From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Αθηναϊκή δημοκρατία ήταν το διαρκώς εξελισσόμενο σύστημα κατανομής της εξουσίας, που κατέληξε να εφαρμόζεται ως αποτέλεσμα τουλάχιστον 170 ετών διενέξεων και διαφορών μεταξύ των κατοίκων του μεγαλύτερου τμήματος της Αττικής. Εφαρμόστηκε στην αρχαία πόλη-κράτος των Αθηναίων για 140 έτη, από το 462 π.Χ. έως το 322 π.Χ. με δύο μικρά διαλείμματα τυραννίδων, η Αρχή των Τετρακοσίων και το καθεστώς των Τριάκοντα Τυράννων, τις οποίες κατέλυσε.
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Σύμφωνα με αυτή, αφού η διαβίωση όλων των πολιτών (από τη γέννηση ως το θάνατο τους), διέπεται από νόμους, οι πολίτες είναι οι μόνοι υπεύθυνοι, ώστε να διαμορφώσουν τους νόμους που τους αξίζουν, σύμφωνα με τις κοινές τους πεποιθήσεις (δόξες), τα κοινά τους συμφέροντα και οφείλουν να τους τηρούν.
Δικαιοσύνη, Συγγράμματα, Συμπόσια, Εορτές, Αγώνες, Φιλοσοφία, Θέατρο, εφαρμοσμένες τέχνες δηλαδή οι αρχές όλων των επιστημών κατέστησαν ελεύθερες σε όλους για πρώτη φορά στην Αθηναϊκή Δημοκρατία. Βασιλείς, τύραννοι, αυτοκράτορες, ευγενείς, μπορεί να κατείχαν τμήματα των τεχνών αλλά δεν είχαν πολίτες να τις επωφεληθούν, να τις βελτιώσουν και να βελτιωθούν.
Η Αθηναϊκή δημοκρατία λειτούργησε όσο οι πόλεις-κράτη είχαν μικρό πολιτικό σώμα, το οποίο ο Πλάτων όριζε στους Νόμους στους 5.040 πολίτες, ενώ ο Αριστοτέλης σε τόσους ώστε να ακούγεται η φωνή του κήρυκα όταν είχε συγκληθεί συνέλευση. Αργότερα, όταν τα κράτη άρχισαν να μεγαλώνουν, δεν υπήρξε συνέχιση αυτής της πολιτικής θεωρίας.[1] Επομένως, το πολίτευμα της αρχαίας Αθηναϊκής δημοκρατίας δεν πρέπει να συγχέεται με τη σύγχρονη "αντιπροσωπευτική" δημοκρατία (ή κοινοβουλευτισμό) καθώς διαφέρουν μεταξύ τους σε πολλά ουσιαστικά σημεία, που τα καθιστούν πρακτικά ξένα μεταξύ τους.[2]
Τα συστήματα εξουσίας τον 6ο π.Χ. αιώνα, πριν τη διαμόρφωση της δημοκρατίας, ήταν η βασιλεία και η τυραννίδα με ή άνευ συνοδείας των θεσμοθετών ή της γερουσίας, δηλαδή των πρεσβυτέρων μελών εκ των αποκαλούμενων “ευγενών”.
Ο Βασιλέας ή άνακτας ως γενάρχης διοικούσε με τη στήριξη των πολεμιστών και των αξιωματούχων που αυτός όριζε, με έδρα τα ανάκτορα. Καθόριζε τους νόμους και τους φόρους, κατεύθυνε τα συλλογικά έργα και όριζε τις συνθήκες ζωής και γειτονίας. Κατείχε μεγάλες εκτάσεις γης αποκομίζοντας έτσι τους καρπούς της γης, δηλαδή τον πλούτο της εποχής, φυλάσσοντάς τον στα ανάκτορα που αποτελούσαν και την αγορά του κράτους. Η εξουσία του δεν απέρρεε από διοικητικές διαδικασίες αλλά από κληρονομική διαδοχή, ήταν ο υιός του προηγούμενου βασιλιά. Η εξουσία του συνδεόταν επίσης με τη λατρεία των θεών ήταν η “σύνδεση” θεών και αρχόντων.
Αντίθετα ο τύραννος, αξιοποιώντας τη διαφορά δυναμικού του δικού του γένους, αποκτούσε την εξουσία με τη βία, παρεμβαίνοντας στην κληρονομική διαδοχή της βασιλικής εξουσίας. Για παράδειγμα, ο τύραννος Δράκων το 621 π.χ. κατέγραψε για πρώτη φορά τους αυστηρούς νόμους του (δρακόντειους) σε μαρμάρινες πλάκες, ονομαζόμενος με αυτή την πράξη του, ως ένας εκ των μεταρρυθμιστών του εξουσιαστικού συστήματος, στην όδευση της Αθήνας προς τη Δημοκρατία.
Η εξουσία των ανάκτων και των ευγενών επί των αδυνάτων κατοίκων, λόγω της αύξησης ή μείωσης ανάλογα των δυνάμεων τους ή της παροχής εξουσίας επί των πολεμιστών αυξομειωνόταν και διευρυνόταν, με μοναδικό όμως γνώρισμα της περιόδου, την ανυπαρξία δικαιωμάτων των εξωγενών.
Με την πάροδο του χρόνου διάφορες ομάδες που περιέβαλλαν την εξουσία ελάμβαναν κατακερματισμένα δικαιώματα συνεξουσίας, μέσω της συμμετοχής τους σε διοικητικές δομές-αξιώματα, αλλά το μεγαλύτερο τμήμα των κατοίκων παρέμεινε κατεξουσιαζόμενο, μέσω των αποφάσεων που οι γενάρχοντες απλώς τους ανακοίνωναν, αλλά και μέσω της δικαστικής εξουσίας που αυτοί διόριζαν, εκ των μελών τους.
Το αποτέλεσμα της αδικίας επί των εξουσιαζόμενων και τις διαμάχες μεταξύ τους ορίσθηκε να διαιτητεύσει άλλος λεγόμενος μεταρρυθμιστής, ο Σόλων, ο οποίος μεταξύ άλλων μέτρων, κατάργησε μέσω της Σεισάχθειας (απόρριψη του βάρους), το δικαίωμα των ισχυρών να δουλοποιούν τους δανειζομένους και τα μέλη των οικογενειών τους λόγω χρεών και εκμηδένισε τα χρέη των ιδιωτών μεταξύ τους και προς το κράτος. Επίσης ο Σόλων, θέλοντας να μειώσει τους “ουδέτερους” θέσπισε ότι σε περίπτωση τυραννίας οι πολίτες έπρεπε να παίρνουν τα όπλα είτε υπέρ είτε εναντίον της.
Ο διαρκής ανταγωνισμός των αρχηγών των γενών (ονομαζόμενων πλέον αρχόντων) για την εξουσία διατηρούσε ένα σύστημα εξουσίας υπό διαρκή ταραχή και ανωμαλία. Οι αρχηγοί (άρχοντες) των γενών δεν στηρίζονταν στην προσωπική τους αξία ώστε να αναλάβουν την εξουσία, αλλά στη δύναμη του γένους τους και των συμμαχιών τους. Το σύστημα παρήκμασε.
Ο άρχων Κλεισθένης (του γένους των Αλκμεωνιδών) το 508 π.χ. διαβλέποντας το πρόβλημα, αποδυνάμωσε τα γένη, ορίζοντας (σύμφωνα με χρησμό της Πυθίας) 10 νέες φυλές, δίνοντάς τους ονόματα “επωνύμων” ηρώων. Διαίρεσε τις φυλές σε τριττύες, όπου κάθε φυλή είχε ένα τμήμα παράλιο, ένα αστικό και ένα μεσόγειο. Οι δήμοι ήταν υποδιαιρέσεις των τριττυών. Οι κάτοικοι ονοματίζονταν σύμφωνα με τον πατέρα τους, το όνομα του δήμου τους και της φυλής που ανήκαν. Παλιοί και νέοι κάτοικοι ισχυρού γένους ή μη, ορίσθηκαν ανεξαιρέτως όλοι Αθηναίοι.
Όμως ο Κλεισθένης όπως και οι προηγούμενοι μεταρρυθμιστές δεν κατάργησαν το τιμοκρατικό σύστημα δηλαδή την κατάταξη των κατοίκων και των πολιτικών δικαιωμάτων τους, ανάλογα με το ετήσιο εισόδημά τους. Η οικονομική τάξη του κάθε Αθηναίου πολίτη, καθόριζε τη φορολόγησή του και κατ’ επέκταση τα πολιτικά του δικαιώματα.
Οι τάξεις ήταν:
Ο Αττικός μέδιμνος ήταν μέτρο όγκου εδώδιμων προϊόντων γης που αντιστοιχούσε σε 52-59 λίτρα περίπου, άρα οι 500 μέδιμνοι παρήγαν ετησίως 27,5 κυβικά μέτρα αγαθών, οι ιππείς ~16,5 κ.μ. ενώ οι ζευγίτες ~11 κ.μ.
Πέρα από τους πολίτες, στην Αθήνα άλλες σημαντικές πληθυσμιακές ομάδες ήταν οι μέτοικοι, οι δούλοι και οι γυναίκες.
Τα αξιώματα μετά τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη ήταν:
Επίσης η κατώτερη οικονομικά τάξη -αυτή των θητών- δεν είχε δικαίωμα του εκλέγεσθαι παρά μόνον του εκλέγειν. Επί Κλεισθένη λοιπόν δεν υπήρξε Δημοκρατία, ούτε τα αξιώματα ήταν προσβάσιμα σε όλους, ενώ υπήρχε και η μερική εκλογή, παρ' όλα αυτά οι βάσεις της Δημοκρατίας είχαν τεθεί.
Εξέλιξη υπήρξε το γεγονός πως οι βουλευτές έπαψαν να εκλέγονται μόνο από την τάξη των πεντακοσιομεδίμνων και εκλέγονταν πλέον και από τους τριακοσιομέδιμνους και τους ζευγίτες.
Από το 479 π.χ. αντιτιθέμενη στις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη, στην Αθήνα εγκαθίσταται μια ιδιόμορφη ολιγαρχία καθώς, την εξουσία αναλαμβάνει το συμβούλιο των ευγενών, ο Άρειος Πάγος, επικαλύπτοντας τα καθήκοντα της εποπτείας και τις θεσπισμένες αρχές. Η ιδιότυπη και αναχρονιστική αυτή χούντα δημιούργησε ισχυρές αντιπάθειες, χωρίζοντας τους Αθηναίους σε ολιγαρχικούς και λαϊκούς.
Με πρωτεργάτες τους Εφιάλτη του Σοφωνίδη (δεν πρέπει να συγχέεται με τον Εφιάλτη τον Τραχίνιο που πρόδωσε τον Λεωνίδα) και Αρχέστρατο, όταν, ως αρχηγοί του λαϊκού κινήματος, κατηγόρησαν τους ευγενείς Αρεοπαγίτες για κακοδιαχείριση και η εκκλησία του Δήμου ψήφισε την παραπομπή τους στα δικαστήρια της Ηλιαίας. Οι ποινές για τους αρεοπαγίτες που κρίθηκαν ένοχοι ήταν εξοντωτικές.
Έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί εδώ ότι κατά πάσα πιθανότητα η γνωστή σε όλους μας φράση “είδα εφιάλτη”, καθώς και η λέξη "εφιάλτης" με την έννοια του κακού ονείρου, προέκυψε από την κυριολεκτική φράση “είδα τον Εφιάλτη”, καθώς οι Αρεοπαγίτες έβλεπαν στον ύπνο τους να τους κατηγορεί ο Εφιάλτης του Σοφωνίδη και ξυπνούσαν έντρομοι. Συνεπώς δεν έχει σχέση με τις Θερμοπύλες και τον Εφιάλτη του Λεωνίδα, αλλά με τον Εφιάλτη που έστερξε τη Δημοκρατία στην Αθήνα.
Μετά την απελευθέρωση από τον ζυγό του Αρείου Πάγου, οι εξελίξεις στο πολίτευμα είναι συνεχείς και ραγδαίες, με βασικότερο την ισότιμη συμμετοχή όλων των πολιτών σε όλα τα αξιώματα, καθώς κατά την κυρίαρχη άποψη των αρχαίων Αθηναίων (και Ελλήνων γενικότερα) η δημοκρατία δεν απαιτούσε ιδιαίτερες γνώσεις, καθώς η πολιτική δεν εκλαμβανόταν ως επιστήμη αλλά ως χώρος της γνώμης ("δόξας"), όπου όλοι όσοι τους αφορά έχουν ισότιμο δικαίωμα λόγου και συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων.
Ο Άρειος Πάγος στα μετέπειτα χρόνια της δημοκρατίας έπαψε να έχει διευρυμένες εξουσίες και είχε περιοριστεί στο να εκδικάζει υποθέσεις δολοφονιών.
Συνθετικές της λέξεις είναι ο ‘δήμος’ (διαμέρισμα, γη, χωρίον, όπου εννοούνται οι κάτοικοι) και ‘κρατώ’ (έχω την ισχύ, εξουσία, κυριαρχία). Δηλαδή ο δήμος έχει την εξουσία. Στις λέξεις μοναρχία, ολιγαρχία, δημαρχία π.χ. το δεύτερο συνθετικό εκ της αρχής προϋποθέτει ότι υπάρχει αρχή, δηλαδή άρχων, αντίθετα στη δημοκρατία ο δήμος έχει την ισχύ, ενώ στη δημαρχία ο δήμαρχος.
Η λέξη παρουσιάζεται στον Ηρόδοτο, που έγραψε μερικά από τα πρωιμότερα σωζόμενα γραπτά, αλλά ίσως δεν χρησιμοποιήθηκε πριν το 440-430 π.Χ. Δεν είναι σίγουρο ότι η λέξη χρησιμοποιήθηκε από τη στιγμή της γέννησης της δημοκρατίας, αλλά από το 460 π.Χ. γνωρίζουμε την ύπαρξη του ονόματος ‘Δημοκράτης‘.
Μόνο να εικάσουμε μπορούμε για τον πληθυσμό της Αττικής, άλλωστε οι οικονομικές συνθήκες, οι πόλεμοι και ο λιμός της Αθήνας μετέβαλλαν τον πληθυσμό κατά το διάστημα των 140 χρόνων της Δημοκρατίας. Ο αριθμός των δούλων και των μετοίκων ιδιαίτερα διακυμαίνονταν συχνά.
Οι πιθανότητες ήταν πως κατά ένα μεγάλο ποσοστό οι Αθηναίοι δεν είχαν δούλους, είτε γιατί δεν χρειάζονταν είτε γιατί δεν μπορούσαν να τους θρέψουν - πληρώσουν.
Αν δεχθούμε πως οι Δήμοι του Κλεισθένη ήταν 170 και κατά Μ.Ο. 300 πολίτες ανά δήμο, οι πολίτες δεν θα μπορούσαν να είναι πάνω από 51.000. Περίπου 51.000 οικογένειες με 2,5 παιδιά ανά οικογένεια άρα ~250.000 κάτοικοι. Επίσης αν δεχθούμε κατά Μ.Ο. ένα δούλο ανά οικογένεια και για ένα 5% των πολιτών που ήταν πλούσιοι 6 δούλους και με 20% απόκλιση για τους κρατικούς δούλους, πιθανολογούμε πως οι δούλοι ήταν 80.000. Τώρα ο αριθμός των μετοίκων πρέπει να ήταν ικανός ώστε να εξυπηρετούνται οι κάτοικοι αλλά και να αμείβονται οι μέτοικοι με ικανό για την περιοχή και την εποχή ημερομίσθιο-κέρδος. Με το σκεπτικό ότι κάθε μέτοικος εξυπηρετούσε καθημερινώς 10 άτομα, υποθέτουμε πως οι μέτοικοι δεν ξεπερνούσαν τις 10.000.
Κρίνοντας σύμφωνα με τη διαμόρφωση του πληθυσμού της χώρας διαστήματος 1821-1920, φαίνεται απίθανο οι πολίτες να ξεπέρασαν ποτέ τις 60.000 καθώς η ιατρική περίθαλψη, τα μειωμένα μέσα παραγωγής και οι διαρκείς πόλεμοι σε αυτά συνιστούν.
Άρα τεκμαίρουμε: Γενικός πληθυσμός 330.000 εκ των οποίων 80.000 δούλοι, 10.000 μέτοικοι, και 50.000 πολίτες.
Μόνο άρρενες ενήλικοι που είχαν ολοκληρώσει τη διετή (από τα 18 μέχρι τα 20) στρατιωτική τους θητεία είχαν το δικαίωμα να συμμετάσχουν και να ψηφίσουν στη συνέλευση. Επίσης, δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν στη συνέλευση, των οποίων τα πολιτικά δικαιώματα είχαν ανασταλεί.
Παρ’ όλα αυτά, η αντίθεση με άλλες πόλεις όπου αποφάσιζαν οι βασιλείς - τύραννοι με τους ευγενείς-γερουσία-θεσμοθέτες και απλώς ανακοίνωναν τις αποφάσεις στους "πολίτες" ήταν τεράστια. Στην Αθήνα, κάποιοι πολίτες ήταν περισσότερο δραστήριοι από άλλους, το πλήθος των οργάνων με τον αριθμό συμμετεχόντων και το εύρος των αποφάσεων του πολιτικού συστήματος δείχνουν ένα εύρος συμμετοχής που ξεπερνούσε σημαντικά οποιαδήποτε σύγχρονο σύστημα εξουσίας.
Οι Αθηναίοι πολίτες έπρεπε κατά διαστήματα να είναι νόμιμα τέκνα και από τους δύο γονείς ή μόνο από τον πατέρα. Η ιδιότητα του πολίτη μπορούσε να παραχωρηθεί από τη συνέλευση. Ορισμένες φορές παραχωρούνταν σε μεγάλες ομάδες (στους Πλαταιείς το 427 π.Χ., στους Σαμίους το 405 π.Χ.) αλλά από τον 4ο αιώνα μπορούσε να παραχωρηθεί μόνο σε άτομα με ειδικό ψήφισμα, με απαρτία 6.000 ατόμων στην Εκκλησία. Η παραχώρηση γινόταν ως ανταμοιβή για υπηρεσίες προς την πόλη. Ο μέτοικος που είχε πλέον πολιτικά δικαιώματα ονομαζόταν ισοτελής. Σε τέτοια κατάσταση βρίσκονταν πολλοί κάτοικοι της Αθήνας. Ανάμεσα σε αυτούς: ο Λυσίας, ο Αριστοτέλης κ.ά. Στην πορεία ενός αιώνα, οι αριθμοί αυτών που συμμετείχαν μεταβάλλονταν.
Έχει σημασία να σημειωθεί εδώ ότι και τα σύγχρονα πολιτεύματα, ιδίως οι "κοινοβουλευτικές δημοκρατίες" επίσης αποκλείουν άτομα: ξένους (νόμιμους κατοίκους και μη), άτομα κάτω από μία ηλικία και σε κάποιες περιπτώσεις φυλακισμένους. Οι "κοινοβουλευτικές δημοκρατίες" έχουν και άλλους περιορισμούς: το δικαίωμα της ψήφου ασκείται μία φορά κάθε τέσσερα ή πέντε χρόνια και οι εκλογείς απλώς διαλέγουν τους αντιπροσώπους τους, οι οποίοι (και όχι οι πολίτες οι ίδιοι) ασκούν την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία και παίρνουν πολιτικές αποφάσεις στο όνομα των πολιτών –με την εξαίρεση των περιστασιακών δημοψηφισμάτων.
Τα όργανα λειτουργίας των πολιτών ήταν τρία. Η συνέλευση των πολιτών ή εκκλησία του Δήμου (σε ορισμένες περιπτώσεις με ελάχιστο όριο 6.000 ατόμων), η βουλή των 500 και τα δικαστήρια της Ηλιαίας (τουλάχιστον 200 άτομα, αλλά έφταναν τα 6.000, όταν συγκαλούνταν η ολομέλεια της). Από αυτά τα τρία σώματα η εκκλησία και τα δικαστήρια είχαν πραγματική εξουσία –παρόλο που τα δικαστήρια, σε αντίθεση με την εκκλησία, ποτέ δεν αποκλήθηκαν ‘δήμος’, καθώς επανδρώνονταν από ένα υποσύνολο του σώματος των πολιτών, αυτούς που είχαν συμπληρώσει το 30ο έτος της ηλικίας τους. Αλλά οι πολίτες οι οποίοι ψήφιζαν και στα δυο δεν υπόκειντο σε έφεση ή δικαστική δίωξη, όπως τα μέλη της βουλής και οι υπόλοιποι κάτοχοι δημοσίων αξιωμάτων. Τον 5ο αιώνα π.Χ. συχνά η εκκλησία συνερχόταν ως δικαστήριο για πολιτικές δίκες και δεν είναι σύμπτωση ότι ο ελάχιστος αριθμός για απαρτία στην εκκλησία και ο αριθμός της ετήσιας κληρωτίδας από την οποία κληρώνονταν οι δικαστές ήταν ο ίδιος (6.000). Από τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., ωστόσο, οι δικαστικές αρμοδιότητες της εκκλησίας περιορίστηκαν, παρόλο που διατήρησε ένα ρόλο στην ανάληψη πρωτοβουλίας για διάφορα είδη πολιτικών δικών.
Τα κεντρικά γεγονότα της Αθηναϊκής δημοκρατίας ήταν οι συνεδριάσεις της εκκλησίας του Δήμου, σε αντίθεση με ένα κοινοβούλιο, τα ‘μέλη’ της εκκλησίας δεν εκλέγονταν, αλλά συμμετείχαν όλοι οι έχοντες πολιτικά δικαιώματα όποτε και αν ήθελαν.
Η εκκλησία είχε τουλάχιστον τέσσερις λειτουργίες: ψήφιζε εκτελεστικά ψηφίσματα (π.χ. για την έναρξη πολέμου ή απονομή της ιδιότητας του πολίτη σε έναν ξένο), εξέλεγε ορισμένους αξιωματούχους, νομοθετούσε και δίκαζε πολιτικά εγκλήματα. Καθώς, όμως, το σύστημα εξελισσόταν σημαντικό μέρος των δύο τελευταίων λειτουργιών μεταφέρθηκε σε δικαστήρια.
Η τυποποιημένη διάταξη ήταν η εξής: ομιλητές εκφωνούσαν λόγους υπέρ και κατά μίας πρότασης και ακολουθούσε η ψηφοφορία υπέρ ή κατά της πρότασης συνήθως με ανάταση των χεριών. Σε αντίθεση με τα σύγχρονα κοινοβούλια, οι αγορεύσεις ήταν κατ’ ουσία προσπάθειες πειθούς των παρευρισκομένων. Παρόλο που μπορεί να υπήρχαν μπλοκ υποστήριξης διάφορων θέσεων, που μερικές φορές παρουσίαζαν μεγάλη διάρκεια, αναφορικά με κρίσιμα θέματα, δεν υπήρχαν οργανωμένα κόμματα ή κυβέρνηση και αντιπολίτευση με τη σημερινή έννοια, όπως ισχύει στο σύστημα του Ουέστμινστερ. Κατ’ ουσίαν, η εκάστοτε κυβέρνηση ήταν ο /οι ομιλητής /ομιλητές με τον οποίο συμφωνούσε η πλειοψηφία των συμμετεχόντων στη συνέλευση για το συγκεκριμένο ζήτημα. Τον 5ο αιώνα τουλάχιστο υπήρχαν ελάχιστα όρια στην εξουσία που ασκούνταν από την εκκλησία. Εάν η εκκλησία παραβίαζε έναν ήδη ισχύοντα νόμο με νέα της πράξη, το μόνο που μπορούσε να συμβεί ήταν η επιβολή ποινής σε εκείνον που είχε κάνει την πρόταση η οποία είχε γίνει αποδεκτή από τη συνέλευση. Εάν είχε ληφθεί κάποια λανθασμένη απόφαση, σύμφωνα με την άποψη του δήμου είχε συμβεί διότι είχε ‘παρασυρθεί’.
Όπως συνηθιζόταν στα αρχαία δημοκρατικά πολιτεύματα, κάποιος έπρεπε να παρευρίσκεται σε μία συνέλευση για να μπορέσει να ψηφίσει. Η υπηρέτηση της θητείας ή η απλή απόσταση μπορούσαν να εμποδίσουν την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων. Η ψηφοφορία γινόταν συνήθως με ανάταση των χεριών (‘χειροτονία’) ενώ κάποιοι αξιωματούχοι έκριναν το αποτέλεσμα με βάση την οπτική παρατήρηση του πλήθους. Καθώς παρευρίσκονταν χιλιάδες άτομα η καταμέτρηση ήταν αδύνατη. Για μια μικρή κατηγορία ψηφοφοριών για τις οποίες απαιτούνταν ένας ελάχιστος αριθμός συμμετεχόντων (6.000), κυρίως για παροχή της ιδιότητας του πολίτη, χρησιμοποιούνταν σφαιρίδια, χρωματισμένα άσπρα για το ‘ναι’ και μαύρα για το ‘όχι’. Πιθανώς, στο τέλος της συνέλευσης, ο κάθε πολίτης έριχνε το ένα από τα δύο σε ένα μεγάλο πιθάρι, που στη συνέχεια σπαζόταν για να καταμετρηθούν οι ψήφοι. (Για τον οστρακισμό απαιτούνταν οι πολίτες να αναγράψουν το όνομα σε ένα κομμάτι ενός αγγείου, το όστρακο.)
Τον 5ο αιώνα, υπήρχαν 10 τακτικές συνελεύσεις της εκκλησίας κάθε χρόνο, μία κάθε μήνα, ενώ μπορούσαν να συγκληθούν και έκτακτες, όποτε προέκυπτε ανάγκη. Τον επόμενο αιώνα καθορίστηκαν σαράντα συνελεύσεις της εκκλησίας, τέσσερις κάθε μήνα, μία εκ των οποίων ονομαζόταν ‘κύρια εκκλησία’. Μπορούσαν ακόμη να συγκληθούν επιπλέον συναντήσεις, ιδίως καθώς ως το 355 π.Χ. υπήρχαν ακόμη πολιτικές δίκες που δικάζονταν από την εκκλησία. Οι συνελεύσεις των πολιτών δε συνέβαιναν σε τακτά χρονικά διαστήματα, καθώς έπρεπε να μη συμπίπτουν με τις γιορτές, που λάμβαναν χώρα σε διαφορετικό χρονικό σημείο σε καθένα από τους δώδεκα σεληνιακούς μήνες. Υπήρχε ακόμη η τάση να συγκεντρώνονται οι τέσσερις συνελεύσεις στο τέλος κάθε μήνα.
Η συμμετοχή στη συνέλευση ήταν προαιρετική. Τον 5ο αιώνα, δημόσιοι δούλοι, σχηματίζοντας μία ζώνη με ένα κόκκινο σκοινί κατεύθυναν τους πολίτες από την αγορά στον τόπο της συνέλευσης (την Πνύκα), επιβάλλοντας πρόστιμο σε όσων τα ενδύματα είχαν βαφεί. Το μέτρο αυτό, ωστόσο, δεν μπορεί να συγκριθεί με τις μεθόδους υποχρεωτικής ψηφοφορίας κάποιων σύγχρονων δημοκρατιών. Ήταν μάλλον ένα μέτρο γρήγορης συγκέντρωσης του απαιτούμενου αριθμού συμμετεχόντων. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 403 π.Χ., για πρώτη φορά εισήχθη η πληρωμή για τη συμμετοχή στην εκκλησία. Εξαιτίας αυτού παρουσιάστηκε ενθουσιασμός για τις συνελεύσεις. Μόνο οι πρώτοι έξι χιλιάδες που έφταναν γίνονταν δεκτοί και πληρώνονταν, ενώ το κόκκινο σκοινί χρησιμοποιούνταν πλέον για να συγκρατήσει τους αργοπορούντες. Αυτές οι δύο χρήσεις του κόκκινου σκοινιού μας είναι γνωστές από τις αριστοφανικές κωμωδίες Αχαρνείς, στίχοι:17-22 και Εκκλησιάζουσαι, στίχοι:378-9.
Η βουλή των 500, το πολυπληθέστερο σώμα αξιωματούχων, αποτελούσε μια οργανωτική επιτροπή της εκκλησίας, ετοιμάζοντας νομοθετικά προσχέδια και καθορίζοντας τη θεματολογία της. Από το 487 π.Χ. οι 500 βουλευτές καθορίζονταν με κλήρωση, που λάμβανε χώρα μία φορά κάθε χρόνο. Ένας πολίτης μπορούσε να είναι μέλος της βουλής δύο φορές στη ζωή του. Κάθε πολίτης μπορούσε να καταθέσει προτάσεις στη βουλή. Τυπικά απαγορευόταν η εκκλησία να λαμβάνει αποφάσεις χωρίς ένα προβούλευμα, δηλαδή μία πρόταση από τη βουλή. Η πρόταση αυτή μπορούσε να είναι συμπαγής, επεξεργασμένη ή ‘ανοιχτή’, που λίγο διέφερε από το να καθορίζει τη θεματολογία της εκκλησίας. Η βουλή ή τα εναλλασσόμενα τμήματά της, οι πρυτανείες, εξυπηρετούσαν ως ένα είδος. Κάθε μέρα του έτους ένας από τους βουλευτές ήταν αρχηγός του κράτους για αυτή τη μέρα (για παράδειγμα κρατούσε τα κλειδιά του ταμείου και τη σφραγίδα του κράτους και ήταν υπεύθυνος για την υποδοχή ξένων αποστολών και (τον 5ο αιώνα) προέδρευε στις συνελεύσεις της εκκλησίας και της βουλής). Έχει υπολογιστεί ότι περίπου το ένα τέταρτο του συνόλου των πολιτών πρέπει να κατείχε το αξίωμα κάποια στιγμή της ζωής του. Αυτή τη θέση του -τρόπον τινά- ‘αρχηγού του κράτους’ μπορούσε να την κατέχει ο καθένας έως μια φορά στη ζωή του.
Η δημοκρατία δεν ήταν το πολίτευμα που προτιμούσαν οι αρχαίοι Έλληνες στοχαστές. Αρκετοί, όπως ο Θουκιδίδης, υποστήριζαν ένα πολίτευμα-μείγμα μοναρχίας, ολιγαρχίας και δημοκρατίας, πιθανώς επηρεασμένοι από το πολίτευμα της Σπάρτης και την αποτελεσματικότητά της στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Άλλοι –όπως ο Πλάτων που χαρακτήριζε τη δημοκρατία ως μια ευχάριστη μορφή αναρχίας– εντόπιζαν αδικίες, καθώς, όσοι συνεισέφεραν πολύ στο κράτος θεωρούνταν ίσοι με όσους συνεισέφεραν λίγο ή και καθόλου· και άλλοι, όπως ο Αριστοτέλης, ήταν ανεκτικοί προς τα άλλα πολιτεύματα, αφού εκείνα ήταν πιο ικανά να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες διαφορετικής μορφής κοινοτήτων από την αθηναϊκή.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.