Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Μολιέρος (γαλλικά: Molière, Μολιέρ, πραγματικό όνομα: Jean-Baptiste Poquelin, Ζαν-Μπατίστ Ποκλέν, Παρίσι, 15 Ιανουαρίου 1622 - Παρίσι, 17 Φεβρουαρίου 1673) ήταν Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός, ο οποίος θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους δασκάλους της κωμωδίας στη δυτική λογοτεχνία.[1] Οι Γάλλοι τον θεωρούν ως τον καλύτερο κλασικό ποιητή τους, ενώ για πολλούς είναι και ο καλύτερος Γάλλος λογοτέχνης. Μπόρεσε και έφερε την κωμωδία σε ίση θέση με την τραγωδία, και αυτό είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμά του. Ανήκε στο καλλιτεχνικό κίνημα του κλασικισμού.
Μολιέρος | |
---|---|
Όνομα | Μολιέρος |
Γέννηση | Jean-Baptiste Poquelin 15 Ιανουαρίου 1622 Παρίσι, Βασίλειο της Γαλλίας |
Θάνατος | 17 Φεβρουαρίου 1673 (51 ετών) Παρίσι, Βασίλειο της Γαλλίας |
Επάγγελμα/ ιδιότητες | Ηθοποιός, δραματουργός |
Γλώσσα | Γαλλικά |
Εθνικότητα | Γάλλος |
Περίοδος | 1645-1673 |
Είδη | Κωμωδία |
Λογοτεχνικό κίνημα | Κλασικισμός |
Αξιοσημείωτα έργα | Ο ασυλλόγιστος, 1655 Σχολείο συζύγων, 1661 Σχολείο γυναικών, 1662 Ταρτούφος, 1664 Δον Ζουάν ή Το πέτρινο φαγοπότι, 1665 Ο Μισάνθρωπος, 1666 Αμφιτρύων, 1668 Ο Φιλάργυρος, 1668 Οι κατεργαριές του Σκαπίνου, 1671 Οι Ψευδοδιανοούμενες, 1672 Ο κατά φαντασίαν ασθενής, 1673 |
Σύζυγος(οι) | Αρμάντ Μπεζάρ |
Τέκνα | Λουδοβίκος Μαρία Μαγδαληνή Πέτρος |
Πολυμέσα σχετικά με τoν συγγραφέα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Μολιέρος ήταν ο μεγαλύτερος γιος ενός έμπορου υφασμάτων στο Παρίσι, ο οποίος έγινε το 1631 βασιλικός διακοσμητής. Έτσι, ο πατέρας του Μολιέρου τον προόριζε να γίνει θαλαμηπόλος του βασιλιά. Φοίτησε σε ένα ιησουιτικό κολέγιο στο Παρίσι. Την πρώτη του επαφή με το θέατρο την έκανε μαζί με τον παππού του, ο οποίος αγαπούσε το θέατρο.[2]
Στα 16 του χρόνια έφυγε να σπουδάσει νομική στην Ορλεάνη. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι έγινε δικηγόρος. Το 1642 γνώρισε μία ηθοποιό, τη Μαντλέν Μπεζάρ, η οποία ενίσχυσε την αγάπη του για το θέατρο. Ο πατέρας του όμως ήταν αντίθετος προς το θέατρο. Έτσι, το 1643 ο Μολιέρος αναγκάστηκε να παρατήσει το επάγγελμα του δικηγόρου και ίδρυσε μαζί με τους αδερφούς της ερωμένης του και μαζί με μερικούς άλλους κωμικούς έναν θεατρικό θίασο. Αυτός ο θίασος μετά από τις πρώτες αποτυχίες (είχε καταλήξει και σε χρεοκοπία για μια στιγμή) άρχισε να παρουσιάζει επιτυχίες στη Δυτική και στη Νότια Γαλλία. Ο Μολιέρος όμως άρχισε από το 1645 να γράφει δικά του θεατρικά έργα.
Το 1658 ο Μολιέρος επέστρεψε στο Παρίσι και άρχισε να έχει επαφές με τον αδερφό του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄. Προσκλήθηκε να παρουσιάσει μερικά έργα στη βασιλική αυλή. Την ίδια περίοδο άρχισε να γίνεται σιγά σιγά διάσημος. Το 1659 εμφανίστηκε το έργο του Οι γελοίες κομψευόμενες, το οποίο έκανε θραύση και κέρδισε αμέσως την εμπιστοσύνη του βασιλιά.[3]
Η επόμενη πολύ μεγάλη επιτυχία ήταν το 1662 το θεατρικό έργο Το σχολείο των γυναικών. Ο βασιλιάς, βλέποντας τη μεγάλη επιτυχία του Μολιέρου, άρχισε να τον ενισχύει οικονομικά. Σε προσωπικό επίπεδο η ζωή του Μολιέρου ήταν πολύ καλή και απέκτησε μαζί με τη μνηστή του και παιδί, το οποίο όμως πέθανε σε μικρή ηλικία.
Τον Μάιο του 1664 ο Μολιέρος, που είχε γίνει διευθυντής του θεατρικού θιάσου του βασιλιά, διοργάνωσε μια φαντασμαγορική γιορτή στους κήπους των Βερσαλλιών, όπου παρουσίασε 4 νέα θεατρικά κομμάτια: την Πριγκίπισσα της Ήλιδας (La Princesse d'Élide), τον Γάμο με το στανιό, τους Ενοχλητικούς και τον Ταρτούφο (Le Tartuffe). Η τελευταία αυτή κωμωδία, ο Ταρτούφος, είχε ήδη αρχίσει να προκαλεί την έντονη κριτική και τις αντιδράσεις μερικών ευγενών της Αυλής πριν ακόμη γίνει η πρώτη επίσημη παρουσίαση.[4]
Ο Μολιέρος γράφει τον Ταρτούφο το 1664, σε ηλικία 43 χρονών. Προτού τον τελειώσει, ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ τον επιστρατεύει για να συνεργαστεί με τον συνθέτη Ζαν Μπατίστ Λυλί και τον σκηνογράφο Βιγκαρίνι σε μια φαντασμαγορική φιέστα στις Βερσαλλίες. Ο ίδιος ο Μολιέρος υποδύεται τον θεό Πάνα, σκαρφαλωμένος σ΄ ένα τεράστιο μαγικό βουνό. Τη στερνή μέρα της γιορτής παρουσιάζει, σαν επίλογο, τις τρεις πρώτες πράξεις από τον Ταρτούφο. Ο βασιλιάς τον έχει ωστόσο προειδοποιήσει: «Μην τα βάζεις με τους θρησκόληπτους. Θα σε φάνε». Η κωμωδία είχε ως βασικό πρωταγωνιστή έναν επιφανειακά θρησκομανή άνθρωπο, ο οποίος όμως στην πραγματικότητα ήταν ένας απατεώνας που επιδίωκε δύναμη.[5]
Μετά την παρουσίαση ξέσπασε μεγάλη αγανάκτηση στην «παλαιά αυλή», στους ευγενείς δηλαδή που ήταν μεγάλη σε ηλικία και αναπολούσαν τις μέρες πριν το 1661, πριν αναλάβει την εξουσία ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, τότε δηλαδή που είχαν πολιτική δύναμη. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, αν και κατηγορηματικός απέναντι στη στάση των ευγενών αυτών, κάτω από τη μεγάλη πίεσή τους αναγκάστηκε να απαγορεύσει επίσημα κάθε παρουσίαση του θεατρικού αυτού έργου.
Τα επόμενα χρόνια του Μολιέρου πέρασαν με τον διαρκή και επίμονο αγώνα του για τον Ταρτούφο. Παρ' όλα αυτά ο βασιλιάς συνέχισε να υποστηρίζει τον Μολιέρο και μάλιστα το καλοκαίρι του 1665 αύξησε το επίδομά του προς αυτόν από τις 1.000 στις 6.000 λίβρες, ενώ ο θεατρικός θίασος του οποίου ηγούνταν ο Μολιέρος μετονομάστηκε σε επίσημο βασιλικό θεατρικό θίασο.
Αυτά τα δύο ευχάριστα γεγονότα συνέβησαν αμέσως μετά τη γέννηση της κόρης του, η οποία έμελλε να είναι η μόνη που θα επιζούσε από τα παιδιά του Μολιέρου.
Το καλοκαίρι του 1667 ο Μολιέρος ανέλαβε μια επεξεργασμένη έκδοση του Ταρτούφου, την οποία μετονόμασε Ο απατεώνας. Όμως, ο πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου του Παρισιού αντέδρασε άμεσα με μία απαγόρευση του κομματιού, ενώ ο αρχιεπίσκοπος του Παρισιού απείλησε τον Μολιέρο ακόμη και με αφορισμό. Ο βασιλιάς όμως επέτρεψε να γίνει η παρουσίαση του θεατρικού έργου ιδιωτικά από τον αδελφό του.
Μόλις στις 5 Φεβρουαρίου 1669, όταν η «παλιά Αυλή» είχε αποδυναμωθεί τελείως και ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ κρατούσε στα χέρια του γερά τα ηνία της γαλλικής κυβέρνησης, μπόρεσε ο Μολιέρος χωρίς κανένα πρόβλημα πλέον και χωρίς αντιδράσεις, κριτικές και αφορισμούς, να παρουσιάσει επίσημα τη θεατρική κωμωδία Ταρτούφος ή ο απατεώνας (Tartuffe, ou l'Imposteur), με τεράστια επιτυχία.[6]
Εν τω μεταξύ ασχολήθηκε πάλι με το θέμα της υποκρισίας: στα τέλη του 1664, μετά την πρώτη απαγόρευση του Ταρτούφου, συνέγραψε τον Δον Ζουάν, μία κωμωδία με θέμα έναν αριστοκράτη απατεώνα γυναικών, που στο τέλος καταλήγει στην Κόλαση. Τον Ιούνιο του 1666 ο Μολιέρος εξέδωσε την κωμωδία Ο μισάνθρωπος, μία σάτιρα σχετικά με την υποκριτική ευγένεια και την ανέντιμη κολακεία στη βασιλική αυλή αλλά και στα σαλόνια του Παρισιού. Η ασυνήθιστα έντονα αυτοβιογραφικά αποτυπωμένη φιγούρα του Άλκηστου, του πρωταγωνιστή του Μισάνθρωπου, αντικατοπτρίζει την απέχθεια του Μολιέρου και τη μη θέλησή του να ενταχθεί στη ζωή της βασιλικής αυλής, όπου κυριαρχούσε το ψεύδος, η υποκρισία, οι ίντριγκες και η κολακεία.[7]
Το 1668, μετά τη δεύτερη απαγόρευση του Ταρτούφου, ο Μολιέρος για πρώτη φορά εξέφρασε ήπια κριτική στον προστάτη του και μαικήνα του θεάτρου βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ΄, στο έργο του Αμφιτρύων.
Μια από τις πιο γνωστές στιγμές της ζωής του Μολιέρου είναι και η τελευταία του η οποία έγινε θρύλος. Ο Μολιέρος δεν πέθανε, όπως πιστεύεται, πάνω στη σκηνή. Κατά τη διάρκεια στης παράστασης Ο κατά φαντασίαν ασθενής κατέρρευσε στη σκηνή βήχοντας και αιμορραγώντας και παρά τις πιέσεις του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ΄ για ξεκούραση, εκείνος συνέχισε να παίζει μέχρι το τέλος του έργου.[8] Ύστερα από αυτό κατέρρευσε ξανά έχοντας μεγαλύτερη αιμορραγία αυτή τη φορά και πέθανε λίγες ώρες αργότερα στο σπίτι του. Ενταφιάστηκε χωρίς χριστιανική κηδεία και όντας ηθοποιός απαγορευόταν εκ νόμου να ταφεί στο ιερό χώμα ενός νεκροταφείου. Η σύζυγός του Αρμάντ Μπεζάρ ζήτησε από τον βασιλιά Λουδοβίκο ΙΔ΄ να επιτρέψει μια απλή τελετή αργά τη νύχτα. Εκείνος δέχτηκε και ο Μολιέρος τοποθετήθηκε στο μέρος του νεκροταφείου που προοριζόταν για τα αβάπτιστα βρέφη. Σε εκείνη τη μυστική κηδεία παραβρέθηκαν πάνω από 800 άτομα. Το 1792 τα οστά του μεταφέρθηκαν στο μουσείο μνημείων της Γαλλίας και το 1817 μεταφέρθηκαν στο κοιμητήριο του Περ-Λασαίζ. Λέγεται πως τη νύχτα που πέθανε, ο Μολιέρος φορούσε πράσινα ρούχα και έκτοτε υπάρχει η προκατάληψη πως το πράσινο χρώμα φέρνει κακοτυχία στους ηθοποιούς.[9]
Η φυσική νοημοσύνη δεν μπορεί να νικήσει τη φυσική ηλιθιότητα.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.