Νορβηγία
χώρα της βόρειας Ευρώπης From Wikipedia, the free encyclopedia
χώρα της βόρειας Ευρώπης From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Νορβηγία (νορβηγικά: Norge (bokmål) ή Noreg (nynorsk), βόρεια σάμι: Norga, νότια σάμι: Nöörje, λούλε σάμι: Vuodna), ή επίσημα Βασίλειο της Νορβηγίας είναι μια Βόρεια χώρα στη Βόρεια Ευρώπη, της οποίας τα εδάφη περιλαμβάνουν το δυτικό και το βορειότερο τμήμα της Σκανδιναβικής Χερσονήσου. Το απομακρυσμένο νησί Γιαν Μάγεν και το Αρχιπέλαγος Σβάλμπαρντ είναι επίσης τμήματα του Βασιλείου της Νορβηγίας. Το Νησί του Πέτρου Α΄ της Ανταρκτικής και το υποανταρκτικό νησί Μπουβέ είναι εξαρτώμενα εδάφη και ως εκ τούτου δεν θεωρούνται τμήματα του βασιλείου. Η Νορβηγία επίσης διεκδικεί τμήμα της Ανταρκτικής γνωστό ως η "Γη της Βασίλισσας Μοντ". Η πλειοψηφία των κατοίκων είναι Νορβηγοί, με μειονότητες Σαάμι και Φινλανδών. Επίσης, στη χώρα ζουν σημαντικές μεταναστευτικές κοινότητες.
Βασίλειο της Νορβηγίας
Kongeriket Norge Kongeriket Noreg | |||
---|---|---|---|
| |||
Εθνικό σύνθημα: Alt for Norge Όλα για τη Νορβηγία | |||
Η θέση της Νορβηγίας (πράσινο) στην Ευρωπαϊκή ήπειρο (σκούρο γκρι) | |||
και μεγαλύτερη πόλη | Όσλο 59°55′N 10°45′E | ||
Νορβηγική (διάλεκτοι Μποκμάλ και Νεονορβηγικά), η Λαπωνική σε 6 δήμους), η Φινλανδική σε 1 δήμο | |||
Ενιαία Βασιλευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία | |||
Χάραλντ Ε΄ Γιούνας Γκαρ Στόρε | |||
Ανεξαρτησία • Κηρύχθηκε • Αναγνωρίσθηκε Ισχύον Σύνταγμα | Από τη Σουηδία 7 Ιουνίου 1905 26 Οκτωβρίου 1905 17 Μαΐου 1914 (αναθεωρήθηκε πολλές φορές) | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα Ακτογραμμή | 385.207[1] km2 (62η) 5,2 2.542 km 25.148 km | ||
Πληθυσμός • Εκτίμηση 6-2024 • Απογραφή 2011 • Πυκνότητα | 5.571.634[2] (120η) 4.979.955 [3] 14,5 κατ./km2 (218η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2022) • Κατά κεφαλή | $423 δισ. (51η) $67.987 (7η) | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2022) • Κατά κεφαλή | $541 δισ. (27η) $99.491 (3η) | ||
ΔΑΑ (2022) | 0,966 [4] (2η) – πολύ υψηλός | ||
Νόμισμα | Νορβηγική Κορόνα (NOK) | ||
• Θερινή ώρα | CET (UTC +1) (UTC +2) | ||
ISO 3166-1 | NO | ||
Internet TLD | .no | ||
Οδηγούν στα | δεξιά | ||
Κωδικός κλήσης | +47 |
Η Νορβηγία έχει συνολική έκταση 385.207 τετραγωνικών χιλιομέτρων[5] και πληθυσμό 5.571.634 κατοίκων, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για τον Ιούνιο του 2024[2]. Η χώρα έχει μακρά ανατολικά σύνορα με τη Σουηδία (1.619 χλμ.). Η Νορβηγία συνορεύει επίσης με τη Φινλανδία και τη Ρωσία στα βορειοανατολικά, και τον πορθμό του Σκάγκερακ στα νότια, με τη Δανία από την άλλη πλευρά. Η Νορβηγία διαθέτει εκτεταμένη ακτογραμμή, στο Βόρειο Ατλαντικό ωκεανό και τη Θάλασσα του Μπάρεντς. Η θαλάσσια επιρροή κυριαρχεί επίσης στο κλίμα της Νορβηγίας, με ήπιες πεδινές θερμοκρασίες στις θαλάσσιες ακτές, ενώ στην ενδοχώρα, παρότι είναι ψυχρότερο, είναι επίσης πολύ πιο ήπιο από άλλες περιοχές του κόσμου με τέτοιο βόρειο γεωγραφικό πλάτος. Ακόμα και κατά τη διάρκεια της πολικής νύχτας στον βορρά, οι θερμοκρασίες πάνω από το μηδέν είναι συνηθισμένες στην ακτογραμμή. Η θαλάσσια επιρροή προκαλεί υψηλές βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις σε ορισμένες περιοχές της χώρας.
Ο Χάραλντ Ε΄ του Οίκου του Γκλύξμπουργκ είναι ο σημερινός Βασιλιάς της Νορβηγίας. Η Έρνα Σόλμπεργκ είναι πρωθυπουργός από το 2013, όταν αντικατέστησε τον Γενς Στόλτενμπεργκ. Ενιαίο κυρίαρχο κράτος με συνταγματική μοναρχία, η Νορβηγία έχει διακριτές εξουσίες στο κοινοβούλιο, το υπουργικό συμβούλιο και το ανώτατο δικαστήριο, όπως καθορίζεται από το Σύνταγμα του 1814. Το βασίλειο ιδρύθηκε το 872 ως συγχώνευση μεγάλου αριθμού μικρών βασιλείων και έχει υπάρξει συνεχώς επί 1.147 χρόνια. Από το 1537 έως το 1814, η Νορβηγία ήταν μέρος του Βασιλείου Δανίας-Νορβηγίας και από το 1814 ως το 1905 ήταν σε προσωπική ένωση με το Βασίλειο της Σουηδίας. Η Νορβηγία ήταν ουδέτερη κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι τον Απρίλιο του 1940, όταν η χώρα δέχθηκε επίθεση και καταλήφθηκε από τη Γερμανία μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Νορβηγία έχει διοικητικές και πολιτικές υποδιαιρέσεις σε δύο επίπεδα: περιφέρειες και δήμους. Οι Σαάμι έχουν ένα ορισμένο βαθμό αυτοδιάθεσης και επιρροής στις παραδοσιακές τους περιοχές μέσω του Κοινοβουλίου τους και του Νόμου της Φίνμαρκ. Η Νορβηγία διατηρεί στενούς δεσμούς τόσο με την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι ιδρυτικό μέλος των Ηνωμένων Εθνών, του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών, του Συμβουλίου της Ευρώπης, της Συνθήκης της Ανταρκτικής και του Συμβουλίου των Βόρειων Χωρών, μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, του ΠΟΕ και του ΟΟΣΑ και της Συμφωνίας Σένγκεν. Επιπλέον η Νορβηγική γλώσσα είναι αμοιβαία κατανοητή με τη Δανική και τη Σουηδική.
Η Νορβηγία διατηρεί το πρότυπο ευημερίας των Βόρειων χωρών, με καθολική υγειονομική περίθαλψη και ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Οι αξίες της έχουν τις ρίζες τους στα ιδεώδη της ισότητας[6]. Το νορβηγικό κράτος έχει μεγάλα ποσοστά ιδιοκτησίας σε βασικούς βιομηχανικούς τομείς, έχοντας εκτεταμένα αποθέματα πετρελαίου, φυσικού αερίου, ορυκτών, ξυλείας, αλιευμάτων και υδάτων. Η βιομηχανία πετρελαίου αντιπροσωπεύει το ένα τέταρτο του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) της χώρας.[7] Η Νορβηγία είναι ο μεγαλύτερος κατά κεφαλήν παραγωγός πετρελαίου και φυσικού αερίου στον κόσμο εκτός της Μέσης Ανατολής.[8] [9]
Η χώρα έχει το τέταρτο υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στον κόσμο, κατά την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ[10]. Στον κατάλογο ΑΕΠ (ΙΑΔ) κατά κεφαλήν (εκτίμηση 2015) της CIA, που περιλαμβάνει αυτόνομα εδάφη και περιοχές, η Νορβηγία κατατάσσεται ενδέκατη[11]. Έχει το μεγαλύτερο κρατικό επενδυτικό ταμείο στον κόσμο, αξίας 1 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ [12]. Η Νορβηγία έχει τον υψηλότερο Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης παγκοσμίως από το 2009, όπως και προγενέστερα μεταξύ 2001 και 2006.[13] Είχε επίσης την υψηλότερη θέση στον περιορισμό της ανισότητας [14][15][16] μέχρι το 2018, όταν τη θέση αυτή κατέλαβε η Ισλανδία.[17] Η Νορβηγία κατέλαβε την πρώτη θέση στην Έκθεση Παγκόσμιας Ευτυχίας για το 2017 [18] και σήμερα κατατάσσεται στην πρώτη θέση στο Δείκτη Καλύτερης Ζωής του ΟΟΣΑ, στο Δείκτη Δημόσιας Ακεραιότητας και στο Δείκτη Δημοκρατίας[19]. Η Νορβηγία έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας στον κόσμο [20].
Οι πρώτοι κάτοικοι ήταν του πολιτισμού Άρενσμπουργκ (11η έως 10η χιλιετία π.Χ.), που ήταν ένας πολιτισμός της ύστερης Ανώτερης Παλαιολιθικής εποχής κατά την τελευταία περίοδο ψύχους, στα τέλη της τελευταίας Εποχής των Παγετώνων. Ο πολιτισμός πήρε το όνομά του από το ομώνυμο χωριό, 25 χλμ. βορειοανατολικά του Αμβούργου, στο γερμανικό κρατίδιο Σλέσβιχ-Χόλσταϊν, όπου έχουν ανασκαφεί ξύλινα βέλη [21]. Τα πρώτα ίχνη ανθρώπινης εγκατάστασης στη Νορβηγία βρίσκονται κατά μήκος των ακτών, όπου οι πελώριοι πάγοι της τελευταίας εποχής των παγετώνων έλιωσαν για πρώτη φορά μεταξύ 11.000 και 8.000 π.Χ. Τα παλαιότερα ευρήματα είναι πέτρινα εργαλεία που χρονολογούνται από το 9.500 έως το 6.000 π.Χ., που ανακαλύφθηκαν στη Φίνμαρκ (πολιτισμός Kόμσα) στα βόρεια και στη Ρόγκαλαντ (πολιτισμός Φόσνα) στα νοτιοδυτικά. Ωστόσο οι θεωρίες για δύο εντελώς διαφορετικούς πολιτισμούς (τον πολιτισμό Kόμσα βόρεια του Αρκτικού Κύκλου και τον πολιτισμό Φόσνα από το Τρέντελαγκ ως το Οσλοφιόρδ) κατέστησαν ξεπερασμένοι τη δεκαετία του 1970.
Πιο πρόσφατα ευρήματα σε όλες τις ακτές αποκάλυψαν στους αρχαιολόγους ότι η διαφορά μεταξύ των δύο μπορεί απλά να αποδοθεί σε διαφορετικά είδη εργαλείων και όχι σε διαφορετικούς πολιτισμούς. Η παράκτια πανίδα αποτελούσε μέσο επιβίωσης για τους αλιείς και τους κυνηγούς, που μπόρεσαν να επιβιώσουν κατά μήκος των νότιων ακτών περί το 10.000 π.Χ. όταν το εσωτερικό ήταν ακόμα καλυμμένο με πάγο. Τώρα πιστεύεται ότι αυτοί οι λεγόμενοι «Αρκτικοί» λαοί ήρθαν από τον νότο και ακολούθησαν τις ακτές προς τα βόρεια αρκετά αργότερα.
Στο νότιο τμήμα της χώρας υπάρχουν κατοικίες που χρονολογούνται περίπου το 5.000 π.Χ. Τα ευρήματα από αυτές τις τοποθεσίες δίνουν μια σαφέστερη εικόνα της ζωής των λαών κυνηγών και αλιέων. Τα εργαλεία ποικίλουν σε σχήμα και κατά κύριο λόγο είναι κατασκευασμένα από διάφορα είδη πέτρας. Αυτά των μεταγενέστερων περιόδων είναι πιο επιδέξια. Έχουν βρεθεί ανάγλυφα σε βράχους (πετρογλυφικά), συνήθως κοντά σε περιοχές κυνηγιού και αλιείας. Αναπαριστούν θηράματα, όπως ελάφια, ταράνδους, άλκες, αρκούδες, πουλιά, φώκιες, φάλαινες και ψάρια (ειδικά σολομούς), που ήταν ζωτικής σημασίας για τον τρόπο ζωής των παράκτιων λαών. Τα πετρογλυφικά στην Αλτα της Φίνμαρκ, τα μεγαλύτερα στη Σκανδιναβία, έχουν γίνει στο επίπεδο της θάλασσας από το 4.200 έως το 500 π.Χ. και σηματοδοτούν την επέκταση της ξηράς καθώς η ανύψωση της θάλασσας μετά την τελευταία εποχή των παγετώνων σταμάτησε.
Μεταξύ του 3000 και του 2500 π.Χ. νέοι άποικοι έφθασαν στην Ανατολική Νορβηγία. Ήταν Ινδοευρωπαίοι αγρότες που καλλιεργούσαν σιτηρά και εκτρέφαν αγελάδες και πρόβατα. Ο πληθυσμός των κυνηγών-αλιέων των δυτικών ακτών αντικαταστάθηκε επίσης σταδιακά από αγρότες, αν και το κυνήγι και η αλιεία παρέμειναν χρήσιμα δευτερεύοντα μέσα διαβίωσης.
Από το 1500 π.Χ. περίπου εισήχθη σταδιακά ο μπρούντζος, αλλά συνεχίστηκε η χρήση των λίθινων εργαλείων. Η Νορβηγία διέθετε λίγους πόρους για να τους ανταλλάξει με ορειχάλκινα αντικείμενα και τα λίγα ευρήματα αποτελούνται κυρίως από περίτεχνα όπλα και πόρπες, που μόνο οι οπλαρχηγοί μπορούσαν να αποκτήσουν. Χαρακτηριστικοί αυτής της περιόδου είναι οι τεράστιοι ταφικοί τύμβοι από πέτρες κοντά στη θάλασσα, βόρεια μέχρι το Χάρσταντ αλλά και στη νότια ενδοχώρα. Τα μοτίβα των πετρογλυφικών διαφέρουν από εκείνα που είναι χαρακτηριστικά της Λίθινης Εποχής. Οι αναπαραστάσεις του Ήλιου, των ζώων, των δέντρων, των όπλων, των πλοίων και των ανθρώπων είναι όλες έντονα στυλιζαρισμένες.
Χιλιάδες πετρογλυφικά από την εποχή εκείνη απεικονίζουν πλοία και τα μεγάλα ταφικά μνημεία από πέτρα, που είναι γνωστά ως πέτρινα πλοία δείχνουν ότι τα πλοία και η ναυσιπλοΐα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στον πολιτισμό γενικότερα. Τα απεικονιζόμενα πλοία πιθανότατα αναπαριστούν κανό από συρραμμένες σανίδες, που χρησιμοποιούντο στον πόλεμο, το ψάρεμα και το εμπόριο. Αυτοί οι τύποι πλοίων μπορεί να έχουν την προέλευσή τους ήδη από τη νεολιθική περίοδο και διατηρήθηκαν στην Προρωμαϊκή Εποχή του Σιδήρου, όπως για παράδειγμα το πλοίο Χιόρτσπρινγκ [22]
Λίγα ευρήματα υπάρχουν από την πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (τα τελευταία 500 χρόνια π.Χ.). Οι νεκροί αποτεφρώνονταν και οι τάφοι τους περιέχουν λίγα ταφικά κτερίσματα. Κατά τους πρώτους τέσσερις αιώνες μ.Χ. ο λαός της Νορβηγίας βρισκόταν σε επαφή με την κατεχόμενη από τους Ρωμαίους Γαλατία. Έχουν βρεθεί περίπου 70 ρωμαϊκοί ορειχάλκινοι λέβητες, συνήθως χρησιμοποιούμενοι ως τεφροδόχοι. Η επαφή με τις πολιτισμένες χώρες στα νοτιότερα επέφερε τη γνώση των ρούνων. Η αρχαιότερη γνωστή νορβηγική ρουνική επιγραφή χρονολογείται από τον 3ο αιώνα. Την εποχή εκείνη αυξήθηκε η έκταση της κατοικημένης περιοχής της χώρας, εξέλιξη εντοπιζόμενη από συντονισμένες μελέτες τοπογραφίας, αρχαιολογίας και ονομάτων. Οι παλαιότερες ρίζες ονομάτων, όπως τα nes, vik και bø(«ακρωτήρι», «κόλπος» και «αγρόκτημα»), είναι πολύ αρχαιότερα, χρονολογούμενα ίσως από την Εποχή του Χαλκού, ενώ οι αρχαιότερες ομάδες σύνθετων ονομάτων με την κατάληξη vin («λιβάδι») ή heim («οικισμός»), όπως στο Bjǫrgvin (Μπέργκεν) ή στο Sφηheim (Seim), συνήθως χρονολογούνται από τον 1ο αιώνα μ.Χ.
Οι αρχαιολόγοι αποφάσισαν για πρώτη φορά να υποδιαιρέσουν την Εποχή του Σιδήρου στη Βόρεια Ευρώπη σε ξεχωριστές Προρωμαϊκή και Ρωμαϊκή Εποχή του Σιδήρου, αφότου ο Εμιλ Βέντελ ανέσκαψε πολλά τέχνεργα της Εποχής του Σιδήρου το 1866 στο νησί Μπόρνχολμ,[23] που δεν εμφανίζουν την ίδια σαφή ρωμαϊκή επιρροή που παρατηρείται στα περισσότερα άλλα τέχνεργα από τους πρώτους αιώνες μ.Χ., δείχνοντας ότι τμήματα της βόρειας Ευρώπης δεν είχαν ακόμα έρθει σε επαφή με τους Ρωμαίους στην αρχή της Εποχής του Σιδήρου.
Η κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τους Γερμανικούς λαούς τον 5ο αιώνα χαρακτηρίζεται από πλούσια ευρήματα, συμπεριλαμβανομένων τάφων φυλάρχων, που περιέχουν εξαιρετικά όπλα και χρυσά αντικείμενα. Τα αμυντικά οχυρά χτίστηκαν σε απόκρημνους βράχους λόφων. Οι ανασκαφές έχουν αποκαλύψει πέτρινα θεμέλια αγροικιών μήκους 18 έως 27 - μιας ακόμη και 46 μέτρων - οι στέγες των οποίων στηρίζονταν σε ξύλινους στύλους. Αυτά τα σπίτια ήταν οικογενειακές αγροικίες όπου ζούσαν αρκετές γενιές, με ανθρώπους και βοοειδή κάτω από μία στέγη.
Τα κράτη αυτά βασίζονταν σε φυλές (π.χ. το Χόρνταλαντ στη Δυτική Νορβηγία). Τον 9ο αιώνα καθένα από αυτά τα μικρά κράτη είχαν σώματα (τοπικές ή περιφερειακές συνελεύσεις) για τη διαπραγμάτευση και την επίλυση διαφορών. Οι χώροι συνέλευσής τους, σε ένα υπαίθριο ή κλειστό ιερό, βρίσκονταν συνήθως στα παλαιότερα και καλύτερα αγροκτήματα που ανήκαν στους οπλαρχηγούς και τους πλουσιότερους αγρότες. Τα περιφερειακά σώματα ενώθηκαν για να σχηματίσουν ακόμα μεγαλύτερες ενότητες: συνελεύσεις αντιπροσώπων από αρκετές περιοχές. Με τον τρόπο αυτό αναπτύχθηκαν τα lagting (συνελεύσεις για διαπραγματεύσεις και νομοθέτηση). Το Gulating είχε το σημείο σύγκλησής του στο Σόγκνεφιορδ και ίσως ήταν το κέντρο μιας αριστοκρατικής συνομοσπονδίας κατά μήκος των δυτικών φιόρδ και νησιών που ονομαζόταν Gulatingslag. Το Frostating ήταν η συνέλευση των ηγετών στην περιοχή του Τρόντχαϊμφιορδ. Οι Κόμητες του Λάντε, κοντά στο Τρόντχαϊμ, φαίνεται ότι είχαν διευρύνει τη Frostatingslag προσθέτοντας την παραλιακή περιοχή από το Ρόμσνταλφιορδ μέχρι το Λοφότεν.
Από τον 8ο έως τον 10ο αιώνα η ευρύτερη περιοχή της Σκανδιναβίας ήταν η πηγή των Βίκινγκ. Η λεηλασία του μοναστηριού στο Λιντισφάρνε στη Βορειοανατολική Αγγλία το 793 από τις Νορντικές φυλές θεωρείται προ πολλού ως το γεγονός που σηματοδότησε την αρχή της εποχής των Βίκινγκ. Αυτή η εποχή χαρακτηρίστηκε από την επέκταση και τη μετανάστευση των θαλασσοπόρων Βίκινγκ. Έκαναν αποικίες, επιδρομές και εμπόριο σε όλες τις περιοχές της Ευρώπης. Οι Νορβηγοί εξερευνητές Βίκινγκ πρώτοι ανακάλυψαν την Ισλανδία τυχαία τον 9ο αιώνα, κατευθυνόμενοι προς τα Νησιά Φερόες και τελικά έφτασαν στη Βίνλαντ, γνωστό σήμερα ως Νέα Γη, στον Καναδά. Οι Βίκινγκ από τη Νορβηγία δραστηριοποιούνταν περισσότερο στις βόρειες και δυτικές περιοχές των Βρετανικών Νησιών και στα ανατολικά νησιά της Βόρειας Αμερικής [24]
Σύμφωνα με την παράδοση ο Χάραλντ Χορφάγκρε τους συνένωσε το 872 μετά τη Μάχη του Χάφρσφιορδ στο Σταβάνγκερ και έγινε έτσι ο πρώτος βασιλιάς μιας ενωμένης Νορβηγίας.[25] Το βασίλειο του Χάραλντ ήταν κυρίως παράκτιο κράτος της Νότιας Νορβηγίας. Ο Χορφάγκρε κυβέρνησε με σιδηρά πυγμή και σύμφωνα με τις σάγκα, πολλοί Νορβηγοί εγκατέλειψαν τη χώρα για να ζήσουν στην Ισλανδία, στις Νήσους Φερόες, στη Γροιλανδία και σε μέρη της Βρετανίας και της Ιρλανδίας. Οι σύγχρονες ιρλανδικές πόλεις Δουβλίνο, Λίμερικ και Ουώτερφορντ ιδρύθηκαν από Νορβηνούς εποίκους[26].
Οι Σκανδιναβικές παραδόσεις αντικαταστάθηκαν αργά από τις Χριστιανικές στα τέλη του 10ου και στις αρχές του 11ου αιώνα. Μία από τις σημαντικότερες πηγές για την ιστορία των Βίκινγκ του 11ου αιώνα είναι η συνθήκη μεταξύ των Ισλανδών και του Όλαφ Χάραλντσον, βασιλιά της Νορβηγίας περί το 1015 έως το 1028.[27] Αυτή αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στους ιεραπόστολους βασιλιάδες Όλαφ Τρίγκβασον και Άγιο Όλαφ. Ο Χάακον ο Αγαθός ήταν ο πρώτος Χριστιανός βασιλιάς της Νορβηγίας, στα μέσα του 10ου αιώνα, αν και η προσπάθειά του να εισαγάγει τη θρησκεία απέτυχε. Γεννημένος κάπου μεταξύ 963-969 ο Όλαφ Τρίγκβασον ξεκίνησε επιδρομές στην Αγγλία με 390 πλοία, επιτιθέμενος και στο Λονδίνο. Επιστρέφοντας στη Νορβηγία το 995 ο Όλαφ αποβιβάστηκε στο Mόστερ. Εκεί έκτισε μια εκκλησία που ήταν η πρώτη χριστιανική εκκλησία που χτίστηκε στη Νορβηγία. Από το Mόστερ ο Όλαφ έπλευσε βόρεια στο Τρόντχαϊμ, όπου ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Νορβηγίας από το Eyrathing το 995.[28]
Η φεουδαρχία ποτέ δεν αναπτύχθηκε ουσιαστικά στη Νορβηγία και στη Σουηδία, όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ωστόσο η κυβέρνηση απέκτησε ένα πολύ συντηρητικό φεουδαρχικό χαρακτήρα. Η Χανσεατική Ένωση υποχρέωσε τους βασιλιάδες να της παραχωρήσουν όλο και μεγαλύτερα δικαιώματα στο εξωτερικό εμπόριο και την οικονομία. Η Ένωση είχε αυτή τη δύναμη πάνω στους βασιλιάδες λόγω των δανείων που τους είχε παράσχει και το μεγάλο χρέος που είχε δημιουργηθεί. Ο μονοπωλιακός έλεγχος της Ένωσης στην οικονομία της Νορβηγίας πίεζε όλες τις τάξεις, ειδικά τους αγρότες, στον βαθμό που δεν υπήρχε πραγματική αστική τάξη στη Νορβηγία [29].
Από τη δεκαετία του 1040 έως το 1130 η χώρα έζησε ειρηνικά.[30] Το 1130 ξέσπασε η περίοδος του εμφυλίου πολέμου λόγω των ασαφών κανόνων διαδοχής, που επέτρεπαν σε όλους τους γιους του βασιλιά να κυβερνούν από κοινού. Για ορισμένες περιόδους υπήρχε ειρήνη, πριν ένας μικρότερος γιος συμμαχήσει με έναν οπλαρχηγό αρχηγό και ξεκινήσει μια νέα σύγκρουση. Η Αρχιεπισκοπή του Νίνταρος δημιουργήθηκε το 1152 και προσπάθησε να ελέγξει τον διορισμό των βασιλέων [31]. Η εκκλησία αναγκάστηκε αναπόφευκτα να λάβει μέρος στις συγκρούσεις, με τους εμφύλιους πολέμους να γίνονται επίσης ένα ζήτημα σχετικά με την επιρροή της εκκλησίας στον βασιλιά. Οι πόλεμοι τέλειωσαν το 1217 με τον διορισμό του Χάακον Χάακονσον, που εισήγαγε σαφείς κανόνες διαδοχής.[32]
Από το 1000 έως το 1300 ο πληθυσμός αυξήθηκε από 150.000 σε 400.000, με αποτέλεσμα τόσο την εκχέρσωση περισσότερων εκτάσεων όσο και την υποδιαίρεση των εκμεταλλεύσεων. Ενώ στην εποχή των Βίκινγκ όλοι οι αγρότες είχαν την ιδιοκτησία τους, το 1300 το 70% της γης ανήκε στον βασιλιά, στην εκκλησία ή στην αριστοκρατία. Αυτή ήταν μια σταδιακή διαδικασία που έλαβε χώρα επειδή οι αγρότες δανείζονταν χρήματα σε δύσκολες εποχές και δεν ήταν σε θέση να τα επιστρέψουν. Ωστόσο οι εκμισθωτές της γης παρέμεναν πάντα ελεύθεροι και οι μεγάλες αποστάσεις και η συχνά διάσπαρτες ιδιοκτησίες σήμαιναν ότι απολάμβαναν πολύ περισσότερη ελευθερία από τους δουλοπάροικους. Τον 13ο αιώνα περίπου το 20% της σοδειάς ενός αγρότη πήγαινε στον βασιλιά, στην εκκλησία και στους γαιοκτήμονες [33].
Ο 14ος αιώνας χαρακτηρίζεται ως χρυσή εποχή της Νορβηγίας, με ειρήνη και ανάπτυξη του εμπορίου, ειδικά με τα Βρετανικά Νησιά, αν και η Γερμανία γινόταν όλο και πιο σημαντική προς το τέλος του αιώνα. Κατά τον Μέσο Μεσαίωνα ο βασιλιάς καθιέρωσε τη Νορβηγία ως κυρίαρχο κράτος με κεντρική διοίκηση και τοπικούς αντιπροσώπους[34].
Το 1349 ο Μαύρος Θάνατος εξαπλώθηκε στη Νορβηγία και μέσα σε ένα χρόνο σκότωσε το ένα τρίτο του πληθυσμού. Μεταγενέστερες επιδημίες μείωσαν τον πληθυσμό στο μισό. Πολλές κοινότητες εξαλείφθηκαν τελείως, οδηγώντας σε αφθονία γαιών, επιτρέποντας στους αγρότες να στραφούν περισσότερο στην κτηνοτροφία. Η μείωση των φόρων εξασθένησε τη θέση του βασιλιά[35] και πολλοί αριστοκράτες έχασαν τη βάση του πλεονάσματός τους, μερικοί έγιναν απλοί αγρότες. Η υψηλή δεκάτη προς την εκκλησία την καθιστούσε όλο και ισχυρότερη και ο αρχιεπίσκοπος έγινε μέλος του Συμβουλίου του Κράτους[36].
Η Χανσεατική Ένωση απέκτησε τον έλεγχο του νορβηγικού εμπορίου κατά τον 14ο αιώνα και ίδρυσε ένα εμπορικό κέντρο στο Μπέργκεν. Το 1380 ο Όλαφ Χάακορσον κληρονόμησε τον θρόνο τόσο της Νορβηγίας όσο και της Δανίας, δημιουργώντας μια ένωση μεταξύ των δύο χωρών.[36] Το 1397, υπό τη Μαργαρίτα Α΄, δημιουργήθηκε η Ένωση του Κάλμαρ μεταξύ των τριών Σκανδιναβικών χωρών. Η Μαργαρίτα επιχείρησε πόλεμο εναντίον των Γερμανών, με αποτέλεσμα τον εμπορικό αποκλεισμό και την υψηλότερη φορολόγηση των νορβηγικών αγαθών, που οδήγησε σε εξέγερση. Ωστόσο το Νορβηγικό Συμβούλιο του Κράτους ήταν πολύ αδύναμο για να αποχωρήσει από την ένωση.[37]
Η Μαργαρίτα ακολουθούσε μια συγκεντρωτική πολιτική, που αναπόφευκτα ευνοούσε τη Δανία, επειδή είχε μεγαλύτερο πληθυσμό από τη Νορβηγία και τη Σουηδία μαζί [38]. Παραχώρησε επίσης εμπορικά προνόμια στους Χανσεατικούς εμπόρους του Λύμπεκ στο Μπέργκεν ως αντάλλαγμα για την αναγνώριση του δικαιώματός της να κυβερνά, που έβλαψαν τη νορβηγική οικονομία. Οι Χανσεατικοί έμποροι σχημάτισαν κράτος εν κράτει στο Μπέργκεν για γενιές[39]. Ακόμη χειρότεροι ήταν οι πειρατές Vitalienbrüder, που εξαπέλυσαν τρεις καταστροφικές επιδρομές στο λιμάνι (την τελευταία το 1427).[40]
Η Νορβηγία περιθωριοποιήθηκε ακόμη περισσότερο υπό τη δυναστεία των Όλντενμπουργκ (που ιδρύθηκε το 1448). Υπήρξε μια εξέγερση υπό τον Κνουτ Αλβσον το 1502.[41] Οι Νορβηγοί είχαν κάποια συμπάθεια για τον Βασιλιά Χριστιανό Β΄, που έζησε στη χώρα αρκετά χρόνια. Η Νορβηγία δεν συμμετείχε στα γεγονότα που οδήγησαν στην ανεξαρτησία της Σουηδίας από τη Δανία τη δεκαετία του 1520.[42]
Μετά τον θάνατο του Χάακον Ε΄ (Βασιλιά της Νορβηγίας) το 1319 ο Μάγκνους Έρικσον, μόλις τριών ετών, κληρονόμησε τον θρόνο ως Βασιλιάς Μάγκνους Ζ΄ της Νορβηγίας. Ταυτόχρονα μια κίνηση για να γίνει ο Μάγκνους Βασιλιάς και της Σουηδίας απέβη επιτυχής και οι βασιλιάδες τόσο της Σουηδίας όσο και της Δανίας εξελέγησαν στον θρόνο από τους αντίστοιχους ευγενείς τους. Έτσι, με την εκλογή του στον θρόνο της Σουηδίας, τόσο η Σουηδία όσο και η Νορβηγία ενώθηκαν υπό τον Βασιλιά Μάγκνους Ζ΄.[43]
Το 1349 ο Μαύρος Θάνατος άλλαξε ριζικά τη Νορβηγία, σκοτώνοντας 50% έως 60% του πληθυσμού της [44] και αφήνοντάς την σε περίοδο κοινωνικής και οικονομικής ύφεσης [45]. Η πανώλη άφησε τη Νορβηγία πολύ φτωχή. Αν και το ποσοστό θνησιμότητας ήταν συγκρίσιμο με εκείνο της υπόλοιπης Ευρώπης, η οικονομική ανάκαμψη χρειάστηκε πολύ περισσότερο λόγω του μικρού, διάσπαρτου πληθυσμού[46]. Ακόμη και πριν από την πανώλη ο πληθυσμός ήταν μόνο περίπου 500.000.[47] Μετά από την πανώλη πολλά αγροκτήματα παρέμειναν ακαλλιέργητα, ενώ ο πληθυσμός αυξανόταν αργά.[45] Ωστόσο οι λίγοι επιζήσαντες εκμισθωτές των αγροκτημάτων διαπίστωσαν ότι η διαπραγματευτική τους θέση έναντι των γαιοκτημόνων τους ενισχύθηκε σημαντικά [45].
Ο Βασιλιάς Μάγκνους Ζ΄ ηγήθηκε της Νορβηγίας μέχρι το 1350, όταν ο γιος του Χάακον τοποθετήθηκε στον θρόνο ως Χάακον ΣΤ΄[48]. Το 1363 ο Χάακον ΣΤ΄ παντρεύτηκε τη Μαργαρίτα, την κόρη του Βασιλιά Βάλντεμαρ Δ΄ της Δανίας.[45] Μετά τον θάνατο του Χάακον ΣΤ΄ το 1379 ο γιος του Όλαφ Δ΄ ήταν μόλις 10 χρονών.[45] Ο Όλαφ είχε ήδη εκλεγεί στον θρόνο της Δανίας στις 3 Μαΐου του 1376.[45] Έτσι, μετά την ανάρρηση του Όλαφ στον θρόνο της Νορβηγίας, η Δανία και η Νορβηγία αποτέλεσαν προσωπική ένωση.[49] Η μητέρα του Όλαφ και χήρα του Χάακον, Βασίλισσα Μαργαρίτα, διαχειριζόταν τις εξωτερικές υποθέσεις της Δανίας και της Νορβηγίας για όσο ο Όλαφ Δ΄ ήταν ανήλικος.
Η Μαργαρίτα εργαζόταν προς μια ένωση της Σουηδίας με τη Δανία και τη Νορβηγία, με την εκλογή του Όλαφ στον θρόνο της Σουηδίας. Ήταν στα πρόθυρα της επίτευξης αυτού του στόχου όταν ξαφνικά πέθανε ο Όλαφ Δ΄.[45] Ωστόσο η Δανία έκανε τη Μαργαρίτα προσωρινή κυβερνήτη μετά τον θάνατο του Όλαφ. Στις 2 Φεβρουαρίου 1388 η Νορβηγία ακολούθησε το παράδειγμά της και έστεψε τη Μαργαρίτα.[45] Η Βασίλισσα Μαργαρίτα ήξερε ότι η εξουσία της θα ήταν πιο ασφαλής εάν κατάφερνε να βρει ένα βασιλιά να κυβερνήσει στη θέση της. Τοποθέτησε λοιπόν τον Ερρίκος της Πομερανίας, εγγονό της αδερφής της. Έτσι, σε μια πανσκανδιναβική συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στο Kάλμαρ, ο Ερρίκος της Πομερανίας στέφθηκε Βασιλιάς και των τριών Σκανδιναβικών χωρών. Έτσι η βασιλική πολιτική οδήγησε στην προσωπική ένωση μεταξύ των σκανδιναβικών χωρών, φέρνοντας τελικά τους θρόνους της Νορβηγίας, της Δανίας και της Σουηδίας υπό τον έλεγχο της Βασίλισσας Μαργαρίτας, όταν η χώρα συμμετείχε στην Ένωση του Κάλμαρ.
Μετά την έξοδο της Σουηδίας από την Ένωση του Κάλμαρ το 1521 η Νορβηγία προσπάθησε να ακολουθήσει το παράδειγμά της, αλλά η εξέγερση που ακολούθησε κατεστάλη και η Νορβηγία παρέμεινε σε ένωση με τη Δανία μέχρι το 1814, συνολικά 434 χρόνια. Κατά την περίοδο του ρομαντικού εθνικισμού του 19ου αιώνα η εποχή αυτή χαρακτηριζόταν από μερικούς ως «400χρονη νύχτα», καθώς όλη η βασιλική, πνευματική και διοικητική εξουσία του βασιλείου ήταν επικεντρωμένη στην Κοπεγχάγη της Δανίας. Στην πραγματικότητα ήταν μια περίοδος μεγάλης ευημερίας και προόδου για τη Νορβηγία, ειδικά όσον αφορά τη ναυτιλία και το εξωτερικό εμπόριο, και εξασφάλισε επίσης την αναβίωση της χώρας από τη δημογραφική καταστροφή που είχε υποστεί με το Μαύρο Θάνατο. Με βάση τους αντίστοιχους φυσικούς πόρους, η Δανία-Νορβηγία ήταν στην πραγματικότητα ένα πολύ καλό δίδυμο, δεδομένου ότι η Δανία κάλυπτε τις ανάγκες της Νορβηγίας για προμήθειες σιτηρών και τροφίμων και η Νορβηγία προμήθευε τη Δανία με ξυλεία, μέταλλα και ψάρια.
Με την εισαγωγή του Προτεσταντισμού το 1536 η αρχιεπισκοπή του Τροντχάιμ διαλύθηκε και η Νορβηγία έχασε την ανεξαρτησία της και τελικά έγινε αποικία της Δανίας. Τα εισοδήματα και τα αγαθά της Εκκλησίας μεταφέρονταν στην αυλή της Κοπεγχάγης. Η Νορβηγία έχασε το σταθερό ρεύμα προσκυνητών στα λείψανα του Αγίου Ολάφ στο ιερό του Νίνταρος και μαζί τους, μεγάλο μέρος της επαφής με την πολιτιστική και οικονομική ζωή της υπόλοιπης Ευρώπης.
Αποκατεστημένη τελικά ως βασίλειο (αν και σε νομοθετική ένωση με τη Δανία) το 1661, η Νορβηγία είδε την εδαφική της έκταση να μειώνεται τον 17ο αιώνα με την απώλεια των επαρχιών Μπόχουλσεν, Γέμτλαντ και Χέργεντάλεν υπέρ της Σουηδίας, μετά από πολλούς καταστροφικούς πολέμους. Στον βορρά, ωστόσο, η επικράτειά της αυξήθηκε με την απόκτηση των βόρειων επαρχιών Τρομς και Φίνμαρκ, εις βάρος της Σουηδίας και της Ρωσίας.
Ο λιμός του 1695-1696 σκότωσε περίπου το 10% του πληθυσμού της Νορβηγίας.[50] Σιτοδείες έπληξαν τη Σκανδιναβία τουλάχιστον εννέα φορές μεταξύ 1740 και 1800, με μεγάλες ανθρώπινες απώλειες.[51]
Μετά την επίθεση του Ηνωμένου Βασιλείου κατά της Δανίας-Νορβηγίας στη μάχη της Κοπεγχάγης το 1807, αυτή συνήψε συμμαχία με τον Ναπολέοντα, με τον πόλεμο να οδηγεί σε εξαθλίωση και μαζική λιμοκτονία το 1812. Καθώς το βασίλειο της Δανίας βρέθηκε στην πλευρά των ηττημένων το 1814, αναγκάστηκε, σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης του Κιέλου, να παραχωρήσει τη Νορβηγία στον βασιλιά της Σουηδίας, ενώ οι παλιές νορβηγικές επαρχίες της Ισλανδίας, της Γροιλανδίας και των Νήσων Φερόε παρέμειναν στο Δανικό στέμμα[52]. Η Νορβηγία εκμεταλλεύτηκε αυτή την ευκαιρία για να κηρύξει την ανεξαρτησία της, υιοθέτησε ένα σύνταγμα βασισμένο σε αμερικανικά και γαλλικά πρότυπα και εξέλεξε τον Πρίγκιπα της Δανίας και Νορβηγίας Χριστιανό Φρειδερίκο ως βασιλιά στις 17 Μαΐου του 1814. Πρόκειται για τη διάσημη γιορτή Syttende Mai (Δεκάτη εβδόμη Μαΐου). Η Syttende Mai ονομάζεται επίσης Ημέρα του Νορβηγικού Συντάγματος.
Η νορβηγική αντίδραση στην απόφαση των μεγάλων δυνάμεων να ενώσουν τη Νορβηγία με τη Σουηδία προκάλεσε την έκρηξη του Νορβηγικοσουηδικού πολέμου καθώς η Σουηδία προσπάθησε να υποτάξει τη Νορβηγία με στρατιωτικά μέσα. Δεδομένου ότι ο στρατός της Σουηδίας δεν ήταν αρκετά ισχυρός για να νικήσει τις νορβηγικές δυνάμεις εντελώς, το θησαυροφυλάκιο της Νορβηγίας δεν ήταν αρκετά μεγάλο για να υποστηρίξει ένα παρατεταμένο πόλεμο και καθώς το Βρετανικό και το Ρωσικό ναυτικό απέκλεισε τις νορβηγικές ακτές [53], οι εμπόλεμοι αναγκάστηκαν να διαπραγματευτούν τη Σύμβαση του Μος. Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης ο Χριστιανός Φρειδερίκος παραιτήθηκε από τον νορβηγικό θρόνο και εξουσιοδότησε το Κοινοβούλιο της Νορβηγίας να προβεί στις απαραίτητες συνταγματικές τροποποιήσεις για να επιτρέψει την προσωπική ένωση, που η Νορβηγία αναγκάστηκε να αποδεχθεί. Στις 4 Νοεμβρίου του 1814 το Κοινοβούλιο (Storting) εξέλεξε τον Κάρολο ΙΓ΄ της Σουηδίας ως βασιλιά της Νορβηγίας, δημιουργώντας έτσι την ένωση με τη Σουηδία[54]. Με αυτή τη συμφωνία η Νορβηγία διατηρούσε το φιλελεύθερο σύνταγμα και τους ανεξάρτητους θεσμούς της, εκτός από την εξωτερική πολιτική. Μετά την ύφεση που προκλήθηκε από τους Ναπολεόντειους Πολέμους η οικονομική ανάπτυξη της Νορβηγίας παρέμεινε αργή έως ότου επιταχύνθηκε γύρω στο 1830.[55]
Την περίοδο αυτή παρατηρήθηκε επίσης η άνοδος του νορβηγικού ρομαντικού εθνικισμού, καθώς οι Νορβηγοί προσπάθησαν να καθορίσουν και να εκφράσουν ένα ξεχωριστό εθνικό χαρακτήρα. Το κίνημα κάλυψε όλους τους κλάδους του πολιτισμού, συμπεριλαμβανομένης της λογοτεχνίας (Χένρικ Βέργκελαντ[1808-1845], Μπιέρνστιερνε Μπιέρνσον [1832-1910], Πέτερ Κρίστεν Ασμπγερνσεν [1812-1845], Γέργκεν Μόε [1813-1882]), της ζωγραφικής (Χανς Γκούντε [1825-1903], Αντολφ Τίντεμαντ [1814-1876]), της μουσικής (Έντβαρντ Γκρηγκ [1843-1907]) και ακόμη και της γλωσσικής πολιτικής, όπου οι προσπάθειες καθορισμού μιας εγχώριας γραπτής γλώσσας για τη Νορβηγία οδήγησαν στις δύο σημερινές επίσημες γραπτές φόρμες της νορβηγικής: την Μποκμάλ και τη Νυνόρσκ.
Ο Βασιλιάς Κάρολος Γ΄ Ιωάννης, που ανέβηκε στον θρόνο της Νορβηγίας και της Σουηδίας το 1818, ήταν ο δεύτερος βασιλιάς μετά την απόσχιση της Νορβηγίας από τη Δανία και την ένωση της με τη Σουηδία. Ο Κάρολος Ιωάννης ήταν αντιφατική προσωπικότητα και η μακρά βασιλεία του έφτασε μέχρι το 1844. Προστάτευσε το σύνταγμα και τις ελευθερίες της Νορβηγίας και της Σουηδίας κατά την εποχή του Μέττερνιχ. Για τον λόγο αυτό θεωρήθηκε φιλελεύθερος μονάρχης για την εποχή του. Ωστόσο ήταν αδίστακτος στη χρήση αμειβόμενων πληροφοριοδοτών, της μυστικής αστυνομίας και των περιορισμών στην ελευθερία του τύπου για να καταπνίξει κάθε μεταρρυθμιστικό κίνημα - ειδικά το νορβηγικό εθνικό κίνημα ανεξαρτησίας[56].
Η Ρομαντική εποχή που ακολούθησε τη βασιλεία του Βασιλιάς Κάρολου Γ΄ Ιωάννη έφερε μερικές σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Το 1854 οι γυναίκες κέρδισαν το δικαίωμα να κληρονομήσουν περιουσία οι ίδιες, όπως και οι άνδρες. Το 1863 καταργήθηκε το τελευταίο ίχνος διατήρησης των ανύπαντρων γυναικών στην κατάσταση των ανηλίκων. Επιπλέον στη συνέχεια έγιναν επιλέξιμες για διάφορα επαγγέλματα, ιδιαίτερα για δασκάλες[57]. Στα μέσα του αιώνα η δημοκρατία στη Νορβηγία ήταν περιορισμένη σε σχέση με τα σύγχρονα πρότυπα: Η ψηφοφορία περιοριζόταν στους αξιωματούχους, τους ιδιοκτήτες ακινήτων, τους εκμισθωτές και τους αστούς των χαρακτηρισμένων ως πόλεων[58].
Η Νορβηγία παρέμενε ακόμη μια συντηρητική κοινωνία. Η ζωή στη χώρα (ειδικά η οικονομική) «κυριαρχείτο από την αριστοκρατία των επαγγελματιών που καταλάμβαναν τις περισσότερες από τις σημαντικές θέσεις στην κεντρική κυβέρνηση» [59]. Στη Νορβηγία δεν υπήρχε ισχυρή αστική τάξη που να απαιτήσει την ανατροπή αυτού του αριστοκρατικού ελέγχου της οικονομίας [60]. Έτσι, αν και οι επαναστάσεις σάρωσαν τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης το 1848, η Νορβηγία έμεινε σε μεγάλο βαθμό ανεπηρέαστη από τις εξεγέρσεις αυτές.[60]
Ο Μάρκους Τράνε ήταν ουτοπικός σοσιαλιστής. Έκανε την έκκλησή του προς την εργατική τάξη, προτρέποντας για αλλαγή της κοινωνικής δομής «από τα κάτω προς τα πάνω». Το 1848 οργάνωσε ένα εργατικό σύλλογο στο Ντράμεν. Σε λίγους μήνες αυτός ο σύλλογος είχε 500 μέλη και εξέδιδε τη δική της εφημερίδα. Μέσα σε δύο χρόνια 300 σύλλογοι οργανώθηκαν σε όλη τη Νορβηγία, με συνολική συμμετοχή 20.000 ατόμων. Τα μέλη προέρχονταν από τις κατώτερες τάξεις τόσο των αστικών όσο και των αγροτικών περιοχών. Για πρώτη φορά αυτές οι δύο ομάδες αισθάνονταν ότι είχαν μια κοινή υπόθεση.[61] Στο τέλος η εξέγερση συνετρίβη εύκολα. Ο Τράνε συνελήφθη και το 1855, μετά από τέσσερα χρόνια φυλάκισης, καταδικάστηκε σε τρία επιπλέον χρόνια για εγκλήματα κατά της ασφάλειας του κράτους. Οταν αποφυλακίστηκε ο Μάρκους Τράνε προσπάθησε ανεπιτυχώς να αναζωογονήσει το κίνημά του, αλλά μετά τον θάνατο της συζύγου του, μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες.[62]
Το 1898 χορηγήθηκε σε όλους τους άνδρες καθολικό δικαίωμα ψήφου, και σε όλες τις γυναίκες το 1913.
Ο Κρίστιαν Μίκελσεν, μεγαλοεφοπλιστής και πολιτικός και πρωθυπουργός της Νορβηγίας από το 1905 έως το 1907, διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στον ειρηνικό διαχωρισμό της Νορβηγίας από τη Σουηδία στις 7 Ιουνίου του 1905. Ένα εθνικό δημοψήφισμα επιβεβαίωσε την προτίμηση των λαών για μια μοναρχία αντί δημοκρατίας. Κανένας Νορβηγός δεν μπορούσε δικαίως να διεκδικήσει νόμιμα τον θρόνο επειδή κανένας δεν μπορούσε να αποδείξει τη σχέση του με τους μεσαιωνικούς βασιλιάδες και στην ευρωπαϊκή παράδοση το βασιλικό ή «γαλάζιο» αίμα αποτελεί προϋπόθεση για αξίωση επί του θρόνου.
Η κυβέρνηση προσέφερε τον θρόνο της Νορβηγίας σε έναν πρίγκιπα του Δανογερμανικού βασιλικού οίκου του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Σόντερμπουργκ-Γκλύξμπουργκ. Ο πρίγκηπας Κάρολος της Δανίας εξελέγη ομόφωνα βασιλιάς από το Νορβηγικό Κοινοβούλιο, ο πρώτος βασιλιάς μιας πλήρως ανεξάρτητης Νορβηγίας μετά από 508 χρόνια (1397: Ένωση του Κάλμαρ). Πήρε το όνομα Χάακον Ζ΄. Το 1905 η χώρα καλωσόρισε τον πρίγκιπα από τη γειτονική Δανία, τη σύζυγό του Μωντ της Ουαλίας και τον μικρό τους γιο για την επανίδρυση του βασιλικού οίκου της Νορβηγίας. Μετά από αιώνες στενών δεσμών μεταξύ Νορβηγίας και Δανίας, ένας πρίγκιπας από την τελευταία ήταν η προφανής επιλογή για τον Ευρωπαίο πρίγκιπα που θα μπορούσε να συνδεθεί καλύτερα με τον νορβηγικό λαό.
Καθ 'όλη τη διάρκεια του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου η Νορβηγία ήταν καταρχήν ουδέτερη χώρα. Στην πραγματικότητα όμως πιέστηκε από τους Βρετανούς να παραδώσει όλο και μεγαλύτερα τμήματα του μεγάλου εμπορικού της στόλου στους Βρετανούς με χαμηλό αντίτιμο, καθώς και να συμμετάσχει στον εμπορικό αποκλεισμό της Γερμανίας. Τα νορβηγικά εμπορικά πλοία, συνήθως με το νορβηγικό τους πλήρωμα, έπλεαν με τη βρετανική σημαία, κινδυνεύοντας να βυθιστούν από γερμανικά υποβρύχια. Έτσι πολλοί Νορβηγοί ναυτικοί και πλοία χάθηκαν. Έτσι ο νορβηγικός εμπορικός στόλος έπεσε από την τέταρτη στην έκτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη.[63]
Η Νορβηγία διακήρυξε επίσης την ουδετερότητα της κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά τις απόψεις ορισμένων πολιτικών κομμάτων της χώρας ότι η στρατηγική θέση της χώρας, στα ανατολικά της Βρετανίας και με ακτές στον Ατλαντικό, ήταν πολύ μεγάλη για να αφήσει ασυγκίνητη τη Γερμανία. Παρ' όλα αυτά, δέχθηκε την επίθεση των γερμανικών δυνάμεων (Επιχείρηση Weserübung) στις 9 Απριλίου του 1940. Η Γερμανία επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στο Όσλο, στο Νάρβικ και σε άλλες Νορβηγικές πόλεις. Παρόλο που η Νορβηγία δεν ήταν προετοιμασμένη για τη γερμανική αιφνιδιαστική επίθεση (βλ. Επίθεση στη Νορβηγία), η αντίσταση του στρατού και του ναυτικού διήρκεσε δύο μήνες. Οι Νορβηγικές ένοπλες δυνάμεις στον βορρά εξαπέλυσαν μια επίθεση εναντίον των Γερμανικών δυνάμεων στη Μάχη-Ναυμαχία του Νάρβικ, μέχρις ότου αναγκάστηκαν να παραδοθούν στις 10 Ιουνίου μετά την απώλεια της Βρετανικής υποστήριξης, που είχε στραφεί προς τη Γαλλία μετά την εκεί Γερμανική επίθεση.
Ο Βασιλιάς Χάακον και η Νορβηγική κυβέρνηση διέφυγαν στο Ρόδερχαϊθ του Λονδίνου. Καθ 'όλη τη διάρκεια του πολέμου απεύθυναν εμπνευσμένους ραδιοφωνικούς λόγους και στήριξαν τις παράνομες στρατιωτικές ενέργειες στη Νορβηγία κατά των Γερμανών. Την ημέρα της εισβολής, ο αρχηγός του μικρού Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος Νάσιοναλ Σάμλιγκ, Βίντκουν Κουίσλιγκ, προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία, αλλά αναγκάστηκε από τους Γερμανούς κατακτητές να παραμερίσει. Την πραγματική εξουσία ασκούσε ο αρχηγός των Γερμανικών αρχών κατοχής, Ραϊχσκόμισαρ Γιόζεφ Τέρμποβεν. Ο Κουίσλιγκ, ως πρωθυπουργός, σχημάτισε αργότερα μια κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον έλεγχο των Γερμανών. (Ο όρος Κουίσλινγκ χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα για προδότες που κυβερνούν τη χώρα τους ως μαριονέτες ξένων δυνάμεων). Έως 15.000 Νορβηγοί προσφέρθηκαν εθελοντικά να πολεμήσουν στις Γερμανικές μονάδες, συμπεριλαμβανομένων των Waffen-SS.[64]
Το τμήμα του νορβηγικού πληθυσμού που υποστήριζε τη Γερμανία ήταν παραδοσιακά μικρότερο από ό,τι στη Σουηδία, αλλά μεγαλύτερο από αυτό που θεωρείται γενικά σήμερα. Περιλάμβανε σειρά σημαντικών προσωπικοτήτων όπως ο βραβευμένος με το βραβείο Νόμπελ συγγραφέας Κνουτ Χάμσουν. Η ιδέα μιας «Γερμανικής Ένωσης» κρατών-μελών ταίριαζε αρκετά με την εθνικιστική-πατριωτική τους ιδεολογία.
Πολλοί Νορβηγοί και πρόσωπα νορβηγικής καταγωγής συμμετείχαν στις Συμμαχικές καθώς και στις Ελεύθερες Νορβηγικές Δυνάμεις. Τον Ιούνιο του 1940 μια μικρή ομάδα είχε εγκαταλείψει τη Νορβηγία, ακολουθώντας τον βασιλιά τους στη Βρετανία. Αυτή η ομάδα περιλάμβανε 13 πλοία, πέντε αεροσκάφη και 500 άνδρες του Βασιλικού Νορβηγικού Ναυτικού. Μέχρι το τέλος του πολέμου η δύναμη είχε αυξηθεί σε 58 πλοία και 7.500 άνδρες που υπηρετούσαν στο Βασιλικό Νορβηγικό Ναυτικό, 5 μοίρες αεροσκαφών (συμπεριλαμβανομένων Spitfires, υδροπλάνων Sunderland και Mosquitos) στη νεοσυσταθείσα Νορβηγική Πολεμική Αεροπορία και δυνάμεις ξηράς.
Κατά τη διάρκεια των πέντε ετών γερμανικής κατοχής οι Νορβηγοί δημιούργησαν ένα κίνημα αντίστασης, που πολέμησε τις Γερμανικές κατοχικές δυνάμεις τόσο με πολιτική ανυπακοή όσο και με ένοπλη αντίσταση, συμπεριλαμβανομένης της καταστροφής του εργοστασίου βαρέως ύδατος της Norsk Hydro και των αποθεμάτων βαρέως ύδατος στο Βέμορκ, που έπληξαν καίρια το γερμανικό πυρηνικό πρόγραμμα (βλέπε: Νορβηγική δολιοφθορά βαρέως ύδατος). Πιο σημαντικός όμως για την πολεμική προσπάθεια των συμμάχων ήταν ο ρόλος του Νορβηγικού Εμπορικού Ναυτικού. Την εποχή της εισβολής η Νορβηγία είχε τον τέταρτο μεγαλύτερο εμπορικό στόλο στον κόσμο. Επικεφαλής του ήταν η νορβηγική ναυτιλιακή εταιρεία Nortraship υπό τους Συμμάχους καθ 'όλη τη διάρκεια του πολέμου και έλαβε μέρος σε όλες τις πολεμικές επιχειρήσεις από την εκκένωση της Δουνκέρκης μέχρι την Απόβαση στη Νορμανδία. Κάθε Δεκέμβριο η Νορβηγία προσφέρει ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο στο Ηνωμένο Βασίλειο ως ευχαριστία για τη βρετανική βοήθεια κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μια τελετή λαμβάνει χώρα για το στήσιμο του δέντρου στην Πλατεία Τραφάλγκαρ του Λονδίνου.[65] Το Αρχιπέλαγος Σβάλμπαρντ δεν καταλήφθηκε από τα Γερμανικά στρατεύματα. Η Γερμανία δημιούργησε μυστικά ένα μετεωρολογικό σταθμό το 1944. Το πλήρωμα εγκλωβίστηκε μετά τη γενική συνθηκολόγηση τον Μάιο του 1945 και διασώθηκε από ένα Νορβηγό κυνηγό φώκιας στις 4 Σεπτεμβρίου. Παραδόθηκαν στον κυνηγό φώκιας ως οι τελευταίοι Γερμανοί στρατιώτες που παραδόθηκαν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο [66].
Από το 1945 έως το 1962 το Εργατικό Κόμμα είχε την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Η κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του πρωθυπουργού Έιναρ Γκέρχαρντσεν, ξεκίνησε ένα πρόγραμμα εμπνευσμένο από τον κεϋνσιανισμό, δίνοντας έμφαση στη χρηματοδοτούμενη από το κράτος εκβιομηχάνιση και στη συνεργασία μεταξύ συνδικαλιστικών και εργοδοτικών οργανώσεων. Πολλά μέτρα κρατικού ελέγχου της οικονομίας, που επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, συνεχίστηκαν, παρόλο που η διανομή με δελτίο των γαλακτοκομικών προϊόντων ήρθη το 1949, ενώ ο έλεγχος των τιμών και η ελεγχόμενη παροχή κατοικιών και αυτοκινήτων συνεχίστηκε μέχρι το 1960.
Η συμμαχία κατά τον πόλεμο με το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίστηκε στα μεταπολεμικά χρόνια. Παρά το γεγονός ότι επιδίωκε τον στόχο μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, το Εργατικό Κόμμα αποστασιοποιήθηκε από τους Κομμουνιστές (ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Κομμουνιστές στην Τσεχοσλοβακία το 1948) και ενίσχυσε τους δεσμούς εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής με τις ΗΠΑ. Η Νορβηγία έλαβε βοήθεια με το Σχέδιο Μάρσαλ από τις Ηνωμένες Πολιτείες, που ξεκίνησε το 1947, προσχώρησε ένα χρόνο αργότερα στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (OΟΣΑ) και ήταν ιδρυτικό μέλος του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) το 1949.
Τα πρώτα πετρέλαια ανακαλύφθηκε στο μικρό πεδίο Μπάλντερ το 1967, αλλά η παραγωγή άρχισε μόνο το 1999.[67] Το 1969 η εταιρεία Phillips Petroleum Company ανακάλυψε πετρελαϊκά αποθέματα στο πεδίο Εκοφισκ δυτικά της Νορβηγίας. Το 1973 η Νορβηγική κυβέρνηση ίδρυσε την κρατική πετρελαϊκή εταιρεία Statoil. Η παραγωγή πετρελαίου άρχισε να έχει θετικό ισοζύγιο μόνο τις αρχές της δεκαετίας του '80 λόγω της μεγάλης επένδυσης κεφαλαίου που απαιτήθηκε για τη δημιουργία της πετρελαϊκής βιομηχανίας της χώρας. Περί το 1975 τόσο το ποσοστό όσο και ο απόλυτος αριθμός εργαζομένων στη βιομηχανία κορυφώθηκαν. Από τότε οι βιομηχανίες και οι υπηρεσίες, όπως η μαζική εργοστασιακή παραγωγή και η ναυτιλία στο εργοστάσιο, έχουν ανατεθεί σε μεγάλο βαθμό σε εξωτερικούς συνεργάτες.
Η Νορβηγία ήταν ιδρυτικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ). Η Νορβηγία κλήθηκε δύο φορές να προσχωρήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά αρνήθηκε να συμμετάσχει μετά από δημοψηφίσματα με μικρή διαφορά το 1972 και το 1994.[68]
Το 1981 μια συντηρητική κυβέρνηση με επικεφαλής τον Κόρε Βίλοχ διαδέχθηκε το Εργατικό Κόμμα με μια πολιτική τόνωσης της στασιμοπληθωριστικής οικονομίας με περικοπές φόρων, οικονομική φιλελευθεροποίηση, απορρύθμιση των αγορών και μέτρα για τον περιορισμό του υψηλού πληθωρισμού (13,6% το 1981).
Η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός της Νορβηγίας, η Γκρο Χάρλεμ Μπρούντλαντ του Εργατικού Κόμματος, συνέχισε πολλές από τις μεταρρυθμίσεις του συντηρητικού προκάτοχού της, υποστηρίζοντας παράλληλα παραδοσιακές πολιτικές των Εργατικών, όπως η κοινωνική ασφάλιση, οι υψηλοί φόροι, η εκβιομηχάνιση και ο φεμινισμός. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 η Νορβηγία είχε αποπληρώσει το εξωτερικό της χρέος και είχε αρχίσει να συσσωρεύει πόρους σε ένα κρατικό επενδυτικό ταμείο. Από τη δεκαετία του 1990 ζήτημα πολιτικής διαφωνίας είναι πόσο από το εισόδημα από την παραγωγή πετρελαίου θα πρέπει να δαπανάει η κυβέρνηση και πόσο να αποταμιεύει.
Το 2011 η Νορβηγία υπέστη δύο τρομοκρατικές επιθέσεις την ίδια ημέρα που πραγματοποίησε ο Άντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ, που έπληξε το κυβερνητικό συγκρότημα στο Όσλο και μια θερινή κατασκήνωση της νεολαίας του Εργατικού Κόμματος στο νησί Ουτόγια, με 77 νεκρούς και 319 τραυματίες.
Οι Νορβηγικές βουλευτικές εκλογές του 2013 έφεραν στην εξουσία μια πιο συντηρητική κυβέρνηση, με το Συντηρητικό Κόμμα και το Κόμμα Προόδου να κερδίζουν το 43% των ψήφων του εκλογικού σώματος.
Το βασικό έδαφος της Νορβηγίας περιλαμβάνει το δυτικό και βορειότερο τμήμα της Σκανδιναβικής Χερσονήσου. Το απομακρυσμένο νησί Γιαν Μάγεν και το Αρχιπέλαγος Σβάλμπαρντ είναι επίσης μέρος του Βασιλείου της Νορβηγίας. Το Νησί του Πέτρου Α΄ της Ανταρκτικής και το υποανταρκτικό Νησί Μπουβέ είναι εξαρτώμενα εδάφη και ως εκ τούτου δεν θεωρούνται τμήμα του Βασιλείου. Η Νορβηγία επίσης εγείρει αξιώσεις σε τμήμα της Ανταρκτικής γνωστό ως Γη της Βασίλισσας Μοντ.[69] Από τον Μεσαίωνα ως το 1814 η Νορβηγία ήταν τμήμα του Δανικού βασιλείου. Οι νορβηγικές κτήσεις του Βόρειου Ατλαντικού, οι Νήσοι Φερόες, η Γροιλανδία και η Ισλανδία παρέμειναν στη Δανία μετά την προσωπική ένωση της Νορβηγίας με τη Σουηδία με τη Συνθήκη του Κιέλου[70]. Η Νορβηγία περιλάμβανε επίσης το Μπουχούλσεν μέχρι το 1658, το Γέμτλαντ και το Χέργενταλεν μέχρι το 1645 (σήμερα ανήκουν στη Σουηδία), τα Σέτλαντ και τα Ορκνεϊ μέχρι το 1468[71] και τις Εβρίδες και το Νησί του Μαν μέχρι τη Συνθήκη του Περθ το 1266 (σήμερα ανήκουν στο Ηνωμένο Βασίλειο).[72]
Η Νορβηγία περιλαμβάνει το δυτικό και βορειότερο τμήμα της Σκανδιναβίας στη Βόρεια Ευρώπη [73]. Βρίσκεται μεταξύ γεωγραφικού πλάτους 57 ° και 81 ° Β και γεωγραφικού μήκους 4 ° και 32 ° Α. Η Νορβηγία είναι η βορειότερη από τις Βόρειες Χώρες και αν περιληφθεί και το Σβάλμπαρντ επίσης η ανατολικότερη[74] Το Βάρντε στις 31 ° 10 '07 ανατολικά του Γκρίνουιτς βρίσκεται ανατολικότερα από την Αγία Πετρούπολη και την Κωνσταντινούπολη.[75] Η Νορβηγία περιλαμβάνει το βορειότερο σημείο της ηπειρωτικής Ευρώπης.[76] Οι απόκρημνες ακτές διακόπτονται από τεράστια φιόρδ και χιλιάδες νησιά. Η παράκτια γραμμή βάσης είναι 2.532 χιλιόμετρα. Η ακτογραμμή της ηπειρωτικής χώρας, συμπεριλαμβανομένων των φιόρδ, έχει μήκος 28.953 χιλιόμετρα, ενώ συμπεριλαμβανομένων των νησιών το μήκος των ακτών ανέρχεται σε 100.915 χιλιόμετρα.[77] Η Νορβηγία μοιράζεται 1.619 χιλιόμετρα χερσαία σύνορα με τη Σουηδία, 727 με τη Φινλανδία και 196 με τη Ρωσία στα ανατολικά. Στα βόρεια, δυτικά και νότια η Νορβηγία συνορεύει με τη Θάλασσα του Μπάρεντς, τη Νορβηγική Θάλασσα, τη Βόρεια Θάλασσα και το Σκάγκερακ.[78] Τα Σκανδιναβικά Όρη αποτελούν μεγάλο μέρος των συνόρων με τη Σουηδία.
Με 385.207 τετραγωνικά χιλιόμετρα (συμπεριλαμβανομένου του Σβάλμπαρντ και του Γιαν Μάγεν) (και 323.808 τετραγωνικά χιλιόμετρα χωρίς αυτά),[5] σε μεγάλο μέρος της χώρας επικρατεί ορεινό ή ψηλό έδαφος, με μεγάλη ποικιλία φυσικών χαρακτηριστικών που οφείλονται σε προϊστορικούς παγετώνες και ποικίλη τοπογραφία. Τα πιο αξιοσημείωτα από αυτά είναι τα φιόρδ: βαθιές αυλακώσεις της ξηράς που κατακλύστηκαν από τη θάλασσα μετά το τέλος της Εποχής των Παγετώνων. Τα φιόρδ είναι διεθνώς από τα πιο αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά της χώρας και θεωρούνται από πολλούς σήμα κατατεθέν της Νορβηγίας, αν και βρίσκονται και σε άλλες περιοχές του βορρά (π.χ. Σκοτία, Ισλανδία, Καναδάς). Το Σόγκνεφιορδ είναι το δεύτερο βαθύτερο φιόρδ στον κόσμο και το μακρύτερο του κόσμου με 204 χιλιόμετρα. Η Χορνινταλσβάτνετ είναι η βαθύτερη λίμνη σε ολόκληρη την Ευρώπη.[79] Η Νορβηγία έχει περίπου 400.000 λίμνες[80] [81] και 239.057 νησιά.[73] Μόνιμα παγωμένο έδαφος υπάρχει όλο τον χρόνο στις υψηλότερες ορεινές περιοχές και στο εσωτερικό της περιφέρειας Φίνμαρκ. Στη Νορβηγία βρίσκονται πολλοί παγετώνες.
Το έδαφος αποτελείται κυρίως από σκληρό γρανίτη και γνεύσιο, αλλά υπάρχουν επίσης σχιστόλιθος, ψαμμίτης και ασβεστόλιθος και τα χαμηλότερα υψόμετρα περιέχουν θαλάσσιες αποθέσεις. Λόγω του Ρεύματος του Κόλπου και των επικρατούντων δυτικών ανέμων η Νορβηγία έχει υψηλότερες θερμοκρασίες και περισσότερες βροχοπτώσεις από τις αναμενόμενες σε τέτοια βόρεια γεωγραφικά πλάτη, ιδίως κατά μήκος των ακτών. Η ηπειρωτική χώρα έχει τέσσερις διακριτές εποχές, με ψυχρότερους χειμώνες και λιγότερες βροχοπτώσεις στην ενδοχώρα. Το βορειότερο τμήμα έχει κατά κύριο λόγο θαλάσσιο υποαρκτικό κλίμα, ενώ το Σβάλμπαρντ κλίμα Αρκτικής τούνδρας.
Λόγω του μεγάλου εύρους του γεωγραφικού πλάτους της χώρας και της ποικίλης τοπογραφίας και του κλίματος η Νορβηγία έχει μεγαλύτερο αριθμό διαφορετικών βιοκοινοτήτων από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Υπάρχουν περίπου 60.000 είδη στη Νορβηγία και τα παρακείμενα ύδατα (εξαιρούνται τα βακτηρίδια και οι ιοί). Το θαλάσσιο οικοσύστημα της νορβηγικής υφαλοκρηπίδας θεωρείται εξαιρετικά παραγωγικό[82].
Το κλίμα της Νορβηγίας είναι σχετικά ήπιο στις ακτές, αναλογικά με τη γεωγραφική θέση της χώρας βέβαια, εξαιτίας του θερμού Ρεύματος του Κόλπου του Μεξικού, που φθάνει στις ακτές της χώρας στα δυτικά. Ωστόσο, στην ηπειρωτική χώρα και, κυρίως στον βορρά, οι καιρικές συνθήκες μπορεί να είναι αρκετά έντονες, με δριμύ ψύχος και δυνατούς ανέμους. Το καλοκαίρι, είναι δροσερό κατά τη διάρκεια της ημέρας και μπορεί μερικές φορές η θερμοκρασία στο Όσλο να ξεπεράσει τους 20 βαθμούς Κελσίου. Τις βραδινές και πρωινές ώρες, κάνει συνήθως ψύχρα και η θερμοκρασία βρίσκεται γύρω στους 10 βαθμούς Κελσίου.
Το βόρειο μέρος της χώρας είναι γνωστό και ως Γη του Ήλιου του μεσονυκτίου. Οι περιοχές αυτές έχουν αρκετά μεγάλο Γεωγραφικό πλάτος και βρίσκονται εντός του αρκτικού κύκλου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το καλοκαίρι ο ήλιος να μη δύει ποτέ, ενώ τον χειμώνα η περιοχή να παραμένει στο σκοτάδι σχεδόν καθ' όλη τη διάρκεια της ημέρας και το υπόλοιπο της χώρας έχει πολύ μικρή διάρκεια ημέρας. Στο βορειότερο κομμάτι της χώρας βρίσκεται ένα μικρό νησί με το όνομα Μαγκερόγια, το οποίο συνδέεται υποθαλάσσια με το υπόλοιπο τμήμα της χώρας. Εκεί βρίσκεται το Βόρειο Ακρωτήριο, το βορειότερο χερσαίο άκρο της Ευρώπης.
Τα νότια και δυτικά τμήματα της Νορβηγίας, πλήρως εκτεθειμένα στα μέτωπα καταιγίδων του Ατλαντικού, λαμβάνουν περισσότερες βροχοπτώσεις και έχουν ηπιότερους χειμώνες από τα ανατολικά και βορειότερα μέρη της χώρας. Οι περιοχές στα ανατολικά των παραλιακών βουνών είναι σε βροχοσκίαση, και έχουν λιγότερες βροχοπτώσεις και χιονοπτώσεις από τα δυτικά. Οι πεδιάδες γύρω από το Όσλο έχουν τα θερμότερα και πιο ηλιόλουστα καλοκαίρια, αλλά έχουν επίσης κρύο καιρό και χιόνι τον χειμώνα.[85][86]
Το παράκτιο κλίμα της Νορβηγίας είναι εξαιρετικά ήπιο σε σύγκριση με περιοχές σε παρόμοια γεωγραφικά πλάτη σε άλλες περιοχές του κόσμου, ενώ το Ρεύμα του Κόλπου να περνά απευθείας από τις ακτές των βόρειων περιοχών των ακτών του Ατλαντικού, ενώ τον χειμώνα θερμαίνει συνεχώς την περιοχή. Οι θερμοκρασιακές ανωμαλίες που εντοπίζονται σε παράκτιες τοποθεσίες είναι εξαιρετικές, ενώ τα Ροστ και Βέροϊ στερούνται μετεωρολογικού χειμώνα, παρά το γεγονός ότι βρίσκονται βόρεια του Αρκτικού Κύκλου. Το Ρεύμα του Κόλπου έχει αυτή την επίδραση μόνο στα βόρεια μέρη της Νορβηγίας και όχι στα νότια όπως πιστεύεται συνήθως. Επομένως, η βόρεια ακτή της Νορβηγίας θα καλυπτόταν από πάγο εάν δεν υπήρχε η επίδραση από το Ρεύμα του Κόλπου.[87] Ως παρενέργεια, τα Σκανδιναβικά Όρη εμποδίζουν τους ηπειρωτικούς ανέμους να φτάσουν στην ακτογραμμή, προκαλώντας πολύ δροσερά καλοκαίρια σε όλη την Ατλαντική Νορβηγία. Το κλίμα του Όσλο θυμίζει περισσότερο το ηπειρωτικό κλίμα, παρόμοιο με αυτό της Σουηδίας. Οι οροσειρές έχουν υποαρκτικά κλίματα και τουνδρικά κλίματα. Υπάρχουν επίσης πολύ υψηλές βροχοπτώσεις σε περιοχές που εκτίθενται στον Ατλαντικό, όπως στο Μπέργκεν. Συγκριτικά το Όσλο είναι ξηρό καθώς βρίσκεται σε βροχοσκίαση. Το Σκιόκ στην περιφέρεια Όπλαντ έχει βροχοσκίαση και είναι από τις ξηρότερες περιοχές με ετήσια βροχόπτωση 278 χιλιοστών. Η Φινμαρκσβίντα και οι εσωτερικές κοιλάδες των Τρομς και Νόρντλαντ λαμβάνουν επίσης λιγότερο από 300 χιλιοστά ετησίως. Το Λόνγκγιαρμπιεν είναι το ξηρότερο μέρος στη Νορβηγία με βροχόπτωση 190 χιλιοστών.[88]
Τμήματα της νοτιοανατολικής Νορβηγίας συμπεριλαμβανομένων τμημάτων του Μιέσα, έχουν υγρό ηπειρωτικό κλίμα με θερμά καλοκαίρια (τύπος Dfb της κλιματικής ταξινόμησης Κέππεν), ενώ οι περισσότερες νότιες και δυτικές ακτές έχουν κυρίως ωκεάνιο κλίμα (Cfb). Περαιτέρω στην ενδοχώρα στη νοτιοανατολική και βόρεια Νορβηγία κυριαρχεί το υποαρκτικό κλίμα (Dfc). Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για περιοχές στη βροχοσκίαση των Σκανδιναβικών Ορέων. Ορισμένες από τις εσωτερικές κοιλάδες του Όπλαντ λαμβάνουν τόσο λίγες βροχοπτώσεις ετησίως, χάρη στο φαινόμενο της βροχοσκίασης, πληρώντας τις απαιτήσεις για υποαρκτικά κλίματα με ξηρά καλοκαίρια (Dsc). Σε υψηλότερα υψόμετρα, κοντά στις ακτές της νότιας και δυτικής Νορβηγίας, κάποιος μπορεί να βρει το σπάνιο υποπολικό ωκεάνιο κλίμα (Cfc). Αυτό το κλίμα είναι επίσης κοινό στη Βόρεια Νορβηγία, αλλά εκεί υπάρχει συνήθως σε χαμηλότερα υψόμετρα, μέχρι το επίπεδο της θάλασσας. Ένα μικρό μέρος της βορειότερης ακτής της Νορβηγίας έχει το αλπικό/τουνδρικό/πολικό κλίμα (ET). Μεγάλα τμήματα της Νορβηγίας καλύπτονται από βουνά και οροπέδια σε μεγάλο υψόμετρο, πολλά από τα οποία παρουσιάζουν επίσης το αλπικό/τουνδρικό/πολικό κλίμα (ET)..[85][86][89][90][91]
Κλιματικά δεδομένα Όσλο-Μπλίντερν (τύπος Dfb της κλιματικής ταξινόμησης Κέππεν) (1961–1990), Νορβηγία | |||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Μήνας | Ιαν | Φεβ | Μάρ | Απρ | Μάι | Ιούν | Ιούλ | Αύγ | Σεπ | Οκτ | Νοε | Δεκ | Έτος |
Υψηλότερη Μέγιστη °C (°F) | 12.5 | 12.8 | 17.0 | 21.8 | 27.7 | 32.2 | 30.5 | 34.2 | 24.9 | 21.0 | 14.4 | 12.4 | 34,2 |
Μέση Μέγιστη °C (°F) | −1.8 | −0.9 | 3.5 | 9.1 | 15.8 | 20.4 | 21.5 | 20.1 | 15.1 | 9.3 | 3.2 | −0.5 | 9,57 |
Μέση Μηνιαία °C (°F) | −4.3 | −4 | −0.2 | 4.5 | 10.8 | 15.2 | 16.4 | 15.2 | 10.8 | 6.3 | 0.7 | −3.1 | 5,69 |
Μέση Ελάχιστη °C (°F) | −6.8 | −6.8 | −3.3 | 0.8 | 6.5 | 10.6 | 12.2 | 11.3 | 7.5 | 3.8 | −1.5 | −5.6 | 2,39 |
Χαμηλότερη Ελάχιστη °C (°F) | −24.3 | −24.9 | −20.2 | −9.8 | −2.7 | 1.4 | 5.0 | 3.7 | −2 (28) |
−7.4 | −16 (3) |
−20.8 | −24,9 |
Υετός mm (ίντσες) | 49 | 36 | 47 | 41 | 53 | 65 | 81 | 89 | 90 | 84 | 73 | 55 | 763 |
Μέσες ημέρες κατακρημνίσεων | 6 | 4 | 6 | 5 | 5 | 7 | 7 | 8 | 7 | 8 | 8 | 6 | 77 |
Μέσες μηνιαίες ώρες ηλιοφάνειας | 40 | 76 | 126 | 178 | 220 | 250 | 246 | 216 | 144 | 86 | 51 | 35 | 1.668 |
Πηγή #1: Νορβηγικό Μετεωρολογικό Ινστιτούτο (eklima.met.no) | |||||||||||||
Πηγή #2: Met.no[92] (κατακρημνίσεις > 3 χιλιοστά) |
Κλιματικά δεδομένα Μπέργκεν (τύπος Cfb της κλιματικής ταξινόμησης Κέππεν), 1961–1990 | |||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Μήνας | Ιαν | Φεβ | Μάρ | Απρ | Μάι | Ιούν | Ιούλ | Αύγ | Σεπ | Οκτ | Νοε | Δεκ | Έτος |
Υψηλότερη Μέγιστη °C (°F) | 16.9 | 13.2 | 17.2 | 22.5 | 27.6 | 29.9 | 31.8 | 31.0 | 27.1 | 23.1 | 17.9 | 13.9 | 31,8 |
Μέση Μέγιστη °C (°F) | 4.4 | 4.8 | 7.1 | 11.5 | 14.9 | 18.0 | 20.7 | 19.4 | 15.9 | 12.2 | 8.2 | 4.9 | 11,83 |
Μέση Μηνιαία °C (°F) | 2.2 | 2.1 | 3.8 | 7.4 | 10.6 | 13.5 | 16.4 | 15.3 | 12.5 | 9.1 | 5.7 | 2.7 | 8,44 |
Μέση Ελάχιστη °C (°F) | 0.1 | −0.1 | 1.1 | 4.0 | 6.9 | 9.9 | 13.2 | 12.4 | 9.9 | 6.5 | 3.6 | 0.5 | 5,67 |
Χαμηλότερη Ελάχιστη °C (°F) | −16.3 | −13.4 | −11.3 | −0.5 | −0.1 | 0.8 | 2.5 | 2.5 | 0.0 | −5.5 | −10 (14) |
−13 (9) |
−16,3 |
Υετός mm (ίντσες) | 190 | 152 | 170 | 114 | 106 | 132 | 148 | 190 | 283 | 271 | 259 | 235 | 2,250 |
% υγρασίας | 78 | 76 | 73 | 72 | 72 | 76 | 77 | 78 | 79 | 79 | 78 | 79 | 76,4 |
Μέσες ημέρες βροχόπτωσης (≥ 1 mm) | 20 | 15 | 17 | 13 | 14 | 11 | 15 | 17 | 20 | 22 | 17 | 21 | 202 |
Μέσες μηνιαίες ώρες ηλιοφάνειας | 19 | 56 | 94 | 147 | 186 | 189 | 167 | 144 | 86 | 60 | 27 | 12 | 1.187 |
Πηγή #1: http://sharki.oslo.dnmi.no/pls/portal/BATCH_ORDER.PORTLET_UTIL.Download_BLob?p_BatchId=666089&p_IntervalId=1351224(eklima.no) (high and low temperatures),[93] NOAA (όλα τα υπόλοιπα, εκτός από τις ακραίες καταγραφές)[94] | |||||||||||||
Πηγή #2: Voodoo Skies για ακραίες καταγραφές[95] |
Κλιματικά δεδομένα Μπρόνοϊσουντ (τύπος Cfc της κλιματικής ταξινόμησης Κέππεν), 1960–1990 | |||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Μήνας | Ιαν | Φεβ | Μάρ | Απρ | Μάι | Ιούν | Ιούλ | Αύγ | Σεπ | Οκτ | Νοε | Δεκ | Έτος |
Μέση Μηνιαία °C (°F) | −1.1 | −0.6 | 0.9 | 3.7 | 8.4 | 11.2 | 13.1 | 13.0 | 9.8 | 6.6 | 2.2 | −0.1 | 5,6 |
Υετός mm (ίντσες) | 138 | 102 | 114 | 97 | 66 | 83 | 123 | 113 | 180 | 192 | 145 | 157 | 1,510 |
Πηγή: Μετεωρολογικό Ινστιτούτο[92] |
Κλιματικά δεδομένα Ρένα-Χαουγκεντάλεν (τύπος Dfc της κλιματικής ταξινόμησης Κέππεν) (1961–1990), Νορβηγία | |||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Μήνας | Ιαν | Φεβ | Μάρ | Απρ | Μάι | Ιούν | Ιούλ | Αύγ | Σεπ | Οκτ | Νοε | Δεκ | Έτος |
Μέση Μέγιστη °C (°F) | −7.1 | −4.4 | 2.4 | 7.8 | 15.2 | 20.2 | 20.9 | 18.9 | 13.3 | 6.6 | −1 (30) |
−5.7 | 7,26 |
Μέση Μηνιαία °C (°F) | −11.2 | −9.6 | −3.7 | 1.7 | 8.2 | 13.2 | 14.4 | 12.5 | 7.7 | 2.9 | −4.3 | −9.3 | 1,88 |
Μέση Ελάχιστη °C (°F) | −15.6 | −14.6 | −9.6 | −4 (25) |
1.0 | 5.9 | 7.6 | 6.3 | 2.9 | −0.6 | −7.7 | −13.4 | −3,48 |
Υετός mm (ίντσες) | 50 | 38 | 40 | 42 | 62 | 78 | 90 | 79 | 85 | 80 | 67 | 55 | 766 |
Πηγή: [96] |
Ο συνολικός αριθμός των ειδών περιλαμβάνει 16.000 είδη εντόμων (πιθανώς 4.000 είδη ακόμη δεν έχουν περιγραφεί), 20.000 είδη φυκών, 1.800 είδη λειχήνων, 1.050 είδη βρύων, 2.800 είδη αγγειακών φυτών, ως 7.000 είδη μυκήτων, 450 είδη πουλιών (250 είδη που φωλιάζουν στη Νορβηγία), 90 είδη θηλαστικών, 45 είδη ψαριών του γλυκού νερού, 150 είδη θαλασσινών ψαριών, 1.000 είδη ασπόνδυλων του γλυκού νερού και 3.500 είδη θαλασσινών ασπόνδυλων[97] Περίπου 40.000 από αυτά τα είδη έχουν περιγραφεί από την επιστήμη. Η κόκκινη λίστα του 2010 περιλαμβάνει 4.599 είδη.[98]
Δεκαεπτά είδη περιέχονται στη λίστα κυρίως επειδή απειλούνται σε παγκόσμια κλίμακα, όπως ο Ευρασιατικός κάστορας, ακόμη και αν ο πληθυσμός τους στη Νορβηγία δεν θεωρείται ότι απειλείται. Ο αριθμός των απειλούμενων και σχεδόν απειλούμενων ειδών ισούται με 3.682. Περιλαμβάνει 418 είδη μυκήτων, πολλά από τα οποία είναι στενά συνδεδεμένα με τις μικρές απομένουσες περιοχές παρθένων δασών,[99] είδη 36 πτηνών και 16 είδη θηλαστικών. Το 2010 2.398 είδη ήταν καταγεγραμμένα ως απειλούμενα ή ευάλωτα. Από αυτά 1250 ως ευάλωτα, 871 ως απειλούμενα και 276 ως κρίσιμα απειλούμενα, μεταξύ των οποίων ήταν ο γκρίζος λύκος, η Αρκτική αλεπού (υγιής πληθυσμός στο Σβάλμπαρντ) και ο βάτραχος Pelophylax lessonae[98]
Ο μεγαλύτερος θηρευτής στα νορβηγικά ύδατα είναι η φάλαινα φυσητήρας και το μεγαλύτερο ψάρι είναι ο καρχαρίας προσκυνητής. Ο μεγαλύτερος θηρευτής στην ξηρά είναι η πολική αρκούδα, ενώ η καφέ αρκούδα είναι ο μεγαλύτερος θηρευτής στη νορβηγική ενδοχώρα. Το μεγαλύτερο χερσαίο ζώο στην ηπειρωτική χώρα είναι Η άλκη. Η άλκη της Νορβηγίας είναι γνωστή για το μέγεθος και τη δύναμή της και συχνά ονομάζεται skogens konge, «βασιλιάς του δάσους».
Ωραία και θεαματικά τοπία βρίσκονται σε όλη τη Νορβηγία.[100] Οι δυτικές ακτές της νότιας και οι ακτές της βόρειας Νορβηγίας παρουσιάζουν μερικά από τα πιο εντυπωσιακά παράκτια τοπία στον κόσμο. Η National Geographic έχει κατατάξει τα νορβηγικά φιόρδ ως το κορυφαίο τουριστικό αξιοθέατο στον κόσμο.[101] Η χώρα φιλοξενεί επίσης τα φυσικά φαινόμενα του Ήλιου του μεσονυχτίου (κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού), καθώς και το Σέλας γνωστό και ως Βόρειο φως.[102]
Ο Δείκτης Περιβαλλοντικής Απόδοσης του 2016 του Πανεπιστήμιου Γέιλ, του Πανεπιστήμιου Κολούμπια και του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ τοποθέτησε τη Νορβηγία στη δέκατη έβδομη θέση, αμέσως κάτω από την Κροατία και την Ελβετία.[103] Ο δείκτης βασίζεται σε περιβαλλοντικούς κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία, την απώλεια οικοτόπων και τις μεταβολές στις εκπομπές CO2. Ο δείκτης σημειώνει την υπερεκμετάλλευση της αλιείας, αλλά όχι τις εξαγωγές φαλαινοθηρίας ή πετρελαίου της Νορβηγίας [104].
Η Νορβηγία θεωρείται μία από τις πιο ανεπτυγμένες δημοκρατίες και κράτη δικαίου στον κόσμο. Ήδη από το 1814 το 45% των ανδρών (ηλικίας 25 ετών και άνω) είχαν δικαίωμα ψήφου, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο το είχε το 20% (1832), στη Σουηδία το 5% (1866) και στο Βέλγιο το 1,15% (1840). Από το 2010 η Νορβηγία έχει καταταγεί ως η πιο δημοκρατική χώρα στον κόσμο σύμφωνα με το Δείκτη Δημοκρατικότητας[105] [106] [107].
Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Νορβηγίας, που εγκρίθηκε στις 17 Μαΐου 1814 [108] και εμπνέεται από τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών του 1776 και τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, η Νορβηγία είναι μια ενιαία συνταγματική μοναρχία με κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, στο οποίο ο Βασιλιάς της Νορβηγίας είναι ο αρχηγός του κράτους και ο πρωθυπουργός είναι ο επικεφαλής της κυβέρνησης. Η εξουσία διαχωρίζεται σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική, όπως ορίζεται από το Σύνταγμα, που αποτελεί το ανώτατο νομικό έγγραφο της χώρας.
Ο μονάρχης διατηρεί επίσημα την εκτελεστική εξουσία. Ωστόσο, μετά την καθιέρωση του κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης, οι αρμοδιότητές του έχουν γίνει αυστηρά τυπικές[109], όπως ο επίσημος διορισμός και η απόλυση του πρωθυπουργού και άλλων υπουργών της κυβέρνησης. Ο Μονάρχης είναι αρχηγός των Νορβηγικών Ενόπλων Δυνάμεων και επικεφαλής διπλωματικός αξιωματούχος στο εξωτερικό και σύμβολο ενότητας. Ο Χάραλντ Ε΄ του Οίκου του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Σόντερμπουργκ-Γκλύξμπουργκ στέφθηκε βασιλιάς της Νορβηγίας το 1991, ο πρώτος από τον 14ο αιώνα που έχει γεννηθεί στη χώρα.[110] Ο Χάακον, Πρίγκιπας του Στέμματος της Νορβηγίας, είναι ο νόμιμος κληρονόμος του θρόνου και του Βασιλείου.
Στην πράξη την εκτελεστική εξουσία ασκεί ο πρωθυπουργός. Συνταγματικά η νομοθετική εξουσία ασκείται τόσο από την κυβέρνηση όσο και από το κοινοβούλιο της Νορβηγίας, αλλά το τελευταίο είναι το ανώτατο και μονοθάλαμο νομοθετικό σώμα[111]. Η Νορβηγία είναι θεμελιωδώς δομημένη ως αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Το Κοινοβούλιο μπορεί να ψηφίζει νόμους με απλή πλειοψηφία των 169 αντιπροσώπων, που εκλέγονται βάσει αναλογικής εκπροσώπησης από 19 εκλογικές περιφέρειες για τετραετή θητεία.
Οι 150 εκλέγονται απευθείας από τις 19 εκλογικές περιφέρειες και επιπλέον 19 έδρες («εξισωτικές έδρες») κατανέμονται σε εθνικό επίπεδο για να καταστεί η εκπροσώπηση στο κοινοβούλιο καλύτερη σε σχέση με τη λαϊκή ψήφο. Απαιτείται εκλογικό όριο 4% προκειμένου ένα κόμμα να κερδίσει θέσεις στο Κοινοβούλιο [112].
Το Κοινοβούλιο της Νορβηγίας, που ονομάζεται Stortinget (που σημαίνει Μεγάλη Συνέλευση), επικυρώνει τα νομοσχέδια που φέρνει η εκτελεστική εξουσία. Μπορεί να καταψηφίσει μέλη της κυβέρνησης αν οι πράξεις τους κηρυχθούν αντισυνταγματικές. Εάν καταψηφισθεί ένας ύποπτος κατηγορίας το Κοινοβούλιο έχει την εξουσία να τον απομακρύνει από το αξίωμά του.
Η θέση του πρωθυπουργού, αρχηγού της κυβέρνησης της Νορβηγίας, δίνεται στον βουλευτή που μπορεί να αποκτήσει την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο, συνήθως του τρέχοντος ηγέτη του μεγαλύτερου πολιτικού κόμματος ή, συνηθέστερα, ενός συνασπισμού κομμάτων. Ένα μόνο κόμμα συνήθως δεν διαθέτει επαρκή πολιτική εξουσία όσον αφορά τον αριθμό των εδρών για να σχηματίσει κυβέρνηση μόνο του. Η Νορβηγία συχνά κυβερνάται από κυβερνήσεις μειοψηφίας.
Ο πρωθυπουργός ορίζει το υπουργικό συμβούλιο, που παραδοσιακά προέρχεται από μέλη του ίδιου πολιτικού κόμματος ή των κομμάτων του Storting, που αποτελούν την κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός οργανώνει την κυβέρνηση και ασκεί την εξουσία του όπως κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα[113]. Η Νορβηγία έχει μια κρατική εκκλησία, τη Λουθηρανική Εκκλησία της Νορβηγίας, που έχει τα τελευταία χρόνια λάβει σταδιακά περισσότερη εσωτερική αυτονομία στις καθημερινές υποθέσεις, αλλά που εξακολουθεί να έχει ειδικό συνταγματικό καθεστώς. Μέχρι το 2012 περισσότερα από τα μισά μέλη του υπουργικού συμβουλίου έπρεπε να ανήκουν στην Εκκλησία της Νορβηγίας, που σημαίνει τουλάχιστον δέκα από τα 19 υπουργεία. Το ζήτημα του χωρισμού της εκκλησίας από το κράτος στη Νορβηγία είναι όλο και πιο αμφιλεγόμενο, καθώς πολλοί πιστεύουν ότι είναι καιρός να το αλλάξει, για να αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη πολυμορφία του πληθυσμού. Μέρος αυτού είναι και το θέμα της υπαγωγής του δημοσίου σχολείου στον Χριστιανισμό, που υπάρχει από το 1739. Ακόμη και μετά την καταδίκη του κράτους σε μια υπόθεση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργο[114] το 2007 δεν λύθηκε το θέμα. Από την 1η Ιανουαρίου 2017 η Εκκλησία της Νορβηγίας είναι ξεχωριστή νομική οντότητα και δεν είναι πλέον κλάδος της δημόσιας διοίκησης[115].
Στο Συμβούλιο του Κράτους, ένα συμβούλιο που προεδρεύεται από τον μονάρχη, ο πρωθυπουργός και το υπουργικό συμβούλιο συναντώνται στα Βασιλικά Ανάκτορα και συμβουλεύουν επισήμως τον μονάρχη. Όλα τα κυβερνητικά νομοσχέδια χρειάζονται την επίσημη έγκριση του μονάρχη πριν και μετά την εισαγωγή στο Κοινοβούλιο. Το Συμβούλιο εξετάζει και εγκρίνει όλες τις ενέργειες του μονάρχη ως αρχηγού του κράτους. Αν και όλες οι κυβερνητικές και κοινοβουλευτικές πράξεις αποφασίζονται εκ των προτέρων, το Συμβούλιο είναι ένα παράδειγμα συμβολικής χειρονομίας που διατηρεί ο βασιλιάς[110].
Τα μέλη του Storting εκλέγονται άμεσα με αναλογική εκπροσώπηση από ψηφοδέλτια των κομμάτων σε δεκαεννέα εκλογικές περιφέρειες[116]. Ιστορικά τόσο το Νορβηγικό Εργατικό όσο και το Συντηρητικό Κόμμα έχουν παίξει σημαντικό πολιτικό ρόλο. Στις αρχές του 21ου αιώνα το Εργατικό Κόμμα ήταν στην εξουσία μετά τις εκλογές του 2005, σε έναν Κοκκινοπράσινο Συνασπισμό με το Σοσιαλιστικό Αριστερό Κόμμα και το Κόμμα του Κέντρου[117].
Μετά το 2005 τόσο το Συντηρητικό όσο και το Κόμμα Προόδου κέρδισαν πολλές έδρες στο Κοινοβούλιο, αλλά όχι αρκετές στις γενικές εκλογές του 2009 για την ανατροπή του συνασπισμού. Οι σχολιαστές επεσήμαναν την κακή συνεργασία μεταξύ των κομμάτων της αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένων των Φιλελεύθερων και των Χριστιανοδημοκρατών. Ο Γενς Στόλτενμπεργκ, ο αρχηγός του Εργατικού Κόμματος, συνέχισε να έχει την απαραίτητη πλειοψηφία, μέσω του πολυκομματικού συνασπισμού του, για να συνεχίσει ως πρωθυπουργός μέχρι το 2013.[118]
Στις εθνικές εκλογές τον Σεπτέμβριο του 2013, οι ψηφοφόροι έθεσαν τέλος σε οκτώ χρόνια κυβέρνησης των Εργατικών. Δύο πολιτικά κόμματα, το Χέιρε και το Φρεμσκριτσπαρτίτ, εκλεγμένα με υποσχέσεις φορολογικών περικοπών, περισσότερων δαπανών για υποδομές και εκπαίδευση, καλύτερων υπηρεσιών και αυστηρότερων κανόνες για τη μετανάστευση, σχημάτισαν κυβέρνηση. Ερχόμενοι σε μια εποχή που η οικονομία της Νορβηγίας είναι σε καλή κατάσταση με χαμηλή ανεργία, η άνοδος της δεξιάς φάνηκε να βασίζεται σε άλλα θέματα. Πρωθυπουργός έγινε η Έρνα Σόλμπεργκ, η δεύτερη γυναίκα πρωθυπουργός μετά την Μπρούντλαντ και η πρώτη συντηρητική πρωθυπουργός από το 1990. Η Σολμπεργκ δήλωσε ότι η νίκη της ήταν «μια ιστορική εκλογική νίκη για τα δεξιά κόμματα».[119]
Η Νορβηγία, ένα ενιαίο κράτος, χωρίζεται σε δεκαπέντε πρωτοβάθμιες διοικητικές περιφέρειες (fylke). Οι περιφέρειες διοικούνται μέσω άμεσα εκλεγμένων περιφερειακών συνελεύσεων που εκλέγουν τον Περιφερειάρχη. Επιπρόσθετα ο Βασιλιάς και η κυβέρνηση εκπροσωπούνται σε κάθε επαρχία από ένα fylkesmann, που ενεργεί ως Διοικητής.[120] Ως εκ τούτου η κυβέρνηση εκπροσωπείται άμεσα σε τοπικό επίπεδο μέσω των γραφείων των Διοικητών των Περιφερειών. Οι περιφέρειες υποδιαιρούνται σε 422 δευτεροβάθμιους δήμους (kommuner), που με τη σειρά τους διοικούνται από άμεσα εκλεγμένα δημοτικά συμβούλια, με επικεφαλής δήμαρχο και μικρού εκτελεστικό συμβούλιο. Η πρωτεύουσα του Όσλο θεωρείται τόσο περιφέρεια όσο και δήμος. Πριν το 2018, η Νορβηγία είχε 19 περιφέρειες, οι οποίες μειώθηκαν σε 18 το 2018 με την ενοποίηση του Βορείου και Νοτίου Τρέντελαγκ σε μία επαρχία. Το 2020 η Νορβηγία υπέστη διοικητική αναδιάρθρωση, καθώς οι 18 περιφέρειες μειώθηκαν σε 11. Το 2024, αυτό επανήλθε εν μέρει σε 15 κομητείες.[121]
Η Νορβηγία έχει δύο ενσωματωμένα υπερπόντια εδάφη: το Γιαν Μάγεν και το Σβάλμπαρντ, το μόνο κατοικημένο νησί στο ομώνυμο αρχιπέλαγος, που βρίσκονται εκατοντάδες χιλιόμετρα βορειότερα. Υπάρχουν τρεις εξαρτήσεις στην Ανταρκτική και την Υποανταρκτική: το Νησί Μπουβέ, το Νησί του Πέτρου Α΄ και η Γη της Βασίλισσας Μοντ. Στους περισσότερους χάρτες υπήρχε μια μη διεκδικούμενη περιοχή μεταξύ της Γης της Βασίλισσας Μοντ και του Νότιου Πόλου μέχρι τις 12 Ιουνίου 2015, οπότε η Νορβηγία προσάρτησε επισήμως την περιοχή[122]. 96 οικισμοί έχουν καθεστώς πόλης στη Νορβηγία. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα όρια της πόλης συμπίπτουν με τα όρια των αντίστοιχων δήμων. Συχνά οι δήμοι της Νορβηγίας περιλαμβάνουν μεγάλες περιοχές που δεν έχουν αναπτυχθεί. Για παράδειγμα ο δήμος του Όσλο περιλαμβάνει μεγάλα δάση, που βρίσκονται βόρεια και νοτιοανατολικά της πόλης, και πάνω από το μισό του δήμου του Μπέργκεν αποτελείται από ορεινές περιοχές.
Οι περιφέρειες της Νορβηγίας είναι:
Nr | Περιφέρειες του 2024[121] | Διοικητικό κέντρο |
---|---|---|
3 | Oslo | Oslo |
11 | Rogaland | Stavanger |
15 | Møre og Romsdal | Molde |
18 | Nordland | Bodø |
31 | Østfold | Sarpsborg |
32 | Akershus | Oslo |
33 | Buskerud | Drammen |
34 | Innlandet | Hamar |
39 | Vestfold | Tønsberg |
40 | Telemark | Skien |
42 | Agder | Kristiansand |
46 | Vestland | Bergen |
50 | Trøndelag | Steinkjer |
55 | Troms | Tromsø |
56 | Finnmark | Vadsø |
Nr | Περιφέρειες του 2020 | Διοικητικό κέντρο |
---|---|---|
03 | Όσλο | Όσλο |
11 | Ρόγκαλαντ | Σταβάνγκερ |
15 | Μέρε ογκ Ρόμσνταλ | Μόλντε |
18 | Νόρντλαντ | Μπόντε |
30 | Βίκεν | Όσλο, Ντράμεν, Σάρπσμποργκ |
34 | Ίνλαντετ | Χάμαρ, Λιλεχάμερ |
38 | Βέστφολντ ογκ Τέλεμαρκ | Τένσμπεργκ, Σίεν |
42 | Αγκντερ | Κρίστιανσαντ, Αρενταλ |
46 | Βέστλαντ | Μπέργκεν, Λεϊκάνγκερ |
50 | Τρέντελαγκ | Στάινκγερ |
54 | Τρομς ογκ Φίνμαρκ | Τρόμσε, Βάντσε |
Περιφέρεια (fylke) 2017 | Διοικητικό κέντρο | Μεγαλύτερος δήμος | Διοικητική περιοχή |
---|---|---|---|
Εστφελντ | Σάρπσμποργκ | Φρέντρικσταντ | Ανατολική Νορβηγία |
Ακερσους | Όσλο | Μπέρουμ | Ανατολική Νορβηγία |
Όσλο | Πόλη του Όσλο | Όσλο | Ανατολική Νορβηγία |
Χέντμαρκ | Χάμαρ | Ρινγκσάκερ | Ανατολική Νορβηγία |
Οπλαντ | Λιλεχάμερ | Γιόβικ | Ανατολική Νορβηγία |
Μπούσκερουντ | Ντράμεν | Ντράμεν | Ανατολική Νορβηγία |
Βέστφολντ | Τένσμπεργκ | Σάντεφιορδ | Ανατολική Νορβηγία |
Τέλεμαρκ | Σίεν | Σίεν | Ανατολική Νορβηγία |
Αουστ-Αγκντερ | Αρενταλ | Αρενταλ | Νότια Νορβηγία |
Βεστ-Αγκντερ | Κρίστιανσαντ | Κρίστιανσαντ | Νότια Νορβηγία |
Ρόγκαλαντ | Σταβάνγκερ | Σταβάνγκερ | Νότια Νορβηγία |
Χόρνταλαντ | Μπέργκεν | Μπέργκεν | Δυτική Νορβηγία |
Σογκν ογκ Φιόρντανε | Χέρμανσβερκ | Φέρντε | Δυτική Νορβηγία |
Μέρε ογκ Ρόμσνταλ | Μόλντε | Ώλεσουντ | Δυτική Νορβηγία |
Τρέντελαγκ | Στάινκγερ | Τρόντχαϊμ | Δυτική Νορβηγία |
Νόρντλαντ | Μπόντε | Μπόντε | Βόρεια Νορβηγία |
Τρομς | Τρόμσε | Τρόμσε | Βόρεια Νορβηγία |
Φίνμαρκ | Βάντσε | Αλτα | Βόρεια Νορβηγία |
Σειρά | Όνομα | Περιφέρεια | Πληθυσμός (1-2020)[124] |
---|---|---|---|
1 | Όσλο | Όσλο | 1.036.059 |
2 | Μπέργκεν | Xόρνταλαντ | 259.958 |
3 | Σταβάνγκερ/Σάντνες | Ρόγκαλαντ | 228.287 |
4 | Τρόντχαϊμ | Τρέντελαγκ | 189.271 |
5 | Φρέντρικσταντ/Σάπμποργκ | Εστφολντ | 116.373 |
6 | Ντράμεν | Μπούσκερουντ | 109.416 |
7 | Πόρσγκρουν/Σκίεν | Τέλεμαρκ | 93.778 |
8 | Κρίστιανσαντ | Βεστ-Αγκντερ | 64.596 |
9 | Όλεσουντ | Μέρε ογκ Ρόμσνταλ | 53.905 |
10 | Τένσμπεργκ | Βέστφολντ | 53.018 |
11 | Μος | Εστφολντ | 47.397 |
12 | Χάουγκεσουντ | Ρόγκαλαντ | 45.352 |
13 | Σάντεφιορδ | Βέστφολντ | 44.968 |
14 | Μπόντε | Νόρντλαντ | 42.102 |
15 | Τρόμσε | Τρομς | 40.926 |
16 | Άρενταλ | Αουστ Αγκντερ | 37.815 |
17 | Χάμαρ | Χέντμαρκ | 28.434 |
18 | Χάλντεν | Εστφολντ | 25.838 |
19 | Λάρβικ | Βέστφολντ | 24.779 |
20 | Άσκεϊ | Χόρνταλαντ | 23.958 |
Η Νορβηγία διατηρεί πρεσβείες σε 82 χώρες,[125] ενώ 60 χώρες διατηρούν πρεσβεία στη Νορβηγία, όλες στην πρωτεύουσα Όσλο.
Η Νορβηγία είναι ιδρυτικό μέλος των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ). Η Νορβηγία υπέβαλε αιτήσεις προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και τους προκατόχους της το 1962, το 1967 και το 1992, αντίστοιχα. Ενώ η Δανία, η Σουηδία και η Φινλανδία απέκτησαν την ιδιότητα του μέλους, το νορβηγικό εκλογικό σώμα απέρριψε τις συνθήκες προσχώρησης με δημοψηφίσματα το 1972 και το 1994.
Μετά το δημοψήφισμα του 1994 η Νορβηγία διατήρησε τη συμμετοχή της στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), που παρέχει στη χώρα πρόσβαση στην εσωτερική αγορά της Ένωσης, με την προϋπόθεση ότι η Νορβηγία εφαρμόζει τα αντίστοιχα νομοθετικά μέτρα της Ένωσης (που ήταν περίπου επτά χιλιάδες το 2010)[126] Διαδοχικές νορβηγικές κυβερνήσεις έχουν ζητήσει μετά το 1994 να συμμετάσχουν σε τομείς της συνεργασίας της ΕΕ που υπερβαίνουν τις διατάξεις της συμφωνίας του ΕΟΧ. Για παράδειγμα δόθηκε συμμετοχή της Νορβηγίας χωρίς δικαίωμα ψήφου στην Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας, τη Συμφωνία Σένγκεν και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Άμυνας, καθώς και σε 19 χωριστά προγράμματα[127].
Η Νορβηγία συμμετείχε στη διατύπωση των Συμφωνιών του Όσλο τη δεκαετία του 1990, μια ανεπιτυχή προσπάθεια επίλυσης της Ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης.
Οι Νορβηγικές ένοπλες δυνάμεις αριθμούν προσωπικό περίπου 25.000, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών υπαλλήλων. Σύμφωνα με τα σχέδια κινητοποίησης του 2009 η πλήρης κινητοποίηση αποδίδει περίπου 83.000 μάχιμο προσωπικό. Η Νορβηγία έχει υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, (που περιλαμβάνει 6-12 μηνών κατάρτιση).[128] Το 2013 η χώρα έγινε η πρώτη στην Ευρώπη και το ΝΑΤΟ που στρατολογεί τόσο γυναίκες όσο και άνδρες. Ωστόσο, λόγω της μικρότερης ανάγκης για στρατιώτες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου που έληξε με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, λίγοι αναγκάζονται να υπηρετήσουν χωρίς κίνητρο.[129] Οι Ένοπλες δυνάμεις υπάγονται στο Νορβηγικό Υπουργείο Άμυνας. Επικεφαλής τους είναι ο Βασιλιάς Χάραλντ Ε΄. Περιλαμβάνουν το Νορβηγικό Στρατό, το Βασιλικό Νορβηγικό Ναυτικό, τη Βασιλική Νορβηγική Αεροπορία, τη Νορβηγική Δύναμη Κυβερνοάμυνας και την Εθνοφρουρά.
Με την εμπειρία της κατάληψής της από τη Γερμανία το 1940 η χώρα ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ) στις 4 Απριλίου 1949. Επί του παρόντος, η Νορβηγία συμμετέχει στη Διεθνή Δύναμη Αρωγής για την Ασφάλεια (ISAF) στο Αφγανιστάν.[130] Επιπλέον έχει συμμετάσχει σε διάφορες αποστολές στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών, του ΝΑΤΟ και της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι Νορβηγοί απολαμβάνουν το δεύτερο υψηλότερο ΑΕΠ κατά κεφαλή μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών (μετά το Λουξεμβούργο) και το έκτο υψηλότερο ανά τον κόσμο. Σήμερα η Νορβηγία κατατάσσεται ως η δεύτερη πλουσιότερη χώρα στον κόσμο ως προς τη νομισματική αξία, με το μεγαλύτερο κεφαλαιακό απόθεμα ανά κάτοικο παγκοσμίως[131]. Σύμφωνα με το World Factbook της CIA η Νορβηγία είναι καθαρός εξωτερικός δανειστής χρέους.[132] Η Νορβηγία διατήρησε την πρώτη θέση στον κόσμο στο Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (ΔΑΑ) του UNDP για έξι συναπτά έτη (2001-2006)[133] και στη συνέχεια επέστρεψε σε αυτή τη θέση από το 2009 έως το 2015.[134] Το βιοτικό επίπεδο στη Νορβηγία είναι μεταξύ των υψηλότερων στον κόσμο. Το περιοδικό Foreign Policy κατατάσσει τη Νορβηγία τελευταία στο Δείκτη Αποτυχημένων Κρατών για το 2009, κρίνοντας τη Νορβηγία ως την πιο λειτουργική και σταθερή χώρα στον κόσμο. Ο ΟΟΣΑ κατατάσσει τη Νορβηγία τέταρτη στον ισοσκελισμένο Δείκτη Καλύτερης Ζωής το 2013 και τρίτο στην ελαστικότητα των εισοδημάτων μεταξύ των γενεών [135] [136]
Η νορβηγική οικονομία είναι ένα παράδειγμα μικτής οικονομίας, ενός ευημερούντος καπιταλιστικού κράτους πρόνοιας και σοσιαλδημοκρατικής χώρας που χαρακτηρίζεται από τον συνδυασμό της ελεύθερης αγοράς με τη μεγάλη κρατική ιδιοκτησία σε ορισμένους βασικούς τομείς. Η δημόσια υγειονομική περίθαλψη στη Νορβηγία είναι δωρεάν (με ετήσια χρέωση περίπου 2000 κορονών για τα άτομα άνω των 16 ετών) και οι γονείς έχουν 46 εβδομάδες αμειβόμενη[137] γονική άδεια. Στα κρατικά έσοδα που προέρχονται από φυσικούς πόρους καταλυτική είναι η συμβολή της παραγωγής πετρελαίου. Η Νορβηγία έχει ποσοστό ανεργίας 4,8%, ενώ το 68% του πληθυσμού ηλικίας 15-74 ετών απασχολείται[138]. Οι άνθρωποι σε ηλικία εργασίας είτε απασχολούνται είτε αναζητούν εργασία[139]. Το 9,5% του πληθυσμού ηλικίας 18-66 ετών λαμβάνει σύνταξη αναπηρίας[140] και το 30% του εργατικού δυναμικού απασχολείται από την κυβέρνηση, το υψηλότερο ποσοστό στον ΟΟΣΑ [141]. Τα ωριαία επίπεδα παραγωγικότητας, καθώς και ο μέσος ωριαίος μισθός στη Νορβηγία, είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο.[142] [143]
Οι εξισωτικές αξίες της νορβηγικής κοινωνίας έχουν διατηρήσει τη διαφορά των μισθών μεταξύ του χαμηλότερα αμειβόμενου εργαζόμενου και των διευθυνόντων συμβούλων των περισσότερων εταιρειών πολύ χαμηλότερα από ότι σε συγκρίσιμες δυτικές οικονομίες[144]. Αυτό είναι επίσης εμφανές στο χαμηλό συντελεστή Τζίνι της Νορβηγίας.
Το κράτος έχει μεγάλα ποσοστά ιδιοκτησίας σε βασικούς βιομηχανικούς τομείς, όπως ο στρατηγικός τομέας του πετρελαίου (Statoil), η παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας (Statkraft), η παραγωγή αλουμινίου (Norsk Hydro), η μεγαλύτερη νορβηγική τράπεζα (DNB) και ο φορέας παροχής τηλεπικοινωνιών (Telenor). Μέσω αυτών των μεγάλων εταιρειών η κυβέρνηση ελέγχει περίπου το 30% των χρηματιστηριακών αξιών στο χρηματιστήριο του Όσλο. Αν συμπεριληφθούν και οι μη εισηγμένες εταιρείες το κράτος έχει ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό ιδιοκτησίας (κυρίως από την άμεση κατοχή αδειών πετρελαίου). Η Νορβηγία είναι μεγάλη ναυτιλιακή χώρα και έχει τον 6ο μεγαλύτερο εμπορικό στόλο στον κόσμο, με 1.412 εμπορικά πλοία.
Με δημοψηφίσματα το 1972 και το 1994 οι Νορβηγοί απέρριψαν προτάσεις για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Ωστόσο η Νορβηγία, μαζί με την Ισλανδία και το Λίχτενσταϊν, συμμετέχει στην ενιαία αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ). Η Συνθήκη για τον ΕΟΧ μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των χωρών της ΕΖΕΣ [144] περιγράφει τις διαδικασίες εφαρμογής των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Νορβηγία και στις άλλες χώρες της ΕΖΕΣ. Η Νορβηγία είναι σε μεγάλο βαθμό μέλος ενσωματωμένο στους περισσότερους τομείς της εσωτερικής αγοράς της ΕΕ. Ορισμένοι τομείς, όπως η γεωργία, το πετρέλαιο και η αλιεία, δεν καλύπτονται εξ ολοκλήρου από τη συνθήκη του ΕΟΧ. Η Νορβηγία έχει επίσης προσχωρήσει στη Συμφωνία Σένγκεν και σε πολλές άλλες διακυβερνητικές συμφωνίες μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.
Η χώρα είναι πλούσια προικισμένη με φυσικούς πόρους, όπως πετρέλαιο, υδροηλεκτρική ενέργεια, αλιεύματα, δάση και ορυκτά. Μεγάλα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου ανακαλύφθηκαν τη δεκαετία του 1960, γεγονός που οδήγησε σε έκρηξη της οικονομίας. Η Νορβηγία έχει αποκτήσει ένα από τα υψηλότερα πρότυπα διαβίωσης στον κόσμο, εν μέρει έχοντας ένα μεγάλο αριθμό φυσικών πόρων σε σύγκριση με το μέγεθος του πληθυσμού. Το 2011 το 28% των κρατικών εσόδων προερχόταν από τη βιομηχανία πετρελαίου [145].
Η Νορβηγία είναι η πρώτη χώρα που απαγόρευσε την κοπή δένδρων (αποδάσωση), προκειμένου να αποφευχθεί η εξαφάνιση των δασών της βροχής. Η χώρα διακήρυξε την πρόθεσή της αυτή στη Διάσκεψη Κορυφής του ΟΗΕ για το κλίμα το 2014, μαζί με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία. Τα προϊόντα που συνδέονται συνήθως με την καταστροφή των δασών, είναι η ξυλεία, η σόγια, το φοινικέλαιο και το βόειο κρέας. Τώρα η Νορβηγία πρέπει να βρει ένα νέο τρόπο προμήθειας αυτών των βασικών προϊόντων χωρίς να ασκεί αρνητική επίδραση στο περιβάλλον της [146].
Η οικονομική ανάπτυξη της χώρας κορυφώθηκε το 2000 με ποσοστό ανάπτυξης 2,7%, σε σχέση με το 0,8% του 1999 και το 1,3% του 2001. Τη χρονιά εκείνη (2000) η κυβέρνηση της χώρας προχώρησε σε μερική ιδιωτικοποίηση της κρατικής εταιρίας πετρελαίου (Στατόιλ) διατηρώντας το 67% των μετοχών της εταιρίας που διαχειρίζεται το Υπουργείο Πετρελαίου και Ενέργειας της χώρας[147]
Ο τομέας του πετρελαίου και του φυσικού αερίου είναι ο σημαντικότερος της νορβηγικής οικονομίας, αφού το 1999 απέφερε το 35% των εξαγωγών. Τη χρονιά εκείνη, μάλιστα, μόνο η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία εξήγαγαν περισσότερο πετρέλαιο. Η χώρα διαθέτει άφθονους και άλλους φυσικούς πόρους όπως δάση και ορυκτά.
Σημαντικό τμήμα του πληθυσμού ασχολείται και με την αλιεία, π.χ. του βακαλάου και σολομού.
Οι κάτοικοι της χώρας έχουν, κατά πολλούς, το υψηλότερο επίπεδο διαβίωσης σε όλο τον κόσμο, σε μεγάλο βαθμό χάρη στο πετρέλαιο. Ωστόσο, ο φυσικός αυτός πόρος πρόκειται να εξαντληθεί σε μερικές δεκαετίες. Προκειμένου να αμβλυνθούν οι συνέπειες του γεγονότος αυτού στο μέλλον, μεγάλα ποσά από τα κέρδη από το πετρέλαιο επενδύονται από κρατικούς φορείς στο εξωτερικό.
Τα έσοδα από εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί στο 50% περίπου των συνολικών εξαγωγών και αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 20% του ΑΕΠ [148]. Η Νορβηγία είναι ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου και ο τρίτος μεγαλύτερος φυσικού αερίου στον κόσμο, αλλά δεν είναι μέλος του ΟΠΕΚ. Το 1995 η νορβηγική κυβέρνηση ίδρυσε το κρατικό επενδυτικό ταμείο («Κρατικό Ταμείο Συντάξεων της Νορβηγίας- Παγκόσμιο»), που χρηματοδοτείται με έσοδα από το πετρέλαιο, συμπεριλαμβανομένων φόρων, μερισμάτων, εσόδων από πωλήσεις και τελών αδειοδότησης. Αυτό είχε σκοπό να μειώσει την υπερθέρμανση της οικονομίας από τα έσοδα από το πετρέλαιο, να ελαχιστοποιήσει την αβεβαιότητα από τη μεταβλητότητα της τιμής του πετρελαίου και να παράσχει ένα μαξιλάρι για να αντισταθμίσει τα έξοδα που σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού.
Η κυβέρνηση ελέγχει τους πόρους της από το πετρέλαιο μέσω ενός συνδυασμού κρατικής ιδιοκτησίας σε μεγάλους διαχειριστές των πετρελαϊκών πεδίων (με περίπου 62% ιδιοκτησία της Statoil το 2007) και της πλήρως κρατικής Petoro, που έχει χρηματιστηριακή αξία περίπου διπλάσια της Statoil, και της SDFI. Τέλος η κυβέρνηση ελέγχει τις άδειες ερευνών και παραγωγής των πεδίων. Το αμοιβαίο κεφάλαιο επενδύει σε αναπτυγμένες χρηματοπιστωτικές αγορές εκτός της Νορβηγίας. Ο δημοσιονομικός κανόνας (Handlingsregelen) είναι να δαπανά ετησίως όχι περισσότερο από το 4% του κεφαλαίου (που θεωρείται ότι είναι η κανονική απόδοση του ταμείου).
Μεταξύ 1966 και 2013 οι νορβηγικές εταιρείες διάνοιξαν 5085 πετρελαϊκές γεωτρήσεις, κυρίως στη Βόρεια Θάλασσα. Από αυτές οι 3672 είναι utviklingsbrønner (παραγωγικές), 1413 letebrønner (ερευνητικές) και 1405 τερματισμένες (avsluttet).[149]
Τα κοιτάσματα πετρελαίου που δεν βρίσκονται ακόμη σε φάση παραγωγής περιλαμβάνουν τα εξής: Το Κεντρικό Ουίστιγκ με υπολογισμένο μεγέθους το 2013 65-156 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου και 0,28 ως 1,13 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα αερίου και το πετρελαιοφόρο πεδίο Κάστμπεργκ (Castberg-Feltet[150]) - με υπολογισμένο μέγεθος 540 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου και 57-198 εκατομμύρια κυβικά μέτρα αερίου[151]. Και τα δύο πετρελαιοφόρα πεδία βρίσκονται στη Θάλασσα του Μπάρεντς.
Η Νορβηγία είναι επίσης ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας ψαριών στον κόσμο (σε αξία μετά την Κίνα).[152] [153] Τα ψάρια από τα ιχθυοτροφεία και τα αλιεύματα αποτελούν το δεύτερο σε αξία μεγαλύτερο προϊόν εξαγωγής (μετά το πετρέλαιο / φυσικό αέριο).[154] [155]
Τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια παράγουν περίπου το 98-99% της ηλεκτρικής ενέργειας της Νορβηγίας, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου.[156]
Η Νορβηγία περιέχει σημαντικούς ορυκτούς πόρους και το 2013 η παραγωγή ορυκτών της εκτιμήθηκε σε 1,5 δισεκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ. Τα πολυτιμότερα ορυκτά είναι το ανθρακικό ασβέστιο (ασβεστόλιθος), η οικοδομική πέτρα, ο νεφελιτικός σιενίτης, ο ολιβίνης, ο σίδηρος, το τιτάνιο και το νικέλιο.[157]
Το 2017 τα ελεγχόμενα από το Κρατικό Ταμείο Συντάξεων κεφάλαια υπερέβησαν σε αξία το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια ΗΠΑ (ίσα με 190.000 δολάρια ΗΠΑ κατά κεφαλήν), "The fund". Norges Bank Investment Management. Retrieved 4 June 2019. 2017 The fund's value reaches 1 trillion dollars[178] που είναι περίπου 178% του τρέχοντος ΑΕΠ της Νορβηγίας. Είναι το μεγαλύτερο κρατικό επενδυτικό ταμείο στον κόσμο.[158] Το ταμείο ελέγχει περίπου το 1,3% όλων των εισηγμένων μετοχών στην Ευρώπη και περισσότερο από το 1% του συνόλου των μετοχών που διαπραγματεύονται στο εξωτερικό στον κόσμο. Η Νορβηγική Κεντρική Τράπεζα διαθέτει γραφεία επενδύσεων στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη και τη Σαγκάη. Οι κανόνες που τέθηκαν σε εφαρμογή το 2007 επιτρέπουν στο ταμείο να επενδύει μέχρι και το 60% του κεφαλαίου σε μετοχές (το πολύ 40% πριν), ενώ το υπόλοιπο μπορεί να τοποθετηθεί σε ομόλογα και ακίνητα. Καθώς οι χρηματιστηριακές αγορές κατέρρευσαν τον Σεπτέμβριο του 2008 το αμοιβαίο κεφάλαιο ήταν σε θέση να αγοράσει περισσότερες μετοχές σε χαμηλές τιμές. Με τον τρόπο αυτό οι ζημίες που προκλήθηκαν από την αναταραχή της αγοράς είχαν ανακτηθεί τον Νοέμβριο του 2009.
Άλλα κράτη με οικονομίες που βασίζονται σε φυσικούς πόρους, όπως η Ρωσία, προσπαθούν να μάθουν από τη Νορβηγία δημιουργώντας παρόμοια κεφάλαια. Οι επενδυτικές επιλογές του νορβηγικού ταμείου διέπονται από ηθικούς κανόνες. Για παράδειγμα το ταμείο δεν επιτρέπεται να επενδύει σε εταιρείες που παράγουν εξαρτήματα για πυρηνικά όπλα. Το εξαιρετικά διαφανές επενδυτικό σχήμα της Νορβηγίας[159] επικροτείται από τη διεθνή κοινότητα[160]. Το μελλοντικό μέγεθος του ταμείου συνδέεται στενά με την τιμή του πετρελαίου και με τις εξελίξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.
Το 2000 η κυβέρνηση πώλησε το ένα τρίτο της κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας Statoil με δημόσια εγγραφή. Την επόμενη χρονιά ο κύριος προμηθευτής τηλεπικοινωνιών Telenor εισήχθη στο χρηματιστήριο του Όσλο. Το κράτος κατέχει επίσης σημαντικά μερίδια της μεγαλύτερης τράπεζας της Νορβηγίας, της DnB NOR και της αεροπορικής εταιρείας SAS. Από το 2000 η οικονομική ανάπτυξη ήταν ταχεία, ωθώντας την ανεργία σε επίπεδα που είχαν να σημειωθούν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 (ανεργία το 2007: 1,3%). Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση επηρέασε πρωτίστως το βιομηχανικό τομέα, αλλά η ανεργία παρέμεινε χαμηλή και ανήλθε στο 3,3% (86.000 άτομα) τον Αύγουστο του 2011. Σε αντίθεση με τη Νορβηγία η Σουηδία είχε σημαντικά υψηλότερους πραγματικούς και προβλεπόμενους αριθμούς ανεργίας ως αποτέλεσμα της ύφεσης. Χιλιάδες κυρίως νέοι Σουηδοί μετανάστευσαν στη Νορβηγία για εργασία κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, κάτι που είναι εύκολο, καθώς οι αγορές εργασίας και τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης επικαλύπτονται στις Σκανδιναβικές χώρες. Το πρώτο τρίμηνο του 2009 το ΑΕΠ της Νορβηγίας ξεπέρασε εκείνο της Σουηδίας για πρώτη φορά στην ιστορία, αν και ο πληθυσμός της είναι το μισό.
Λόγω της μικρής πυκνότητας πληθυσμού, του μακρόστενου σχήματος και της μακράς ακτογραμμής της Νορβηγίας οι δημόσιες συγκοινωνίες της είναι λιγότερο ανεπτυγμένες από ό, τι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, ιδίως έξω από τις μεγάλες πόλεις. Η χώρα έχει μακρά παράδοση στις υδάτινες μεταφορές, αλλά το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών της Νορβηγίας έχει τα τελευταία χρόνια θέσει σε εφαρμογή σιδηροδρομικές, οδικές και εναέριες μεταφορές μέσω πολλών φορέων για την ανάπτυξη των υποδομών της χώρας.[161] Υπό συζήτηση είναι η ανάπτυξη νέου σιδηροδρομικού συστήματος υψηλών ταχυτήτων μεταξύ των μεγαλύτερων πόλεων της χώρας.[162] [163]
Το κύριο σιδηροδρομικό δίκτυο της Νορβηγίας αποτελείται από 4,114 χιλιόμετρα γραμμών κανονικού εύρους, εκ των οποίων 242 χιλιόμετρα είναι διπλή γραμμή και 64 γραμμή υψηλής ταχύτητας, ενώ το 62 τοις εκατό είναι ηλεκτροδοτημένο. Οι σιδηρόδρομοι μετέφεραν το 2008 56.827.000 επιβάτες, με 2.956 εκατομμύρια επιβατοχιλιόμετρα και 24.783.000 τόνους φορτίου και 3.414 εκατομμύρια τονοχιλιόμετρα.[164] Το σύνολο του δικτύου ανήκει στη Νορβηγική Εθνική Διοίκηση Σιδηροδρόμων[165]. Όλες τις εσωτερικές επιβατικές αμαξοστοιχίες, εκτός από το Τρένο Εξπρές του Αεροδρομίου, διαχειρίζεται η Norges Statsbaner (NSB).[166] Αρκετές εταιρείες διαχειρίζονται εμπορευματικές αμαξοστοιχίες.[167] Οι επενδύσεις σε νέες υποδομές και συντήρηση χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό [168] και οι επιδοτήσεις παρέχονται για τις επιχειρήσεις επιβατικών τρένων [169]. Η NSB εκμεταλλεύεται τρένα μακρινών αποστάσεων, περιλαμβανομένων νυχτερινών τρένων, περιφερειακών υπηρεσιών και τεσσάρων συστημάτων προαστιακού σιδηρόδρομου, γύρω από το Όσλο, το Τρόντχαϊμ, το Μπέργκεν και το Σταβάνγκερ[170].
Η Νορβηγία έχει περίπου 92,946 χιλιόμετρα οδικού δικτύου, εκ των οποίων τα 72,033 χιλιόμετρα είναι ασφαλτοστρωμένα και τα 664 χιλιόμετρα αυτοκινητόδρομος.[78] Οι τέσσερις κατηγορίες του οδικού δικτύου είναι εθνικό, περιφερειακό, δημοτικό και ιδιωτικό, με καθ 'οδόν αρίθμηση των εθνικών και πρωτευόντων περιφερειακών δρόμων. Οι σημαντικότερες εθνικές οδοί αποτελούν μέρος του συστήματος Ευρωπαϊκών οδών. Οι δύο σημαντικότερες είναι η Ε 6, που διασχίζει από βορρά προς νότο ολόκληρη τη χώρα και η E39, που ακολουθεί τις δυτικές ακτές. Τους εθνικούς και επαρχιακούς δρόμους διαχειρίζεται η Νορβηγική Διοίκηση Δημόσιων Οδών.[171]
Η Νορβηγία έχει το μεγαλύτερο καταγεγραμμένο απόθεμα ηλεκτρικών οχημάτων ανά κάτοικο [172] [173] [174] Τον Μάρτιο του 2014 η Νορβηγία έγινε η πρώτη χώρα όπου πάνω από 1 στα 100 επιβατικά αυτοκίνητα στους δρόμους να είναι ηλεκτρικά[175]. Το μερίδιο αγοράς των ηλεκτροκίνητων στην αγορά νέων αυτοκινήτων είναι επίσης το υψηλότερο στον κόσμο [176]. Σύμφωνα με μια έκθεση της (νορβηγικής εφημερίδας) Dagens Næringsliv τον Ιούνιο του 2016, η χώρα θα ήθελε να απαγορεύσει όλα τα βενζινοκίνητα και πετρελαιοκίνητα οχήματα ήδη από το 2025.[177] Τον Ιούνιο του 2017 το 42% των νέων αυτοκινήτων που ταξινομήθηκαν ήταν ηλεκτρικά.[178]
Από τα 98 αεροδρόμια της Νορβηγίας Central Intelligence Agency.[179] 52 είναι δημόσια,[180] και 46 τα διαχειρίζεται η κρατική Avinor[181] Επτά αεροδρόμια δέχονται πάνω από ένα εκατομμύριο επιβάτες ετησίως[180]. Συνολικά 41.089.675 επιβάτες πέρασαν από νορβηγικά αεροδρόμια το 2007, εκ των οποίων 13.397.458 ήταν ξένοι Avinor (2008).[182].
Η κεντρική αεροπορική πύλη της Νορβηγίας είναι το αεροδρόμιο του Όσλο, Γκαρντερμόεν.[183] Βρίσκεται περίπου 35 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Όσλο και είναι κόμβος για τις δύο μεγάλες νορβηγικές αεροπορικές εταιρείες:[184] και Norwegian Air Shuttle [185] και για περιφερειακά αεροσκάφη από τη Δυτική Νορβηγία [186] Υπάρχουν αναχωρήσεις για τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και για ορισμένους διηπειρωτικούς προορισμούς.[187] [188] Ένα απευθείας τρένο υψηλής ταχύτητας συνδέεται με τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό του Όσλο κάθε 10 λεπτά με χρόνο 20 λεπτών.
Έτος | Πληθ. | ±% |
---|---|---|
1500 | 140.000 | — |
1665 | 440.000 | +214.3% |
1735 | 616.109 | +40.0% |
1801 | 883.603 | +43.4% |
1855 | 1.490.747 | +68.7% |
1900 | 2.240.032 | +50.3% |
1950 | 3.278.546 | +46.4% |
2000 | 4.478.497 | +36.6% |
2010 | 4.858.199 | +8.5% |
2013 | 5.096.300 | +4.9% |
2060 (εκτίμηση) | 7.032.687 | +38.0% |
Ο πληθυσμός της Νορβηγίας ήταν 5.571.634[2] άτομα τον Ιούνιο του 2024. Οι Νορβηγοί ανήκουν εθνοτικά στους Βόρειους Γερμανικούς λαούς. Από τα τέλη του 20ού αιώνα η Νορβηγία έχει προσελκύσει μετανάστες από τη Νότια και Κεντρική Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, την Αφρική, την Ασία και πέραν αυτών.
Το συνολικό ποσοστό γονιμότητας το 2018 εκτιμήθηκε σε 1,56 παιδιά ανά γυναίκα [189] κάτω από το ποσοστό αντικατάστασης 2,1 και είναι σημαντικά κάτω από το υψηλό των 4,69 παιδιών ανά γυναίκα το 1877.[190] Το 2020 η μέση ηλικία του νορβηγικού πληθυσμού ήταν 40,51 χρόνια.[191]
Το 2012 μια επίσημη μελέτη έδειξε ότι 86% [192] του συνολικού πληθυσμού έχει τουλάχιστον ένα γονέα που γεννήθηκε στη Νορβηγία. Περισσότεροι από 710.000 άτομα (13%) [193] είναι μετανάστες και απόγονοί τους. Υπάρχουν 117.000 παιδιά μεταναστών που γεννήθηκαν στη Νορβηγία.
Από αυτούς τους 710.000 μετανάστες και τους απογόνους τους:
323.000 (39%) [193] έχουν Δυτική προέλευση (Αυστραλία, Βόρεια Αμερική, υπόλοιπη Ευρώπη) 505.000 (61%) [193] έχουν μη Δυτική προέλευση (κυρίως Πακιστάν, Σομαλία, Μαρόκο, Ιράκ και Ιρακινό Κουρδιστάν και Ιράν).
Το 2013, η νορβηγική κυβέρνηση δήλωσε ότι το 14% του νορβηγικού πληθυσμού ήταν μετανάστες ή παιδιά δύο γονέων μεταναστών. Περίπου το 6% του μεταναστευτικού πληθυσμού προέρχεται από την ΕΕ, τη Βόρεια Αμερική και την Αυστραλία και περίπου το 8,1% προέρχεται από την Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική.[194]
Το 2012 από τους συνολικά 660.000 με μεταναστευτική προέλευση, 407.262 είχαν νορβηγική υπηκοότητα (62.2%).[195]
Οι μετανάστες έχουν εγκατασταθεί σε όλους τους δήμους της Νορβηγίας. Οι πόλεις ή δήμοι με το μεγαλύτερο ποσοστό μεταναστών το 2012 ήταν το Όσλο (32%) και το Ντράμεν (27%).[196] Το ποσοστό στο Σταβάνγκερ ήταν 16%.[196] Σύμφωνα με το Reuter, το Όσλο είναι η «ταχύτερα αναπτυσσόμενη πόλη στην Ευρώπη λόγω της αυξημένης μετανάστευσης»[197]. Τα τελευταία χρόνια η μετανάστευση αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης του πληθυσμού της Νορβηγίας. Το 2011 το 16% των νεογέννητων παιδιών προέρχονταν από μετανάστες.
Οι Σαάμι είναι αυτόχθονες στον Άπω Βορρά και κατοικούν παραδοσιακά στα κεντρικά και βόρεια μέρη της Νορβηγίας και της Σουηδίας, καθώς και σε περιοχές της βόρειας Φινλανδίας και στη Ρωσία στη Χερσόνησος Κόλα. Μια άλλη εθνική μειονότητα είναι οι Κβεν, απόγονοι φινλανδοφώνων που μετανάστευσαν στη βόρεια Νορβηγία από τον 18ο μέχρι τον 20ό αιώνα. Από τον 19ο αιώνα μέχρι τη δεκαετία του 1970, η Νορβηγική κυβέρνηση προσπάθησε να αφομοιώσει τόσο τους Σαάμι όσο και τους Κβεν, ενθαρρύνοντάς τους να υιοθετήσουν τη γλώσσα, τον πολιτισμό και τη θρησκεία της πλειοψηφίας[198]. Λόγω αυτής της «διαδικασίας νορβηγοποίησης» πολλές οικογένειες καταγωγής Σαάμι ή Κβεν αυτοπροσδιορίζονται πλέον ως Νορβηγοί [199].
Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 82,6 χρόνια (81,1 χρόνια οι άνδρες και 84,1 οι γυναίκες).[200]
Ιδιαίτερα τον 19ο αιώνα, όταν οι οικονομικές συνθήκες ήταν δύσκολες στη Νορβηγία, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, όπου μπορούσαν να εργαστούν και να αγοράσουν γη σε παραμεθόριες περιοχές. Πολλοί πήγαν στις Μεσοδυτικές και τις Βορειοδυτικές ΗΠΑ. Το 2006, σύμφωνα με το Γραφείο Απογραφών των ΗΠΑ, περίπου 4,7 εκατομμύρια άτομα αυτοπροσδιορίζονταν ως Νορβηγοαμερικανοί,[201] περισσότεροι από τον πληθυσμό των Νορβηγών στην ίδια τη Νορβηγία [202]. Στην Καναδική απογραφή του 2011 452.705 Καναδοί πολίτες αναγνώριζαν ότι έχουν νορβηγική καταγωγή.[203]
Την 1η Ιανουαρίου 2013 ο αριθμός των μεταναστών και των παιδιών και των δύο γονέων μεταναστών που κατοικούσαν στη Νορβηγία ήταν 710.465 ή το 14,1% του συνολικού πληθυσμού [194] από 183.000 το 1992. Η ετήσια μετανάστευση αυξήθηκε από το 2005. Ενώ η μέση ετήσια καθαρή μετανάστευση το 2001 -2005 ήταν 13.613, αυξήθηκε σε 37.541 μεταξύ 2006 και 2010 και το 2011 ανήλθε σε 47.032 [204]. Αυτό οφείλεται κυρίως στην αυξημένη μετανάστευση κατοίκων της ΕΕ, ιδίως από την Πολωνία[205].
Το 2012 η μεταναστευτική κοινότητα (που περιλαμβάνει τους μετανάστες και τα παιδιά που γεννήθηκαν στη Νορβηγία από μετανάστες γονείς) αυξήθηκε κατά 55.300, αριθμό ρεκόρ [194]. Η καθαρή μετανάστευση από το εξωτερικό ανήλθε σε 47.300 (300 υψηλότερα από ό, τι το 2011), ενώ η μετανάστευση αντιπροσώπευε το 72% της αύξησης του πληθυσμού της Νορβηγίας [206]. Το 17% των νεογέννητων παιδιών γεννήθηκε από γονείς μετανάστες.[194] Τα παιδιά Πακιστανών, Σομαλών και Βιετναμέζων γονέων αποτελούσαν τις μεγαλύτερες ομάδες των Νορβηγών που γεννήθηκαν από γονείς μετανάστες.[207]
Οι πληθυσμοί μεταναστών της Συρίας, του Ιράκ και της Σομαλίας έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Μετά τη διεύρυνση της ΕΕ το 2004 ένα κύμα μεταναστών έφτασε από την Κεντρική και τη Βόρεια Ευρώπη, ιδίως από την Πολωνία, τη Σουηδία και τη Λιθουανία. Οι ταχύτερα αυξανόμενες ομάδες μεταναστών το 2011 σε απόλυτους αριθμούς προέρχονταν από την Πολωνία, τη Λιθουανία και τη Σουηδία[209]. Οι πολιτικές μετανάστευσης και ένταξης έχουν αποτελέσει αντικείμενο μεγάλης δημόσιας συζήτησης στη Νορβηγία.
Ο χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας συνέβη πολύ αργότερα στη Νορβηγία από ό,τι στην πλειονότητα της Ευρώπης και δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Το 2012 το Νορβηγικό κοινοβούλιο ψήφισε να παραχωρήσει στην Εκκλησία της Νορβηγίας μεγαλύτερη αυτονομία,[210] απόφαση που επικυρώθηκε με συνταγματική τροπολογία στις 21 Μαΐου 2012.[211]
Μέχρι το 2012 οι κοινοβουλευτικοί αξιωματούχοι έπρεπε να είναι μέλη της Ευαγγελικής-Λουθηρανικής Εκκλησίας της Νορβηγίας και τουλάχιστον οι μισοί υπουργοί της κυβέρνησης να είναι μέλη της κρατικής εκκλησίας. Ως κρατικής εκκλησίας, οι κληρικοί της Εκκλησίας της Νορβηγίας της Νορβηγίας θεωρούντο κρατικοί υπάλληλοι και οι κεντρικές και περιφερειακές εκκλησιαστικές διοικήσεις ήταν μέρος της κρατικής διοίκησης. Τα μέλη της βασιλικής οικογένειας πρέπει να είναι μέλη της Λουθηρανικής Εκκλησίας. Την 1η Ιανουαρίου του 2017 η Νορβηγία έκανε την εκκλησία ανεξάρτητη από το κράτος, διατηρώντας όμως την ιδιότητα της εκκλησίας ως «λαϊκής εκκλησίας»[212] [213]
Οι περισσότεροι Νορβηγοί είναι βαπτισμένοι μέλη της Εκκλησίας της Νορβηγίας, που είναι κρατική εκκλησία της Νορβηγίας από την ίδρυσή της. Τα τελευταία χρόνια η εκκλησία έχει αυξημένη εσωτερική αυτονομία, αλλά διατηρεί τον ιδιαίτερο συνταγματικό της καθεστώς και άλλους ειδικούς δεσμούς με το κράτος και το σύνταγμα απαιτεί από τον βασιλεύοντα μονάρχη να είναι μέλος της και αναφέρει ότι οι αξίες της χώρας βασίζονται στη χριστιανική και ανθρωπιστική της κληρονομιά. Πολλοί παραμένουν στην εκκλησία για να συμμετέχουν στην κοινότητα και σε τελετές όπως το βάπτισμα, ο γάμος και οι κηδείες. Περίπου το 70,6% των Νορβηγών ήταν μέλη της Εκκλησίας της Νορβηγίας το 2017. Το 2017 περίπου το 53,6% των νεογέννητων βαφτίστηκε.[214]
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 μελέτες υπολόγισαν ότι 4,7% - 5,3% των Νορβηγών πήγαιναν σε εκκλησία σε εβδομαδιαία βάση.[215] Ο αριθμός αυτός έχει μειωθεί σε περίπου 2%.[216] [217]
Το 2010 το 10% του πληθυσμού ήταν άθρησκο, ενώ άλλο 9% ήταν μέλη θρησκευτικών κοινοτήτων εκτός της Εκκλησίας της Νορβηγίας[218]. Άλλα χριστιανικά δόγματα ανέρχονται συνολικά στο 4.9%[219] του πληθυσμού, το μεγαλύτερο από τα οποία είναι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, με 83.000 μέλη, σύμφωνα με τις κυβερνητικές στατιστικές του 2009[220] Η Aftenposten (η μεγαλύτερη εφημερίδα της Νορβηγίας) τον Οκτώβριο του 2012 ανέφερε ότι υπήρχαν περίπου 115.234 εγγεγραμμένοι Ρωμαιοκαθολικοί στη Νορβηγία. Ο δημοσιογράφος υπολόγισε ότι ο συνολικός αριθμός των ατόμων με ρωμαιοκαθολική προέλευση μπορεί να είναι 170.000-200.000 ή μεγαλύτερος.[221]
Άλλα δόγματα είναι οι Πεντηκοστιανοί (39.600), η Ευαγγελική Λουθηρανική Ελεύθερη Εκκλησία της Νορβηγίας (19.600), οι Μεθοδιστές (11.000), οι Βαπτιστές (9.900), η Ορθόδοξη Εκκλησία (9.900), η Χριστιανική Εκκλησία Μπρούνσταντ (6.800), οι Αντβεντιστές της Έβδομης Ημέρας (5.100),[222] οι Ασσύριοι και Χαλδαίοι και άλλοι. Οι Σουηδική, Φινλανδική και Ισλανδική Λουθηρανικές εκκλησίες στη Νορβηγία έχουν συνολικά περίπου 27.500 μέλη. Άλλα χριστιανικά δόγματα περιλαμβάνουν λιγότερο από 1% έκαστο, συμπεριλαμβανομένων 4.000 μελών στην Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων ημερών και 12.000 Μαρτύρων του Ιεχωβά[222].
Μεταξύ των μη χριστιανικών θρησκειών το Ισλάμ είναι η μεγαλύτερη, με 166.861 εγγεγραμμένα μέλη (2018) και πιθανώς λιγότερα από 200.000 συνολικά [223]. Το ακολουθούν κυρίως Σομαλοί, Άραβες, Βόσνιοι, Κούρδοι και Τούρκοι μετανάστες, καθώς και Νορβηγοί πακιστανικής καταγωγής.
Άλλες θρησκείες περιλαμβάνουν λιγότερο από 1% έκαστη, συμπεριλαμβανομένων 819 πιστών του Ιουδαϊσμού.[224] Οι Ινδοί μετανάστες εισήγαγαν στη Νορβηγία τον Ινδουισμό, που το 2011 είχε λίγο περισσότερους από 5.900 πιστούς, ή το 1% των μη Λουθηρανών Νορβηγών[224]. Ο Σιχισμός έχει περίπου 3.000 πιστούς, τους περισσότερους στο Όσλο, που έχουν δύο γκουρντβάρα (ναούς). Οι Σιχ ήρθαν αρχικά στη Νορβηγία στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Τα προβλήματα στο Παντζάμπ μετά την Επιχείρηση Μπλε Αστέρι και οι ταραχές που ακολούθησαν κατά των Σιχ στην Ινδία μετά τη δολοφονία της Ίντιρα Γκάντι οδήγησαν σε αύξηση των προσφύγων Σιχ που μετακόμισαν στη Νορβηγία. Το Ντράμεν έχει επίσης μεγάλο πληθυσμό Σιχ. Η μεγαλύτερη γκουρντβάρα στη βόρεια Ευρώπη βρίσκεται στο Ληρ της Νορβηγίας. Υπάρχουν έντεκα βουδιστικές οργανώσεις, που συνιστούν τη Buddhistforbundet (Βουδιστική συνομοσπονδία), με λίγο πάνω από 14.000 μέλη,[224] που αποτελούν το 0,2% του πληθυσμού. Η θρησκεία Μπαχάι έχει λίγο περισσότερους από 1.000 πιστούς.[224] Περίπου 1,7% (84,500) των Νορβηγών ανήκουν στην κοσμική Νορβηγική Ανθρωπιστική Ένωση.
Από το 2006 έως το 2011 οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες θρησκευτικές κοινότητες στη Νορβηγία ήταν η Ορθόδοξη Εκκλησία και η Ανατολίτικη Ορθόδοξη Εκκλησία, που αυξήθηκε κατά 80%. Ωστόσο το μερίδιό τους στο συνολικό πληθυσμό παραμένει μικρό, στο 0,2%. Συνδέεται με την τεράστια μετανάστευση από την Ερυθραία και την Αιθιοπία και, σε μικρότερο βαθμό, από τις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Άλλες ταχέως αναπτυσσόμενες θρησκείες ήταν η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία (78,7%), ο Ινδουισμός (59,6%), το Ισλάμ (48,1%) και ο Βουδισμός (46,7%)[225]
Όπως και σε άλλες Σκανδιναβικές χώρες οι αρχαίοι Νορβηγοί ακολούθησε μια μορφή ιθαγενούς γερμανικού παγανισμού γνωστού ως Σκανδιναβικού παγανισμού. Στα τέλη του 11ου αιώνα, όταν η Νορβηγία είχε εκχριστιανιστεί, απαγορεύτηκε η ιθαγενής Σκανδιναβική θρησκεία και πρακτικές. Τα κατάλοιπα της ιθαγενούς θρησκείας και των δοξασιών της Νορβηγίας επιβιώνουν σήμερα με τη μορφή ονομάτων, τοπωνυμίων, των ημερών της εβδομάδας και άλλων στοιχείων της καθημερινής γλώσσας. Το σύγχρονο ενδιαφέρον για τα παραπάνω έχει οδηγήσει στην αναβίωση των ειδωλολατρικών θρησκευτικών πρακτικών με τη μορφή του Åsatru. Το Νορβηγικό Åsatrufellesskapet Bifrost δημιουργήθηκε το 1996. Το 2011 η αδελφότητα είχε περίπου 300 μέλη. Το Foreningen Forn Sed ιδρύθηκε το 1999 και έχει αναγνωριστεί από τη Νορβηγική κυβέρνηση.
Η μειονότητα των Σαάμι διατηρούσε τη σαμανιστική θρησκεία της μέχρι τον 18ο αιώνα, όταν οι περισσότεροι προσηλυτίστηκαν στον χριστιανισμό υπό την επήρεια των Δανονορβηγών Λουθηρανών ιεραποστόλων. Παρόλο που κάποιοι επιμένουν ότι η «θρησκεία των ιθαγενών Σαάμι είχε εξαλειφθεί αποτελεσματικά»,[226] το Changut Lapps του ανθρωπολόγου Γκούτορμ Γκέσιγκ (1954) υποστηρίζει ότι οι Σαάμι προσηλυτίστηκαν εξωτερικά και σε όλα τα πρακτικά θέματα στον χριστιανισμό, αλλά στο υποσυνείδητο και ασυνείδητο επίπεδο η παλιά φρενίτιδα επέζησε, περισσότερο ή λιγότερο λανθάνουσα, περιμένοντας μόνο τα απαραίτητα ερεθίσματα για να ξεσπάσει ανοιχτά".[227] Σήμερα υπάρχει μια ανανεωμένη εκτίμηση για τον παραδοσιακό τρόπο ζωής των Σαάμι, που έχει οδηγήσει στην αναβίωση της Noaidevuohta[228] (θρησκεία των Βόρειων Σαάμι). Ορισμένες διασημότητες, Νορβηγοί και Σαάμι, λέγεται ότι επισκέπτονται σαμάνους για καθοδήγηση.[229] [230]
Σύμφωνα με δημοσκόπηση του Ευρωβαρομέτρου του 2010 το 22% των Νορβηγών πολιτών απάντησε ότι «πιστεύουν ότι υπάρχει Θεός», το 44% απάντησε ότι «πιστεύουν ότι υπάρχει κάποιο είδος πνεύματος ή ζωτικής δύναμης» και το 29% απάντησε ότι «δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποιο είδος πνεύματος, Θεού ή ζωτικής δύναμης ». Το 5% δεν απάντησε.[231]
Η Νορβηγία έλαβε την πρώτη θέση σύμφωνα με το Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (ΔΑΑ) του ΟΗΕ για το 2013.[232] Τη δεκαετία του 1800, αντιθέτως, η φτώχεια και οι μεταδοτικές ασθένειες κυριαρχούσαν στη Νορβηγία μαζί με τους λιμούς και τις επιδημίες. Από τη δεκαετία του 1900 οι βελτιώσεις στη δημόσια υγεία επήλθαν ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης σε διάφορους τομείς, όπως οι κοινωνικές και συνθήκες διαβίωσης, οι μεταβολές στις ασθένειες και τα ιατρικά κρούσματα, η εγκαθίδρυση του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης και η έμφαση στα θέματα δημόσιας υγείας. Ο εμβολιασμός και οι αυξημένες ευκαιρίες θεραπείας με αντιβιοτικά οδήγησαν σε μεγάλες βελτιώσεις τον νορβηγικό πληθυσμό. Η βελτίωση της υγιεινής και της καλύτερης διατροφής ήταν παράγοντες που συνέβαλαν στη βελτίωση της υγείας.
Το είδος των ασθενειών στη Νορβηγία άλλαξε από τις μεταδοτικές σε μη μεταδοτικές και χρόνιες ασθένειες, όπως καρδιαγγειακές παθήσεις. Ανισότητες και κοινωνικές διαφορές εξακολουθούν να υπάρχουν στη δημόσια υγεία στη Νορβηγία σήμερα [233].
Το 2013 το ποσοστό της βρεφικής θνησιμότητας ήταν 2,5 ανά 1.000 γεννήσεις μεταξύ παιδιών ηλικίας κάτω του ενός έτους. Για τα κορίτσια ήταν 2,7 και για τα αγόρια 2,3, που είναι το χαμηλότερο ποσοστό παιδικής θνησιμότητας για αγόρια που καταγράφηκε ποτέ στη Νορβηγία [234].
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση στη Νορβηγία προσφέρεται από μια σειρά επτά πανεπιστημίων, πέντε εξειδικευμένα κολέγια, 25 πανεπιστημιακά κολέγια καθώς και μια σειρά από ιδιωτικά κολέγια. Η εκπαίδευση ακολουθεί τo Sx;hma της Μπολόνια που περιλαμβάνει τις βαθμίδες πτυχίο (3 έτη), μάστερ (2 έτη) και διδακτορικό (3 έτη).[235] Η εισαγωγή μετά την ολοκλήρωση του λυκείου με διαγωνισμό γενικών σπουδών.
Η δημόσια εκπαίδευση είναι ουσιαστικά ελεύθερη, ανεξάρτητα από την εθνικότητα[235]. Το ακαδημαϊκό έτος έχει δύο εξάμηνα, από τον Αύγουστο μέχρι τον Δεκέμβριο και από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούνιο. Η τελική ευθύνη για την εκπαίδευση ανήκει στο Νορβηγικό Υπουργείο Παιδείας και Έρευνας.
Η Νορβηγική και η Σααμική είναι οι δύο επίσημες γλώσσες της Νορβηγίας[236] [237] [238]
Η Βορειογερμανική Νορβηγική γλώσσα έχει δύο επίσημες γραπτές μορφές, την Μποκμάλ και τη Νινόρσκ. Και οι δύο χρησιμοποιούνται στη δημόσια διοίκηση, στα σχολεία, στις εκκλησίες και στα ΜΜΕ. Η Μποκμάλ είναι η γραπτή γλώσσα που χρησιμοποιείται από τη μεγάλη πλειοψηφία, περίπου 80-85%. Περίπου το 95% του πληθυσμού μιλούν νορβηγικά ως την πρώτη ή τη μητρική τους γλώσσα, παρόλο που πολλοί μιλούν διαλέκτους που μπορεί να διαφέρουν σημαντικά από τις γραπτές γλώσσες. Όλες οι νορβηγικές διαλέκτους είναι αμοιβαία κατανοητές, παρόλο που οι ακροατές με περιορισμένη έκθεση σε άλλες διαλέκτους εκτός από τις δικές τους μπορεί να δυσκολεύονται να κατανοήσουν ορισμένες φράσεις και προφορές σε ορισμένες άλλες διαλέκτους.
Πολλές Ουραλικές Σααμικές γλώσσες μιλιούνται και γράφονται σε ολόκληρη τη χώρα, ιδιαίτερα στον βορρά, από μερικά μέλη του λαού των Σάμι. (Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι περίπου το ένα τρίτο των Νορβηγών Σάμι μιλά μια Σααμική γλώσσα).[239]) Οι ομιλητές τους έχουν το δικαίωμα να εκπαιδεύονται και να λαμβάνουν επικοινωνία από την κυβέρνηση στη γλώσσα τους σε μια ειδική forvaltningsområde (διοικητική περιοχή) για τις Σααμικές γλώσσες.[240] [241] Η μειονότητα των Κβεν μιλούσε στο παρελθόν την Ουραλική ομώνυμη γλώσσα (θεωρείται ξεχωριστή γλώσσα στη Νορβηγία, αλλά γενικά ως φινλανδική διάλεκτος στη Φινλανδία). Σήμερα η πλειοψηφία των Κβεν έχει μικρή ή και καθόλου γνώση της γλώσσας. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Κβεν "Ο τυπικός σύγχρονος Κβεν είναι ένας νορβηγόφωνος Νορβηγός που γνωρίζει τη γενεαλογία του." [242] Καθώς η Νορβηγία έχει επικυρώσει τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Περιφερειακών ή Μειονοτικών Γλωσσών (ECRML), η γλώσσα Κβεν μαζί με τη γλώσσα των Ρομά και τη Σκανδορομανική έχουν γίνει επίσημα αναγνωρισμένες μειονοτικές γλώσσες.[243] [244]
Ορισμένοι έχουν υποστηρίξει επίσης να γίνει επίσημη γλώσσα της χώρας η Νοηματική Νορβηγική Γλώσσα.[245] [246]
Τον 19ο και τον 20ό αιώνα η νορβηγική γλώσσα έγινε αντικείμενο έντονων πολιτικών και πολιτιστικών αντιπαραθέσεων. Αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη της Νινόρσκ τον 19ο αιώνα και στη δημιουργία εναλλακτικών προτύπων ορθογραφίας τον 20ό αιώνα.
Τα Νορβηγικά είναι παρόμοια με τις άλλες γλώσσες της Σκανδιναβίας: τη Σουηδική και τη Δανική. Και οι τρεις γλώσσες είναι σε κάποιο βαθμό αμοιβαία κατανοητές και μπορούν να χρησιμοποιηθούν και συνήθως χρησιμοποιούνται στην επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων των σκανδιναβικών χωρών. Ως αποτέλεσμα της συνεργασίας στο πλαίσιο του Συμβουλίου των Βόρειων Χωρών, οι κάτοικοι όλων των Βόρειων Χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ισλανδίας και της Φινλανδίας, έχουν το δικαίωμα να επικοινωνούν με τις νορβηγικές αρχές στη γλώσσα τους.
Οι μαθητές που είναι παιδιά μεταναστών ενθαρρύνονται να μάθουν τη νορβηγική γλώσσα. Η νορβηγική κυβέρνηση προσφέρει μαθήματα γλωσσικής διδασκαλίας για μετανάστες που επιθυμούν να αποκτήσουν τη νορβηγική υπηκοότητα. Λόγω της αυξανόμενης ανησυχίας σχετικά με την αφομοίωση των μεταναστών, από την 1η Σεπτεμβρίου του 2008 η κυβέρνηση ζήτησε από κάθε αιτούντα της νορβηγικής υπηκοότητας να αποδείξει την επάρκεια είτε στη νορβηγική γλώσσα είτε σε μία από τις Σααμικές γλώσσες ή να αποδείξει ότι έχει παρακολουθήσει μαθήματα στα νορβηγικά για 300 ώρες, ή να πληρεί τις γλωσσικές απαιτήσεις για πανεπιστημιακές σπουδές στη Νορβηγία (δηλαδή τη γνώση μίας από τις σκανδιναβικές γλώσσες).
Η κύρια ξένη γλώσσα που διδάσκεται στα νορβηγικά σχολεία είναι η αγγλική, που θεωρείται διεθνής γλώσσα από την εποχή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πλειοψηφία του πληθυσμού μιλάει καλά τα αγγλικά, ειδικά εκείνοι που γεννήθηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα γερμανικά, τα γαλλικά και τα ισπανικά διδάσκονται επίσης ως δεύτερη ή, συνηθέστερα, τρίτη γλώσσα. Ρωσικά, Ιαπωνικά, Ιταλικά, Λατινικά και σπανίως Κινέζικα διδάσκονται σε ορισμένα σχολεία, κυρίως στις πόλεις. Παραδοσιακά τα αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά θεωρούνται οι κύριες ξένες γλώσσες στη Νορβηγία. Αυτές οι γλώσσες, για παράδειγμα, χρησιμοποιήθηκαν στα νορβηγικά διαβατήρια μέχρι τη δεκαετία του 1990 και οι φοιτητές έχουν γενικά δικαίωμα να χρησιμοποιούν αυτές τις γλώσσες κατά την υποβολή των διατριβών τους.
Η νορβηγική αγροτική κουλτούρα εξακολουθεί να παίζει ρόλο στον σύγχρονο νορβηγικό πολιτισμό. Τον 19ο αιώνα ενέπνευσε ένα ισχυρό ρομαντικό εθνικιστικό κίνημα, που εξακολουθεί να είναι ορατό στη νορβηγική γλώσσα και τα μέσα ενημέρωσης. Η νορβηγική κουλτούρα άνθισε με εθνικιστικές προσπάθειες για την επίτευξη μιας ανεξάρτητης ταυτότητας στους τομείς της λογοτεχνίας, της τέχνης και της μουσικής. Αυτό συνεχίζεται σήμερα στις παραστατικές τέχνες και ως αποτέλεσμα της κρατικής υποστήριξης για εκθέσεις, πολιτιστικά προγράμματα και έργα τέχνης[247].
Η Νορβηγία θεωρείται προοδευτική χώρα, που έχει υιοθετήσει νομοθεσία και πολιτικές για την υποστήριξη των δικαιωμάτων των γυναικών, των μειονοτήτων και των ΛΟΑΤ. Ήδη από το 1884 171 ηγετικές προσωπικότητες, μεταξύ των οποίων πέντε Πρωθυπουργοί του Φιλελεύθερου και του Συντηρητικού Κόμματος, ίδρυσαν τη Νορβηγική Ένωση για τα Δικαιώματα της Γυναίκας[248]. Αγωνίστηκαν επιτυχώς για το δικαίωμα των γυναικών στην εκπαίδευση, τη γυναικεία ψήφο, το δικαίωμα στην εργασία και άλλες πολιτικές για την ισότητα των φύλων. Από τη δεκαετία του 1970 η ισότητα των φύλων ανέβηκε επίσης στην πολιτική του κράτους, με τη δημιουργία ενός δημόσιου φορέα για την προώθηση της ισότητας των φύλων, που εξελίχθηκε στον Συνήγορο της Ισότητας και κατά των Διακρίσεων των Φύλων. Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο και οι οργανώσεις για τα δικαιώματα των γυναικών οργανώνονται σήμερα στο Λόμπυ των Νορβηγίδων Γυναικών.
Το 1990 το νορβηγικό σύνταγμα τροποποιήθηκε για να παράσχει απόλυτη πρωτοτοκία στον νορβηγικό θρόνο, πράγμα που σημαίνει ότι το μεγαλύτερο παιδί, ανεξαρτήτως φύλου, έχει προτεραιότητα στη σειρά διαδοχής. Δεδομένου ότι δεν ήταν αναδρομική, ο σημερινός διάδοχος του θρόνου είναι ο μεγαλύτερος γιος του βασιλιά, αντί του μεγαλύτερου παιδιού του. Το άρθρο 6 του Νορβηγικού Συντάγματος ορίζει ότι "Για όσους έχουν γεννηθεί πριν από το έτος 1990, θα πρέπει ... να έχει προτεραιότητα ένας άντρας έναντι μιας γυναίκας"[249].
Οι Σαάμι έχουν επί αιώνες γίνει αντικείμενο διακρίσεων και καταχρήσεων από τις κυρίαρχες κουλτούρες στη Σκανδιναβία και τη Ρωσία, τις χώρες που διεκδικούν την κατοχή των εδαφών τους[250]. Οι Σαάμι δεν ήταν ποτέ μια ενιαία κοινότητα σε μια ενιαία περιοχή της Λαπωνίας.[251] Η Νορβηγία έχει επικριθεί σε μεγάλο βαθμό από τη διεθνή κοινότητα για την πολιτική εκνορβηγισμού και διακρίσεων εις βάρος του ιθαγενούς πληθυσμού της χώρας[252]. Παρόλα αυτά η Νορβηγία ήταν, το 1990, η πρώτη χώρα που αναγνώρισε τη Σύμβαση 169 της ΔΟΕ για τους αυτόχθονες πληθυσμούς, που συνέστησε ο ΟΗΕ.
Όσον αφορά τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ η Νορβηγία ήταν η πρώτη χώρα στον κόσμο που θέσπισε νόμο κατά των διακρίσεων για την προστασία των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων και των λεσβιών. Το 1993 η Νορβηγία έγινε η δεύτερη χώρα που νομιμοποίησε το σύμφωνο συμβίωσης για τα ζευγάρια του ιδίου φύλου και την 1η Ιανουαρίου 2009 έγινε η έκτη χώρα που χορήγησε πλήρη ισότητα γάμου στα ζευγάρια του ιδίου φύλου. Ως υποστηρικτής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων η Νορβηγία διοργάνωσε το ετήσιο συνέδριο Φόρουμ Ελευθερίας του Όσλο, μια συνάντηση που περιγράφει ο Economist ως "καθ' οδόν να γίνει το ισοδύναμο για τα ανθρώπινα δικαιώματα του Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός".
Ο νορβηγικός κινηματογράφος έχει λάβει διεθνή αναγνώριση. Η ταινία ντοκιμαντέρ Κον - Τίκι (1950) κέρδισε ένα Βραβείο Όσκαρ. Το 1959 η Εννέα Ζωές του Αρνε Σκούεν ήταν υποψήφια, χωρίς να να κερδίσει. Μια άλλη αξιοσημείωτη ταινία είναι το Πίντσκλιφ Γκραν Πρι, ταινία κινούμενων σχεδίων μεγάλου μήκους που σκηνοθέτησε ο Ιβο Καπρίνο. Η ταινία κυκλοφόρησε το 1975 και βασίζεται σε χαρακτήρες του Νορβηγού γελοιογράφου Kίελ Αουκρουστ. Είναι η πιο ευρέως διαδεδομένη νορβηγική ταινία όλων των εποχών.
Ο Ανιχνευτής του Νιλς Γκάουπ (1987), η ιστορία των Σαάμι, ήταν υποψήφια για Όσκαρ. Η Άλλη Πλευρά της Κυριακής του Μπέριτ Νεσάιμ ήταν υποψήφια για Όσκαρ το 1997.
Από τη δεκαετία του 1990 η βιομηχανία του κινηματογράφου έχει αναπτυχθεί, παράγοντας ως και 20 ταινίες μεγάλου μήκους κάθε χρόνο. Ιδιαίτερες επιτυχίες ήταν η Κρίστιν Λαβρανσντάτερ, βασισμένη σε μυθιστόρημα ενός νομπελίστα και ο Τηλεγραφητής. Ο Κνουτ Ερικ Γένσεν Knut Erik Jensen ήταν από τους πιο επιτυχημένους νέους σκηνοθέτες, μαζί με τον Ερικ Σκιόλντμεργκ, γνωστό για την Ινσόμνια[253].
Η χώρα έχει επίσης χρησιμοποιηθεί ως κινηματογραφικό σκηνικό για αρκετές χολυγουντιανές και άλλες διεθνείς παραγωγές, όπως Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται (1980), για την οποία οι παραγωγοί χρησιμοποίησαν τον παγετώνα Χαρντανγκεργεκούλεν ως κινηματογραφικό σκηνικό για σκηνές στον παγωμένο πλανήτη Χοθ, που περιλάμβαναν μια μνημειώδη μάχη στο χιόνι. Οι ταινίες Η Επόμενη Μέρα, Η Χρυσή Πυξίδα, Κατάσκοποι σαν Εμάς και Οι Ήρωες του Tέλεμαρκ καθώς και οι τηλεοπτικές σειρές Λιλυχάμερ και Βίκιγκς είχαν επίσης σκηνές στη Νορβηγία [254].
Η κλασσική μουσική των ρομαντικών συνθετών Έντβαρντ Γκρηγκ, Ρίκαρντ Νόρντραακ και Γιόχαν Σβέντσεν είναι διεθνώς γνωστή, όπως και η σύγχρονη μουσική του Αρνε Νορντχάιμ. Οι κλασσικοί ερμηνευτές της Νορβηγίας περιλαμβάνουν το Λέιφ Οβε Αντσνες, έναν από τους πιο διάσημους πιανίστες του κόσμου, τον Τρουλς Μερκ, εξαιρετικό βιολιστή και τη μεγάλη δραματική σοπράνο Κίρστεν Φλάγκσταντ.
Το νορβηγικό black metal, μια μορφή ροκ μουσικής της Νορβηγίας, έχει επηρεάσει την παγκόσμια μουσική από τα τέλη του 20ου αιώνα. Από τη δεκαετία του 1990 η νορβηγική εκδοχή του black metal, μια lo-fi, σκοτεινή και ακατέργαστη μορφή του, έχει αναπτυχθεί από συγκροτήματα όπως τα Emperor, Darkthrone, Gorgoroth, Mayhem, Burzum και Immortal. Νεότερα συγκροτήματα όπως τα Enslaved, Kvelertak, Dimmu Borgir και Satyricon έχουν εξελίξει το είδος μέχρι σήμερα, ενώ ακόμα συγκεντρώνουν οπαδούς παγκοσμίως. Αμφιλεγόμενα γεγονότα συνδεόμενα με το κίνημα black metal στις αρχές της δεκαετίας του 1990 περιλάμβαναν αρκετούς εμπρησμούς εκκλησιών και δύο εξέχουσες περιπτώσεις δολοφονίας.
Η τζαζ σκηνή στη Νορβηγία ακμάζει. Οι Γιαν Γκάρμνπαρεκ, Τέργε Ρύπνταλ, Μαρί Μπόινε, Αριλντ Άντερσεν και Μπούγκε Βέσελτοφτ είναι αναγνωρισμένοι διεθνώς, ενώ οι Παλ Νίλσεν-Λόβε, Supersilent, Jaga Jazzist και Wibutee γίνονται καλλιτέχνες παγκόσμιας κλάσης της νέας γενιάς[255]
Η Νορβηγία έχει μεγάλη παράδοση παραδοσιακής μουσικής, που παραμένει δημοφιλής μέχρι σήμερα.[256] Μεταξύ των σημαντικότερων μουσικών της είναι οι οργανοπαίκτες Αντρέα Εεν, Ολαβ Γέργκεν Χέγκε και Ανμπγεργκ Λίεν και οι τραγουδιστές Αγκνες Μπούεν Γκάρνος, Κίρστεν Μπρότεν Μπεργκ και Οντ Νόρντστογκα.
Άλλα διεθνώς αναγνωρισμένα συγκροτήματα είναι τα A-ha, Röyksopp και Ylvis[257] Οι A-ha αρχικά απέκτησαν αρχικά παγκόσμια φήμη στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Τις δεκαετίες του 1990 και του 2000 η ομάδα διατήρησε τη δημοτικότητά της στην εγχώρια αγορά και παρέμεινε επιτυχημένη εκτός της Νορβηγίας, ειδικά στη Γερμανία, την Ελβετία, τη Γαλλία και τη Βραζιλία.
Μερικές από τις πιο αξιοσημείωτες γυναίκες σόλο καλλιτέχνιδες από τη Νορβηγία είναι οι Σούσανε Σούντφερ, Αστριντ S, Αντελεν, Γιούλι Μπέργκαν, Μαρία Μένα, Tόνε Ντάμλι, Μάργκαρετ Μπέργκερ, Λένε Μάρλιν, Κρίστελ Αλσος, Μαρία Αρέντοντο, Mάριον Ράβεν και Mάριτ Λάρσεν, και οι δύο πρώην μέλη του διαλυθέντος ποπ-ροκ συγκροτήματος M2M, η Λένε Νύστρεμ, τραγουδίστρια του δανικού Eurodance συγκροτήματος Aqua και η τραγουδίστρια Άνι-Φριντ Λίνγκσταντ του σουηδικού συγκροτήματος ABBA.
Τα τελευταία χρόνια διάφοροι Νορβηγοί τραγουδοποιοί και μουσικοί παραγωγοί έχουν συμβάλει στη μουσική άλλων διεθνών καλλιτεχνών. Οι Νορβηγοί μουσικοί παραγωγοί Stargate έχουν παραγάγει τραγούδια μεταξύ άλλων για τις Ριάννα, Μπιγιονσέ, Σακίρα και Τζένιφερ Λόπεζ και το Λίονελ Ρίτσι. Ο Εσπεν Λιντ έχει γράψει και παραγάγει τραγούδια μεταξύ άλλων για την Μπιγιονσέ, το Λίονελ Ρίτσι και τη Λεόνα Λιούις. Η Λένε Μάρλιν έχει γράψει τραγούδια για τη Ριάννα και τους Lovebugs. Η Ινα Βρόλντσεν έχει γράψει τραγούδια μεταξύ άλλων για καλλιτέχνες όπως οι Ντέμι Λοβάτο, Σακίρα, η Ιννα, η Σόφι Ελις-Μπέξτορ, οι One Direction και οι Saturdays.
Η Νορβηγία έχει πολλά φεστιβάλ μουσικής όλο τον χρόνο, σε όλη τη χώρα. Φιλοξενεί ένα από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ εξτρίμ σπορ στον κόσμο με μουσική, το Ekstremsportveko-φεστιβάλ που πραγματοποιείται ετησίως στο Βος. Το Όσλο φιλοξενεί πολλά φεστιβάλ, όπως το Øyafestivalen και το by:Larm. Το Όσλο είχε μια παρέλαση τα καλοκαίρια παρόμοια με το γερμανικό Love Parade. Το 1992 η πόλη του Όσλο θέλησε να υιοθετήσει το γαλλικό μουσικό φεστιβάλ Fête de la Musique με οργανωτή το Φρέντρικ Καρλ Στέρμερ. Ακόμη και κατά το πρώτο έτος του το "Musikkens Dag" συγκέντρωσε χιλιάδες ανθρώπους και καλλιτέχνες στους δρόμους του Όσλο. Το "Musikkens Dag" έχει πλέον μετονομαστεί Musikkfest Oslo.
Η ιστορία της νορβηγικής λογοτεχνίας ξεκινά με την παγανιστική Ποιητική Έντα και τους σκαλδικούς στίχους του 9ου και του 10ου αιώνα, με ποιητές όπως ο Μπράγκι Μπόντασον και ο Εϊβίντρ Σκαλντασπίλιρ. Η έλευση του Χριστιανισμού γύρω στο έτος 1000 έφερε τη Νορβηγία σε επαφή με την ευρωπαϊκή μεσαιωνική γνώση, αγιολογία και ιστορία. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μητρική προφορική παράδοση και την ισλανδική επιρροή, επηρέασε τη λογοτεχνία που γράφτηκε στα τέλη του 12ου και στις αρχές του 13ου αιώνα. Στα μεγάλα έργα της περιόδου αυτής περιλαμβάνονται τα Historia Norwegiæ, Þiðrekssaga και Konungs skuggsjá.
Μικρή ποσότητα νορβηγικής λογοτεχνίας παρήχθη την περίοδο της Σκανδιναβικής Ένωσης και της Δανονορβηγικής Ένωσης που ακολούθησε (1387-1814), με κάποιες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις όπως ο Πέτερ Ντας και ο Λούντβιχ Χόλμπεργκ. Στο έργο του Πέερ Γκυντ ο Ίψεν χαρακτήρισε την περίοδο αυτή ως "Τετρακόσια χρόνια σκοτάδι / αγωνίας της φυλής των πιθήκων". Η πρώτη γραμμή αυτού του κουπλέ αναφέρεται συχνά. Κατά τη διάρκεια της ένωσης με τη Δανία η κυβέρνηση επέβαλε ως γραπτή γλώσσα μόνο τη δανική, γεγονός που περιόρισε τη γραφή νορβηγικής λογοτεχνίας.
Δύο σημαντικά γεγονότα προκάλεσαν μια μεγάλη αναζωπύρωση της νορβηγικής λογοτεχνίας: το 1811 ιδρύθηκε ένα νορβηγικό πανεπιστήμιο στη Χριστιανία. Δεύτερον, οι Νορβηγοί δημιούργησαν το πρώτο σύνταγμά τους το 1814, κυριευμένοι από το επαναστατικό πνεύμα που ακολούθησε μετά την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση. Εμπνεύσθηκαν ρωμαλέοι συγγραφείς, που αναγνωρίστηκαν πρώτα στη Σκανδιναβία και στη συνέχεια παγκοσμίως, μεταξύ των οποίων ήταν ο Χένρικ Βέργκελαντ, ο Πέτερ Κρίστεν Ασμπγερνσεν, ο Γέργκεν Μόε και η Καμίλα Κολέτ.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, στη χρυσή εποχή της νορβηγικής λογοτεχνίας, εμφανίσθηκαν οι λεγόμενοι «Μεγάλοι Τέσσερις»: ο Ερρίκος Ίψεν, ο Μπιέρνστιερνε Μπιέρνσον, ο Αλεξάντερ Κέλαντ και ο Γιόνας Λη. Τα «αγροτικά μυθιστορήματα» του Μπιέρνσον, όπως το Ein glad gut (Ενας Χαρούμενος Τύπος) και το Synnøve Solbakken, είναι χαρακτηριστικά του νορβηγικού ρομαντικού εθνικισμού της εποχής. Τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα του Kέλαντ είναι ως επί το πλείστον νατουραλιστικά. Αν και με σημαντική συνεισφορά στον πρώιμο ρομαντικό εθνικισμό (ειδικά με τον Πέερ Γκυντ), ο Ερρίκος Ίψεν είναι γνωστός για τα πρωτοποριακά ρεαλιστικά του δράματα, όπως Η Αγριόπαπια και Το Κουκλόσπιτο, που προκάλεσαν θόρυβο εξαιτίας της ειλικρινούς απεικόνισης των μεσαίων τάξεων, γεμάτων με απιστίες, δυστυχισμένους γάμους και διεφθαρμένους επιχειρηματίες.
Τον 20ο αιώνα τρεις Νορβηγοί μυθιστοριογράφοι τιμήθηκαν με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας: ο Μπιέρνστιερνε Μπιέρνσον το 1903, ο Κνουτ Χάμσουν για το βιβλίο Markens grøde (Ευλογία της Γης) το 1920 και η Σίγκριντ Ούντσετ (γνωστή για το Kristinlavransdatter) το 1928. Σημαντική συμβολή είχαν επίσης συγγραφείς όπως οι ακόλουθοι: Νταγκ Σόλσταντ, Γιον Φόσε, Κόρα Σάντελ, Ολαβ Ντουν, Ολαβ Χ. Χάουγκε, Γκούνβορ Χόφμο, Στέιν Μέρεν, Κελ Ασκιλντσεν, Χανς Χερμπγιόνσρουντ, Αξελ Σαντεμόσε, Μπέργκλγιοτ Χόμπεκ Χαφ, Γιοστέιν Γκάαρντερ, Ερικ Φόσνες Χάνσεν, Γενς Μπγέρνεμποε, Κγιάρνταν Φλέγκσταντ, Λαρς Σάμπιε Κρίστενσεν, Γιόχαν Μπόργκεν, Χέρμπγεργκ Βάσμο, Γιαν Ερικ Βολντ, Ρολφ Γιάκομπσεν, Ούλαφ Μπουλλ, Γιαν Κγέρσταντ, Γκέοργκ Γιοχάνεσεν, Τάργεϊ Βέσαας, Σίγκουρντ Χόελ, Αρνουλφ Εβελαντ, Καρλ Οβε Κνάουσγκορντ και Γιόχαν Φάλκμπεργκετ.
Διεθνώς αναγνωρισμένοι Νορβηγοί επιστήμονες είναι μεταξύ άλλων οι μαθηματικοί Νιλς Χένρικ Άμπελ, Σόφους Λη και Ατλε Σέλμπεργκ, ο φυσικοχημικός Λαρς Ονσάγκερ, ο φυσικός Ιβαρ Γέβερ, οι χημικοί Οντ Χάσελ, Πέτερ Βάαγκε και Κάτο Μαξιμίλιαν Γκούλντμπεργκ.
Τον 20ο αιώνα οι Νορβηγοί ακαδημαϊκοί έχουν πρωτοπορήσει σε πολλές κοινωνικές επιστήμες, όπως η εγκληματολογία, η κοινωνιολογία και οι σπουδές για την ειρήνη και τις συγκρούσεις. Οι διάσημοι ακαδημαϊκοί περιλαμβάνουν τον Άρνε Νες, φιλόσοφο και ιδρυτή της βαθιάς οικολογίας, το Γιόχαν Γκάλτουνγκ, ιδρυτή των σπουδών για την ειρήνη, τους Νιλς Κρίστι και Τόμας Ματίεσεν, εγκληματολόγους, το Φρέντερικ Μπαρτ, κοινωνικό ανθρωπολόγο, το Βίλχελμ Αουμπερτ, τη Χάριετ Χόλτερ και τον Ερικ Γκρένσετ, κοινωνιολόγους, την Τόβε Στανγκ Νταλ, πρωτοπόρο της νομοθεσίας για τις γυναίκες, το Στέιν Ρόκαν, πολιτικό επιστήμονα και τους οικονομολόγους Ράγκναρ Φρις, Τρύγκβε Χαβέλμο και Φιν E. Kύντλαντ.
Το 2014 οι δύο Νορβηγοί επιστήμονες Μάι-Μπριτ Μόσερ και Εντβαρντ Μόσερ κέρδισαν το Βραβείο Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής μαζί με το Τζον Ο'Κήφη. Κέρδισαν το βραβείο για την πρωτοποριακή δουλειά τους, εντοπίζοντας τα κύτταρα που αποτελούν ένα σύστημα εντοπισμού θέσης στον ανθρώπινο εγκέφαλο, το «ενσωματωμένο GPS» μας.[258]
Με εκτεταμένα δάση η Νορβηγία έχει μακρά παράδοση οικοδόμησης με ξύλο. Πολλά από τα πιο ενδιαφέροντα νέα κτίρια σήμερα είναι φτιαγμένα από ξύλο, αντανακλώντας την ισχυρή έλξη που εξακολουθεί να έχει αυτό το υλικό για τους Νορβηνούς σχεδιαστές και κατασκευαστές.[259]
Με τον προσηλυτισμό της Νορβηγίας στον Χριστιανισμό πριν από περίπου 1.000 χρόνια άρχισαν να κατασκευάζονται εκκλησίες. Η αρχιτεκτονική της πέτρας εισήχθη από την Ευρώπη για τις πιο σημαντικές κατασκευές, ξεκινώντας από την κατασκευή του Καθεδρικού Ναού Νίνταρος στο Τρόντχαϊμ. Κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα κατασκευάστηκαν ξύλινες εκκλησίες σε ολόκληρη τη Νορβηγία. Μερικές από αυτές έχουν επιβιώσει και αντιπροσωπεύουν την ασυνήθιστη συμβολή της Νορβηγίας στην ιστορία της αρχιτεκτονικής. Ένα ωραίο παράδειγμα, η Ξύλινη Εκκλησία Ούρνες στο εσωτερικό του Σόγκνεφιορδ, βρίσκεται στη Λίστα Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. Ένα άλλο αξιοσημείωτο παράδειγμα ξύλινης αρχιτεκτονικής είναι τα κτίρια στην Αποβάθρα Μπρύγκεν στο Μπέργκεν, επίσης στον κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, που αποτελείται από μια σειρά από ψηλές, στενές ξύλινες κατασκευές κατά μήκος της προβλήτας.
Τον 17ο αιώνα, υπό τη Δανική μοναρχία, δημιουργήθηκαν πόλεις και χωριά όπως το Κόνγκσμπεργκ και το Ρέρος. Η πόλη Κόνγκσμπεργκ είχε μια εκκλησία σε στιλ μπαρόκ. Παραδοσιακά ξύλινα κτίρια που κατασκευάστηκαν στο Ρέρος έχουν επιβιώσει.
Μετά τη διάλυση της ένωσης της Νορβηγίας με τη Δανία το 1814, το Όσλο έγινε πρωτεύουσα. Ο αρχιτέκτονας Κρίστιαν Χ. Γκρος σχεδίασε τα παλαιότερα τμήματα του Πανεπιστημίου και του Χρηματιστηρίου του Όσλο και πολλά άλλα κτίρια και εκκλησίες που οικοδομήθηκαν σε αυτή την πρώιμη εθνική περίοδο.
Στις αρχές του 20ου αιώνα η πόλη Ώλεσουντ ανοικοδομήθηκε σε ρυθμό Αρ Νουβό, επηρεασμένο από το στυλ της Γαλλίας. Η δεκαετία του 1930, όταν κυριαρχούσε ο λειτουργισμός, υπήρξε σημαντική περίοδος για τη νορβηγική αρχιτεκτονική. Μόνο από τα τέλη του 20ου αιώνα οι Νορβηγοί αρχιτέκτονες έχουν αποκτήσει διεθνή αναγνώριση. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά σύγχρονα κτήρια στη Νορβηγία είναι το Κοινοβούλιο των Σαάμι στο Κάρασγιοκ, σχεδιασμένο από τους Στέιν Χάλβορσον και Κρίστιαν Σούντμπι. Η αίθουσα συνεδριάσεών του, από ξύλο, είναι μια αφηρημένη παραλλαγή ενός λάβο, της παραδοσιακής σκηνής που χρησιμοποιούν οι νομάδες Σαάμι.[260]
Για μεγάλο χρονικό διάστημα στη νορβηγική τέχνη κυριαρχούσε η αντίστοιχη από τη Γερμανία και την Ολλανδία καθώς και η επιρροή της Κοπεγχάγης. Τον 19ο αιώνα ξεκίνησε μια πραγματικά νορβηγική περίοδος, πρώτα με πορτραίτα, αργότερα με εντυπωσιακά τοπία. Ο Γιόχαν Κρίστιαν Νταλ (1788-1857), προερχόμενος από τη σχολή της Δρέσδης, τελικά επέστρεψε για να ζωγραφίσει τα τοπία της δυτικής Νορβηγίας, ορίζοντας για πρώτη φορά τη νορβηγική ζωγραφική.[261]
Η πρόσφατη ανεξαρτησία της Νορβηγίας από τη Δανία ενθάρρυνε τους ζωγράφους να αναπτύξουν τη νορβηγική ταυτότητά τους, ειδικά με ζωγραφική τοπίου από καλλιτέχνες όπως η Κίτυ Κέλάντ, μια γυναίκα ζωγράφος που μαθήτευσε στο Χανς Γκούντε και τη Χάριετ Μπάκερ, άλλη πρωτοπόρο γυναίκα καλλιτέχνιδα, επηρεασμένη από τον ιμπρεσιονισμό. Ο Φριτς Τάουλοβ, ιμπρεσιονιστής, επηρεάστηκε από την τέχνη στο Παρίσι, όπως και ο Κρίστιαν Κρογκ, ρεαλιστής ζωγράφος, διάσημος για τους πίνακές του με πόρνες.[262]
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει ο Έντβαρτ Μουνκ, συμβολιστής / εξπρεσιονιστής ζωγράφος που έγινε παγκοσμίως γνωστός για την Κραυγή, που λέγεται ότι αντιπροσωπεύει το άγχος του σύγχρονου ανθρώπου.
Άλλοι σημαντικοί καλλιτέχνες είναι ο Χάραλντ Σόλμπεργκ, νεορομαντικός ζωγράφος γνωστός για τους πίνακες του του Ρέρος και ο Οντ Νέρντρουμ, απεικονιστικός ζωγράφος που υποστηρίζει ότι το έργο του δεν είναι τέχνη, αλλά κιτς.
Οι μαγειρικές παραδόσεις της Νορβηγίας δείχνουν την επιρροή της μακράς ναυτιλιακής και γεωργικής παράδοσης, με σολομό (νωπό και παστό), ρέγγα (σε άλμη ή μαριναρισμένη), πέστροφα, μπακαλιάρο και άλλα θαλασσινά, μαζί με τυριά (όπως το brunost), γαλακτοκομικά προϊόντα και ψωμιά (κυρίως ολικής άλεσης).
Το λέφσε είναι νορβηγικό επίπεδο ψωμί, συνήθως γεμάτο με μεγάλες ποσότητες βουτύρου και ζάχαρης, συνηθέστερο στα Χριστούγεννα. Ορισμένα παραδοσιακά νορβηγικά πιάτα είναι τα λούτεφισκ, σμαλαχούφε, πίνεκιέτ, ράσπεμπαλ και το φώρικωλ.[263] Κάποια ιδιόμορφη νορβηγική σπεσιαλιτέ είναι το rakefisk, που είναι μια πέστροφα που έχει υποστεί ζύμωση και καταναλώνεται με λεπτό φρέσκο ψωμί (flatbrød, όχι lefse) και ξινή κρέμα. Και το πιο δημοφιλές είδος ζαχαροπλαστικής σε όλο τον πληθυσμό είναι η βάφλα. Διαφέρει από τη βελγική στη γεύση και συνέπεια και σερβίρεται με ξινή κρέμα, καφέ τυρί, βούτυρο και ζάχαρη ή μαρμελάδα φράουλας ή βατόμουρου, που μπορούν όλα να αναμιχθούν ή να καταναλωθούν ξεχωριστά.
Ο αθλητισμός αποτελεί κεντρικό κομμάτι της νορβηγικής κουλτούρας, ενώ τα δημοφιλή αθλήματα περιλαμβάνουν το ποδόσφαιρο, το χάντμπολ, το δίαθλο, το σκι αντοχής, το άλμα με σκι, το πατινάζ ταχύτητας και, σε μικρότερο βαθμό, το χόκεϊ επί πάγου.
Το ποδόσφαιρο είναι το πιο δημοφιλές άθλημα στη Νορβηγία όσον αφορά την ενεργό συμμετοχή. Κατά τη δημοσκόπηση του 2014-2015 το ποδόσφαιρο κατατάσσεται μακράν πίσω από το δίαθλο και το σκι αντοχής από την άποψη της προσέλκυσης θεατών.[264] Το χόκεϊ επί πάγου είναι το μεγαλύτερο εσωτερικό άθλημα.[265] Η εθνική ομάδα χάντμπολ γυναικών έχει κερδίσει αρκετούς τίτλους, μεταξύ των οποίων δύο πρωταθλήματα Θερινών Ολυμπιακών Αγώνων (2008, 2012), τρία Παγκόσμια (1999, 2011, 2015) και έξι Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα (1998, 2004, 2006, 2008, 2010, 2014).
Στο ποδόσφαιρο η εθνική ομάδα των γυναικών έχει κερδίσει το Παγκόσμιο Κύπελλο Γυναικών της FIFA το 1995 και το Ολυμπιακό Τουρνουά Ποδοσφαίρου το 2000. Η ομάδα γυναικών έχει επίσης δύο τίτλους Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Γυναικών της UEFA (1987, 1993). Η εθνική ποδοσφαιρική ομάδα των ανδρών συμμετείχε τρεις φορές στο Παγκόσμιο Κύπελλο της FIFA (1938, 1994 και 1998) και μία φορά στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα (2000). Η υψηλότερη κατάταξη της FIFA που πέτυχε η Νορβηγία είναι η 2η θέση που πήρε δύο φορές το 1993 και το 1995.[266]
Το σκάκι κερδίζει επίσης δημοτικότητα στη Νορβηγία. Ο Μάγκνους Κάρλσεν είναι ο σημερινός παγκόσμιος πρωταθλητής.[267] Υπάρχουν περίπου 10 γκρανμαίτρ και 29 διεθνείς μαιτρ στη Νορβηγία.
Οι Νορβηγοί παίκτες στην Εθνική Ποδοσφαιρική Ομάδα (NFL) περιλαμβάνουν τους Χάλβορ Χάγκεν, Μπιλ Ιργκενς, Λέιφ Ολβε Ντόλονεν Λάρσεν, Μίκε Μοκ και Γεν Στένερουντ.[268]
Το μπάντι (είδος χόκεϊ) είναι ένα παραδοσιακό άθλημα στη Νορβηγία και η χώρα είναι ένας από τους τέσσερις ιδρυτές της Ομοσπονδίας Διεθνούς Μπάντι. Όσον αφορά τους αδειοδοτημένους αθλητές είναι το δεύτερο χειμερινό άθλημα στον κόσμο.[269] Τον Ιανουάριο του 2018 η εθνική ομάδα των ανδρών κατέλαβε ένα ασημένιο και ένα χάλκινο, ενώ η εθνική ομάδα των γυναικών πέντε χάλκινα μετάλλια στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα.
Η Νορβηγία συμμετείχε για πρώτη φορά σε Ολυμπιακούς Αγώνες το 1900 και έκτοτε έχει στείλει αθλητές να αγωνιστούν σε όλους τους Αγώνες, εκτός από τους με μικρή συμμετοχή αγώνες του 1904 και τους Ολυμπιακούς του 1980 στη Μόσχα, όταν συμμετείχε στο μποϊκοτάζ του οποίου ηγήθηκαν οι Αμερικανοί. Η Νορβηγία είναι πρώτη στο συνολικό αριθμό μεταλλίων στους Χειμερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες με μεγάλη διαφορά. Μεταξύ άλλων διάσημοι Νορβηγοί αθλητές χειμερινών αθλημάτων είναι ο διαθλητής Ολε ΕιναρΜπγέρνταλεν, οι Γιόχαν Ολαβ Κος και Χιάλμαρ Αντερσεν του πατινάζ ταχύτητας, η Σόνια Χένιε του καλλιτεχνικού πατινάζ και οι σκιέρ αντοχής Mάριτ Μπγέργκεν και Μπγερν Ντέλιε.
Η Νορβηγία φιλοξένησε τους Αγώνες σε δύο περιπτώσεις:
Το 2008 η Νορβηγία κατείχε τη 17η θέση στην Έκθεση Ανταγωνιστικότητας στα Ταξίδια και τον Τουρισμό του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ [288]. Ο τουρισμός στη Νορβηγία συνέβαλε το 2016 στο 4,2% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. [289] Ενα στα δεκαπέντε άτομα σε όλη τη χώρα εργάζεται στον τουριστικό κλάδο [289]. Ο τουρισμός είναι εποχικός στη Νορβηγία, με περισσότερους από τους μισούς του συνόλου των τουριστών να την επισκέπτονται μεταξύ των μηνών Μαΐου και Αυγούστου [289].
Τα κυριότερα αξιοθέατα της Νορβηγίας είναι τα ποικίλα τοπία που εκτείνονται γύρω από τον Αρκτικό Κύκλο. Φημίζεται για τις ακτές της που αυλακώνονται από τα φιόρδ και τα βουνά της, τα χιονοδρομικά κέντρα, τις λίμνες και τα δάση. Οι δημοφιλείς τουριστικοί προορισμοί στη Νορβηγία περιλαμβάνουν το Όσλο, το Ώλεσουντ, το Μπέργκεν, το Σταβάνγκερ, το Τρόντχαϊμ και το Τρόμσε. Μεγάλο μέρος της φύσης της Νορβηγίας παραμένει παρθένο και έτσι προσελκύει πολλούς πεζοπόρους και σκιέρ. Τα φιόρδ, τα βουνά και οι καταρράκτες στη Δυτική και Βόρεια Νορβηγία προσελκύουν αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες ξένους τουρίστες κάθε χρόνο. Στις πόλεις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες όπως ο χιονοδρομικός λόφος Χολμενκόλεν προσελκύουν πολλούς επισκέπτες, το ίδιο και τοπόσημα όπως το Μπρύγκεν του Μπέργκεν και το Πάρκο Γλυπτικής Βίγκελαντ του Όσλο.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.