Σκόπια
Πρωτεύουσα της Βόρειας Μακεδονίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Πρωτεύουσα της Βόρειας Μακεδονίας From Wikipedia, the free encyclopedia
Τα Σκόπια (σλαβομακεδονικά: Скопје προφέρεται: [ˈskɔpje] ( ακούστε), αλβανικά: Shkup, αλβανική οριστική μορφή: Shkupi) είναι η πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της Βόρειας Μακεδονίας. Είναι χτισμένα σε υψόμετρο 262 μ., εκατέρωθεν του ποταμού Βαρδάρη (Αξιού) στην κυριότερη εμπορική οδό μεταξύ του ποταμού και του παννονικού βαθυπέδου, που διασχίζεται από τη σιδηροδρομική γραμμή Βελιγραδίου-Θεσσαλονίκης. Ιδιαίτερη ανάπτυξη γνώρισαν τα χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ήταν γνωστά ως «Ουσκιούπ» (τουρκικά: Üsküp). Η πόλη παρέμεινε υπό οθωμανική κυριαρχία για πάνω από 500 χρόνια και ήταν πρωτεύουσα του ομώνυμου σαντζακίου και κατόπιν ολόκληρου του Βιλαετιού του Κοσσυφοπεδίου. Ο πληθυσμός της πόλης ανέρχεται σε 467.257 κατοίκους.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Σκόπια | |
---|---|
Χώρα | Βόρεια Μακεδονία |
Διοικητική υπαγωγή | Ευρύτερα Σκόπια |
Γεωγραφική υπαγωγή | Σκοπιανική κοιλάδα |
Προστάτης | Θεοτόκος |
Έκταση | 571,46 km² |
Υψόμετρο | 251 μέτρα[1] |
Πληθυσμός | 422.540 (2021)[2] |
Ταχ. κωδ. | 1000 |
Τηλ. κωδ. | 02 |
Ζώνη ώρας | θερινή ώρα Κεντρικής Ευρώπης |
Σχετικά πολυμέσα | |
Τα Σκόπια βρίσκονται στο βόρειο τμήμα της Βόρειας Μακεδονίας, στο κέντρο της Βαλκανικής χερσονήσου και στα μισά του δρόμου μεταξύ Βελιγραδίου και Αθήνας. Η πόλη είναι χτισμένη στην κοιλάδα των Σκοπίων, με προσανατολισμό ανατολικά-δυτικά, κατά μήκος του ρου του Αξιού ποταμού, που χύνεται στο Αιγαίο Πέλαγος στην Ελλάδα. Η κοιλάδα έχει περίπου 20 χιλιόμετρα πλάτος και περιορίζεται από αρκετές οροσειρές βόρεια και νότια. Αυτές οι οροσειρές περιορίζουν την αστική επέκταση των Σκοπίων, που απλώνονται κατά μήκος του Αξιού και του Σεράβα, μικρού ποταμιού που έρχεται από τον Βορρά. Στα διοικητικά της όρια η πόλη των Σκοπίων εκτείνεται σε μήκος άνω των 33 χιλιομέτρων αλλά σε πλάτος μόνο 10 χιλιομέτρων.
Τα Σκόπια είναι περίπου 245 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και καλύπτει 571,46 τ.χλμ. Η αστική περιοχή καλύπτει μόνο 337 τ.χλμ. Τα Σκόπια, στα διοικητικά όρια τους, περιλαμβάνουν πολλά χωριά και άλλους οικισμούς, όπως τα Ντράτσεβο, Γκόρνο Νέρεζι και Μπάρντοβτσι. Σύμφωνα με την απογραφή του 2002 η πόλη των Σκοπίων περιελάμβανε 506.926 κατοίκους, ενώ μόνο η αστική περιοχή 444.800.
Η πόλη των Σκοπίων συνορεύει με το Κόσοβο στα βορειοανατολικά. Δεξιόστροφα επίσης συνορεύει με τους δήμους Τσούτσερ-Σαντέβο, Λίπκοβο, Αρασίνοβο, Ίλιντεν, Στουντενιτσάνι, Σοπίστε, Ζελίνο και Γεγκούνοβτσε.
Ο ποταμός Αξιός, που ρέει μέσα από τα Σκόπια, είναι περίπου 60 χιλιόμετρα από τις πηγές του κοντά στο Γκόστιβαρ. Στα Σκόπια, ο μέσος όρος απορροής του είναι 51 m3/s, με ένα μεγάλο εύρος, ανάλογα με τις εποχές, μεταξύ 99,6 m3/s τον Μάιο και 18,7 m3/s τον Ιούλιο. Η θερμοκρασία του νερού κυμαίνεται μεταξύ 4,6 °C τον Ιανουάριο και 18,1 °C τον Ιούλιο.
Αρκετοί ποταμοί πληρούν συμβάλλουν στον Αξιό εντός των ορίων της πόλης. Μεγαλύτερος είναι ο Τρέσκα, μήκους 130 χιλιομέτρων. Διασχίζει το Φαράγγι Μάτκα πριν συναντήσει τον Αξιό στο δυτικό άκρο της πόλης των Σκοπίων. Ο Λέπενατς, που έρχεται από το Κόσοβο, εκβάλλει στον Βαρδάρη στο βορειοδυτικό άκρο της αστικής περιοχής. Ο Σέραβα, που επίσης έρχεται από τον Βορρά, περνούσε μέσα από το Παλιό Παζάρι μέχρι τη δεκαετία του 1960, οπότε έγινε εκτροπή του προς τα δυτικά, επειδή τα νερά του ήταν πολύ μολυσμένα. Αρχικά συναντούσε τον Αξιό κοντά στην έδρα της Μακεδονικής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών. Σήμερα εκβάλλει στον Αξιό κοντά στα ερείπια των Σκούπων. Τέλος ο Μάρκοβα Ρέκα, που η πηγή του είναι στο Όρος Βόντνο, συναντά τον Αξιό στο ανατολικό άκρο της πόλης. Αυτά τα τρία ποτάμια έχουν μήκος μικρότερο των 70 χιλιομέτρων.
Η πόλη των Σκοπίων έχει δύο τεχνητές λίμνες, που βρίσκονται στον Τρέσκα. Η λίμνη Μάτκα ήταν το αποτέλεσμα της κατασκευής ενός φράγματος στο Φαράγγι Μάτκα τη δεκαετία του 1930 και η λίμνη Τρέσκα ανοίχθηκε για λόγους αναψυχής το 1978. Τρεις μικρές φυσικές λίμνες βρίσκονται κοντά στο Σμιλίκοβτσι, στο βορειοανατολικό άκρο της αστικής περιοχής.
Ο ποταμός Αξιός έχει προκαλέσει στο παρελθόν πολλές πλημμύρες, όπως το 1962, όταν εκροή του έφθασε τα 1.110 m3/s. Αρκετές εργασίες έχουν πραγματοποιηθεί από τα βυζαντινά χρόνια για τον περιορισμό του κινδύνου και, μετά την κατασκευή του φράγματος Kότζιακ στον Τρέσκα το 1994, ο κίνδυνος πλημμύρας έχει σχεδόν μηδενισθεί.
Το υπέδαφος περιέχει ένα μεγάλο υδροφόρο ορίζοντα που τροφοδοτείται από τον ποταμό Αξιό και λειτουργεί ως ένα υπόγειο ποτάμι. Κάτω από το τραπέζι βρίσκεται νερό που περιέχεται σε μάργες. Ο υδροφόρος ορίζοντας είναι 4 έως 12 m κάτω από το έδαφος και έχει βάθος 4–144 m. Αρκετά πηγάδια συλλέγουν τα νερά του αλλά το μεγαλύτερο μέρος του πόσιμου νερού που χρησιμοποιείται στα Σκόπια προέρχεται από μια καρστική πηγή στο Ράστσε, που βρίσκεται στα δυτικά της πόλης.
Η κοιλάδα των Σκοπίων οριοθετείται στα δυτικά από το Όρος Σκάρδος, στα νότια από την οροσειρά Γιακούπιτσα, στα ανατολικά από τους λόφους που ανήκουν στην οροσειρά Οσόγκοβο, και στα βόρεια από τη Σκόπσκα Τσρνα Γκόρα. Το Όρος Βόντνο, το υψηλότερο σημείο εντός των ορίων της πόλης, έχει ύψος 1.066 μ. και ανήκει στην οροσειρά Γιακούπιτσα.
Παρά το γεγονός ότι τα Σκόπια είναι χτισμένο στους πρόποδες του βουνού Βόντνο, η αστική περιοχή είναι ως επί το πλείστον επίπεδη. Περιλαμβάνει διάφορους δευτερεύοντες λόφους, που γενικά καλύπτονται με δάση και πάρκα, όπως ο λόφος Γκάζι Μπάμπα (325 m), ο Ζάιτσεφ Ριντ (327 m), οι πρόποδες του όρους Βόντνο (οι μικρότεροι είναι μεταξύ 350 και 400 μ) και ο λόφος όπου είναι χτισμένο το Φρούριο των Σκοπίων.
Η κοιλάδα των Σκοπίων βρίσκεται κοντά σε ένα σεισμικό ρήγμα μεταξύ των Αφρικανικής και Ευρασιατικής τεκτονικών πλακών και γνωρίζει συνεχώς σεισμική δραστηριότητα. Αυτή η δραστηριότητα επαυξάνεται από την πορώδη δομή του υπεδάφους. Μεγάλοι σεισμοί σημειώθηκαν στα Σκόπια το 518, το 1505 και το 1963.
Η κοιλάδα των Σκοπίων ανήκει στη γεωτεκτονική περιοχή του Αξιού, το υπέδαφος του οποίου έχει σχηματισθεί από Νεογενείς και Τεταρτογενείς αποθέσεις. Το υπόστρωμα αποτελείται από αποθέσεις της Πλειοκαίνου ψαμμίτη, μαργών και διάφορων συσσωρεύσεων. Καλύπτεται από ένα πρώτο στρώμα του Τεταρτογενούς άμμου και λάσπης, που έχει βάθος μεταξύ 70 και 90 μέτρων. Το στρώμα καλύπτεται από μια πολύ μικρότερη στρώση αργίλου, άμμου, λάσπης και χαλικιών, που μεταφέρονται από τον ποταμό Αξιό. Έχει βάθος μεταξύ 1,5 και 5,2 μ.
Σε ορισμένες περιοχές το υπέδαφος είναι καρστική. Αυτό οδήγησε στον σχηματισμό φαραγγιών, όπως το Φαράγγι Μάτκα, που περιβάλλεται από δέκα σπήλαια, βάθους μεταξύ 20 και 176 μέτρων.
Το κλίμα των Σκοπίων συνήθως κατατάσσεται ως ηπειρωτικό υπομεσογειακό, ενώ σύμφωνα με την Κλιματική ταξινόμηση Κέππεν είναι υγρό υποτροπικό κλίμα, με μέση ετήσια θερμοκρασία 13,5 °C. Το ύψος βροχής είναι σχετικά χαμηλό λόγω της έντονης βροχοσκίασης των βουνών Προκλέτιγιε στα βορειοδυτικά, όντας μόνο το ένα τέταρτο εκείνου που δέχονται οι ακτές της Αδριατικής Θάλασσας στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος. Τα καλοκαίρια είναι μακρά, ζεστά και υγρά. Το μέσο υψηλό τον Ιούλιο στα Σκόπια είναι 31 °C. Κατά μέσο τα Σκόπια έχουν 88 ημέρες με πάνω από 30 °C και 10,2 ημέρες με πάνω από 35,0 °C κάθε χρόνο. Οι χειμώνες είναι σύντομοι, σχετικά κρύοι και υγροί. Οι χιονοπτώσεις είναι συνήθεις κατά τη χειμερινή περίοδο αλλά η μεγάλη συσσώρευση χιονιού είναι σπάνια και η χιονοκαλύψη διαρκεί μόνο για λίγες ώρες ή λίγες ημέρες, αν είναι βαρειά. Το καλοκαίρι οι θερμοκρασίες είναι συνήθως πάνω από 31 °C και μερικές φορές πάνω από 40 °C. Την άνοιξη και το φθινόπωρο οι θερμοκρασίες κυμαίνονται από 15 έως 24 °C. Τον χειμώνα οι θερμοκρασίες ημέρας είναι περίπου 6 °C αλλά τα βράδια συχνά πέφτουν κάτω από τους 0 °C και μερικές φορές κάτω από -10 °C. Κατά κανόνα οι θερμοκρασίες σε όλη τη διάρκεια του έτους κυμαίνονται από -13 °C έως 39 °C. Οι βροχοπτώσεις είναι ομοιόμορφα κατανεμημένες σε όλο τον χρόνο, πάντως περισσότερες από τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο και από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο.
Κλιματικά δεδομένα Σκοπίων | |||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Μήνας | Ιαν | Φεβ | Μάρ | Απρ | Μάι | Ιούν | Ιούλ | Αύγ | Σεπ | Οκτ | Νοε | Δεκ | Έτος |
Υψηλότερη Μέγιστη °C (°F) | 18.7 | 24.2 | 28.8 | 32.4 | 35.2 | 41.1 | 42.8 | 43.2 | 37.0 | 33.9 | 28.2 | 22.1 | 43,2 |
Μέση Μέγιστη °C (°F) | 4.5 | 8.3 | 14.0 | 19.1 | 24.4 | 28.8 | 31.4 | 31.5 | 26.5 | 19.8 | 11.5 | 5.5 | 18,8 |
Μέση Μηνιαία °C (°F) | 0.1 | 2.6 | 7.6 | 12.1 | 17.3 | 21.5 | 23.8 | 23.8 | 18.8 | 13.1 | 6.5 | 1.7 | 12,4 |
Μέση Ελάχιστη °C (°F) | −3.8 | −2.3 | 1.6 | 5.4 | 10.0 | 13.7 | 15.8 | 15.7 | 11.6 | 7.2 | 1.8 | −1.8 | 6,2 |
Χαμηλότερη Ελάχιστη °C (°F) | −25.6 | −21.8 | −10.8 | −5.8 | −1 | 3.0 | 7.0 | 7.0 | −2 | −6.4 | −12.2 | −22.9 | −25,6 |
Υετός mm (ίντσες) | 30 | 29 | 38 | 40 | 43 | 54 | 38 | 36 | 34 | 49 | 45 | 48 | 483 |
% υγρασίας | 83 | 75 | 68 | 66 | 66 | 61 | 56 | 56 | 63 | 74 | 82 | 85 | 70 |
Μέσες ημέρες κατακρημνίσεων | 10 | 9 | 10 | 10 | 11 | 10 | 7 | 6 | 6 | 7 | 9 | 11 | 106 |
Μέσες ημέρες χιονόπτωσης | 5 | 5 | 3 | 0.2 | 0 | 0 | 0 | 0 | 0 | 0.1 | 2 | 5 | 20 |
Μέσες μηνιαίες ώρες ηλιοφάνειας | 86.9 | 112.5 | 161.1 | 198.4 | 245.2 | 276.3 | 323.0 | 305.4 | 247.5 | 188.2 | 114.8 | 79.6 | 2.338,9 |
Πηγή #1: Pogoda.ru.net,[3] World Meteorological Organization (precipitation days)[4] | |||||||||||||
Πηγή #2: NOAA (sun, 1961–1990)[5] |
Η πόλη των Σκοπίων περιλαμβάνει διάφορα φυσικά περιβάλλοντα και η πανίδα και η χλωρίδα της είναι πλούσιες. Ωστόσο, απειλείται από την εντατικοποίηση της γεωργίας και την αστική επέκταση. Η μεγαλύτερη προστατευόμενη περιοχή εντός των ορίων της πόλης είναι το Όρος Vodno, που είναι δημοφιλής προορισμός αναψυχής. Ένα τελεφερίκ συνδέει την κορυφή του με το κέντρο της πόλης και πολλά μονοπάτια για πεζούς διασχίζουν τα δάση του. Άλλο μεγάλο φυσικό φαινόμενο είναι το Φαράγγι Μάτκα.
Η ίδια η πόλη περιλαμβάνει πολλά πάρκα και κήπους συνολικά 43.610 στρεμμάτων. Μεταξύ αυτών είναι το Πάρκο της Πόλης (Gradski Park), κατασκευασμένο από τους Οθωμανούς Τούρκους στις αρχές του 20ου αιώνα, το Žena Borec Park, που βρίσκεται μπροστά από το Κοινοβούλιο, ο Βοτανικός Κήπος του Πανεπιστημίου και το δάσος Gazi Baba. Πολλοί δρόμοι και λεωφόροι είναι φυτεμένοι με δέντρα.
Τα Σκόπια αντιμετωπίζουν πολλά περιβαλλοντικά ζητήματα που συχνά επισκιάζονται από την οικονομική ανέχεια της χώρας. Ωστόσο η ευθυγράμμιση των νόμων της χώρας για το ευρωπαϊκό δίκαιο έφερε πρόοδο σε ορισμένους τομείς, όπως η επεξεργασία του νερού και των αποβλήτων, καθώς και οι βιομηχανικές εκπομπές.
Η επεξεργασία χάλυβα, κρίσιμη δραστηριότητα για την τοπική οικονομία, είναι υπεύθυνη για τη ρύπανση του εδάφους με βαρέα μέταλλα, όπως μόλυβδος, ψευδάργυρος και κάδμιο, και την ατμοσφαιρική ρύπανση με οξείδιο του αζώτου και μονοξείδιο του άνθρακα. Η κυκλοφορία των οχημάτων και εργοστάσια τηλεθέρμανσης είναι επίσης υπεύθυνα για τη ρύπανση του αέρα. Τα υψηλότερα επίπεδα ρύπανσης εμφανίζονται συνήθως το φθινόπωρο και τον χειμώνα.
Κατασκευάζονται εγκαταστάσεις επεξεργασίας υγρών αποβλήτων, αλλά μεγάλες ποσότητές τους εξακολουθούν να απορρίπτονται ανεπεξέργαστα στον Αξιό. Στερεά απόβλητα διατίθενται στον υπαίθριο δημοτικό χώρο εναπόθεσης, που βρίσκεται 15 χιλιόμετρα βόρεια της πόλης. Κάθε μέρα δέχεται 1.500 m3 οικιακών και 400 m3 βιομηχανικών αποβλήτων. Το επίπεδο υγείας είναι καλύτερο στα Σκόπια από ό,τι στο υπόλοιπο της χώρας και δεν έχει βρεθεί καμία σχέση μεταξύ της χαμηλής ποιότητας του περιβάλλοντος και της υγείας των κατοίκων.
Η αστική μορφολογία των Σκοπίων επηρεάστηκε έντονα από τον σεισμό στις 26 Ιουλίου 1963, που κατέστρεψε το 80% της πόλης και από την ανοικοδόμηση που ακολούθησε. Για παράδειγμα, συνοικίες ξαναχτίστηκαν με τέτοιο τρόπο που η δημογραφική πυκνότητα να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα για τον περιορισμό των επιπτώσεων των πιθανών μελλοντικών σεισμών.
Η ανοικοδόμηση μετά τον σεισμό του 1963 καθοδηγήθηκε κατά κύριο λόγο από τον αρχιτέκτονα Αντολφ Τσιμπορόβσκι, που είχε ήδη σχεδιάσει την ανοικοδόμηση της Βαρσοβίας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Τσιμπορόβσκι χώρισε την πόλη σε τομείς για συγκεκριμένες δραστηριότητες. Οι όχθες του ποταμού Αξιού έγιναν περιοχές φύσης και πάρκα, οι περιοχές ανάμεσα στις κεντρικές λεωφόρους ανοικοδομήθηκαν πολυώροφα κτίρια κατοικίας και εμπορικά κέντρα και τα προάστια αφέθηκαν για ιδιωτικές κατοικίες και τη βιομηχανία. Η ανοικοδόμηση έπρεπε να είναι γρήγορη για να μετεγκατασταθούν οι οικογένειες και για την ανάκαμψη της τοπικής οικονομίας. Για να τονωθεί η οικονομική ανάπτυξη αυξήθηκε ο αριθμός των δρόμων και προβλέφθηκε η μελλοντική αστική επέκταση.
Η νότια όχθη του ποταμού Αξιού περιλαμβάνει γενικά πολυόροφες πολυκατοικίες, συμπεριλαμβανομένης της αχανούς συνοικίας Κάρπος, που χτίστηκε το 1970 δυτικά του κέντρου. Προς τα ανατολικά ο νέος δήμος Αεροδρόμιο σχεδιάστηκε στη δεκαετία του 1980 για να στεγάσει 80.000 κατοίκους στην περιοχή του παλαιού αεροδρομίου. Μεταξύ Κάρπος και Αεροδρόμιο βρίσκεται το κέντρο της πόλης, που ξαναχτίστηκε σύμφωνα με τα σχέδια του Ιάπωνα αρχιτέκτονα Κένζο Τάνγκε. Το κέντρο περιβάλλεται από μια σειρά μακρών κτιρίων που υποδηλώνει ένα τείχος («Gradski Zid»).
Στη βόρεια όχθη, όπου βρίσκονται τα παλιότερα μέρη της πόλης, αποκαταστάθηκε το Παλιό Παζάρι και η γύρω περιοχή ανοικοδομήθηκε με χαμηλά κτίρια, έτσι ώστε να μη χαλάσει η θέα του Φρουρίου. Διάφορα ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων του πανεπιστημίου και της Μακεδονικής Ακαδημίας, μεταφέρθηκαν επίσης στη βόρεια όχθη, προκειμένου να μειωθούν τα όρια μεταξύ των εθνοτικών κοινοτήτων. Πράγματι, η βόρεια όχθη κατοικείται κυρίως από Μουσουλμάνους Αλβανούς, Τούρκους και Ρομά, ενώ οι Χριστιανοί Σλαβομακεδόνες κατά κύριο λόγο κατοικούν στη νότια όχθη.
Ο σεισμός άφησε την πόλη με λίγα ιστορικά μνημεία, εκτός από το Οθωμανικό Παλιό Παζάρι, και η ανοικοδόμηση που έγινε μεταξύ 1960 και 1980, μετέτρεψε τα Σκόπια σε μια μοντέρνα αλλά γκρίζα πόλη. Στο τέλος της δεκαετίας του 2000 το κέντρο της πόλης γνώρισε βαθιές αλλαγές. Ένα αστικό σχέδιο, «Σκόπια 2014», υιοθετήθηκε από τις δημοτικές αρχές, προκειμένου να δώσει στην πόλη μια πιο μνημειακή και ιστορική όψη. Αρκετά νεοκλασικά κτίρια κατεστραμμένα από τον σεισμό του 1963 ξαναχτίστηκαν, όπως το Εθνικό Θέατρο και δρόμοι και πλατείες ανακαινίστηκαν. Κατασκευάστηκαν επίσης πολλά άλλα στοιχεία, όπως σιντριβάνια, αγάλματα, ξενοδοχεία, κυβερνητικά κτίρια και γέφυρες. Το έργο έχει επικριθεί λόγω του κόστους και της ιστορικιστικής αισθητικής του. Η μεγάλη Αλβανική μειονότητα θεωρεί ότι δεν εκπροσωπήθηκε στα νέα μνημεία και προώθησε παράπλευρα έργα, όπως μια νέα πλατεία πάνω από τη λεωφόρο που χωρίζει το κέντρο της πόλης από το Παλιό Παζάρι.
Ορισμένες περιοχές των Σκοπίων πάσχουν από πολεοδομική αναρχία, επειδή πολλά σπίτια και άλλα κτίρια χτίστηκαν χωρίς τη συναίνεση των τοπικών αρχών.
Έξω από την αστική περιοχή η πόλη των Σκοπίων περιλαμβάνει πολλούς μικρούς οικισμούς. Μερικοί από αυτά είναι εξωτερικά προάστια, όπως το Σίγκελικ, που βρίσκεται στον δρόμο προς το Βελιγράδι, που έχει πάνω από 23.000 κατοίκους και το Ντράτσεβο, που έχει σχεδόν 20.000 κατοίκους. Άλλοι μεγάλοι οικισμοί βρίσκονται βόρεια της πόλης, όπως το Ραντισάνι, με 9.000 κατοίκους, ενώ μικρότερα χωριά βρίσκονται στο Όρος Βόντνο ή στον δήμο Σαράι, που είναι ο πιο αγροτικός των δέκα δήμων που αποτελούν την Πόλη των Σκοπίων.
Μερικές τοποθεσίες που βρίσκονται εκτός των ορίων της πόλης είναι επίσης εξωτερικά προάστια, ιδιαίτερα στους δήμους Ίλιντεν και Πέτροβετς. Ευνοούνται από την παρουσία μεγάλων δρόμων, σιδηροδρόμων και του αεροδρόμιου, που βρίσκεται στο Πέτροβετς.
Τα Σκόπια είναι μια εθνοτικά πολύμορφη πόλη και η αστική κοινωνιολογία της εξαρτάται πρωτίστως από την εθνοτική και θρησκευτική ταυτότητα. Οι Σλαβομακεδόνες αποτελούν το 66% του πληθυσμού της πόλης, ενώ οι Αλβανοί και οι Ρομά υπολογίζονται αντίστοιχα σε 20% και 6%. Κάθε εθνική ομάδα περιορίζεται γενικά σε ορισμένες περιοχές της πόλης. Οι Σλαβομακεδόνες ζουν νότια του Αξιού, σε περιοχές που ανοικοδομήθηκαν μαζικά μετά το 1963 και οι Μουσουλμάνοι ζουν στη βόρεια πλευρά, στις παλαιότερες συνοικίες της πόλης. Αυτές οι συνοικίες θεωρούνται πιο παραδοσιακές, ενώ η νότια πλευρά εκφράζει για τους Σλαβομακεδόνες τη νεωτερικότητα και τη ρήξη από την αγροτική ζωή.
Οι βόρειες περιοχές είναι οι φτωχότερες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Τοπάανα, στον δήμο Τσαίρ, και για τον δήμο Σούτο Οριζάρι, που είναι οι δύο κύριες συνοικίες των Ρομά. Αποτελούνται από πολλές παράνομες κατασκευές, δεν συνδέονται με ηλεκτρικό και νερό και περνούν από τη μια γενιά στην άλλη. Η Τοπάανα, που βρίσκεται κοντά στο Παλιό Παζάρι, είναι μια πολύ παλιά περιοχή: αναφέρεται για πρώτη φορά ως συνοικία των Ρομά στις αρχές του 14ου αιώνα. Έχει μεταξύ 3000 και 5000 κατοίκους. Το Σούτο Οριζάρι, που βρίσκεται στο βόρειο άκρο της πόλης, είναι από μόνο του δήμος, με επίσημη την τοπική γλώσσα των Ρομά. Αυτό αναπτύχθηκε μετά το 1963 σεισμό για να στεγάσει τους Ρομά που είχαν χάσει τα σπίτια τους.
Η πυκνότητα του πληθυσμού ποικίλλει σημαντικά από τη μια περιοχή στην άλλη. Το ίδιο και η επιφάνεια κατοικίας ανά άτομο. Η μέση της πόλης ήταν στο 19,41 τετραγωνικά μέτρα ανά άτομο το 2002, αλλά 24 τετραγωνικά μέτρα στο Τσένταρ στη νότια όχθη και μόνο 14 τετραγωνικά μέτρα στο Τσαίρ στη βόρεια όχθη. Στο Σούτο Οριζάρι ο μέσος όρος ήταν 13 τετραγωνικά μέτρα.
Το σημερινό όνομα της πόλης προέρχεται από το «Scupi» (προερχόμενο από το Ελληνικό Σκούποι), που ήταν το όνομα ενός ρωμαϊκού οικισμού που βρισκόταν σε κοντινή απόσταση. Ωστόσο, πριν δημιουργηθεί ο οικισμός, η περιοχή είχε ήδη κατοικηθεί από τους Ιλλυριούς και το «Σκούποι» είναι ίσως Ιλλυρικής προέλευσης. Η έννοια του εν λόγω ονόματος είναι άγνωστη.
Μετά την Αρχαιότητα, το Scupi καταλήφθηκε από διάφορους λαούς και κατά συνέπεια το όνομά του έχει μεταφραστεί αρκετές φορές σε διάφορες γλώσσες. Έτσι έγινε «Σκόπιε» (βουλγαρικά: Скопие) για τους Βούλγαρους και αργότερα «Ουσκούμπ» (οθωμανικά τουρκικά: اسكوب) για τους Τούρκους. Το όνομα αυτό προσαρμόστηκε στις Δυτικές γλώσσες ως «Uskub» ή «Uskup» και οι δύο αυτές ονομασίες χρησιμοποιούντο στον Δυτικό κόσμο μέχρι το 1912. Ορισμένες δυτικές πηγές το αναφέρουν επίσης «Scopia» και «Skopia».
Όταν η Μακεδονία του Βαρδάρη προσαρτήθηκε στο Βασίλειο της Σερβίας το 1912, η πόλη έγινε επίσημα «Σκόπλιε» και αυτό το όνομα υιοθετήθηκε από πολλές γλώσσες. Η πόλη έγινε τελικά «Σκόπιε» (Σλαβομακεδονικά: Скопје) μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η επίσημη Σλαβομακεδονική έγινε η επίσημη γλώσσα της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Η Αλβανική μειονότητα ονομάζει την πόλη «Shkup» και «Shkupi», με οριστική μορφή τη δεύτερη, και οι Ρομά την αποκαλούν «Skopiye».
Βυζαντινή Αυτοκρατορία 1004–1081
Νορμανδοί 1081–1088
Μεγάλο Πριγκιπάτο της Ράσκας 1093–1097
Β΄ Βουλγαρική Αυτοκρατορία 1203–1214
Δεσποτάτο της Ηπείρου 1214–1230
Β΄ Βουλγαρική Αυτοκρατορία 1230–1246
Βασίλειο της Σερβίας 1282–1346
Σερβική Αυτοκρατορία 1346–1392
Οθωμανική Αυτοκρατορία 1392–1912
Βασίλειο της Σερβίας 1912–1915
Βασίλειο της Βουλγαρίας 1915–1918
Βασίλειο της Σερβίας 1918
Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας 1918–1941
Βασίλειο της Βουλγαρίας 1941–1944
Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας 1944–1992
Ο βραχώδης λόφος, όπου βρίσκεται το φρούριο, ήταν η πρώτη θέση όπου εγκαταστάθηκαν άνθρωποι στα Σκόπια. Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας που βρέθηκαν σε αυτή τη θέση χρονολογούνται από τη Χαλκολιθική περίοδο (4η χιλιετία π.Χ.).
Παρά το γεγονός ότι Χαλκολιθικός οικισμός πρέπει να ήταν κάποιας σημασίας, παράκμασε κατά την Εποχή του Χαλκού. Η αρχαιολογική έρευνα δείχνει ότι ο οικισμός πάντα ανήκε στον ίδιο πολιτισμό, που εξελίχθηκε σταδιακά χάρη στις επαφές με τους πολιτισμούς των Βαλκανίων και του Δούναβη και αργότερα του Αιγαίου. Ο οικισμός εξαφανίστηκε τελικά κατά την Εποχή του Σιδήρου, όταν εμφανίσθηκαν οι Σκούποι. Οι Σκούποι ήταν αρχικά Ιλλυρικός οικισμός που ιδρύθηκε την 1η χιλιετία π.Χ., αλλά αργότερα έγινε πόλη των Δαρδάνων. Βρισκόταν στον λόφο Ζάιτσεφ Ριντ, περίπου 5 χιλιόμετρα (3,1 μίλια) δυτικά της ακρόπολης του φρουρίου. Ευρισκόμενος στο κέντρο της Βαλκανικής χερσονήσου και στον δρόμο μεταξύ του Δούναβη και του Αιγαίου Πελάγους, ευημερούσε, αν και η ιστορία του δεν είναι γνωστή.
Οι Δάρδανοι,που ζούσαν στο σημερινό Κόσοβο, εισέβαλαν στην περιοχή γύρω από τα Σκόπια κατά τη διάρκεια του 3ου αι. π.Χ. Οι Σκούποι[6][7] (στα λατινικά Scupi, αρχαίο όνομα των Σκοπίων) έγιναν πρωτεύουσα της Δαρδανίας, που εκτεινόταν από τη Ναϊσσό ως τα Βυλάζωρα τον δεύτερο αιώνα π.Χ. Οι Δάρδανοι είχαν παραμείνει ανεξάρτητοι μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση της Μακεδονίας και φαίνεται πιθανότερο ότι οι Δάρδανοι έχασαν την ανεξαρτησία τους το 28 π.Χ.. Η Ρωμαϊκή επέκταση προς ανατολάς έφερε τους Σκούπους υπό τη ρωμαϊκή κυριαρχία ως αποικία λεγεωνάριων, κυρίως βετεράνων της Legio IIV Claudia την εποχή του Δομιτιανού (81-96 μ.Χ.). Ωστόσο, πολλές λεγεώνες από τη ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας του στρατού του Κράσσου μπορεί να είχαν ήδη στρατοπεδεύσει εκεί γύρω στο 29-28 π.Χ., πριν επιβληθεί η επίσημη αυτοκρατορική διοίκηση. Η πρώτη αναφορά της πόλης έγινε εκείνη την περίοδο από τον Λίβιο, που πέθανε το 17 μ.Χ. Οι Σκούποι λειτούργησαν αρχικά ως στρατιωτική βάση για τη διατήρηση της ειρήνης στην περιοχή και ονομάστηκε επίσημα «Colonia Flavia Scupinorum», Flavia ήταν το όνομα της δυναστείας του αυτοκράτορα. Λίγο αργότερα έγινε μέρος της επαρχίας της Μοισίας κατά τη βασιλεία του Αυγούστου. Μετά τη διαίρεση της επαρχίας από τον Δομιτιανό το 86 μ.Χ. προήχθη σε καθεστώς αποικίας και έγινε έδρα κυβέρνησης μέσα στη νέα επαρχία της Άνω Μοισίας. Η περιοχή η λεγόμενη Δαρδανία (εντός της Άνω Μοισίας) έγινε ιδιαίτερη επαρχία από τον Διοκλητιανό, με πρωτεύουσα τη Ναϊσσό.
Ο πληθυσμός της πόλης παρουσίαζε μεγάλη ποικιλομορφία. Επιγραφές σε επιτύμβιες στήλες δείχνουν ότι μόνο μια μειοψηφία του πληθυσμού προερχόταν από την Ιταλία, ενώ πολλοί βετεράνοι ήταν από τη Δαλματία, τη Νότια Γαλατία και τη Συρία. Λόγω της εθνικής ποικιλομορφίας του πληθυσμού, η Λατινική διατηρήθηκε ως κύρια γλώσσα της πόλης σε βάρος της Ελληνικής, που ομιλείτο στο μεγαλύτερο μέρος των πόλεων της Μοισίας και της Μακεδονίας. Τους επόμενους αιώνες οι Σκούποι γνώρισαν ευημερία. Η περίοδος από τα τέλη του 3ου μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα ήταν ιδιαίτερα ανθηρό. Μια πρώτη εκκλησία ιδρύθηκε επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Μεγάλου και οι Σκούποι έγιναν έδρα επισκοπής. Μετά το 395, τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ανήκε στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Αφότου έγινε τμήμα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας η πόλη έγινε σημαντικό τοπικό εμπορικό κέντρο και οχυρό. Στο απόγειό της ακμής του οι Σκούποι κάλυπταν 400 στρέμματα και περικλειόταν από τείχος πλάτους 3,5 μ. Είχε πολλά μνημεία, μεταξύ των οποίων τέσσερις νεκροπόλεις, ένα θέατρο, λουτρά και μια μεγάλη χριστιανική βασιλική.
Το 518 το Scupi καταστράφηκε από σεισμό, ίσως τον πιο καταστροφικό που έχει βιώσει ποτέ η Μακεδονία. Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ (527–65) γεννήθηκε στο Ταυργσιο, μια πόλη περίπου 20 χλμ. νοτιοανατολικά των σημερινών Σκοπίων το 483. Μετά τη σχεδόν ολοκληρωτική καταστροφή από το σεισμό του 518, ο Ιουστινιανός, σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο στο «Περί Κτισμάτων», έχτισε μια νέα πόλη κοντά στη γενέτειρά του Ταυρήσιο και τη Βηδηριανή (που πιστεύεται ότι είναι τα σημερινά χωριά Τάορ και Μπάντερ) στη γόνιμη θέση εισόδου του ποταμού Λέπενετς στον Αξιό, καθιστώντας το Scupi την πόλη Ιουστινιανή Πρώτη. Εκείνη την εποχή, η περιοχή απειλείτο από βαρβαρικές επιδρομές και οι κάτοικοι της πόλης είχαν ήδη καταφύγει στα δάση και τα βουνά, πριν συμβεί η καταστροφή. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού πολλές βυζαντινές πόλεις είχαν μετεγκατασταθεί σε λόφους και άλλα εύκολα υπερασπίσιμα μέρη για να αντιμετωπίσουν τις επιδρομές. Έτσι και το Scupi μεταφέρθηκε σε άλλη θέση, στον λόφο όπου βρίσκεται το φρούριο. Ωστόσο λεηλατήθηκε από Σλάβους στα τέλη του 6ου αιώνα και η πόλη φαίνεται περιήλθε υπό Σλαβική κυριαρχία το 695. Η Σλαβική φυλή που εγκαταστάθηκε στο Scupi ήταν πιθανόν οι Βερζήτες, που είχαν εισβάλει σε όλη την κοιλάδα του Αξιού. Η πόλη δεν αναφέρεται κατά τους επόμενους τρεις αιώνες, αλλά μαζί με τον υπόλοιπο Άνω Αξιό ανήκε στην Α΄ Βουλγαρική Αυτοκρατορία από τη δεκαετία του 830.
Ξεκινώντας από τα τέλη του 10ου αιώνα τα Σκόπια γνώρισαν μια περίοδο πολέμων και πολιτικών αναταραχών. Βουλγαρική πρωτεύουσα από το 972 έως το 992, ο Σαμουήλ την κυβέρνησε από το 976 μέχρι το 1004, όταν ο κυβερνήτης της Ρόμαν παραδόθηκε στον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Βασιλείο τον Βουλγαροκτόνο με αντάλλαγμα τους τίτλους του πατρικίου και του στρατηγού. Το 1018 έγιναν πρωτεύουσα της Βυζαντινής επαρχίας της Βουλγαρίας. Αργότερα τα Σκόπια καταλήφθηκαν για λίγο δύο φορές από Σλάβους στασιαστές, που ήθελαν να παλινορθώσουν ένα βουλγαρικό κράτος. Την πρώτη το 1040 υπό τον Πέτερ Ντέλυαν και το 1072 υπό τον Γκεόργκι Βόυτεχ. Το 1081 τα Σκόπια καταλήφθηκαν από Νορμανδικά στρατεύματα με επικεφαλής τον Ροβέρτο Γυϊσκάρδο και η πόλη παρέμεινε στα χέρια τους μέχρι το 1088. Σκόπια στη συνέχεια κατακτήθηκε από τον Μεγάλο Σέρβο Πρίγκιπα Βούκαν το 1093, και πάλι από τους Νορμανδούς, τέσσερα χρόνια αργότερα. Ωστόσο, λόγω των επιδημιών και της έλλειψης τροφίμων, οι Νορμανδοί γρήγορα παραδόθηκαν στους Βυζαντινούς.
Τον 12ο και τον 13ο αιώνα οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι εκμεταλλεύτηκαν παρακμή του Βυζαντίου για να ιδρύσουν μεγάλα βασίλεια, που εκτείνονταν από τον Δούναβη μέχρι το Αιγαίο. Ο Καλογιάν επανέφερε τα Σκόπια πίσω στην επανιδρυθείσα Βουλγαρία το 1203, μέχρι που ο ανιψιός του Στρεζ ανακήρυξε αυτονομία κατά μήκος του Άνω Αξιού με Σερβική βοήθεια μόλις πέντε χρόνια αργότερα. Το 1209 ο Στρεζ αλλαξοπίστησε και αναγνώρισε τον Μπόριλ της Βουλγαρίας με τον οποίο ηγήθηκε μιας επιτυχημένης κοινής εκστρατείας ενάντια του πρώτου διεθνώς αναγνωρισμένου βασιλιά της Σερβίας Στέφανου Νεμάνιτς. Από το 1214 έως το 1230 τα Σκόπια ανήκαν στον διάδοχο του Βυζαντίου κράτος της Ηπείρου πριν ανακαταληφθούν από τον Ιβάν Ασέν Β΄ και κρατηθούν από τη Βουλγαρία μέχρι το 1246, όταν η κοιλάδα του Άνω Αξιού ενσωματώθηκε για μια ακόμη φορά σε ένα βυζαντινό κράτος - την Αυτοκρατορία της Νίκαιας. Η Βυζαντινή κατάκτηση σύντομα ανεραίθηκε το 1255 από τους αντιβασιλείς του νεαρού Μιχαήλ Ασέν Α΄ της Βουλγαρίας. Εν τω μεταξύ, στον παράλληλο εμφύλιο πόλεμο για το Στέμμα στο Τίρνοβο ο βογιάρος των Σκοπίων εγγονός του Στέφανου Νεμάνια Κωνσταντίνος Α΄ Τιχ επικράτησε και κυβέρνησε μέχρι τη μοναδική επιτυχημένη αγροτική εξέγερση της Ευρώπης, την Εξέγερση του Ιβάιλο, που τον εκθρόνισε. Το 1282 τα Σκόπια καταλήφθηκαν από τον Σέρβο βασιλιά Μιλούτιν. Υπό την πολιτική σταθερότητα των Νεμάνια τα Σκόπια σιγά-σιγά επεκτάθηκαν έξω από τα τείχη του φρουρίου προς τον λόφο του Γκάζι Μπάμπα. Χτίστηκαν εκκλησίες, μοναστήρια και αγορές και άνοιξαν καταστήματα έμποροι από τη Βενετία και το Ντουμπρόβνικ. Η πόλη ευνοήθηκε σημαντικά από τη θέση της στους δρόμους ανάμεσα στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Τον 14ο αιώνα τα Σκόπια έγιναν μια τόσο σημαντική πόλη που ο βασιλιάς Δουσάν την έκανε πρωτεύουσα του Σερβικού Βασιλείου. Το 1346 στέφθηκε «Αυτοκράτορας των Σέρβων και των Ρωμάιων (Ελλήνων)» στα Σκόπια. Μετά τον θάνατό του η σερβική αυτοκρατορία διασπάστηκε σε πολλές μικρές ηγεμονίες που δεν μπόρεσαν να αμυνθούν κατά των Τούρκων. Τα Σκόπια αρχικά κληρονόμησε η Ηγεμονία του Πρίλεπ και τελικά καταλήφθηκαν από το Βουκ Μπράνκοβιτς μετά τη Μάχη του Έβρου (1371), πριν γίνει τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1392.
Μετά την κατάκτηση αρκετών εδαφών στα Βαλκάνια, οι Οθωμανοί Τούρκοι κατέλαβαν και τα Σκόπια το 1392, ξεκινώντας 520 χρόνια Οθωμανικής κυριαρχίας. Οι Οθωμανοί ονόμασαν την πόλη Ουσκούμπ. Αρχικά ίδρυσαν το Σαντζάκι των Σκοπίων με έδρα του την πόλη, που ήταν σημαντική στρατηγικά για περαιτέρω επέκταση στην κεντρική Ευρώπη. Με το ξεκίνημα της Οθωμανικής κυριαρχίας ξεφύτρωσαν στην πόλη αρκετά τζαμιά και εκκλησιαστικές γαίες συχνά καταλαμβάνονταν και δίνονταν σε απόστρατους, ενώ και πολλές εκκλησίες με τον καιρό μετατρέπονταν και οι ίδιες σε τζαμιά. Υπό την Οθωμανική εξουσία η πόλη επεκτάθηκε περαιτέρω προς τη θέση συμβολής των ποταμών Σέραβα και Αξιού. Η πόλη γρήγορα απέκτησε μεγάλο Μουσουλμανικό πληθυσμό και ανάλογα άλλαξε η αρχιτεκτονική της. Τον 15ο αιώνα, ιδρύθηκαν στην πόλη πολλά χάνια για τους ταξιδιώτες, όπως το Καπάν Αν και το Σουλί Αν. Η περίφημη πέτρινη γέφυρα της πόλης επίσης ανακατασκευάσθηκε αυτή την περίοδο και τα λουτρά του Νταούτ Πασά χτίστηκαν στα τέλη του 15ου αιώνα. Η οικονομική ζωή των Σκοπίων ευνοήθηκε πολύ από τη θέση τους στο κέντρο της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Μέχρι τον 17ο αιώνα τα Σκόπια γνώρισαν τον χρυσό αιώνα τους. Γύρω στο 1650 ο αριθμός των κατοίκων των Σκοπίων ήταν μεταξύ 30.000 60.000 και η πόλη είχε περισσότερα από 10.000 σπίτια. Τότε ήταν μία από τις τρεις μόνο μεγάλες πόλεις στην περιοχή της μετέπειτα Γιουγκοσλαβίας, μαζί με το Βελιγράδι και το Σαράγεβο. Εκείνη την εποχή το Ντουμπρόβνικ, που ήταν ένα πολυσύχναστο λιμάνι, δεν είχε ούτε 7.000 κατοίκους. Μετά την οθωμανική κατάκτηση ο πληθυσμός της πόλης άλλαξε. Χριστιανοί προσηλυτίσθηκαν βίαια στο Ισλάμ ή αντικαταστάθηκαν από Τούρκους και Σεφαραδίτες Εβραίους που, εκδιωγμένοι από την Ισπανία το 1492, εγκαταστάθηκαν στα Σκόπια, εμπλουτίζοντας πολιτιστικά την πόλη και ενισχύοντας την εμπορική φήμη της. Εκείνη την εποχή οι Χριστιανοί των Σκοπίων ήταν ως επί το πλείστον μη προσηλυτισθέντες Σλάβοι και Αλβανοί, αλλά και Ραγουζάνοι και Αρμένιοι έμποροι.
Ήδη, τον 17ο αιώνα, η πόλη των Σκοπίων είχε έναν ποικίλο θρησκευτικά πληθυσμό που περιελάμβανε Ορθόδοξους Χριστιανούς, Μουσουλμάνους, Ρωμαιοκαθολικούς και Εβραίους. Η Ρωμαιοκαθολική Επισκοπή των Σκοπίων είχε θρησκευτικούς ηγέτες ποικίλης προέλευσης, όπως από Βοσνιακές, Ιταλικές, Βουλγαρικές και Ελληνικές αδελφότητες, όπως ο Υάκινθος Μακρυποδάρης (1610–1672), που υπήρξε επίσκοπος στα Σκόπια τον 17ο αιώνα. Την εποχή εκείνη, τα Σκόπια ήταν πρωτεύουσα του Οθωμανικού βιλαετίου του ΚοσόβουΗ πόλη υπέφερε σοβαρά από τον Μεγάλο Τουρκικό Πόλεμο στο τέλος του 17ου αιώνα (1683-1699) και, κατά συνέπεια, γνώρισε ύφεση μέχρι τον 19ο αιώνα. Το 1689 οι Αυστριακοί κατέλαβαν τα Σκόπια, που είχαν ήδη αποδυναμωθεί από μια επιδημία χολέρας. Την ίδια ημέρα, ο στρατηγός Σίλβιο Πικολομίνι πυρπόλησε την πόλη για τον τερματισμό της επιδημίας. Είναι όμως πιθανό ότι ήθελε να εκδικηθεί για τις καταστροφές που είχαν προξενήσει οι Τούρκοι στη Βιέννη το 1683. Τα Σκόπια καίγονταν επί δύο ημέρες. Η αυστριακή παρουσία στη Μακεδονία προκάλεσε Σλαβικές εξεγέρσεις. Παρ' όλα αυτά, οι Αυστριακοί εγκαταλείψαν τη χώρα την ίδια χρονιά και οι Χαϊντούκοι, οι ηγέτες των εξεγέρσεων, αναγκάστηκαν να τους ακολουθήσουν στην υποχώρησή τους βόρεια των Βαλκανίων. Μερικοί συνελήφθησαν από τους Τούρκους, όπως ο Πέταρ Κάρπος, που ανασκολοπίσθηκε στην πέτρινη γέφυρα.
Μετά τον πόλεμο τα Σκόπια κείτονταν σε ερείπια. Τα περισσότερα από τα επίσημα κτίρια αναστηλώθηκαν ή ξαναχτίστηκαν, αλλά η πόλη γνώρισε νέες επιδημίες πανώλης και χολέρας και πολλοί κάτοικοι μετανάστευσαν. Η Οθωμανική Τουρκική Αυτοκρατορία στο σύνολό εισήλθε σε ύφεση και πολιτική παρακμή. Πολλές εξεγέρσεις και λεηλασίες συνέβησαν στη Μακεδονία τον 18ο αιώνα, από Τούρκους φυγόδικους, Γενίτσαρους, ή Χαϊντούκους. Μια εκτίμηση που έγινε από Γάλλους αξιωματικούς περί το 1836 αποκάλυψε ότι την εποχή εκείνη τα Σκόπια είχαν μόνο περίπου 10.000 κατοίκους. Είχαν πολύ λιγότερο πληθυσμό από δύο πόλεις της σημερινής χώρας, το Μπίτολα (40.000) και το Στιπ (15-20.000).
Τα Σκόπια άρχισαν να ανακάμπτουν από δεκαετίες παρακμής μετά το 1850. Εκείνη την εποχή η πόλη γνώρισε μια αργή αλλά σταθερή δημογραφική αύξηση, κυρίως λόγω της αγροτικής εξόδου των Σλαβομακεδόνων. Τροφοδοτήθηκε επίσης από την έξοδο των Μουσουλμάνων από τη Σερβία και τη Βουλγαρία, που αποκτούσαν αυτονομία και ανεξαρτησία από την Αυτοκρατορία εκείνη την εποχή. Κατά τη διάρκεια των μεταρρυθμίσεων του Τανζιμάτ, εμφανίστηκε ο εθνικισμός στην Αυτοκρατορία και το 1870 ιδρύθηκε μια νέα Βουλγαρική Εκκλησία και δημιουργήθηκε η ξεχωριστή επισκοπή της, με βάση μάλλον την εθνοτική ταυτότητα, παρά τις θρησκευτικές αρχές. Ο Σλαβικός πληθυσμός της επισκοπής των Σκοπίων ψήφισε το 1874 με συντριπτική πλειοψηφία 91% υπέρ της ένταξης της Εξαρχίας και έγινε μέρος του Βουλγαρικού Μιλλέτ. Η οικονομική ανάπτυξη ενισχύθηκε από την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Σκόπια-Θεσσαλονίκη το 1873. Ο σιδηροδρομικός σταθμός κατασκευάστηκε νότια του Αξιού και αυτό συνέβαλε στην μετεγκατάσταση των οικονομικών δραστηριοτήτων σε αυτή την πλευρά του ποταμού, που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε αστικοποιηθεί. Λόγω της εγκατάλειψης της υπαίθρου το ποσοστό των Χριστιανών στον πληθυσμό της πόλης αυξήθηκε. Μερικοί από τους νεοφερμένους έγινε μέρος της τοπικής ελίτ και βοήθησαν στην εξάπλωση των εθνικιστικών ιδεών.
Το 1893 η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη από ένα μικρό όμιλο αντι-Οθωμανών Μακεδονο-Βούλγαρων επαναστατών, που θεωρούσαν τη Μακεδονία ως χώρα αδιαίρετη και όλους τους κατοίκους της «Μακεδόνες», ανεξάρτητα από τη θρησκεία ή την εθνικότητά τους. Τα Σκόπια ήταν ένα από τα πέντε κύρια κέντρα της Εσωτερικής Μακεδονικής Επαναστατικής Οργάνωσης όταν οργάνωσε την Εξέγερση του Ίλιντεν το 1903. Το επαναστατικό της δικτύου στην περιοχή των Σκοπίων δεν ήταν καλά αναπτυγμένο και η έλλειψη όπλων ήταν ένα σοβαρό πρόβλημα. Με το ξέσπασμα της εξέγερσης οι δυνάμεις των επαναστατών εκτροχίασαν ένα στρατιωτικό τρένο. Στις 3 και 5 Αυγούστου αντίστοιχα επιτέθηκαν σε μια Τουρκική μονάδα που φρουρούσε τη γέφυρα στον Αξιό ποταμό και έδωσαν μια μάχη στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη. Τις επόμενες ημέρες, η ομάδα τους καταδιώχθηκε από Βασιβουζούκους (Τούρκους ατάκτους) και κατέφυγε στη Βουλγαρία.
Το 1877 τα Σκόπια επιλέχθηκαν ως πρωτεύουσα του νέου Βιλαετίου του Κοσόβου, που περιλάμβανε το σημερινό Κόσοβο, τη βορειοδυτική Μακεδονία και το Σαντζάκι του Νόβι Παζάρ. Το 1905 η πόλη είχε 32.000 κατοίκους και ήταν η μεγαλύτερη του βιλαετίου, αν και με μικρή διαφορά από το Πρίζρεν με 30.000. Στις αρχές του 20ου αιώνα η τοπική οικονομία επικεντρωνόταν στην παραγωγή και βαφή υφασμάτων, τη βυρσοδεψία, τη σιδηρουργία, την οινοποιία και την παραγωγή αλεύρων.
Μετά την Επανάσταση των Νεότουρκων το 1908, η Οθωμανική Τουρκική Αυτοκρατορία γνώρισε τη δημοκρατία και δημιουργήθηκαν διάφορα πολιτικά κόμματα. Ωστόσο ορισμένες από τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν από τους Νεότουρκους, όπως η αύξηση των φόρων και η απαγόρευση πολιτικών κομμάτων με βάση το έθνος, δυσαρέστησαν τις μειονότητες. Οι Αλβανοί εναντιώθηκαν στον εθνικιστικό χαρακτήρα του κινήματος και ηγήθηκαν τοπικών εξεγέρσεων το 1910 και 1912. Κατά τη δεύτερη κατάφεραν να καταλάβουν το μεγαλύτερο μέρος του Κοσσυφοπεδίου (Κοσόβου) και τα Σκόπια στις 11 Αυγούστου. Στις 18 Αυγούστου, οι αντάρτες υπέγραψαν τη συμφωνία του Ουσκούμπ, που προέβλεπε τη δημιουργία αυτόνομης Αλβανικής επαρχίας και αμνηστεύτηκαν την επόμενη ημέρα.
Μετά από μια συμμαχία πο συνήψαν το 1912, η Βουλγαρία, η Ελλάδα, η Σερβία και το Μαυροβούνιο κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο στόχος τους ήταν να εκδιώξουν οριστικά τους Τούρκους από την Ευρώπη. Ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος ξεκίνησε στις 8 Οκτωβρίου 1912 και διήρκεσε έξι εβδομάδες. Ο Οθωμανικός στρατός δεν μπορούσε να αντέξει έναντι του ενιαίου μετώπου Μαυροβουνίου, Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας κατά τον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο. Όταν μερικές βδομάδες αργότερα έφθασαν ενισχύσεις στον Σερβικό βασιλικό στρατό κατά τη μάχη του Κουμάνοβο (50 χλμ. βορειοανατολικά των Σκοπίων), αυτή αποδείχθηκε αποφασιστική για την οριστική αποβολή των Οθωμανών από όλη τη Μακεδονία. Στις 26 Οκτωβρίου 1912 το Βασίλειο της Σερβίας κατέλαβε τα Σκόπια και το επίσημο όνομα της πόλης άλλαξε από το Τουρκικό Ουσκούμπ στο Σερβικό Σκόπλιε. Οι τουρκικές δυνάμεις είχαν εγκαταλείψει την πόλη την προηγούμενη ημέρα πριν. Η Σερβική προσάρτηση οδήγησε στη φυγή πολλών Τούρκων: 725 τουρκικές οικογένειες έφυγαν από την πόλη στις 27 Ιανουαρίου 1913. Το ίδιο έτος ο πληθυσμός της πόλης εκτιμήθηκε σε 37.000 από τις αρχές της Σερβίας. Η Συνθήκη του Λονδίνου του 1913, επικύρωσε τη Σερβική εξουσία στη βόρεια Μακεδονία. Τα Σκόπια παρέμειναν υπό την κυριαρχία του Βασιλείου της Σερβίας κατά τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο του 1913 όταν το πρώην ενιαίο μέτωπο διασπάστηκε.
Το 1915, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Σερβική Μακεδονία δέχθηκε εισβολή της Βουλγαρία, που κατέλαβε τα Σκόπια στις 22 Οκτωβρίου 1915. Η Σερβία, σύμμαχος της Τριπλής Αντάντ, βοηθήθηκε από τη Γαλλία, τη Βρετανία, την Ελλάδα και την Ιταλία, που σχημάτισαν το Μακεδονικό Μέτωπο. Μετά από μια μεγάλη Συμμαχική το 1918, η «Armée française d'Orient» (Γαλλική Στρατιά της Ανατολής) έφθασε στα Σκόπια στις 29 Σεπτεμβρίου και κατέλαβε την πόλη εξ απίνης. Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η σημερινή χώρα έγινε μέρος του νέου Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, που έγινε «Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας» το 1929, πλην μια σύντομης περιόδου έξι μηνών το 1920, όταν τα Σκόπια ελέγχονταν από το Γιουγκοσλαβικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Μια κυρίως ξένη Σερβική εθνική ελίτ επικράτησε επί των υπολοίπων, εφαρμόζοντας μια καταπίεση, άγνωστη επί των προηγούμενων Οθωμανών κυβερνητών. Ακολουθήθηκε μια πολιτική αποβουλγαρισμού και αφομοίωσης. Το 1931, σε μια κίνηση τυπικής αποκεντροποίησης της χώρας, τα Σκόπια ονομάστηκαν πρωτεύουσα της Μπανοβίνας του Βαρδάρη (Αξιού) του Βασιλείου της Γιουγκοσλαβίας. Μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα Σκόπια γνώρισαν έντονη οικονομική ανάπτυξη και ο πληθυσμός τους αυξήθηκε. Η πόλη είχε 41.066 κατοίκους το 1921, 64.807 το 1931 και 80.000 το 1941. Παρά το γεγονός ότι βρισκόταν σε μια υπανάπτυκτη περιοχή προσέλκυσε πλούσιους Σέρβοους που άνοιξαν επιχειρήσεις και συνέβαλαν στον εκσυγχρονισμό της πόλης. Το 1941 τα Σκόπια είχαν 45 εργοστάσια, το μισό της βιομηχανίας του σύνολο της σημερινής χώρας.
Το 1941, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η Γιουγκοσλαβία δέχθηκε την εισβολή της Ναζιστικής Γερμανίας και αντιστάθηκε, υπήρξαν τεράστιες αντιπολεμικές διαδηλώσεις στους δρόμους της πόλης. Οι Γερμανοί κατέλαβαν τα Σκόπια στις 8 Απριλίου και τα άφησαν στους Βούλγαρους συμμάχους τους στις 22 Απριλίου 1941. Για να εξασφαλίσουν τον εκβουλγαρισμό της κοινωνίας οι αρχές έκλεισαν τα σερβικά σχολεία και τις εκκλησίες και ίδρυσαν νέα σχολεία, εθνικό θέατρο, βιβλιοθήκη, μουσείο και ένα ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης, το Πανεπιστήμιο του Βασιλιά Μπόρις. Οι 4.000 Εβραίοι των Σκοπίων εκτοπίσθηκαν όλοι στις 11 Μαρτίου 1943 στην Τρεμπλίνκα της Πολωνίας, σε πλήρη αντίθεση με τον τρόπο που η Βουλγαρία χειρίσθηκε το δικό της Εβραϊκό πληθυσμό. όπου σχεδόν όλοι τους έχασαν τη ζωή τους. Τοπικά αποσπάσματα παρτιζάνων ξεκίνησαν εκτεταμένο ανταρτοπόλεμο μετά την ανακήρυξη της «Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» από την «ASNOM» (Αντιφασιστική Συνέλευση για την Εθνική Απελευθέρωση της Μακεδονίας) στις 2 Αυγούστου 1944. Τα Σκόπια απελευθερώθηκαν στις 13 Νοεμβρίου 1944 από Γιουγκοσλαβικές Παρτιζάνικες μονάδες του «Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της Μακεδονίας», μαζί με μονάδες του νέου Συμμαχικού Βουλγαρικού Λαϊκού Στρατού (καθώς η Βουλγαρία είχε αλλάξει στρατόπεδο στον πόλεμο τον Σεπτέμβριο).
Μετά την απελευθέρωση τα Σκόπια έγιναν η πρωτεύουσα της νεοιδρυθείσας Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Μέχρι το 1991, τα Σκόπια ήταν πρωτεύουσα της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Τα Σκόπια ευνοήθηκαν πολύ από τις πολιτικές της Σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας, που ενθάρρυναν τη βιομηχανία και τη δημιουργία «Μακεδονικών» πολιτιστικών ιδρυμάτων. Ετσι τα Σκόπια απέκτησαν εθνική βιβλιοθήκη, εθνική φιλαρμονική ορχήστρα, πανεπιστήμιο και Μακεδονική Ακαδημία. Η πόλη επεκτάθηκε και ο πληθυσμός αυξήθηκε αυτή την περίοδο από λίγο πάνω από 150.000 το 1945 σε σχεδόν 600.000 στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ωστόσο η μεταπολεμική ανάπτυξη της ανακόπηκε από τον σεισμό του 1963, που συνέβη στις 26 Ιουλίου. Αν και σχετικά αδύναμος σε μέγεθος προκάλεσε τεράστιες ζημιές στην πόλη και μπορεί να συγκριθεί με τον Σεισμό του Αγκαντίρ του 1960. Η θεομηνία σκότωσε 1.070 ανθρώπους και τραυμάτισε 3.300, ενώ το 70% του πληθυσμού έχασαν το σπίτι τους. Πολλές εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις, εργοστάσια και ιστορικά κτίρια καταστράφηκαν.
Μετά τον σεισμό η ανοικοδόμηση ήταν γρήγορη. Μια μεγάλη διεθνής προσπάθεια ανακούφισης είδε την πόλη να ξαναχτίζεται γρήγορα, αν και στην πράξη χάθηκε η περισσότερη παλιά νεοκλασική της γοητεία. Για τη βοήθεια της ανοικοδόμησης της πόλης συνέρρευσε στα Σκόπια διεθνής οικονομική βοήθεια. Το νέο σχέδιο της πόλης έγινε από τον, τότε κορυφαίο Ιάπωνα αρχιτέκτονα Κένζο Τάνγκε. Το αστικό τοπίο των Σκοπίων άλλαξε δραστικά και η πόλη έγινε ένα πραγματικό παράδειγμα νεωτεριστικής αρχιτεκτονικής. Τα ερείπια του παλιού σιδηροδρομικού σταθμού των Σκοπίων, που καταστράφηκε στον σεισμό, παραμένουν σήμερα ως μνημείο για τα θύματα μαζί με ένα παρακείμενο μουσείο. Σχεδόν όλα τα ωραία νεοκλασικά κτίρια 18ου και 19ου αιώνα της πόλης καταστράφηκαν στον σεισμό, μεταξύ τους το Εθνικό Θέατρο και πολλά κυβερνητικά κτίρια, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος του Φρούριο των Σκοπίων. Το αποτέλεσμα, ήταν τα πολλά μοντέρνα (για την εποχή) θηριώδη κτίρια, όπως το κεντρικό ταχυδρομείο και η Εθνική Τράπεζα, καθώς και εκατοντάδες, εγκαταλειμμένα σήμερα, τροχόσπιτα και προκατασκευασμένοι κινητοί οικίσκοι. Ευτυχώς, όπως και σε προηγούμενους, όμως, σεισμούς, το μεγαλύτερο μέρος του παλιού Τουρκικού τομέα της πόλης, επέζησε. Η ανοικοδόμηση είχε βαθιά ψυχολογική επίδραση στον πληθυσμό, επειδή γειτονιές χωρίστηκαν και οι άνθρωποι μετεγκαταστάθηκαν σε νέα σπίτια και κτίρια με τα οποία δεν ήταν εξοικειωμένοι. Η ανοικοδόμηση κράτησε ως το 1980, χωρίς να ολοκληρωθεί, επειδή τα κεφάλαια είχαν εξαντληθεί. Η δημογραφική ανάπτυξη ήταν πολύ σημαντική μετά το 1963 και τα Σκόπια είχαν 408.100 κατοίκους το 1981. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και του 1990 η χώρα γνώρισε πληθωρισμό και ύφεση και η τοπική οικονομία δεινοπάθησε.
Τα Σκόπια πραγματοποίησαν με σχετική ευκολία τη μετάβαση από πρωτεύουσα της Σοσιαλιστικής Ομόσπονδης Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας σε πρωτεύουσα της σημερινής Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας. Σήμερα, τα Σκόπια βλέπουν μια ανανέωση σε κτίρια, δρόμους και καταστήματα. Η κυβέρνηση που εξελέγη το 2006 αποκατέστησε το φρούριο Καλέ και σχεδίασε να ανακατασκευάσει το Κτίριο του Στρατού του 19ου αιώνα, το Παλιό Εθνικό Θέατρο και την Παλιά Εθνική Τράπεζα–όλα κατεστραμμένα στον σεισμό του 1963. Άλλα έργα υπό κατασκευή είναι το Μουσείο «Μακεδονικού Αγώνα», το Αρχαιολογικό Μουσείο, τα Εθνικά Αρχεία, το Συνταγματικό Δικαστήριο και ένα νέο Μουσικό Θέατρο.
Η ανακατασκευή αυτών των κτιρίων και η ανέγερση μνημείων είναι μέρος του προγράμματος Σκόπια 2014, που αναμενόταν να ολοκληρωθεί το 2015. Επίσης ανακατασκευάζονται και επεκτείνονται το εθνικό στάδιο Αρένα Φίλιππου Β΄ και το Αεροδρόμιο Αλέξανδρος ο Μέγας, της πόλης. Η κυβέρνηση ξεκίνησε το 2010 το πρόγραμμα «Σκόπια 2014», που στόχευε να δώσει στην πρωτεύουσα μια πιο μνημειακή εμφάνιση. Προγραμμάτισε να ανεγείρει πλήθος αγαλμάτων, συντριβανιών, γεφυρών και μουσείων με κόστος περίπου 500 εκατομμυρίων ευρώ. Το πρόγραμμα αμφισβητήθηκε και οι κριτικές έχουν περιγράψει τα νέα κτίρια-ορόσημα σαν δείγματα αντιδραστικής ιστορικίστικης αισθητικής. Η κυβέρνηση έχει επίσης υποστεί κριτική για το κόστος του και για την έλλειψη αντιπροσώπευσης των εθνικών μειονοτήτων στο σύνολο αγαλμάτων και μνημείων που περιλαμβάνει. Κατηγορείται ότι μετατρέπει τα Σκόπια σε θεματικό πάρκο που θεωρείται εθνικιστικό «κιτς» και έχει κάνει τα Σκόπια παράδειγμα του πώς κατασκευάζονται οι εθνικές ταυτότητες και πώς αυτή η κατασκευή αντανακλάται στον αστικό χώρο. Περίπου 20 κτίρια και πάνω από 40 αγάλματα προγραμματίζεται να κατασκευασθούν ως μέρος του προγράμματος. Το πρόγραμμα θεωρείται από πολλούς[8][9] ως σπατάλη πόρων σε μια χώρα με μεγάλη ανεργία και φτώχεια και επίσης επικρίνεται ότι είναι ένας περισπασμός από αυτά τα προβλήματα. Η ΣΔΕΜ, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αντιτίθεται στο πρόγραμμα και έχει ισχυρισθεί ότι τα μνημεία θα μπορούσαν να στοιχίσουν έξι ως δέκα φορές λιγότερο απ' ότι πλήρωσε η κυβέρνηση. Το πρόγραμμα θεωρείται ενταγμένο στην υποτιθέμενη κυβερνητική πολιτική της «αρχαιοποίησης», της προσπάθειας της δημιουργίας μιας νέας εθνικής ταυτότητας βασισμένης στους αρχαίους Μακεδόνες. Η επιλογή του χρόνου του προγράμματος, σε συνέχεια της μη-πρόσκλησης της χώρας στο ΝΑΤΟ λόγω της συνεχιζόμενης διαφωνίας για την ονομασία με την Ελλάδα έχει οδηγήσει στην υπόνοια ότι είναι ένα αντίποινο ή προσπάθεια άσκησης πίεσης στην Ελλάδα. Ο Σαμ Βάκνιν, πρώην σύμβουλος του Νίκολα Γκρούεφσκι, έχει δηλώσει ότι το πρόγραμμα δεν είναι ανθελληνικό ή αντιβουλγαρικό αλλά αντιαλβανικό. Σε μια συνέντευξή του ανέφερε: «η αρχαιοποίηση έχει διπλό σκοπό, να περιθωριοποιήσει τους Αλβανούς και να δημιουργήσει μια ταυτότητα που δεν θα επιτρέψει στους Αλβανούς να γίνουν Μακεδόνες». Το πρόγραμμα στερείτο επίσης απεικονίσεων οποιωνδήποτε Αλβανών στα σχεδιαζόμενα μνημεία. Αυτό, ωστόσο, άλλαξε, με μεταγενέστερη προσθήκη αγαλμάτων των Νετζάτ Αγκόλι, Γιοσίφ Μπαγκέρι και Πιέτερ Μπογκντάνι και την κατασκευή της Πλατείας Σκεντέρμπεη.
Η σημαία των Σκοπίων είναι κόκκινη σε αναλογίες 1: 2 με ένα χρυσόχρωμο θυρεό της πόλη στην επάνω αριστερή γωνία. Είναι είτε κατακόρυφη ή οριζόντια, αλλά η κάθετη εκδοχή ήταν η πρώτη που χρησιμοποιήθηκε.
Το οικόσημο της πόλης υιοθετήθηκε τη δεκαετία του 1950. Απεικονίζει την Πέτρινη Γέφυρα με τον ποταμό Βαρδάρη, το Φρούριο Καλέ και τις χιονισμένες κορυφές των βουνών Σαρ.
Τα Σκόπια είναι μεσαία πόλη, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όντας η πρωτεύουσα και μεγαλύτερη της χώρας, τα Σκόπια συγκεντρώνουν μεγάλο μερίδιο της εθνικής οικονομίας. Η Περιφέρεια Σκοπίων, που περιλαμβάνει την πόλη των Σκοπίων και μερικούς γειτονικούς δήμους, παράγει το 45,5% του ΑΕΠ της χώρας. Το 2009 το περιφερειακό κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανήλθε σε USD 6565, ή 155% εκείνου της χώρας. Το ποσό αυτό είναι πάντως μικρότερο από εκείνο της Σόφιας (USD 10.106), του Σαράγεβο (USD 10048), ή του Βελιγραδίου (USD 7983), αλλά υψηλότερη από εκείνο των Τιράνων (USD 4126).
Επειδή δεν υπάρχει άλλη μεγάλη πόλη στη χώρα και λόγω του πολιτικού και οικονομικού συγκεντρωτισμού ένας μεγάλος αριθμός των κατοίκων της, που ζουν έξω από τα Σκόπια, εργάζονται στην πρωτεύουσα. Ο δυναμισμός της πόλης ενθαρρύνει επίσης την εγκατάλειψη της υπαίθρου, όχι μόνο από τη χώρα αλλά και από το Κόσοβο, την Αλβανία και τη Νότια Σερβία.
Το 2009, τα Σκόπια είχαν 26.056 επειχειρήσεις, αλλά μόνο 145 από αυτές ήταν σχετικά μεγάλες. Η μεγάλη πλειοψηφία τους είναι είτε μικρές (12.017) ή πολύ μικρές (13.625). Ένα μεγάλο ποσοστό των επιχειρήσεων ασχολείται με το εμπόριο (9.758), 3.839 με υπηρεσίες και ακίνητα και 2.849 με τη βιομηχανία. Αν και λίγες σε αριθμό οι μεγάλες επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν το 51% της εξωτερικής χρηματοδότηση της τοπικής παραγωγής.
Στη βιομηχανία της πόλης επικρατούν η επεξεργασία τροφίμων, η κλωστοϋφαντουργία, οι εκτυπώσεις και η επεξεργασία μετάλλων. Το 2012 αντιπροσώπευε το 30% του ΑΕΠ της πόλης. Οι περισσότερες από τις βιομηχανικές περιοχές βρίσκονται στον Δήμο Γκάζι Μπάμπα, στους μεγάλους οδικούς και σιδηροδρομικούς άξονες προς το Βελιγράδι και τη Θεσσαλονίκη. Συγκεκριμένα βρίσκονται εκεί οι χαλυβουργίες ArcelorMittal και Makstil καθώς επίσης και η Ζυθοποιία Σκοπίων. Άλλες ζώνες βρίσκονται μεταξύ Αεροντρόμ και Κίσελα Βόντα, κατά μήκος της σιδηροδρομικής προς την Ελλάδα. Οι ζώνες αυτές περιλαμβάνουν τις Alkaloid Skopje (φαρμακευτικά προϊόντα), Rade Končar (ηλεκτρικές συσκευές), Imperial Tobacco και Ohis (λιπάσματα). Δύο ειδικές οικονομικές ζώνες υπάρχουν επίσης, γύρω από το αεροδρόμιο και το διυλιστήριο ΟΚΤΑ. Έχουν προσελκύσει αρκετές ξένες εταιρείες, όπως τις Johnson Controls, Johnson Matthey και Van Hool.
Ως οικονομική πρωτεύουσα της χώρας, τα Σκόπια είναι η έδρα του Βορειομακεδονικού Χρηματιστηρίου, της Εθνικής Τράπεζας και της πλειονότητας των τραπεζικών, ασφαλιστικών και εταιρειών τηλεπικοινωνιών της χώρας, όπως οι Makedonski Telekom, Komercijalna banka Skopje και Stopanska Banka. Ο τομέας των υπηρεσιών παράγει το 60% του ΑΕΠ της πόλης.
Εκτός από πολλά μικρά παραδοσιακά καταστήματα, τα Σκόπια έχουν δύο μεγάλες αγορές, το «Ζελέν Παζάρ» (πράσινη αγορά) και το «Μπιτ Παζάρ» (υπαίθρια αγορά). Και οι δύο θεωρούνται ως τοπικοί θεσμοί. Ωστόσο, από το 1970 το λιανικό εμπόριο έχει σε μεγάλο βαθμό εκσυγχρονιστεί και τα Σκόπια τώρα έχουν πολλά σούπερ μάρκετ και εμπορικά κέντρα. Το μεγαλύτερο, το Skopje City Mall, που άνοιξε το 2012, περιλαμβάνει ένα υπερμάρκετ Carrefour, 130 καταστήματα και ένα κινηματογράφο και απασχολεί 2.000 άτομα.
Το 51% του ενεργού πληθυσμού των Σκοπίων απασχολείται σε μικρές επιχειρήσεις. Το 52% εργάζεται στον τομέα των υπηρεσιών, το 34% στη βιομηχανία και το υπόλοιπο απασχολείται κυρίως στη διοίκηση.
Το ποσοστό ανεργίας στην Περιφέρεια Σκοπίων ήταν 27% το 2009, τρεις μονάδες κάτω από το εθνικό ποσοστό (30%). Η γειτονική Περιφέρεια Πόλογκ είχε παρόμοιο ποσοστό αλλά η λιγότερο πληγείσα ήταν η Νοτιοδυτική περιφέρεια με 22%. Η ανεργία στα Σκόπια αφορούν κυρίως τους άνδρες, που αντιπροσωπεύουν το 56% των ατόμων που αναζητούν εργασία, τα άτομα μεταξύ 25 και 44 ετών (45% των ατόμων που αναζητούν εργασία), και μη εξειδικευμένα άτομα (43%). Η ανεργία αφορά επίσης Ρομά, που αντιπροσωπεύουν το 4,63% του πληθυσμού της πόλης και η ανεργία αφορά το 70% του ενεργού πληθυσμού της κοινότητας.
Ο μέσος καθαρός μηνιαίος μισθός στα Σκόπια ήταν € 400 τον Οκτώβριο του 2010, που αντιπροσώπευε το 120% του αντίστοιχου εθνικού. Ο μέσος μισθός στα Σκόπια ήταν τότε χαμηλότερος από ό,τι στο Σαράγεβο (€ 522), τη Σόφια (€ 436) και το Βελιγράδι (€ 440).
Έτος | Πληθ. | ±% |
---|---|---|
1921 | 41,000 | — |
1931 | 68,880 | +68.0% |
1948 | 88,355 | +28.3% |
1953 | 120,130 | +36.0% |
1961 | 166,870 | +38.9% |
1971 | 314,552 | +88.5% |
1981 | 448,200 | +42.5% |
1991 | 444,760 | −0.8% |
2002 | 506,926 | +14.0% |
Η πόλη των Σκοπίων είχε 506.926 κατοίκους εντός των διοικητικών ορίων της το 2002, ενώ το πολεοδομικό της συγκρότημα είχε 378.243 κατοίκους. Μια εκτίμηση του 2006 έδωσε 668.518 κατοίκου στα διοικητικά όρια της πόλης. Η περιοχή απασχόλησης των Σκοπίων καλύπτει ένα μεγάλο τμήμα της χώρας, συμπεριλαμβανομένων του Βέλες, του Κουμάνοβο και του Τέτοβο, και συνολικά πάνω από ένα εκατομμύριο κατοίκους.
Τα Σκόπια συγκεντρώνουν το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας, της οποίας οι άλλες πόλεις είναι πολύ μικρότερες. Ο δεύτερος πολυπληθέστερος δήμος, το Κουμάνοβο, είχε 107.632 κατοίκους το 2011 και το πολεοδομικό του συγκρότημα 76.272 κατοίκους το 2002.
Πριν από τον Αυστροτουρκικό Πόλεμο και τη Μεγάλη Πυρκαγιά του 1698 τα Σκόπια ήταν μία από τις μεγαλύτερες πόλεις των Βαλκανίων, με πληθυσμό εκτιμώμενο μεταξύ 30.000 και 60.000 κατοίκων. Μετά την πυρκαγιά γνώρισε μια μακρά περίοδο παρακμής και είχε μόνο 10.000 κατοίκους το 1836. Ωστόσο, ο πληθυσμός άρχισε να αυξάνεται και πάλι μετά το 1850 και έφτασε τους 32.000 κατοίκους το 1905. Κατά τον 20ο αιώνα τα Σκόπια ήταν μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες πόλεις στη Γιουγκοσλαβία και έχει 448.200 κατοίκους το 1971. Από τότε η δημογραφική ανάπτυξη συνεχίστηκε με σταθερό ρυθμό.
Τα Σκόπια, όπως και η χώρα στο σύνολό της, χαρακτηρίζεται από μεγάλη εθνοτική πολυμορφία. Η πόλη βρίσκεται σε μια περιοχή όπου συνυπάρχουν Αλβανοί και Σλαβομακεδόνες και δέχθηκε Ρομά, Τούρκους, Εβραίους και Σέρβους σε όλη την ιστορία της. Τα Σκόπια ήταν κυρίως Μουσουλμανική πόλη μέχρι τον 19ο αιώνα, όταν άρχισε να εγκαθίσταται εκεί μεγάλος αριθμός Χριστιανών. Σύμφωνα με την απογραφή του 2002 οι Σλαβομακεδόνες ήταν η μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα στα Σκόπια, με 338.358 κατοίκους, ή το 66,75% του πληθυσμού. Στη συνέχεια ήταν οι Αλβανοί με 103.891 κατοίκους (20,49%), οι Ρομά με 23.475 (4,63%), οι Σέρβοι (14.298 κάτοικοι), οι Τούρκοι (8595), οι Βόσνιοι (7585) και οι Βλάχοι (2557). 8167 άνθρωποι δεν ανήκουν σε καμία από αυτές τις ομάδες.
Οι Σλαβομακεδόνες αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού στους δήμους Αεροντρόμ, Τσένταρ, Γκιόρτσε Πετρόφ, Kάρπος και Kίσελα Βόντα, που όλα βρίσκονται νότια του Αξιού. Αποτελούν επίσης την πλειοψηφία στο Μπούτελ και στο Γκάζι Μπάμπα, που βρίσκονται βόρεια του ποταμού. Οι Αλβανοί αποτελούν την πλειοψηφία στο Τσαίρ, που αντιστοιχεί περίπου στο Παλιό Παζάρι, και στο Σαράι, ενώ αποτελούν μεγάλη μειονότητα στο Μπούτελ και στο Γκάζι Μπάμπα. Το Σούτο Οριζάρι, που βρίσκεται στο βόρειο άκρο της πόλης, κατοικείται κυρίως από Ρομά.
Όταν μια εθνοτική μειονότητα αποτελεί τουλάχιστον το 20% του πληθυσμού σε ένα δήμο, η γλώσσα του μπορεί να γίνει επίσημη σε τοπικό επίπεδο. Έτσι στο Τσαίρ και στο Σαράι στα σχολεία και στη διοίκηση χρησιμοποιούν τα Αλβανικά, και τη γλώσσα των Ρομά στο Σούτο Οριζάρι. Ο τελευταίος είναι ο μόνος δήμος στον κόσμο όπου η γλώσσα των Ρομά είναι επίσημη γλώσσα.
Οι σχέσεις μεταξύ των δύο μεγαλύτερων ομάδων, Σλαβομακεδόνων και Αλβανών, είναι μερικές φορές δύσκολες, όπως και στην υπόλοιπη χώρα. Κάθε ομάδα ανέχεται την άλλη, αλλά έχουν την τάση να αποφεύγουν η μία την άλλη και φαίνεται να ζουν σε δύο παράλληλους κόσμους. Η μειονότητα των Ρομά είναι με τη σειρά της πολύ υποβαθμισμένη. Το ακριβές μέγεθός της δεν είναι γνωστή, επειδή πολλοί Ρομά της χώρας δηλώνουν ότι ανήκουν σε άλλες εθνοτικές ομάδες ή απλά αποφεύγουν τις απογραφές. Ωστόσο, ακόμη και αν τα επίσημα στοιχεία τους υποεκτιμούν, τα Σκόπια είναι η πόλη στον κόσμο με το μεγαλύτερο πληθυσμό Ρομά.
Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι ποικίλες: οι Σλαβομακεδόνες, οι Σέρβοι και οι Βλάχοι είναι κυρίως Ορθόδοξοι, ενώ οι Αλβανοί, οι Τούρκοι και οι Ρομά (Τσιγγάνοι) είναι συνήθως Μουσουλμάνοι, αν και υπάρχει σχεδόν ίσος αριθμός Ορθόδοξων Ρομά. Τα Σκόπια διαθέτουν επίσης μια Καθολική Αλβανική μειονότητα, στην οποία ανήκε η Μητέρα Τερέζα.
Σύμφωνα με την απογραφή του 2002 το 68,5% του πληθυσμού των Σκοπίων ανήκε στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, ενώ το 28,6% των ανήκε στο Ισλάμ. Η πόλη είχε επίσης μια Καθολική (0,5%) και μια Προτεσταντική (0,04%) μειονότητα.
Μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα Σκόπια είχαν σημαντική Εβραϊκή μειονότητα, που καταγόταν κυρίως από Ισπανικούς Σεφαρδίτες, που είχαν διαφύγει από την Ιερά Εξέταση. Η κοινότητα αποτελείτο από 2.424 μέλη το 1939 και οι περισσότεροι από αυτούς εκτοπίσθηκαν και θανατώθηκαν από τους Ναζί. Μετά τον πόλεμο οι περισσότεροι από τους επιζήσαντες εγκαταστάθηκαν στο Ισραήλ.
Λόγω του Οθωμανικό παρελθόντος του, τα Σκόπια έχουν περισσότερα τζαμιά από εκκλησίες. Θρησκευτικές κοινότητες συχνά διαμαρτύρονται για την έλλειψη υποδομών και συχνά χτίζονται νέοι τόποι λατρείας. Τα Σκόπια είναι η έδρα πολλών θρησκευτικών οργανώσεων της χώρας, όπως η Μακεδονική Ορθόδοξη Εκκλησία και η Ισλαμική Θρησκευτική Ένωση της Βόρειας Μακεδονίας. Έχουν Ορθόδοξο καθεδρικό ναό και ιερατική σχολή, διάφορους μεντρεσέδες, Ρωμαιοκαθολικό καθεδρικό και συναγωγή.
Τα Σκόπια έχουν 21 σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, 5 από τα οποία είναι γενικά και 16 επαγγελματικά. Η πόλη διαθέτει επίσης πολλά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το σημαντικότερο από τα οποία είναι το Πανεπιστήμιο των Άγιων Κύριλλου και Μεθόδιου, που ιδρύθηκε το 1949. Το πανεπιστήμιο έχει 23 τμήματα, 10 ερευνητικά ινστιτούτα και το παρακολουθούν κατά μέσο όρο 50.000 φοιτητές. Μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της χώρας το 1991, ιδρύθηκαν αρκετά ιδιωτικά πανεπιστήμια. Τα μεγαλύτερα ιδιωτικά πανεπιστήμια στα Σκόπια είναι σήμερα το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο με 7 τμήματα και το Πανεπιστήμιο ФОН με 9 τμήματα.
Ως πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της χώρας, τα Σκόπια έχουν πολλές σημαντικές αθλητικές εγκαταστάσεις. Η πόλη έχει τρεις μεγάλες πισίνες, δύο από τις οποίες χαρακτηρίζονται Ολυμπιακές. Αυτές οι πισίνες είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την προπόνηση των ομάδων υδατοσφαίρισης. Τα Σκόπια διαθέτουν επίσης πολλά γήπεδα ποδοσφαίρου, όπως το Ίλιντεν στο Τσαίρ και της Ζελεζάρνιτσα, που μπορούν να φιλοξενήσουν από 4.000 ως 4.500 θεατές. Το γήπεδο μπάσκετ Καλέ μπορεί να φιλοξενήσει 5.000 άτομα και το Γιάνε Σαντάνσκι 4.000 άτομα.
Тο μεγαλύτερο στάδιο παραμένει το Αρένα Φίλιππος Β΄. Το στάδιο, που χτίστηκε το 1947 και το όνομά του μέχρι το 2008 ήταν Στάδιο της Πόλης των Σκοπίων, υπέστη καθολική ανακαίνιση, που ξεκίνησε το 2009 για να ανταποκριθεί στα πρότυπα της FIFA. Πλήρως ανακαινισμένο το στάδιο περιέχει 32.580 καθίσματα, καθώς και σπα και γυμναστήριο. Το Αθλητικό Κέντρο Μπόρις Τραϊκόφσκι είναι το μεγαλύτερο αθλητικό συγκρότημα της χώρας. Εγκαινιάστηκε το 2008 και πήρε το όνομά του από τον πρόεδρο Μπορίς Τραϊκόφσκι, που πέθανε το 2004. Περιλαμβάνει αίθουσες χάντμπολ, μπάσκετ, βόλεϊ και μπόουλινγκ, γυμναστήριο και γήπεδο χόκεϊ επί πάγου. Η κύρια αίθουσά του, που φιλοξενεί τακτικά συναυλίες, χωράει περίπου 10.000 άτομα.
Η ΦΚ Βάρνταρ και η ΦΚ Ραμποτνίτσκι είναι οι δύο πιο δημοφιλείς ποδοσφαιρικές ομάδες, που αγωνίζονται στο πρώτο εθνικό πρωτάθλημα. Οι προπονήσεις τους γίνονται στο Αρένα Φίλιππος Β΄, όπως εκείνες της εθνικής ομάδας. Η πόλη έχει επίσης πολλούς μικρότερους ποδοσφαιρικών συλλόγων, όπως οι ΦΚ Μακεντόνια Γκιόρτσε Πέτροφ, ΦΚ Γκόρνο Λίσιτσε, ΦΚ Λοκομοτίβα Σκοπίων, ΦΚ Μέταλουργκ Σκοπίων, ΦΚ Μάτζαρι Σολινταρνόσκ και ΦK Σκοπίων, που αγωνίζονται στο πρώτο, δεύτερο ή τρίτο εθνικό πρωτάθλημα. Ένα άλλο δημοφιλές άθλημα στη Βόρεια Μακεδονία είναι το μπάσκετ, που εκπροσωπείται κυρίως από τις ομάδες Ραμπότνιτσκι και MZT Σκοπίων. Στο χάντμπολ είναι οι ΡΚ Βαρντάρ και ΡK Μέταλουργκ Σκοπίων και οι γυναικίες ομάδες ΖΡK Μέταλουργκ και ŽΡK Βαρντάρ. Η πόλη συνδιοργάνωσε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Χάντμπολ Γυναικών του 2008, μαζί με την Οχρίδα.
Τα Σκόπια βρίσκεται κοντά σε τρεις άλλες πρωτεύουσες, την Πρίστινα (87 χλμ.), τα Τίρανα (291 χλμ.) και τη Σόφια (245 χλμ.). Η Θεσσαλονίκη είναι 233 χιλιόμετρα νότια και το Βελιγράδι είναι 433 χιλιόμετρα βόρεια. Τα Σκόπια είναι επίσης στη διασταύρωση των δύο πανευρωπαϊκών διαδρόμων: του Διαδρόμου Χ, από την Αυστρία στην Ελλάδα, και του Διαδρόμου VIII, από την Αδριατική-Αλβανία στη Μαύρη Θάλασσα-Βουλγαρία. Ο Διάδρομος Χ συνδέει τα Σκόπια με τη Θεσσαλονίκη, το Βελιγράδι και τη Δυτική Ευρώπη, ενώ Διάδρομος VIII τα συνδέει με τα Τίρανα και τη Σόφια.
Ο Διάδρομος Χ αντιστοιχεί τοπικά στον αυτοκινητόδρομο M-1 (Ε75), που είναι η μεγαλύτερη σε μήκος εθνική οδός της χώρας. Αντιστοιχεί επίσης στη σιδηροδρομική γραμμή Ταμπανόβτσε-Γευγελή. Ο Διάδρομος VIII, λιγότερο ολοκληρωμένος, αντιστοιχεί στον αυτοκινητόδρομο Μ-4 και το σιδηροδρομικό Κίτσεβο-Μπελιακόβτσε. Τα Σκόπια δεν βρίσκονται εντελώς πάνω στον Διάδρομο Χ και ο Μ-1 δεν περνά μέσα από τα όρια της πόλης. Έτσι η σύνδεση μεταξύ του Μ-1 και του Μ-4 βρίσκεται περίπου 20 χιλιόμετρα ανατολικά, κοντά στο αεροδρόμιο. Παρά το γεγονός ότι τα Σκόπια είναι γεωγραφικά κοντά σε άλλες μεγάλες πόλεις, η μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών δεν έχει βελτιστοποιηθεί, ιδιαίτερα με την Αλβανία. Αυτό οφείλεται κυρίως στις ανεπαρκείς υποδομές. Έτσι το 61,8% των Σκοπιανών δεν έχουν πάει ποτέ στα Τίρανα, ενώ μόνο το 6,7% δεν έχουν πάει ποτέ στη Θεσσαλονίκη και 0% στη Σόφια. Επιπλέον το 26% των Θεσσαλονικέων, το 33% των κατοίκων της Σόφιας και το 37% των κατοίκων των Τιράνων δεν έχουν πάει ποτέ στα Σκόπια.
Ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός των Σκοπίων εξυπηρετείται από τις διεθνείς γραμμές Βελιγραδίου-Θεσσαλονίκης και Σκοπίων-Πρίστινας. Μετά την ολοκλήρωση του σιδηροδρομικού Διαδρόμου VIII έχει προγραμματιστεί για το 2022 η πόλη να συνδεθεί επίσης με τα Τίρανα και τη Σόφια. Καθημερινά τρένα συνδέουν επίσης τα Σκόπια με άλλα πόλεις της χώρας, όπως Κουμάνοβο, Κίτσεβο, Στιπ, Μπίτολα και Βέλες.
Τα Σκόπια έχουν αρκετούς μικρότερους σιδηροδρομικούς σταθμούς, αλλά η πόλη δεν διαθέτει δικό της σιδηροδρομικό δίκτυο και εξυπηρετείται μόνο από υπεραστικές ή διεθνείς γραμμές. Στη σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει τον κεντρικό σταθμό με το Βελιγράδι και τη Θεσσαλονίκη είναι οι σταθμοί Ντάτσεβο και Ντόλνο Λίσιτσε και σε εκείνη προς το Κίσεβο οι σταθμοί Βόρειος-Σκοπίων, Γκόρτσε Πετρόφ και Σαράι. Αρκετοί άλλοι σταθμοί είναι μόνο εμπορευματικού.
Ο σταθμός λεωφορείων των Σκοπίων άνοιξε το 2005 και βρίσκεται ακριβώς κάτω από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό. Μπορεί να δεχθεί 450 λεωφορεία τη μέρα. Οι λεωφορειακές συνδέσεις από και προς τα Σκόπια είναι πολύ πιο αποτελεσματικές και διαφοροποιημένες από τις σιδηροδρομικές. Πράγματι συνδέεται με πολλά μέρη της χώρας και πόλεις του εξωτερικού, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σόφια, η Πράγα, το Αμβούργο και η Στοκχόλμη.
Τα Σκόπια έχουν το «Διεθνές Αεροδρόμιο των Σκοπίων»,[10] όπως ονομάζεται επίσημα από το 2018, στο οποίο πραγματοποιούνται διεθνείς πτήσεις. Βρίσκεται στο Πέτροβετς, περίπου 20 χιλιόμετρα ανατολικά της πόλης. Από το 2008, το διαχειρίζεται η Τουρκική TAV Airports Holding και μπορεί να δεχθεί έως και τέσσερα εκατομμύρια επιβάτες ετησίως. Η ετήσια κίνηση έχει αυξηθεί σταθερά από το 2008, φτάνοντας το ένα εκατομμύριο επιβάτες το 2014. Το αεροδρόμιο των Σκοπίων έχει συνδέσεις με διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, όπως Βιέννη, Ζυρίχη, Βρυξέλλες, Κωνσταντινούπολη, Λονδίνο και Ρώμη. Διατηρεί επίσης μια άμεση σύνδεση με το Ντουμπάι.
Το αεροδρόμιο είχε ονομαστεί «Μέγας Αλέξανδρος» το 2006,[11] αλλά κατόπιν συμφωνίας με την ελληνική κυβέρνηση για την επίλυση του ζητήματος με την ονομασία, ονομάζεται «Διεθνές Αεροδρόμιο».[12]
Ως πρωτεύουσα της χώρας τα Σκόπια έχουν τα μεγαλύτερα πολιτιστικά της ιδρύματα, όπως η Εθνική και Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη «Αγίου Κλήμεντος της Οχρίδας», η Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών, το Εθνικό Θέατρο, η Εθνική Φιλαρμονική Ορχήστρα και η Εθνική Όπερα και Μπαλέτο. Μεταξύ των τοπικών ιδρυμάτων είναι η Βιβλιοθήκη Αδελφών Μιλαντίνοφ, που έχει πάνω από ένα εκατομμύριο έγγραφα, το Κέντρο Πολιτιστικών Πληροφοριών, που διαχειρίζεται φεστιβάλ, εκθέσεις και συναυλίες και το Σπίτι του Πολιτισμού Kότσο Ράτσιν, που είναι αφιερωμένο στη σύγχρονη τέχνη και νέους ταλαντούχους.
Τα Σκόπια διαθέτουν επίσης πολλά ξένα πολιτιστικά κέντρα, όπως Ινστιτούτο Γκαίτε, Βρετανικό Συμβούλιο, Alliance Française και American Corner.
Η πόλη διαθέτει πολλά θέατρα και αίθουσες συναυλιών. Η Univerzalna Sala, με 1.570 θέσεις, χτίστηκε το 1966 και χρησιμοποιείται για συναυλίες, επιδείξεις μόδας και συνέδρια. Η Metropolis Arena, σχεδιασμένη για μεγάλες συναυλίες, έχει 3.546 καθίσματα. Άλλες μεγάλες αίθουσες είναι η Εθνική Όπερα και Μπαλέτο (800 θέσεις), το Εθνικό Θέατρο (724) και το Δραματικό Θέατρο (333). Υπάρχουν και άλλες μικρότερες εγκαταστάσεις, όπως το Αλβανικό Θέατρο και το Θέατρο Νέων. Ένα Τουρκικό Θέατρο και η αίθουσα της Φιλαρμονικής είναι υπό κατασκευή.
Το μεγαλύτερο μουσείο στα Σκόπια είναι το Μουσείο της Βόρειας Μακεδονίας, που παρουσιάζει αναλυτικά την ιστορία της χώρας. Ιδιαίτερα πλούσιες είναι οι συλλογές του εικόνων και επιγραμμάτων. Το Αρχαιολογικό Μουσείο, που άνοιξε το 2014, έχει μερικά από τα καλύτερα αρχαιολογικά ευρήματα στη χώρα, που χρονολογούνται από την Προϊστορία ως την οθωμανική περίοδο. Η Εθνική Πινακοθήκη της Βόρειας Μακεδονίας παρουσιάζει έργα ζωγραφικής που χρονολογούνται από τον 14ο έως τον 20ο αιώνα σε δύο πρώην τουρκικά λουτρά της Παλιάς Αγοράς. Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης χτίστηκε μετά τον σεισμό του 196, χάρη στη διεθνή βοήθεια. Στις συλλογές του περιλαμβάνονται εγχώρια και ξένη τέχνης, με έργα των Φερνάν Λεζέ, Αντρέ Μασόν, Πάμπλο Πικάσο, Χανς Χάρτουγκ, Βικτώρ Βαζαρελί, Αλεξάντερ Κάλντερ, Πιέρ Σουλάζ, Αλμπέρτο Μπούρι και Κρίστο.
Το Μουσείο της Πόλης των Σκοπίων βρίσκεται μέσα στα ερείπια του παλιού σταθμού του τρένου, που καταστράφηκε από τον σεισμό του 1963. Είναι αφιερωμένο στην τοπική ιστορία και έχει τέσσερα τμήματα: αρχαιολογίας, εθνολογία, ιστορίας και ιστορίας της τέχνης. Το Μνημείο-Σπίτι της Μητέρας Τερέζας χτίστηκε το 2009 στη θέση όπου βρισκόταν η εκκλησία, όπου η Άγια βαφτίστηκε. Το «Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα» είναι αφιερωμένο στη σύγχρονη εθνική ιστορία και τον αγώνα των Σλαβομακεδόνων για την ανεξαρτησία τους. Σε κοντινή απόσταση βρίσκεται το Κέντρο Μνήμης Ολοκαυτώματος των Εβραίων της Βόρειας Μακεδονίας. Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας εκθέτει περίπου 4.000 αντικείμενα, ενώ ο 120 στρεμμάτων Ζωολογικός Κήπος των Σκοπίων φιλοξενεί 300 ζώα.
Παρά το γεγονός ότι τα Σκόπια έχουν καταστραφεί πολλές φορές κατά την ιστορία τους, εξακολουθούν να έχουν πολλά ιστορικά μνημεία που αντανακλούν τις διαδοχικές κατακτήσεις της πόλης. Τα Σκόπια διαθέτουν ένα από τα μεγαλύτερα οθωμανικά αστικά συγκροτήματα στην Ευρώπη, με πολλά οθωμανικά μνημεία να εξακολουθούν να εξυπηρετούν τον αρχικό τους σκοπό. Ήταν επίσης ο τόπος μοντερνιστικών πειραμάτων τον 20ο αιώνα, μετά τον σεισμό του 1963. Στις αρχές του 21ου αιώνα είναι και πάλι αντικείμενο μαζικής ανοικοδόμησης, χάρη στο πρόγραμμα «Σκόπια 2014». Τα Σκόπια είναι έτσι ένα περιβάλλον όπου συνυπάρχουν παλιές και νέες, προοδευτικός και αντιδραστικές, ανατολικές και δυτικές απόψεις και προοπτικές.
Τα Σκόπια έχουν κάποια λείψανα Προϊστορικών αρχιτεκτονικής ορατά στη νεολιθική θέση Τούμπα Ματζάρι. Από την άλλη πλευρά της πόλης βρίσκονται τα ερείπια του αρχαίου Scupi, με τα ερείπια ενός θεάτρου, λουτρών και μιας βασιλικής. Το Υδραγωγείο των Σκοπίων, που βρίσκεται μεταξύ Scupi και κέντρου της πόλης, είναι μάλλον άγνωστης χρονολογίας κατασκευής. Φαίνεται να είχε κατασκευαστεί από τους Βυζαντινούς ή τους Τούρκους, αλλά ήταν ήδη εκτός λειτουργίας τον 16ο αιώνα. Αποτελείται από 50 καμάρες, κατασκευασμένο από πλινθοπερίκλειστη τοιχοποιία.
Το Φρούριο των Σκοπίων ξαναχτίστηκε αρκετές φορές στο παρελθόν πριν καταστραφεί από τον σεισμό του 1963. Από τότε έχει αποκατασταθεί στη μεσαιωνική εμφάνισή του. Είναι το μόνο μεσαιωνικό μνημείο στα Σκόπια, αλλά πολλές εκκλησίες που βρίσκονται γύρω από την πόλη εκφράζουν την αρχιτεκτονική σχολή του Βαρδάρη που άκμασε γύρω στο 1300. Μεταξύ αυτών των εκκλησιών είναι εκείνες γύρω από το Φαράγγι Μάτκα (Αγίου Νικολάου, Αγίου Ανδρέα και Mάτκα). Η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα στο Γκόρνο Νέρεζι χρονολογείται από τον 12ο αιώνα. Οι εκφραστικές τοιχογραφίες της προαναγγέλλουν τους πρόδρομους της Ιταλικής αναγέννησης.
Τα παραδείγματα Οθωμανικής τουρκικής αρχιτεκτονικής βρίσκονται στο Παλιό Παζάρι. Τα τζαμιά στα Σκόπια είναι συνήθως απλά στον σχεδιασμό, με τετράγωνη βάση και ένα μονό τρούλο και μιναρέ. Η είσοδός τους συνήθως τονίζεται από μια στοά, όπως στο Μουσταφά Πασά Τζαμί, που χρονολογείται από τον 15ο αιώνα. Μερικά τζαμιά δείχνουν κάποια πρωτοτυπία στην εμφάνισή τους: τα τζαμιά του Σουλτάνου Μουράτ και του Γιαχία Πασά έχουν χάσει τον τρούλο τους και έχουν μια πυραμιδοειδή στέγη, ενώ το τζαμί του Ισά Μπέη έχει μια ορθογώνια βάση, δύο τρούλους και δύο πλευρικές πτέρυγες. Το Αλατζά Τζαμί ήταν αρχικά καλυμμένο με μπλε φαγεντιανή, που όμως εξαφανίστηκε στη Μεγάλη Πυρκαγιά του 1689. Ωστόσο μερικά κεραμίδια είναι ακόμα ορατά στο διπλανό τουρμπέ. Άλλα τουρκική δημόσια μνημεία περιλαμβάνουν τον πύργο ρολογιού του 16ου αιώνα, ένα μπεζεστένι, τρεις καραβανσεράγια, δύο τουρκικά λουτρά και την Πέτρινη Γέφυρα, που αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1469.
Οι παλαιότερες εκκλησίες στο κέντρο της πόλης, της Ανάληψης και του Αγίου Δημητρίου, χτίστηκαν τον 18ο αιώνα, μετά τη Μεγάλη Πυρκαγιά του 1689. Ανακαινίστηκαν και οι δύο τον 19ο αιώνα. Η Εκκλησία της Αναλήψεως είναι ιδιαίτερα μικρή είναι μισοθαμμένη προκειμένου να μην υπερέχει των γειτονικών τζαμιών. Κατά τον 19ο αιώνα χτίστηκαν αρκετές νέες εκκλησίες, συμπεριλαμβανομένου του Ναού της Γεννήσεως της Θεοτόκου, που είναι μια μεγάλη τρίκλιτη εκκλησία, σχεδιασμένη από τον Αντρέι Νταμιάνοφ.
Μετά το 1912, όταν τα Σκόπια προσαρτήθηκαν από τη Σερβία, η πόλη δυτικοποιήθηκε δραστικά. Πλούσιοι Σέρβοι έχτισαν αρχοντικά και αστικές κατοικίες, όπως το Μέγαρο Ρίστιτς του 1926.[13] Η αρχιτεκτονική εκείνης της εποχής είναι πολύ παρόμοια με εκείνη της Κεντρικής Ευρώπης, αλλά μερικά κτίρια είναι πιο δημιουργική, όπως το Νεομαυριτανική Αραβική Κατοικία και Νεοβυζαντινός σιδηροδρομικός σταθμός, και τα δύο του 1938. Ο Μοντερνισμός εμφανίστηκε ήδη από το 1933 με το πρώην Εθνογραφικό Μουσείο (σήμερα Δημοτική Πινακοθήκη), που σχεδιάστηκε από το Μίλαν Ζλόκοβιτς. Ωστόσο η μοντερνιστική αρχιτεκτονική αναπτύχθηκε πλήρως στα Σκόπια μόνο μετά τον σεισμό του 1963. Η ανοικοδόμηση του κέντρου της πόλης σχεδιάστηκε εν μέρει από τον Ιάπωνα Κένζο Τάνγκε, που σχεδίασε τον νέο σταθμό του τρένου. Ντόπιοι αρχιτέκτονες συμμετείχαν επίσης στην ανοικοδόμηση: ο Γκεόργκι Κονσταντινόφσκι σχεδίασε το κτίριο των Δημοτικών Αρχείων το 1968 και τη Φοιτητική Εστία Γκότσε Ντέλτσεφ το 1975, ενώ Γιάνκο Κονσταντίνοφ σχεδίασε το Τηλεπικοινωνιακό Κέντρο και το Κεντρικό Ταχυδρομείο (1974-1989). Ο Σλάβκο Μπρεζόφσκι σχεδίασε την Εκκλησία του Αγίου Κλήμεντος της Οχρίδας. Αυτά τα δύο κτίρια διακρίνονται για την πρωτοτυπία τους, αν και εμπνέονται άμεσα από το Μπρουταλισμό.
Η ανοικοδόμηση μετέτρεψε τα Σκόπια σε πραγματικά μοντερνιστική πόλη, με μεγάλες πολυκατοικίες, λιτά κτίρια από μπετόν και διάσπαρτους χώρους πρασίνου. Το κέντρο της πόλης θεωρήθηκε ως ένας γκρίζο και μη ελκυστικός τόπος, όταν οι τοπικές αρχές αποκάλυψαν το σχέδιο «Σκόπια 2014» το 2010. Προέβλεπε την ανέγερση μεγάλου αριθμού αγαλμάτων, σιντριβανιών, γεφυρών και μουσείων με κόστος περίπου € 500 εκ.
Το πρόγραμμα έχει προκαλέσει αντιπαράθεση: Κριτικοί έχουν περιγράψει τα νέα κτίρια-ορόσημα ως δείγματα αντιδραστικής ιστορικίστικης αισθητικής. Επίσης η κυβέρνηση έχει επικριθεί για το κόστος του και για την αρχική έλλειψη εκπροσώπησης των εθνικών μειονοτήτων στο περιεχόμενο του συνόλου του αγαλμάτων και μνημείων. Ωστόσο αναπαραστάσεις των μειονοτήτων έχουν περιληφθεί μεταξύ των μνημείων. Το σχέδιο κατηγορείται για μετατροπή των Σκοπίων σε ένα θεματικό πάρκο, που θεωρείται ως εθνικιστικό κιτς και έχει κάνει τα Σκόπια παράδειγμα του πώς οι εθνικές ταυτότητες κατασκευάζονται και πώς αυτή η κατασκευή αντικατοπτρίζεται στον αστικό χώρο.
Η γέφυρα θεωρείται σύμβολο των Σκοπίων και είναι το κύριο στοιχείο του θυρεού της πόλης, που με τη σειρά του έχει ενσωματωθεί στη σημαία της πόλης. Η Πέτρινη Γέφυρα συνδέει την Πλατεία Μακεδονίας, στο κέντρο των Σκοπίων με το Παλιό Παζάρι. Η γέφυρα είναι επίσης συχνά γνωστή ως Γέφυρα Δουσάν, από τον Στέφανο Ούρος Δ΄ Δουσάν της Σερβίας. Είναι χτισμένη από πέτρα και υποστηρίζεται από υποστηλώματα που συνδέονται με 12 ημικυκλικά τόξα. Η γέφυρα έχει μήκος 214 μέτρα και πλάτος 6 μέτρα. Το φυλάκιο έχει ανακατασκευασθεί πρόσφατα. Η σημερινή Πέτρινη Γέφυρα χτίστηκε πάνω σε Ρωμαϊκά θεμέλια με την υποστήριξη του Σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή μεταξύ 1451 και 1469. Στη διάρκεια των αιώνων πολλές φορές συχνά υπέστη ζημιές και επισκευάσθηκε. Υπάρχει ιστορική μαρτυρία ότι επλήγη κατά τον μεγάλο σεισμό του 1555 που προκάλεσε σοβαρές ζημιές ή κατέστρεψε τέσσερα υποστηλώματα. Το 1944 τοποθετήθηκαν στη γέφυρα εκρηκτικά από τους φασίστες, αλλά όταν απελευθερώθηκαν τα Σκόπια έγινε έγκαιρη απενεργοποίησή τους και η γέφυρα σώθηκε από την καταστροφή. Πολλές εκτελέσεις έχουν γίνει στη γέφυρα, όπως η εκτέλεση του επαναστάτη Δούκα Κάρπου, βοεβόδα του Κουμανόβου, το 1689.
Το Φεστιβάλ Τζαζ των Σκοπίων πραγματοποιείται σε ετήσια βάση τον Οκτώβριο από το 1981. Είναι μέρος του ευρωπαϊκού δικτύου τζαζ και του Ευρωπαϊκού Φόρουμ των Διεθνών Φεστιβάλ. Οι Ρέι Τσαρλς, Τίτο Πουέντε, οι Γκόταν Πρότζεκτ, ο Αλ Ντι Μέολα, ο Γιουσού Ν’ Ντουρ, μεταξύ άλλων, έχουν πάρει μέρος στο φεστιβάλ. Ένα άλλο μουσικό φεστιβάλ στα Σκόπια είναι το Φεστιβάλ Μπλουζ και Σόουλ. Πρόκειται για μια σχετικά νέα εκδήλωση στην πολιτιστική σκηνή της χώρας, που γίνεται κάθε καλοκαίρι στις αρχές Ιουλίου. Καλεσμένοι το παρελθόν ήταν εταξύ άλλων οι Λάρι Κόριελ, Larry Coryell, Μάικ Τέιλορ & οι Μπλουζ Μπαντ Ολ-Σταρς, Κάντυ Ντάλφερ & Φάνκι Σταφ, Ζοάο Μπόσκου, João Bosco, Τεμπτέισονς, Τόλο Μάρτον Τρίο, Μπλουζ Γουάιρ και Φιλ Γκάι.
Το Πολιτιστικό Καλοκαιρινό Φεστιβάλ των Σκοπίων είναι ένα διάσημο πολιτιστικό γεγονός που λαμβάνει χώρα στα Σκόπια κάθε χρόνο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Το φεστιβάλ είναι μέλος του Διεθνούς Συνδέσμου Φεστιβάλ (IFEA) και περιλαμβάνει μουσικές συναυλίες, όπερες, μπαλέτα, θεατρικά έργα, εκθέσεις τέχνης και τη φωτογραφίας, ταινίες, καθώς και έργα πολυμέσων που συγκεντρώνουν κάθε χρόνο 2.000 συμμετέχοντες από όλο τον κόσμο, όπως το Θέατρο της Αγίας Πετρούπολης, η Ορχήστρα Δωματίου του Θεάτρου Μπολσόι, η Ιρίνα Αρκίποβα, ο Βίκτορ Τρετιακόφ, το Θέατρο Σκιών, ο Μισέλ Νταλμπερτό και ο Ντέιβιντ Μπέρτζες.
Οι Βραδιές Όπερας του Μαΐου είναι ένα φεστιβάλ που γίνεται σε ετήσια βάση στα Σκόπια από το 1972 και είναι αφιερωμένο στην προώθηση της όπερας στο ευρύ κοινό. Με τα χρόνια έχει εξελιχθεί σε σκηνή, στην οποία έχουν εμφανιστεί καλλιτέχνες από περίπου 50 χώρες. Υπάρχει ακόμα ένα σημαντικό διεθνές φεστιβάλ θεάτρου που πραγματοποιείται κάθε χρόνο στο τέλος του μήνα Σεπτεμβρίου, το Ανοιχτό Φεστιβάλ Θεάτρου Νέων (MOT), που διοργανώθηκε για πρώτη φορά τον Μάιο του 1976 από το Πολιτιστικό Κέντρο Νεότητας Σκοπίων. Περισσότερες από 700 θεατρικές παραστάσεις έχουν παρουσιαστεί σε αυτό το φεστιβάλ μέχρι τώρα, οι περισσότερες από αυτές από εναλλακτικές, πειραματικές θεατρικές ομάδες νέων συγγραφέων και ηθοποιών. Το Διεθνές θεατρικό φεστιβάλ MOT είναι επίσης μέλος του Διεθνούς Δικτύου Σύγχρονων Παραστατικών Τεχνών ή IETM. Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ MOT ιδρύθηκε το Εθνικό Κέντρο του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου (ΙΤΙ) και, στο 25ο Παγκόσμιο Συνέδριο του ITI στο Μόναχο το 1993, έγινε τακτικό μέλος αυτού του θεατρικού συνδέσμου. Το φεστιβάλ έχει διεθνή χαρακτήρα, με εκπροσώπηση πάντα θεάτρων από όλο τον κόσμο που εμφανίζονται και ενισχύουν την ανταλλαγή και την κυκλοφορία νεας φρέσκιας πειραματικής πρωτοποριακής θεατρικής ενέργειας και εμπειριών μεταξύ των συμμετεχόντων από τη μία πλευρά και του κοινού από την άλλη.
Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Σκοπίων είναι μια ετήσια εκδήλωση που πραγματοποιείται στην πόλη κάθε Μάρτιο. Πάνω από 50 ταινίες προβάλλονται σε αυτό το πενθήμερο φεστιβάλ, κυρίως από τη χώρα και την Ευρώπη, αλλά και κάποιες μη εμπορικές παραγωγές ταινιών από όλο τον κόσμο.
Τα Σκόπια έχουν πλούσια νυχτερινή ζωή. Υπάρχει μεγάλη έμφαση στα καζίνο, πολλά από τα οποία συνδέονται με τα ξενοδοχεία, όπως εκείνο του Holiday Inn. Άλλα καζίνο είναι τα Helios Metropol, Olympic, Bon Venon, και Sherry. Μεταξύ των νέων οι πιο δημοφιλείς προορισμοί είναι τα μπαρ, οι ντίσκο και τα νάιτ κλαμπ, που βρίσκονται στο κέντρο και στο City Park. Ανάμεσα στα πιο δημοφιλή νυχτερινά κέντρα είναι τα Midnight, Hard Rock, Maracana, B2, Havana και Colosseum, με συχνά διεθνούς φήμης ντισκ τζόκεϊ και ιδιαίτερες τοπικές παραστάσεις. Το 2010 το κλαμπ Colosseum κατετάγη πέμπτη σε μια λίστα με τα καλύτερα κλαμπ στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Μερικοί μόνο από τους πολλούς μουσικούς που έχουν επισκεφθεί το κλαμπ είναι οι Άρμιν βαν Μπιούρεν, Αμπάβ εντ Μπιγιόντ και Σεϊπσίφτερς. Νυχτερινές συναυλίες τοπικής, περιφερειακής και διεθνούς μουσικής πραγματοποιούνται στην Εθνική Αρένα Φιλίππου Β΄ και το Αθλητικό Κέντρο Μπόρις Τραϊκόφσκι. Για τους μεσήλικες, μέρη για διασκέδαση είναι επίσης οι καφεάνα, όπου σερβίρεται παραδοσιακό τοπικό φαγητό και παίζεται παραδοσιακή τοπική μουσική (Starogradska Muzika), αλλά είναι επίσης δημοφιλής η μουσική από όλα τα Βαλκάνια, ιδιαίτερα η σερβική λαϊκή μουσική. Εκτός από τα παραδοσιακά τοπικά εστιατόρια, υπάρχουν και άλλα με διεθνή κουζίνα. Μερικά από τα πιο δημοφιλή καφέ στα Σκόπια είναι τα Café Ei8ht, Café Trend, Drama Café, Lex Café και Blue Café. Το Παλιό Παζάρι ήταν ένας δημοφιλής προορισμός νυχτερινής ζωής στο παρελθόν. Η εθνική κυβέρνηση έχει εκπονήσει ένα πρόγραμμα για να αναβιώσει τη νυχτερινή ζωή εκεί. Η ώρα κλεισίματος για καταστήματα, καφετέριες και εστιατόρια παρατάθηκε λόγω της μεγάλης πελατείας τους. Στα εστιατόρια του παζαριού, μαζί με το παραδοσιακό τοπικό κρασί και φαγητό, σερβίρονται επίσης πιάτα της οθωμανικής κουζίνας.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.