From Wikipedia, the free encyclopedia
«Ο Κρητικός» είναι μυθιστόρημα – που διαιρείται σε τρία βιβλία – (μυθιστορηματική τριλογία) που έγραψε ο λογοτέχνης Παντελής Πρεβελάκης, στο οποίο εξιστορούνται οι αγώνες του Κρητικού λαού για την απόκτηση της ελευθερίας του από τους Τούρκους και της Ένωσης με την Ελλάδα. Αποτελείται δε, από τα εξής βιβλία:
Σήμερα κυκλοφορούν και οι τρεις τόμοι από τις εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας».
Τα εξώφυλλα των βιβλίων | |
Συγγραφέας | Παντελής Πρεβελάκης |
---|---|
Τίτλος | Ο Κρητικός |
Γλώσσα | Ελληνικά |
Μορφή | Μυθιστορηματική τριλογία |
δεδομένα ( ) |
«Πρόκειται για μια «μυθοποίηση» της νεώτερης ιστορίας της Κρήτης στα 50 μεστότερα και κρισιμότερα χρόνια της. Τα μεγάλα γεγονότα της περιόδου αυτής – οι Επαναστάσεις του 1889, 1895 και 1896-7, η Αυτονομία, το Κίνημα του Θέρισου – ξετυλίγονται πλάι στις σκηνές και στα επεισόδια που δημιούργησε η φαντασία του συγγραφέα, και τα ιστορικά πρόσωπα της εποχής, με κορυφαίο το Βενιζέλο, ζούνε και κινούνται σε αρμονικό δέσιμο με τους μυθιστορηματικούς ήρωες».[1]
Το έργο διαβάστηκε από ραδιοφώνου από τον Μάνο Κατράκη τον Μάιο του 1965.
Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε στα γαλλικά το 1962 «Le Crétois» σε μετάφραση και πρόλογο του Ελληνιστή Ζακ Λακαριέρ (Jacques Lacarrière) από τον εκδοτικό οίκο «Gallimard» και επανέκδοση έγινε το 1980.[2]
Ο ίδιος ο Πρεβελάκης σε μια ομιλία που πραγματοποίησε κατά την τελετή αναγόρευσής του σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου της Κρήτης στις στις 3 Μάη του 1984 (και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Νέα Εστία», τεύχος 1392,) δίνει τις απαραίτητες πληροφορίες για τη συγγραφή του έργου.
Το έργο άρχισε να το γράφει στις 25 Αυγούστου 1942 και το τέλειωσε στις 31 Ιουλίου του 1950. Αφορμή για τη συγγραφή του έργου, του έδωσε ο πόλεμος του 1940 – 1941 και η επακόλουθη Γερμανική κατοχή της χώρας μας:...Τα γεγονότα του παρελθόντος που περιγράφονται στην τριλογία μου προβάλλονται ως αντίστοιχα προς τα νεώτερα, μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο του λαϊκού βίου. [3] Κυρίως όμως η Μάχη της Κρήτης το 1941, η κατάκτηση του νησιού από τους Γερμανούς και η ηρωική αντίσταση των Κρητικών, του έδωσαν την συναισθηματική αφορμή να κάνει κάτι που ανέκαθεν ονειρευόταν:...Με το επικό είδος ονειρευόμουν ανέκαθεν να εξάρω το μύθο της Κρήτης, δηλαδή μιαν από τις κορυφαίες μορφές του νεοελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Ήθελε να δημιουργήσει μιαν μυθ-ιστορία, (δηλ. ιστορικό μυθιστόρημα ):...που θα απλωνόταν από τον Μεγάλο Σηκωμό του 1866 ίσαμε τα χρόνιας της νιότης μας, δηλαδή σε μια περίοδο κατά την οποία τα μυθικά στοιχεία του τόπου μας δεν είχαν ακόμα συρρικνωθεί. [4] ...Το έργο που θα έκανα να συμπράξουν ο Μύθος και η Ιστορία, θα το ονόμαζα «Ο Κρητικός», επειδή αυτός ο τίτλος με την εθνολογική χροιά του, εκφράζει καλύτερα την πολυμέρεια των σκοπών μου. Ήθελα, πράγματι, η μυθιστορία μου να είναι η μεγαλύτερη δυνατή συναγωγή παρατηρήσεων, εναρμονισμένων στην πυκνότερη σύνθεση. Είχα και έναν άλλο λόγο να το ονομάσω Ο Κρητικός, επειδή η λέξη έχει καθαγιαστεί από τον Σολωμό.
Τα θέματα τα οποία θα περιλαμβάνονταν στο έργο, καθόρισαν εξαρχής την μορφή του λόγου: στους πρώτους δύο τόμους ο συγγραφέας επέλεξε τον ραψωδικό τρόπο, τα ειρηνικά και τα πολεμικά έργα παρουσιάστηκαν σε σαφείς και αυτοτελείς ενότητες, όπου ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει από ποιες ρίζες, με ποιους αγώνες και με ποιο τίμημα, ο λαός υψώθηκε κατ' αναβαθμούς στις ιδέες της πατρίδας και της ελευθερίας. Στον τρίτο τόμο, όπου οι άντρες φιλονικούν για την ορθή πολιτεία -ο λόγος γίνεται δραματικός, η ώρα της εποποιίας έχει παρέλθει.
Όσον αφορά τη γλώσσα, πεθύμησα να έχει τη ζωτικότητα του λαού που την έπλασε και να αποτελέσει τη λυδία λίθο της αλήθειας μου.... Θέλησα ακόμα να στήσω στη γλώσσα ένα απέριττο μνημείο:να ονομάσω με ακρίβεια τα αισθητά πράγματα για να ξορκίσω με ένα βλέμμα συγκεκριμένο τα πονηρά πνεύματα, δηλαδή τον αφηρημένο λόγο.Γι' αυτό το λόγο χρησιμοποιεί τις παραδόσεις του λαού, τα παραμύθια του, τα τραγούδια ακόμα και τις δεισιδαιμονίες του, ταυτίζεται με την λαϊκή ψυχή.
Ο κριτικός της λογοτεχνίας Μήτσος Χατζίνης, (κρίνοντας το πρώτο βιβλίο όταν κυκλοφόρησε το 1948,) ειδικά για τη χρήση της γλώσσας στο έργο γράφει:
Το πρώτο που έχει σημασία στη λογοτεχνία είναι η λέξη...Ο Παντελής Πρεβελάκης μας γοητεύει γιατί είναι κυριευμένος από αυτήν όσο είναι και κύριός της. Με μπράτσα γερά, μπράτσα αληθινού άντρα, ανασκουμπώνεται στη βαριά δουλειά. Γιατί η λέξη δεν είναι κάτι που δαμάζεται εύκολα. Μοιάζει κι αυτή λιγάκι σαν τη γυναίκα. Θέλει δύναμη και εξυπνάδα.[5]
Πασχίζει να συλλάβει το ύφος του τόπου και του φυσικού περιβάλλοντος: Η τοπογραφία έχει διατηρηθεί επακριβώς, οι ήρωες του είναι κομμάτι του κρητικού εαυτού του, η περιγραφή αφορά την γενέθλια γη.
Επίσης, η πίστη στο Έθνος, η πίστη των ανθρώπων στην ιερότητα και στη διάρκεια του Γένους, ήταν ακόμα μια πραγματικότητα της ψυχής, ήταν ένας σκοπός υπεράνω του μεμονωμένου ατόμου για τον οποία άξιζε να πεθάνει κανείς.
Ακόμα μια πραγματικότητα της κρητικής ψυχής, ο Θεός, ο ορθόδοξος χριστιανισμός και η ευλάβεια. Ο Κρητικός ίσως είναι ένα από τα τελευταία βιβλία της ευρωπαϊκής ηπείρου που εξακολουθεί να εποπτεύει ο Θεός. επισημαίνει.
Το πρώτο βιβλίο της τριλογίας, ο συγγραφέας το δούλεψε από τις 25 Αυγούστου του 1942 έω τις 8 Σεπτεμβρίου του 1945, και εκδόθηκε τον Μάρτιο του 1948.
Εδώ πρωτο-ορίζονται ο τόπος και ο χρόνος της μυθιστορίας. Ο τόπος είναι η επαρχία του Ρεθύμνου, και τα χωριά της, κυρίως τα ορεινά, όπου οι Κρητικοί δεν έχουν ποτέ παραδεχτεί την εξουσία του Τούρκου. Γύρω από το Αμάρι, και το μοναστήρι των Ασωμάτων[6], κινούνται οι ήρωες του έργου. Όσο για τον χρόνο, εκτείνεται από το 1866 περίπου μέχρι και το 1895.
Ο συγγραφέας σε αυτό το πρώτο βιβλίο, έδωσε περισσότερο βάρος στην πλήρη απεικόνιση της ζωής στην Κρήτη εκείνης της περιόδου. Έτσι εξιστορούνται αναλυτικά – πολύτιμη πηγή λαογραφικών πληροφοριών – το χρονικό της γενιάς του κεντρικού προσώπου του βιβλίου, του Κωνσταντή Μαρκαντώνη και τα πρώτα χρόνια του νεαρού. Επίσης περιγράφονται όλα τα ήθη και τα έθιμα του τόπου, οι γιορτές, τα πανηγύρια, ο χορός, ο καθημερινός πόλεμος εναντίον των Τούρκων και η εξέγερση του 1878, ο πόθος και το πάθος για την λευτεριά, το σχολείο, τα γιατροσόφια, το φαγητό και το ποτό, τα ζώα και η σχέση τους με τον άνθρωπο, η θρησκευτική ζωή γεμάτη ευλάβεια, οι θρησκευτικές τελετουργίες, οι κηδείες, η αγροτική ζωή, τα δημοτικά τραγούδια, οι μαντινάδες, τα παραμύθια, οι λαϊκοί θρύλοι, ακόμα και οι δεισιδαιμονίες. Κυρίαρχη θέση κατέχει και η περιγραφή του φυσικού χώρου, που η ικανή πένα του Πρεβελάκη, απογειώνει τη γραφή παρουσιάζοντας σχεδόν σαν λυρικό ποίημα τη φύση που περιβάλλει τους ανθρώπους αυτούς.
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΗΣ: τυπικό δείγμα νεαρού Κρητικού, ο κεντρικός ήρωας του Πρεβελάκη είναι το μοναχοπαίδι – μοναχογιός – του Σήφη από τα Χανιά, από το χωριό Καλλικράτης που ήρθε στην περιοχή του Αμαριού στο κάστρο το Μεροβίγλι, κατά την Επανάσταση του 1866 και της επίσης Χανιώτισσας, Αρετής. Τον πατέρα του, τον σκοτώνουν με δόλο, Τούρκοι και η μάνα του, ήδη έγκυος, προσπαθεί να τα βγάλει πέρα μόνη της. Βοηθό σε αυτόν τον αγώνα, να επιβιώσει και να μεγαλώσει το παιδί της, έχει τους καλόγερους της μονής των Ασωμάτων, που στην ιδιοκτησία της ήταν το κάστρο του Μαρκαντώνιου Τρεβιζάνου (το Μεροβίγλι), και ιδιαίτερα τον ηγούμενο Αντρόνικο και τον καλόγερο Μανασσή. Ο Κωνσταντής ανατρέφεται σαν όλα τα αγόρια των ορεινών περιοχών της Κρήτης: μαθαίνει να είναι περήφανος, πιστός Χριστιανός και να μισεί τον Τούρκο. Όταν θα μπει στην εφηβεία, θα συμμετάσχει στη ζωή των ανταρτών της περιοχής, που δεν έχουν αφήσει το ντουφέκι από τα χέρια τους. Με συνεχείς επιδρομές, και κάτω από την σημαία της Ένωσης, πολεμάνε τους Τούρκους όπου και όπως μπορούν. Αντάρτης και ο ίδιος, συμμετέχοντας σε κάποια επιχείρηση των Κρητικών εναντίον των Τούρκων κατά την εξέγερση του 1878 συλλαμβάνεται και ρίχνεται στη φυλακή, στο φρούριο του Ρεθύμνου. Από εκεί καταφέρνει μαζί με τους συντρόφους του, να το σκάσουν και γυρίζοντας πίσω στο χωριό του, μαθαίνει ότι η μάνα του η Αρετή, έχει πεθάνει, όντας ένα από τα πολλά θύματα της λοιμικής, που είχε χτυπήσει την περιοχή του Αμαριού. Ο Κωνσταντής, παλικάρι πια, απομένει ολομόναχος στον κόσμο, και ο καλόγερος Μανασσής γίνεται πλέον ο ψυχοπατέρας του.
Το δεύτερο βιβλίο της τριλογίας γράφτηκε από τις 27 Δεκεμβρίου του 1947 έως τις 25 Σεπτεμβρίου του 1948 και πρωτοεκδόθηκε το 1949.
Αν το πρώτο βιβλίο εκτείνεται σε μια περίοδο σχεδόν 30 χρόνων, το δεύτερο δεν εξιστορεί παρά τα γεγονότα 29 μηνών. Το βιβλίο αυτό ξεκινά την αφήγηση των περιστατικών της Επανάστασης του 1896 – 1897, από τις 20 Ιουλίου του 1896, ημέρα της γιορτής του Προφήτη Ηλία. Περιγράφονται αναλυτικά οι κινήσεις των Κρητικών που θα οδηγήσουν στην ένοπλη εξέγερση των αρχών του 1897, η μορφή του αρχηγού του Αγώνα, του Μανούσου Κούντουρου, αλλά και του επόμενου αρχηγού του Ελευθέριου Βενιζέλου, οι ετοιμασίες, οι συνάξεις, η άφιξη του Ελληνικού στρατού υπό τον Τιμολέοντα Βάσσο, η οργάνωση του Κομιτάτου, οι συγκρούσεις με τα τουρκικά στρατεύματα, η εμπλοκή των δυτικών κρατών στον αγώνα της Κρήτης και η επίθεσή τους στο ελληνικό στρατόπεδο του Ακρωτηρίου στις 9 Φλεβάρη του 1897 [7]
η μάχη στις Αρχάνες, η στάση της Ελλάδας, ο Ελληνο-Τουρκικός πόλεμος του 1897, η ήττα της Ελλάδας, και η παρεπόμενη πισωδρόμηση στους στόχους των Κρητικών, η απόκτηση Αυτονομίας και κλείνει με την άφιξη του κυβερνήτη του νησιού, του πρίγκιπα Γεώργιου στις 9/21 Δεκέμβρη 1898.
Αν ο χρόνος μικραίνει ο τόπος απλώνεται για να περιλάβει όλη την δυτικοκεντρική Κρήτη. Επίκεντρο τώρα γίνονται τα Χανιά, και πιο συγκεκριμένα η Χερσόνησος του Ακρωτηρίου, και το λιμάνι της Σούδας.
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΗΣ η προσωποποίηση του ανώνυμου λαϊκού Κρητικού στο βιβλίο,στο πανηγύρι του Προφήτη Ηλία, η παρουσίαση του οποίου ανοίγει το δεύτερο βιβλίο θα συναντήσει πρώτη φορά τη μέλλουσα γυναίκα του. Είναι η Βαγγελιώ από το διπλανό χωριό, τον Οψιγιά, την οποία με τη βοήθεια του Μανασσή θα καταφέρει να παντρευτεί. Με αφορμή αυτό το γεγονός, ο συγγραφέας θα παρουσιάσει λεπτομερώς τον κρητικό γάμο και τα έθιμά του. Μετά την προσωρινή αυτή ανάπαυλα ο Κωνσταντής φεύγει για να ενωθεί με το στράτευμα του Μανούσου Κούντουρου, του ηγέτη αυτής της εξέγερσης. Μαζί του θα διασχίσει πολεμώντας την Κρήτη, από τα Σφακιά, στην Αγιά Ρουμέλη και από κει στο Ακρωτήρι. Θα φτιάξει– με τη βοήθεια του Μανασσή -και ο ίδιος το δικό του Καπετανάτο, από περίπου 30 Κρυφορωμιούς των Χανίων, που τον αναγνώρισαν σαν αρχηγό τους. Ταυτόχρονα θα γίνει και πατέρας, ενός αρσενικού, που σε μια ανάπαυλα του πολέμου θα γυρίσει στο Μεροβίγλι, να το δει και να το βαφτίσει. Το παιδί θα πάρει το όνομα του πατέρα του Κωνσταντή, Σήφης. Έπειτα θα ξαναφύγει να συνεχίσει τον πόλεμο. Θα ενταχτεί στο ελληνικό στρατόπεσο στο Ακρωτήρι, όπου θα αντιμετωπίσει τον βομβαρδισμό από τα καράβια των Μεγάλων Δυνάμεων, και θα πάρει μέρος στην υπεράσπιση της πόλης των Αρχανών απο τους Τούρκους. Τέλος, όταν ο πόλεμος θα λήξει με τη δημιουργία της Κρητικής Πολιτείας και την αναχώρηση του τουρκικού στρατού, - απογοητευμένος που δεν κατάφεραν να πετύχουν τον βασικό στόχο τους, την Ένωση με την Ελλάδα, αποσύρεται στο σπίτι του για να ζήσει ελεύθερος πια, την ειρηνική ζωή και να ασχοληθεί με τα αγροτικά έργα.
Το τρίτος μέρος αρχίζει να το γράφει την 1η Ιουνίου του 1949 και το τελειώνει στις 31 Ιουλίου του 1950, ενώ πρωτοεκδίδεται τον Δεκέμβριο του 1950.
Με το τρίτο βιβλίο μεταφερόμαστε στο 1905. Οχτώ χρόνια έχουν περάσει από τότε που η Κρήτη κέρδισε μεν τη ελευθερία της από την Οθωμανική αυτοκρατορία αλλά όχι και την αυτονομία της. Το νησί το διοικούν ακόμα οι 4 εγγυήτριες δυνάμεις (κατέχοντας η κάθε μια από μια περιφέρεια του νησιού), με επικεφαλής τον αρμοστή Πρίγκιπα Γεώργιο. Η αυταρχική όμως διακυβέρνηση και η Ένωση που δεν πραγματοποιείται, κάνουν τους Κρητικούς με αρχηγό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, να πάρουν ακόμα μια φορά τα όπλα για να απαιτήσουν καλύτερη – δικαιότερη –συνταγματική διακυβέρνηση και Ένωση με την Ελλάδα. Η Επανάσταση εκδηλώθηκε τον Μάρτιο του 1905 - η Επανάσταση του Θέρισου -και ένας,αυτή τη φορά εμφύλιος πόλεμος απειλούσε να αιματοκυλήσει και πάλι την Κρήτη. Όμως, οι συγκρούσεις και οι αψιμαχίες δεν εξελίχθηκαν τελικά σε πόλεμο, αφού ο Βενιζέλος διαπραγματευόμενος με τις Μεγάλες Δυνάμεις κατέληξε σε έναν συμβιβασμό. Το βιβλίο τελειώνει ακριβώς στις 4 Σεπτεμβρίου του 1910 με την αναχώρηση του Βενιζέλου από την Κρήτη για την Αθήνα προκειμένου να ηγηθεί των πολιτικών δυνάμεων της χώρας.
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΗΣ έχει αλλάξει. Η ελευθερία που απόκτησαν οι Κρητικοί έκανε και τον σαραντάρη πια καπετάνιο, να σκεφτεί πάνω στη ζωή του, να πιστέψει περισσότερο στις δικές του δυνάμεις, και στις δυνάμεις των Κρητικών, να θελήσει το αυτεξούσιο και για τον εαυτό του και για την Κρήτη. Αυτή η αλλαγή τον φέρνει σε σύγκρουση με το κοντινό περιβάλλον του. Οι περισσότεροι συχωριανοί του, δεν είναι με το μέρος του Βενιζέλου, όπως αυτός, και δεν βλέπουν με καλό μάτι τις κινητοποιήσεις που γίνονται. Η γυναίκα του η Βαγγελιώ έχει πάρει τον αντίθετο από αυτόν δρόμο. Την ελευθερία που κέρδισε την αφιέρωσε στο Θεό, και όχι στους ανθρώπους, ακολουθώντας υπάκουα και πιστά τον Μανασσή, τον ψυχοπατέρα του Κωνσταντή. Και ο Μανασσής, θεωρεί ότι αφού λευτερώθηκαν από τους άπιστους, δεν χρειάζεται να κάνουν τίποτα άλλο παρά να ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Ο Κωνσταντής όμως, που νιώθει τις δυνάμεις του μέρα με τη μέρα να μεγαλώνουν, φεύγει και ενώνεται με τους Επαναστάτες στον Θέρισο.
Ωστόσο ένα κρίμα βαραίνει την ψυχή του: σε μια ενέδρα αναγκάστηκε να σκοτώσει έναν συντοπίτη του, αντίπαλο, έναν Κρητικό χωροφύλακα- ενωμοτάρχη. Ο φόνος αυτός θα επηρεάσει δραματικά τη ζωή του. Θα χάσει τη γυναίκα του για να γνωρίσει όμως τον αληθινό Έρωτα. Τελικά, παρόλα τα εμπόδια ο Μαρκαντώνης α ξ ί ζ ε ι πλέον το καλύτερο. Και το καλύτερο είναι μπροστά: και γι' αυτόν και για την Κρήτη.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.