αδιαπραγμάτευτα θεμελιώδη δικαιώματα για έναν άνθρωπο From Wikipedia, the free encyclopedia
Τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν ηθικές αρχές που θέτουν συγκεκριμένα πρότυπα ανθρώπινης συμπεριφοράς και συνήθως προστατεύονται ως νόμιμα δικαιώματα κατά το εθνικό και διεθνές δίκαιο. Θεωρούνται ως «κοινώς αντιλαμβανόμενα αναπαλλοτρίωτα θεμελιώδη δικαιώματα που κάθε άτομο δικαιούται από τη στιγμή της γέννησής του, απλώς και μόνο επειδή είναι ανθρώπινο ον»[2]. Αυτά περιλαμβάνουν αστικά και πολιτικά δικαιώματα όπως το δικαίωμα στη ζωή και την ελευθερία, την ελευθερία σκέψης και έκφρασης, καθώς και την ισότητα ενώπιον του νόμου[3]. Στα ανθρώπινα δικαιώματα περιλαμβάνονται, επίσης, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην εργασία, το δικαίωμα στην υγεία, το δικαίωμα στην τροφή, το δικαίωμα στην κατοικία, την ιατρική περίθαλψη, την εκπαίδευση και το δικαίωμα συμμετοχής στον πολιτισμό.
Τα ανθρώπινα δικαιώματα, λοιπόν, θεωρούνται διεθνή (εφαρμόζονται και ισχύουν παντού) και διαφυλάττουν την ισότητα (ισχύουν τα ίδια για όλους). Το δόγμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει επηρεάσει καταφανώς το διεθνές δίκαιο καθώς και τα εθνικά συντάγματα, τις πολιτικές των κρατών και τη δράση μη-κυβερνητικών οργανισμών κι αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο της δημόσιας τάξης ανά τον κόσμο. Κατά την ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, «αν ο δημόσιος διάλογος εν καιρώ ειρήνης στην παγκόσμια κοινότητα διαθέτει κοινή ηθική γλώσσα, είναι αυτή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων»[4]. Οι έντονες αξιώσεις του δόγματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξακολουθούν να προκαλούν μεγάλο σκεπτικισμό και διαφωνίες όσον αφορά στο περιεχόμενο, τη φύση και το σκεπτικό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ακόμη και σήμερα. Πράγματι, το ερώτημα τι συνιστά «δικαίωμα» είναι από μόνο του αμφιλεγόμενο και αποτελεί αντικείμενο συνεχιζόμενης φιλοσοφικής διαμάχης.
Πολλές από τις βασικές ιδέες που πυροδότησαν το κίνημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διαμορφώθηκαν ως επακόλουθο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και των θηριωδιών του Ολοκαυτώματος και κλιμακώθηκαν με την υιοθέτηση της Παγκόσμιας Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Παρίσι από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, το 1948. Δυο χρόνια μετά θεσπίστηκε ο εορτασμός της Παγκόσμιας Ημέρας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις 10 Δεκεμβρίου. Ο αρχαίος κόσμος δεν συμπεριλάμβανε την έννοια των διεθνών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο πραγματικός προάγγελος της συζήτησης περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν η έννοια των φυσικών δικαιωμάτων, που συνιστούσε μέρος της μεσαιωνικής παράδοσης του Φυσικού Δικαίου που πρέσβευαν κατά τον Διαφωτισμό φιλόσοφοι όπως ο Τζον Λοκ, ο Φράνσις Χάτσεσον κι ο Ζαν-Ζακ Μπουρλαμακί, ενώ δέσποζε στο Αγγλικό Νομοσχέδιο περί Δικαιωμάτων και τα πολιτικά ιδεώδη της Αμερικανικής και της Γαλλικής Επανάστασης.
Αυτά ήταν τα θεμέλια από τα οποία εκπορεύθηκαν τα σύγχρονα επιχειρήματα περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα[6].
Επειδή η αναγνώριση της αξιοπρέπειας, που είναι σύμφυτη σε όλα τα μέλη της ανθρώπινης οικογένειας, καθώς και των ίσων και αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων τους αποτελεί το θεμέλιο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον κόσμο.
Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα. Είναι προικισμένοι με λογική και συνείδηση, και οφείλουν να συμπεριφέρονται μεταξύ τους με πνεύμα αδελφοσύνης.
Παρόλο που οι ιδέες περί δικαιωμάτων και ελευθερίας έχουν υπάρξει με κάποια μορφή για ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, δεν μοιάζουν με τη σύγχρονη αντίληψη περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σύμφωνα με τον Τζακ Ντόνελι, στην αρχαιότητα «οι παραδοσιακές κοινωνίες συνήθως είχαν επεξεργασμένα και λεπτομερή συστήματα κατανομής των καθηκόντων [...] αντιλήψεις περί δικαιοσύνης, πολιτικής νομιμότητας, ανθρώπινης ευημερίας που επεδίωκε να καταστήσει πραγματικότητα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, καθώς και ευημερίας εντελώς ανεξάρτητης από τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αυτοί οι θεσμοί και οι πρακτικές είναι περισσότερο εναλλακτικές παρά διαφορετικές διατυπώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα»[9]. Η σύγχρονη έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί να θεωρηθεί ότι γεννήθηκε στην Ευρώπη της Αναγέννησης και της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης, παράλληλα με την εξαφάνιση του φεουδαρχικού απολυταρχισμού και του θρησκευτικού συντηρητισμού που κυριαρχούσε τον Μεσαίωνα. Μια θεωρία είναι ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα αναπτύχθηκαν ως θεωρία κατά την πρώιμη σύγχρονη περίοδο, παράλληλα με την ευρωπαϊκή εκκοσμίκευση της ιουδαίο-χριστιανικής ηθικής. Η πιο ευρέως πλέον διαδεδομένη άποψη είναι ότι η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στη Δύση και ότι, ενώ νωρίτερα οι διάφοροι πολιτισμοί είχαν σημαντικές ηθικές έννοιες, γενικά δεν υπήρχε η έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για παράδειγμα, ο McIntyre υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει καμία λέξη που να αποδίδει την έννοια «δικαίωμα» σε οποιαδήποτε γλώσσα πριν το 1400[10].
Στην αρχαία Μεσοποταμία μαρτυρούνται από το 2350 Π.Κ.Χ. περίπου οι αρχαιότεροι νομικοί κώδικες οι οποίοι περιλάμβαναν σε κάποιο βαθμό την έννοια του δικαιώματος. Ο αρχαιότερος νομικός κώδικας που σώζεται ως σήμερα είναι ο νεοσουμερικός Κώδικας του Ουρ-Ναμμού (περ. 2050 Π.Κ.Χ.). Στη γνωστότερη σειρά νόμων, τον Κώδικα του Χαμουραμπί (περ. 1780 Π.Κ.Χ.), περιέχονται κανόνες —και ποινές σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων— που ρυθμίζουν μια σειρά από ζητήματα όπως τα δικαιώματα των γυναικών, των παιδιών και των δούλων[11]. Στους προλόγους αυτών των κωδίκων γίνεται επίκληση στους μεσοποτάμιους θεούς με σκοπό τη θεϊκή επικύρωση.
Η προέλευση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις κοινωνίες συχνά πήγαζε από θρησκευτικά ιερά κείμενα. Οι Βέδες, η Βίβλος, το Τάο Τε Τσινγκ του Λάο Τσε, τα Ανάλεκτα του Κομφούκιου, οι διδαχές του Βούδα[12] και το Κοράνι είναι μεταξύ των αρχαίων γραπτών πηγών που πραγματεύονται ζητήματα όπως τα καθήκοντα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του ατόμου. Παρόμοια, ποικίλες φιλοσοφικές ιδέες περιλάμβαναν αντιλήψεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ανθρώπινα δικαιώματα, με αποκορύφωμα την εγκαθίδρυση του δημοκρατικού πολιτεύματος στην αρχαία Αθήνα (βλ. Αθηναϊκή δημοκρατία)[13], το πολίτευμα που είναι γνωστό στην πολιτική ιστορία ως το πολίτευμα της ισότητας[14]. Τότε, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, έννοιες όπως η ισότητα, η ισονομία, η ισηγορία και η ελευθερία του λόγου εφαρμόστηκαν πρακτικά μεταξύ του συνόλου των (ελεύθερων) πολιτών[14]. Χρειάστηκε να περάσουν περισσότερο από δύο χιλιετίες για να προβληθούν και πάλι αυτές οι έννοιες, στο σύνολο όλων των ανθρώπων αυτή τη φορά, από την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση[14][15].
Αξιοσημείωτη θέση στο ιστορικό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχει ο Κύλινδρος του Κύρου του 539 Π.Κ.Χ., ο οποίος έχει περιγραφεί ως «η πρώτη διακήρυξη ανθρωπίνων δικαιωμάτων» της ιστορίας[16], ενώ αρχαιότατος νομικός κώδικας στον ευρωπαϊκό χώρο είναι και η Επιγραφή της Γόρτυνας. Τα Ήδικτα (Διατάγματα) του αυτοκράτορα Ασόκα της Ινδίας (272-231 Π.Κ.Χ.) αποτελούν κοινωνικές και ηθικές εφαρμογές αρχών του Βουδισμού. Το Σύνταγμα της Μεδίνας του 622 Κ.Χ., το οποίο συντάχθηκε από τον Μωάμεθ, αποτέλεσε επίσημη συμφωνία μεταξύ των φυλών που ζούσαν στη Μεδίνα και περιλάμβανε Μουσουλμάνους, Εβραίους και παγανιστές[17].
Η αγγλική Magna Carta του 1215[18], ένας μεσαιωνικός καταστατικός χάρτης της ελευθερίας, έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ιστορία της αγγλικής νομοθεσίας, αλλά και στη σύγχρονη διεθνή και συνταγματική νομοθεσία. Η Magna Carta όμως δεν ήταν καταστατικός χάρτης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά μάλλον μόνο ένα θεμέλιό τους και αποτέλεσε μια μορφή περιορισμένης πολιτικά και νομικά δεσμευτικής συμφωνίας για την αντιμετώπιση ειδικών πολιτικών συνθηκών. Στην περίπτωση της Magna Carta, αυτή αναγνωρίστηκε αργότερα κατά τη διάρκεια των πρώιμων σύγχρονων συζητήσεων σχετικά με τα δικαιώματα.
Ένα από τα παλαιότερα ιστορικά αρχεία περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι το Καταστατικό του Καλίς (Kalisz) το 1264, που παραχωρούσε προνόμια στην εβραϊκή μειονότητα στο Βασίλειο της Πολωνίας, όπως η προστασία από τις διακρίσεις και τη ρητορική μίσους.
Πολλοί από τους σύγχρονους νόμους και οι περισσότερες από τις σύγχρονες ερμηνείες περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων προέρχονται από τη σχετικά πρόσφατη ιστορία. Η πρώτη σύλληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πιστώνεται στις ιδέες για τα φυσικά δικαιώματα που απορρέουν από τον φυσικό νόμο. Ειδικότερα, το θέμα των οικουμενικών δικαιωμάτων εισήχθη από την εξέταση του ενδεχόμενου της επέκτασης των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων λαών από τους Ισπανούς κληρικούς, όπως οι Φρανσίσκο ντε Βιτόρια και Βαρθολομαίος ντε λας Κάζας. Στη συζήτηση που διεξήχθη στο Βαγιαδολίδ, ο Χουάν Χινές ντε Σεπούλβεδα, ο οποίος υποστήριξε την αριστοτελική άποψη περί της ανθρωπότητας η οποία χωρίζεται σε διαφορετικές ταξικές κατηγορίες διαφορετικής αξίας, διαφώνησε με τον λας Κάζας, ο οποίος τάχθηκε υπέρ των ίσων δικαιωμάτων στην ελευθερία από τη δουλεία για όλους τους ανθρώπους, ανεξάρτητα από τη φυλή ή τη θρησκεία τους.
Ο Άγγλος φιλόσοφος Τζον Λοκ τον 17ο αιώνα ανέφερε τα φυσικά δικαιώματα στο έργο του, προσδιορίζοντάς τα ως δικαιώματα «στη ζωή, την ελευθερία και την περιουσία (ακίνητη)», και υποστήριξε ότι τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα δεν μπορούν να παραλειφθούν από το κοινωνικό συμβόλαιο. Στη Βρετανία του 1689, η αγγλική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων (Bill of Rights)[19] και η αντίστοιχη Αξίωση Δικαιωμάτων της Σκωτίας κατέστησαν παράνομες μια σειρά από καταπιεστικές κυβερνητικές ενέργειες, ενώ η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων της Βιρτζίνια του 1776 κωδικοποίησε σε νόμο έναν αριθμό θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών επηρεάζοντας τις μετέπειτα διακηρύξεις. Δύο μεγάλες επαναστάσεις κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, μία στις Ηνωμένες Πολιτείες (1776) και μία στη Γαλλία (1789), οδήγησαν στην υιοθέτηση της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της γαλλικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, αντίστοιχα, στη βάση των οποίων κατοχυρώθηκαν συγκεκριμένα νομικά δικαιώματα. Οι δύο αυτές διακηρύξεις αποτέλεσαν τη βασική πηγή των σύγχρονων ατομικών ελευθεριών[20][21].
Δεχόμαστε τις εξής αλήθειες ως αυταπόδεικτες, πως όλοι οι άνθρωποι δημιουργούνται ίσοι, και προικίζονται από τον Δημιουργό τους με συγκεκριμένα απαραβίαστα Δικαιώματα, μεταξύ των οποίων είναι το δικαίωμα στη Ζωή, το δικαίωμα στην Ελευθερία, και το δικαίωμα στην επιδίωξη της Ευτυχίας.
— Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας των ΗΠΑ, 4 Ιουλίου 1776[22]
Ο νόμος πρέπει να είναι ο ίδιος για όλους, ανεξάρτητα αν προστατεύει ή τιμωρεί. Εφόσον όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στον νόμο, μπορούν όλοι να μετέχουν το ίδιο και στα δημόσια αξιώματα, στις θέσεις και τις υπηρεσίες ανάλογα με τις ικανότητές τους και χωρίς καμία άλλη διάκριση παρά αυτή που πηγάζει από την αρετή τους και το ταλέντο τους.
— Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, 26 Αυγούστου 1789[23]
Ακολούθησε η πρόοδος στη φιλοσοφία περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων από φιλοσόφους όπως ο Αμερικανός Τόμας Πέιν, ο Άγγλος Τζον Στιούαρτ Μιλ και ο Γερμανός Γκέοργκ Χέγκελ κατά τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα. Ο όρος «ανθρώπινα δικαιώματα» ήρθε σε ύπαρξη πιθανώς στην περίοδο μεταξύ του έργου Δικαιώματα του Ανθρώπου του Πέιν και των κειμένων του Γουίλιαμ Λόιντ Γκάρισον στην εφημερίδα The Liberator ο οποίος έγραψε ότι προσπαθούσε να επιστρατεύσει τους αναγνώστες του «στο μεγάλο αγώνα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων»[24]. Ωστόσο, ο όρος είχε χρησιμοποιηθεί από τουλάχιστον ένα συγγραφέα ήδη το 1742[25].
Τον δέκατο ένατο αιώνα τα ανθρώπινα δικαιώματα έγιναν κεντρικό ζήτημα με αφορμή το ζήτημα της δουλείας. Ένας αριθμός μεταρρυθμιστών, ιδιαίτερα ο Ουίλιαμ Ουίλμπερφορς στη Βρετανία, εργάστηκαν με στόχο την κατάργηση της δουλείας. Αυτό έγινε εφικτό στη Βρετανική Αυτοκρατορία μέσω της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου για το Εμπόριο Δούλων του 1807 και της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου για την Κατάργηση της Δουλείας του 1833. Στις ΗΠΑ, όλες οι βόρειες πολιτείες είχαν καταργήσει τον θεσμό της δουλείας μεταξύ του 1777 και του 1804, παρόλο που οι νότιες πολιτείες παρέμεναν σφιχτά προσκολλημένες στον «ιδιόρρυθμο θεσμό». Η σύγκρουση και οι αντιπαραθέσεις για την επέκταση της δουλείας σε νέες περιοχές ήταν μια από τις αιτίες για την απόσχιση των νοτίων πολιτειών και τον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Κατά την περίοδο της ανοικοδόμησης που ακολούθησε τον πόλεμο, πραγματοποιήθηκαν διάφορες τροπολογίες στο Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε αυτές περιλαμβάνονται η 13η τροπολογία που καταργεί τη δουλεία, η 14η τροπολογία που διασφαλίζει πλήρη υπηκοότητα και πολιτικά δικαιώματα σε όλους όσους έχουν γεννηθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και η 15η τροπολογία, που διασφαλίζει στους αφρο-αμερικανούς το δικαίωμα ψήφου.
20ος αιώνας
Πολλές ομάδες και κινήματα πέτυχαν βαθιές κοινωνικές αλλαγές κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, στο όνομα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, εργατικά συνδικάτα προκάλεσαν νόμους που διασφάλιζαν το δικαίωμα της απεργίας στους εργαζόμενους, θέσπιζαν ελάχιστες συνθήκες εργασίας και απαγόρευαν ή ρύθμιζαν νομοθετικά την παιδική εργασία. Το κίνημα για τα δικαιώματα των γυναικών πέτυχε να εξασφαλίσει το δικαίωμα ψήφου για πολλές γυναίκες. Τα κινήματα εθνικής ανεξαρτησίας σε πολλές χώρες, πέτυχαν να εκδιώξουν αποικιακές δυνάμεις. Ένα από τα πιο σημαίνοντα ήταν το κίνημα του Μαχάτμα Γκάντι να απελευθερώσει την πατρίδα του την Ινδία από τη Βρετανική κατοχή. Κινήματα από επί μακρόν καταπιεσμένες φυλετικές και θρησκευτικές μειονότητες πέτυχαν σε πολλά μέρη του κόσμου, μεταξύ αυτών το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα των Αφρο-αμερικανών και πιο πρόσφατα ποικίλα κινήματα πολιτικών ταυτότητας, για λογαριασμό των γυναικών και διαφόρων μειονοτήτων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η θέσπιση της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού, ο Κώδικας του Lieber του 1864 και η πρώτη από τις Συμβάσεις της Γενεύης επίσης το 1864 έθεσαν τα θεμέλια του διεθνούς ανθρωπιστικού νόμου, ο οποίος αναπτύχθηκε περαιτέρω μετά τους δυο παγκόσμιους πολέμους.
Οι παγκόσμιοι πόλεμοι, η τεράστια απώλεια ανθρώπινων ζωών και οι κραυγαλέες καταπατήσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκειά τους, ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από την ανάπτυξη των σύγχρονων εργαλείων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η Κοινωνία των Εθνών ιδρύθηκε το 1919, κατά τις διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών που ακολούθησαν το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Οι στόχοι της ΚτΕ περιλάμβαναν αφοπλισμό, παρεμπόδιση του πολέμου μέσω συλλογικής ασφάλειας, επίλυση των διαφορών μεταξύ χωρών με διαπραγματεύσεις και διπλωματία και βελτίωση της παγκόσμιας ευημερίας. Στον καταστατικό της χάρτη προβλεπόταν η εντολή να προωθηθούν πολλά από τα δικαιώματα που περιελήφθησαν αργότερα στην Παγκόσμια Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Τη δεκαετία του 1930 και του 1940 τα ανθρώπινα δικαιώματα επικαλούνταν στον λόγο τους κυρίως συντηρητικοί Καθολικοί και Προτεστάντες[26].
Στη Διάσκεψη της Γιάλτας του 1945, οι Συμμαχικές δυνάμεις συμφώνησαν να δημιουργήσουν ένα νέο σώμα για να αντικαταστήσει τον ρόλο της Κοινωνίας των Εθνών. Αυτό επρόκειτο να είναι ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών. Ο Ο.Η.Ε. έπαιξε έναν σημαντικό ρόλο στη διεθνή νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα από την ίδρυσή του. Μετά τους παγκόσμιους πολέμους ο Ο.Η.Ε. και τα μέλη του ανέπτυξαν μεγάλο μέρος του διαλόγου και τα νομοθετικά σώματα που τώρα συνιστούν τον διεθνή ανθρωπιστικό νόμο και τη διεθνή νομοθεσία για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Στην Ελλάδα τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι κατοχυρωμένα σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρα 4 έως 25),[27][28] αλλά και στο Αστικό Δίκαιο (άρθρα 281-286).
Η φιλοσοφία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προσπαθεί να εξετάσει την υποκείμενη βάση της έννοιας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βλέπει με κριτική ματιά το περιεχόμενό της και την αιτιολόγησή της. Πολλαπλές θεωρητικές προσεγγίσεις έχουν αναπτυχθεί στην προσπάθεια εξήγησης του πώς και γιατί τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν γίνει μέρος των κοινωνικών προσδοκιών. Σύμφωνα με τον Στάθη Μπάλια τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν «τη μεγαλύτερη ηθική κατάκτηση της ανθρωπότητας και τον ανυπέρβλητο αξιακό ορίζοντα της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας»[29], ενώ μερικοί θεωρούν πως «η εκπαίδευση στα ανθρώπινα δικαιώματα είναι τόσο θεμελιώδης για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ώστε σύντομα θα αποτελέσει τον τέταρτο βασικό άξονα της στοιχειώδους εκπαίδευσης στον πολιτισμό μας, ανάμεσα στην ανάγνωση, τη γραφή και την αρίθμηση»[30].
Μια από τις αρχαιότερες δυτικές φιλοσοφίες που σχετίζονται με τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι πως αποτελούν μέρος ενός φυσικού δικαίου και απορρέουν από διαφορετικές φιλοσοφικές ή θεολογικές βάσεις. Άλλες θεωρίες υποστηρίζουν ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα κωδικοποιούν την ηθική συμπεριφορά, η οποία είναι προϊόν ενός ανθρώπινου κοινωνικού προϊόντος που αναπτύσσεται μέσω μιας διαδικασίας βιολογικής και κοινωνικής εξέλιξης (σχετίζεται με τον Χιουμ). Παράλληλα, τα ανθρώπινα δικαιώματα περιγράφονται και ως ένα κοινωνιολογικό μοντέλο ρύθμισης κανόνων (όπως φαίνεται στην κοινωνιολογική θεώρηση και στο έργο του Βέμπερ). Τέτοιου είδους προσεγγίσεις συμπεριλαμβάνουν την ιδέα ότι τα άτομα σε μια κοινωνία δέχονται κανόνες από μια νόμιμη αρχή με αντάλλαγμα πλεονεκτήματα σε ασφάλεια και οικονομία (όπως ισχυρίζεται ο Ρωλς), δηλαδή ένα κοινωνικό συμβόλαιο. Οι δυο θεωρίες που επικρατούν στις μοντέρνες συζητήσεις περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι η θεωρία περί ενδιαφέροντος και η θεωρία περί βούλησης. Η θεωρία περί ενδιαφέροντος διατείνεται ότι η κύρια λειτουργία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι η προστασία και η προώθηση συγκεκριμένων βασικών ανθρώπινων ενδιαφερόντων, ενώ η θεωρία περί βούλησης προσπαθεί να τεκμηριώσει την εγκυρότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βασισμένη στη μοναδική ανθρώπινη δυναμικότητα για ελευθερία[31].
Οι ισχυρισμοί σχετικά με την καθολικότητα των ανθρώπινων δικαιωμάτων έχουν οδηγήσει σε κριτική. Στους φιλόσοφους που έχουν ασκήσει κριτική σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα συμπεριλαμβάνονται οι Τζέρεμι Μπένθαμ, Έντμουντ Μπερκ, Φρίντριχ Νίτσε και Καρλ Μαρξ. Ο καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας Charles Blattberg υποστηρίζει ότι η συζήτηση περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όντας αφηρημένη, αποτρέπει τα άτομα από το να τηρούν τις αξίες που τα δικαιώματα πρέπει να προασπίζουν[32]. Η Διαδικτυακή Εγκυκλοπαίδεια της Φιλοσοφίας (Internet Encyclopedia of Philosophy) δίνει ιδιαίτερη προσοχή σε δυο είδη κριτικής: σε μια που αμφισβητεί την καθολικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε μια που τα απορρίπτει για λόγους αντικειμενικότητας[33]. Ο διεθνούς φήμης νομικός λόγιος Alain Pellet, κριτικάρει την προσέγγιση μέσω ανθρωπίνων δικαιωμάτων γιατί αρνείται την αρχή της κυριαρχίας και πως απαιτεί για τα ανθρώπινα δικαιώματα μια προνομιακή θέση ανάμεσα στους κλάδους του διεθνούς δικαίου[34], ενώ ο Alain de Benoist αμφισβητεί τις προϋποθέσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων σχετικά με την ισότητα των ανθρώπων[35]. Ο νομικός David Kennedy έχει απαριθμήσει ρεαλιστικές ανησυχίες και δηκτικές κατηγορίες σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα το 2002 στο Harvard Human Rights Journal[36].
Τα ανθρώπινα δικαιώματα μπορούν να ταξινομηθούν και να οργανωθούν με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Στο διεθνές πεδίο, ο πιο συνηθισμένος τρόπος κατηγοριοποίησής τους είναι να διακρίνονται σε αστικά και πολιτικά δικαιώματα καθώς και σε οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα.
Τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα αναφέρονται στα άρθρα 3 έως 21 της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα[7] (ΟΔΑΔ, αγγλικά: UDHR) και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα[37] (ΔΣΑΠΔ, Αγγλικά: ICCPR). Τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα είναι κατοχυρωμένα στα άρθρα 22 έως 28 της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα[38] (ΔΣΟΚΠΔ, Αγγλικά: ICESCR).
Αυτά τα δύο Σύμφωνα, μαζί με την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποτελούν το Διεθνές Σύμφωνο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων[39] (ΔΣΑΔ, Αγγλικά: IBHR).
Η ΟΔΑΔ περιέχει τόσο οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά, όσο και αστικά και πολιτικά δικαιώματα, καθώς βασίζεται στην αρχή ότι τα διάφορα δικαιώματα μόνο συνδυασμένα μπορούν να υπάρξουν επιτυχώς:
Το ιδεώδες του ελεύθερου ανθρώπου, που απολαμβάνει αστική και πολιτική ελευθερία και είναι απελευθερωμένος από τον φόβο και την αθλιότητα, μπορεί να επιτευχθεί μόνον εάν δημιουργηθούν συνθήκες κάτω από τις οποίες κάθε άνθρωπος θα μπορεί να απολαμβάνει τα αστικά και πολιτικά του δικαιώματα, καθώς και τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά του δικαιώματα.
— Διεθνές Σύμφωνο για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα & Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, 1966
Αυτό θεωρείται αληθές, επειδή χωρίς αστικά και πολιτικά δικαιώματα, είναι αδύνατο η κοινωνία να διεκδικήσει οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα. Παράλληλα, αν στερείται μέσων διαβίωσης και ενός λειτουργικού πλαισίου, το κοινό δεν μπορεί να διεκδικήσει ή να κάνει χρήση αστικών ή πολιτικών δικαιωμάτων (γνωστό ως θεωρία γεμάτης κοιλιάς).
Το αδιαίρετο και η αλληλεξάρτηση όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν επικυρωθεί από τη Διακήρυξη της Βιέννης του 1993 και του Προγράμματος Δράσης:
Όλα τα δικαιώματα του ανθρώπου είναι παγκόσμια, αδιαίρετα, αλληλένδετα και αλληλοεξαρτώμενα. Η διεθνής κοινότητα πρέπει να αντιμετωπίζει τα δικαιώματα του ανθρώπου σφαιρικά και με τρόπο ισότιμο και δίκαιο, με τον ίδιο τρόπο και με την ίδια έμφαση.
— Διακήρυξη της Βιέννης και Πρόγραμμα Δράσης, Παγκόσμια Διάσκεψη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, 14-25 Ιουνίου 1993, Βιέννη, Αυστρία[40]
(Η παραπάνω δήλωση υιοθετήθηκε και πάλι από την Παγκόσμια Σύνοδο Κορυφής του 2005 στη Νέα Υόρκη. Παράγραφος 121[41].)
Μολονότι έγιναν αποδεκτά από τους υπογράφοντες την ΟΔΑΔ, πρακτικά η πλειονότητα δεν δίνει την ίδια βαρύτητα στα διάφορα είδη δικαιωμάτων. Ορισμένοι δυτικοί πολιτισμοί έχουν εστιάσει συχνότερα στα αστικά και πολιτικά δικαιώματα, μερικές φορές εις βάρος οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στην εργασία, την εκπαίδευση, την υγεία και τη στέγαση. Παρομοίως, οι ασιατικές και πρώην σοβιετικού μπλοκ χώρες έχουν την τάση να δίνουν προτεραιότητα στα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα, αλλά σπανίως παρέχουν αστικά και πολιτικά δικαιώματα.
Οι αντίπαλοι του αδιαίρετου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υποστηρίζουν ότι τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα διαφέρουν ριζικά από τα αστικά και τα πολιτικά και επομένως απαιτούν εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις. Υποστηρίζεται ότι τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα είναι:
Παράλληλα, τα αστικά και πολιτικά δικαιώματα κατηγοριοποιούνται ως εξής:
Η Ολίβια Μπολ και ο Πολ Γκρίντι υποστηρίζουν ότι μπορεί να βρει κανείς εύκολα παραδείγματα αστικών, πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων, που δεν ταιριάζουν στην παραπάνω κατηγοριοποίηση. Μεταξύ πολλών άλλων τονίζουν το γεγονός ότι η διατήρηση ενός δικαστικού συστήματος, που αποτελεί θεμελιώδη επιταγή του αστικού δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ενώπιον του νόμου και άλλα δικαιώματα σχετικά με τη δικαστική διαδικασία, είναι θετικά, έντασης πόρων, προοδευτικά, αόριστα, ενώ το κοινωνικό δικαίωμα στη στέγαση είναι συγκεκριμένο αγώγιμο και μπορεί να είναι ένα πραγματικό «νόμιμο» δικαίωμα[42].
Ο Κάρελ Βασάκ προσφέρει μια άλλη άποψη, αυτή των τριών γενιών ανθρωπίνων δικαιωμάτων: αστικά και πολιτικά δικαιώματα πρώτης γενιάς (δικαίωμα στη ζωή και στην πολιτική συμμετοχή), οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα δεύτερης γενιάς (δικαίωμα συντήρησης) και δικαιώματα αλληλεγγύης τρίτης γενιάς (δικαίωμα στην ειρήνη, δικαίωμα σε καθαρό περιβάλλον). Από αυτές τις γενιές, η τρίτη είναι αυτή που συζητείται περισσότερο από όλες και που στερείται νομικής και πολιτικής αναγνώρισης. Αυτή η κατηγοριοποίηση είναι αντίθετη με το αδιαίρετο των δικαιωμάτων, εφόσον δηλώνει εμμέσως πως ορισμένα δικαιώματα μπορούν να υπάρξουν δίχως άλλα. Η ιεράρχηση των δικαιωμάτων για πρακτικούς λόγους είναι, ωστόσο, μια ευρέως αποδεκτή ανάγκη. Ο ειδικός για τα ανθρώπινα δικαιώματα Φίλιπ Όλστον υποστηρίζει ότι «Αν κάθε στοιχείο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κρίνεται ουσιώδες ή αναγκαίο, τότε τίποτα δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί ως πραγματικά σημαντικό»[43] και εφιστά, μαζί με άλλους, την προσοχή στην ιεράρχηση των δικαιωμάτων.
Ορισμένα ανθρώπινα δικαιώματα περιγράφονται ως «αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα». Ο όρος αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα (ή απαράγραπτα δικαιώματα) αναφέρεται σε «ένα σύνολο ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έχουν θεμελιώδη σημασία, δεν χορηγούνται από ανθρώπινη εξουσία, και δεν γίνεται να παραδοθούν».
Διεθνή συνέδρια κατατάσσουν ως απαραβίαστα δικαιώματα το δικαίωμα της ζωής, το δικαίωμα του να είσαι ελεύθερος από δουλεία, το δικαίωμα του να είσαι ελεύθερος από βασανιστήρια και το δικαίωμα του να είσαι ελεύθερος από αναδρομική εφαρμογή ποινικών νομοθεσιών[44].
Υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι κάποιος που ατομικά ή μαζί με άλλους δρα για να προωθήσει ή να υπερασπιστεί τα ανθρώπινα δικαιώματα. Υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι εκείνοι οι άνδρες και οι γυναίκες που ενεργούν ειρηνικά για την προώθηση και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Στον απόηχο των θηριωδιών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρχε όλο και μεγαλύτερη ανησυχία για την κοινωνική και νομική προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως θεμελιώδεις ελευθερίες. Η ίδρυση των Ηνωμένων Εθνών και οι διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη τους παρείχαν μια βάση για ένα ολοκληρωμένο σύστημα διεθνούς δικαίου και πρακτικής για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Από τότε, το διεθνές δίκαιο για τα ανθρώπινα δικαιώματα χαρακτηρίζεται από ένα συνδεδεμένο σύστημα συμβάσεων, συνθηκών, οργανώσεων και πολιτικών φορέων, και όχι από οποιαδήποτε ενιαία οντότητα ή σύνολο νόμων[49].
Οι διατάξεις του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών[45] παρείχαν μια βάση για την ανάπτυξη της διεθνούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[49]. Το προοίμιο του Χάρτη ορίζει ότι τα μέλη της «επαναβεβαιώνουν την πίστη στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, στην ισότητα δικαιωμάτων ανδρών και γυναικών» και το άρθρο 1.3 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών δηλώνει ότι ένας από τους σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών είναι: «να επιτύχει διεθνή συνεργασία στην επίλυση διεθνών προβλημάτων οικονομικής, κοινωνικής, πολιτιστικής και ανθρωπιστικής φύσεως, και στην προώθηση και ενθάρρυνση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών για όλους, χωρίς διάκριση ως προς τη φυλή, το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία[50]». Το άρθρο 55 ορίζει ότι:
Τα Ηνωμένα Έθνη θα προωθούν: α) βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, πλήρη απασχόληση και συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής προόδου και ανάπτυξης β) λύσεις των διεθνών οικονομικών, κοινωνικών, υγειονομικών, και συναφών προβλημάτων γ) τη διεθνή πολιτιστική και εκπαιδευτική συνεργασία δ) τον οικουμενικό σεβασμό και την τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών για όλους, χωρίς διάκριση ως προς τη φυλή, το φύλο, τη γλώσσα, ή τη θρησκεία.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι το άρθρο 56 του Χάρτη: «Όλα τα Μέλη δεσμεύονται να λάβουν από κοινού και ξεχωριστά, σε συνεργασία με τον Οργανισμό για την επίτευξη των σκοπών που ορίζονται στο άρθρο 55[51]». Αυτή είναι μια δεσμευτική διάταξη συνθήκης που ισχύει τόσο για τον Οργανισμό όσο και τα μέλη του και έχει θεωρηθεί ότι συνιστά νομική υποχρέωση για τα μέλη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών[49]. Σε γενικές γραμμές, οι αναφορές στα ανθρώπινα δικαιώματα στον Χάρτη είναι γενικές και αόριστες. Ο Χάρτης δεν περιέχει συγκεκριμένα νομικά δικαιώματα, ούτε διατάσσει καμία διαδικασία επιβολής για την προστασία αυτών των δικαιωμάτων[52]. Παρά ταύτα, δεν πρέπει να υποτιμηθεί η σημασία της υιοθέτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εντός του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Η σημασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο διεθνές πεδίο μπορεί να αποδοθεί στη σημασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών και ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών μπορεί να θεωρηθεί ως το σημείο αφετηρίας για την ανάπτυξη ενός ευρέως φάσματος μηχανισμών, δηλώσεων, συνθηκών, μηχανισμών εφαρμογής και επιβολής, οργάνων των Ηνωμένων Εθνών, επιτροπών και εκθέσεων σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου[52]. Τα δικαιώματα που υιοθετήθηκαν στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών θα κωδικοποιούνταν και οριστικοποιούνταν στη συνέχεια στη Διεθνή Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που αποτελείται από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[7], το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα[37] και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα[38].
Η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (ΟΔΑΔ) εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών[8] το 1948, εν μέρει ως απάντηση στις φρικαλεότητες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρά το γεγονός ότι η ΟΔΑΔ ήταν ένα μη δεσμευτικό ψήφισμα, θεωρείται πλέον από κάποιους ότι έχει αποκτήσει την ισχύ του διεθνούς εθιμικού δικαίου που μπορεί να επικληθεί υπό κατάλληλες συνθήκες από τις εθνικές και άλλες δικαστικές αρχές[54]. Η ΟΔΑΔ καλεί τα κράτη-μέλη να προωθήσουν μια σειρά από ανθρώπινα, αστικά, οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, θεωρώντας τα δικαιώματα αυτά ως μέρος των «θεμελίων της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον κόσμο». Η δήλωση ήταν η πρώτη διεθνής νομική προσπάθεια να περιοριστεί η συμπεριφορά των κρατών και να εισαχθούν σε αυτά υποχρεώσεις προς τους πολίτες τους σύμφωνα με το πρότυπο της δυαδικότητας δικαιωμάτων και καθηκόντων.
... η αναγνώριση της εγγενούς αξιοπρέπειας και των ίσων και αναπαλλοτρίωτων δικαιωμάτων όλων των μελών της ανθρώπινης οικογένειας, είναι το θεμέλιο της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης στον κόσμο...[55]
Η ΟΔΑΔ ήταν πλαισιωμένη από μέλη της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με πρόεδρό της την πρώην πρώτη κυρία Έλινορ Ρούζβελτ, η οποία άρχισε να συζητά μια Διεθνή Διακήρυξη των Δικαιωμάτων το 1947. Τα μέλη της Επιτροπής δεν συμφώνησαν αμέσως στη μορφή μιας τέτοιας διακήρυξης δικαιωμάτων, και εάν, ή πώς, θα πρέπει να ενεργοποιηθεί. Η Επιτροπή προέβη στη διαμόρφωση της ΟΔΑΔ και των συνοδευτικών συμβάσεων, αλλά η ΟΔΑΔ σύντομα έγινε προτεραιότητα[56]. Ο Καναδός καθηγητής νομικής Τζον Χάμφρι και ο Γάλλος δικηγόρος Ρενέ Κασέν ήταν υπεύθυνοι για μεγάλο μέρος της διακρατικής έρευνας και της δομή του εγγράφου, αντίστοιχα, όπου τα άρθρα της δήλωσης ερμήνευαν τις γενικές αρχές του προοιμίου. Το έγγραφο δομήθηκε από τον Κασέν με τρόπο που να συμπεριλαμβάνει τις βασικές αρχές της αξιοπρέπειας, της ελευθερίας και της αδελφότητας στα δύο πρώτα άρθρα, ακολουθούμενα διαδοχικά από τα δικαιώματα που αφορούν τα άτομα: δικαιώματα των ατόμων στις μεταξύ τους σχέσεις, σε σχέση με ομάδες, πνευματικά, δημόσια και πολιτικά δικαιώματα, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα. Τα τρία τελευταία άρθρα τοποθετούν, σύμφωνα με τον Κασέν, δικαιώματα στο πλαίσιο των ορίων, των υποχρεώσεων και της κοινωνικής και πολιτικής τάξης στην οποία προβλέπεται να υλοποιηθούν[56]. Οι Χάμφρι και Κασέν είχαν σκοπό τα δικαιώματα στην ΟΔΑΔ να μπορούν να επιβληθούν με κάποιον τρόπο, όπως εκφράζεται στην τρίτη ρήτρα του προοιμίου[56]:
Επειδή έχει ουσιαστική σημασία να προστατεύονται τα ανθρώπινα δικαιώματα από ένα καθεστώς δικαίου, ώστε ο άνθρωπος να μην αναγκάζεται να προσφεύγει, ως έσχατο καταφύγιο, στην εξέγερση κατά της τυραννίας και της καταπίεσης[55].
Μέρος της ΟΔΑΔ ερευνήθηκε και συντάχθηκε από μια επιτροπή διεθνών εμπειρογνωμόνων για τα ανθρώπινα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων εκπροσώπων από όλες τις ηπείρους και όλες τις μεγάλες θρησκείες, και με βάση τις διαβουλεύσεις με ηγέτες όπως ο Μαχάτμα Γκάντι[57][58]. Η προσθήκη των αστικών, πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων[56][59] βασίσθηκε στην παραδοχή ότι όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι αδιαίρετα και ότι οι διαφορετικοί τύποι δικαιωμάτων συνδέονται άρρηκτα. Κανένα κράτος μέλος δεν διαφώνησε με την αρχή αυτή (η διακήρυξη υιοθετήθηκε ομόφωνα). Ωστόσο, η αρχή αυτή υπέστη αργότερα σημαντικές προκλήσεις[59].
Η Οικουμενική Διακήρυξη διακλαδώθηκε σε συνθήκες, ένα διεθνές σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και ένα άλλο για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα, λόγω ερωτήσεων σχετικά με την καταλληλότητα και την αρμοδιότητα οικονομικών και κοινωνικών διατάξεων στις συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και οι δύο ρήτρες ξεκινούν με το δικαίωμα των ανθρώπων στην αυτοδιάθεση και στην κυριαρχία επί των φυσικών τους πόρων[60]. Αυτή η συζήτηση για το κατά πόσον τα πολιτικά δικαιώματα είναι πιο θεμελιώδη από τα οικονομικά συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Οι συντάκτες των Συμφώνων αρχικά σχεδίαζαν μόνο ένα όργανο. Τα αρχικά σχέδια περιελάμβαναν μόνο πολιτικά και αστικά δικαιώματα, αλλά προτάθηκαν επίσης οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Η διαφωνία για το ποια δικαιώματα ήταν τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα οδήγησε στην ύπαρξη δύο συμφώνων. Η συζήτηση ήταν το αν οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα εκφράζουν προσδοκία, σε αντίθεση με τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία όλοι οι άνθρωποι έχουν αποκλειστικώς βάσει της ανθρώπινης ύπαρξης, διότι δικαιώματα οικονομικά και κοινωνικά εξαρτώνται από τον πλούτο και τη διαθεσιμότητα των πόρων. Επιπλέον, σε αντίθεση με τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα τα οποία καθορίζονται αποκλειστικά από τη φύση (πνευματικές και σωματικές ικανότητες) των ανθρώπων, η αναγνώριση κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων εξαρτάται από ιδεολογία ή οικονομικές θεωρίες. Συζητήθηκε το κατά πόσον τα οικονομικά δικαιώματα ήταν κατάλληλα θέματα για δεσμευτικές υποχρεώσεις και αν η έλλειψη ομοφωνίας επί αυτών των δικαιωμάτων θα μείωνε την ισχύ των πολιτικών δικαιωμάτων. Υπήρξε ευρεία συμφωνία και σαφής αναγνώριση ότι τα μέσα που απαιτούνται για να επιβληθεί ή να παρακινηθεί η συμμόρφωση με τις κοινωνικο-οικονομικές επιχειρήσεις διέφεραν από τα μέσα που απαιτούνται για πολιτικά δικαιώματα[61].
Η συζήτηση αυτή και η επιθυμία για το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό υπογραφόντων στο δίκαιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων οδήγησαν σε δύο σύμφωνα. Το σοβιετικό μπλοκ και μια σειρά από αναπτυσσόμενες χώρες υποστήριξαν την ένταξη όλων των δικαιωμάτων σε ένα λεγόμενο Ψήφισμα Ενότητας. Και τα δύο σύμφωνα επιτρέπουν στα κράτη να παρεκκλίνουν ορισμένων δικαιωμάτων. Αυτοί που τάσσονταν υπέρ μιας ενιαίας συνθήκης δεν μπόρεσαν να αποκτήσουν επαρκή συναίνεση[62][63].
Το 1966, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα[37] (ICCPR) και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα[38] (ICESCR) υιοθετήθηκαν από τα Ηνωμένα Έθνη, μετατρέποντας τα δικαιώματα που εμπεριέχονται στη σύμβαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε δεσμευτικά για όλα τα κράτη που έχουν υπογράψει τη σύμβαση, δημιουργώντας το δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Από τότε πολλές άλλες συμβάσεις (νομοθετήματα) έχουν προταθεί σε διεθνές επίπεδο. Είναι ευρέως γνωστές ως διακηρύξεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μερικές από τις πιο σημαντικές, γνωστές και ως (συμπεριλαμβανομένων και των ICCPR και ICESCR) «οι επτά θεμελιώδεις συνθήκες», είναι:
Επιπλέον της προστασίας από τις διεθνείς συμβάσεις, το εθιμικό διεθνές δίκαιο ενδεχομένως προστατεύει μερικά ανθρώπινα δικαιώματα όπως η απαγόρευση των βασανιστηρίων, της γενοκτονίας και της δουλείας, καθώς και την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων[71].
Οι συμβάσεις της Γενεύης διαμορφώθηκαν μεταξύ 1864 και 1949 ως αποτέλεσμα των προσπαθειών του Ερρίκου Ντυνάν, ιδρυτή της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού. Οι συμβάσεις προάσπιζαν τα δικαιώματα των ατόμων που εμπλέκονταν σε ένοπλη συμπλοκή, και βασιζόμενες στις συμβάσεις της Χάγης του 1899 και 1907, αποτελούν την πρώτη προσπάθεια της διεθνούς κοινότητας να επισημοποιήσει τους νόμους του πολέμου και των εγκλημάτων πολέμου μέσω ενός κοσμικού διεθνούς δικαίου. Οι συμβάσεις αναθεωρήθηκαν σαν αποτέλεσμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και επανεκδόθηκαν από τη διεθνή κοινότητα το 1949.
Ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών και οι πολυμερείς συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα δίνουν στα Ηνωμένα Έθνη εντολή και διεθνή δικαιοδοσία να εφαρμόσει καθολικούς νόμους για τα ανθρώπινα δικαιώματα[74]. Ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων αφορούν κυρίως το Συμβούλιο Ασφαλείας και το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τα οποία αποτελούν μέρη του μηχανισμού των Ηνωμένων Εθνών. Υπάρχουν επίσης πολλαπλές επιτροπές εντός των ΗΕ με σκοπό την προστασία διαφόρων συνθηκών για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Το Γραφείο του Ύπατου Αρμοστή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα είναι ανώτατο όργανο στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα ΗΕ έχουν διεθνή εντολή:
Να επιτυγχάνουν διεθνή συνεργασία για την επίλυση διεθνών προβλημάτων οικονομικής, κοινωνικής, πολιτιστικής και ανθρωπιστικής φύσεως, και για την ανάπτυξη και ενθάρρυνση του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών για όλους, χωρίς διάκριση φυλής, φύλου, γλώσσας ή θρησκείας.
— Άρθρο 1.3 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών
Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ευθύνεται κυρίως για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και της ασφάλειας και είναι το μόνο εξουσιοδοτημένο όργανο των ΗΕ να ασκήσει βία. Του έχει ασκηθεί κριτική λόγω της ανικανότητάς του να προλάβει παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως την κρίση στο Νταρφούρ, τη σφαγή της Σρεμπρένιτσα και τη γενοκτονία της Ρουάντα[75]. Η παρουσία μη δημοκρατικών κρατών στο Συμβούλιο Ασφαλείας, για παράδειγμα, ήταν για τους κριτικούς η αιτία της αποτυχίας του όσον αφορά αυτές τις παραβιάσεις[76].
Στις 28 Απριλίου 2006, το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε το ψήφισμα 1674 που επαναβεβαίωσε την ευθύνη για την προστασία πληθυσμών από γενοκτονία, εγκλήματα πολέμου, εθνοκάθαρση και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, ενώ παράλληλα δέσμευσε τα μέλη του να λάβουν δράση ώστε να προστατευτούν άμαχοι πληθυσμοί από ένοπλες συγκρούσεις[77][78][79].
Η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών έχει, σύμφωνα με το Άρθρο 13 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, την εξουσία να κινεί μελέτες και να θέσει προτάσεις για ζητήματα που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα[80]. Η Γενική Συνέλευση προβλέπεται, επομένως, να ψηφίζει μια σειρά από εργαλεία για τα ανθρώπινα δικαιώματα, με πρώτο την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου το 1948[80]. Πολλαπλά επικουρικά της όργανα επικεντρώνονται σε συγκεκριμένα θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η Ειδική Επιτροπή για την Αποικιοποίηση και η Ειδική Επιτροπή κατά του απαρτχάιντ (πλέον μη ενεργή). Επιπλέον, έχει δημιουργήσει πολλά άλλα επικουρικά όργανα που ασχολούνται με ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε ορισμένα πλαίσια υψηλού προφίλ, όπως το Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών για τη Ναμίμπια, την Ειδική Επιτροπή για τη Διερεύνηση των ισραηλινών πρακτικών στα κατεχόμενα εδάφη και την Επιτροπή σχετικά με την άσκηση των αναφαίρετων δικαιωμάτων του λαού της Παλαιστίνης[81].
Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών, το οποίο ιδρύθηκε στην Παγκόσμια Σύνοδο του 2005 ώστε να αντικαταστήσει την Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, έχει εντολή να ερευνά παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων[82][83]. Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι επικουρικό όργανο της Γενικής Συνέλευσης[84], στο οποίο και δίνει άμεση αναφορά. Κατατάσσεται κάτω από το Συμβούλιο Ασφαλείας, που είναι εξουσιοδοτημένο να ερμηνεύει τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών[85]. 47 από τα 191 κράτη-μέλη μετέχουν στο συμβούλιο και εκλέγονται από απλή πλειοψηφία σε μυστική ψηφοφορία της Γενικής Συνέλευσης. Η θητεία των μελών διαρκεί έως 6 χρόνια, αλλά μπορεί να ανασταλεί σε περίπτωση κατάφωρης παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το Συμβούλιο εδρεύει στη Γενεύη και συνεδριάζει τρεις φορές τον χρόνο ή συχνότερα για να ανταποκριθεί σε επείγουσες καταστάσεις[86].
Το Συμβούλιο διατηρεί ανεξάρτητους πραγματογνώμονες (εισηγητές) που ερευνούν ισχυρισμούς παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παραδίδουν αναφορές στο Συμβούλιο.
Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μπορεί να ζητήσει από το Συμβούλιο Ασφαλείας να δράσει όταν συμβαίνουν τέτοιες παραβιάσεις. Αυτό μπορεί να συνεπάγεται άμεσες δράσεις ή κυρώσεις και το Συμβούλιο Ασφαλείας μπορεί επίσης να παραπέμψει υποθέσεις στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΠ)[87] ακόμα και αν αυτές είναι εκτός της κανονικής δικαιοδοσίας του ΔΠΠ. Για παράδειγμα, το Συμβούλιο Ασφαλείας παρέπεμψε στο ΔΠΠ την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Νταρφούρ του Σουδάν, παρά το γεγονός ότι το Σουδάν είχε λειτουργικό νομικό σύστημα.
Πέρα από τα πολιτικά όργανα, των οποίων η εντολή πηγάζει από τον Χάρτη των ΗΕ, τα ΗΕ έχουν δημιουργήσει ορισμένα όργανα βασισμένα σε συνθήκες που περιλαμβάνουν επιτροπές ανεξαρτήτων εμπειρογνωμόνων που παρακολουθούν την τήρηση των κανόνων σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα που εκπορεύονται από βασικές συνθήκες για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Παρακολουθούν και στηρίζονται από την ίδια συνθήκη που τα δημιούργησε. Στην πραγματικότητα, με εξαίρεση το Κέντρο Οικονομικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων που συστάθηκε από το ψήφισμα του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου για την παρακολούθηση λειτουργιών που αρχικώς είχαν ανατεθεί σε αυτό το όργανο του Συμφώνου, είναι θεωρητικά αυτόνομα όργανα καθορισμένα από τις συνθήκες που επιβλέπουν και λογοδοτούν στα μέλη που συνέβαλαν στις συνθήκες αυτές και όχι στα ΗΕ. Στην πράξη όμως, είναι στενά συνυφασμένα με το σύστημα των Ηνωμένων Εθνών και στηρίζονται από τον Ύπατο Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και το Κέντρο των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα[88]:
Εκτός από τη Σύμβαση για την Εξάλειψη Κάθε Τύπου Διακρίσεων κατά των Γυναικών (ΣΕΔΓ) που υποστηρίζεται από το Τμήμα για την Προώθηση των Γυναικών, κάθε όργανο συνθήκης λαμβάνει γραμματειακή υποστήριξη από το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθώς επίσης και από το Τμήμα Συνθηκών του Γραφείου του Ύπατου Αρμοστή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στη Γενεύη. Η ΣΕΔΓ κάποτε συνεδρίαζε στην έδρα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, τώρα όμως συνεδριάζει συχνότερα στη Γενεύη, όπως όλα τα άλλα όργανα συνθηκών. Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συνήθως συνεδριάζει στη Νέα Υόρκη τον Μάρτιο.
Τα διεθνή καθεστώτα για τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν, σε πολλές περιπτώσεις, «φωλιάσει» εντός πολλαπλών σύνθετων τοπικών συμφωνιών που υπερκαλύπτονται. Αυτά τα περιφερειακά καθεστώτα μπορούν να θεωρηθούν σχετικώς αυτόνομα συνεκτικά υπο-καθεστώτα ανθρωπίνων δικαιωμάτων[92]. Τρία κυρίως περιφερειακά εργαλεία ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι φανερά: ο Αφρικανικός Χάρτης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Λαών[93], η Αμερικανική Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα[94] (Βόρεια και Νότια Αμερική) και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου[95]. Η τελευταία έχει ορίσει και διασφαλίσει από το 1950 τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες στην Ευρώπη[96]. Και τα 47 κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης έχουν υπογράψει τη Σύμβαση και επομένως υπάγονται στη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εδρεύει στο Στρασβούργο[96].
Διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα όπως η Διεθνής Αμνηστία, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η Διεθνής Υπηρεσία για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και η Διεθνής Ομοσπονδία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου παρακολουθούν ό,τι θεωρούν ως σημαντικό ζήτημα για τα ανθρώπινα δικαιώματα ανά τον κόσμο και προωθούν τη γνώμη τους επ’ αυτών. Οι οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα θεωρούνται ότι «μετατρέπουν σύνθετα διεθνή ζητήματα σε δραστηριότητες για να αναλάβουν ανήσυχοι πολίτες στις κοινότητές τους»[97]. Συχνά οι οργανώσεις αυτές ασχολούνται με την προώθηση συμφερόντων για λογαριασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τα οποία και υπερασπίζονται προσπαθώντας να πείσουν τα Ηνωμένα Έθνη, τα υπερεθνικά όργανα και τις εθνικές κυβερνήσεις να υιοθετήσουν τις πολιτικές τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πολλές οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, μάλιστα, διαθέτουν και καθεστώς παρατηρητή στα διάφορα σχετικά όργανα των Ηνωμένων Εθνών. Μια πρόσφατη μη κυβερνητική σύσκεψη για τα ανθρώπινα δικαιώματα ήταν το Φόρουμ Ελευθερίας του Όσλο (2009) για το οποίο έγραψε το Economist πως είναι «καθοδόν για να γίνει το αντίστοιχο του οικονομικού φόρουμ του Νταβός για τα ανθρώπινα δικαιώματα» σημειώνοντας επίσης πως οι υποστηρικτές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διχάζονται ολοένα και περισσότερο όσον αφορά τον ορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συγκεκριμένα όσον αφορά τη Μέση Ανατολή[98].
Κριτική ασκείται σε οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων που χρησιμοποιούν τη θέση τους, αλλά απομακρύνονται από τους δεδηλωμένους τους στόχους. Ο Τζέραλντ Στάινμπεργκ, για παράδειγμα, ακαδημαϊκός του Ισραήλ, υποστηρίζει ότι οι ΜΚΟ εκμεταλλεύονται το λεγόμενο φαινόμενο «επίδρασης φωτοστέφανου» και ότι «τους δίνεται το στάτους των αμερόληπτων ηθικών φυλάκων» από κυβερνήσεις και media[99]. Σύμφωνα με την παραπάνω κριτική, αυτό μπορεί να φανεί σε διάφορα κυβερνητικά επίπεδα, ακόμα και όταν ομάδες που υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα καταθέτουν μαρτυρία ενώπιον ερευνητικών επιτροπών[100].
Η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) είναι συμβουλευτικό όργανο της Ελληνικής Πολιτείας σε θέματα προστασίας και προώθησης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου[101], ενώ η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη (ΕΕΔΑΠ), με έτος ίδρυσης το 1936 και έτος επανίδρυσης το 1953, είναι η παλαιότερη μη κυβερνητική οργάνωση προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που υπάρχει στην Ελλάδα[102].
Οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων προκύπτουν όταν ενέργειες από κρατικούς (ή μη-κρατικούς) παράγοντες καταχρώνται, αγνοούν ή αρνούνται τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα (συμπεριλαμβανομένων των αστικών, πολιτικών, πολιτιστικών, κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων). Επιπλέον, οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορούν να προκύψουν όταν κάποιος κρατικός ή μη κρατικός φορέας παραβιάζει οποιοδήποτε μέρος της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα ή άλλου διεθνούς δικαίου για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Όσον αφορά τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της νομοθεσίας των Ηνωμένων Εθνών, το άρθρο 39 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών ορίζει το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (ή άλλη εξουσιοδοτημένη Αρχή) ως το μόνο δικαστήριο που μπορεί να καθορίσει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ΟΗΕ[85].
Οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παρακολουθούνται από επιτροπές των Ηνωμένων Εθνών, εθνικούς οργανισμούς και κυβερνήσεις και από πολλές ανεξάρτητες μη κυβερνητικές οργανώσεις, όπως η Διεθνής Αμνηστία[104], η Διεθνής Ομοσπονδία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου,[105] το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,[106] η Παγκόσμια Οργάνωση κατά των Βασανιστηρίων,[107] η οργάνωση Freedom House,[108] η Διεθνής Οργάνωση Ανταλλαγής Πληροφοριών για την Ελευθερία της Έκφρασης[109] και η Διεθνής Οργάνωση κατά της Δουλείας[110]. Αυτές οι οργανώσεις συλλέγουν στοιχεία και αποδείξεις από καταγγελλόμενες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ασκούν πίεση για την εφαρμογή των νόμων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Επιθετικοί πόλεμοι, εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, συμπεριλαμβανομένης της γενοκτονίας, αποτελούν παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και είναι από τις πιο σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.[87][111][112]
Στο πλαίσιο των προσπαθειών για την εξάλειψη των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οικοδόμηση της ευαισθητοποίησης και η διαμαρτυρία για την απάνθρωπη μεταχείριση έχουν συχνά οδηγήσει σε εκκλήσεις για δράση και μερικές φορές βελτίωσαν τις καταστάσεις. Το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών έχει μεσολαβήσει με ειρηνευτικές δυνάμεις, και άλλα κράτη και συνθήκες (όπως το ΝΑΤΟ) παρενέβησαν σε καταστάσεις για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι πολυεθνικές εταιρείες παίζουν έναν όλο και πιο αυξανόμενο ρόλο στον κόσμο και είναι υπεύθυνες για πολλές καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[113]. Παρότι το νομικό και ηθικό πλαίσιο που περιβάλει τις ενέργειες των κυβερνήσεων είναι σε λογικό βαθμό επαρκώς ανεπτυγμένο, εκείνο που περιβάλει τη δραστηριότητα των πολυεθνικών εταιρειών θεωρείται πιο αμφιλεγόμενο και μη επαρκώς διασαφηνισμένο. Η πρωταρχική ευθύνη των πολυεθνικών εταιρειών είναι έναντι των μετόχων τους κι όχι έναντι εκείνων που επηρεάζονται από τις ενέργειές τους. Τέτοιες εταιρείες μπορεί να είναι μεγαλύτερες από τις οικονομίες κάποιων κρατών μέσα στα οποία λειτουργούν και μπορούν να αποκτήσουν αξιοσημείωτη οικονομική και πολιτική ισχύ. Δεν υπάρχουν διεθνείς συνθήκες που να καλύπτουν συγκεκριμένα τη συμπεριφορά των εταιρειών σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα και οι εθνικές νομοθεσίες ποικίλουν σημαντικά. Ο Jean Ziegler, Ειδικός Εισηγητής της Επιτροπής Ανθρώπινων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών για το δικαίωμα στην τροφή, δήλωσε σε μια αναφορά του το 2003:
Η αυξανόμενη ισχύς των διεθνικών εταιρειών και η επέκταση της εξουσίας τους μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, της νομοθετικής απελευθέρωσης και της απόσυρσης του Κράτους, σημαίνει επίσης ότι είναι καιρός να αναπτύξουμε δεσμευτικούς νομικούς κανόνες που θα συγκρατούν τις εταιρείες στο πλαίσιο των ανθρώπινων δικαιωμάτων και θα παρεμποδίζουν πιθανή κατάχρηση της θέσης ισχύος τους[114].
Τον Αύγουστο του 2003 η υποεπιτροπή της Επιτροπής Ανθρώπινων Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών για την Προώθηση και Προστασία των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων εξέδωσε το σχέδιο «Κανονισμοί σχετικά με τις ευθύνες των διεθνικών εταιρειών και άλλων επιχειρήσεων σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα»[115]. Αυτοί ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το 2004, αλλά δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα και δεν εποπτεύονται[116].
Η Ελλάδα έχει κατηγορηθεί αρκετές φορές για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[117][118][119].
Το δικαίωμα στη ζωή είναι εγγενές στον άνθρωπο. Το δικαίωμα αυτό πρέπει να προστατεύεται από τον νόμο. Από κανένα δεν μπορεί να αφαιρεθεί αυθαίρετα η ζωή[120].
Το δικαίωμα στη ζωή είναι το ουσιαστικό δικαίωμα του ανθρώπου να μην σκοτώνεται από άλλον άνθρωπο. Η έννοια του δικαιώματος στη ζωή είναι βασική στη συζήτηση ζητημάτων άμβλωσης, θανατικής ποινής, ευθανασίας, αυτοάμυνας και πολέμου. Σύμφωνα με τους ακτιβιστές ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η θανατική ποινή αποτελεί παραβίαση αυτού του δικαιώματος[121]. Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν καλέσει τα κράτη που διατηρούν τη θανατική ποινή να θέσουν δικαιοστάσιο με σκοπό την κατάργησή της[122]. Όποιο κράτος δεν συμμετέχει σε αυτήν την προσπάθεια υφίσταται σημαντικές ηθικές και πολιτικές πιέσεις.
Η ελευθερία από τη δουλεία είναι διεθνώς αναγνωρισμένη ως ανθρώπινο δικαίωμα. Το Άρθρο 4 της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα υπαγορεύει το εξής:
Κανείς δεν επιτρέπεται να ζει υπό καθεστώς δουλείας, ολικής ή μερικής. Η δουλεία και το δουλεμπόριο υπό οποιαδήποτε μορφή απαγορεύεται[123][124].
Παρά ταύτα, ο αριθμός των δούλων σήμερα είναι υψηλότερος από ποτέ άλλοτε στην ιστορία[125] και εκτιμάται από 12[126] έως και 27 εκατομμύρια[127][128][129]. Οι περισσότεροι είναι δούλοι για χρέη που τους επιβάρυναν δανειστές, συχνά ακόμα και επί γενιές[130]. Η εμπορία ανθρώπων συμβαίνει κυρίως για την έκδοση γυναικόπαιδων στις βιομηχανίες του σεξ[131].
Ομάδες όπως οι αμερικανικές American Anti-Slavery Group, Free the Slaves και η βρετανική Anti-Slavery International εξακολουθούν να εργάζονται για την απαλοιφή της δουλείας στον κόσμο.
Τα βασανιστήρια ιστορικά χρησιμοποιούνταν ως μέσο πολιτικής επανεκπαίδευσης, ανάκρισης, τιμωρίας και εξαναγκασμού. Πέρα από τα κρατικά βασανιστήρια, τα άτομα ή ομάδες μπορεί να ωθούνται στον βασανισμό άλλων για λόγους παρόμοιους με τους λόγους ενός κράτους. Όμως το κίνητρο για να βασανίσει κανείς μπορεί να προέρχεται από την ανάγκη για σαδιστική ικανοποίηση του βασανιστή, όπως στην περίπτωση των δολοφόνων τoυ Μουρ.
Τα βασανιστήρια διώκονται από το διεθνές δίκαιο και το εσωτερικό δίκαιο στις περισσότερες χώρες στον 21ο αιώνα. Θεωρούνται παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και έχουν κηρυχθεί ως ανεπίτρεπτα από το Άρθρο 5 της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα των Ηνωμένων Εθνών[132]. Οι υπογράφοντες των Συμβάσεων της Γενεύης του 1949 και των Πρόσθετων Πρωτοκόλλων Ι και ΙΙ της 8ης Ιουνίου 1977 επισήμως συμφώνησαν να μην βασανίζουν αιχμαλώτους σε πολεμικές συρράξεις, είτε αυτές είναι διεθνείς είτε εγχώριες. Τα βασανιστήρια επίσης απαγορεύονται από τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών Κατά των Βασανιστηρίων[69], που έχει επικυρωθεί από 155 χώρες[133].
Ομόφωνα τα κράτη απαγορεύουν τα βασανιστήρια, διεθνώς αλλά και στα εδάφη τους, καθώς είναι ανήθικα και μη πρακτικά[134]. Παρά τις διεθνείς αυτές συμβάσεις, οργανισμοί που παρακολουθούν την κατάχρηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων (λ.χ. Διεθνής Αμνηστία, Διεθνές Συμβούλιο Αποκατάστασης Θυμάτων Βασανιστηρίων) καταγγέλλουν την ευρεία χρήση βασανιστηρίων που παραβλέπονται από κράτη πολλών περιοχών του κόσμου[135]. Η Διεθνής Αμνηστία υπολογίζει ότι τουλάχιστον 81 κυβερνήσεις ασκούν βασανιστήρια, ορισμένες μάλιστα και ανοικτά[136].
Ο κάθε άνθρωπος έχει πλήρες δικαίωμα σε δίκαιη και δημόσια ακρόαση από ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών του καθώς και για κάθε κατηγορία εναντίον του[137].
Το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη έχει ορισθεί από πολυάριθμους τοπικούς και διεθνείς οργανισμούς αρμόδιους για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Είναι ένα από τα πλέον διαδεδομένα ανθρώπινα δικαιώματα και όλοι οι οργανισμοί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων το κατοχυρώνουν σε περισσότερα του ενός άρθρα[138]. Το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη είναι ένα από τα πλέον εκδικασμένα και υπάρχει σημαντική νομολογία επί της ερμηνείας του ανθρώπινου αυτού δικαιώματος[139]. Παρά τις διαφοροποιήσεις στις διατυπώσεις και στις τοποθετήσεις των διαφόρων δικαιωμάτων για δίκαιη δίκη, οι διεθνείς οργανισμοί για τα ανθρώπινα δικαιώματα ορίζουν το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη με τους ίδιους γενικώς όρους[140]. Στόχος του δικαιώματος είναι να διαφυλαχθεί η ορθή απονομή δικαιοσύνης. Ως ελάχιστες προϋποθέσεις, το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη περιλαμβάνει τα ακόλουθα επί μέρους δικαιώματα κατά τις αστικές και ποινικές ακροαματικές διαδικασίες[141]:
Σύμφωνα με το άρθρο 12 της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα: «Κανείς δεν επιτρέπεται να υποστεί αυθαίρετες επεμβάσεις στην ιδιωτική του ζωή, την οικογένεια, την κατοικία ή την αλληλογραφία του, ούτε προσβολές της τιμής και της υπόληψής του. Καθένας έχει το δικαίωμα να τον προστατεύουν οι νόμοι από επεμβάσεις και προσβολές αυτού του είδους[142].» Σύμφωνα με το άρθρο 9 του ελληνικού Συντάγματος: «Η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ατόμου είναι απαραβίαστη.»
Το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή είναι ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, διότι σχετίζεται άμεσα με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια[143], ενώ επιπλέον αποτελεί και αποφασιστικό παράγοντα για άλλα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας και το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου[144][145][146].
Η ελευθερία μετακίνησης εγγυάται ότι ο πολίτης ενός κράτους στο οποίο βρίσκεται ο εν λόγω πολίτης, έχει την ελευθερία να ταξιδέψει, να διαμείνει, ή/και να εργαστεί σε οποιοδήποτε μέρος του κράτους επιλέγει, εντός των ορίων του σεβασμού για την ελευθερία και τα δικαιώματα των άλλων, καθώς και να εγκαταλείψει αυτό το κράτος και να επανεισέλθει ανά πάσα στιγμή.
Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την ελευθερία να αλλάζει τη θρησκεία του και τις πεποιθήσεις του και την ελευθερία να εκδηλώνει τη θρησκεία ή την πεποίθησή του, ατομικά ή από κοινού με άλλους, δημόσια ή ιδιωτικά μέσω της λατρείας, πράξεων ιεροτελεστίας, πρακτικής και διδασκαλίας.
— Άρθρο 18 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα
Ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας είναι στενά συνδεδεμένα δικαιώματα που προστατεύουν την ελευθερία ενός ατόμου ή κοινότητας, δημόσια ή ιδιωτικά, να σκέφτεται και να κατέχει ελεύθερα τις ιδεολογικές πεποιθήσεις του καθώς και να εκδηλώνει τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις του, ατομικά ή από κοινού με άλλους, μέσω της λατρείας, πράξεων ιεροτελεστίας, πρακτικής και διδασκαλίας. Η έννοια είναι γενικώς αναγνωρισμένο ότι συμπεριλαμβάνει επίσης και την ελευθερία κάποιου να αλλαξοθρησκήσει ή να μην πιστεύει σε καμία θρησκεία[147]. Η ελευθερία κάποιου να αφήσει ή να σταματήσει τη συμμετοχή σε μια θρησκεία ή θρησκευτική ομάδα –σε θρησκευτικούς όρους η επονομαζόμενη «αποστασία»– είναι επίσης ένα θεμελιώδες μέρος της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως καλύπτεται από το άρθρο 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων[148].
Οργανώσεις προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως η Διεθνής Αμνηστία, διοργανώνουν εκστρατείες για την προστασία όσων έχουν συλληφθεί ή/και φυλακιστεί ως κρατούμενοι συνείδησης λόγω των ιδεολογικών πεποιθήσεών τους, ιδιαίτερα όσον αφορά την πνευματική, πολιτική και καλλιτεχνική ελευθερία της έκφρασης και του συνεταιρίζεσθαι[149]. Στη νομοθεσία, η ρήτρα συνείδησης είναι μια διάταξη νόμου που εξαιρεί έναν επαγγελματία υγείας από τη συμμόρφωση με τη νομοθεσία (π.χ. τη χειρουργική ή φαρμακευτική έκτρωση) αν είναι ασυμβίβαστη με τις θρησκευτικές ή ιδεολογικές πεποιθήσεις του[150].
Η ελευθερία του λόγου είναι το να μιλάει κανείς ελευθέρως χωρίς να λογοκρίνεται. Ο όρος ελευθερία της έκφρασης χρησιμοποιείται μερικές φορές ως συνώνυμο, αλλά περιλαμβάνει κάθε πράξη αναζήτησης, λήψης και μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, ανεξαρτήτως του χρησιμοποιούμενου μέσου. Στην πράξη, το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου δεν είναι απόλυτο σε καμία χώρα και διάφορες εκφάνσεις της υπόκεινται σε περιορισμούς, όπως οι λίβελοι, οι συκοφαντίες, οι αισχρολογίες, η παρακίνηση προς εγκληματικές πράξεις, κ.λπ.
Η ελευθερία της έκφρασης αναγνωρίζεται ως ανθρώπινο δικαίωμα στο Άρθρο 19 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και αναγνωρίζεται στη διεθνή νομοθεσία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ICCPR). Το άρθρο 19 του Διεθνούς αυτού Συμφώνου ορίζει ότι «ο καθένας έχει το δικαίωμα να έχει άποψη ανεπηρέαστος» και «ο καθένας έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία της αναζήτησης, λήψης και μετάδοσης πληροφορίας και ιδεών όλων των ειδών, ανεξαρτήτως συνόρων, είτε προφορικώς, είτε γραπτώς ή εντύπως, υπό τη μορφή έργων τέχνης, ή μέσω οιουδήποτε άλλου μέσου της επιλογής του»[151].
Το δικαίωμα στην εργασία αναγνωρίζεται ως ανθρώπινο δικαίωμα στο άρθρο 23 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο άρθρο 6 του Διεθνές Συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα[38]. Το δικαίωμα στην εργασία περιλαμβάνει το δικαίωμα κάθε προσώπου να έχει τη δυνατότητα να κερδίζει τα απαραίτητα για τη ζωή του με εργασία την οποία διαλέγει ή δέχεται ελεύθερα. Καθένας έχει το δικαίωμα να εργάζεται και να επιλέγει ελεύθερα το επάγγελμά του, να έχει δίκαιες και ικανοποιητικές συνθήκες δουλειάς και να προστατεύεται από την ανεργία.
Στο ελληνικό σύνταγμα, άρθρο 22, η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το κράτος.
Το δικαίωμα σε επαρκές βιοτικό επίπεδο αναγνωρίζεται ως ανθρώπινο δικαίωμα στο άρθρο 25 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στα άρθρα 11 και 12 του Διεθνές Συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα[38]. Το δικαίωμα σε επαρκές βιοτικό επίπεδο συμπεριλαμβάνει τα δικαιώματα στην κατάλληλη διατροφή, ενδυμασία και κατοικία, αλλά και το δικαίωμα στην υγεία, την ιατρική περίθαλψη και την ασφάλιση.
Στο ελληνικό σύνταγμα, άρθρο 21, το κράτος μεριμνά για τη διασφάλιση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης όλων των πολιτών μέσω ενός συστήματος ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, όπως νόμος ορίζει.
Το δικαίωμα στην εκπαίδευση αναγνωρίζεται ως ανθρώπινο δικαίωμα στο άρθρο 26 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο άρθρο 13 του Διεθνές Συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα. Η βασική εκπαίδευση πρέπει να είναι υποχρεωτική και να παρέχεται σε όλους δωρεάν.
Στο ελληνικό σύνταγμα, άρθρο 16, αναφέρεται πως όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια.
Το δικαίωμα συμμετοχής στον πολιτισμό αναγνωρίζεται ως ανθρώπινο δικαίωμα στο άρθρο 27 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο άρθρο 15 του Διεθνές Συμφώνου για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα. Καθένας έχει το δικαίωμα να συμμετέχει ελεύθερα στην πνευματική ζωή της κοινότητας, να χαίρεται τις καλές τέχνες και να μετέχει στην επιστημονική πρόοδο και στα αγαθά της.
Γεγονότα και νέες δυνατότητες μπορούν να επηρεάσουν τα υφιστάμενα δικαιώματα ή να δημιουργήσουν την ανάγκη για νέα. Πρόοδοι στην τεχνολογία, ιατρική και φιλοσοφία συνεχώς προκαλούν το status quo της λογικής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[152].
Το δικαίωμα στο νερό[153][154][155] έχει αναγνωριστεί σε μια ευρεία γκάμα διεθνών εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων συνθηκών, διακηρύξεων και άλλων προτύπων. Για παράδειγμα, η Σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών του 1979 (CEDAW) απαιτεί από τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν για τις γυναίκες το δικαίωμα «Να απολαμβάνουν κατάλληλες συνθήκες διαβιώσεως, ειδικότερα όσον αφορά [...] την παροχή [...] ύδατος»[156]. Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού του 1989 (CRC) απαιτεί από τα συμβαλλόμενα κράτη να καταπολεμήσουν την αρρώστια και τον υποσιτισμό «και με την παροχή θρεπτικών τροφών και καθαρού πόσιμου νερού»[157].
Ο πιο ξεκάθαρος ορισμός του Ανθρώπινου Δικαιώματος για Νερό έχει δοθεί από την Επιτροπή για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα του ΟΗΕ. Αυτός ο φορέας ερμήνευσε τις νομικές υποχρεώσεις ενός Κράτους μέρους στο Διεθνές σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα (ICESCR) με την έκδοση το 2002 μιας μη δεσμευτικής ερμηνείας που επιβεβαίωνε ότι η πρόσβαση στο νερό ήταν προαπαιτούμενο για το δικαίωμα επαρκούς συνθήκης διαβίωσης και πως είναι αλληλένδετο με το δικαίωμα για την επίτευξη του μέγιστου δυνατού επίπεδου υγείας (βλέπε ΙCESCR Άρθρο 11 & 12[158]), και συνεπώς πρόκειται για ανθρώπινο δικαίωμα:
Το ανθρώπινο δικαίωμα για νερό παρέχει στον καθένα το δικαίωμα για επαρκές, ασφαλές, αποδεκτό, φυσικά και οικονομικά προσβάσιμο νερό για προσωπική και οικιακή χρήση[159][160].
Στις 28 Ιουλίου 2010, η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ανακήρυξε το νερό και την υγιεινή ως ανθρώπινα δικαιώματα[161]. Σήμερα, όλα τα Κράτη έχουν επικυρώσει τουλάχιστον μια σύμβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έμμεσα ή άμεσα να αναγνωρίζει το δικαίωμα, και έχουν όλα υπογράψει τουλάχιστον μια πολιτική διακήρυξη που να αναγνωρίζει το δικαίωμα αυτό.
Παράνομη η ομόφυλη επαφή. Ποινές: | |
Θανατική ποινή |
Θανατική ποινή, δεν εφαρμόζεται |
Φυλάκιση |
Φυλάκιση, δεν εφαρμόζεται1 |
Θάνατος υπό πολιτοφυλακή |
Κράτηση χωρίς δίωξη |
Νόμιμη η ομόφυλη επαφή. Αναγνώριση των ενώσεων: | |
Γάμος2 |
Εξωεδαφικός γάμος3 |
Αστική ένωση ή σύμφωνο συμβίωσης |
Περιορισμένη εγχώρια αναγνώριση |
Περιορισμένη ξένη αναγνώριση |
Προαιρετική πιστοποίηση |
Καθόλου |
Περιορισμένη έκφραση |
Τα δικαιώματα στον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου σχετίζονται με την έκφραση του σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου με βάση το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και το δικαίωμα να μην υφίσταται διακρίσεις λόγω της «άλλης κατάστασης», όπως ορίζεται σε διάφορες συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως το άρθρο 17 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα[162] και το άρθρο 8 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα[163].
Με στοιχεία του 2011, η ομοφυλοφιλική συμπεριφορά είναι παράνομη σε 76 χώρες και τιμωρείται με εκτέλεση σε επτά χώρες[164]. Η ποινικοποίηση των ιδιωτικών, συναινετικών, ενηλίκων σεξουαλικών σχέσεων, ειδικά σε χώρες όπου υπάρχει σωματική ή θανατική ποινή, είναι ένα από τα κύρια προβλήματα των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των ΛΟΑΤ[165].
Άλλα θέματα περιλαμβάνουν: κυβερνητική αναγνώριση των ομόφυλων σχέσεων, υιοθέτηση από ΛΟΑΤ, σεξουαλικό προσανατολισμό και στρατιωτική θητεία, ισότητα των μεταναστών, νόμους κατά των διακρίσεων, νομοθεσία για τα εγκλήματα μίσους σχετικά με τη βία κατά των ΛΟΑΤ, νόμους περί σοδομισμού, νόμους κατά των λεσβιών και ίση ηλικία συναίνεσης για σεξουαλική δραστηριότητα ιδίου φύλου[166][167][168][169][170][171].
Μια παγκόσμια χάρτα για τον σεξουαλικό προσανατολισμό και τα δικαιώματα προσδιορισμού ταυτότητας φύλου έχει προταθεί με τη μορφή των «Αρχών της Yogyakarta», ένα σύνολο 29 αρχών των οποίων οι συγγραφείς λένε ότι εφαρμόζουν το καταστατικό του Διεθνούς Δίκαιου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, σύμφωνα με τις προηγούμενες σχετικές εμπειρίες των ΛΟΑΤ ατόμων[172]. Οι αρχές της παγκόσμιας χάρτας παρουσιάστηκαν σε εκδήλωση των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη στις 7 Νοεμβρίου του 2007, η οποία συγχρηματοδοτήθηκε από την Αργεντινή, τη Βραζιλία και την Ουρουγουάη.
Οι αρχές έχουν αναγνωριστεί και έχουν επηρεάσει την προτεινόμενη γαλλική διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου, η οποία επικεντρώνεται στον τερματισμό της βίας, την ποινικοποίηση και τη θανατική ποινή και δεν περιλαμβάνει διάλογο για τον γάμο ατόμων του ιδίου φύλου ή το δικαίωμα κάποιου ατόμου για να ξεκινήσει μια οικογένεια[173][174].
Η πρόταση αυτή υποστηρίχθηκε από 67 από τις 192 χώρες τότε μέλη των Ηνωμένων Εθνών, συμπεριλαμβανομένων όλων των κρατών μελών της ΕΕ και των Ηνωμένων Πολιτειών. Μια εναλλακτική δήλωση που αντιτίθενται στην πρόταση ξεκίνησε από τη Συρία και έχει υπογραφεί από 57 κράτη-μέλη, συμπεριλαμβανομένων όλων των 27 εθνών του Αραβικού Συνδέσμου, καθώς και του Ιράν και της Βόρειας Κορέας[175][176].
Τα αναπαραγωγικά δικαιώματα είναι τα δικαιώματα που σχετίζονται με την αναπαραγωγή και την αναπαραγωγική υγεία[177]. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ορίζει τα αναπαραγωγικά δικαιώματα ως ακολούθως:
Τα αναπαραγωγικά δικαιώματα στηρίζονται στην αναγνώριση του θεμελιώδους δικαιώματος όλων των ζευγαριών και ατόμων να αποφασίζουν ελεύθερα και υπεύθυνα για τον αριθμό, την απόσταση ανάμεσα και τη χρονική στιγμή γέννησης των παιδιών τους και να διαθέτουν την πληροφόρηση και τα μέσα να το πράξουν, καθώς και το δικαίωμα να αποκτήσουν το υψηλότερο επίπεδο σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας. Περιλαμβάνουν, επίσης, το δικαίωμα όλων για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την αναπαραγωγή χωρίς διακρίσεις, εξαναγκασμό και βία.
— Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας[178]
Τα αναπαραγωγικά δικαιώματα καθιερώθηκαν αρχικά ως υποσύνολο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Διεθνή Διάσκεψη του 1968 των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα[179]. Το δέκατο έκτο άρθρο της προκύπτουσας Διακήρυξης της Τεχεράνης αναφέρει: «Οι γονείς έχουν ένα βασικό ανθρώπινο δικαίωμα, να καθορίζουν ελεύθερα και υπεύθυνα τον αριθμό και την απόσταση ανάμεσα στη γέννηση των παιδιών τους[179][180]».
Τα αναπαραγωγικά δικαιώματα μπορεί να περιλαμβάνουν μερικά ή όλα από τα ακόλουθα δικαιώματα: το δικαίωμα σε νόμιμη ή ασφαλή άμβλωση, το δικαίωμα κάθε ατόμου να ελέγχει τις προσωπικές αναπαραγωγικές λειτουργίες του, το δικαίωμα σε ποιοτική αναπαραγωγική υγειονομική περίθαλψη, και το δικαίωμα στην εκπαίδευση και στην πρόσβαση, προκειμένου (τα άτομα) να κάνουν αναπαραγωγικές επιλογές χωρίς εξαναγκασμό, διάκριση και βία[182].
Τα αναπαραγωγικά δικαιώματα μπορεί επίσης να εννοηθεί ότι περιλαμβάνουν την εκπαίδευση σχετικά με την αντισύλληψη και τις σεξουαλικά μεταδιδόμενες λοιμώξεις, και την ελευθερία από την υποχρεωτική στείρωση και αντισύλληψη, την προστασία από τις πρακτικές με βάση το φύλο, όπως τον ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων των γυναικών (κλειτοριδεκτομή) και ανδρών (περιτομή)[177][179][182][183].
Τον Οκτώβριο του 2009, το Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών της Φινλανδίας ανακοίνωσε ότι κάθε άτομο στη χώρα θα αποκτούσε το νόμιμο δικαίωμα στην πρόσβαση στο Διαδίκτυο[184]. Από τον Ιούλιο του 2010, η κυβέρνηση έχει υποχρεώσει με νόμο τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών να προσφέρουν ευρυζωνική πρόσβαση στο διαδίκτυο σε κάθε μόνιμη κατοικία και γραφείο. Η σύνδεση πρέπει να έχει «λογική τιμή» και να έχει ταχύτητα κατεβάσματος τουλάχιστον 1 Mbit/s[185].
Τον Μάρτιο του 2010, το BBC, έχοντας παραγγείλει σχετική δημοσκόπηση, ανέφερε ότι «σχεδόν τέσσερις στους πέντε ανθρώπους σε όλο τον κόσμο πιστεύουν ότι η πρόσβαση στο Διαδίκτυο αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα[186]». Η δημοσκόπηση, που διενεργήθηκε από την εταιρεία δημοσκοπήσεων GlobeScan για την BBC World Service, συγκέντρωσε τις απαντήσεις 27.973 ενηλίκων πολιτών από 26 χώρες και κατέληξε ότι το 79% των ενηλίκων συμφώνησαν, είτε «έντονα» είτε «κάπως», με τη δήλωση: «η πρόσβαση στο διαδίκτυο θα πρέπει να αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα όλων των ανθρώπων[187]».
Παρά το γεγονός ότι τόσο η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσο και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα τονίζουν τη σημασία του δικαιώματος στην εργασία, κανένα από αυτά τα έγγραφα δεν αναφέρει ρητά το ελεύθερο εμπόριο ως μηχανισμό για την εξασφάλιση αυτού του θεμελιώδους δικαιώματος. Και όμως το εμπόριο διαδραματίζει καίριο ρόλο στην παροχή θέσεων εργασίας[188].
Ορισμένοι ειδικοί υποστηρίζουν ότι το εμπόριο είναι σύμφυτο με την ανθρώπινη φύση και ότι όταν οι κυβερνήσεις παρεμποδίζουν το διεθνές εμπόριο εμποδίζουν άμεσα το δικαίωμα στην εργασία και τα άλλα έμμεσα οφέλη, όπως το δικαίωμα στην εκπαίδευση, που βοηθιέται από την αυξημένη εργασία και τις επενδύσεις[189]. Άλλοι έχουν υποστηρίξει ότι η ικανότητα στο εμπόριο δεν επηρεάζει τους πάντες εξίσου, συχνά ομάδες όπως οι φτωχοί χωρικοί, ιθαγενείς και γυναίκες είναι λιγότερο πιθανό να έχουν πρόσβαση στα οφέλη από την αύξηση του εμπορίου[190].
Από την άλλη πλευρά, άλλοι πιστεύουν ότι δεν είναι πλέον κατά κύριο λόγο τα άτομα, αλλά οι εταιρείες που εμπορεύονται, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να είναι εγγυημένο ως ανθρώπινο δικαίωμα[191][192]. Επιπλέον, προσπαθώντας να περιλάβει τόσες πολλές έννοιες κάτω από την ομπρέλα του τι μπορεί να θεωρηθεί ως ανθρώπινο δικαίωμα υπάρχει η πιθανότητα να ατονήσει τη σημασία του. Τέλος, είναι δύσκολο να καθοριστεί το δικαίωμα στο εμπόριο είτε ως «δίκαιο»[193] είτε «μόνο» το γεγονός ότι το σημερινό καθεστώς του εμπορίου δημιουργεί νικητές και ηττημένους, αλλά η μεταρρύθμισή του είναι πιθανό να παράγει (διαφορετικούς) νικητές και ηττημένους[194].
Το δικαίωμα οπλοκατοχής και οπλοφορίας για άμυνα περιγράφεται στα φιλοσοφικά και πολιτικά γραπτά των Αριστοτέλη, Κικέρωνα, Μακιαβέλι, Τζων Λοκ, των Άγγλων Ουίγων και άλλων[195]. Στις χώρες με παράδοση αγγλικού κοινού δικαίου, το από πολλού ισχύον δικαίωμα κοινού δικαίου της οπλοκατοχής και οπλοφορίας έχει από καιρό αναγνωριστεί ως προϋπάρχον στο κοινό δίκαιο, πριν ακόμη και από τη δημιουργία των εθνικών συνταγμάτων[196].
Το 1997 η UNESCO υιοθέτησε τη «Διακήρυξη για τις ευθύνες της παρούσας γενιάς προς τη μελλοντική γενιά». Η Διακήρυξη αρχίζει με τις λέξεις:
Λαμβάνοντας υπόψη τη βούληση των λαών, που ορίζεται επισήμως στο Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, για να «σώσουμε τις ερχόμενες γενεές από τη μάστιγα του πολέμου» και να προασπίσουμε τις αξίες και τις αρχές που κατοχυρώνονται στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς και στις άλλες σχετικές πράξεις του διεθνούς δικαίου.
— Διακήρυξη για τις ευθύνες της παρούσας γενιάς προς τη μελλοντική γενιά
Το άρθρο 1 της διακήρυξης αναφέρει ότι «οι σημερινές γενιές έχουν την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι οι ανάγκες και τα συμφέροντα των σημερινών και των μελλοντικών γενεών είναι πλήρως εγγυημένα». Το προοίμιο της διακήρυξης αναφέρει ότι «σε αυτό το σημείο στην ιστορία, η ίδια η ύπαρξη της ανθρωπότητας και του περιβάλλοντός της απειλούνται» και η διακήρυξη καλύπτει μια ποικιλία θεμάτων, συμπεριλαμβάνοντας την προστασία του περιβάλλοντος, το ανθρώπινο γονιδίωμα, τη βιοποικιλότητα, την πολιτιστική κληρονομιά, την ειρήνη, την ανάπτυξη και την εκπαίδευση.
Το προοίμιο υπενθυμίζει ότι οι υποχρεώσεις των σημερινών γενεών έναντι των μελλοντικών έχουν αναφερθεί σε διάφορες διεθνείς πράξεις, συμπεριλαμβανομένης της Συνθήκης για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς (UNESCO 1972), της Συνθήκης-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την αλλαγή του κλίματος και της Συνθήκης για τη Βιοποικιλότητα (Ρίο ντε Τζανέιρο, 1992), της Διακήρυξης του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, 1992), της Διακήρυξη της Βιέννης και του Προγράμματος Δράσης (Παγκόσμια Διάσκεψη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, 1993) και μιας σειράς από ψηφίσματα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την προστασία του παγκόσμιου κλίματος για την παρούσα και τις μελλοντικές γενιές που έχουν εκδοθεί από το 1990[197].
Υπάρχουν δύο βασικές συλλήψεις των περιβαλλοντικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο ισχύον σύστημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η πρώτη είναι ότι το δικαίωμα σε ένα υγιές ή κατάλληλο περιβάλλον είναι από μόνο του ανθρώπινο δικαίωμα (όπως φαίνεται και στο άρθρο 24 του Αφρικανικού χάρτη περί δικαιωμάτων του ανθρώπου και των λαών, και στο άρθρο 11 του Πρωτοκόλλου του Σαν Σαλβαδόρ στην Αμερικανική Σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα)[198][199]. Η δεύτερη σύλληψη είναι η ιδέα ότι τα περιβαλλοντικά ανθρώπινα δικαιώματα μπορούν να προέρχονται από άλλα ανθρώπινα δικαιώματα, συνήθως το δικαίωμα στη ζωή, το δικαίωμα στην υγεία, το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας (μεταξύ πολλών άλλων). Αυτή η δεύτερη θεωρία απολαμβάνει πιο εκτεταμένης χρήσης στα δικαστήρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλο τον κόσμο, καθώς τα δικαιώματα αυτά περιέχονται σε πολλά έγγραφα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η έναρξη διάφορων περιβαλλοντικών ζητημάτων, ιδιαίτερα η κλιματική αλλαγή, έχει δημιουργήσει δυνητικές συγκρούσεις μεταξύ διαφόρων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα ανθρώπινα δικαιώματα κατά βάση απαιτούν ένα οικοσύστημα που να λειτουργεί και ένα υγιές περιβάλλον, αλλά η διασφάλιση κάποιων δικαιωμάτων στα άτομα μπορεί να τα βλάψει. Όπως η σύγκρουση μεταξύ του δικαιώματος να αποφασίζει κανείς τον αριθμό των απογόνων του και την κοινή ανάγκη για ένα υγιές περιβάλλον, όπως σημειώνεται στην «τραγωδία των κοινών»[200]. Στον τομέα των περιβαλλοντικών δικαιωμάτων, οι ευθύνες των πολυεθνικών οργανισμών, που σχετικά μέχρι στιγμής δεν έχουν αντιμετωπιστεί από τη νομοθεσία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χρήζουν υψίστης μελέτης[201][202].
Τα περιβαλλοντικά δικαιώματα περιστρέφονται κατά κύριο λόγο γύρω από την ιδέα για το δικαίωμα σε ένα βιώσιμο περιβάλλον τόσο για τις σημερινές όσο και για τις μέλλουσες γενιές.
Με εξαίρεση τα απαραβίαστα ανθρώπινα δικαιώματα (διεθνή συνέδρια κατατάσσουν ως απαραβίαστα δικαιώματα το δικαίωμα της ζωής, το δικαίωμα του να είσαι ελεύθερος από δουλεία, το δικαίωμα του να είσαι ελεύθερος από βασανιστήρια και το δικαίωμα του να είσαι ελεύθερος από αναδρομική εφαρμογή ποινικών νομοθεσιών[44]), τα Ηνωμένα Έθνη αναγνωρίζουν ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δύνανται να περιοριστούν ή ακόμα και να παραμεριστούν σε καιρούς εθνικής έκτακτης ανάγκης, αν και:
... η έκτακτη ανάγκη πρέπει να είναι πραγματική, να επηρεάζει ολόκληρο τον πληθυσμό και να απειλείται αυτή καθαυτή η ύπαρξη του έθνους. Η διακήρυξη της έκτακτης ανάγκης πρέπει επίσης να αποτελεί τελευταία λύση και προσωρινό μέτρο.
— Ηνωμένα Έθνη[44]
Δικαιώματα που δεν μπορούν να αποστερηθούν σε καμία περίπτωση για λόγους εθνικής ασφάλειας είναι γνωστά ως επιτακτικοί κανόνες ή jus cogens. Οι υποχρεώσεις του χάρτη των Ηνωμένων Εθνών είναι δεσμευτικές για όλα τα κράτη μέλη και δεν μπορούν να τροποποιηθούν με Συνθήκη.
Παραδείγματα επίκλησης εθνικής ασφάλειας που χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων περιλαμβάνουν τη δίωξη Αμερικανών ιαπωνικής καταγωγής κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου[204], τη Μεγάλη Εκκαθάριση του Στάλιν[205] και τις καταχρήσεις των δικαιωμάτων των υπόπτων για τρομοκρατία από ορισμένες χώρες, συχνά στο όνομα του Πολέμου κατά της Τρομοκρατίας[206][207].
Η ΟΔΑΔ κατοχυρώνει καθολικά δικαιώματα που ισχύουν για όλους τους ανθρώπους εξίσου, σε οποιαδήποτε τοποθεσία, χώρα, φυλή ή κουλτούρα και να ανήκουν. Υπάρχει, ωστόσο, εντός των ακαδημαϊκών κύκλων, διαφωνία ως προς την ηθική σχετικότητα και την ηθική καθολικότητα[208]. Οι λόγιοι που υποστηρίζουν τη σχετικότητα δεν είναι εναντίον των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά αναγνωρίζουν ότι είναι κοινωνικά κατασκευασμένα και ότι η μορφή τους εξαρτάται από πολιτισμικά και περιβαλλοντικά πλαίσια. Οι λόγιοι που υποστηρίζουν την καθολικότητα, από την άλλη, ισχυρίζονται πως τα ανθρώπινα δικαιώματα υπήρχαν πάντοτε και ότι ισχύουν για όλους ανεξαρτήτως φύλου, φυλής ή θρησκείας.
Πιο συγκεκριμένα, όσοι είναι υπέρ της πολιτιστικής σχετικότητας υποστηρίζουν την αποδοχή διαφορετικών πολιτισμών, οι οποίοι μπορούν να έχουν συνήθειες αντίθετες προς τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι σχετικιστές προειδοποιούν ότι η καθολικότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα είδος πολιτιστικού, οικονομικού και πολιτικού ιμπεριαλισμού. Ένα παράδειγμα ιμπεριαλισμού και καταστροφής τοπικών πολιτισμών που δικαιολογείται από την επιθυμία να εξαπλωθούν ευρω-κεντρικές αξίες είναι το «Φορτίο του Λευκού Ανθρώπου»[209]. Συγκεκριμένα, λέγεται συχνά ότι η ιδέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι βασισμένη στα θεμέλια του φιλελευθερισμού που, παρότι είναι γενικά αποδεκτά στα κράτη της Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής και στην Ιαπωνία, δεν αποτελεί απαραίτητα το πρότυπο και αλλού[210][211].
Οι αντίπαλοι της σχετικότητας ισχυρίζονται ότι υπάρχουν έθιμα που παραβιάζουν όλους τους κανόνες των ανθρώπινων πολιτισμών. Ο ακρωτηριασμός των γυναικείων γεννητικών οργάνων, που απαντάται σε διάφορους πολιτισμούς της Ασίας, της Αφρικής και της Νότιας Αμερικής[212] αποτελεί κοινό παράδειγμα στο οποίο αναφέρονται οι αντίπαλοι του σχετικισμού. Καμία θρησκεία δεν το επιβάλλει ρητά, αλλά έχει καταστεί παράδοση σε πολλές πολιτισμικές ομάδες. Θεωρείται από μεγάλο τμήμα της διεθνούς κοινότητας παραβίαση των δικαιωμάτων των γυναικών και κοριτσιών, ενώ έχει τεθεί εκτός νόμου σε κάποιες χώρες.
Ο πρώην πρωθυπουργός της Σιγκαπούρης, Λι Κουάν Γιου και ο μαλαισιανός ομόλογός του Μαχαθίρ Μοχάμαντ ισχυρίστηκαν τη δεκαετία του '90 ότι οι ασιατικές αξίες διαφέρουν σημαντικά από τις δυτικές και περιλαμβάνουν μια αίσθηση της πίστης και υποχώρηση των ατομικών ελευθεριών για χάρη της κοινωνικής σταθερότητας και της ευημερίας, και ως εκ τούτου αυταρχικές κυβερνήσεις είναι καταλληλότερες για την Ασία από τη δημοκρατία. Ο Λι Κουάν Γιου υποστήριξε ότι «Αυτό που εκτιμούν οι Ασιάτες, δεν είναι απαραίτητα αυτό που εκτιμούν οι Ευρωπαίοι ή οι Αμερικανοί. Οι Δυτικοί εκτιμούν τις ατομικές ελευθερίες. Ως Ασιάτης με κινεζική καταγωγή, οι δικές μου αξίες υποστηρίζουν μια κυβέρνηση με ειλικρίνεια, αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα».[213]
Προς απάντηση σε αυτό, ορισμένοι κριτικοί έχουν αναδείξει τη δυνατότητα που έχει η πολιτιστική σχετικότητα να δικαιολογήσει τον αυταρχισμό. Ο ιρανός αντιπρόσωπος στα Ηνωμένα Έθνη Σαΐντ Ρατζαϊέ-Χορασανί, για παράδειγμα, το 1981 εξέφρασε τη θέση της χώρας του σχετικά με την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, λέγοντας ότι η ΟΔΑΔ είναι μια «κοσμική αντίληψη της ιουδαιο-χριστιανικής παράδοσης», που δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε μουσουλμάνους χωρίς να παραβαίνει τον ισλαμικό νόμο[214]. Το επιχείρημα των ασιατικών αξιών επικρίθηκε από τον πρώην αναπληρωτή του Μαχαδίρ Ανουάρ Ιμπραχίμ που είπε ότι «Το να λέμε ότι η ελευθερία είναι δυτική ή μη ασιατική είναι προσβολή στις παραδόσεις μας καθώς και στους προγόνους μας, που θυσιάστηκαν στον αγώνα κατά της τυραννίας και της αδικίας» καθώς και από τον αρχηγό του Δημοκρατικού Κόμματος της Σιγκαπούρης, Τσι Σουν Τσουάν, που δηλώνει πως είναι ρατσιστικό να υποστηρίζει κανείς ότι οι Ασιάτες δεν επιθυμούν ανθρώπινα δικαιώματα.[215]
Υποστηρικτές της ηθικής καθολικότητας ισχυρίζονται ότι τα επιχειρήματα των σχετικιστών αγνοούν το γεγονός ότι τα σύγχρονα ανθρώπινα δικαιώματα είναι νέα σε όλους τους πολιτισμούς, και δεν απαντώνται πριν την ΟΔΑΔ του 1948. Δηλώνουν ότι η ΟΔΑΔ σχεδιάστηκε από πολιτισμικά πολύ διαφορετικούς ανθρώπους εκ των οποίων, μεταξύ άλλων, ένας αμερικανός ρωμαιοκαθολικός, ένας κινέζος κομφουκιανός φιλόσοφος, ένας γάλλος σιωνιστής και ένας αντιπρόσωπος του Αραβικού Συνδέσμου, και βασίστηκε σε στοχαστές όπως ο Γκάντι[59]. Ο Μάικλ Ιγκνάτιεφ έχει αναφερθεί στην πολιτιστική σχετικότητα ως επιχείρημα που χρησιμοποιείται αποκλειστικά από όσους ασκούν εξουσία στους πολιτισμούς που παραβιάζουν ανθρώπινα δικαιώματα[216]. Αυτό αντανακλά το γεγονός ότι η δυσκολία στο να κριθεί η καθολικότητα έναντι της σχετικότητας έγκειται στο ποιος ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί έναν ιδιαίτερο πολιτισμό. Παρότι η συζήτηση περί καθολικότητας ή σχετικότητας μακράν απέχει από το τέλος της, είναι μια ακαδημαϊκή συζήτηση που εστιάζει στο ότι τα διεθνή όργανα ανθρωπίνων δικαιωμάτων τηρούν την αρχή ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν καθολική ισχύ. Το 2005 στην Παγκόσμια Σύνοδο Κορυφής, η αρχή αυτή επαναβεβαιώθηκε από τη διεθνή κοινότητα:
Ο οικουμενικός χαρακτήρας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση.
— Παγκόσμια Σύνοδος Κορυφής του 2005, παράγραφος 120[41]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.