From Wikipedia, the free encyclopedia
Δημοσκόπηση είναι η ποσοτική ερευνητική μέθοδος για την αποτύπωση και τη διερεύνηση των διαθέσεων, γνωμών ή συμπεριφορών του πληθυσμού ή ομάδων πληθυσμού μέσω επιλεγμένων, γραπτών ή προφορικών, ερωτημάτων. Διενεργείται από εξειδικευμένο προσωπικό, το οποίο υποβάλλει τα ερωτήματα σε επιλεγμένο δείγμα ανθρώπων με σκοπό την καταγραφή των απαντήσεών τους, τη στατιστική τους επεξεργασία και την εξαγωγή συμπερασμάτων. Εναλλακτικά ονομάζεται και «γκάλοπ», από τον Τζορτζ Γκάλοπ (George Gallup), ιδρυτή του Αμερικανικού Ιδρύματος Κοινής Γνώμης (American Institute of Public Opinion, μετέπειτα The Gallup Organization), ενός πολύ γνωστού ειδικού στα θέματα των δημοσκοπήσεων.
Οι κατηγορίες των δημοσκοπήσεων που διενεργούνται είναι δύο. Η πρώτη περιλαμβάνει τις δημόσιες δημοσκοπήσεις (public opinion polls) για τη διερεύνηση των απόψεων της κοινής γνώμης για τα ζητήματα της επικαιρότητας και τον προσδιορισμό της πρόθεσης ψήφου των πολιτών. Διεξάγονται εκ μέρους των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης σε τακτά χρονικά διαστήματα.[1][2] Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τις ιδιωτικές δημοσκοπήσεις (private opinion polls) που αφορούν σε ιδιώτες, κόμματα, επιχειρήσεις, διαφημιστικές εταιρείες (έρευνες αγοράς) κτλ., και οι οποίες συνήθως δε δημοσιεύονται. Τα τελευταία χρόνια, οι ιδιωτικές δημοσκοπήσεις κομμάτων βρίσκονται σε ιδιαίτερη άνθιση, ειδικά στην Αμερική.[3][4][5]
Στην Ελλάδα οι δημοσκοπήσεις διεξάγονται μέσα στο πλαίσιο που καθορίζεται από τον Ν. 3603/2007 και έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με κοινοβουλευτικές εκλογές, δημοψηφίσματα, εκλογές για την ανάδειξη αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά και εκλογές που διεξάγονται σε νομαρχιακό, δημοτικό και κοινοτικό επίπεδο.[6]
Στην περίπτωση των βουλευτικών εκλογών, ο νόμος επιτρέπει στις εταιρείες που διεξάγουν τις δημοσκοπήσεις να δημοσιοποιούν τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων μέχρι και μία μέρα πριν τις εκλογές,[7] αλλά απαγορεύει να δημοσιοποιούνται ή να μεταδίδονται τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων που διενεργούνται κατά την έξοδο των εκλογέων (exit polls) από τα εκλογικά καταστήματα κατά τη μέρα της ψηφοφορίας, παρά μόνο αφού κλείσουν οι κάλπες.[8]
Τα είδη των δημοσκοπήσεων για τον προσδιορισμό της πρόθεσης ψήφου είναι τρία και χρησιμοποιούνται ανάλογα με την περίπτωση.[9][10] Τέτοια είναι:
Είναι οι δημοσκοπήσεις, οι οποίες πραγματοποιούνται σε τακτά χρονικά διαστήματα (π.χ. κάθε μήνα) σε διάστημα μεταξύ των δύο βουλευτικών εκλογών. Οι δημοσκοπήσεις αυτές έχουν μεγάλο περιθώριο σφάλματος, λόγω άρνησης συμμετοχής των πολιτών, κακής δειγματοληψίας εκ μέρους των δημοσκόπων, αλλά και λανθασμένης πρόβλεψης εξαιτίας των υψηλών ποσοστών αδιευκρίνιστης ψήφου.
Είναι οι δημοσκοπήσεις που πραγματοποιούνται τη μέρα των εκλογών, έξω από τα εκλογικά κέντρα. Στην περίπτωση αυτή, καθοριστικό ρόλο παίζει η σωστή δειγματοληψία. Εάν το δείγμα έχει παρθεί σωστά, το περιθώριο σφάλματος είναι πολύ μικρό και έχει να κάνει κυρίως με τη διατύπωση των ερωτήσεων. Ένα πρόβλημα που μπορεί να ανακύψει είναι με τους πολίτες που δε θέλησαν να συνεργαστούν, έτσι ώστε η εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος να πρέπει να σταθμιστεί με τη χρήση των στατιστικών μοντέλων.
Είναι οι δημοσκοπήσεις που γίνονται τη μέρα των εκλογών για την εκτίμηση και πρόβλεψη των αποτελεσμάτων με βάση τα πρώτα δεδομένα (π.χ. πρώτα καταγεγραμμένα ψηφοδέλτια) που προέκυψαν από τις εκλογές. Η εκτίμηση γίνεται με εφαρμογή στατιστικών μοντέλων. Είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να προσφέρουν πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια μέτρησης σε σχέση με τις κυλιόμενες δημοσκοπήσεις.
Με την πάροδο του χρόνου, έχουν αναπτυχθεί συγκεκριμένες απόψεις για τους λόγους για τους οποίους γίνεται λανθασμένη εκτίμηση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι κάποια από τα λάθη προέρχονται από την κακή σχεδίαση της δημοσκοπικής μεθοδολογίας (π.χ. στις ερωτήσεις, δειγματοληψία, αναλύσεις κτλ.) εκ μέρους των δημοσκόπων, κάποια άλλα είναι στατιστικοί περιορισμοί της ερευνητικής μεθόδου και τέλος, υπάρχει και η παραπλάνηση και απόκρυψη της πρόθεσης ψήφου εκ μέρους των πολιτών.[11][9]
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η διατύπωση των ερωτήσεων, η σειρά με την οποία τοποθετούνται και ο αριθμός των επιλογών απάντησης μπορούν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων. Η ξεκάθαρη διατύπωση των ερωτήσεων με ουδέτερο λεξιλόγιο, το οποίο όλοι οι ερωτώμενοι να κατανοούν με τον ίδιο τρόπο, μπορεί να αποκαλύψει τις πραγματικές διαθέσεις και συμπεριφορές της κοινής γνώμης. Μια κοινή τεχνική για να περιοριστεί η μεροληψία και να εξασφαλιστούν όσο το δυνατόν πιο ειλικρινείς απαντήσεις είναι η αλλαγή της σειράς των ερωτήσεων και η διαίρεση του δείγματος. Αυτό περιλαμβάνει δύο διαφορετικές εκδοχές μια ερώτησης (π.χ. μέσω παράφρασης), με την κάθε εκδοχή να παρουσιάζεται σε ένα από τα δύο μέρη του δείγματος.[12][13]
Η δειγματοληψία είναι μία τεχνική επιλογής δείγματος στην οποία σημαντικό ρόλο παίζει το μέγεθος. Όσο πιο μεγάλο είναι το δείγμα, τόσο πιο αξιόπιστα τα συμπεράσματα σε σχέση με το πραγματικό ποσοστό που τελικά θα προκύψει. Το περιθώριο σφάλματος (ή στατιστικό σφάλμα) είναι ένα μέτρο για να δείξει πόσο κοντά είναι πιθανό να είναι το παρατηρηθέν ποσοστό από το πραγματικό ποσοστό, που είναι το ποσοστό όλου του πληθυσμού.[14] Για παράδειγμα, σε δείγμα 1.200 ατόμων, το στατιστικό σφάλμα είναι της τάξης των ± 2.9%, αντίθετα σε ένα δείγμα 7.709 ατόμων (από exit polls), το σφάλμα είναι ± 1% (με διάστημα εμπιστοσύνης 95%).[15]
Όταν το δείγμα δεν είναι αντιπροσωπευτικό του πληθυσμού, μπορεί να αλλοιώσει τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης. Για να περιοριστεί η μεροληψία, οι δημοσκοπικές εταιρείες χρησιμοποιούν την τηλεφωνική συνέντευξη με τη χρήση υπολογιστών (CATI = Computer Aided Telephone Interviewing) σε συνδυασμό με τη μέθοδο τυχαίας επιλογής αριθμών (random digit dialing). Με τον τρόπο αυτό προσπαθούν να αυξήσουν την ποιότητα τυχαίων δειγμάτων και να εξασφαλίσουν μεγαλύτερη γεωγραφική διασπορά του δείγματος.[16] Το πρόβλημα όμως παραμένει, επειδή οι δημοσκοπήσεις πραγματοποιούνται κυρίως μέσω σταθερού τηλεφώνου, κάτι το οποίο μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα στο να υποεκπροσωπούνται τα νεαρότερα μέλη της κοινωνίας, τα οποία συνήθως χρησιμοποιούν κινητό τηλέφωνο.[17][9][18]
Σε πολλές έρευνες προσδιορισμού πρόθεσης ψήφου οι πολίτες αρνούνται να συμμετάσχουν, δημιουργώντας έτσι το πρόβλημα της μη απόκρισης. Με τα χρόνια, το ποσοστό απόκρισης στις δημοσκοπήσεις έχει μειωθεί, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της κρίσης. Έτσι, το 2013, το ποσοστό αυτό ήταν της τάξης του 8%.[16] Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αλλοιώνονται τα χαρακτηριστικά του δείγματος, γιατί αυτοί που αρνούνται να συμμετάσχουν, οι οποίοι είναι και οι περισσότεροι, μπορεί να έχουν εντελώς αντίθετη άποψη από αυτούς που συμμετέχουν. Το σφάλμα που προκύπτει λόγω μεροληψίας δεν εξαλείφεται με μεγαλύτερο δείγμα, καθώς το ίδιο πρόβλημα απλά επαναλαμβάνεται σε μεγαλύτερη κλίμακα. Γι’ αυτό το λόγο η κάθε εταιρεία δημοσκόπησης, για να περιορίσει τη μεροληψία, χρησιμοποιεί τις δικές της τεχνικές στάθμισης των δεδομένων.[9]
Τέλος, τα αποτελέσματα των δημοσκοπικών ερευνών και κατ’ επέκταση η εγκυρότητά τους (validity) μπορούν να επηρεαστούν από την απόκρυψη των πραγματικών προθέσεων των πολιτών.[19][20] Αυτό οφείλεται σε μια σειρά από λόγους. Πρώτον, η απόκρυψη πραγματοποιείται όταν οι πολίτες πιστεύουν ότι οι ερωτήσεις μπορεί να είναι κατευθυνόμενες για παράγουν συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Δεύτερον, το πρόβλημα δημιουργείται ως αποτέλεσμα λανθασμένης επιλογής λέξεων ή σειράς ερωτήσεων. Τρίτον, όταν οι ερωτηθέντες προσπαθούν σκόπιμα να χειραγωγήσουν το αποτέλεσμα μιας δημοσκόπησης, επιλέγοντας πιο ακραίες απόψεις για να ενισχύσουν την πλευρά τους. Τέταρτον, όταν δίνουν γρήγορες και λανθασμένες απαντήσεις για να κλείσουν τη συζήτηση. Πέμπτον, όταν έχουν να επιλέξουν μέσα από συγκεκριμένες απαντήσεις που δεν τούς αντιπροσωπεύουν. Έκτον, όταν δεν καταλαβαίνουν την ερώτηση και δεν επιτρέπονται οι διευκρινίσεις, και γι’ αυτό το λόγο κάνουν μια τυχαία επιλογή. Τέλος, όταν θέλουν να αποφύγουν να δώσουν μία μη δημοφιλή απάντηση, π.χ. στην περίπτωση ρατσιστικών ή σεξιστικών στερεοτύπων.[21][22]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.