From Wikipedia, the free encyclopedia
Λεσβία ή ομοφυλόφιλη χαρακτηρίζεται το άτομο το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως γυναίκα και αισθάνεται συναισθηματική, ρομαντική ή/και σεξουαλική έλξη προς άτομα του ίδιου φύλου.[1]
Η λέξη λεσβία προέκυψε από το όνομα του νησιού Λέσβος, όπου στην αρχαιότητα έζησε η ποιήτρια Σαπφώ, η οποία όπως φαίνεται μέσα από τα ποιήματά της, εξυμνεί τον γυναικείο έρωτα. Στα αγγλικά η λέξη lesbian αναφέρεται πρώτη φορά ως επίθετο που υποδηλώνει σεξουαλική συμπεριφορά στο λεξικό της Οξφόρδης το 1890 και ως ουσιαστικό το 1925. Όσον αφορά την Ελληνική γλώσσα, ο Αριστοτέλης ονόμαζε «λεσβιάζουσες» τις γυναίκες που έκαναν προσπάθειες να χειραφετηθούν, ενώ μέχρι πρόσφατα η λέξη υποδήλωνε επισήμως μόνο τις γυναίκες με καταγωγή από τη Λέσβο.
Μάλιστα, τον Απρίλιο του 2008 τρεις κάτοικοι του νησιού προσέφυγαν στην δικαιοσύνη για να απαγορέψουν την χρήση της λέξης από την ΟΛΚΕ (Ομοφυλοφιλική και Λεσβιακή Κοινότητα Ελλάδας) θεωρώντας ότι η συγκεκριμένη χρήση τους προσβάλλει. Στις 22 Ιουλίου το Πρωτοδικείο Αθηνών απέρριψε ως μη νόμιμη την αίτηση αυτή και έτσι η λέξη λεσβία μπορεί να χρησιμοποιείται ελεύθερα χωρίς να προσβάλλει κανέναν. [2]
Η σεξουαλική συμπεριφορά μεταξύ γυναικών, όπως κάθε σεξουαλική συμπεριφορά, εκφράζεται με ποικίλους τρόπους. Τα τελευταία χρόνια η ελεύθερη έκφραση της λεσβιακής σεξουαλικότητας λόγω της μεγαλύτερης κοινωνικής αποδοχής, βοήθησε στο να γίνουν έρευνες πάνω στη γυναικεία σεξουαλικότητα. Έρευνα που έγινε το 2002 στις ΗΠΑ έδειξε ότι 4,4% των γυναικών ηλικίας 15-44 ετών που ρωτήθηκαν είχαν ερωτική επαφή με άλλη γυναίκα τους τελευταίους 12 μήνες, ενώ για ερωτική επαφή και πέραν των 12 μηνών το ποσοστό ανέβηκε στο 11%.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.