πρώην χώρα, 1721-1917 From Wikipedia, the free encyclopedia
Ρωσική Αυτοκρατορία (ρωσικά: Российская империя) είναι η επίσημη ονομασία του Ρωσικού κράτους από το 1721 (πολιτειακή μεταρρύθμιση του Πέτρου) έως το 1917 (Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση). Η εποχή αυτή αναφέρεται επιγραμματικά στη ρωσική ιστορία και ως αυτοκρατορική. Με μέγιστη έκταση περίπου 28.400.000 τ.χλμ. στα μέσα του 19ου αιώνα, είναι το τρίτο μεγαλύτερο κράτος στην ιστορία της ανθρωπότητας μετά τη Μεγάλη Βρετανία των αρχών του 20ού αιώνα (η οποία όμως διέθετε αποικίες) και τη μεσαιωνική Μογγολική Αυτοκρατορία του Κουμπλάι Χαν. Η Ρωσική Αυτοκρατορία ή απλά Ρωσία εκτεινόταν στην Ευρασία και τη Βόρεια Αμερική από το 1721, μετά το τέλος του Μεγάλου Βόρειου Πόλεμου, έως ότου η Δημοκρατία ανακήρυξε την Προσωρινή Κυβέρνηση που πήρε την εξουσία μετά την Επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917.[1]
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ρωσική Αυτοκρατορία | |||
---|---|---|---|
Российская Империя | |||
1721–1917 | |||
Σημαία | Έμβλημα | ||
Η Ρωσική Αυτοκρατορία στην ακμή της | |||
Πρωτεύουσα | Αγία Πετρούπολη (1721–1728) (1730–1917) Μόσχα (1728–1730) | ||
Εθνικός ύμνος | Ρωσικός αυτοκρατορικός ύμνος | ||
Γλώσσες | Ρωσικά | ||
Θρησκεία | Ορθόδοξος Χριστιανισμός | ||
Πληθυσμός | 181.000.000 | ||
Έκταση | 22.800.000 km² (1866); 21.700.000 km² (1916) | ||
Πολίτευμα | Αυτοκρατορία | ||
Τσάρος | |||
- 1725-1727 | Αικατερίνη Α΄ | ||
- 1894-1917 | Νικόλαος Β΄ | ||
Νόμισμα | Ρούβλι | ||
Προηγούμενο κράτος | Βασίλειο της Ρωσίας | ||
Επόμενο κράτος | Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών | ||
σήμερα |
Ο επικεφαλής της Ρωσικής Αυτοκρατορίας έφερε τον τίτλο του Αυτοκράτορα, σε αντίθεση με τους προκατόχους του που αποκαλούνταν Τσάροι (Καίσαρες) του Βασιλείου της Ρωσίας. Πάντως στις περισσότερες γλώσσες του κόσμου, μεταξύ των οποίων και στην ελληνική, ο όρος τσάρος συνέχισε να χρησιμοποιείται. Όλοι οι αυτοκράτορες της συγκεκριμένης περιόδου προέρχονταν από τον Οίκο των Ρομανώφ.
Η αυτοκρατορική εποχή μπορεί να χωρισθεί σε δύο μεγάλες περιόδους. Η πρώτη (18ος αι.) ξεκινά με τον Πέτρο Α΄ και κλείνει με την Αικατερίνη Β΄ - είναι η εποχή που η Ρωσία αποκτά τις δύο πολυπόθητες θαλάσσιες εξόδους στη Βαλτική και στη Μαύρη Θάλασσα αντίστοιχα, αλλά έχει και μία μεγάλη περίοδο εσωστρέφειας στο κέντρο της. Η δεύτερη (19ος αι.) είναι η περίοδος της πολιτικής σταθερότητας, της εκβιομηχάνισης και της ανάδειξης σε παγκόσμια υπερδύναμη, αλλά συνάμα και της επιμονής σε παρωχημένες κοινωνικοπολιτικές δομές. Αυτή η επιμονή θα δημιουργήσει τις συνθήκες για δύο επαναστάσεις στις αρχές του 20ού αιώνα (1905, 1917) και τη δημιουργία του πρώτου κομμουνιστικού κράτους στον κόσμο.
Η άνοδος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας συνέβη σε συνδυασμό με την παρακμή των γειτονικών αντίπαλων δυνάμεων: της Σουηδικής Αυτοκρατορίας, της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας, της Περσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο το 1812-1814 στη ματαίωση των φιλοδοξιών του Ναπολέοντα να ελέγξει την Ευρώπη και να επεκταθεί στα δυτικά και στα νότια.
Ο Οίκος των Ρομανώφ κυβέρνησε τη Ρωσική Αυτοκρατορία από το 1721 μέχρι το 1762 και ο εκ Γερμανίας συγκαταγόμενος κλάδος του, ο Χόλσταϊν-Γκόττορπ-Ρομανώφ, από το 1762. Στις αρχές του 19ου αιώνα η Ρωσική Αυτοκρατορία εκτεινόταν από τον Αρκτικό Ωκεανό στο βορρά μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα στο νότο και από τη Βαλτική Θάλασσα στα δυτικά μέχρι τον Ειρηνικό Ωκεανό και μέχρι το 1867 μέχρι την Αλάσκα στην Αμερική στα ανατολικά[2]. Με 125,6 εκατομμύρια υπηκόους, που καταγράφηκαν με την απογραφή του 1897, είχε τον τρίτο μεγαλύτερο πληθυσμό στον κόσμο την εποχή εκείνη, μετά την Κίνα και την Ινδία. Όπως όλες οι αυτοκρατορίες, παρουσίαζε μεγάλη ανομοιογένεια οικονομική, εθνοτική και θρησκευτική. Υπήρχαν πολλά διαφωνούντα στοιχεία, που πραγματοποίησαν πολλές εξεγέρσεις και απόπειρες δολοφονίας και παρακολουθούντο στενά από τη μυστική αστυνομία, με χιλιάδες τους εξόριστους στη Σιβηρία.
Από οικονομική άποψη η αυτοκρατορία είχε κατά κύριο λόγο γεωργική βάση, με χαμηλή παραγωγικότητα σε μεγάλα κτήματα που δούλευαν οι δουλοπάροικοι (έως ότου ελευθερώθηκαν το 1861). Η οικονομία εκβιομηχανίστηκε αργά με τη βοήθεια ξένων επενδύσεων σε σιδηροδρόμους και εργοστάσια. Η γη ελεγχόταν από την αριστοκρατία (τούς βογιάρους) από το 10ο ως το 17ο αιώνα και στη συνέχεια από τον αυτοκράτορα. Ο Ιβάν Γ΄ (1462-1505) έθεσε τα θεμέλια της αυτοκρατορίας, που αναδύθηκε αργότερα. Τριπλασίασε το έδαφος του κράτους του, τερμάτισε την κυριαρχία της Χρυσής Ορδής, ανακαίνισε το Κρεμλίνο της Μόσχας και έθεσε τα θεμέλια του ρωσικού κράτους. Ο αυτοκράτορας Πέτρος Α΄ (1682-1725) διεξήγαγε πολλούς πολέμους και επέκτεινε μια ήδη τεράστια αυτοκρατορία σε μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη. Μετέφερε την πρωτεύουσα από τη Μόσχα στη νέα πόλη-πρότυπο της Αγίας Πετρούπολης και ηγήθηκε μιας πολιτιστικής επανάστασης, που αντικατέστησε μερικά από τα παραδοσιακά και μεσαιωνικά κοινωνικά και πολιτικά ήθη με ένα σύγχρονο, επιστημονικό, προσανατολισμένο προς την Ευρώπη, ορθολογικό σύστημα.
Η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ (βασίλεψε το 1762-1796) ηγήθηκε σε μια χρυσή εποχή. Επέκτεινε το κράτος με κατακτήσεις, αποικισμό και διπλωματία, συνεχίζοντας τον πολιτικό εκσυγχρονισμό του Μεγάλου Πέτρου κατά τα Δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα. Ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος Β΄ (1855-1881) προώθησε πολυάριθμες μεταρρυθμίσεις, με θεαματικότερη τη απελευθέρωση και των 23 εκατομμυρίων δουλοπάροικων το 1861. Η πολιτική του στην Ανατολική Ευρώπη περιλάμβανε την προστασία των Ορθοδόξων Χριστιανών υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η εμπλοκή αυτή το 1914 οδήγησε στην είσοδο της Ρωσίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Γαλλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Σερβίας, κατά της Γερμανικής, της Αυστριακής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Ρωσική Αυτοκρατορία λειτουργούσε ως απόλυτη μοναρχία μέχρι την Επανάσταση του 1905 και στη συνέχεια έγινε de jure συνταγματική μοναρχία. Η αυτοκρατορία κατέρρευσε κατά την Επανάσταση του Φεβρουαρίου 1917, σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα των μαζικών αποτυχιών στη συμμετοχή της στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αν και η Αυτοκρατορία ανακηρύχθηκε επίσημα μόνο από τον Τσάρο Πέτρο Α΄, μετά τη Συνθήκη του Νύσταντ (1721), ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε ουσιαστικά είτε όταν ο Ιβάν Γ΄ της Ρωσίας κατέλαβε το Βέλικι Νόβγκοροντ το 1478, είτε όταν ο Ιβάν ο Τρομερός κατέκτησε το Χανάτο του Καζάν το 1552. Σύμφωνα με μια άλλη άποψη ο όρος Τσαράτο, που χρησιμοποιήθηκε μετά τη στέψη του Ιβάν Δ΄ το 1547, ήταν ήδη μια ρωσική λέξη της εποχής για την αυτοκρατορία.
Μεγάλο μέρος της επέκτασης της Ρωσίας συνέβη το 17ο αιώνα, με αποκορύφωμα τον πρώτο Ρωσικό αποικισμό του Ειρηνικού στα μέσα του 17ου αιώνα, το Ρωσοπολωνικό Πόλεμο (1654-67) που ενσωμάτωσε την Ανατολική Ουκρανία και την κατάκτηση της Σιβηρίας. Η Πολωνία διαμελίσθηκε το διάστημα 1790-1815, με μεγάλο μέρος της χώρας και του πληθυσμού της να μεταβιβάζεται στη Ρωσία. Το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξης του 19ου αιώνα προήλθε από την προσθήκη εδαφών στην Ασία, νότια της Σιβηρίας[3].
Ετος | Πληθυσμός της Ρωσίας (εκατομμύρια)[4] | Παρατηρήσεις |
---|---|---|
1720 | 15,5 | περιλαμβάνει νέα εδάφη της Βαλτικής και της Πολωνίας |
1795 | 37,6 | περιλαμβάνει τμήμα της Πολωνίας |
1812 | 42,8 | περιλαμβάνει τη Φινλανδία |
1816 | 73,0 | περιλαμβάνει τη Ρωσική Πολωνία και τη Βεσσαραβία |
1914 | 170,0 | περιλαμβάνει νέα ασιατικά εδάφη |
.
Ο Πέτρος ο Μέγας (1672-1725) διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εισαγωγή της Ρωσίας στο ευρωπαϊκό κρατικό σύστημα. Ενώ η τεράστια χώρα είχε πληθυσμό 14 εκατομμυρίων, οι σοδειές των σιτηρών υστερούσαν έναντι εκείνων της γεωργίας στη Δύση,[5], δεσμεύοντας σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού στη γεωργία. Μόνο ένα μικρό ποσοστό ζούσε στις πόλεις. Η τάξη των χόλοπ, σχεδόν σε καθεστώς δουλείας, παρέμεινε σημαντικός θεσμός στη Ρωσία μέχρι το 1723, όταν ο Πέτρος μετέτρεψε τους οικιακούς χόλοπ σε δουλοπάροικους, εντάσσοντάς τους έτσι στον κεφαλικό φόρο. Οι Ρώσοι γεωργικοί χόλοπ είχαν τυπικά μετατραπεί σε δουλοπάροικους νωρίτερα το 1679.
Οι πρώτες στρατιωτικές ενέργειες του Πέτρου στράφηκαν κατά των Οθωμανών Τούρκων. Η προσοχή του στη συνέχεια στράφηκε στο Βορρά. Ο Πέτρος ακόμα δεν είχε ασφαλές βόρειο λιμάνι, εκτός από τον Αρχάγγελο στη Λευκή Θάλασσα, όπου το λιμάνι παρέμενε παγωμένο εννέα μήνες το χρόνο. Η πρόσβαση στη Βαλτική παρεμποδιζόταν από τη Σουηδία, που την περιόριζε από τις τρεις πλευρές της. Οι φιλοδοξίες του Πέτρου για ένα «παράθυρο στη θάλασσα» τον οδήγησαν να συνάψει μια μυστική συμμαχία το 1699 με τη Σαξονία, την Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία και τη Δανία κατά της Σουηδίας, με αποτέλεσμα το Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο. Ο πόλεμος τελείωσε το 1721 όταν μια εξαντλημένη Σουηδία ζήτησε ειρήνη με τη Ρωσία. Ο Πέτρος απέκτησε τέσσερις επαρχίες που βρίσκονται νότια και ανατολικά του Φινλανδικού Κόλπου, εξασφαλίζοντας έτσι την πολυπόθητη πρόσβαση στη θάλασσα. Εκεί ίδρυσε τη νέα πρωτεύουσα της Ρωσίας, την Αγία Πετρούπολη, σε αντικατάσταση της Μόσχας, που επί μακρόν ήταν το πολιτιστικό κέντρο της Ρωσίας. Το 1722 έστρεψε τις φιλοδοξίες του ως πρώτος Ρώσος μονάρχης προς την αύξηση της ρωσικής επιρροής στην Καυκασία και την Κασπία Θάλασσα εις βάρος των εξασθενημένων Σαφαβιδών Περσών. Έκανε το Αστραχάν το κέντρο των στρατιωτικών προσπαθειών κατά της Περσίας και επιχείρησε τον πρώτο μεγάλο πόλεμο εναντίον τους το 1722-23 [6].
Ο Πέτρος αναδιοργάνωσε την κυβέρνησή του βάσει των πιο πρόσφατων πολιτικών προτύπων της εποχής, διαμορφώνοντας τη Ρωσία σε ένα απολυταρχικό κράτος. Αντικατέστησε την παλιά Δούμα των βογιάρων (συμβούλιο ευγενών) με μια εννεαμελή Γερουσία, στην πραγματικότητα ένα ανώτατο κρατικό συμβούλιο. Η ύπαιθρος χωρίστηκε σε νέες επαρχίες και περιοχές. Ο Πέτρος δήλωσε στη Γερουσία ότι η αποστολή του ήταν η είσπραξη φόρων και τα φορολογικά έσοδα τριπλασιάστηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Στο πλαίσιο της κυβερνητικής μεταρρύθμισης, η Ορθόδοξη Εκκλησία ενσωματώθηκε εν μέρει στη διοικητική δομή της χώρας, καθιστάμενη στην ουσία εργαλείο του κράτους. Ο Πέτρος κατάργησε το πατριαρχείο και το αντικατέστησε με ένα συλλογικό όργανο, την Ιερά Σύνοδο, υπό την ηγεσία ενός κυβερνητικού αξιωματούχου. Εν τω μεταξύ καταργήθηκαν όλα τα ίχνη τοπικής αυτοδιοίκησης. Ο Πέτρος συνέχισε και ενέτεινε την απαίτηση των προκατόχων του για κρατική υπηρεσία για όλους τους ευγενείς.[7]
Ο Πέτρος πεθαίνει απρόσμενα το 1725 και ακολουθεί μία περίοδος χάους, ακατάπαυστων συνωμοσιών και ακυβερνησίας. Αρχικά τον διαδέχεται η σύζυγός του Αικατερίνη Α', η οποία όμως θα αποβιώσει δύο χρόνια αργότερα. Για άλλα δύο χρόνια (1728 - 1730) θα βασιλέψει τυπικά ο ανήλικος Πέτρος Β', γιος του εκτελεσθέντος Αλεξίου, μέχρι που θα πεθάνει από ευλογιά και θα προκύψει κενό διαδοχής.
Μετά από διαβουλεύσεις το στέμμα δίνεται στην Άννα Ιβάνοβνα, ανιψιά του Μεγάλου Πέτρου. Η Άννα ήταν κόρη του Ιβάν Ε', ετεροθαλούς αδελφού και συμβασιλέως του Πέτρου έως το 1696. Μετά το θάνατο του πατέρα της είχε παντρευτεί ένα γερμανό ευγενή της Βαλτικής και είχε γίνει Δούκισσα της Κουρλάνδης (γερμανική κτήση στη σημερινή Λετονία). Όταν το ανακτοβούλιο την κάλεσε να αναλάβει τις τύχες της Ρωσίας (1730), η νέα αυτοκράτειρα ανέλαβε συγκεκριμένες δεσμεύσεις, οι οποίες αργά ή γρήγορα θα φιλελευθεροποιούσαν το καθεστώς μετατρέποντάς το σε συνταγματική μοναρχία. Γρήγορα όμως θα πετύχει να απεμπλακεί: υποστηριζόμενη από παραδοσιακούς ευγενείς και την Αυτοκρατορική Φρουρά, διαλύει το ανακτοβούλιο και εξορίζει τα μέλη του στη Σιβηρία. Η δεκαετής παραμονή της στο θρόνο της χαρακτηρίζεται από την πλήρη ανεπάρκειά της για ένα τόσο σημαντικό αξίωμα, την αθρόα εισαγωγή γερμανών συμβούλων στα καίρια πόστα της διοίκησης και τις εκτελέσεις όσων ενοχλούνταν από τον εκγερμανισμό της Ρωσίας.
Λίγο πριν πεθάνει άτεκνη από νεφροπάθεια (1740), η Άννα προλαβαίνει να ορίσει ως διάδοχό της το Γερμανό Ιβάν ΣΤ', γιο μιας ανιψιάς της και ηλικίας μόλις ενός έτους! Η επιλογή αυτή γίνεται με την προφανή σκοπιμότητα ο θρόνος να παραμείνει στους απογόνους των Μιλοσλάβσκι (η οικογένεια της μητέρας του Ιβάν Ε') και να αποκλεισθούν οι Ναρίσκιν (η οικογένεια της μητέρας του Πέτρου). Το σχέδιο θα αποτύχει - δεκατρείς μήνες αργότερα ο Ιβάν καθαιρείται και θα περάσει 23 χρόνια έγκλειστος σε διάφορες φυλακές έως τη μυστική εκτέλεσή του στο Σλισελμπούργκ (1764).
Παρά την αστάθεια που επικρατεί στο εσωτερικό καθ' όλην την περίοδο 1725 - 1741, στη διεθνή σκηνή ο ρόλος της αυτοκρατορίας αναβαθμίζεται. Στον Πόλεμο της Πολωνικής Διαδοχής (1733 - 1735) η ρωσική διπλωματία συνεργάζεται με τους αυστριακούς και επιβάλλει τον εκλεκτό της στον πολωνικό θρόνο, εις βάρος των γάλλων. Επίσης το 1739 προσαρτάται στη Ρωσία η πόλη Αζόφ στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας - αυτή είναι η απαρχή της προσπάθειας για έξοδο στη Μεσόγειο εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που θα ολοκληρωθεί λίγες δεκαετίες αργότερα.
Το 1741 ο θρόνος ξαναπερνά στους απογόνους του Μεγάλου Πέτρου με την κόρη του Ελισάβετ και ξεκινά μια περίοδος σταθερότητας και προόδου. Η Ελισάβετ θυμίζει πολλά από τα ηγετικά προτερήματα του Πέτρου και επιπλέον είναι αρκετά ώριμη όταν αναλαμβάνει καθήκοντα (32 ετών). Συνεχίζοντας το φιλεκπαιδευτικό έργο του πατέρα της, ιδρύει το Πανεπιστήμιο Μόσχας (1755) και την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας Πετρούπολης (1757). Επίσης μετακαλεί ξένους αρχιτέκτονες που κτίζουν πολλά από τα κτήρια - σύμβολα της Αγίας Πετρούπολης: Χειμερινά Ανάκτορα (Ερμιτάζ), Μονή Σμόλνι κτλ.
Πολιτικά η Ελισάβετ δείχνει αξιοθαύμαστη οξυδέρκεια. Αποκαθιστά τους θεσμούς που είχε εισαγάγει ο πατέρας της, εκδιώκει τους Γερμανούς συμβούλους από την Αυλή και τους αντικαθιστά με μορφωμένους Ρώσους. Αναγνωρίζοντας την ευφυΐα του Αλεξέι Μπεστούζεβ - Ριούμιν, τού αναθέτει το ρόλο του Αντικαγκελαρίου (υπουργού Εξωτερικών) αν και σε προσωπικό επίπεδο τον αντιπαθεί σφόδρα. Οι δύο τους καθιερώνουν τη Ρωσία ως μεγάλη δύναμη στην ευρωπαϊκή διπλωματική κονίστρα. Το 1743 επιλύουν τα χρονίζοντα συνοριακά προβλήματα με τη Σουηδία, αποσπώντας τη νότια Φινλανδία δια διαπραγματεύσεων (Συνθήκη του Άμπο ή του Τούρκου). Το 1748 επιτυγχάνουν δεύτερο θρίαμβο στη Συνθήκη του Άαχεν (ή Ε-λα-Σαπέλ), με την οποία λήγει ο Πόλεμος για την Αυστριακή Διαδοχή (η Ρωσία συμμετείχε με ένα επικουρικό σώμα 30.000 ανδρών). Αν και με μια πρώτη ανάγνωση της συνθήκης δεν προκύπτει άμεσο όφελος, τα έμμεσα κέρδη είναι πολλαπλά και μακροπρόθεσμα:
Η μεγαλύτερη όμως επιτυχία θα ήταν η κατάκτηση του Βερολίνου κατά τον Επταετή Πόλεμο, εάν δεν την προλάβαινε ο θάνατος τη στιγμή που ο ρωσικός στρατός βρισκόταν προ των πυλών της πρωσικής πρωτεύουσας (Ιανουάριος 1762. Ευτυχώς για τους Πρώσους, τη διαδέχεται ο γερμανοτραφής ανιψιός της Πέτρος Γ' που αποσύρει τα στρατεύματα και συνάπτει ειρήνη. Δε θα κυβερνήσει όμως τη χώρα για πολύ - η δαιμόνια σύζυγός του Αικατερίνη θα τον εξαναγκάσει σε παραίτηση μόλις έξι μήνες από την ενθρόνισή του και θα αναλάβει η ίδια τις τύχες της αυτοκρατορίας.
Η Αικατερίνη η Μεγάλη ήταν Γερμανίδα πριγκίπισσα που παντρεύτηκε τον Πέτρο Γ ', το Γερμανό κληρονόμο του ρωσικού στέμματος. Μετά το θάνατο της Αυτοκράτειρας Ελισάβετ, ήρθε στην εξουσία όταν πέτυχε το πραξικόπημά της κατά του μη δημοφιλούς συζύγου της. Συνέβαλε στην αναβίωση της ρωσικής αριστοκρατίας που ξεκίνησε μετά το θάνατο του Μεγάλου Πέτρου. Η υπηρεσία προς το κράτος καταργήθηκε και η Αικατερίνη ικανοποίησε τους ευγενείς περαιτέρω, επιστρέφοντας σε αυτούς τις περισσότερες κρατικές λειτουργίες στις επαρχίες.[8]
Η Μεγάλη Αικατερίνη επέκτεινε τον ρωσικό πολιτικό έλεγχο πάνω στα εδάφη της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας. Οι ενέργειές της περιλάμβαναν την υποστήριξη της Συνομοσπονδίας της Ταργκόβιτσα, παρόλο που το κόστος των εκστρατειών της, με το καταπιεστικό κοινωνικό σύστημα που απαιτούσε οι δουλοπάροικοι να ξοδεύουν σχεδόν όλο το χρόνο τους στη γη των ιδιοκτητών τους, προκάλεσε μεγάλη αγροτική εξέγερση το 1773, μετά τη νομιμοποίηση από την Αικατερίνη της πώλησης των δουλοπάροικων ξεχωριστά από τη γη. Εμπνεόμενοι από έναν Κοζάκο ονόματι Πουγκατσιόφ, με την εμφατική κραυγή του "Κρεμάστε όλους τους γαιοκτήμονες", οι εξεγερμένοι απείλησαν να καταλάβουν τη Μόσχα πριν συντριβούν αμείλικτα. Αντί της παραδοσιακής τιμωρίας του διασυρμού και του διαμελισμού, η Αικατερίνη εξέδωσε μυστικές οδηγίες ο δήμιος να επιβάλει την ποινή γρήγορα και με τον ελάχιστο πόνο, ως μέρος της προσπάθειάς της να εισαγάγει ευσπλαχνία στο νόμο.[9] Επίσης διέταξε τη δημόσια δίκη της Ντάρια Νικολάεβνα Σαλτίκοβα, μέλους της ανώτατης αριστοκρατίας, κατηγορούμενης για βασανιστήρια και δολοφονίας. Αυτές οι χειρονομίες ευσπλαχνίας της Αικατερίνης είχαν πολύ θετική απήχηση στην Ευρώπη που βίωνε την Εποχή του Διαφωτισμού, αλλά το φάσμα της επανάστασης και των ταραχών συνέχισε να στοιχειώνει την ίδια και τους διαδόχους της.
Για να εξασφαλίσει τη συνεχή στήριξη των ευγενών, που ήταν απαραίτητη για την επιβίωση της κυβέρνησής της, η Αικατερίνη ήταν υποχρεωμένη να ενισχύσει την εξουσία και τη δύναμή τους εις βάρος των δουλοπάροικων και άλλων κατώτερων τάξεων. Παρ 'όλα αυτά συνειδητοποίησε ότι η δουλοπαροικία έπρεπε να τερματιστεί, φτάνοντας στο σημείο να αναφέρει στην "Οδηγία" της ότι οι δουλοπάροικοι ήταν "εξίσου καλοί όσο και εμείς" - ένα σχόλιο που η αριστοκρατία δέχθηκε με αηδία. Η Αικατερίνη διεξήγαγε με επιτυχία πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και επεξέτεινε τα νότια σύνορα της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα.
Υπό την ηγεσία της εκπληρώνεται ένα όνειρο αιώνων, η έξοδος στη Μαύρη Θάλασσα μέσω της Κριμαίας. Στην Κριμαϊκή χερσόνησο εκτεινόταν για τρεισήμισυ αιώνες το ταταρικό Χανάτο της Κριμαίας. Αν και το χανάτο ήταν διαρκώς στο στόχαστρο των Ρώσων, επιβίωνε πάντα χάρη στην κηδεμονία των Οθωμανών που επ' ουδενί θα ήθελαν να δουν το ρωσικό στόλο να πλέει κοντά στην Κωνσταντινούπολη.
Η κατάκτηση της Κριμαίας είναι αποτέλεσμα του ρωσοτουρκικού πολέμου του 1768-1774 και της Συνθήκης Κιουτσούκ - Καϊναρτζή, με την οποία:
Εκτός των προφανών ρωσικών κερδών, η συνθήκη του Κιουτσούκ - Καϊναρτζή αποφέρει ωφέλεια και στον υπόδουλο Ελληνισμό. Μη διαθέτοντας στόλο στη Μεσόγειο, οι ρωσικές αρχές εντέλλονται να συνεργασθούν στενά με τους Έλληνες πλοιοκτήτες που θα δουν τα κέρδη τους να εκτινάσσονται και το στόλο τους να γιγαντώνεται. Επίσης προσκαλούνται Έλληνες έμποροι να δημιουργήσουν παροικίες στα νεοπροσαρτηθέντα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας - σε ένα από αυτά, την Οδησσό, θα ιδρυθεί η Φιλική Εταιρεία που θα προετοιμάσει την Επανάσταση του 1821.
Η νέα αυτή πραγματικότητα δεν αρέσει καθόλου στην Αγγλία και τη Γαλλία, οι οποίες βλέπουν τη Ρωσία ως βασικό ανταγωνιστή τους στην ευρωπαϊκή ήπειρο και παρακινούν την Υψηλή Πύλη να ανακαταλάβει τις περιοχές που έχασε στον πόλεμο του 1768-1774. Ξεκινά έτσι ένας νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος (1787-1792), όπου η Αικατερίνη θριαμβεύει ξανά: με τη Συνθήκη του Ιασίου (Ιανουάριος 1792) η Υψηλή Πύλη όχι μόνο αποδέχεται την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία, αλλά αναγνωρίζει και την κυριαρχία της τελευταίας στην Ουκρανία δυτικά του Δνείπερου (τα εδάφη ανατολικά του Δνείπερου είχαν προσαρτηθεί το 17ο αι. επί Αλεξίου εις βάρος της Πολωνίας).
Στη συνέχεια, συνομωτώντας με τους ηγέτες της Αυστρίας και της Πρωσίας, ενσωμάτωσε εδάφη της Πολωνικής-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας κατά τους διαμελισμούς της Πολωνίας, ωθώντας τα σύνορα της Ρωσίας δυτικά προς την Κεντρική Ευρώπη. Σύμφωνα με τη συνθήκη που είχε υπογράψει η Ρωσία με τους Γεωργιανούς για να τους προστατεύει από κάθε νέα εισβολή των Περσών και περαιτέρω πολιτικές φιλοδοξίες τους, η Αικατερίνη διεξήγαγε ένα νέο πόλεμο κατά της Περσίας το 1796, όταν αυτή εισέβαλε πάλι στη Γεωργία και επέβαλε την κυριαρχία της ένα χρόνο πριν και έδιωξε τις νεοεγκατεστημένες ρωσικές φρουρές στον Καύκασο. Όταν πέθανε το 1796 η επεκτατική πολιτική της Αικατερίνης είχε μετατρέψει τη Ρωσία σε μεγάλη ευρωπαϊκή και παγκόσμια δύναμη[10]. Αυτό συνεχίστηκε με την απόσπαση από τον Αλέξανδρος Α΄ της Φινλανδίας από το αποδυναμωμένο βασίλειο της Σουηδίας το 1809 και της Βεσσαραβίας από το Πριγκιπάτο της Μολδαβίας, που παραχωρήθηκε από τους Οθωμανούς το 1812.
Η Ρωσία βρισκόταν σε συνεχή κατάσταση οικονομικής κρίσης. Ενώ τα έσοδα αυξήθηκαν από 9 εκατομμύρια ρούβλια το 1724 σε 40 εκατομμύρια το 1794, οι δαπάνες αυξήθηκαν ταχύτερα, φθάνοντας τα 49 εκατομμύρια το 1794, και κατανέμονταν 46% στο στρατό, 20% στις κυβερνητικές οικονομικές δραστηριότητες, 12% στη διοίκηση και 9% για την Αυτοκρατορική Αυλή στην Αγία Πετρούπολη. Το έλλειμμα απαιτούσε δανεισμό, κυρίως από το Άμστερνταμ, και το 5% του προϋπολογισμού διετίθετο για την πληρωμή του χρέους. Για τη χρηματοδότηση των δαπανηρών πολέμων εκδίδονταν χαρτονομίσματα, προκαλώντας έτσι πληθωρισμό. Για τις δαπάνες της η Ρωσία είχε ένα μεγάλο και άρτια εξοπλισμένο στρατό, μια πολύ μεγάλη και πολύπλοκη γραφειοκρατία, και μια αυλή που συναγωνίζονταν το Παρίσι και το Λονδίνο. Ωστόσο η κυβέρνηση ζούσε πολύ υπεράνω των δυνάμεών της και η Ρωσία του 18ου αιώνα παρέμενε «μια φτωχή, υπανάπτυκτη, συντριπτικά γεωργική και αναλφάβητη χώρα» [12].
Όταν η Μεγάλη Αικατερίνη πεθαίνει το 1796 η Ρωσική Αυτοκρατορία δεν είναι απλά το δυνατότερο και μεγαλύτερο κράτος της ΒΑ Ευρώπης αλλά μία από τις υπερδυνάμεις ολόκληρης της ηπείρου. Νέος αυτοκράτορας θα αναλάβει ο γιος της Παύλος (Παύλος Α') που θα κυβερνήσει μόλις πέντε έτη.
Κατά τη διακυβέρνησή του θα ιδρυθεί με αυτοκρατορικό διάταγμα η Ρωσοαμερικανική Εταιρεία, που θα υλοποιήσει την επέκταση της Ρωσίας στην Αλάσκα τις τρεις επόμενες δεκαετίες. Επίσης ο Παύλος δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος στο νέο σκηνικό που διαμορφώνουν οι νίκες του Ναπολέοντα στη Δυτική και Κεντρική Ευρώπη - συνεργάζεται με την Αγγλία και την Αυστρία εναντίον του Γάλλου αυτοκράτορα και το 1798-1799 ρωσικά εκστρατευτικά σώματα θριαμβεύουν στην Ιταλία και την Ελβετία. Το 1800 προσαρτά μονομερώς το Κάτρλι-Καχέτι, δηλ. το βασικό κορμό της Γεωργίας, αν και παλαιότερα η μητέρα του είχε δεσμευθεί για την ανεξαρτησία του. Στο εσωτερικό επίπεδο προσπαθεί να χαλαρώσει την καταπίεση των δουλοπαροίκων και να καταπολεμήσει τη διαφθορά των υψηλόβαθμων στελεχών του παλατιού. Αυτές οι επιδιώξεις θα προκαλέσουν την οργή της αριστοκρατίας και θα οδηγήσουν στη δολοφονία του στις 23 Μαρτίου 1801.
Ο Ναπολέων, μετά από μια διένεξη με τον Τσάρο Αλεξάνδρου Α΄, ξεκίνησε εισβολή στη Ρωσία το 1812, που αποδείχθηκε καταστροφική. Αν και η Grande Armée (Μεγάλη Στρατιά) του Ναπολέοντα έφτασε στη Μόσχα, η στρατηγική της καμένης γης των Ρώσων δεν επέτρεψε στους εισβολείς να επιβιώσουν στη χώρα. Κατά τον παγερό Ρωσικό Χειμώνα χιλιάδες γαλλικά στρατεύματα δέχτηκαν επιδρομές και σκοτώθηκαν από χωρικούς αντάρτες[13]. Καθώς οι δυνάμεις του Ναπολέοντα υποχώρησαν, τα ρωσικά στρατεύματα τους καταδίωξαν στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη μλέχρι τις πύλες του Παρισιού. Μετά τη νίκη της Ρωσίας και των συμμάχων της επί του Ναπολέοντα, ο Αλέξανδρος έγινε γνωστός ως ο «σωτήρας της Ευρώπης» και προήδρευσε στην ανασύνταξη του χάρτη της Ευρώπης στο Συνέδριο της Βιέννης (1815), που τελικά κατέστησε τον Αλέξανδρο μονάρχη της Ρωσικής Πολωνίας[14].
Παρόλο που η Ρωσική Αυτοκρατορία θα έπαιζε ηγετικό πολιτικό ρόλο τον αιώνα που ακολούθησε, χάρη στη νίκη της επί της Ναπολεόντειας Γαλλίας, η διατήρηση της δουλοπαροικίας απέκλειε την οικονομική πρόοδο σε κάποιο σημαντικό βαθμό. Καθώς η οικονομική ανάπτυξη της Δυτικής Ευρώπης επιταχύνθηκε κατά τη διάρκεια της Βιομηχανικής Επανάστασης η Ρωσία άρχισε να υστερεί ακόμα περισσότερο, δημιουργώντας νέες αδυναμίες για την Αυτοκρατορία που επεδίωκε να διαδραματίσει ρόλο ως μεγάλη δύναμη. Αυτή η κατάσταση συγκάλυπτε την ανεπάρκεια της κυβέρνησής της, την απομόνωση του λαού της και την οικονομική της καθυστέρηση. Μετά την ήττα του Ναπολέοντα ο Αλέξανδρος Α΄ ήταν έτοιμος να συζητήσει συνταγματικές μεταρρυθμίσεις, αλλά αν και εισήγαγε μερικές, δεν επιχείρησε σημαντικές αλλαγές.[15]
Το φιλελεύθερο τσάρο διαδέχθηκε ο μικρότερος αδελφός του Νικόλαος Α΄ (1825-1855), που στην αρχή της βασιλείας του αντιμετώπισε μια εξέγερση. Το υπόβαθρο αυτής της εξέγερσης βρισκόταν στους Ναπολεόντειους Πολέμους, όταν αρκετοί εκπαιδευμένοι Ρώσοι αξιωματικοί ταξίδεψαν στην Ευρώπη κατά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, όπου η έκθεσή τους στο φιλελευθερισμό της Δυτικής Ευρώπης τους ενθάρρυνε να επιδιώξουν αλλαγές κατά την επιστροφή τους στην απολυταρχική Ρωσία. Το αποτέλεσμα ήταν η Εξέγερση των Δεκεμβριστών (Δεκέμβριος του 1825), έργο ενός μικρού κύκλου φιλελεύθερων ευγενών και αξιωματικών του στρατού που ήθελαν να εγκαταστήσουν στο θρόνο τον αδελφό του Νικολάου ως συνταγματικό μονάρχη. Η εξέγερση όμως κατεστάλη εύκολα, κάνοντας το Νικόλαο να απομακρυνθεί από το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού που είχε ξεκινήσει ο Πέτρος ο Μέγας και να υπερασπιστεί το δόγμα Ορθοδοξία, Απολυταρχία και Έθνος[16].
Τα αντίποινα για την εξέγερση έκαναν τη «Δεκάτη πέμπτη του Δεκέμβρη» μια μέρα που για πολύ θυμόντουσαν αργότερα τα επαναστατικά κινήματα. Προκειμένου να καταστείλει περαιτέρω εξεγέρσεις εντάθηκε η λογοκρισία, συμπεριλαμβανομένης της συνεχούς επιτήρησης των σχολείων και των πανεπιστημίων. Τα διδακτικά βιβλία ελέγχονταν αυστηρά από την κυβέρνηση. Κατάσκοποι της αστυνομίας τοποθετήθηκαν παντού. Οι επίδοξοι επαναστάτες στέλνονταν στη Σιβηρία - υπό το Νικόλαο Α΄ εκατοντάδες χιλιάδες απεστάλησαν στα εκεί ка́торга (κάτεργα)[17].
Αφού τα ρωσικά στρατεύματα απελευθέρωσαν τη σύμμαχο (με τη Συνθήκη του Γκεοργκίεφσκι του 1783) Γεωργία από την κατοχή της Δυναστείας των Κατζάρ το 1802, κατά το Ρωσοπερσικό Πόλεμο (1804-13) συγκρούστηκαν με την Περσία για τον έλεγχο και την εδραίωσή τους στη Γεωργία και επίσης ενεπλάκησαν στον Πόλεμο του Καυκάσου κατά του Καυκασιανού Ιμαμάτου. Η έκβαση του πολέμου το 1804-1813 με την Περσία την ανάγκασε να παραχωρήσει αμετάκλητα στη Ρωσία το σημερινό Νταγκεστάν, τη Γεωργία και το μεγαλύτερου μέρος του Αζερμπαϊτζάν, μετά τη Συνθήκη του Γκουλιστάν. Στα νοτιοδυτικά η Ρωσία προσπάθησε να επεκταθεί εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χρησιμοποιώντας την προσφάτως αποκτηθείσα Γεωργία ως βάση της για το μέτωπο του Καύκασου και της Μικράς Ασίας. Τα τέλη της δεκαετίας του 1820 ήταν χρόνια με στρατιωτικές επιτυχίες. Παρά την απώλεια σχεδόν όλων των πρόσφατα αποκτηθέντων εδαφών κατά το πρώτο έτος του Ρωσοπερσικού Πολέμου το 1826-28 η Ρωσία κατάφερε να τερματίσει τον πόλεμο με πολύ ευνοϊκούς όρους με τη Συνθήκη του Τουρκμεντσάι, συμπεριλαμβανομένων των επίσημων αποκτημάτων της σημερινής Αρμενία, του Αζερμπαϊτζάν και τη Επαρχίας Ιγκντίρ. Κατά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο του 1828-29 η Ρωσία εισέβαλε στη βορειοανατολική Μικρά Ασία και κατέλαβε τις στρατηγικές οθωμανικές πόλεις Ερζερούμ και Γκιουμούσχανε και, εμφανιζόμενη ως προστάτις και σωτήρας του Ελληνορθόδοξου πληθυσμού, έλαβε εκτεταμένη υποστήριξη από τους Έλληνες Πόντιους της περιοχής. Μετά από σύντομη κατοχή ο ρωσικός αυτοκρατορικός στρατός αποσύρθηκε πίσω στη Γεωργία[18].
Το ζήτημα του προσανατολισμού της Ρωσίας είχε τεθεί από το πρόγραμμα εκσυγχρονισμού του Μεγάλου Πέτρου. Κάποιοι ευνοούσαν τη μίμηση της Δυτικής Ευρώπης ενώ άλλοι ήταν αντίθετοι σε αυτό και ζητούσαν την επιστροφή στις παραδόσεις του παρελθόντος. Ο δεύτερος δρόμος υποστηρίχτηκε από τους Σλαβόφιλους, που περιφρονούσαν την "παρακμιακή" Δύση. Οι Σλαβόφιλοι ήταν αντίπαλοι της γραφειοκρατίας και προτιμούσαν τον κολεκτιβισμό της μεσαιωνικής ρωσικής όμπσινα ή μιρ, από τον ατομικισμό της Δύσης. Περισσότερο ακραίες κοινωνικές δοξασίες επεξεργάστηκαν Ρώσοι αριστεροί ριζοσπάστες όπως ο Αλεξάντερ Χέρτσεν, ο Μιχαήλ Μπακούνιν και ο Πιοτρ Κροπότκιν.
Οι Ρώσοι τσάροι συνέτριψαν δύο εξεγέρσεις στα νεοαποκτηθέντα πολωνικά εδάφη τους: τη Νοεμβριανή Εξέγερση του 1830 και την Εξέγερση του Ιανουαρίου του 1863. Η ρωσική απολυταρχία πρόσφερε την αιτία να εξεγερθούν το 1863 στους πολωνούς τεχνίτες και ευγενείς, προσβάλλοντας τις εθνικές βασικές τους αξίες της γλώσσας, της θρησκείας και του πολιτισμού.[19] Το αποτέλεσμα ήταν η Επανάσταση του Ιανουαρίου, μια μαζική Πολωνική εξέγερση, που συνετρίβη από μαζικές δυνάμεις. Η Γαλλία, η Βρετανία και η Αυστρία προσπάθησαν να παρέμβουν στην κρίση, αλλά δεν μπόρεσαν. Ο ρωσικός εθνικιστικός τύπος χρησιμοποίησε την πολωνική εξέγερση για να ενοποιήσει το ρωσικό έθνος, υποστηρίζοντας ότι ήταν εκ Θεού δοσμένη αποστολή της Ρωσίας να σώσει την Πολωνία και τον κόσμο.[20] Η Πολωνία τιμωρήθηκε χάνοντας τα ιδιαίτερα πολιτικά και δικαστικά της δικαιώματα, με τον εκρωσισμό να επιβάλλεται στα σχολεία και στα δικαστήρια της[21].
Το 1854-55 η Ρωσία ηττήθηκε από τη Βρετανία, τη Γαλλία και την Τουρκία κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, που διεξήχθη κυρίως στη χερσόνησο της Κριμαίας και σε μικρότερο βαθμό στη Βαλτική. Δεδομένου ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ήττα του Ναπολέοντα η Ρωσία θεωρείτο στρατιωτικά ανίκητη, αλλά εναντίον ενός συνασπισμού των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, οι ήττες που υπέστη στην ξηρά και στη θάλασσα ανέδειξαν τη φθορά και την αδυναμία του καθεστώτος του Τσάρου Νικολάου.
Όταν ο Τσάρος Αλέξανδρος Β΄ ανέβηκε στο θρόνο το 1855, η επιθυμία για μεταρρύθμιση ήταν ευρέως διαδεδομένη. Ένα αυξανόμενο ανθρωπιστικό κίνημα επετίθετο στη δουλοπαροικία ως αναχρονιστική. Το 1859 υπήρχαν πάνω από 23 εκατομμύρια δουλοπάροικοι σε συνήθως κακές συνθήκες διαβίωσης. Ο Αλέξανδρος Β΄ αποφάσισε να καταργήσει τη δουλοπαροικία εκ των άνω, με επαρκή πρόνοια για τους γαιοκτήμονες, αντί να περιμένει να καταργηθεί από κάτω με επαναστατικό τρόπο που θα τους έβλαπτε[26].
Η μεταρρύθμιση της απελευθέρωσης του 1861, που απελευθέρωσε τους δουλοπάροικους ήταν το μοναδικό σημαντικό γεγονός της ρωσικής ιστορίας του 19ου αιώνα και η αρχή του τέλους για το μονοπώλιο της εξουσίας της αριστοκρατίας. Οι περαιτέρω μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1860 περιελάμβαναν κοινωνικοοικονομικές μεταρρυθμίσεις για να αποσαφηνιστεί η θέση της ρωσικής κυβέρνησης στον τομέα των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και της προστασίας τους[27]. Η απελευθέρωση επέφερε προσφορά ελεύθερου εργατικού δυναμικού στις πόλεις, τονώνοντας τη βιομηχανία, και η μεσαία τάξη αυξήθηκε σε αριθμό και επιρροή. Ωστόσο αντί να λάβουν τα εδάφη τους δωρεάν, οι απελευθερωμένοι χωρικοί έπρεπε να πληρώνουν έναν ειδικό φόρο στην κυβέρνηση, που με τη σειρά της πλήρωνε τους γαιοκτήμονες με γενναιόδωρη τιμή για τη γη που είχαν χάσει. Σε πολλές περιπτώσεις οι αγρότες πήραν ελάχιστη έκταση γης. Όλη η περιουσία που αποδόθηκε στους χωρικούς ανήκε συλλογικά στο μιρ, την κοινότητα του χωριού, που μοίραζε τη γη μεταξύ των αγροτών και επόπτευε τις διάφορες εκμεταλλεύσεις. Αν και η δουλοπαροικία καταργήθηκε, επειδή αυτό έγινε με όρους δυσμενείς για τους αγρότες, οι επαναστατικές εντάσεις δεν υποχώρησαν, παρά τις προθέσεις του Αλεξάνδρου Β΄. Οι επαναστάτες πίστευαν ότι οι νεοαπελευθερωθέντες δουλοπάροικοι απλώς πουλήθηκαν στη μισθωτή σκλαβιά κατά την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης και ότι η μπουρζουαζία είχε αντικαταστήσει στην ουσία τους γαιοκτήμονες[28].
Ο Αλέξανδρος Β΄ απέσπασε την Εξωτερική Μαντζουρία από την Κίνα των Τσινγκ μεταξύ 1858-1860 και πούλησε τα τελευταία εδάφη της Ρωσικής Αμερικής, την Αλάσκα, στις ΗΠΑ το 1867.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1870 η Ρωσία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία συγκρούστηκαν και πάλι στα Βαλκάνια. Από το 1875 ως το 1877, η βαλκανική κρίση εντάθηκε με τις εξεγέρσεις κατά της οθωμανικής κυριαρχίας από διάφορες σλαβικές εθνότητες, που οι Οθωμανοί Τούρκοι εξουσίαζαν από το 16ο αιώνα. Αυτό θεωρήθηκε πολιτικός κίνδυνος στη Ρωσία, που παρομοίως καταπίεζε τους Μουσουλμάνους της στην Κεντρική Ασία και στον Καύκασο. Η ρωσική εθνικιστική άποψη έγινε σημαντικός εγχώριος παράγοντας για την υποστήριξη της απελευθέρωσης των Χριστιανών των Βαλκανίων από την Οθωμανική κυριαρχία και της ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας και της Σερβίας. Στις αρχές του 1877 η Ρωσία παρενέβη στο πλευρό σερβικών και ρωσικών εθελοντικών δυνάμεων κατά το Ρωσοτουρκικό Πόλεμο (1877-78). Μέσα σε ένα χρόνο ρωσικά στρατεύματα πλησίασαν την Κωνσταντινούπολη και οι Οθωμανοί παραδόθηκαν. Οι εθνικιστές διπλωμάτες και στρατηγοί της Ρωσίας έπεισαν τον Αλέξανδρο Β΄ να αναγκάσει τους Οθωμανούς να υπογράψουν τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το Μάρτιο του 1878, δημιουργώντας μια διευρυμένη και ανεξάρτητη Βουλγαρία που εκτεινόταν ως τα νοτιοδυτικά Βαλκάνια. Όταν η Βρετανία απείλησε με κήρυξη πολέμου για τους όρους της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, η εξαντλημένη Ρωσία έκανε πίσω. Στο Συνέδριο του Βερολίνου τον Ιούλιο του 1878 η Ρωσία συμφώνησε στη δημιουργία μιας μικρότερης Βουλγαρίας, ως αυτόνομου πριγκιπάτου μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ετσι οι Πανσλαβιστές έμειναν με συσσωρευμένη πικρία κατά της Αυστροουγγαρίας και της Γερμανίας επειδή δεν κατάφεραν να στηρίξουν τη Ρωσία. Η απογοήτευση από τα αποτελέσματα του πολέμου προκάλεσε επαναστατικές εντάσεις και βοήθησε τη Σερβία, τη Ρουμανία και το Μαυροβούνιο να αποκτήσουν την ανεξαρτησία τους και να ενισχυθούν ενάντια στους Οθωμανούς[29].
Ένα άλλο σημαντικό αποτέλεσμα υπέρ της Ρωσίας του Ρωσοτουρκικού Πολέμου του 1877-78 ήταν η απόσπαση από τους Οθωμανούς των επαρχιών του Μπατούμι, του Αρνταχάν και του Καρς στην Υπερκαυκασία, που μετατράπηκαν στις στρατιωτικές περιφέρειες του Μπατούμι και του Καρς. Για να αντικαταστήσουν τους μουσουλμάνους πρόσφυγες που είχαν περάσει από τα νέα σύνορα στο οθωμανικό έδαφος, οι ρωσικές αρχές εγκατέστησαν μεγάλο αριθμό Χριστιανών διαφόρων εθνοτικά κοινοτήτων στην περιοχή του Καρς, ιδιαίτερα Γεωργιανούς, Έλληνες του Καυκάσου και Αρμένιους, η καθεμιά από τις οποίες έλπιζε να εξασφαλίσει προστασία και να προωθήσει τις δικές της περιφερειακές φιλοδοξίες στα βάθη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.
Το 1881 ο Αλέξανδρος Β΄ δολοφονήθηκε από τη Ναρόντναγια Βόλια, μια νιχιλιστική τρομοκρατική οργάνωση. Ο θρόνος πέρασε στον Αλέξανδρο Γ΄ (1881-1894), αντιδραστικό που αναβίωσε το σύνθημα «Ορθοδοξία, Απολυταρχία και Εθνος» του Νικολάου Α΄. Φανατικά Σλαβόφιλος, ο Αλέξανδρος Γ΄ πίστευε ότι η Ρωσία θα μπορούσε να σωθεί από τις αναταραχές μόνο αποκλειόμενη από τις ανατρεπτικές επιρροές της Δυτικής Ευρώπης. Κατά τη βασιλεία του η Ρωσία διακήρυξε τη Γαλλορωσική συμμαχία για να συγκρατήσει την αυξανόμενη δύναμη της Γερμανίας, ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Κεντρικής Ασίας και απαίτησε σημαντικές εδαφικές και εμπορικές παραχωρήσεις από τους Τσινγκ. Ο σημαντικότερος σύμβουλος του τσάρου ήταν ο Koνσταντίν Πομπεντόνοστσεβ, δάσκαλος του ίδιου και του γιου του Νικολάου και προϊστάμενος της Ιεράς Συνόδου από το 1880 έως το 1895. Δίδαξε τους βασιλικούς μαθητές του να φοβούνται την ελευθερία του λόγου και του τύπου καθώς και να απεχθάνονται τη δημοκρατία, τα συντάγματα και το κοινοβουλευτικό σύστημα. Επί του Πομπεντόνοστσεβ οι επαναστάτες διώκονταν και εφαρμόστηκε πολιτική εκρωσισμού σε όλη την Αυτοκρατορία[30][31].
Η κίνηση προς νότον, προς το Αφγανιστάν και την Ινδία, ανησύχησε τους Βρετανούς, που αγνόησαν το αίτημα της Ρωσίας για ένα λιμάνι στις θερμές θάλασσες και προσπάθησαν να εμποδίσουν την προώθησή της στο λεγόμενο από τους σχολιαστές Μεγάλο Παιχνίδι. Και τα δύο κράτη απέφυγαν να κλιμακώσουν τις εντάσεις τους σε πόλεμο και έγιναν σύμμαχοι το 1907.[32][33]
Το 1894 τον Αλέξανδρο Γ΄ διαδέχθηκε ο γιος του, Νικόλαος Β΄, που δεσμεύτηκε να διατηρήσει την απολυταρχία, που τον άφησε ο πατέρας του. Ο Νίκολαος Γ΄ αποδείχθηκε ανεπαρκής ως ηγεμόνας και τελικά η δυναστεία του ανατράπηκε από την επανάσταση.[36] Η Βιομηχανική Επανάσταση άρχισε να έχει σημαντική επιρροή στη Ρωσία, αλλά η χώρα παρέμενε αγροτική και φτωχή. Τα φιλελεύθερα στοιχεία μεταξύ των βιομηχάνων καπιταλιστών και της αριστοκρατίας πίστευαν στην ειρηνική κοινωνική μεταρρύθμιση και στη συνταγματική μοναρχία, αποτελώντας το Συνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα, ή τους Κάντετς.[37]
Στα αριστερά το Σοσιαλιστικό Επαναστατικό Κόμμα (Εσέροι) ενσωμάτωσε την παράδοση των Ναρόντνικων και υποστήριζε τη διανομή της γης μεταξύ εκείνων που την καλλιεργούσαν πραγματικά - των αγροτών. Μια άλλη ριζοσπαστική ομάδα ήταν το Ρωσικό Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα, εκπρόσωπος του Μαρξισμού στη Ρωσία. Οι Σοσιαλδημοκράτες διέφεραν από τους Εσέροους, επειδή πίστευαν ότι μια επανάσταση πρέπει να στηρίζεται στους εργάτες των πόλεων και όχι στην αγροτιά[38].
Το 1903, στο 2ο Συνέδριο του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος στο Λονδίνο, το κόμμα χωρίστηκε σε δύο πτέρυγες: τους οπαδούς της σταδιακής μετάβασης Μενσεβίκους και τους πιο ριζοσπαστικούς Μπολσεβίκους. Οι Μενσεβίκοι πίστευαν ότι η ρωσική εργατική τάξη δεν ήταν επαρκώς ανεπτυγμένη και ότι ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μετά από μια περίοδο αστικής δημοκρατικής κυβέρνησης. Έτσι έτειναν να συμμαχούν με τις δυνάμεις του αστικού φιλελευθερισμού. Οι Μπολσεβίκοι, υπό το Βλαντίμιρ Λένιν, υποστήριζαν την ιδέα της δημιουργίας μια μικρής ελίτ επαγγελματικών επαναστατών, υποκείμενης σε ισχυρή κομματική πειθαρχία, που θα ενεργούσε ως πρωτοπορία του προλεταριάτου για να καταλάβει την εξουσία με τη βία..[39]
Η ήττα στο Ρωσοϊαπωνικό Πόλεμο (1904-1905) ήταν σημαντικό πλήγμα για το τσαρικό καθεστώς και αύξησε περαιτέρω τις δυνατότητες αναταραχής. Τον Ιανουάριο του 1905 ένα περιστατικό, γνωστό ως «Ματωμένη Κυριακή» συνέβη όταν ο Ιερέας Γκεόργκι Γκαπόν οδήγησε ένα τεράστιο πλήθος στα Χειμερινά Ανάκτορα στην Αγία Πετρούπολη για να υποβάλει μια αναφορά στον Τσάρο. Όταν η πομπή έφτασε στα ανάκτορα οι στρατιώτες άνοιξαν πυρ κατά του πλήθους, σκοτώνοντας εκατοντάδες. Οι ρωσικές μάζες εξοργίσθηκαν τόσο για τη σφαγή, που κήρυξαν γενική απεργία απαιτώντας μια λκαϊκή δημοκρατία. Αυτό σήμανε την αρχή της Επανάστασης του 1905. Σοβιέτ (συμβούλια εργατών) εμφανίστηκαν στις περισσότερες πόλεις για να κατευθύνουν την επαναστατική δραστηριότητα. Η Ρωσία παρέλυσε και η κυβέρνηση βρέθηκε σε απόγνωση [40].
Τον Οκτώβριο του 1905 ο Νικόλαος εξέδωσε διστακτικά το Μανιφέστο του Οκτωβρίου, που δεχόταν τη σύγκληση χωρίς καθυστέρηση μιας εθνικής Δούμας (νομοθετικού σώματος). Το δικαίωμα ψήφου επεκτάθηκε και κανένας νόμος δεν θα καθίστατο οριστικός χωρίς έγκριση από τη Δούμα. Οι μετριοπαθείς ομάδες ήταν ικανοποιημένες. Αλλά οι σοσιαλιστές απέρριψαν τις παραχωρήσεις ως ανεπαρκείς και προσπάθησαν να οργανώσουν νέες απεργίες. Στα τέλη του 1905 υπήρχαν διαφορές μεταξύ των μεταρρυθμιστών και η θέση του Τσάρου ενισχύθηκε προς το παρόν.
Ο Τσάρος Νικόλαος Β’ και οι υπήκοοί του μπήκαν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με ενθουσιασμό και πατριωτισμό, με βασική πολεμική κραυγή την υπεράσπιση των αδελφών της Ρωσίας Ορθοδόξων Σλάβων, των Σέρβων. Τον Αύγουστο του 1914 ο ρωσικός στρατός εισέβαλε στη γερμανική επαρχία της Ανατολικής Πρωσίας και κατέλαβε σημαντικό τμήμα της ελεγχόμενης από την Αυστρία Γαλικίας προς υποστήριξη των Σέρβων και των συμμάχων τους - των Γάλλων και των Βρετανών. Το Σεπτέμβριο του 1914, για να ελαφρύνουν την επί της Γαλλίας πίεση, οι Ρώσοι αναγκάστηκαν να σταματήσουν μια επιτυχημένη επίθεση εναντίον της Αυστροουγγαρίας στη Γαλικία προκειμένου να επιτεθούν στη Γερμανική Σιλεσία[41]. Οι στρατιωτικές ανατροπές και οι ελλείψεις στον άμαχο πληθυσμό σύντομα δυσαρέστησαν μεγάλο μέρος του. Ο έλεγχος της Βαλτικής Θάλασσας από τους Γερμανούς και της Μαύρης Θάλασσας από Γερμανούς και Οθωμανούς απέκοψαν τη Ρωσία από το μεγαλύτερο μέρος των ξένων προμηθευτών και των δυνητικών αγορών της.
Ήδη στα μέσα του 1915 ο αντίκτυπος του πολέμου ήταν απογοητευτικός. Υπήρχε έλλειψη τροφίμων και καυσίμων, οι απώλειες αυξάνονταν και αυξανόταν ο πληθωρισμός. Ξέσπασαν απεργίες μεταξύ των χαμηλόμισθων εργατών στα εργοστάσια και υπήρξαν αναφορές ότι οι αγρότες, που ήθελαν μεταρρυθμίσεις της ιδιοκτησίας της γης, ήταν ανήσυχοι. Ο τσάρος τελικά αποφάσισε να αναλάβει προσωπικά τη διοίκηση του στρατού και μετακινήθηκε στο μέτωπο, αφήνοντας στη θέση του την πρωτεύουσα τη γυναίκας του, την Αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα. Η ασθένεια του γιου της Αλεξέι την έκανε να εμπιστευθεί τον ημιαναλφάβητο χωρικό από τη Σιβηρία Γκριγκόρι Ρασπούτιν (1869 - 1916), που έπεισε τη βασιλική οικογένεια ότι κατείχε θεραπευτικές δυνάμεις που θα γιάτρευαν τον Αλεξέι. Είχε αποκτήσει τεράστια επιρροή, αλλά δεν άλλαξε καμία σημαντική απόφαση. Η δολοφονία του στα τέλη του 1916 από μια κλίκα ευγενών αποκατέστησε την τιμή τους, αλλά δεν μπορούσε να αποκαταστήσει το χαμένο κύρος του Τσάρου[42].
Το τσαρικό σύστημα ανατράπηκε με την Επανάσταση του Φεβρουαρίου το 1917. Οι Μπολσεβίκοι διακήρυξαν "καμία προσάρτηση, καμία αποζημίωση" και κάλεσαν τους εργαζόμενους να αποδεχθούν την πολιτική τους και να απαιτήσουν τον τερματισμό του πολέμου. Στις 3 Μαρτίου 1917 οργανώθηκε απεργία σε ένα εργοστάσιο της πρωτεύουσας Πέτρογκραντ. Μέσα σε μια εβδομάδα σχεδόν όλοι οι εργαζόμενοι στην πόλη απεργούσαν και ξέσπασαν οδομαχίες. Ο Ραμπίνοβιτς υποστηρίζει ότι «η επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 ... προήλθε από την προπολεμική πολιτική και οικονομική αστάθεια, την τεχνολογική καθυστέρηση και το θεμελιώδη κοινωνικό διχασμό, σε συνδυασμό με την ολοφάνερα κακοδιοίκηση της πολεμικής προσπάθειας, τις συνεχιζόμενες στρατιωτικές ήττες, την εσωτερική οικονομική αποδιάρθρωση και τα προκλητικά σκάνδαλα του μοναρχικού περιβάλλοντος».[43] Ο Σουέιν αναφέρει:« Η πρώτη κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά την Επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 αποτελείτο, με μία εξαίρεση, από φιλελεύθερους».[44]
Με την κατάλυση της εξουσίας του ο Νικόλαος παραιτήθηκε στις 2 Μαρτίου 1917..[45] Το 1918 ακολούθησε η εκτέλεση της οικογένειας των Ρομάνοφ στα χέρια των Μπολσεβίκων.
Τα διοικητικά όρια της Ευρωπαϊκής Ρωσίας, εκτός από τη Φινλανδία και το τμήμα της της Πολωνίας, συμπίπτουν περίπου με τα φυσικά όρια των Ανατολικοευρωπαϊκών πεδιάδων. Στο Βορρά συναντούσε τον Αρκτικό Ωκεανό. Η Νόβαγια Ζεμλιά και τα Νησιά Κολγκούγεφ και Βαϊγκάτς ανήκαν επίσης σε αυτήν, αλλά η Θάλασσα του Κάρα ανήκε στη Σιβηρία. Στην Ανατολή είχε τα ασιατικά εδάφη της Αυτοκρατορίας, τη Σιβηρία και τις στέπες της Κιργιζίας, από τα οποία χωριζόταν από τα Ουράλια Όρη, τον Ποταμό Ουράλη και την Κασπία Θάλασσα - τα διοικητικά όρια, ωστόσο, εκτείνονταν εν μέρει στις σιβηρικές πλαγιές των Ουραλίων. Στο Νότο είχε τη Μαύρη Θάλασσα και τον Καύκασο, από τον οποίο χωριζόταν από το βύθισμα του Ποταμού Mάνιτς, που μετά την Πλειόκαινο εποχή συνέδεε τη Θάλασσα του Αζόφ με την Κασπία. Το δυτικό όριο ήταν καθαρά συμβατικό: διέσχιζε τη Χερσόνησο Κόλα από το Βάραγκερφιορδ στο Βοθνιακό Κόλπο. Από εκεί έφθανε στη Λιμνοθάλασσα Κούρσκι στη νότια Βαλτική Θάλασσα και από εκεί στις εκβολές του Δούναβη, κάνοντας μια μεγάλη κυκλική σάρωση προς τα δυτικά για να αγκαλιάσει την Πολωνία και να χωρίσει τη Ρωσία από την Πρωσία, την Αυστριακή Γαλικία και τη Ρουμανία.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Ρωσίας είναι ότι έχει λίγες ελεύθερες διεξόδους στην ανοιχτή θάλασσα εκτός από τις παγωμένες ακτές του Αρκτικού Ωκεανού. Οι βαθιές εσοχές του Βοθνιακού και του Φινλανδικού κόλπου περιβάλλοταν από αυτό που είναι εθνοτικά φινλανδικό έδαφος και μόνο στο μυχό του δεύτερου κόλπου οι Ρώσοι είχαν αποκτήσει στέρεα βάση, ανεγείροντας εκεί την πρωτεύουσά τους στις εκβολές του Ποταμού Νέβα. Ο Κόλπος της Ρίγας και η Βαλτική ανήκαν επίσης σε εδάφη που δεν κατοικούνταν από Σλάβους, αλλά από τους λαούς της Βαλτικής και της Φινλανδίας και από Γερμανούς. Η ανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας ανήκε στην Υπερκαυκασία, μια μεγάλη οροσειρά που τη χώριζε από τη Ρωσία. Αλλά ακόμη και αυτή η υδάτινη περιοχή είναι μια εσωτερική θάλασσα, η μόνη έξοδος της οποίας, ο Βόσπορος, ανήκε σε ξένα χέρια, ενώ η Κασπία, μια τεράστια ρηχή λίμνη, που συνορεύει κυρίως με ερήμους, είχε μεγαλύτερη σημασία ως σύνδεσμος μεταξύ της Ρωσίας και των ασιατικών εποικισμών της, παρά ως δίαυλος επικοινωνίας με άλλες χώρες.
Στα τέλη του 19ου αιώνα το μέγεθος της αυτοκρατορίας ήταν περίπου 22.400.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα ή σχεδόν το 1/6 της έκτασης της Γης. Ο μοναδικός του «ανταγωνιστής» της σε μέγεθος ήταν τότε η Βρετανική Αυτοκρατορία. Ωστόσο τότε η πλειοψηφία του πληθυσμού ζούσε στην Ευρωπαϊκή Ρωσία. Στη Ρωσική Αυτοκρατορία ζούσαν πάνω από 100 διαφορετικές εθνοτικές ομάδες, με τους Ρώσους να αποτελούν περίπου το 45% του πληθυσμού[46].
Εκτός από σχεδόν ολόκληρη την επικράτεια της σύγχρονης Ρωσίας, πριν από το 1917 η Ρωσική Αυτοκρατορία περιλάμβανε επίσης το μεγαλύτερο μέρος της Ουκρανίας του Δνείπερου, τη Λευκορωσία, τη Βεσσαραβία, το Μεγάλο Δουκάτο της Φινλανδίας, την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, τα Κεντροασιατικά κράτη του Ρωσικού Τουρκεστάν, τα περισσότερα από τα κυβερνεία της Βαλτικής, καθώς και ένα σημαντικό τμήμα του Βασιλείου της Πολωνίας και το Αρνταχάν, το Αρτβίν, το Ιγκντίρ, το Καρς και το βορειοανατολικό τμήμα της Επαρχίας του Ερζερούμ από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Μεταξύ 1742 και 1867 η Ρωσοαμερικανική Εταιρεία διοικούσε την Αλάσκα ως αποικία. Η εταιρεία ίδρυσε επίσης οικισμούς στη Χαβάη, όπως το Φορτ Ελίζαμπεθ (1817), και αρκετά νότια στη Βόρεια Αμερική ως την Αποικία Φορτ Ρος (που ιδρύθηκε το 1812) στην Καλιφόρνια, λίγο βόρεια του Σαν Φρανσίσκο. Τόσο ο Φορτ Ρος όσο και ο Ρωσικός Ποταμός στην Καλιφόρνια πήραν τα ονόματά τους από Ρώσους αποίκους, που είχαν εγείρει διεκδικήσεις σε μια περιοχή, που διεκδικούσαν μέχρι το 1821 οι Ισπανοί ως μέρος της Νέας Ισπανίας.
Μετά την ήττα των Σουηδών στο Φινλανδικό Πόλεμο του 1808-1809 και την υπογραφή της συνθήκης του Φρέντρικσχαμν στις 17 Σεπτεμβρίου 1809, το ανατολικό μισό της Σουηδίας, η περιοχή που έγινε τότε Φινλανδία, ενσωματώθηκε στη Ρωσική Αυτοκρατορία ως αυτόνομο μεγάλο δουκάτο. Ο τσάρος τελικά τερμάτισε τη διοίκηση της Φινλανδίας ως ημισυνταγματικόςς μονάρχη μέσω του Γενικού Διοικητή της Φινλανδίας και μιας ιθαγενούς Γερουσίας που διορίστηκε από αυτόν. Ωστόσο ο αυτοκράτορας δεν αναγνώρισε ρητά τη Φινλανδία ως συνταγματικό κράτος με τα δικά του δικαιώματα, αν και οι Φινλανδοί υπήκοοί του θεωρούσαν το Μεγάλο Δουκάτο ως κάτι τέτοιο.
Μετά το Ρωσσοτουρκικό Πόλεμο, 1806-12 και τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1812) που ακολούθησε τα ανατολικά τμήματα του Πριγκιπάτου της Μολδαβίας, κράτους υποτελούς στους Οθωμανούς, μαζί με ορισμένες περιοχές που βρίσκονταν υπό την άμεση Οθωμανική κυριαρχία, πέρασαν στον έλεγχο της Αυτοκρατορίας. Αυτή η περιοχή (Βεσσαραβία) ήταν μεταξύ των τελευταίων εδαφικών επεκτάσεων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη. Στο Συνέδριο της Βιέννης (1815) η Ρωσία απέκτησε την κυριαρχία της Ρωσικής Πολωνίας, που στα χαρτιά ήταν ένα αυτόνομο βασίλειο σε προσωπική ένωση με τη Ρωσία. Ωστόσο αυτή η αυτονομία περιορίστηκε μετά από μια εξέγερση το 1831 και καταργήθηκε τελικά το 1867.
Η Αγία Πετρούπολη σταδιακά επέκτεινε και ενίσχυσε τον έλεγχό της στον Καύκασο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα εις βάρος της Περσίας με τους Ρωσοπερσικούς Πολέμους του 1804-13 και του 1826-28 και τις αντίστοιχες συνθήκες που ακολούθησαν του Γκιουλιστάν και του Τουρκμεντσάι, καθώς και με τον Πόλεμο του Καυκάσου (1817-1864).
Η Ρωσική Αυτοκρατορία επέκτεινε την επιρροή και τις κτήσεις της στην Κεντρική Ασία, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, κατακτώντας μεγάλο μέρος του Ρωσικού Τουρκεστάν το 1865 και συνεχίζοντας να προσαρτά εδάφη μέχρι το 1885.
Τα νεοανακαλυφθέντα νησιά της Αρκτικής έγιναν τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, καθώς τα ανακάλυψαν Ρώσοι εξερευνητές: οι Νήσοι Νέας Σιβηρίας από τις αρχές του 18ου αιώνα και τη Σεβέρναγισ Ζέμλια ("Χώρα του Αυτοκράτορα Νικόλαου Β΄") χαρτογραφήθηκε και διεκδικήθηκε το 1913.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ρωσία κατέλαβε για λίγο ένα μικρό τμήμα της Ανατολικής Πρωσίας, που τότε ανήκε στη Γερμανία, σημαντικό τμήμα της Αυστριακής Γαλικίας και σημαντικά τμήματα της Οθωμανικής Αρμενίας. Ενώ η σύγχρονη Ρωσική Ομοσπονδία ελέγχει σήμερα την Περιφέρεια του Καλίνινγκραντ, που αποτελούσε το βόρειο τμήμα της Ανατολικής Πρωσίας, αυτό διαφέρει από την περιοχή που κατέλαβε η αυτοκρατορία το 1914, αν και υπήρξε κάποια επικάλυψη: το Γκούσεβ (γκουμπίνεν στα γερμανικά) ήταν το σημείο της αρχικής ρωσικής νίκης.
Σύμφωνα με το 1ο άρθρο του Οργανικού Νόμου η Ρωσική Αυτοκρατορία ήταν ένα αδιαίρετο κράτος. Επιπλέον το 26ο άρθρο ανέφερε ότι «με τον Αυτοκρατορικό Ρωσικό θρόνο είναι αδιαίρετο το Βασίλειο της Πολωνίας και το Μεγάλο Πριγκιπάτο της Φινλανδίας». Οι σχέσεις με το Μεγάλο Πριγκιπάτο της Φινλανδίας ρυθμίζονταν επίσης με το 2ο άρθρο: «Το Μεγάλο Πριγκιπάτο της Φινλανδίας αποτελούσε αδιαίρετο τμήμα του Ρωσικού κράτους, κυβερνώμενο στις εσωτερικές του υποθέσεις από ειδικούς κανονισμούς στη βάση ειδικών νόμων» και το νόμο της 10 Ιουνίου 1910.
Μεταξύ 1744 και 1867 η αυτοκρατορία έλεγχε επίσης τη Ρωσική Αμερική. Εξαιρουμένης αυτής της περιοχής - της σύγχρονης Αλάσκας - η Ρωσική Αυτοκρατορία ήταν μια συνεχόμενη εδαφική έκταση που εκτεινόταν στην Ευρώπη και στην Ασία. Σε αυτό διέφερε από τις σύγχρονές της αυτοκρατορίες αποικιακής μορφής, με αποτέλεσμα ενώ η Βρετανική Αυτοκρατορία και η Γαλλική αποικιακή αυτοκρατορία συρρικνώθηκαν τον 20ό αιώνα η Ρωσική Αυτοκρατορία διατήρησε μεγάλο μέρος της επικράτειάς της, πρώτα ως Σοβιετική Ένωση και τελευταία ως η σημερινή Ρωσία καθώς και Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών.
Επιπλέον η αυτοκρατορία κατά καιρούς έλεγχε εδάφη με διομολογήσεις, ιδίως τη Μισθωμένη Περιοχή Κβαντούνγκ και τον Κινεζικό Ανατολικό Σιδηρόδρομο, και τα δύο παραχωρημένα από την Κίνα των Τσινγκ, καθώς και μια παραχώρηση στο Τιεντσίν.
Το 1815 ο δρ Σέφερ, Ρώσος επιχειρηματίας, πήγε στο Καουάι και διαπραγματεύθηκε μια συνθήκη προστασίας με τον κυβερνήτη του νησιού ουμοαλίι, υποτελή του βασιλιά Καμεχαμέχα Α΄ της Χαβάης, αλλά ο Ρώσος Τσάρος αρνήθηκε να επικυρώσει τη συνθήκη. Δείτε επίσης την Ορθόδοξη Εκκλησία στη Χαβάη και το Ρωσικό Φορτ Ελίζαμπεθ.
Το 1889 ένας Ρώσος τυχοδιώκτης, ο Νικολάι Ιβάνοβιτς Αχινόφ, προσπάθησε να δημιουργήσει μια ρωσική αποικία στην Αφρική, το Σάγκαλο, που βρίσκεται στον Κόλπο της Τατζούρα στο σημερινό Τζιμπουτί. Ωστόσο αυτή η προσπάθεια εξόργισε τους Γάλλους, που απέστειλαν δύο κανονιοφόρους εναντίον της αποικίας. Μετά από σύντομη αντίσταση η αποικία παραδόθηκε και οι Ρώσοι άποικοι απελάθηκαν στην Οδησσό.
Από την ίδρυσή της μέχρι την επανάσταση του 1905 η Ρωσική Αυτοκρατορία ελέγχεται από τον τσάρο / αυτοκράτορά της ως απόλυτο μονάρχη, υπό το σύστημα της τσαρικής απολυταρχίας. Μετά την Επανάσταση του 1905 η Ρωσία ανέπτυξε ένα νέο είδος κυβέρνησης που κατέστη δύσκολο να κατηγοριοποιηθεί. Στο Almanach de Gotha (Ευρετήριο των βασιλέων και της ανώτερης αριστοκρατίας της Ευρώπης) του 1910 η Ρωσία περιγραφόταν ως "συνταγματική μοναρχία υπό έναν αυταρχικό τσάρο". Αυτός ο αντιφατικός ορισμός έδειχνε τη δυσκολία του ακριβούς καθορισμού του συστήματος, ουσιαστικά μεταβατικού και συγχρόνως sui generis, που καθιερώθηκε στη Ρωσική Αυτοκρατορία μετά τον Οκτώβριο του 1905. Πριν από αυτή την ημερομηνία οι θεμελιώδεις νόμοι της Ρωσίας περιέγραφαν τη δύναμη του αυτοκράτορα ως «αυταρχική και απεριόριστη». Μετά τον Οκτώβριο του 1905 ενώ το αυτοκρατορικό λεκτικό ήταν ακόμα "Αυτοκράτορας και Απόλυτος μονάρχης Πασών των Ρωσιών" οι θεμελιώδεις νόμοι αναμορφώθηκαν με την αφαίρεση της λέξης απεριόριστη. Ενώ ο αυτοκράτορας διατήρησε πολλά από τα παλιά του προνόμια, συμπεριλαμβανομένης και του απόλυτου βέτο σε όλη τη νομοθεσία, συμφώνησε εξίσου για την ίδρυση ενός εκλεγμένου κοινοβουλίου, χωρίς τη συγκατάθεση του οποίου δεν θα μπορούσαν να εκδοθούν νόμοι στη Ρωσία. Το καθεστώς στη Ρωσία δεν είχε γίνει κατά ουδεμία έννοια συνταγματικό, πολύ λιγότερο κοινοβουλευτικό. Αλλά η "απεριόριστη απολυταρχία" είχε δώσει τη θέση της σε μια "αυτοπεριορισμένη απολυταρχία". Το εάν αυτή η απολυταρχία επρόκειτο να περιοριστεί μόνιμα από τις νέες αλλαγές ή αυτό εναπόκειτο μόνο στη διακριτική ευχέρεια του αυτοκράτορα, αποτέλεσε αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων μεταξύ των αντιμαχόμενων κομμάτων στο κράτος. Προσωρινά το ρωσικό κυβερνητικό σύστημα μπορούσε ίσως να οριστεί καλύτερα ως "μια περιορισμένη μοναρχία υπό έναν απολυταρχικό αυτοκράτορα".
Ο Πέτρος ο Μέγας άλλαξε τον τίτλο του από Τσάρος το 1721, όταν ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας πασών των Ρωσιών. Ενώ οι μεταγενέστεροι ηγέτες διατήρησαν αυτό τον τίτλο, ο ηγεμόνας της Ρωσίας ήταν κοινώς γνωστός ως Τσάρος ή Τσαρίτσα μέχρι την πτώση της αυτοκρατορίας κατά την Επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917. Πριν από την έκδοση του Μανιφέστου του Οκτωβρίου (1906) ο Αυτοκράτορας κυβερνούσε ως απόλυτος μονάρχης, υποκείμενος σε μόνο δύο περιορισμούς της εξουσίας του (και οι δύο είχαν σκοπό να προστατεύσουν το υφιστάμενο σύστημα): ο Αυτοκράτορας και ο σύζυγός του έπρεπε να ανήκουν και οι δύο στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και έπρεπε να υπακούει στους νόμους της κληρονομικής διαδοχής (Παυλιανοί Νόμοι) που θέσπισε ο Παύλος Α΄. Πέραν αυτών, η δύναμη του Ρώσου Αυτοκράτορα ήταν ουσιαστικά απεριόριστη.
Στις 17 Οκτωβρίου 1905 η κατάσταση άλλαξε: ο Αυτοκράτορας περιόρισε οικειοθελώς τη νομοθετική του εξουσία με διάταγμα ότι κανένα μέτρο δεν μπορούσε να γίνει νόμος χωρίς τη συναίνεση της Αυτοκρατορικής Δούμας, μιας ελεύθερα εκλεγμένης εθνικής συνέλευσης που θεσπίστηκε με τον Οργανικό Νόμο που εκδόθηκε στις 28 Απριλίου 1906. Ωστόσο ο αυτοκράτορας διατήρησε το δικαίωμα να διαλύσει τη νεοϊδρυθείσα Δούμα και άσκησε αυτό το δικαίωμα περισσότερες από μία φορές. Διατήρησε επίσης απόλυτο βέτο σε όλη τη νομοθεσία και μόνο ο ίδιος μπορούσε να ξεκινήσει οποιεσδήποτε αλλαγές στον ίδιο τον Οργανικό Νόμο. Οι υπουργοί του ήταν αποκλειστικά υπεύθυνοι σε αυτόν και όχι στη Δούμα ή σε οποιαδήποτε άλλη αρχή, που μπορούσε να τους εξετάζει αλλά όχι να τους απομακρύνει. Έτσι ενώ η ισχύς του Αυτοκράτορα ήταν περιορισμένη μετά τις 28 Απριλίου 1906, παρέμενε ακόμη τεράστια.
Σύμφωνα με τον αναθεωρημένο Θεμελιώδη Νόμο της Ρωσίας της 20ης Φεβρουαρίου 1906 το Συμβούλιο της Αυτοκρατορίας συνδεόταν με τη Δούμα ως νομοθετική Ανω Βουλή. Από τότε η νομοθετική εξουσία ασκείτο κανονικά από τον αυτοκράτορα μόνο σε συνεννόηση με τα δύο σώματα[47]. Το Συμβούλιο της Αυτοκρατορίας ή Αυτοκρατορικό Συμβούλιο, όπως ανασυντάχθηκε για το σκοπό αυτό, απαρτιζόταν από 196 μέλη, από τα οποία 98 διορίζονταν από τον Αυτοκράτορα, ενώ 98 εκλέγονταν. Οι υπουργοί, επίσης διορισμένοι, ήταν ex officio μέλη του. Από τα εκλεγμένα μέλη, 3 προέρχονταν από το «μαύρο» κλήρο (τους μοναχούς), 3 από το «λευκό» κλήρο (τους κοσμικούς), 18 από τους ευγενείς, 6 από την ακαδημία των επιστημών και τα πανεπιστήμια, 6 από την εμπορικά επιμελητήρια, 6 από τα βιομηχανικά συμβούλια, 34 από τις κυβερνήσεις που είχαν αυτοδιοίκηση, 16 από εκείνες που δεν είχαν και 6 από την Πολωνία. Ως νομοθετικό όργανο οι αρμοδιότητες του Συμβουλίου ήταν συντονισμένες με εκείνες της Δούμας. Στην πράξη όμως ουδέποτε ή σπάνια αναλάμβανε νομοθετική πρωτοβουλία.
Η Δούμα της Αυτοκρατορίας ή Αυτοκρατορική Δούμα (Γκοσουνταρστβέναγια Ντούμα), που αποτελούσε την Κάτω Βουλή του ρωσικού κοινοβουλίου, αποτελείτο (μετά το ούκαζ (διάταγμα) της 2ας Ιουνίου 1907) από 442 μέλη, εκλεγμένα με εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία. Η ιδιότητα του μέλους ήταν χειραγωγημένη ώστε να εξασφαλίζει τη συντριπτική πλειοψηφία των πλούσιων (ιδιαίτερα της τάξης των γαιοκτημόνων) και επίσης των εκπροσώπων των ρωσικών λαών εις βάρος των υποτελών εθνοτήτων. Κάθε επαρχία της αυτοκρατορίας, εκτός της Κεντρικής Ασίας, εξέλεγε ορισμένο αριθμό μελών. Σε αυτά προστίθεντο εκείνα που εκλέγονταν από μερικές μεγάλες πόλεις. Τα μέλη της Δούμας επιλέγονταν από τα εκλεκτορικά σώματα και αυτά, με τη σειρά τους, από τις συνελεύσεις των τριών τάξεων: γαιοκτήμονες, πολίτες και χωρικούς. Σε αυτές τις συνελεύσεις οι έχοντες μεγαλύτερη περιουσία συμμετείχαν αυτοπροσώπως, ενώ οι έχοντες μικρότερη εκπροσωπούνταν από αντιπροσώπους. Ο αστικός πληθυσμός χωριζόταν σε δύο κατηγορίες ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητα και εξέλεγε αντιπρόσωπους απευθείας στο συμβούλιο των Κυβερνείων. Οι αγρότες εκπροσωπούνταν από αντιπροσώπους που επιλέγονταν από τις περιφερειακές υποδιαιρέσεις που ονομάζονταν βόλοστ. Οι εργάτες αντιμετωπίζονταν με ιδιαίτερο τρόπο, με κάθε βιομηχανική επιχείρηση που απασχολούσε πάνω από πενήντα άτομα να εκλέγει έναν ή περισσοτέρους αντιπροσώπους στο εκλεκτορικό σώμα.
Στο ίδιο το σώμα, η ψηφοφορία για τη Δούμα ήταν μυστική. Δεδομένου ότι η πλειοψηφία συνίστατο από συντηρητικά στοιχεία (τους γαιοκτήμονες και αστούς εκπρόσωπους), οι προοδευτικοί είχαν ελάχιστες ευκαιρίες εκπροσώπησης, εκτός από την περίεργη διάταξη ότι τουλάχιστον ένα μέλος σε κάθε κυβέρνηση έπρεπε να επιλέγεται από κάθε μία από τις πέντε τάξει που εκπροσωπούνταν στο σώμα. Το γεγονός ότι η Δούμα είχε κάποια ριζοσπαστικά στοιχεία οφειλόταν κυρίως στο ιδιαίτερο προνόμιο που απολάμβαναν οι επτά μεγαλύτερες πόλεις - Αγία Πετρούπολη, Μόσχα, Κίεβο, Οδησσός, Ρίγα και οι πολωνικές πόλεις Βαρσοβία και Λοτζ. Αυτές εξέλεγαν τους αντιπροσώπους τους στη Δούμα άμεσα και, μολονότι οι ψήφοι τους χωρίζονταν (με βάση τη φορολογητέα περιουσία) με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνουν πλεονέκτημα στους πλούσιους, καθεμιά τους εξέλεγε τον ίδιο αριθμό αντιπροσώπων.
Με το νόμο της 18ης Οκτωβρίου 1905, για να βοηθάεΑ τον αυτοκράτορα στην ανώτατη διοίκηση, δημιουργήθηκε ένα Συμβούλιο Υπουργών (Σόβιετ Mίνιστροβ), υπό τον πρόεδρο των υπουργών, την πρώτη μορφή πρωθυπουργού στη Ρωσία. Το συμβούλιο αυτό αποτελείτο από όλους τους υπουργούς και τους επικεφαλής των κύριων διοικήσεων. Τα υπουργεία ήταν τα ακόλουθα
Η Ιεροτάτη Σύνοδος (ιδρύθηκε το 1721) ήταν το ανώτατο όργανο διοίκησης της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Ρωσία. Πρόεδρός της ήταν ένας λαϊκός επίτροπος, που εκπροσωπούσε τον Αυτοκράτορα, και απαρτιζόταν από τους τρεις μητροπολίτες Μόσχας, Αγίας Πετρούπολης και Κιέβου, τον αρχιεπίσκοπο της Γεωργίας (Γεωργία), και ένα αριθμό επισκόπων που συμμετείχαν εκ περιτροπής.
Η Γερουσία (Πραβιτελστβούγιουσι Σένατ, δηλ. Διευθυντική ή κυβερνητική σύγκλητος), που ιδρύθηκε κατά την κυβερνητική μεταρρύθμιση του Πέτρου Α΄, απαρτιζόταν από μέλη που ορίζονταν από τον Αυτοκράτορα. Η ευρεία ποικιλία των λειτουργιών της πραγματοποιείτο από τα διάφορα τμήματα στα οποία είχε διαιρεθεί. Ήταν το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, ελεγκτικό γραφείο, ανώτατο δικαστήριο για όλα τα πολιτικά αδικήματα και ένα από τα τμήματά του ασκούσε τα καθήκοντα ενός συμβουλίου του τύπου. Είχε επίσης ανώτατη δικαιοδοσία σε όλες τις διαμάχες που προέκυπταν από τη διοίκηση της αυτοκρατορίας, κυρίως τις διαφορές μεταξύ των εκπροσώπων της κεντρικής εξουσίας και των εκλεγμένων οργάνων τοπικής αυτοδιοίκησης. Τέλος εξέδιδε νέους νόμους, μια λειτουργία που της έδινε θεωρητικά εξουσία Συνταγματικού Δικαστηρίου, την απόρριψη μέτρων που δεν είναι σύμφωνα με τους θεμελιώδεις νόμους.
Για τη διοίκηση η Ρωσία είχε χωριστεί (το 1914) σε 81 κυβερνεία (γκουμπέρνιγια), 20 περιφέρειες (όμπλαστ) και μία περιοχή (όκρουγκ). Τα υποτελή κράτη και τα προτεκτοράτα της ρωσικής Αυτοκρατορίας περιλάμβαναν το Εμιράτο της Μπουχάρας, το Χανάτο της Χίβας και, μετά το 1914, την Τουβά (Ουριάνκαϊ). Από αυτά τα 11 κυβερνεία, οι 17 περιφέρειες και το όκρουγκ (Σαχαλίνη) ανήκαν στην Ασιατική Ρωσία. Από τα υπόλοιπα 8 κυβερνεία ήταν στη Φινλανδία και 10 στην Πολωνία. Έτσι η Ευρωπαϊκή Ρωσία περιείχε 59 κυβερνεία και 1 περιφέρεια (εκείνη του Ντον). Η Περιφέρεια του Ντον ήταν υπό την άμεση δικαιοδοσία του Υπουργείου Πολέμου. Η καθεμιά από τις υπόλοιπες είχε ένα κυβερνήτη και αναπληρωτή του, που προέδρευε του διοικητικού συμβουλίου. Επιπλέον υπήρχαν γενικοί κυβερνήτες, γενικά τοποθετημένοι σε αρκετά κυβερνεία και εξοπλισμένοι με ευρύτερες εξουσίες, που συνήθως περιλάμβαναν τ διοίκηση των στρατευμάτων εντός των ορίων της δικαιοδοσίας τους. Το 1906 υπήρξαν γενικοί κυβερνήτες στη Φινλανδία, τη Βαρσοβία, τη Βίλνα, το Κίεβο, τη Μόσχα και τη Ρίγα. Οι μεγαλύτερες πόλεις (Αγία Πετρούπολη, Μόσχα, Οδησσός, Σεβαστούπολη, Κερτς, Νικολάεφ, Ρόστοφ) διέθεταν δικό τους διοικητικό σύστημα, ανεξάρτητα από τις κυβερνήσεις. Σε αυτές ο αρχηγός της αστυνομίας ενεργούσε ως κυβερνήτης.
Το δικαστικό σύστημα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, που υπήρχε από τα μέσα του 19ου αιώνα, ιδρύθηκε από τον "απελευθερωτή τσάρο" Αλέξανδρο Β΄, με το νόμο της 20ής Νοεμβρίου 1864 (Σούντεμπνι Ούσταβ). Το σύστημα αυτό, που βασίζεται εν μέρει στα αγγλικά και εν μέρει στα γαλλικά πρότυπα, δημιουργήθηκε βάσει ορισμένων γενικών αρχών: το διαχωρισμό των δικαστικών και διοικητικών λειτουργιών, την ανεξαρτησία των δικαστών και των δικαστηρίων, τη δημοσιότητα των δικών και της προφορικής διαδικασίας και την ισότητα όλων των τάξεων ενώπιον του νόμου. Επιπλέον ένα δημοκρατικό στοιχείο εισήχθη με την υιοθέτηση του συστήματος των ενόρκων και την εκλογή των δικαστών. Η καθιέρωση ενός δικαστικού συστήματος με αυτές τις αρχές αποτέλεσε μια σημαντική αλλαγή στην αντίληψη του ρωσικού κράτους, το οποίο, θέτοντας τη διοίκηση της δικαιοσύνης έξω από τη σφαίρα της εκτελεστικής εξουσίας, έπαυσε να είναι δεσποτικό. Αυτό το γεγονός έκανε το σύστημα ιδιαίτερα ενοχλητικό για τη γραφειοκρατία και κατά τα τελευταία χρόνια του Αλεξάνδρου Β΄ και τη βασιλεία του Αλέξανδρου Γ' υπήρξε μια αποσπασματική ανάκληση όσων είχαν δοθεί. Ηταν έργο της τρίτης Δούμας, μετά την Επανάσταση του 1905, να ξεκινήσει την αντιστροφή αυτής της διαδικασίας.
Το σύστημα που καθιερώθηκε με το νόμο του 1864 ήταν σημαντικό διότι σύστησε δύο εξ ολοκλήρου χωριστές τάξεις δικαστηρίων, καθεμιά από τις οποίες είχε δικό της εφετείο και ερχόταν σε επαφή μόνο με τη Γερουσία, ως ανώτατο δικαστήριο. Η πρώτη από αυτές, βασισμένη στο αγγλικό πρότυπο, είναι τα εκλεγμένα ειρηνοδικεία, με δικαιοδοσία σε μικρής σημασίας υποθέσεις, αστικές ή ποινικές. Η δεύτερη, με βάση το γαλλικό πρότυπο, είναι τα συνήθη δικαστήρια των διορισμένων δικαστών, που συνεδρίαζαν με ή χωρίς ενόρκους για σημαντικές υποθέσεις.
Παράλληλα με τα τοπικά όργανα της κεντρικής κυβέρνησης στη Ρωσία υπάρχουν τρεις κατηγορίες τοπικών εκλεγμένων φορέων που είναι επιφορτισμένοι με διοικητικές λειτουργίες:
Από το 1870 οι δήμοι της Ευρωπαϊκής Ρωσίας έχουν θεσμούς όπως εκείνοι των ζέμστβο. Όλοι οι ιδιοκτήτες σπιτιών και οι φορολογούμενοι έμποροι, τεχνίτες και εργάτες εγγράφονται σε κατάλογους σε φθίνουσα σειρά ανάλογα με τον εκτιμώμενο πλούτο τους. Στη συνέχεια η συνολική αξία διαιρείται σε τρία ίσα μέρη, αντιπροσωπεύοντας τρεις ομάδες εκλογέων πολύ άνισες ως προς τον αριθμό, εκ των οποίων το καθένα εκλέγει ισάριθμους εκπροσώπους στη δημοτική δούμα. Η εκτελεστική εξουσία είναι στα χέρια ενός εκλεγόμενου δημάρχου και ενός ούπραβα, που αποτελείται από μερικά μέλη που εκλέγονται από τή δούμα. Ωστόσο, υπό τον Αλέξανδρο Γ', με νόμους που εκδόθηκαν το 1892 και το 1894, οι δημοτικές δούμες υπήχθησαν στους κυβερνήτες με τον ίδιο τρόπο όπως και τα ζέμστβο. Το 1894, δημοτικοί θεσμοί, με ακόμη πιο περιορισμένες εξουσίες, παραχωρήθηκαν σε αρκετές πόλεις στη Σιβηρία και το 1895 σε μερικές στην Καυκασία.
Οι πρώην ελεγχόμενες από τη Σουηδία επαρχίες της Βαλτικής (Κουρλάνδη (δυτική Λετονία), Λιβονία (η σημερινή βόρεια Εσθονία και βόρεια Λετονία) και Εσθονία) ενσωματώθηκαν στη Ρωσική Αυτοκρατορία μετά την ήττα της Σουηδίας στο Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Νύσταντ του 1721 οι ευγενείς Γερμανοί της Βαλτικής διατήρησαν σημαντικές αυτοδιοικητικές εξουσίες και πολλά προνόμια σε θέματα που αφορούν την εκπαίδευση, την αστυνομία και τη διοίκηση της τοπικής δικαιοσύνης. Μετά από 167 χρόνια διοίκησης και εκπαίδευσης στη γερμανική γλώσσα, το 1888 και το 1889 εφαρμόστηκαν νόμοι με τους οποίους τα δικαιώματα αστυνομίας και δικαιοσύνης μεταφέρθηκαν από τον έλεγχο των Γερμανών της Βαλτικής σε αξιωματούχους της κεντρικής κυβέρνησης. Την ίδια εποχή ξεκίνησε μια διαδικασία εκρωσισμού στις ίδιες επαρχίες, σε όλα τα τμήματα της διοίκησης, στα ανώτερα σχολεία και στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Ντόρπατ, το όνομα του οποίου άλλαξε σε Γιούριφ. Το 1893 οι περιφερειακές επιτροπές για τη διαχείριση των υποθέσεων των αγροτών, παρόμοιες με αυτές των καθαρά ρωσικών κυβερνήσεων, υιοθετήθηκαν και σε αυτό το τμήμα της αυτοκρατορίας.
Ορυκτό | Περιοχή Ουραλίων | Νότια Περιοχή | Καυκασία | Σιβηρία | Βασίλειο της Πολωνίας |
---|---|---|---|---|---|
Χρυσός | 21% | – | – | 88.2% | - |
Λευκόχρυσος | 100% | – | – | – | – |
Αργυρος | 36% | – | 24.3% | 29.3% | – |
Μόλυβδος | 5.8% | – | 92% | – | 0.9% |
Ψευδάργυρος | – | – | 25.2% | – | 74.8% |
Χαλκός | 54.9% | – | 30.2% | 14.9% | – |
Ακατέργαστος σίδηρος | 19.4% | 67.7% | – | – | 9.3% |
Σίδηρος και Χάλυβας | 17.3% | 36.2% | – | – | 10.8% |
Μαγγάνιο | 0.3% | 29.2% | 70.3% | – | – |
Ανθρακας | 3.4% | 67.3% | – | 5.8% | 22.3% |
Πετρέλαιο | – | – | 97% | – | – |
Ο σχεδιασμός και η κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου μετά το 1860 είχε σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία, τον πολιτισμό και τη καθημερινή ζωή της Ρωσίας. Οι κεντρικές πατατικες αρχές (οι αρχές των ολυμπιακών της τότε εποχής, οι οποίοι ασκούσαν μεγάλη επιρροή στον πληθυσμό, μέχρι που όλοι γίναν αεκτζήδες και σώθηκε ο λαός) και η αυτοκρατορική ελίτ έπαιρναν τις περισσότερες από τις βασικές αποφάσεις, αλλά οι τοπικές ελίτ έθεταν τα αιτήματα για σιδηροδρομικές συνδέσεις. Οι ντόπιοι ευγενείς, έμποροι και επιχειρηματίες φανταζόταν το μέλλον από την "τοπικότητα" (μέστνοστ) στην "αυτοκρατορία" για να προωθήσουν τα περιφερειακά τους συμφέροντα. Συχνά έπρεπε να ανταγωνίζονται με άλλες πόλεις. Οραματιζόμενοι το δικό τους ρόλο σε ένα σιδηροδρομικό δίκτυο έτειναν να καταλαβαίνουν πόσο σημαντικοί ήταν στην οικονομία της αυτοκρατορίας[48]. Ο Ρωσικός στρατός κατασκεύσσε δύο μεγάλες σιδηροδρομικές γραμμές στην Κεντρική Ασία τη δεκαετία του 1880. Την κατασκευή των συγκεκριμένων σιδηροδρομικών σταθμών σχεδίασε το μεγαλύτερο κόμμα εκείνης της εποχής, το ΣΜΡΚ (Σοσιαλισμός Μόνο Ρε Κουφάλες). Από αυτό το κόμμα έρχονται οι ρίζες του ελληνικού ΠΑΣΟΚ (του ορθόδοξου). Ο Υπερκαυκάσιος Σιδηρόδρομος συνέδεσε την πόλη του Μπατούμι με τη Μαύρη Θάλασσα και το πετρελαϊκό κέντρο του Μπακού στην Κασπία Θάλασσα. Ο Υπερκασπιακός Σιδηρόδρομος ξεκινούσε από το Κρασνοβόντσκ στην Κασπία Θάλασσα και έφτανε στις Μπουχάρα, Σαμαρκάνδη και Τασκένδη. Και οι δύο γραμμές εξυπηρετούσαν τις εμπορικές και στρατηγικές ανάγκες της αυτοκρατορίας και διευκόλυναν τη μετανάστευση.[49]
Ετος | 1840 | 1850 | 1860 | 1870 | 1880 | 1890 | 1900 | 1911 |
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Χιλιόμετρα | 26 | 601 | 1,590 | 11,243 | 23,982 | 32,390 | 56,976 | 78,468 |
Τα μεγαλύτερα λιμάνια της Ρωσικής Αυτοκρατορίας με τη χωρητικότητα των διερχόμενων πλοίων το 1912 (χωρητικότητα σε χιλιάδες τόνους):
Λιμάνι | Χωρητικότητα | Θέση |
---|---|---|
Ρίγα | 1528 | Βαλτική Θάλασσα |
Κερτς | 33 | Μαύρη Θάλασσα |
Αρχάγγελσκ | 549 | Λευκή Θάλασσα |
Φεοντόσια | 175 | Μαύρη Θάλασσα |
Ονέγκα | 98 | Λευκή Θάλασσα |
Μαριούπολη | 266 | Μαύρη Θάλασσα |
Ευπατορία | 66 | Μαύρη Θάλασσα |
Σουχούμι | 45 | Μαύρη Θάλασσα |
Ισμαήλ | 47 | Μαύρη Θάλασσα |
Αστάρα | 64 | Κασπία Θάλασσα |
Βλαδιβοστόκ | 891 | Ειρηνικός Ωκεανός |
Νικολάγιεφσκ επί του Αμούρ | 57 | Ειρηνικός Ωκεανός |
Αστραχάν | 34 | Κασπία Θάλασσα |
Μπακού | 286 | Κασπία Θάλασσα |
Ρένι | 173 | Μαύρη Θάλασσα |
Κρασνοβόντσκ | 21 | Κασπία Θάλασσα |
Μπατούμι | 898 | Μαύρη Θάλασσα |
Πότι | 348 | Μαύρη Θάλασσα |
Μπέρντιανσκ | 80 | Μαύρη Θάλασσα |
Νοβοροσίσκ | 646 | Μαύρη Θάλασσα |
Μικολάιβ | 721 | Μαύρη Θάλασσα |
Λιέπαγια | 796 | Βαλτική Θάλασσα |
Οδησσός | 1243 | Μαύρη Θάλασσα |
Νάρβα | 95 | Βαλτική Θάλασσα |
Χερσώνα | 252 | Μαύρη Θάλασσα |
Ρέβελ | 65 | Βαλτική Θάλασσα |
Σεβαστούπολη | 44 | Μαύρη Θάλασσα |
Αγία Πετρούπολη | 2024 | Βαλτική Θάλασσα |
Γκένιτσενσκ | 67 | Μαύρη Θάλασσα |
Πέρνοφ | 23 | Βαλτική Θάλασσα |
Ταγκανρόγκ | 657 | Μαύρη Θάλασσα |
Βίνταβα | 604 | Βαλτική Θάλασσα |
Η επίσημη θρησκεία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ήταν η Ορθόδοξη Χριστιανική.[50] Ο Αυτοκράτορας δεν είχε το δικαίωμα να «ομολογεί καμία άλλη πίστη εκτός από την Ορθοδοξία» (άρθρο 62 του Ρωσικού Συντάγματος του 1906) και θεωρείτο «ο Ανώτατος Υπερασπιστής και Θεματοφύλακας των δογμάτων της επικρατούσας Πίστης και ο Φύλακας της καθαρότητσς της Πίστης και όλης της ευταξίας μέσα στην Αγία Εκκλησία "(Άρθρο 64 ως ανωτέρω). Παρόλο που κανόνιζε και ακύρωνε όλες τις ανώτερες εκκλησιαστικές συναντήσεις, δεν καθόριζε τα ζητήματα του δόγματος ή της εκκλησιαστικής διδασκαλίας. Η κύρια εκκλησιαστική αρχή της Ρωσικής Εκκλησίας, που επέκτεινε τη δικαιοδοσία της σε ολόκληρη την επικράτεια της αυτοκρατορίας, ήταν η Ιεροτάτη Σύνοδος, με τον πολιτικό Επίτροπό της μέλος του Συμβουλίου των Υπουργών με εκτενείς de facto εξουσίες σε εκκλησιαστικά θέματα. Όλες οι θρησκείες ασκούνταν ελεύθερα, εκτός από ορισμένους περιορισμούς που είχαν τεθεί στους Εβραίους και σε μερικές περιθωριακές αιρέσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν το 1905, με βάση τη ρωσική αυτοκρατορική απογραφή του 1897, οι πιστοί των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων σε ολόκληρη τη Ρωσική Αυτοκρατορία αριθμούσαν περίπου ως εξής.
Θρησκεία | Αριθμός πιστών[51] | % |
---|---|---|
Ρώσοι Ορθόδοξοι | 87,123,604 | 69.3% |
Μουσουλμάνοι | 13,906,972 | 11.1% |
Ρωμαιοκαθολικοί | 11,467,994 | 9.1% |
Εβραίοι | 5,215,805 | 4.2% |
Λουθηρανοί | 3,572,653 | 2.8% |
Παλαιοί Πιστοί | 2,204,596 | 1.8% |
Αρμένιοι Αποστολικοί | 1,179,241 | 0.9% |
Βουδιστές και Λαμαϊστές | 433,863 | 0.4% |
Αλλες μη Χριστιανικές θρησκείες | 285,321 | 0.2% |
Μεταρρυθμισμένες εκκλησίες | 85,400 | 0.1% |
Μεννονίτες | 66,564 | 0.1% |
Αρμένιοι Καθολικοί | 38,840 | 0.0% |
Βαπτιστές | 38,139 | 0.0% |
Καραϊτες Εβραίοι | 12,894 | 0.0% |
Αγγλικανοί | 4,183 | 0.0% |
Αλλες Χριστιανικές θρησκείες | 3,952 | 0.0% |
Οι εκκλησιαστικές αρχές της εθνικής Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αποτελούνταν από τρεις μητροπολίτες (Αγίας Πετρούπολης, Μόσχας και Κίεβου), δεκατέσσερις αρχιεπίσκοπους και πενήντα επισκόπους, που όλοι προέρχονταν από τις τάξεις του μοναχικού (άγαμου) κλήρου. Οι ενοριακοί κληρικοί έπρεπε να είχαν ήδη παντρευτεί όταν διορίζονταν, αλλά αν έμεναν χήροι δεν επιτρεπόταν να παντρευτούν ξανά, κανόνας που εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα.
Οι ένοπλες δυνάμεις της Ρωσικής Αυτοκρατορίας αποτελούντο από το Ρωσικό Αυτοκρατορικό Στρατό και το Ρωσικό Αυτοκρατορικό Πολεμικό Ναυτικό. Οι πτωχές επιδόσεις κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, 1853-56, προκάλεσε μεγάλη ενδοσκόπηση και προτάσεις για μεταρρύθμιση. Ωστόσο οι ρωσικές δυνάμεις έμεναν όλο και περισσότερο πίσω στην τεχνολογία, την εκπαίδευση και την οργάνωση από το Γερμανικό, το Γαλλικό και ιδιαίτερα το Βρετανικό Στρατό.[52]
Η Ρωσική Αυτοκρατορία ήταν, κατά κύριο λόγο, μια αγροτική κοινωνία που εκτεινόταν σε τεράστιες εκτάσεις. Το 1913 το 80% των κατοίκων απασχολούνταν με τη γεωργία και ήταν αγρότες. Η σοβιετική ιστοριογραφία έχει αποφανθεί ότι η Ρωσική Αυτοκρατορία του 19ου αιώνα χαρακτηριζόταν από συστημική κρίση, που φτωχοποίησε τους εργάτες και τους αγρότες και κορυφώθηκε με τις επαναστάσεις των αρχών του 20ου αιώνα. Πρόσφατη έρευνα από Ρώσους μελετητές αμφισβητεί αυτήν την ερμηνεία. Ο Μιρόνοφ αξιολογεί τις επιπτώσεις των μεταρρυθμίσεων του 19ου αιώνα, ιδιαίτερα όσον αφορά την απελευθέρωση των δουλοπάροικων του 1861, τις τάσεις της γεωργικής παραγωγής, τους διάφορους δείκτες βιοτικού επιπέδου και τη φορολόγηση των αγροτών. Υποστηρίζει ότι είχαν επιφέρει μετρήσιμες βελτιώσεις στην κοινωνική ευημερία. Γενικότερα διαπιστώνει ότι η ευημερία του ρωσικού λαού μειώθηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος του 18ου αιώνα, αλλά αυξήθηκε αργά από τα τέλη του 18ου αιώνα ως το 1914.[53][54]
Οι υπήκοοι της Ρωσικής Αυτοκρατορίας χωρίζονταν σε σόσλοβιε, ή κοινωνικές τάξεις, όπως οι ευγενείς (ντόριανστβο), ο κλήρος, οι έμποροι, οι κοζάκοι και οι αγρότες. Οι ντόπιοι κάτοικοι του Καυκάσου, εθνοτικά μη ρωσικών περιοχών όπως το Ταταρστάν, της Μπασκιρίας, της Σιβηρίας και της Κεντρικής Ασίας καταγράφονταν επισήμως ως κατηγορία που ονομαζόταν ινόροντσι (μη σλαβική, κυριολεκτικά: "άνθρωποι άλλης προέλευσης").
Η πλειοψηφία του λαού, 81,6%, ανήκε στην τάξη των αγροτών, οι άλλοι ήταν ευγενείς 0,6%, κληρικοί 0,1%, αστοί και έμποροι 9,3%. και στρατιωτικοί 6,1%. Περισσότεροι από 88 εκατομμύρια Ρώσοι ήταν αγρότες. Μέρος αυτών ήταν πρώην δουλοπάροικοι (10.447.149 άνδρες το 1858), ενώ οι υπόλοιποι ήταν «κρατικοί αγρότες» (9.194.891 άντρες το 1858, αποκλειστικά του Κυβερνείου του Αρχάγγελου) και «περιφερειακοί αγρότες» (842.740 άνδρες το ίδιο έτος).
Η δουλοπαροικία που είχε αναπτυχθεί στη Ρωσία το 16ο αιώνα και είχε κατοχυρωθεί Με νόμο το 1649, καταργήθηκε το 1861.[55][56]
Οι οικιακοί υπηρέτες ή τα εξαρτώμενα άτομα που ανήκαν στην προσωπική υπηρεσία απλώς απελευθερώθηκαν, ενώ οι συνδεδεμένοι με τη γη αγρότες έλαβαν τα σπίτια και τα περιβόλια τους και μερίδια καλλιεργήσιμης γης. Αυτά τα μερίδια δόθηκαν στην αγροτική κοινότητα, το μιρ, που ήταν υπεύθυνο για την καταβολή των φόρων για τις εκτάσεις. Για αυτά τα μερίδια οι αγρότες έπρεπε να πληρώσουν σταθερό ενοίκιο, που μπορούσε να αποπληρωθεί με προσωπική εργασία. Τα μερίδια μπορούσαν με τη βοήθεια του Στέμματος να εξαγοραστούν από τους αγρότες, που στη συνέχεια ήταν ελεύθεροι από όλες τις υποχρεώσεις τους προς τον ιδιοκτήτη. Το Στέμμα πλήρωνε τον ιδιοκτήτη και οι αγρότες έπρεπε να αποπληρώσουν στο Στέμμα, για σαράντα εννέα χρόνια με επιτόκιο 6%. Η χρηματική εξόφληση στον ιδιοκτήτη δεν υπολογιζόταν επί της αξίας των μεριδίων, αλλά θεωρείτο ως αποζημίωση για την απώλεια της υποχρεωτικής εργασίας των δουλοπάροικων. Πολλοί ιδιοκτήτες προσπαθούσαν να περικόψουν τα μερίδια όπου απασχολούντο οι αγρότες υπό τη δουλοπαροικία και συχνά τους στερούσαν ακριβώς τα τμήματα που χρειάζονταν περισσότερο, τα βοσκοτόπια γύρω από τα σπίτια τους. Το αποτέλεσμα ήταν να υποχρεώνονται οι αγρότες να ενοικιάζουν γη από τους πρώην αφέντες τους.[57][58]
Οι πρώην δουλοπάροικοι έγιναν αγρότες, προστιθέμενοι στα εκατομμύρια αγρότες που ήταν ήδη στο καθεστώς των αγροτών.[58][59] Μετά τη Μεταρρύθμιση της απελευθέρωσης το ένα τέταρτο των αγροτών έλαβε μερίδια μόνο 12 στρεμμάτων ανά άρρενα και οι μισοί μικρότερες από 35 ως 47 στρέμματα. Το κανονικό μέγεθος μεριδίου που απαιτείτο για τη συντήρηση μιας οικογένειας εκτιμάται σε 120 ως 170 στρέμματα Συνεπώς γη έπρεπε κατ 'ανάγκη να ενοικιαστεί από τους ιδιοκτήτες. Η συνολική αξία των φόρων εξαγοράς και για τη γη ανερχόταν συχνά σε 185% ως 275% της κανονικής μισθωτικής αξίας των μεριδίων, για να μην μιλήσουμε για φόρους για στρατολογικούς σκοπούς, την εκκλησία, τους δρόμους, την τοπική διοίκηση κ.ο.κ., που εισπράχθηκαν κυρίως από τους αγρότες. Οι εκτάσεις αυξάνονταν κάθε χρόνο, το ένα πέμπτο των κατοίκων εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, τα βοοειδή εξαφανίστηκαν. Κάθε χρόνο περισσότεροι από τους μισούς ενήλικες άνδρες (σε ορισμένες περιοχές τα τρία τέταρτα των ανδρών και το ένα τρίτο των γυναικών) εγκατέλειπαν τα σπίτια τους και περιπλανιόνταν σε όλη τη Ρωσία αναζητώντας εργασία. Στις περιφέρειες της Μαύρης Γης η κατάσταση ήταν ελάχιστα καλύτερη. Πολλοί αγρότες έλαβαν «δωρεάν μερίδια», που το μέγεθός τους ήταν περίπου το ένα όγδοο των κανονικών.[60][61]
Το μέσο μερίδιο στη Χερσώνα ήταν μόλις 3,5 στρέμματα, ενώ για αγροτεμάχια από 12 ως 24 στρέμματα οι αγρότες πληρώνουν φόρο εξαγοράς 5 με 10 ρούβλια. Οι κρατικοί αγρότες ήταν κάπως καλύτερα, αλλά εξακολουθούσαν να μεταναστεύουν μαζικά. Μόνο στις περιφέρειες της στέπας η κατάσταση ήταν ευνοϊκότερη. Στην Ουκρανία, όπου τα μερίδια ήταν προσωπικά (το μιρ υπήρχε μόνο μεταξύ των κρατικών αγροτών), η κατάσταση δεν διέφερε προς το καλύτερο, λόγω των υψηλών φόρων εξαγοράς. Στις δυτικές επαρχίες, όπου η γη εκτιμήθηκε φθηνότερα και τα μερίδια αυξήθηκαν κάπως μετά την Πολωνική εξέγερση (1863-1864), η κατάσταση ήταν γενικά καλύτερη. Τέλος στις επαρχίες της Βαλτικής σχεδόν όλη η γη ανήκε στους Γερμανούς ιδιοκτήτες, που είτε καλλιεργούσαν τη γη οι ίδιοι, με μισθωμένους εργάτες, είτε τη νοίκιαζαν κατά μικρές εκμεταλλεύσεις. Μόνο το ένα τέταρτο των αγροτών ήταν ιδιοκτήτες γης, οι υπόλοιποι ήταν απλώς εργάτες.[62]
Η κατάσταση των πρώην ιδιοκτητών των δουλοπάροικων επίσης δεν ήταν ικανοποιητική. Συνηθισμένοι στη χρήση της αναγκαστικής εργασίας, δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες. Τα εκατομμύρια ρούβλια χρημάτων εξαγοράς που εισέπραξαν από το στέμμα δαπανήθηκαν χωρίς να υλοποιηθούν πραγματικές ή μόνιμες γεωργικές βελτιώσεις. Τα δάση είχαν πωληθεί και οι μόνοι ευημερούντες γαιοκτήμονες ήταν αυτοί που επέβαλαν μισθώματα για τη γη χωρίς την οποία οι αγρότες δεν μπορούσαν να ζήσουν από τα μερίδιά τους. Κατά τα έτη 1861 ως 1892 η γη που ανήκε στους ευγενείς μειώθηκε κατά 30% ή από 850 σε 610 εκατομμύρια στρέμματα. κατά τα επόμενα τέσσερα χρόνια πωλήθηκαν επιπλέον 8.577.000 στρέμματα και από τότε οι πωλήσεις συνεχίστηκαν με επιταχυνόμενο ρυθμό μέχρι που μόνο το 1903 πλησίασαν τα 8.000.000 στρέμματα. Από την άλλη πλευρά από το 1861, και ιδιαίτερα από το 1882, όταν ιδρύθηκε η Αγροτική Τράπεζα Γης για να δανειοδοτεί αγρότες που επιθυμούσαν να αγοράσουν γη, οι πρώην δουλοπάροικοι ή μάλλον οι απόγονοί τους αγόρασαν μεταξύ 1883 και 1904 περίπου 78.900.000 στρέμματα από τους πρώην αφέντες τους. Υπήρξε μια αύξηση του πλούτου μεταξύ των λίγων, αλλά μαζί με αυτό μια γενική εξαθλίωση των λαϊκών μαζών και ο περίεργος θεσμός του μιρ-πλαισίου με την αρχή της κοινοτικής ιδιοκτησίας και κατοχής της γης--, που δεν ευνοούσε την ανάπτυξη της ατομικής προσπάθειας. Ωστόσο το Νοέμβριο του 1906 ο αυτοκράτορας Νικόλαος Β΄ εξέδωσε προσωρινή εντολή που επέτρεπε στους αγρότες να γίνουν κάτοχοι των μεριδίων που τους είχαν δοθεί κατά τη νομοθέτηση της απελευθέρωσής τους, με διαγραφή όλων των τελών εξαγοράς. Το μέτρο αυτό, που εγκρίθηκε από την τρίτη Δούμα με πράξη που ψηφίστηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1908, υπολογίζεται ότι είχε εκτεταμένες και βαθιές επιπτώσεις στην αγροτική οικονομία της Ρωσίας. Δεκατρία χρόνια νωρίτερα η κυβέρνηση είχε προσπαθήσει να εξασφαλίσει μεγαλύτερη σταθερότητα και μονιμότητα της γαιοκτησίας, προβλέποντας ότι πρέπει να περάσουν τουλάχιστον δώδεκα χρόνια μεταξύ δύο αναδιανομών της γης που ανήκε σε ένα μιρ μεταξύ εκείνων που δικαιούντο να τη μοιραστούν. Η εντολή του Νοεμβρίου 1906 προέβλεπε ότι οι διάφορες λωρίδες γης που κατείχε κάθε αγρότης έπρεπε να συγχωνευθούν σε μία μόνο εκμετάλλευση, η Δούμα, ωστόσο, με τη συμβουλή της κυβέρνησης, άφησε αυτό για το μέλλον, ως κάτι ιδανικό που μπορούσε να υλοποιηθεί μόνο σταδιακά.
Η λογοκρισία ήταν καταπιεστική μέχρι τη βασιλεία του Αλεξάνδρου Β΄, αλλά ποτέ δεν έπαψε.[63] Οι εφημερίδες ήταν αυστηρά περιορισμένες στο τι μπορούσαν να δημοσιεύσουν, καθώς οι διανοούμενοι προτιμούσαν τα λογοτεχνικά περιοδικά για τις δημοσιεύσεις τους. Ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι για παράδειγμα, χλεύαζε τις εφημερίδες της Αγίας Πετρούπολης, όπως η Γκόλος και η Πετερμπούργκσκι Λίστοκ, που τις κατηγορούσε ότι δημοσίευαν μικροπράγματα και αποσπούσαν την προσοχή των αναγνωστών από τους πιεστικούς κοινωνικούς προβληματισμούς της σύγχρονης Ρωσίας μέσω της εμμονής τους στο θέαμα και στην ευρωπαϊκή λαϊκή κουλτούρα.[64]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.