστοσελίδα η οποία ανήκει στην Τουρκμενική Πρωτοβουλία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με έδρα τη Βιέννη)[153], το Turkmen.news με έδρα την Ολλανδία, και την ιστοσελίδα Gündogar.[154] Επιπλέον, οι ιστοσελίδες Mediazona Central Asia, [155] Eurasianet [156] και Central Asia News [157] παρέχουν ρεπορτάζ για γεγονότα στο Τουρκμενιστάν.
Στο Τουρκμενιστάν λειτουργούν εφτά κρατικά κανάλια: τα Altyn Asyr, Ýaşlyk, Miras, το κανάλι Τουρκμενιστάν (το οποίο μεταδίδει προγράμματα σε 7 γλώσσες), το κανάλι Türkmen Owazy (που εκπέμπει μουσικά προγράμματα), αλλά και τα κανάλια Aşgabat και Turkmenistan Sport. Όλα τα κανάλια στο Τουρκμενιστάν είναι κρατικά. Η νυχτερινή επίσημη εκπομπή ειδήσεων, την οποία μεταδίδουν οι κρατικοί σταθμοί, η Watan (Πατρίδα), είναι διαθέσιμη στο YouTube.
Παρά την επίσημη απαγόρευση,[116] η ευρεία χρήση των δορυφορικών πιάτων από τους κατοίκους επιτρέπει την πρόσβαση τους σε ξένα τηλεοπτικά κανάλια, ειδικά εκτός της πρωτεύουσας.[158] Λόγω της στενής συγγένειας που έχουν μεταξύ τους η τουρκμενική και η τουρκική γλώσσα, τα προγράμματα στην τουρκική γλώσσα είναι δημοφιλή στους κατοίκους, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να αποθαρρύνει τους ανθρώπους από το να τα βλέπουν.[159][160][161][162]
Το διαδίκτυο στο Τουρκμενιστάν, σε σχέση με την υπόλοιπη Κεντρική Ασία, είναι υπανάπτυκτο. Η πρόσβαση στο διαδίκτυο προσφέρεται από την κρατική εταιρεία Turkmentelekom. Στις 27 Ιανουαρίου 2021, στο Τουρκμενιστάν υπήρχαν 1.265.794 χρήστες του διαδικτύου, το 21% του πληθυσμού της χώρας.[163][164]
Τα τουρκμενικά τηλεοπτικά κανάλια εκπέμπουν περιεχόμενο, το οποίο δοξάζει τον πρόεδρο της χώρας, ενώ μια εκπομπή της τηλεόρασης για τις εξελίξεις στον κόσμο επίσης εκπέμπουν μόνο πράγματα που δεν μπορεί να αποκρύψει η κυβέρνηση, και τα ειδησεογραφικά προγράμματα λογοκρίνονται πριν προβληθούν. Πολλοί Τουρκμένοι αποφεύγουν να βλέπουν τα τουρκμενικά κανάλια, και παρακολουθούν δορυφορική τηλεόραση με κανάλια του εξωτερικού. Η ουζμπεκική μειονότητα, σύμφωνα με εξόριστο δημοσιογράφο, παρακολουθεί ουζμπεκική τηλεόραση και αποφεύγει να βλέπει την τουρκμενική, λόγω της προπαγάνδας.[165]
Οι δημόσιες αργίες στο Τουρκμενιστάν ορίζονται στο Σύνταγμα του Τουρκμενιστάν. Μερικές δημόσιες αργίες της χώρας που εορτάζονται και σε άλλες χώρες είναι η Πρωτοχρονιά, το Νοβρούζ, το Ιντ αλ-φιτρ και το Ιντ αλ-αντχά. Οι Τουρκμένιοι γιορτάζουν επίσης την Ημέρα του Πεπονιού, την Ημέρα της Τουρκμένισσας Γυναίκας και την Ημέρα μνήμης του Σαπαρμουράτ Νιγιαζόφ.
Η εκπαίδευση στο Τουρκμενιστάν είναι καθολική και υποχρεωτική μέχρι τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Επί του προέδρου Νιγιαζόφ, η συνολική διάρκεια της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μειώθηκε από 10 σε 9 χρόνια. Ο Πρόεδρος Μπερντιμουχαμέντοφ επανέφερε τη 10ετή υποχρεωτική εκπαίδευση από το σχολικό έτος 2007–2008. Από το 2013, η γενική εκπαίδευση στο Τουρκμενιστάν επεκτάθηκε σε τρία στάδια διάρκειας 12 ετών: το δημοτικό σχολείο (που αντιστοιχεί στην ελληνική Α΄ με Γ΄ Δημοτικού), το γυμνάσιο (που αντιστοιχεί στην ελληνική Δ΄ Δημοτικού με Β΄ Γυμνασίου) και το λύκειο (που αντιστοιχεί στην ελληνική Γ΄ Γυμνασίου με Γ΄ Λυκείου).[166][167]
Με τη λήξη του ακαδημαϊκού έτους 2019-20, σχεδόν 80.000 Τουρκμένοι μαθητές αποφοίτησαν από το λύκειο.[168] Στο ακαδημαϊκό έτος 2019–2020, 12.242 μαθητές εισήχθησαν σε ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο Τουρκμενιστάν. Επιπλέον 9.063 έγιναν δεκτοί στα 42 επαγγελματικά κολέγια της χώρας.[169] Υπολογίζεται ότι 95.000 Τουρκμένοι φοιτητές σπούδαζαν σε ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο εξωτερικό το φθινόπωρο του 2019.[170]
Οι αρχιτέκτονες στο Τουρκμενιστάν εφαρμόζουν με πολλούς τρόπους τους κανόνες σύγχρονης αισθητικής, συμπεριλαμβάνοντας στα έργα τους τις ανάγκες που προκύπτουν από το υπάρχων ιστορικοπολιτιστικό περιβάλλον. Τα περισσότερα μεγάλα νέα κτίρια, ειδικά αυτά στο Ασγκαμπάτ, κατασκευάζονται με λευκό μάρμαρο. Ο Πύργος του Τουρκμενιστάν, το παλάτι του γάμου, το Πολιτιστικό και Ψυχαγωγικό Κέντρο Αλέμ και το κοντάρι της τουρκμενικής σημαίας στο Ασγκαμπάτ έχουν στόχο να δείξουν ότι η χώρα είναι μια σύγχρονη χώρα.
Το δημοφιλέστερο άθλημα στο Τουρκμενιστάν είναι το ποδόσφαιρο. Η εθνική ομάδα της χώρα δεν προκρίθηκε ποτέ στην τελική φάση του παγκοσμίου κυπέλλου ποδοσφαίρου, αλλά έχει εμφανιστεί δύο φορές στο Ασιατικό Κύπελλο Εθνών Ποδοσφαίρου, το 2004 και το 2019, φτάνοντας μέχρι τη φάση των ομίλων και τις δύο φορές. Ένα άλλο δημοφιλές άθλημα στη χώρα είναι η τοξοβολία[171], ενώ το Τουρκμενιστάν έχει διοργανώσει διεθνείς διοργανώσεις.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.