Έλληνας συγγραφέας From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Παντελής Πρεβελάκης (3 Μαρτίου 1909 - 15 Μαρτίου 1986) ήταν Έλληνας συγγραφέας και καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Καλλιέργησε όλα σχεδόν τα είδη της λογοτεχνίας, συγγράφοντας πεζά, ποιητικά, και θεατρικά έργα. Μετέφρασε πλήθος κειμένων από τις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Διακρίθηκε επίσης στην δοκιμιογραφία και στη συγγραφή επιστημονικών συγγραμμάτων στην ιστορία της τέχνης, ειδικά στην τέχνη της Ιταλικής Αναγέννησης. Είναι όμως περισσότερο γνωστός ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της πεζογραφίας της Γενιάς του ΄30 (1930). Υπήρξε πολύ στενός φίλος του Νίκου Καζαντζάκη.[5].
Παντελής Πρεβελάκης | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Παντελής Πρεβελάκης (Ελληνικά) |
Γέννηση | 3 Μαρτίου 1909[1] Ρέθυμνο |
Θάνατος | 15 Μαρτίου 1986[2] Αθήνα |
Κατοικία | Ρέθυμνο (1909–1926) Αθήνα (1926–1930) Παρίσι (1930–1932) |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | νέα ελληνική γλώσσα[3] |
Σπουδές | Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Πανεπιστήμιο του Παρισιού Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ποιητής μυθιστοριογράφος διδάσκων πανεπιστημίου συγγραφέας[4] μεταφραστής |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | μέλος της Ακαδημίας Αθηνών |
Βραβεύσεις | Βραβείο Χέρντερ (1975) |
Υπογραφή | |
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο κι ήταν δευτερότοκος γιός του Γιώργου και της Ειρήνης Πρεβελάκη. Οι πρόγονοι του συγγραφέα υπήρξαν οι νέοι κτήτορες της Μονής Πρέβελης, στην ομώνυμη περιοχή και σημαντικές προσωπικότητες της Κρήτης, - ιερωμένοι, αγιογράφοι, δάσκαλοι, αγωνιστές του 1821, και οπλαρχηγοί στις εξεγέρσεις των Κρητικών. Ένας από αυτούς, μάλιστα, σκοτώθηκε στο ολοκαύτωμα του Αρκαδίου.[6]
Ολοκληρώνει την γυμνασιακή εκπαίδευση στο Ρέθυμνο, όπου σε ηλικία μόλις 15 ετών, το 1924, εκδίδει για έναν χρόνο, το τοπικό λογοτεχνικό περιοδικό «Αθηνά», στο οποίο μάλιστα στέλνει δυο ανέκδοτα κείμενα του και ο Γιάννης Ψυχάρης.
Τον Οκτώβριο του 1925 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου των Αθηνών, ενώ τον επόμενο χρόνο, το 1926 εγκαθίσταται πλέον μόνιμα στην Αθήνα. Τότε πρωτογνωρίζεται με τον Νίκο Καζαντζάκη, δημιουργώντας μια φιλία που άντεξε 31 χρόνια, ενώ μερικούς μήνες αργότερα γνωρίζεται και γίνεται στενός φίλος και με τον Άγγελο Σικελιανό. Τον ίδιο χρόνο προσλαμβάνεται ως μέλος της Συντακτικής επιτροπής του «Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού του Ελευθερουδάκη».
Το 1928 μεταγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1929 συγγράφει ένα αναγνωστικό για την Ε' τάξη του δημοτικού σχολείου, με τίτλο «Ειρήνη». Το χειρόγραφο αγοράζεται από τον εκδοτικό οίκο του Δημητράκου και υποβάλλεται προς έγκριση στο Υπουργείο Παιδείας. Το 1930 αποφασίζει να συνεχίσει τις σπουδές του στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στο Παρίσι, στη Σορβόννη. Εκεί φοίτησε στη Σχολή Γραμμάτων («Faculte dés Lettres») του Πανεπιστημίου του Παρισιού και στο Ινστιτούτο Τέχνης και Αρχαιολογίας. Το 1933 τελειώνει τις σπουδές του στη Γαλλία.
Το 1933 - 1934 υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του στην 5η Μεραρχία Κρήτης.
Το 1935 συνεργάζεται με το περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» που εκδίδει ο εκδότης και φίλος του Κώστας Ελευθερουδάκης, ενώ υποβάλλει και τη διδακτορική του διατριβή με τίτλο «Ο Γκρέκο στην Κρήτη και στην Ιταλία», στη Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Με βάση αυτή τη διατριβή τέλη Μαϊου του 1935 αναγορεύεται «διδάκτωρ της Φιλοσοφίας», στη Φιλοσοφική σχολή του Α.Π.Θ.. Υποβάλλει για δεύτερη φορά υποψηφιότητα για την έδρα της Ιστορίας της τέχνης στο ΑΠΘ, αλλά παρόλο που εγκρίνεται η υποψηφιότητά του, με απόφαση του τότε Υπουργού Παιδείας Δημήτρη Χατζίσκου, δεν εκδίδεται το διάταγμα του διορισμού του, στα πλαίσια των εκκαθαρίσεων των φιλο-βενιζελικών στοιχείων που ακολούθησε το αποτυχημένο κίνημα του 1935.[7]
Το 1937 διορίζεται διευθυντής β' τάξης στη Διεύθυνση Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας με γενικό διευθυντή τον Κωστή Μπαστιά. Από αυτή τη θέση οργανώνει «Έκθεση σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης», στο πλαίσιο της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης. Πραγματοποιείται ύστερα από δική του εισήγηση και οργάνωση η ίδρυση της «Στέγης Γραμμάτων και Καλών Τεχνών» της Αθήνας. Ασχολείται εντατικά με την οργάνωση εκθέσεων σύγχρονης τέχνης, σε διάφορους χώρους της Αθήνας, αναδιοργανώνει τα καλλιτεχνικά βραβεία μετέχοντας και στην κριτική επιτροπή τους και συντάσσει τον Κανονισμό που θα διέπει την οργάνωση Πανελλήνιων Καλλιτεχνικών Εκθέσεων. Τον Μάρτιο του 1938 διοργανώνει την Πρώτη Πανελλήνια Καλλιτεχνική Έκθεση, του νέου ελληνικού κράτους.
Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, του 1938, διορίζεται καθηγητής στην «Γενική Ιστορία της τέχνης», στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου ενώ ακριβώς έναν χρόνο μετά, τον Οκτώβριο του 1939 διορίζεται καθηγητής της «Ιστορίας και Επιστήμης της Τέχνης» στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Στην Α.Σ.Κ.Τ. διδάσκει τα μαθήματα «Θεμελιώδεις έννοιες της Ιστορίας της Τέχνης» και της «Ζωγραφικής της Ιταλικής Αναγέννησης», ενώ αρχίζει τη συγκρότηση της ειδικής καλλιτεχνικής βιβλιοθήκης του ιδρύματος.
Με την έναρξη του πολέμου του 1940, διορίζεται από το υπουργείο Παιδείας, πρόεδρος επιτροπών που μέλημά τους έχουν τη διαφύλαξη των έργων τέχνης της Ελλάδας, όπως των θησαυρών της Εθνικής Πινακοθήκης και του Μουσείου Κοσμητικών Τεχνών. Μετά το πέρας των εργασιών του, ζητάει να καταταγεί σαν εθελοντής στο στράτευμα, - επειδή η κλάση του δεν είχε κληθεί ακόμα, αλλά του το αρνούνται. Την ίδια αίτηση θα ξανακάνει και τον Φεβρουάριο του 1941, αλλά και πάλι δεν θα γίνει δεκτός. Όταν αρχίζει η Κατοχή της χώρας από τους Γερμανούς, απολύεται από την Κατοχική κυβέρνηση από όλες τις θέσεις στις οποίες υπηρετούσε, εκτός από αυτήν του καθηγητή στην Α.Σ.Κ.Τ. Κατά το διάστημα αυτό δεν εκδίδει κανένα έργο του, παρά ασχολείται απομονωμένος με τη συγγραφή των μυθιστορημάτων του.
Το 1946 θα εκδώσει μαζί με τον Γιάννη Κεφαλληνό - την οριστική μορφή της «Ασκητικής» του Νίκου Καζαντζάκη, έργο που ο Καζαντζάκης αφιέρωσε στον φίλο του. Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα διξάξει πλήθος μαθημάτων στη σχολή Καλών Τεχνών, όπως «Αγγλική ζωγραφική», «Γαλλική ζωγραφική», «Αιγυπτιακή τέχνη», «Ευρωπαϊκή γλυπτική», «Αρχαία Ελληνική τέχνη». Το 1949 διορίζεται μέλος της ελληνικής επιτροπής της UNESCO και το 1952 μέλος της «Επιτροπής Εθνικών Δημοσιευμάτων». Το 1955 γνωρίζεται με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, και το 1957 ο ίδιος τον τοποθετεί μέλος της «Επιτροπής Γραμμάτων και Τεχνών», για να δημιουργήσει ένα πρόγραμμα πολιτιστικής δράσης του κράτους. Την ίδια χρονιά, αντιμετωπίζει τον θάνατο του φίλου του Νίκου Καζαντζάκη που θα του φέρει πολύ οδύνη, μαζί με έναν νευρικό πυρετό, αμέσως μετά την κηδεία. Στη δεκαετία του 1960 ασχολείται επισταμένα με τη συγγραφή και μετάφραση θεατρικών έργων, και με την επίβλεψη των παραστάσεων τους. Το Εθνικό θέατρο ανεβάζει τις «Βάκχες» του Ευριπίδη σε μετάφραση δική του το 1962 [8], το «Ατλαζένιο γοβάκι» του Πωλ Κλοντέλ - και πάλι σε δική του μετάφραση το 1964 [9], και το δικό του θεατρικό έργο - ιστορική τραγωδία -«Το Ιερό σφάγιο» το 1966.
Το 1966 επίσης εκλέγεται μέλος του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας[10], και διορίζεται από το Υπουργείο Παιδείας μέλος της επιτροπής κρίσεων για τα βιβλία της Ιστορίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Την ίδια χρονιά, αρχίζει και το χτίσιμο του σπιτιού του, στην Εκάλη Αττικής, (οδός Υακίνθου 3). Αρχιτέκτων του σπιτιού ήταν ο Βασίλης Δούρας, ο ίδιος αρχιτέκτων που σχεδίασε και το περίφημο σπίτι του Καζαντζάκη στην Αίγινα.[11]
Το 1967 και καθόλη τη διάρκεια της δικτατορίας ο Πρεβελάκης απέχει από τη δημόσια ζωή, παύοντας να δημοσιεύει κείμενά του. Και όχι μόνο αυτό. Όταν γίνεται πρόταση να τεθεί υποψήφιος ακαδημαϊκός, ο Πρεβελάκης αρνείται την τιμή αυτή. Αρνείται επίσης και το Α' Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας, που είχε θεσπίσει η Χούντα. Αλλά και όταν το Υπουργείο παιδείας τον διορίζει καθηγητή στο «Διδασκαλείο Μετεκπαιδεύσεως Καθηγητών», αρνείται και πάλι τη θέση. Το 1969 μαζί με την Άννα Συνοδινού προσπαθεί να συγκεντρώσει τις υπογραφές των συναδέλφων του, πνευματικών ανθρώπων της χώρας, σε μια διαμαρτυρία κατά του καθεστώτος, αλλά το εγχείρημα αποτυγχάνει. Ασχολείται με το μεταφραστικό του έργο, γράφει δυο θεατρικά έργα, προετοιμάζει την έκδοση βιβλίων του, ενώ συγγράφει χωρίς να κυκλοφορήσει στο εμπόριο - παρά μόνο πολυγραφημένα- τα έργα «Αντίστροφη Μέτρηση» και «Νέος Ερωτόκριτος». Το 1972 διορίζεται Πρόεδρος στην νεοϊδρυθείσα τότε «Εταιρεία Σπουδών της Σχολής Μωραϊτη», της οποίας η σειρά «Θεατρική Βιβλιοθήκη»,- (έκδοση των παγκόσμιων αριστουργημάτων) είναι η μεγάλη προσφορά της στα ελληνικά γράμματα. Με το τέλος της δικτατορίας, 1974, θα αποχωρήσει από τη θέση του τακτικού καθηγητή της Α.Σ.Κ.Τ., λόγω του ορίου ηλικίας. Τον διαδέχεται η παλιά του μαθήτρια Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα. Τον Φεβρουάριο του 1975 κάνει την πρώτη τηλεοπτική του εμφάνιση στα πλαίσια μιας συζήτησης για την τουρκική απειλή και την ανάγκη της εθνικής ενότητας. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί και ο δίσκος του Νίκου Μαμαγκάκη, «Ο Νέος Ερωτόκριτος», μελοποίηση του ποίηματος του Πρεβελάκη.
Το 1977 είναι η χρονιά που το οργανωμένο κράτος θα τιμήσει την προσφορά του Πρεβελάκη στον ελληνικό πολιτισμό, και θα του δώσει εκτός απο το βραβείο «Αριστείο Γραμμάτων» της Ακαδημίας Αθηνών, και μια θέση σαν τακτικό μέλος της ίδιας της Ακαδημίας, στην «Τάξη των Γραμμάτων και των Τεχνών». Την ίδια χρονιά, η Νέα Δημοκρατία θα του προτείνει να τον περιλάβει στο ψηφοδέλτιό της ως βουλευτή Επικρατείας, όμως ο Πρεβελάκης αρνείται τώρα, όπως θα αρνηθεί αργότερα (1981) τις παρόμοιες προτάσεις από την Νέα Δημοκρατία για 2η φορά και από την Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις.
Το 1978 «Ο ήλιος του θανάτου», γίνεται κινηματογραφική ταινία, σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου.[12] Το 1979 παθαίνει το πρώτο έμφραγμα (ελαφράς μορφής), το οποίο όμως δεν ανακόπτει την πολύπλευρη δραστηριότητά του. Αρχίζει να γράφει την πραγματεία του για τον Γιάννη Ρίτσο, παρακολουθεί τις παραστάσεις των θεατρικών έργων του, ταξιδεύει στην Κρήτη πολύ συχνά, για να παραστεί σε διάφορες εκδηλώσεις, και ηγείται της εκδοτικής δραστηριότητας του Μ.Ι.Ε.Τ. Όταν στις αρχές του 1980, θα έρθει το δεύτερο - βαρύτερο - έμφραγμα, θα παραιτηθεί από τη θέση του Γραμματέα του ιδρύματος, και θα ξεκουράζεται περισσότερο στην μόνιμη πλέον κατοικία της Εκάλης.
Πέθανε στο σπίτι του στην Εκάλη, της Αττικής, στις 15 Μαρτίου του 1986, σε ηλικία 77 ετών. Στις 18 Μαρτίου γίνεται η κηδεία του, όπου ενταφιάζεται στο Α΄Νεκροταφείο των Αθηνών, στον οικογενειακό τάφο. Τον Αύγουστο του 1991 όμως, γίνεται ανακομιδή των οστών του, τα οποία μεταφέρονται στην Κρήτη, και θάβονται στο παράρτημα της σχολής Καλών Τεχνών (στο λόγο του Εβληγιά) του Ρεθύμνου.[13]
Ο Παντελής Πρεβελάκης πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία ως ποιητής, το 1928, με το επύλλιο Στρατιώτες, που αναφέρεται στους κρητικούς στρατιώτες που πολέμησαν στην Μικρασιατική εκστρατεία. Την ίδια χρονιά δημοσίευσε και το δεύτερο έργο του, θεατρικό αυτή τη φορά, το μονόπρακτο Ο μίμος. Τα επόμενα χρόνια ως το 1937 διέκοψε προσωρινά τη λογοτεχνική του δράση: ήταν τα χρόνια που σπούδαζε στο Παρίσι (1930-1932), εκπονούσε τη διδακτορική διατριβή του και προσπαθούσε να αποκατασταθεί επαγγελματικά στο Πανεπιστήμιο. Κατά το διάστημα εκείνο εξέδωσε τις μελέτες Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (1930) και Δοκίμιο γενικής εισαγωγής στην ιστορία της τέχνης (1934).
Το 1937 πραγματοποίησε συγγραφική στροφή προς την πεζογραφία, με Το χρονικό μιας Πολιτείας. Έκτοτε ασχολήθηκε συστηματικά με τον πεζό λόγο και έγραψε συνολικά 11 μυθιστορήματα, δεν εγκατέλειψε όμως ούτε την ποίηση ούτε το θέατρο: δημοσίευσε άλλες τρεις ποιητικές συλλογές και την ποιητική σύνθεση Νέος Ερωτόκριτος και 9 θεατρικά έργα.
Το πρώτο έργο του Πρεβελάκη ήταν η μυθιστορία Το χρονικό μιας Πολιτείας, ένα οδοιπορικό στο Ρέθυμνο των ετών 1898-1924, με κύριο χαρακτηριστικό τη νοσταλγία για μια γοητεία που δεν υπάρχει πια. Το επόμενο μυθιστόρημά του, Ο θάνατος του Μέδικου (1939), είναι το μόνο έργο του που δεν διαδραματίζεται στην Κρήτη. Τοποθετείται στην Φλωρεντία την εποχή της Αναγέννησης και πραγματεύεται το θέμα του θανάτου ως προσωπικής επιλογής και πράξης εκδήλωσης της ατομικής ελευθερίας.
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν δημοσίευσε κανένα έργο, όμως επεξεργάστηκε τα επόμενα έργα, το Παντέρμη Κρήτη και την τριλογία Ο Κρητικός. Η Παντέρμη Κρήτη (δημοσίευση το 1945) είναι, όπως αναφέρει και ο υπότιτλος, χρονικό της κρητικής εξέγερσης του 1866. Δεν πρόκειται βέβαια για ιστορική έρευνα, παρ’ όλο που στο τέλος του έργου παρατίθεται βιβλιογραφία, αλλά για λογοτεχνική ανασύνθεση των ιστορικών γεγονότων. Η τριλογία Ο Κρητικός (1948-1950) μπορεί να θεωρηθεί ως οργανική συνέχεια της Παντέρμης Κρήτης. Το πρώτο μέρος της τριλογίας, Το δέντρο, παρουσιάζει τον κεντρικό ήρωα, τον Κωνσταντή, από τη γέννησή του ως την ενηλικίωσή του. Το δεύτερο μέρος, Η πρώτη λευτεριά, αναφέρεται στα γεγονότα των χρόνων 1895-1898, που οδήγησαν στην εγκαθίδρυση του καθεστώτος αυτονομίας της νήσου (αυτό συμβολίζει και ο τίτλος). Το τρίτο μέρος, Η πολιτεία, παρουσιάζει τις προσπάθειες των Κρητών να οργανώσουν τη διακυβέρνηση και να διευρύνουν και τα γεγονότα τα σχετικά με το Κίνημα του Θερίσου.
Η επόμενη τριλογία του, Δρόμοι της δημιουργίας, είναι απεικόνιση της πνευματικής πορείας του ίδιου του συγγραφέα. Στο πρώτο μέρος, Ο Ήλιος του Θανάτου, ο ήρωας Γιωργάκης μεγαλώνει μαζί με τη θεία του, τη θειά-Ρουσάκη και η προσωπικότητά του διαμορφώνεται υπό την επίδραση της θείας αλλά και ενός διανοούμενου, του Λοΐζου Νταμολίνου. Τα δύο αυτά άτομα εκπροσωπούν δύο αντίθετες κοσμοθεωρίες. Η θεια-Ρουσάκη, που είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες των μυθιστορημάτων του Πρεβελάκη, είναι η αυθεντική έκφραση της λαϊκής σοφίας, ενώ ο μηδενιστής Νταμολίνος εκπροσωπεί την εγγράμματη σοφία, η οποία δεν έχει πάντα θετικές επιδράσεις στην ψυχοσύνθεση του ανθρώπου. Το δεύτερο μέρος της τριλογίας, Η κεφαλή της Μέδουσας, παρουσιάζει τον ήρωα στην Αθήνα, αντιμέτωπο με την ιδεολογική κρίση του μεσοπολέμου (που παρουσιάζεται συμβολικά ως «κεφαλή της Μέδουσας»). Ο ήρωας αντιμετωπίζει την κρίση με μόνο όπλο την καλλιτεχνική δημιουργία. Το τρίτο μέρος, Ο άρτος των Αγγέλων, με τον υπότιτλο «Περιπέτεια στην Ιθάκη», αφηγείται την επιστροφή του ήρωα στη γενέθλια γη (Ρέθυμνο, η προσωπική του «Ιθάκη») και την εσωτερική του κρίση.
Η τελευταία ημιτελής τριλογία Ερημίτες και αποσυνάγωγοι δεν παρουσιάζει την οργανική συνοχή των δύο προηγούμενων. Το πρώτο μέρος, Ο Άγγελος στο πηγάδι, ασχολείται με μεταφυσικά ζητήματα. Ο ήρωας, ένας δόκιμος μοναχός, δοκιμάζεται από την εσωτερική του κρίση και τον προβληματισμό του για την σχέση του με τους ανθρώπους, τον κόσμο και τον Θεό. Το έργο διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας και οι δοκιμασίες του ήρωα αντιστοιχούν με τα Άγια Πάθη. Το δεύτερο μέρος της τριλογίας, Αντίστροφη μέτρηση, δημοσιεύτηκε και κυκλοφόρησε ιδιωτικά κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, το 1974. Ο ήρωας του βιβλίου είναι ένας καθηγητής Πανεπιστημίου, που την επομένη ημέρα του πραξικοπήματος ορκίζεται μπροστά στους φοιτητές του ότι εάν σε έναν χρόνο δεν αποκατασταθεί η δημοκρατία, θα αυτοκτονήσει. Ένα χρόνο μετά πραγματοποιεί την υπόσχεσή του, παρ’ όλο που βρίσκεται αντιμέτωπος με το δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στον έρωτα για μια φοιτήτριά του και την ηθική του δέσμευση. Κάποια από τα προβλήματα που θίγονται στο έργο είναι ο ρόλος του διανοούμενου και ο θάνατος ως προσωπική επιλογή και ως πράξη διαμαρτυρίας.
Έγραψε πολλές μελέτες για θέματα καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά. Πιο σημαντικές μπορούν να χαρακτηριστούν οι παρακάτω:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.