θεατρικό έργο του Ερρίκου Ίψεν From Wikipedia, the free encyclopedia
Η αγριόπαπια (1884, νορβηγικά: Vildanden) είναι θεατρικό έργο του Ερρίκου Ίψεν με πέντε πράξεις. Συγκαταλέγεται στα πιο διάσημα έργα του Σκανδιναβού δραματουργού. Θεωρείται το πρώτο σύγχρονο αριστούργημα στο είδος της ιλαροτραγωδίας. [6]Η Αγριόπαπια και το Ρόσμερσχολμ φαίνεται συχνά στις εκτιμήσεις των κριτικών να ανταγωνίζονται για την κορυφαία θέση μεταξύ των έργων του Ιψεν.[7]
Συγγραφέας | Χένρικ Ίψεν[1] |
---|---|
Τίτλος | Vildanden[1] |
Γλώσσα | Νορβηγική γλώσσα |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1884[1] |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 11 Νοεμβρίου 1884[2] |
Μορφή | θεατρικό έργο[1] |
Χαρακτήρες | Βέρλε[3], Γκρέγκερς Βέρλε[4], Γέρο Έκνταλ[4], Γιάλμαρ Έκνταλ[4], Γκίνα Έκνταλ[5], Χέντβιγκ Έκνταλ[5], κυρία Σόερμπι[5], Ρέλινγκ[5], Μόλβικ[5], Πέτερσεν[5], Γιένσεν[5], κύριος Μπαλέ[5] και κύριος Φλορ[5] |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Η πρώτη πράξη αρχίζει με ένα δείπνο, που διοργανώνει ο Χόκον Βέρλε, πλούσιος έμπορος και βιομήχανος. Στη συγκέντρωση παρευρίσκεται ο γιος του, Γκρέγκερς Βέρλε, που επιστρέφει μετά από χρόνια στο πατρικό του, μετά από μια αυτοεπιβληθείσα εξορία. Εκεί μαθαίνει την τύχη ενός πρώην συμμαθητή του, του Χγιάλμαρ Έκνταλ. Ο Χγιάλμαρ παντρεύτηκε τη Γκίνα, νεαρή υπηρέτρια των Βέρλε. Ο πρεσβύτερος Βέρλε είχε προσφέρει στον Χγιάλμαρ ένα σπίτι και ένα επάγγελμα, αυτό του φωτογράφου. Ο Γκρέγκερς, του οποίου η μητέρα πέθανε πιστεύοντας ότι η Γκίνα και ο Χόκον είχαν σχέση, εξοργίζεται με τη σκέψη ότι ο παλιός του φίλος ζει μια ζωή χτισμένη επάνω σε ένα ψέμα.
Οι υπόλοιπες τέσσερις πράξεις διαδραματίζονται στα διαμερίσματα του Χγιάλμαρ Έκλαντ. Οι Έκλαντ φαίνεται αρχικά να ζουν μια ζεστή οικογενειακή ζωή. Ο πατέρας του Χγιάλμαρ βγάζει τα προς το ζην κάνοντας παράξενες δουλειές αντιγραφής για το Βέρλε. Ο Χγιάλμαρ διατηρεί ένα φωτογραφικό στούντιο έξω από το διαμέρισμα. Η Γκίνα τον βοηθάει στην επιχείρηση μαζί με το νοικοκυριό. Και οι δυο τους έχουν ξετρελαθεί με την κόρη τους Χέντβιγκ. Ο Γκρέγκερς πηγαίνει κατ' ευθείαν από τη συγκέντρωση στο σπίτι τους. Αφού γνωριστεί με την οικογένεια, ο Χγιάλμαρ του ομολογεί ότι η Χέντβιγκ είναι τόσο η μεγαλύτερη χαρά όσο και η μεγαλύτερη λύπη τους, γιατί σταδιακά χάνει την όρασή της. Η οικογένεια αποκαλύπτει με ενθουσιασμό μία σοφίτα στο διαμέρισμα, όπου διατηρούν διάφορα ζώα, όπως κουνέλια και περιστέρια. Αλλά το καλύτερο είναι η αγριόπαπια που διέσωσαν. Η αγριόπαπια είχε τραυματιστεί από τον Βέρλε, του οποίου η όραση επίσης εξασθενεί. Ο πυροβολισμός του είχε πετύχει την αγριόπαπια, που έπεσε στο βυθό της λίμνης και θα πνιγόταν παγιδευμένη στα φύκια του. Όμως ο σκύλος του Βέρλε την ανακάλυψε, και, παρά τις πληγές της από τον πυροβολισμό και τα δόντια του σκύλου, οι Έκνταλ περιθάλψανε την πάπια και την έκαναν καλά.
Ο Γκρέγκερς νοικιάζει το κενό δωμάτιο του διαμερίσματος. Την επόμενη ημέρα αρχίζει να συνειδητοποιεί ότι υπάρχουν περισσότερα ψέματα των Έκνταλ που επικρέμανται, εκτός από τη σχέση τής Γκίνα με τον πατέρα του. Μιλώντας με τη Χέντβιγκ, αυτή του εξηγεί ότι ο Χγιάλμαρ δεν στέλνει τη Χέντβιγκ στο σχολείο λόγω της όρασής της, και μην έχοντας χρόνο να τη διδάξει, αφήνει το κορίτσι να ταξιδεύει στους φανταστικούς κόσμους των εικόνων που βλέπει στα βιβλία. Κατά τη συνομιλία τους ο Γκρέγκερς ακούει πυροβολισμούς στη σοφίτα, και η οικογένεια εξηγεί ότι ο γέρο-Έκνταλ διασκεδάζει κυνηγώντας εκεί κουνέλια και πουλιά, και ο Χγιάλμαρ συχνά συμμετέχει στο κυνήγι. Η δραστηριότητα αυτή βοηθάει το γέρο-Έκνταλ να θυμηθεί τα νιάτα του, ενός μεγάλου κυνηγού. Ο Χγιάλμαρ μιλά επίσης για τη "μεγάλη του εφεύρεση", που ποτέ δεν εξειδικεύει. Έχει σχέση με τη φωτογραφία, και είναι βέβαιος ότι θα τού επιτρέψει να ξεπληρώσει τα χρέη του προς τον Βέρλε, και θα κάνει τελικά τον ίδιο και την οικογένειά του τελείως ανεξάρτητους. Για να εργασθεί για την εφεύρεσή του, συχνά χρειάζεται να ξαπλώνει στον καναπέ και να σκέφτεται.
Σε ένα γεύμα με το Γκρέγκερς και τους Ρέλινγκ και Μόλβικ, φίλους του Χγιάλμαρ, ο Χόκον φτάνει στο σημείο να πιέσει το Γκρέγκερς να επιστρέψει στο σπίτι. Ο Γκρέγκερς επιμένει ότι δεν μπορεί να το κάνει, και ότι θα πει στον Χγιάλμαρ την αλήθεια. Ο Χόκον είναι βέβαιος ότι ο Χγιάλμαρ δεν θα είναι ευγνώμων για την παρέμβαση του Γκρέγκερς. Όταν ο Χόκον φεύγει, ο Γκρέγκερς ζητάει από το Χγιάλμαρ να τον συνοδεύσει σε ένα περίπατο, όπου του αποκαλύπτει την αλήθεια για τη σχέση της Γκίνα με τον πατέρα του.
Όταν γυρίζει στο σπίτι ο Χγιάλμαρ, κρατάει αποστάσεις από τη σύζυγο και την κόρη του. Απαιτεί να διαχειρίζεται στο μέλλον τη φωτογραφική επιχείρηση μόνος του, χωρίς τη βοήθεια της Γκίνα. Απαιτεί επίσης να διαχειρίζεται τα οικονομικά τής οικογένειας, που μέχρι τότε το έκανε εκείνη. Η Γκίνα τον ικετεύει να αναθεωρήσει, θεωρώντας ότι με όλη αυτή την απασχόληση δεν θα μπορεί να εργασθεί για την εφεύρεσή του. Η Χέντβιγκ προσθέτει επίσης ότι δεν θα έχει χρόνο για να περνάει στη σοφίτα με την αγριόπαπια. Πικραμένος από τα νέα τού Γκρέγκερς, ειρωνεύεται την πρόταση, και ομολογεί ότι θα ήθελε να στρίψει τον λαιμό της αγριόπαπιας. Εκδηλώνοντας τον θυμό του ο Χγιάλμαρ, κατηγορεί τη Γκίνα για τη σχέση της με τον Χόκον. Εκείνη το παραδέχεται, αλλά επιμένει ότι αγαπάει μόνο εκείνον.
Εν μέσω της διαφωνίας ο Γκρέγκερς επιστρέφει, για να ανακαλύψει εμβρόντητος ότι το ζευγάρι δεν χαίρεται να ζήσει, χωρίς ένα τέτοιο ψέμα να κρέμεται από επάνω του. Η Κα Σέρμπι φτάνει με μια επιστολή για τη Χέντβιγκ, και την είδηση ότι παντρεύεται τον Χόκον. Η επιστολή ανακοινώνει ότι ο Χόκον θα πληρώνει στον γέρο-Έκνταλ ένα επίδομα από 100 κορόνες μέχρι τον θάνατό του, μετά τον οποίο το επίδομα θα μεταβιβασθεί στη Χέντβιγκ για το υπόλοιπο της ζωής της. Η είδηση αρρωσταίνει τον Χμάλγιαρ ακόμη περισσότερο, και υποψιάζεται ότι η Χέντβιγκ μπορεί κάλλιστα να είναι παιδί του Χόκον. Δεν μπορεί πια να αντέξει να βλέπει τη Χέντβιγκ και εγκαταλείπει το σπίτι για να πιει με το Μόλβικ και το Ρέλινγκ. Ο Γκρέγκερς προσπαθεί να ηρεμήσει την απελπισμένη Χέντβιγκ, προτείνοντάς της να θυσιάσει την αγριόπαπια για την ευτυχία τού πατέρα της. Η Χέντβιγκ θέλει απεγνωσμένα να ξανακερδίσει την αγάπη τού πατέρα της και συμφωνεί ο παππούς της να πυροβολήσει την πάπια το πρωί.
Την επόμενη μέρα ο Ρέλινγκ λέει στην οικογένειά του ότι ο Χγιάλμαρ θα μένει μαζί του. Τρομάζει με αυτό που έκανε ο Γκρέγκερς, και αποκαλύπτει ότι από καιρό επινόησε την εφεύρεση με τον Χγιάλμαρ ως "ψέμμα ζωής", για να τον γλυτώσει από την απελπισία. Το ζευγάρι λογομαχεί καθώς ο Χγιάλμαρ επιστρέφει, για να μαζέψει τα υλικά του για να εργαστεί για την εφεύρεση. Εκνευρίζεται από τις λεπτομέρειες για τη μετακόμισή του από το διαμέρισμα. Η Χέντβιγκ χαίρεται που τον βλέπει, αλλά ο Χγιάλμαρ τής ζητάει να τον αφήσει ήσυχο, ενώ σκέφτεται για την επόμενη κίνησή του. Συντετριμμένη η Χέντβιγκ θυμάται την αγριόπαπια, και πηγαίνει στη σοφίτα με ένα πιστόλι. Ακούγοντας έναν πυροβολισμό, η οικογένεια συμπεραίνει ότι ο γέρο-Έκνταλ κυνηγάει στη σοφίτα, αλλά ο Γκρέγκερς ξέρει ότι έχει πυροβολήσει την αγριόπαπια για τη Χέντβιγκ. Εξηγεί τη θυσία στο Χγιάλμαν, που συγκινείται πολύ. Όταν ο γέρο-Έκνταλ βγαίνει από το δωμάτιό του, η οικογένεια συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να έχει πυροβολήσει στη σοφίτα. Ορμούν και βλέπουν τη Χέντβιγκ στο πάτωμα. Κανείς δεν βλέπει πληγή, και ο Ρέλινγκ εξετάζει το κορίτσι. Διαπιστώνει ότι το βλήμα διαπέρασε το στέρνο της, και πέθανε ακαριαία. Δεδομένου του καψίματος στο πουκάμισό της, καταλήγει ότι αυτή αυτοπυροβολήθηκε. Ο Χγιάλμαρ την ικετεύει να ζήσει, για να δει πόσο την αγαπάει. Το έργο τελειώνει με τον Ρέλινγκ και τον Γκρέγκερς να φιλονικούν πάλι. Ο Γκρέγκερς επιμένει ότι η Χέντβιγκ δεν πέθανε μάταια, επειδή η αυτοκτονία της απελευθέρωσε ένα μεγαλείο του Χγιάλμαρ. Ο Ρέλινγκ χλευάζει την παρατήρηση, και επιμένει ότι ο Χγιάλμαρ θα είναι αλκοολικός σε έναν χρόνο.
Όπως σε πολλά από τα έργα του Iψεν, οι χαρακτήρες βασίζονται ή ονομάζονται από τα μέλη της οικογένειάς του σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Ο χαρακτήρας τού γέρο-Έκνταλ θεωρείται από τους περισσότερους μελετητές του Ίψεν ως ένα από τα πιο σημαντικά λογοτεχνικά πορτρέτα του πατέρα του, Κνουντ Ίψεν.[8]. Ο Ίψεν είχε προηγουμένως απεικονίσει τον πατέρα του ως "Γιον Γκυντ" και "Ντάνιελ Χέιρε", όπου η κρίση τού γιου για τη σπατάλη τού πατέρα του ήταν τόσο σκληρή, όσο και πικρή. Ωστόσο στον χαρακτήρα τού γέρο-Έκνταλ ο ποιητής κοιτάζει τον πατέρα του, «τον καημένο Κουντ Ίψεν, με συγκαταβατικό και συμπονετικό τρόπο». [9]
Σύμφωνα με τον μελετητή τού Ίψεν, Γιον Νίγκαρντ, ο χαρακτήρας τού Γκρέγκερς Βέρλε αντιπροσωπεύει το πνεύμα της οικογένειας Πάους και του Ανω Τέλεμαρκ, ένα ευρύτερο θέμα που βρίσκεται σε πολλά από τα έργα του. Ο Νίγκαρντ επισημαίνει ότι το Χεϊνταλσβέρκετ, όπου ο Γκ. Βέρλε έζησε για χρόνια, είναι μια προφανής αναφορά στο Άνω Τέλεμαρκ, και ειδικά στο Χέινταλσμο (ο πρόγονος του Ίψεν Πάουλ Πάους είχε την Ξύλινη Εκκλησία τού Χέινταλσμο).[10]
Ο χαρακτήρας της Χέντβιγκ πήρε το όνομά του από την οικογένεια Πάους, όπου το όνομα αυτό είχε μεταδοθεί για γενιές, και πιο συγκεκριμένα από τη γιαγιά του Ίψεν, Hed(e)vig Paus και την αδελφή του, Χέντβιγκ Ίψεν.
Το πρότυπο του Ίψεν για τη Χέντβιγκ, ειδικά η εξωτερική της εμφάνιση, ήταν μια 13χρονη Γερμανίδα, που κατοικούσε στην Ιταλία και τη γνώρισε στο Γκόσενσας του Νότιου Τυρόλου το καλοκαίρι του 1884, η Μάρθα Κοπφ (γεννημένη το 1870), κόρη τού γλύπτη Γιόζεφ φον Κοπφ, που ζούσε στη Ρώμη. [11] Ο Ίψεν έγραψε σε μια επιστολή προς τον γιο του Σίγκουρντ: "Ο Γερμανός γλύπτης, καθηγητής Κοπφ από τη Ρώμη, έχει μαζί του μια 13χρονη κόρη, που είναι το πιο εξαιρετικό πρότυπο για τη Χέντβιγκ που θα μπορούσα να ευχηθώ. Είναι όμορφη, έχει ένα σοβαρό πρόσωπο και προσωπικότητα, και είναι λίγο άπληστη. "[12][13] Υπάρχει μια προτομή της Μάρθας Κόπφ από τον μετέπειτα σύζυγό της Ούγκο Μπέρβαλντ.
Ο Ρόμπερτ Φέργκιουσον σημειώνει ότι η Αγριόπαπια δεν ήταν εύκολη για τον Ίψεν. Κατά τη διάρκεια τής συγγραφής της η Νορβηγία χαρακτηριζόταν από πολιτική αναταραχή, και από την εθελοντική εξορία του στη Ρώμη ο Ίψεν ανησυχούσε ότι «η δύναμη ενός οικείου, προσωπικού παιχνιδιού όπως η Αγριόπαπια θα μπορούσε να πνιγεί μέσα στην πολιτική συζήτηση για την εισαγωγή του κοινοβουλευτικού Νορβηγία". Μετά από μια επίσκεψη στη Ρώμη την άνοιξη τού 1884 ενός νεαρού συγγενή του, τού (αργότερα Κόμη) Κρίστοφερ Πάους, από τον οποίο ήθελε να ακούσει νέα σχετικά με την οικογένειά του στο Σίεν, ο Ίψεν δήλωσε ότι "γράφει με πλήρη δύναμη." [14] Το καλοκαίρι του 1884 ολοκλήρωσε το έργο στο Γκόσενσας.
Οδηγημένος από μια ένθερμη τάση ιδεαλισμού, ο Γκρέγκερς προσπαθεί να αποκαλύψει στον Χγιάλμαρ την αλήθεια, και έτσι να τον απαλλάξει από το ψεύδος που τον περιβάλλει. Για τον σκοπό αυτό ο Γκρέγκερς πάει να μείνει στο σπίτι των Έκνταλ.
Παρεμβαίνει στις υποθέσεις μιας παράξενης οικογένειας, παράγοντας καταστροφικά αποτελέσματα. Μιλώντας μεταφορικά, ζει σε ένα σπίτι του οποίου οι ντουλάπες είναι γεμάτες σκελετούς. Κατά τη διάρκεια της παράστασης πολλά μυστικά, που κρύβονται πίσω από το φαινομενικά χαρούμενο σπίτι των Έκνταλ, αποκαλύπτονται στον Γκρέγκερς, που επιμένει να επιδιώξει την απόλυτη αλήθεια, ή την «Κλήση του Ιδανικού». Αυτή η οικογένεια έχει επιτύχει ένα ανεκτό modus vivendi αγνοώντας τους σκελετούς (μεταξύ των μυστικών: ο πατέρας τού Γκρέγκερς μπορεί να είχε αφήσει έγκυο την υπηρέτριά του Γκίνα, και στη συνέχεια την πάντρεψε με το Χγιάλμαρ για να νομιμοποιήσει το παιδί, και ο πατέρας του Χγιάλμαρ έχει κατηγορηθεί και φυλακιστεί για ένα έγκλημα, που διέπραξε ο πρεσβύτερος Βέρλε) και επιτρέποντας σε κάθε μέλος της να ζει σε έναν δικό του ονειρικό κόσμο: ο άβουλος πατέρας που πιστεύει ότι είναι ένας μεγάλος εφευρέτης, ο παππούς που ζει στο παρελθόν όταν ήταν μεγάλος αθλητής, και η μικρή Χέντβιγκ, ένα παιδί, που επικεντρώνει τη συναισθηματική της ζωή σε μια σοφίτα, όπου μια τραυματισμένη αγριόπαπια οδηγεί μια πληγωμένη ύπαρξη σε ένα προσποιητό δάσος.
Στον ιδεαλιστή όλα αυτά φαίνονται ανυπόφορα. Γι' αυτόν, όπως και για τους άλλους θαυμαστές του Ίψεν, μπορεί να φαίνεται ότι ολόκληρη η οικογένεια ζει μια ζωή «βασισμένη σε ένα ψέμα», και όλα τα είδη των κακών «μεγαλώνουν στο σκοτάδι».[15] Η θεραπεία είναι προφανώς να αντιμετωπίσουν τα γεγονότα, να μιλήσουν ειλικρινά, να αφήσουν το φως να μπει. Ωστόσο σε αυτό το παιχνίδι η αποκάλυψη της αλήθειας δεν είναι ένα χαρούμενο γεγονός, γιατί ανατρέπει τα θεμέλια της οικογένειας Έκνταλ. Όταν βγαίνουν οι σκελετοί από το ντουλάπι, ολόκληρος ο ονειρικός κόσμος καταρρέει: ο αδύναμος σύζυγος πιστεύει ότι είναι καθήκον του να αφήσει τη γυναίκα του, και το κοριτσάκι, αφού προσπάθησε να θυσιάσει την πολύτιμη αγριόπαπιά της, αυτοπυροβολείται με το ίδιο όπλο (ακούγοντας τα μοιραία λόγια του Χγιάλμαρ: «Θα χάσει τη ζωή της για μένα;"). Τα περίφημα λόγια τού γιατρού Ρέλινγκ, που δημιούργησε και διατήρησε τα ψέματα στα οποία βασίζεται η οικογένεια, είναι: "στέρησε τον μέσο άνθρωπο από το ψέμα ζωής του, και του ληστεύεις την ευτυχία του."
Σε συμβολικό επίπεδο ο Γκρέγκερς και ο Ρέλινγκ φαίνεται να είναι αντίθετοι (η αρετή της αλήθειας ενάντια στο «βασικό ψέμα»). Οι δύο τους μοιάζουν να έρχονται αντιμέτωποι σε πολλές περιπτώσεις, και το παιχνίδι τελειώνει με ένα στοίχημα μεταξύ τους για τα ενδεχόμενα και το μέλλον του Χγιάλμαρ. Από αυτή την άποψη ο Ρέλινγκ είναι ένας κυνικός, που δεν είναι σε θέση να πιστέψει ότι ο Χγιάλμαρ θα αλλάξει ποτέ, ενώ ο Γκρέγκερς εξακολουθεί να πιστεύει ότι υπάρχει ελπίδα για την τελική του «λύτρωση».
Πριν από την έναρξη τού έργου, ο Γκρέγκερς δούλευε σε ένα εργοστάσιο στα βουνά, και κατηγορείται από τον Ρέλινγκ (που είναι και εκεί παρών), για "μηχανορραφία" με τους ντόπιους δουλοπάροικους (στην πραγματικότητα αστούς). Έτσι υπάρχει μια κοινωνική κριτική στο έργο, όπου ο Γκρέγκερς προσπαθεί να έρθει σε επαφή με τους απλούς ανθρώπους, ενώ ο πατέρας του συναναστρέφεται πρόσωπα της υψηλής κοινωνίας: ένα περιβάλλον για το οποίο ο φίλος του, Χγιάλμαρ Έκνταλ, είναι ξένος, και ο πατέρας του, κατηγορημένος από τον γέρο-Βέρλε, αγνοείται από τον γιο του. Από κοινωνική, και όχι από συμβολική άποψη, ο Γκρέγκερς προσπαθεί να ξεριζώσει ένα ανθυγιεινό σύστημα, υποστηρίζοντας ότι «η αλήθεια θα σας απελευθερώσει». Από αυτή την άποψη ο Ρέλινγκ, συνωμοτώντας με τον γέρο-Βέρλε, είναι υπέρμαχος τού ίδιου συστήματος, και αρχικά το αντίθετο τού Γκρέγκερς (που, όπως λέει ο Άμλετ, προσπαθεί να αποκαλύψει την αλήθεια).
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι ο Γκρέγκερς αισθανόταν υπεύθυνος για την οικογένεια Έκνταλ και τη δυστυχία της, καθώς αυτή είναι μια προφανής συνέπεια των χειρισμών και των σχεδίων τού πατέρα του. Στην αρχή αναφέρει ότι η μητέρα του προφανώς πέθανε από την παραμέληση, ή ότι οδηγήθηκε στον αλκοολισμό από τις πράξεις τού συζύγου της. Όπως επισημαίνει ο γέρο-Βέρλε: "με βλέπεις με τα μάτια της μητέρας σου". Από αυτή την άποψη η οικογένεια Έκνταλ είναι ανήμπορο θύμα, όπως και η Χέντβιγκ.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.