From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Τετραγράμματο είναι η λέξη με την οποία είναι γραμμένο το προσωπικό όνομα του Θεού στο εβραϊκό κείμενο της Αγίας Γραφής. Η χρήση του όρου «Τετραγράμματο» καθιερώθηκε αφενός επειδή το όνομα γράφεται με τέσσερα γράμματα αφετέρου επειδή είναι αβέβαιο πώς προφερόταν στα αρχαία χρόνια, δεδομένου ότι η εβραϊκή γραφή έχει μόνο σύμφωνα και η γλώσσα επί πολλούς αιώνες ήταν ουσιαστικά νεκρή.
Οι λόγιοι έχουν κάνει προσπάθειες να ανακατασκευάσουν την προφορά επακριβώς και να εξηγήσουν την ετυμολογία του, άλλα για τους περισσότερους φαίνεται από δύσκολο έως αδύνατο να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα[1]. Το Τετραγράμματο μεταγράφεται ως «Γιαχβέ» (ή Ιαβέ, αγγλ. Jahveh/Yahweh) ή «Ιεχωβά» (ή Ιεοβά, αγγλ. Jehovah/Yehowah). Παρά την αβεβαιότητα για την ετυμολογία και την προφορά του Τετραγράμματου ονόματος του Θεού, είναι κοινός τόπος ότι η θεολογική σημασία του μπορεί να προσδιοριστεί από τον τρόπο χρήσης του στο ιερό κείμενο. Για πολλούς η ετυμολογία και η χρήση του Θεϊκού Ονόματος τονίζει την αυθυπαρξία του Θεού, για άλλους την ιδιότητά του ως δημιουργού του σύμπαντος ενώ μια τρίτη άποψη είναι ότι αυτό αναφέρεται στον Θεό ως Εκείνον που εκπληρώνει τις υποσχέσεις του και βρίσκεται κοντά στον λαό του.
Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η αρχαία εβραϊκή γραμματεία είναι αρκετά περιορισμένη, ότι η φιλολογική μελέτη της εβραϊκής γλώσσας είναι σχετικά πρόσφατη και ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχουν προστεθεί νέα αρχαιολογικά ευρήματα (βλ. Ουγκαριτικά κείμενα), μπορεί κανείς να κατανοήσει γιατί οι απόψεις για δύσκολα γλωσσικά ζητήματα παρουσιάζουν αστάθεια και ανεπαρκή τεκμηρίωση, γεγονός που οδηγεί σε πληθώρα ερμηνειών και ασυμφωνία μεταξύ των λογίων. Τα προβλήματα αυτά έχουν, αναμφίβολα, επηρεάσει και τις θέσεις αναφορικά με την ετυμολογία και την προφορά του βιβλικού Θεϊκού Ονόματος[2].
Το Τετραγράμματο αποτελείται από τα σύμφωνα ΓΧΒΧ (γιοδ, χε, βαβ, χε) και η παραδοσιακή άποψη είναι ότι αντιστοιχεί σε τύπο του ρήματος χαβάχ (είμαι, γίνομαι, συμβαίνω), δηλαδή της παλαιότερης μορφής του ρήματος χαγιάχ, στο τρίτο ενικό πρόσωπο. Εντούτοις, υπάρχουν διαφωνίες περί του ποιος ακριβώς είναι αυτός ο ρηματικός τύπος. Μερικοί πιστεύουν ότι το Τετραγράμματο αντιστοιχεί στον τύπο χιφίλ μη τετελεσμένο, κάτι που θα σήμαινε ότι κυριολεκτικά το Τετραγράμματο σημαίνει «Αυτός κάνει να είναι/γίνεται». Κατά τους υποστηρικτές αυτής της εκδοχής, ο τύπος χιφίλ θα μπορούσε να αναφέρεται στον ρόλο του Θεού ως δημιουργού, ως αιτίας ύπαρξης των πάντων ή, σύμφωνα με μια άλλη ερμηνεία, ότι αυτός είναι που πραγματοποιεί τις υποσχέσεις του[3]. Από τις αρχές του 20ού αιώνα επικράτησε η άποψη ότι το Τετραγράμματο αναπαριστά μάλλον τον ρηματικό τύπο καλ μη τετελεσμένο και σημαίνει ετυμολογικά: «Αυτός είναι/γίνεται» ή «Αυτός θα είναι/γίνει». Ερμηνεύοντας οι λόγιοι τη χρήση του καλ, όπως θα δούμε και στην επόμενη ενότητα, θεωρούν ότι αυτή υποδηλώνει την αυθυπαρξία του Θεού ή, επιπλέον, την προθυμία του να γίνει ο ίδιος οτιδήποτε χρειαστεί ώστε να εκπληρωθούν οι υποσχέσεις του, αποδεικνύοντας έτσι πως είναι παρών, μαζί με τον λαό του.[4]
Η διαφωνία περί του ρηματικού τύπου του Τετραγράμματου επικεντρώνεται στο γεγονός ότι το ρήμα χαβάχ ή χαγιάχ πουθενά αλλού δεν έχει χρησιμοποιηθεί σε χρόνο χιφίλ, αν και αυτό για μερικούς λογίους δεν αποτελεί τελεσίδικη απόδειξη[5]. Επιπρόσθετα, η εκδοχή περί καλ μη τετελεσμένου φαίνεται να ενισχύεται από το εδάφιο Έξοδος 3:14 Αρχειοθετήθηκε 2012-01-18 στο Wayback Machine.. Εκεί αναφέρεται ότι, κατόπιν σχετικής ερώτησης του Μωυσή, ο Θεός επεξήγησε το όνομά του, λέγοντας εχγέχ ασέρ εχγέχ. Η λέξη εγχέχ αποτελεί τον ρηματικό τύπο καλ μη τετελεσμένο του ρήματος χαγιάχ στο πρώτο ενικό πρόσωπο και σημαίνει «είμαι» ή «θα είμαι». Οι Αλεξανδρινοί Εβδομήκοντα απέδωσαν τη φράση με πλατωνική ορολογία[6] «Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν», και αυτή συνεχίζει μέχρι σήμερα να είναι η κλασική απόδοση, μολονότι αποτελεί ερμηνευτική παράφραση του κειμένου[7]. Πιο κοντά στο εβραϊκό κείμενο είναι η απόδοση «Εγώ θα είμαι αυτός που θα είμαι», την οποία και ακολουθούν πολλοί μεταφραστές. Αμφότερες τις αποδόσεις περιέχει το λεξικό των Μπράουν, Ντράιβερ και Μπριγκς. Το λεξικό των Κέλερ και Μπάουμγκάρτνερ αποδίδει τη φράση «Θα είμαι αυτός που θα αποδειχτώ»[8]. Αρκετά όμως λεξικά[9] εγκυκλοπαίδειες[10] όπως και λόγιοι, τάσσονται και υπέρ της μετάφρασης των Εβδομήκοντα[11], ισχυριζόμενοι ότι η ερμηνεία του Ιεχωβά/Γιαχβέ αποδίδεται με παρόμοιο τρόπο από τον ίδιο τον ευαγγελιστή Ιωάννη[12] στο Αποκ. 1:4 ("ο ών καί ο ήν καί ο ερχόμενος")[13] και αλλού. Τις ερμηνευτικές προτάσεις αυτής της σημαίνουσας φράσης θα τις εξετάσουμε στην επόμενη ενότητα.
Σύμφωνα με την εβραϊκή αντίληψη των πραγμάτων, ο συσχετισμός που υφίστατο ανάμεσα σε ένα άτομο και στο όνομά του ήταν τόσο ισχυρός ώστε το όνομα αποτελούσε συχνά ισοδύναμο του ίδιου του ατόμου. Έτσι, «ονομάζομαι» τάδε σήμαινε «είμαι» τάδε, καθώς το όνομα ταυτιζόταν με το ίδιο το αντικείμενο[14]. Το θρησκευτικό δέος που ένιωθαν οι Εβραίοι για το όνομα του Θεού καταδεικνύει με τον πιο εύγλωττο τρόπο το γεγονός αυτό.
Το όνομα «Ιεχωβά» αποτελεί ελληνική μεταφορά του εβραϊκού Βιβλικού όρου יְהֹוָה, ο οποίος μεταγράφεται επακριβώς ως Γι.εΧ.οΒ.άΧ. Ο φωνηεντισμός «Ιεχωβά» αποτελεί απόδοση του λεγόμενου «Τετραγράμματου» και αποτελεί το κύριο προσωπικό όνομα του Θεού της Αγίας Γραφής[15]. Είναι το κατ' εξοχήν όνομα του Θεού, σε αντιδιαστολή με άλλους περιγραφικούς τίτλους ή επιθετικούς προσδιορισμούς που του αποδίδονται, όπως «Θεός», «Κύριος», «Παντοδύναμος», κ.α.[16]. Εμφανίζεται 6.823 φορές στο πρωτότυπο κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης[17], ενώ σύμφωνα με το The Anchor Bible Dictionary, υπάρχουν ενδείξεις ότι το θεϊκό όνομα περιεχόταν αρχικά στα πρωτότυπα κείμενα της Καινής Διαθήκης[18].
Στα αρχαιότερα χειρόγραφα της μετάφρασης των Εβδομήκοντα περιλαμβάνονται Βιβλικά αποσπάσματα που μεταγράφουν το εβραϊκό Τετραγράμματο στα ελληνικά ως «Ιάω». Ο φωνηεντισμός της μορφής Ιεχωβά εμφανίζεται σε κείμενα του 3ου αιώνα Κ.Χ. Για παράδειγμα, σε πάπυρο του 3ου αιώνα υπάρχει η φράση «εληιε Ιεωα ρουβα», η οποία προέρχεται από τα εβραϊκά και σημαίνει «ο Θεός μου Ιεωά ισχυρότερος»[19]. Στο Γνωστικό Ευαγγέλιο των Αιγυπτίων γίνεται αναφορά στο μυστηριακό θεϊκό όνομα «Ιεηουωα»[20]. Σε αυτή τη μορφή του ονόματος στα ελληνικά αναφέρεται προφανώς στις αρχές του 4ου αιώνα και ο Ευσέβιος Καισαρείας λέγοντας ότι «το όνομα [του Θεού] που δεν επιτρέπεται να προφέρεται έχει τέσσερις χαρακτήρες στα εβραϊκά και εφτά φωνήεντα στα ελληνικά»[21]. Επίσης, ο Ευσέβιος αναφερόμενος σε πολύ αρχαίες πηγές παραθέτει τη μορφή «Ιευώ» όσον αφορά στο όνομα του Θεού των Ιουδαίων[22]. Συγγραφείς όπως ο Σεβήρος Αντιοχείας (465-538) και εκείνος του έργου Ευλογία του Ιωάννη του Βαπτιστή, κάνουν χρήση της μορφής «Ιωά». Παρόμοια, στον Κοϊσλινιανό κώδικα (Codex Coislinianus) του 6ου αιώνα, δίνεται η ερμηνεία διαφόρων θεοφορικών ονομάτων με τη χρήση της μορφής «Ιωά». Έκτοτε έχουν εμφανιστεί διάφορες μορφές απόδοσης στα Ελληνικά του Τετραγράμματου, όπως «Ιεβέ», «Ιαουέ», «Ιαβέ», «Ιαή» και «Ιαώ»[23].
«Αποτελεί ανεδαφική φαντασίωση των δεισιδαιμόνων Ιουδαίων |
— Βιβλικός λόγιος Μάθιου Χένρι (Matthew Henry)[24]. |
Οι Ιουδαίοι είχαν σταδιακά πάψει να προφέρουν το θεϊκό όνομα εξαιτίας της ραβινικής πρακτικής που προερχόταν από δεισιδαιμονικό φόβο[25] και της ελληνιστικής επίδρασης που επήλθε στους Ιουδαίους της Διασποράς και ειδικότερα της Αλεξάνδρειας[26]. Το προσωπικό όνομα του Θεού αντικαταστάθηκε γενικά από τον τίτλο «Κύριος», ενός «ιδιαίτερα ιδιωματικού τίτλου στον ελληνιστικό κόσμο, με πλούσια πολυσημία», ο οποίος βρισκόταν ήδη σε χρήση ως τίτλος απόδοσης τιμής σε θεούς και θεές όπως η Ίσις, ο Ασκληπιός και ο Χρόνος και σε κυβερνητικούς άρχοντες όπως ο καίσαρας Αύγουστος, ο Ηρώδης και ο Αγρίππας[27]. Οι χριστιανοί Εκκλησιαστικοί Πατέρες, όπως ήδη συνέβαινε από Ιουδαίους ραββίνους και ελληνιστές Ιουδαίους, θεωρούσαν το όνομα του Θεού «άρρητο», «ακοινώνητο»[28], «μυστικό» ή «άφατο», για διαφορετικούς όμως λόγους[29].
Στο δεύτερο μισό της πρώτης χιλιετίας Κ.Χ., Ιουδαίοι λόγιοι εισήγαγαν ένα σύστημα γραμματικών σημείων για να αναπαραστήσουν τα ελλείποντα φωνήεντα του συμφωνικού εβραϊκού κειμένου. Σε σχέση με το όνομα του Θεού, πιστεύεται ότι αντί να εισάγουν τα κατάλληλα φωνηεντικά σημεία ανάμεσα στα σύμφωνα από τα οποία αποτελείται (ΓΧΒΧ), τοποθέτησαν άλλα φωνηεντικά σημεία με σκοπό να αποτελούν υπενθύμιση για τον αναγνώστη ώστε να διαβάζει Αδωνάι (που σημαίνει «[Υπέρτατος] Κύριος») ή Ελοχίμ (που σημαίνει «Θεός»).
Ο Κώδικας Λένινγκραντ B 19Α (ο οποίος αποτελεί τη βάση για το κριτικό κείμενο της Μπίμπλια Χεμπράικα Στουτγκαρτένσια), του 11ου αιώνα Κ.Χ., προσθέτει τα φωνηεντικά σημεία ώστε το Τετραγράμματο να διαβάζεται ως Ιεχβά (Yehwah΄), Ιεχβί (Yehwih΄) και Ιεχωβά (Yeho·wah΄). Η έκδοση του Δρ. Γκίνσμπουρκ του Μασοριτικού κειμένου τοποθετεί τα φωνηεντικά σημεία στο θεϊκό όνομα ώστε να διαβάζεται Ιεχωβά (Yeho·wah΄).
Υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι ήδη στις αρχές του 15ου αιώνα αυτή η μασοριτική ανακατασκευή του θεϊκού ονόματος άρχισε να εμφανίζεται και σε άλλες λατινογενείς γλώσσες. Για παράδειγμα, ο Καρδινάλιος Νικόλαος της Κούζας (Nikolaus von Kues, 1401-1464), στο κήρυγμά του In principio erat verbum (Εν Αρχή Ην ο Λόγος), που εκφωνήθηκε το 1430, εξηγεί τα διάφορα ονόματα του Θεού και χρησιμοποιεί τη μορφή Ιεχουά ή Ιεχωβά (Iehoua). Ο Μαρτίνος Λούθηρος (1483-1546), γνώστης προφανώς των λόγων του Νικολάου της Κούζας, έκανε χρήση της μορφής που θεωρούσε βελτιωμένη, δηλαδή τη μορφή Ιεχωβά (Iehouah). Μάλιστα, το 1543 ο Λούθηρος έγραψε σχετικά με την προφανή αντίφαση τού να γράφεται το όνομα του Θεού αλλά να μην προφέρεται:
Το γεγονός ότι [οι Ιουδαίοι] τώρα ισχυρίζονται ότι δεν πρέπει να προφέρεται το όνομα του Ιεχωβά, σημαίνει ότι δεν ξέρουν τι λένε [...] Αν επιτρέπεται να γραφτεί με πένα και μελάνι, γιατί δεν πρέπει να λέγεται, πράγμα που είναι πολύ καλύτερο από το να γράφεται με πένα και μελάνι; Γιατί δεν λένε επίσης ότι δεν επιτρέπεται να γραφτεί, δεν επιτρέπεται να διαβαστεί ή δεν επιτρέπεται ούτε καν να το σκεφτεί κανείς; Αν λάβουμε υπόψη όλα τα πράγματα, εδώ κάτι δεν πάει καλά.
— Μαρτίνος Λούθηρος[30].
Την ίδια περίοδο, ο επιφανέστερος για την εποχή του Γερμανός λόγιος της Εβραϊκής γλώσσας, Σεμπάστιαν Μούνστερ, έκανε χρήση της μορφής Ιεχωβά (Iehova) στη Χαλδαϊκή Γραμματική (Chaldaica Grammatica) του. Ο Ουίλιαμ Τίντεϊλ, ζηλωτής μεταφραστής της Βίβλου στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το θεϊκό όνομα σε αγγλική Βίβλο το 1530 με τη μορφή Ιεχουά (Iehouah) και Ιεχωβά (Iehovah)[31]. Οι περισσότερες αγγλικές μεταφράσεις εκείνης της εποχής περιλάμβαναν αυτή τη μορφή του θεϊκού ονόματος. Ο Ιωάννης Καλβίνος επίσης χρησιμοποιούσε τη μορφή Ιεχουά (Iehoua[h])[32]. Ταυτόχρονα, εκτός από την αγγλική και τη γερμανική γλώσσα, ευρεία χρήση της μορφής αυτής γινόταν και στις γαλλικές εκδόσεις της Βίβλου. Παρόμοια διάδοση υπήρχε και στη σουηδική γλώσσα· μάλιστα, από το 1560 και έπειτα, αρκετοί Σουηδοί βασιλιάδες περιλάμβαναν το όνομα Ιεχωβά στα επίσημα ρητά τους, όπως για παράδειγμα το ρητό του Βασιλιά Κάρολου Θ' της Σουηδίας "Iehovah solatium meum" που σημαίνει «ο Ιεχωβά είναι η Παρηγοριά μου».
Το 1743, λίγο πριν παρουσιάσει ο Χέντελ τον Μεσσία και άλλα ορατόριά του στο Βασιλικό Θέατρο του Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, κάποιοι είχαν αντιδράσει στο θρησκευτικό περιεχόμενο των έργων του και στη χρήση του θεϊκού ονόματος σε αυτά, λέγοντας μεταξύ άλλων: «Αν δεν εκτελείται [το έργο] ως μια θρησκευτική πράξη, αλλά μόνο για ψυχαγωγία και διασκέδαση, τι βεβήλωση του Ονόματος του Θεού και του Λόγου είναι αυτή, χρησιμοποιώντας τα με τόσο ανάλαφρο τρόπο; Να μην πούμε πόσο πρέπει να προσβάλει έναν ευσεβή Ιουδαίο το να ακούει τραγούδια για τον μεγάλο Ιεχωβά, το κύριο και πιο ιερό Όνομα του Θεού»[33]. Το 1765 ο Βολταίρος, στο Φιλοσοφικό Λεξικό του, εξηγούσε ότι το όνομα του Θεού είναι Ιεχωβά[34]. Ήδη, ο Μπαρούχ Σπινόζα, στο έργο του Tractatus Theologico-politicus[35] που εκδόθηκε το 1670 και στη Γραμματική της Εβραϊκής Γλώσσας, χρησιμοποιούσε τη μορφή Ιεχωβά (Jehova). Την ίδια εποχή, ο Σερ Ισαάκ Νεύτων κατέγραφε στα θεολογικά έργα του το θεϊκό όνομα στη μορφή Ιεχωβά (Iehova/Iehovah), λέγοντας μάλιστα ότι «οι Πλατωνιστές με βάση τη φύση του τον αποκαλούσαν "ο Ων"», «οι Ιουδαίοι "Ιαχ" και "Ιεχωβά"», «"Ιουβά" οι αρχαίοι Μαυριτανοί», «"Ιαώ" και "Ιαού" οι Έλληνες» και «"Ιευώ" οι Φοίνικες»[36]. Τον Απρίλιο του 1799 ο Ναπολέων Α΄ Βοναπάρτης έστειλε μια επιστολή-πρόσκληση προς τους Εβραίους παροτρύνοντάς τους να διεκδικήσουν μαζί του την εθνική τους αυτονομία στη γη της Παλαιστίνης και να ασκήσουν το "απεριόριστο φυσικό δικαίωμα να λατρεύουν τον Ιεχωβά σε αρμονία με την πίστη τους"[37].
Στα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς το σιωνιστικό κίνημα βρισκόταν σε δράση, Ιουδαίοι λόγιοι οι οποίοι έκαναν προσπάθειες προσέγγισης με τον Χριστιανισμό, χρησιμοποιούσαν το όνομα Ιεχωβά. Για παράδειγμα, ο Βιβλικός λόγιος Άλφρεντ Έντερσαϊμ χρησιμοποιεί ευρέως —στα σημαντικά για τον Βιβλικό Ιουδαϊσμό-Χριστιανισμό και το Ισραήλ έργα του— αυτή τη μορφή του θεϊκού ονόματος[38]. Την ίδια πρακτική ακολούθησε ο λόγιος του Ταλμούδ Τζόζεφ Ραμπίνοβιτς (Joseph Rabinowitz) ο οποίος «σύμφωνα με τον Ορθόδοξο Ιουδαϊσμό πίστευε ότι μόνον όταν θα ερχόταν ο Μεσσίας θα μπορούσε να προφερθεί το όνομα του Θεού»[39]. Ο λόγιος Ντέιβιντ Μπάρον Γκίνσμπουργκ (David Baron Günzburg) χρησιμοποιούσε το όνομα Ιεχωβά και έγραψε μια ανάλυση στο 53ο κεφάλαιο του βιβλίου του Ησαΐα με τίτλο Ο Υπηρέτης του Ιεχωβά: Τα Παθήματα του Μεσσία και η Δόξα που θα Επακολουθούσε[40]. Αλλά και άλλοι Ιουδαίοι, οι οποίοι δεν απέβλεπαν σε προσέγγιση με τον Χριστιανισμό, χρησιμοποιούσαν το όνομα Ιεχωβά. Για παράδειγμα, το 1939, η Επιτροπή για τη Διατήρηση των Εβραίων ανέφερε μεταξύ άλλων: «Οι Ιουδαίοι εκλέχτηκαν, όχι για δική τους χάρη, αλλά εκλέχτηκαν για να αποτελέσουν το μέσο που θα χρησιμοποιήσει ο Ιεχωβά για να απολυτρώσει την ανθρωπότητα. [...] Τι είναι συνεπώς ο Ιουδαϊσμός; Ιουδαϊσμός είναι η αντίληψη της αιώνιας και άπειρης ιδέας του Ιεχωβά και η προσπάθεια συνειδητοποίησης αυτής της ιδέας»[41]. Στη Γερμανία, λίγα χρόνια πριν την επικράτηση του Ναζισμού, λαϊκές προτεσταντικές ομάδες διεξήγαν εκστρατείες στη γερμανική επικράτεια με σκοπό να εξαλειφθούν από τις θρησκευτικές ιστορίες και τη λατρεία «εβραϊσμοί» που περιλάμβαναν μεταξύ άλλων και το όνομα Ιεχωβά[42].
Νεότεροι πολιτικοί ηγέτες, στοχαστές και επιστήμονες έχουν κάνει χρήση του ονόματος αυτού. Για παράδειγμα, ο δύο φορές Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Μπέντζαμιν Ντιζραέλι αναφέρει στο έργο του Tancred or The New Crusade, μεταξύ άλλων, ότι ο Ιησούς Χριστός «προσευχήθηκε στον Ιεχωβά για να τους συγχωρήσει λόγω της άγνοιάς τους»[44]. Το 1947, ο Μοχάντας Γκάντι, σχολιάζοντας στην αραβο-ισραηλινή διένεξη, αναφέρθηκε στους Εβραίους ως «απογόνους του Ιεχωβά»[45]. Πολιτικοί στοχαστές και φιλόσοφοι όπως ο Καρλ Μαρξ [46], ο Μιχαήλ Μπακούνιν[47], ο Λούντβιχ Φόγιερμπαχ [48], ο Πιέρ-Ζοζέφ Προυντόν [49] και ο Νικολάι Μπουχάριν [50] χρησιμοποίησαν στα έργα τους το Βιβλικό όνομα του Θεού στη μορφή Ιεχωβά. Επίσης, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν στην αλληλογραφία του αναφερόταν συχνά στον Θεό με το όνομα Ιεχωβά[51]. Μάλιστα, ο Αϊνστάιν μαζί με τον Ρόμπερτ Όπενχαϊμερ συμμετείχαν σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα ονόματι "Project JEHOVAH"[52]. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Μάλκολμ Χ αναφερόταν συχνά στον Ιεχωβά της Βίβλου[53] στους πύρινους λόγους του αναφορικά με τις φυλετικές διακρίσεις.
Στις αρχές του 20ου αιώνα ουσιαστικά όλες οι λόγιες Βιβλικές μεταφράσεις που έγιναν από την εβραϊκή γλώσσα χρησιμοποιούν τη μορφή Ιεχωβά. Αν και όπως φαίνεται από το 1904 και έπειτα υπήρξε μια αλλαγή της Βιβλικής μεταφραστικής κατάστασης (επιστροφή των Ιουδαίων στη χρήση του όρου Αιώνιος -ποτέ δεν χρησιμοποίησαν τη μορφή Γιαχβέ- ενώ οι Καθολικοί, οι Προτεστάντες και οι Ορθόδοξοι επέστρεψαν στη χρήση όρων όπως Θεός, Κύριος, Γιαχβέ, κλπ), η μορφή Ιεχωβά είχε τέτοια δυναμική που η χρήση της δεν μπορούσε να αντιστραφεί εύκολα. Αυτό γίνεται φανερό από το γεγονός ότι Βιβλικές μεταφράσεις σε πολλές δεκάδες γλώσσες του κόσμου οι οποίες έγιναν κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα χρησιμοποιούν κατά κύριο λόγο τη μορφή Ιεχωβά προσαρμοσμένη στην εκάστοτε τοπική γλώσσα.
Η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία έκανε για αιώνες χρήση αυτής της μορφής του ονόματος του Θεού, ενώ θεολόγοι της Ορθόδοξης εκκλησίας φαίνεται ότι από τις αρχές του 19ου αιώνα άρχισαν να χρησιμοποιούν τη μορφή Ιεχωβά (Ιεοβά), και πιο πρόσφατα τη μορφή Γιαχβέ (Ιαβέ). Προτεστάντες λόγιοι κάνουν χρήση αυτής της μορφής του ονόματος για αρκετούς αιώνες[54]. Για παράδειγμα, το όνομα Ιεχωβά χρησιμοποιείται από τους Λουθηρανούς, καθώς «με αυτό το όνομα αυτοπροσδιορίζεται ο Θεός», ως ο «Θεός της Ελπίδας», ο «Θεός της Διαθήκης» και ο «Θεός που απελευθερώνει το λαό Του»[55]. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά χρησιμοποιούν ευρέως το όνομα Ιεχωβά καθώς «ο συγκεκριμένος τύπος αυτού του ονόματος, «Ιεχωβά», χρησιμοποιείται εδώ και αιώνες, και ο αντίστοιχος τύπος σε πολλές γλώσσες είναι ευρέως αποδεκτός σήμερα»[56]. Επίσης, αναφορές του ονόματος Ιεχωβά υπάρχουν στο Βιβλίο του Μόρμον, τη Βίβλο της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών[57].
Αυτή η μορφή του θεϊκού ονόματος χρησιμοποιείται από λόγιους του Ιουδαϊσμού εδώ και αιώνες. Υπάρχουν αρκετές Ιουδαϊκές Βιβλικές μεταφράσεις που χρησιμοποιούν το όνομα Ιεχωβά, όπως του Σαμουέλ Καέν (Samuel Cahen, στα γαλλικά, 1836, μορφή "Iehovah"), του Αλεξάντερ Χάρκαβι (Alexander Harkavy, στα αγγλικά, 1936, μορφή "Jehovah"), του Τζόζεφ Μαγκίλ (Joseph Magil, στα αγγλικά, 1910, μορφή "Jehovah") και του Ραββί Λ. Γκόλσμιντ (Rabbi L. Golschmidt, στα γερμανικά, 1921, μορφή "Yehovah"). Μάλιστα, ακόμη και ορισμένες εκδόσεις του Ταλμούδ έχουν κάνει χρήση αυτής της μορφής[58]. Εντούτοις, λόγω μεταγενέστερων παραδόσεων και προκαταλήψεων οι Ιουδαίοι αποφεύγουν γενικότερα να προφέρουν το θεϊκό όνομα. Όσον αφορά τη μορφή Ιεχωβά η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια (εκδ. 1901-1906) τη χαρακτηρίζει 'εισαγωγή των Χριστιανών θεολόγων', η οποία «αψηφάται σχεδόν ολοκληρωτικά από τους Ιουδαίους»[59] Η άποψη ότι η προφορά αυτή είναι «γραμματικώς αδύνατη» έχει αποδειχτεί ξεπερασμένη από νεώτερες έρευνες.
Η μεταγραφή «Ιεχωβά» βρίσκεται σε χρήση εδώ και αιώνες σε πολλές γλώσσες παγκόσμια και χρησιμοποιείται ακόμη σε ποικίλα έργα, λόγια ή άλλα. Τον 19ο αιώνα, ο λόγιος της εβραϊκής Γεσένιος, ανέφερε στο έργο του Εβραϊκό και Χαλδαϊκό Λεξικό της Παλαιάς Διαθήκης (Hebrew and Chaldee Lexicon to the Old Testament Scriptures): «Εκείνοι που θεωρούν ότι η πραγματική προφορά [του ονόματος του Θεού] ήταν יהוה [Ιε-χω-βάχ] έχουν κάποια βάση για να στηρίξουν την άποψή τους. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να εξηγηθούν πιο ικανοποιητικά οι συντετμημένες συλλαβές יהו [Ιε-χώ] και יו [Ιω], με τις οποίες αρχίζουν πολλά κύρια ονόματα».
Η χρήση το ονόματος Ιεχωβά είχε ήδη παγιωθεί για αιώνες σε τέτοιο βαθμό ώστε στα τέλη του 19ου αιώνα ο καθηγητής Γκούσταβ Έλλερ μπορούσε να πει: «Το όνομα αυτό [Ιεχωβά] έχει τώρα υιοθετηθεί στο λεξιλόγιό μας και δεν μπορεί να αντικατασταθεί»[60]. Ο γνωστός ιστορικός Χ. Τζ. Γουέλς ανέφερε ότι το όνομα του Θεού «θα πρέπει να συλλαβίζεται» Ιεχωβά και ότι αν και είναι «της μόδας μεταξύ των διανοούμενων και των σκεπτικιστών ο συλλαβισμός Γιαχβέ ή Ιαχβέ ή κάτι παρόμοιο», από τις αρχές του 16ου αιώνα το όνομα «Ιεχωβά έχει καθιερωθεί στην αγγλική φιλολογία ως το όνομα του Θεού του Ισραήλ, και αυτό δεν μπορεί να αλλάξει εύκολα» ενώ τονίζει εμφατικά ότι οι αλλαγές στη μορφή ονομάτων που χρησιμοποιούνται από παλιά «αναστατώνουν», «αποθαρρύνουν» και προκαλούν «ατελείωτη σύγχυση» και «αποστροφή προς την ιστορία» στον μέσο αναγνώστη[61]. Παρόμοιο σκεπτικό περιέχονται στις απόψεις που εξέφρασε προγενέστερα ο Καλβίνος, δηλαδή ότι Ιεχωβά «είναι το πρωταρχικό όνομα του Θεού», ότι η μη προφορά του ονόματος «αποτελεί αχρεία δεισιδαιμονία», ότι είναι εσφαλμένο να θεωρείται το όνομα «άρρητο» και να μην προφέρεται εντέλει λόγω αδυναμίας να δοθεί σαφής γραμματική ερμηνεία του[62].
Σύγχρονες μεταφράσεις που χρησιμοποιούν αποκλειστικά τη μορφή Ιεχωβά είναι οι εξής:
Όσον αφορά στο λόγο για τον οποίο η μετάφραση της Βίβλου στη Ζωντανή Αγγλική (The Bible in Living English) χρησιμοποιεί στο κείμενό της τη μορφή Ιεχωβά, αναφέρεται στον πρόλογό της:
Η ορθογραφία και η προφορά δεν είναι πολύ σπουδαία. Εκείνο που είναι πολύ σπουδαίο είναι να ξεκαθαριστεί ότι αυτό είναι ένα προσωπικό όνομα. Υπάρχουν αρκετά εδάφια που δεν μπορούν να κατανοηθούν κατάλληλα αν μεταφράσουμε αυτό το όνομα μ’ ένα κοινό ουσιαστικό όπως "Κύριος", ή, το χειρότερο μ’ ένα ουσιαστικοποιημένο επίθετο [για παράδειγμα, "ο Αιώνιος"].
Επίσης, στον πρόλογο της γερμανικής Ελμπερφέλντερ Μπίμπελ (Elberfelder Bibel) αναφέρεται:
Ιεχωβά. Διατηρήσαμε αυτό το όνομα του Θεού της Διαθήκης του Ισραήλ επειδή ο αναγνώστης το έχει συνηθίσει για χρόνια.
Πέρα από τη μακραίωνη και ευρεία χρήση της μορφής Ιεχωβά, σύγχρονοι λόγιοι υποστηρίζουν ότι «στην Εβραϊκή [το όνομα του Θεού] προφέρεται Ιεχωβά [Yehowah]» καί ότι έτσι «πιθανώς προφερόταν στους βιβλικούς χρόνους»[68]. Εκτενής ανάλυση και σύγχρονη έρευνα που φανερώνει ότι το Τετραγράμματο προφερόταν από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα ως Ιεχωβά (Y.eH.oW.aH) έχει παρουσιαστεί από τον λόγιο της Εβραϊκής Ζεράρ Γκερτό (Gérard Gertoux)[69].
Η κριτική που έχει ασκηθεί όσον αφορά τη μορφή Ιεχωβά θεωρεί ότι είναι μία «συγκριτικά πρόσφατη επινόηση»[70]—παρά το γεγονός ότι η μορφή αυτή μαρτυρείται ήδη από τον 11ο αιώνα—, ενώ σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη των λογίων, η απόδοση αυτή αποτελεί «ανακριβή» ή ακόμη και «εσφαλμένη» μεταγραφή[71]. Ένας από τους λόγους που υποστηρίζουν αυτή την άποψη είναι η γραμματική ανακολουθία αυτής της μεταγραφής σύμφωνα με την εβραϊκή γλώσσα, όπως αναφέρει η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια: «Αυτή η προφορά [Ιεχωβά] είναι από γραμματικής άποψης αδύνατη»[72]. Από την άλλη πλευρά, λόγιοι τονίζουν ότι η άποψη που θεωρεί τη μορφή Ιεχωβά βαρβαρισμό «είναι γνωστό μεταξύ των λογίων ότι είναι εσφαλμένη» και ότι «έχει απορριφτεί από Εβραϊστές όλων των δογμάτων, και με την υποστήριξη της Συνόδου του Βατικανού για την προπαγάνδα»[73].
Κάποιοι λόγιοι προτείνουν και κάποιες άλλες μεταγραφικές αποδόσεις όπως «Ιαχουβά» (Yahuwa), «Ιαχουά» (Yahuah) και «Ιεχουά» (Yehuah). Άλλοι πιστεύουν ότι η αρχική προφορά του Τετραγράμματου έχει χαθεί προ καιρού και κατά συνέπεια ότι δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθεί η ακριβής μορφή της[1].
Υπάρχουν ποικίλες αναφορές αυτής της μορφής του ονόματος του Θεού της Αγίας Γραφής στην ελληνική γραμματεία (όπως και στην αγγλική αντίστοιχα). Στη συνέχεια παραθέτονται ενδεικτικά κάποια σύγχρονα έργα λόγου και τέχνης που κάνουν χρήση της συγκεκριμένης μορφής.
Σήμερα, η μεταγραφή «Γιαχβέ» θεωρείται ως ορθότερη ανακατασκευή της προφοράς του Τετραγράμματου[139], αν και θεωρείται από μερίδα επιστημόνων ως μια πλασματική ανακατασκευή που δεν βρίσκει αντίκρισμα στο ιστορικό της εβραϊκής γλώσσας.[140].
Λόγω της υπερβολικής ευλαβείας των Ισραηλιτών και κατά παρεξήγησιν του Λευιτικού 24/κδ΄ 16, (το οποίο όμως απαγόρευε τη βλασφημία και όχι την προφορά του ονόματος του Θεού), απέφευγαν να προφέρουν το όνομα «Γιαχβέ». Έτσι με τον καιρό ξεχάστηκε η σωστή προφορά τού ονόματος, καθώς οι Ισραηλίτες δεν είχαν φωνήεντα, αλλά έγραφαν μόνο τα σύμφωνα των λέξεων.
Μετά τον 6ο μ.Χ. αιώνα όμως, οι Μασορίτες (Ιουδαίοι λόγιοι τής εποχής εκείνης), έβαλαν δικά τους φωνήεντα στις εβραϊκές λέξεις. Στο Τετραγράμματο «ΓΧΒΧ», επειδή δεν γνώριζαν τη σωστή προφορά της λέξης «Γιαχβέ», προσέθεσαν αυθαίρετα φωνήεντα από τις λέξεις: «Αδωνάι»(Κύριος) και «Ελοχίμ» (Θεός). Έτσι το τετραγράμματο «ΓΧΒΧ» έγινε: «Ιεχωβά». Πολλοί προτιμούν αυτή τη μορφή, λόγω συνήθειας, και όχι ακρίβειας.
Η μεγαλύτερη μερίδα έγκριτων Βιβλικών λογίων θεωρούν γενικά ως πιο ορθή και ακριβή τη μορφή Γιαχβέ, η οποία αποτελεί λόγια ανακατασκευή του Τετραγράμματου[141]. Τονίζουν ότι η συντομευμένη μορφή του ονόματος είναι Γιαχ (Yah ή Jah στην εκλατινισμένη μορφή), όπως στο εδάφιο Ψαλμοί 89:8 και στην έκφραση «Αλληλούια» ή «Αλλελουγιάχ», που σημαίνει «αινείτε τον Γιαχ». (Ψαλμοί 104:35· 150:1, 6) Επίσης, οι μορφές Ιεχώ, Ιώχ, Ιάχ και Ιαχού, οι οποίες βρίσκονται στον εβραϊκό συλλαβισμό ονομάτων όπως Ιωσαφάτ, Ιεχωσαφάτ και Σεφατίας, μπορούν όλες να παραχθούν τόσο από τη μορφή «Γιαχβέ» όσο και από τη μορφή «Ιεχωβά». Οι ελληνικές μεταγραφές του ονόματος από τους πρώτους Χριστιανούς συγγραφείς οδηγούν σε συλλαβισμούς όπως Ιαβέ (I·a·be΄) και Ιαουέ (I·a·ou·e΄). Παρ' όλα αυτά, δεν υπάρχει καμία συμφωνία μεταξύ των λογίων στο συγκεκριμένο θέμα, καθώς άλλοι είναι υπέρμαχοι και άλλων μεταγραφικών αποδόσεων, όπως «Ιαχουβά» (Yahuwa), «Ιαχουά» (Yahuah) και «Ιεχουά» (Yehuah).
Εβραίοι λόγιοι θεωρούν γενικά ως πιο πιθανή αποκατεστημένη μορφή του Τετραγράμματου τη μορφή «Γιαχβέ». Τονίζουν ότι η συντομευμένη μορφή του ονόματος είναι Γιαχ (Yah ή Jah στην εκλατινισμένη μορφή), όπως στο εδάφιο Ψαλμοί 89:8 και στην έκφραση «Αλληλούια» ή «Αλλελουγιάχ» (που σημαίνει «αινείτε τον Γιαχ». (Ψαλμοί 104:35· 150:1, 6) Επίσης, οι μορφές Ιεχώ, Ιώχ, Ιάχ και Ιαχού, οι οποίες βρίσκονται στον εβραϊκό συλλαβισμό ονομάτων όπως Ιωσαφάτ, Ιεχωσαφάτ και Σεφατίας, μπορούν όλες να παραχθούν τόσο από τη μορφή «Γιαχβέ» όσο και από τη μορφή «Ιεχωβά». Οι ελληνικές μεταγραφές του ονόματος από τους πρώτους Χριστιανούς συγγραφείς οδηγούν σε συλλαβισμούς όπως Ιαβέ (I·a·be΄) και Ιαουέ (I·a·ou·e΄). Παρ' όλα αυτά, κάποιοι είναι υπέρμαχοι και άλλων μεταγραφικών αποδόσεων, όπως «Ιαχουβά» (Yahuwa), «Ιαχουά» (Yahuah) και «Ιεχουά» (Yehuah). Εντούτοις, ο παραδοσιακός Ιουδαϊσμός διδάσκει ότι η αρχική προφορά του Τετραγράμματου έχει χαθεί.[142].
Και για τη μεταγραφή Γιαχβέ υπάρχουν επιφυλάξεις όσον αφορά στο αν είναι πιστή ηχητική αναπαραγωγή του Τετραγράμματου. Συγκεκριμένα έχει λεχθεί ότι "ενώ πιθανόν να είναι ορθή, δεν υποδεικνύεται συγκεκριμένα στο Μασοριτικό κείμενο" (The International Standard Bible Encyclopedia, τόμ. 2, σελ. 97). Το βιβλίο Practical Christian Theology: Examining the Great Doctrines of the Faith, του Floyd H. Barackman (Kregel Publications, 2001, σελ. 66), αναφέρει: "Οι λόγιοι πιστεύουν ότι το Γιαχβέ (Yahweh ή Jahveh) πλησιάζει περισσότερο στην αρχική προφορά αλλά αυτό δεν είναι βέβαιο". Το βιβλίο Ancient Israel, του H.M. Orlinsky (Cornell University Press, 1960, σελ. 33), αναφέρει: "Πολλοί λόγιοι πιστεύουν ότι η αρχική προφορά του ΓΧΒΧ ήταν Γιαχβέ. Οι αποδείξεις όμως για αυτή την άποψη δεν είναι καθοριστικές και υπάρχουν πολύ σημαντικές διαφορές ως προς τις απόψεις για το τι σήμαινε αυτός ο όρος αρχικά".
Η μορφή του τετραγράμματου με τους ελληνικούς χαρακτήρες ΠΙΠΙ, «αποτελεί παλαιογραφική απόδοση του יהוה»[143] την οποία χρησιμοποιούσαν στη θέση του ανέκφραστου τετραγράμματου[144]. Όπως σημειώνει ο Κωνσταντίνος Οικονόμος: «Εντεύθεν αμαθείς τινες της εβραΐδος βλέποντες...τα εβραϊκά ταύτα στοιχεία παρόμοια προς τα ελληνικά ΠΙΠΙ, ανεγίνωσκον την λέξιν πιπί... Ομοιάζουσι δε ταύτα τα γράμματα προς τα του εβραϊκού τετραγραμμάτου...αυτοί δε οι ερμηνείς, οι Ο', το τετραγράμματον ηρμήνευσαν "Κύριος"»[145].
Το έργο Εις το ΠΙΠΙ, το οποίο παραδοσιακά αποδίδεται στον Ευάγριο Ποντικό (345-399) ενώ κατ' άλλους ανήκει στον Ωριγένη[146], αναφέρει: «Δέκα ὀνόμασι παρ΄ Ἑβραίοις ὀνομάζεται ὁ θεός. Ὧν ἓν μὲν Ἀδωναῒ λέγεται, ὅ ἐστιν κύριος, ἕτερον δὲ Ἰά, ὃ αὐτὸ ἐν τῷ ἑλληνικῷ εἰς τὸ κύριος μετελήφθη. Ἕτερον δέ τι παρὰ ταῦτά ἐστι, τὸ τετραγράμματον, ἀνεκφώνητον ὂν παρ΄ Ἑβραίοις, ὃ καταχρηστικῶς παρὰ μὲν αὐτοῖς Ἀδωναῒ καλεῖται, παρὰ δὲ ἡμῖν κύριος. Τοῦτο δὲ φασὶν ἐπὶ τῷ πετάλῳ τῷ χρυσῷ τῷ ἐπὶ τοῦ μετώπου τοῦ ἀρχιερέως γεγράφθαι κατὰ τὸ ἐν τῷ νόμῳ εἰρημένον "ἐκτύπωμα σφραγῖδος ἁγίασμα κυρίῳ πιπι". Τὰ δὲ λοιπὰ ὀνόματά ἐστιν ταῦτα• ῎Ηλ, Ἐλωείμ, Ἀδών, Σαβαώθ, Σαδδαΐ, Αἰϊὲ ἐσεριὲ καὶ τὰ προγεγραμμένα τρία, ὧν ἐστὶν τὸ τετραγράμματον, τούτοις γραφόμενον τοῖς στοιχείοις ἰὼθ י, ἣ, οὐαὺ ו, ἤθ ה. πιπι ὁ θεός. Τὸ ἐπὶ τοῦ κυρίου ταττόμενον ἀνεκφώνητον ὄνομα διὰ τεσσάρων γράφεται στοιχείων, διὰ τοῦ ἰώθ, διὰ τοῦ ἣ ה, διὰ τοῦ οὐὰβ καὶ διὰ τοῦ ἤθ ה. Τούτων μέσον παρεντεθὲν μετὰ τὰ πρῶτα δύο παρ΄ Ἑβραίοις στοιχεῖον καλούμενον σέν, ὅ ἐστιν ὀδόντες, ὡς εἶναι τὸν εἱρμὸν τῶν πέντε γραμμάτων οὕτως• ἀρχὴ αὕτη, ὀδόντες ἐν αὐτῇ ὁ ζῶν. Ἑρμηνεύεται τὰ τέσσαρα στοιχεῖα, τὸ ἰὼθ ἀρχή, καὶ διὰ τοῦ ἣ ה αὕτη, καὶ διὰ τοῦ οὐαὺ ἐν αὐτῇ καὶ διὰ τοῦ ἢθ ὁ ζῶν». «Με δέκα ονόματα από τους Εβραίους ονομάζεται ο Θεός: Αφενός από κάποιους λέγεται Αδωναῒ, που είναι το Κύριος, άλλο είναι το Ιά, που αυτό στην ελληνική γλώσσα άλλαξε στο Κύριος. Κάτι άλλο πάλι εκτός από αυτά είναι το τετραγράμματο, που δεν προφέρεται από τους Εβραίους, το οποίο καταχρηστικώς καλείται από αυτούς Αδωναῒ, και από εμάς Κύριος. Και αυτό λένε πως ήταν γραμμένο πάνω στο χρυσό πέταλο που υπήρχε πάνω στο μέτωπο του αρχιερέα σύμφωνα με αυτό που είχε ειπωθεί στο Νόμο «αποτύπωμα σφραγίδας αγίασμα στον Κύριο, πιπι'". Και τα υπόλοιπα ονόματα είναι αυτά: Ηλ, Ελωείμ, Αδών, Σαβαώθ, Σαδδαΐ, Αἰϊὲ ἐσεριὲ και αυτά τα τρία που έχουμε γράψει προηγουμένως, τα οποία είναι το τετραγράμματο, που γράφεται με τα γράμματα ιώθ, χε, ουάβ, ήθ. ΠΙΠΙ, ο Θεός. Το όνομα που τίθεται στον Κύριο και δεν εκφωνείται γράφεται με τέσσερα στοιχεία: με το ιώθ, με χε, με το ουάβ και με το ηθ ה. Στο μέσο αυτών παρεντίθεται μετά τα πρώτα δύο γράμματα ένα γράμμα από τους Εβραίους που καλείται σεν, που σημαίνει «δόντια», έτσι όπως είναι η λογική σειρά του λόγου των πέντε γραμμάτων: Αυτή είναι η αρχή, δόντια, μέσα σε αυτή, ο ζωντανός. Τα τέσσερα στοιχεία ερμηνεύονται, το ιώθ ως αρχή, και με το χε αυτή, και με το ουάβ μέσα σε αυτή και με ήθ ο ζωντανός».
Σύμφωνα με τον Ιουδαϊσμό, το τετραγράμματο יהוה είναι «το ξεχωριστό προσωπικό όνομα του Θεού του Ισραήλ», κατέχει δηλαδή τη «διακεκριμένη λειτουργία ως ο προσδιορισμός του Θεού του Ισραήλ»[148]. «Ο Θεός έδωσε στον λαό Ισραήλ ένα εξαιρετικό προνόμιο: τους αποκάλυψε το προσωπικό του όνομα»· αποτελούσε προνόμιο καθώς με αυτό τον τρόπο «δεν λάτρευαν μια ανώνυμη και απόμακρη θεότητα», αλλά έναν «προσωπικό μάλλον παρά υπερβατικό Θεό»[149]. Αυτή η γνώση μεταδιδόταν μέσω της εκπαίδευσης στα παιδιά τους[150]. Η προφορά του Τετραγραμμάτου άρχισε να θεωρείται ταμπού πιθανώς από τον 2ο αιώνα ΠΚΧ και κατά συνέπεια οι Ορθόδοξοι Ιουδαίοι το αντικαθιστούν κατά την ανάγνωση των Γραφών με τον τίτλο Αδωνάι (Κύριος) και στην καθημερινή ομιλία με τη λέξη χαΣέμ, που σημαίνει «το Όνομα». Οι υπέρμαχοι της γλωσσικής καθαρότητας δεν κάνουν καμία απόπειρα ανακατασκευής του ονόματος και γράφουν απλώς τα τέσσερα σύμφωνα (JHVH/YHVH) ενώ άλλοι λόγιοι το αποδίδουν είτε Γιαχβέ (Jahveh/Yahveh) είτε με την πιο διαδεδομένη ως σήμερα μεταγραφή Ιεχωβά (Jehovah)[151].
Όσον αφορά στο καθένα από τα ονόματα που αποδίδονται στον Θεό, η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια αναφέρει ότι «είναι περισσότερα πράγματα από έναν απλό διακριτικό τίτλο. Αντιπροσωπεύει την εβραϊκή αντίληψη της θεϊκής φύσης ή χαρακτήρα, και της σχέσης του Θεού με το λαό του. Αντιπροσωπεύει τη Θεότητα όπως αυτή είναι γνωστή στους λάτρεις της και όλα τα χαρακτηριστικά που φέρει ως προς εκείνους και τα οποία αποκαλύπτονται σε εκείνους μέσω της δράσης της για λογαριασμό τους»[152].
Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί ότι το τετραγράμματο, σε κάθε μορφή (Γιαχβέ ή Ιεχωβά), αποτελεί αναφορά στον ένα, Τριαδικό Θεό που αποδίδεται στην επιστολή της εν Νικαία συνόδου κατά Αρείου και των συν αυτώ ως Θεός ή ως Κύριος[153].
Σύμφωνα με τον 1ο Κανόνα της B' Οικουμενικής Συνόδου, η Ορθόδοξη Εκκλησία αποδέχεται ότι:
Με βάση αυτόν τον Δογματικό όρο των 318 πατέρων στη Νίκαια [154]
Ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι πρόσωπα του ενός Κυρίου Θεού, του ενός Γιαχβέ/Ιεχωβά. Όπως ο Πατέρας είναι Θεός, ο Υιός είναι Θεός, το Πνεύμα είναι Θεός, όχι όμως τρεις θεοί, έτσι και ο Πατέρας είναι Γιαχβέ/Ιεχωβά, και ο Υιός είναι Γιαχβέ/Ιεχωβά, και το Άγιο Πνεύμα είναι Γιαχβέ/Ιεχωβά, όχι όμως τρεις Γιαχβέ/Ιεχωβά, αλλά Ένας[155]. Για τους Ορθοδόξους, "ο Ιησούς Χριστός της Καινής Διαθήκης είναι αυτός ούτος ο Γιαχβέ της Παλαιάς Διαθήκης", "η κατά κυριολεξίαν ενσάρκωση του Γιαχβέ" ή "ακριβέστερον ειπείν, ο Ιησούς Χριστός είνε ο Γιαχβέ Υιός"[156] δηλ. "ο Χριστός είναι Γιαχβέ και αυτός, ως ο Πατήρ του"[157]. Σύμφωνα με τους Πατέρες, στο συμβάν της βιβλικής διήγησης όπου το όνομα αυτό απεκάλυψε ο ίδιος ο Θεός στον Μωυσή κατά τη θεοφάνεια της φλεγόμενης βάτου[158], "όσα λέει ο Θεός τα λέει διαμέσου του Λόγου του, του άσαρκου Υιού"[159]. Σύμφωνα με τον Μ. Αθανάσιο, "υπόστασις μία εστιν η λέγουσα «εγώ ειμί ο ων»" και έτσι, ο Θεός που μιλά στο θαύμα της καιομένης βάτου είναι ο Υιός, ο άσαρκος Χριστός ή αλλιώς ο Γιαχβέ-Λόγος[160].
Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι για την Ορθόδοξη Εκκλησία, ως Αγία Τριάδα ορίζεται ο Θεός του Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, ο Θεός της Καινής και Παλαιάς Διαθήκης που δεν είναι άλλος από τον Γιαχβέ/Ιεχωβά. Τα ονόματα αυτά εκφράζουν τον ένα Θεό στην ουσία του, επειδή τα ονόματα του Θεού είναι δηλωτικά ιδιοτήτων της θείας ουσίας[161], και η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί ότι η επίκληση του Θεού πρέπει να γίνεται με βάση την παράδοση της Καινής Διαθήκης και την Ορθόδοξη Πατερική ερμηνεία. Κατά συνέπεια, δεν θεωρεί υποχρεωτική τη χρήση του εβραϊκού ονόματος του Θεού, ούτε ότι συνδέεται με οποιονδήποτε τρόπο με τη σωτηρία του πιστού.
Ειδικότερα το όνομα Γιαχβέ/Ιεχωβά, ούτε από την Καινή Διαθήκη παραδίδεται, ούτε από την Πατερική ερμηνεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κάθε φορά που υπάρχει λόγος, γίνεται χρήση της ελληνικής απόδοσης Ο Ων ή Κύριος, όπως φαίνεται από τα σχόλια των Πατέρων επάνω στο γνωστό εδάφιο της "αποκάλυψης του θείου ονόματος", Εξ. 3:14:
κατά τον ίδιο τρόπο, σημαντικά πρόσωπα της Εκκλησιαστικής παράδοσης όπως ο Κλήμης Αλεξανρείας, ο Ωριγένης, ο Ευσέβιος Παμφίλου, ο Επιφάνιος Επίσκοπος Σαλαμίνος και ο Θεοδώρητος Κύρου, παραδίδουν τις μέχρι σήμερα ακολουθούμενες αποδόσεις του τετραγράμματου στα ελληνικά ως εξής:
Και στην Κ.Δ. όμως, είναι ενδεικτική η περίπτωση απόδοσης εδαφίων με ελληνικές λέξεις, εδάφια που στην Π.Δ. περιέχουν τη λεγόμενη αποκάλυψη του ονόματος:
Γενικά, στην Κ.Δ. εκτός από λίγες περιπτώσεις, απουσιάζουν οι περισσότερες παλαιοδιαθηκικές προσφωνήσεις του Θεού και αντί αυτών συναντώνται οι εξής[162]:
Απουσιάζει έτσι η επίκληση του ονόματος Γιαχβέ/Ιεχωβά από την Καινή Διαθήκη.
Κάτι που εξαρχής γίνεται αντιληπτό στον μελετητή της Παλαιάς Διαθήκης είναι η πολλαπλότητα των ονομάτων του Θεού, τα οποία ο ίδιος χαρακτηρίζει έτσι, ενώ η χρήση προσωπικών αντωνυμιών διευκρινίζει ότι πρόκειται πράγματι περί θείων ονομάτων.
Για παράδειγμα, στο Εξ. 6:2-3, ένα από τα εδάφια που συντελείται η αποκάλυψη του ονόματος του Θεού, συναντάμε τρία ονόματα[163]: Γιαχβέ, Θεός και Παντοδύναμος.
Και βέβαια αυτά δεν είναι τα μόνα ονόματα:
Στο χωρίο αυτό, κατά δήλωση του Θεού, το όνομά του είναι "ζηλότυπος" (δηλ., σύμφωνα με την Πατερική ερμηνεία, δεν αποδέχεται τη λατρεία άλλων θεών).
Εδώ το όνομα του θεού δηλώνεται ως "Λυτρωτής μας" («ρύσαι ημάς»).
Σύμφωνα με το κείμενο, το όνομα του Θεού είναι "Άγιος".
Επίσης:
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση όπου ο Ιησούς στα τελευταία λόγια του επάνω στο Σταυρό, ενώ επικαλείται τον Θεό, τον προσφωνεί όχι Γιαχβέ/Ιεχωβά, αλλά "Ελωί" (στα αραμαϊκά): "Ελωί, Ελωί, λαμά, σαβαχθανί" (Μαρκ. 15:34).
Το ίδιο μας παραδίδει και ο Ματθαίος, δηλ. μια επίκληση στον Θεό όχι με το Γιαχβέ/Ιεχωβά αλλά με το εβραϊκό "Ηλί": "Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί" (Ματθ. 27:46).
Έτσι, σε δύο περιπτώσεις επίκλησης του θεού στα εβραϊκά που έχουν διατηρηθεί στην Κ.Δ. δεν περιέχεται το Γιαχβέ/Ιεχωβά αφαιρώντας έτσι την όποια σπουδαιότητα του τετραγράμματου. Επιπλέον όμως, και οι δύο ευαγγελιστές, σπεύδουν να μεταφράσουν στα ελληνικά την προσφώνηση "Ελωί" και "Ηλί", κάνοντας έτσι φανερό ότι η επίκληση του Θεού στα εβραϊκά δεν αποτελεί κάποιου είδους εντολή για τους Χριστιανούς ή έστω, δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαιτερότητα για τους πιστούς η χρήση του στα εβραϊκά.
Επίσης, η χρήση του Αλληλούια (Hallelu-Yah = Αινείτε τον Γιαχ[βέ]) που συναντάμε μόνο στα εδάφια Αποκ. 19:1.3.4.6 δεν προτρέπει σε κάποια χρήση του εβραϊκού ονόματος, αλλά αποτελεί μορφή λατρευτικού αίνου[164] όπως φαίνεται από το εδάφιο Αποκ. 19:5 που κάνει χρήση της μορφής αυτής στα ελληνικά, και μάλιστα χωρίς διάκριση, ανάμεσα στα εδάφια που χρησιμοποιούν την εβραϊκή λέξη:
Σε εφαρμογή αυτού του λατρευτικού αίνου, η Ορθόδοξη Εκκλησία χρησιμοποιεί τις εκφράσεις Αλληλούια, Αινείτε τον θεό ή Δόξα σοι ο θεός εφόσον ούτε και η Κ.Δ. δεν παρουσιάζει κάποια εμμονή στη χρήση της εβραϊκής λέξης και την παραδίδει και μεταφρασμένη.
Σε μια παρόμοια περίπτωση με τις δύο προηγούμενες, ο Απ. Παύλος παραδίδει στην Α' προς Κορινθίους επιστολή του, ευχή της παλαιστινής κοινότητας από τις λατρευτικές της συνάξεις. Πρόκειται για το "Μαραναθά" (Α' Κορ. 16:22) το οποίο σημαίνει "Έρχου, Κύριε" ή "ο Κύριος έρχεται". Και αυτό όμως, σε άλλο σημείο της Κ.Δ. αποδίδεται στα ελληνικά όπως στο Αποκ. 22:20: "ναί έρχου, Κύριε Ιησού".
Το ίδιο εφαρμόζει και ο Μάρκος όταν μας παραδίδει λόγιο του Ιησού που αποτελεί παράθεση από το Δευτερονόμιο:
Στο Δευτερονόμιο (6:4-5), τα εδάφια αυτά περιέχουν τρεις φορές το τετραγράμματο (όπως σημειώνεται στις παρενθέσεις) παρ' όλ' αυτά όμως, η απόδοση στην Κ.Δ. γίνεται με το ελληνικό "Κύριος". Το ίδιο συμβαίνει και στην Πατερική παράδοση από τα πρώτα χρόνια της αρχαίας εκκλησίας:
Στην Προς Φιλιππησίους επιστολή (2:5-10), φανερώνεται πως το όνομα που βρίσκεται πάνω από κάθε άλλο, είναι πλέον το όνομα του "Κυρίου"[165] και του "Θεού"[166], Ιησού Χριστού:
Πλέον, η Καινή Διαθήκη έκανε γνωστό στον άνθρωπο ότι ο "Κύριος" (τετραγράμματο στο εβρ.) και ο "Θεός" είναι ο Χριστός, και το δικό του όνομα και κανένα άλλο, είναι αυτό που οι Χριστιανοί (όπως είναι πλέον το όνομα των πιστών[167]) οφείλουν να επικαλούνται για τη σωτηρία τους[168].
Το όνομα του Ιησού Χριστού είναι ο πλούτος της Εκκλησίας[169], η καθημερινή και αδιάκοπη ενασχόληση των πιστών[170], ενώ υπέρτατη χαρά για τους Χριστιανούς είναι να "καταξιώνονται ατιμασθήναι" (Πράξ. 5:41) και "αποθανείν...υπέρ του ονόματος του Κυρίου Ιησού" (Πράξ. 21:13).
Για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία το Τετραγράμματο θεωρείται «αυτο-ονοματοδοσία του Θεού», του "αληθινού Θεού". Η αποκάλυψη του ονόματος του Θεού προς τον άνθρωπο σημαίνει ότι ο Θεός «κάνει τον εαυτό του κλητό» που ως αποτέλεσμα «παράγει σχέση» ανάμεσα σε Αυτόν και στον άνθρωπο[171]. Επίσης, το Τετραγράμματο αποτελεί περιγραφή της φύσης του Θεού. Η φύση του αυτή, όπως αναφέρει και η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, χαρακτηρίζεται καλύτερα από την Ύπαρξη (Being). Οι λέξεις Γιαχβέ/Ιεχωβά αναφέρονται σαφώς και στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας που σύμφωνα με τη φύση τους είναι "το Άλφα και το Ωμέγα, η αρχή και το τέλος, ο Ων και ο Ην και ο Ερχόμενος, ο Παντοκράτωρ" (Αποκάλυψη 1:8)[172]
Οι Προτεστάντες είναι της άποψης ότι το Γιαχβέ/Ιεχωβά αναφέρεται και στα τρία πρόσωπα της θεότητας.[173].
Ο Ιερώνυμος Ζάνχιος (Jerome Zanchius), Ιταλός κληρικός της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης, στο έργο του "Ομολογία της Χριστιανικής Θρησκείας" (De Religione Christiana Fides) (1585), αναφέρει:
"Περί του ενός αληθινού Θεού, αιώνιου Πατέρα, Γιου, και Αγίου Πνεύματος. Έτος 1572.
1. Υπάρχει ένας μόνο Ιεχωβά, Δημιουργός του ουρανού και της γης, και Θεός του Ισραήλ.
2. Και αυτός ο Θεός, αν και είναι ο ένας μοναδικός Ιεχωβά, εντούτοις δεν είναι Αυτός ένας, παρά μόνο Ελοχίμ, το πλήθος και τα ονόματα του οποίου ο Γιος του Θεού φανέρωσε εν σαρκί, ξεκάθαρα και ολοφάνερα τα αποκάλυψε σε εμάς, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι είναι συγκεκριμένα ο αιώνιος Πατέρας, ο αιώνιος Γιος, και το αιώνιο Άγιο Πνεύμα.
3. Επιπλέον αυτοί οι τρεις Ελοχίμ είναι πραγματικές οντότητες, και είναι αδιαίρετες, ζώσες, με κατανόηση και θέλημα· και συνεπώς (όπως η εκκλησία συνήθιζε να αναφέρει) πραγματικά πρόσωπα.
4. Και ο Πατέρας, ο Γιος, και το Άγιο Πνεύμα είναι τόσο ξεχωριστά [πρόσωπα] μεταξύ τους, καθώς το ένα δεν είναι το ίδιο με το άλλο.
5. Εντούτοις το κάθε [πρόσωπο] είναι ο αληθινός Ιεχωβά.
6. Εντούτοις δεν υπάρχουν συνεπώς πολλοί Ιεχωβά, αλλά μόνο ένας Ιεχωβά."
Κάποιοι Προτεστάντες αναφέρουν ότι αυτό το όνομα εμπεριέχει κάποιες μεταφυσικές ιδέες όπως η ανεξαρτησία του Θεού, η απόλυτη σταθερότητά του, η πιστότητα στις υποσχέσεις του και η αμεταβλησία στα σχέδιά του. (Driver, "Hebrew Tenses", 1892, p. 17).
Σύμφωνα με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, η Αγία Γραφή φανερώνει ότι «ο Θεός έδωσε στον εαυτό του ένα όνομα γεμάτο νόημα», το οποίο «σημαίνει ότι ο Θεός μπορεί να εκπληρώσει οποιαδήποτε υπόσχεση δίνει και ότι μπορεί να πραγματοποιήσει οποιονδήποτε σκοπό έχει στο νου του»[174]. Ο Ιεχωβά είναι ο Παντοδύναμος Θεός και Πατέρας του Ιησού Χριστού, ο οποίος αποκάλυψε το προσωπικό του όνομα «Ιεχωβά» μέσα στο λόγο του την Αγία Γραφή. Η χρήση του προσωπικού ονόματος του Θεού απαιτείται για να μπορέσει να οικοδομήσει ένας άνθρωπος προσωπική σχέση με τον Θεό και τελικά να σωθεί. (Πράξεις 2:21)
Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι πρωτόπλαστοι γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν το Θεϊκό Όνομα[176]. Το βιβλικό υπόμνημα καταγράφει ότι γενικά στον προκατακλυσμιαίο κόσμο γινόταν χρήση του Ονόματος [177]. Κατά την περίοδο των πατριαρχών, λίγο μετά δηλ. το 1900 π.Χ., ο Αβραάμ ονομάτισε έναν ιερό τόπο "Ιεοβά-ιρέ", που σημαίνει "Ο Ιεοβά θα δει"[178]. Γύρω στα τετρακόσια χρόνια μετά λέγεται ότι ο Θεός είπε στον Μωυσή: "Αποκαλύφθηκα στον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ ως Θεός Παντοκράτορας· και δεν τους επέτρεψα να Με γνωρίσουν με το όνομά Μου ΓΧΒΧ" [179].
Αυτό το εδάφιο αποτελεί για πολλούς απόδειξη ότι για πρώτη φορά το όνομα του Θεού αποκαλύφθηκε στον Μωυσή[180], και δικαιολογούν τις προηγούμενες περιπτώσεις αναφοράς του Ονόματος στο βιβλίο της Γένεσης ως αναχρονισμούς του Μωυσή[181]. Άλλοι πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο δεν εξηγεί ικανοποιητικά τις ανωτέρω περιπτώσεις χρήσεις του ονόματος και, συνυπολογίζοντας το λεξιλόγιο και τη σύνταξη του εν λόγω εδαφίου, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η άγνοια του ονόματος του Θεού πριν από την εποχή του Μωυσή δεν αφορούσε τη λέξη καθαυτή αλλά το ότι δεν γνώρισαν στην πράξη τι σημαίνει το Όνομα, πώς αυτό αποτελεί εγγύηση για την εκπλήρωση των υποσχέσεων του Θεού.[182]
Ορισμένοι ορθολογιστές επιστήμονες έχουν μια πολύ διαφορετική άποψη για τα γεγονότα, υποστηρίζοντας ότι το Τετραγράμματο μπορεί να προέρχεται από ονόματα τοπικών θεοτήτων της Παλαιστίνης και ότι ενσωματώθηκε στη λατρεία των Εβραίων από την εποχή που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή. Σε γενικές γραμμές, πάντως, το όλο ζήτημα είναι δύσκολο να αναλυθεί επιστημονικά λόγω του ότι σχετίζεται με μια πολύ μακρινή για εμάς περίοδο.
Όπως και αν έχουν τα πράγματα για την προϊστορία του Τετραγράμματου, είναι γεγονός ότι, από την εποχή που οι Ισραηλίτες οργανώθηκαν ως έθνος, η χρήση του τόσο στη λατρεία όσο και στον καθημερινό λόγο ήταν συχνή. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Τετραγράμματο είναι ο πιο συχνός προσδιορισμός του Θεού στις Εβραϊκές Γραφές· στην πραγματικότητα περιλαμβάνεται στις λέξεις με τη μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης στο κείμενο, απαντώντας σύμφωνα με το Μασοριτικό κείμενο 6.823 φορές. Είναι επίσης ενδεικτικό ότι το Θεϊκό Όνομα χρησιμοποιούταν στους χαιρετισμούς των Ισραηλιτών[183] και στην ονοματοδοσία τους. Για παράδειγμα, στην εβραϊκή τους μορφή τα ονόματα Ιωάννης, Ζαχαρίας, Ηλίας και Ιησούς έχουν ως συνθετικό τους το Τετραγράμματο σε συντετμημένη μορφή[184].
Η εικόνα που παρουσιάζουν οι Εβραϊκές Γραφές για τη χρήση του Θεϊκού Ονόματος στον καθημερινό λόγο των αρχαίων Ισραηλιτών έχει επιβεβαιωθεί από τα όσα έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Επί παραδείγματι, κοντά στην Ιερουσαλήμ βρέθηκε μια εβραϊκή επιγραφή του 8ου αι. που αναγράφει: «Ο Ιεχωβά είναι ο Θεός όλης της γης»[185]. Του ίδιου αιώνα είναι μια πήλινη επιστολή από την περιοχή της Αράδ, στην οποία εύχεται ο αποστολέας στον παραλήπτη: «Είθε ο Ιεχωβά να ζητεί την ειρήνη σου»[186]. Συνολικά υπάρχουν δεκαεννιά περιπτώσεις όπου εμφανίζεται το τετραγράμματο στα αρχεία της Αράδ και αναμένεται να υπάρξουν και άλλες, σύμφωνα με το Θεολογικό Λεξικό της Παλαιάς Διαθήκης[187]. Φημισμένες για την αναφορά τους στο όνομα του Θεού είναι οι πήλινες Επιστολές της Λαχείς, οι οποίες μάλλον γράφτηκαν από έναν Εβραίο συνοριοφύλακα κατά τη διάρκεια του πολέμου με τους Βαβυλωνίους. Από τα οχτώ αναγνώσιμα θραύσματα, τα επτά αρχίζουν με χαιρετισμό του αποστολέα που περιέχει το Τετραγράμματο. Όλα αυτά εξηγούν, με τη σειρά τους, το πώς οι γειτονικοί λαοί γνώριζαν το Όνομα του Θεού των Εβραίων. Συγκεκριμένα, το 1868 βρέθηκε μια πλάκα με κείμενο του Μωαβίτη Βασιλιά Mesha στο οποίο αναφέρει τις νίκες του επί των Ισραηλιτών και τη λαφυραγώγηση των ιερών «σκευών του Γιαχβέ»[188]. Τούτη η πλάκα, που είναι γνωστή κυρίως ως Μωαβιτική Λίθος, χρονολογείται στα μέσα του 9ου αι. π.Χ. Πρόσφατα ο J. Gertoux υποστήριξε, επιπλέον, ότι μια αιγυπτιακή τοιχογραφία του 14ου αι. π.Χ. φαίνεται να λέει ότι κάποιος νομαδικός λαός που ανήκει στον/στο "γεχουα" ήταν υποταγμένος στους Αιγυπτίους και ότι αυτό πιθανώς αναφέρεται στους Εβραίους και τον Θεό τους. Αν η εικασία του Gertoux επιβεβαιωθεί στο μέλλον και δεν πρόκειται απλώς για κάποιο τοπωνύμιο, όπως θεωρείται γενικά μέχρι σήμερα, αυτή θα είναι η αρχαιότερη διαθέσιμη εξωβιβλική μαρτυρία του Ονόματος.
Τα πράγματα, ωστόσο, για τη χρήση του Θεϊκού Ονόματος, ειδικά στον προφορικό λόγο, επρόκειτο να αλλάξουν κάποια στιγμή μετά την επιστροφή των Ιουδαίων από τη Βαβυλώνα και την ολοκλήρωση των Εβραϊκών Γραφών[189]. Όπως λέει ο Ντέιβιντ Κλάινς (David J.A. Clines): «Μεταξύ του πέμπτου και του δεύτερου αιώνα Π.Κ.Χ., ο Θεός έπαθε ένα τρομερό ατύχημα: έχασε το όνομά του. Πιο συγκεκριμένα, οι Ιουδαίοι σταμάτησαν να χρησιμοποιούν το προσωπικό όνομα του Θεού, Γιαχβέ, και άρχισαν να αναφέρονται στον Γιαχβέ με διάφορες περιφράσεις: Θεός, ο Κύριος, το Όνομα, ο Άγιος, η Παρουσία, ακόμα και ο Τόπος. Ακόμα και εκεί που ήταν γραμμένο το όνομα Γιαχβέ στο Βιβλικό κείμενο, οι αναγνώστες πρόφεραν το όνομα ως Αδωνάι. Με την τελική πτώση του ναού, ακόμα και οι σπάνιες θρησκευτικές τελετές στις οποίες χρησιμοποιούνταν το όνομα έπαψαν• μάλιστα ξεχάστηκε ακόμα και η προφορά του ονόματος»[190].
Η μείωση της χρήσης του Ονόματος, ιδιαίτερα στον προφορικό λόγο, σχετίζεται ιστορικά με την επέκταση του ελληνιστικού πολιτισμού, η οποία και δημιούργησε δύο ισχυρά ρεύματα. Στο πρώτο ρεύμα ανήκαν οι συντηρητικοί Ιουδαίοι που πίστευαν ότι υπήρχε κίνδυνος αλλοτρίωσης της θρησκευτικής και εθνικής τους ταυτότητας, και αυτοί αμύνθηκαν τηρώντας πιο σχολαστικά τον Νόμο του Μωυσή. Σε αυτό συμπεριελήφθη και η αυστηρότερη τήρηση της βιβλικής εντολής «δεν πρέπει να κάνεις κακή χρήση του ονόματος του Γιαχβέ, του Θεού σου»[191], με αποτέλεσμα να περιοριστεί η προφορά του Ονόματος, ιδίως έξω από τον Ναό. Το Μισνά—αν και μεταγενέστερο έργο—δίνει κάποιες πληροφορίες για τις απόψεις που υπήρχαν όταν αυτό γράφτηκε. Συγκεκριμένα, το χωρίο Sotah 7:6 λέει: «Στον Ναό πρόφεραν το Όνομα όπως ήταν γραμμένο, άλλα στις επαρχίες χρησιμοποιούνταν μια υποκατάστατη λέξη». Από την άλλη μεριά, εθεωρείτο πρέπον το Όνομα να περιλαμβάνεται στους χαιρετισμούς[192]. Ωστόσο, ανάμεσα στα αμαρτήματα που απέκλειαν κάποιον από τη ζωή του «μέλλοντος αιώνος» ήταν και η προφορά του Ονόματος[193]. Το ότι πράγματι τον 1ο αιώνα υπήρχε η τάση αποφυγής της προφοράς του Θεϊκού Ονόματος τεκμηριώνεται από τα λεγόμενα του Εβραίου ιστορικού Ιώσηπου, που δηλώνει: «Τότε ο Θεός αποκάλυψε [στον Μωυσή] το όνομά του, το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει φτάσει σε αφτιά ανθρώπων, και εγώ απαγορεύεται να το προφέρω»[194].
Στο δεύτερο ρεύμα υπήρχαν οι Ιουδαίοι που τους ενδιέφερε να κηρύξουν ή και να διαδώσουν την πίστη τους στον ελληνορωμαϊκό κόσμο[195]. Η χρήση των γνωστών ελληνικών όρων «Θεός» ή «Κύριος» φαινόταν πιο πρακτική από ένα εβραϊκό όνομα που θα ανήγαγε τον Θεό της Βίβλου απλώς σε εθνικό ή φυλετικό Θεό των Ιουδαίων. Το ζήτημα, ωστόσο, δεν περιορίστηκε στον τρόπο έκφρασης της ιουδαϊκής πίστης στους Εθνικούς. Για μερικούς Εβραίους που είχαν γαλουχηθεί με την ελληνική φιλοσοφία, όπως τον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα, η ιδέα ότι ο Θεός μπορεί να προσδιοριστεί με ένα όνομα φαινόταν ασυμβίβαστη με το ακατάληπτο της μεγαλειότητάς του, θέση που τονιζόταν στον Πλατωνισμό[196] και η οποία χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο της προσέγγισης ιουδαϊσμού και ελληνισμού[197].
Στα αρχαιότερα σωζόμενα σπαράγματα χειρογράφων της ελληνικής Μετάφρασης των Εβδομήκοντα, τα οποία χρονολογούνται πριν από το 150 Κ.Χ. (ή ακόμη και το 250 Κ.Χ.[198]), καταγράφεται το Τετραγράμματο είτε κατά κύριο λόγο με τους τέσσερις εβραϊκούς χαρακτήρες יהוה (ή την οπτική/σχηματική μεταφορά των τεσσάρων εβραϊκών γραμμάτων σε κάποια εξαπλικά χειρόγραφα ως ΠΙΠΙ[199]) είτε με τη φωνητική μεταγραφή ΙΑΩ[200] και δεν αντικαθίσταται με τίτλους όπως Κύριος και Θεός, πράγμα που συμβαίνει στα μεταγενέστερα αντίγραφα[201]. Βάσει αυτού πιστεύεται ότι η Μετάφραση των Εβδομήκοντα παραποιήθηκε[202] αρκετά νωρίς, ενώ έχει προταθεί η άποψη ότι η ολική χρήση της λέξης κύριος αντί του Τετραγράμματου στο κείμενο της Μετάφρασης των Ο' ήταν πρωτίστως έργο χριστιανών γραμματέων[203].
Αυτή η αλλαγή που παρατηρείται από τα αρχαιότερα προς τα νεότερα χειρόγραφα, η οποία καταλήγει τελικά στην αντικατάσταση του Τετραγράμματου με τον όρο Κύριος, αποτέλεσε απομάκρυνση από την αρχική μορφή του κειμένου της μετάφρασης των Εβδομήκοντα. Μάλιστα ο Ωριγένης, σχολιάζοντας το εδάφιο Ψαλμός 2:2, έγραψε για τη μετάφραση των Εβδομήκοντα: «Στα πιο ακριβή χειρόγραφα ΤΟ ΟΝΟΜΑ εμφανίζεται με εβραϊκούς χαρακτήρες, όχι όμως με σημερινούς εβραϊκούς [χαρακτήρες], αλλά με τους πιο αρχαίους»[204]. Παρόμοια άποψη διατυπώνει και ο Ιερώνυμος[205]. Είναι σαφές ότι κατά τον Ωριγένη και τον Ιερώνυμο τα ελληνικά χειρόγραφα που περιείχαν το Τετραγράμματο με παλαιοεβραϊκούς χαρακτήρες ήταν τα καλύτερα αντίγραφα της μετάφρασης των Εβδομήκοντα. Μάλιστα, η μεταγραμματισμένη μορφή ΙΑΩ εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται τον 3ο αιώνα από Χριστιανούς και μη, όπως φανερώνεται επί παραδείγματι στα κείμενα του Ωριγένη αλλά και του ιστορικού Διόδωρου Σικελιώτη[206], ακόμη και κατά τον 6ο αιώνα, όπως φαίνεται από τον Μαρκαλιανό κώδικα (codex Marchalianus)[207]. Ο George Howard σχολιάζει ότι καθώς σε κανένα από τα προχριστιανικά αντίγραφα της μετάφρασης στων Εβδομήκοντα δεν μεταφράζεται το Τετραγράμματο ως Κύριος, «μπορούμε να πούμε πλέον με σχετική βεβαιότητα ότι επρόκειτο για ιουδαϊκή πρακτική πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την περίοδο της Καινής Διαθήκης να γράφεται το θεϊκό όνομα με παλαιοεβραϊκούς ή τετράγωνους αραμαϊκούς χαρακτήρες ή με μεταγραφή απευθείας στο ελληνικό Βιβλικό κείμενο», γεγονός που «παρουσιάζει χτυπητή αντίθεση με τα χριστιανικά αντίγραφα της μετάφρασης τον Εβδομήκοντα και τις παραθέσεις από εκείνη στην Καινή Διαθήκη όπου μεταφράζει το Τετραγράμματο ως κύριος ή θεός»[208].
Σε αντίθεση με την παραπάνω εκδοχή, έχει προταθεί από ερευνητές ότι η μετάφραση των Ο' ξεκίνησε με τη χρήση του Κύριος από τα πρώτα της βήματα[209] αντί του Τετραγράμματου, σε ένα ενδιάμεσο σταθμό αντικαταστάθηκε με τον παλαιστινιακό αρχαϊσμό του Τετραγράμματου με εβραϊκούς χαρακτήρες και πιθανώς ως τελευταίο στάδιο εμφανίστηκε η μορφή ΙΑΩ, το οποίο χρησιμοποιήθηκε και από μεταγενέστερους συγγραφείς όπως ο Ωριγένης και ο Ιερώνυμος. Ο ισχυρισμός ότι οι προαναφερθέντες αρχαίοι συγγραφείς ισχυρίζονταν ότι οι Ο' χρησιμοποιούσαν εξαρχής το Τετραγράμματο[210] δεν γίνεται αποδεκτός από άλλους αφού θεωρείται πως οι αναφορές αυτές αφορούσαν μόνο τα χειρόγραφα που εκείνοι είχαν στα χέρια τους[211]. Το Κύριος δεν χρησιμοποιήθηκε μόνο ως υποκατάστατο ή μετάφραση του Τετραγράμματου αλλά και άλλων εβραϊκών τίτλων για τον Θεό και μάλιστα αποτέλεσε τη λέξη που κατ' εξοχήν αντικατέστησε το θεϊκό όνομα[212]. Όσον αφορά τη φράση του Ωριγένη περί των αρχαιότερων χειρογράφων, ο Albert Pietersma προβάλει την άποψη ότι η φράση αυτή που αναφέρεται στα χειρόγραφα, δεν μας βεβαιώνει και για το γεγονός ότι ο Ωριγένης θεωρούσε επίσης αυθεντική και ακριβή τη χρήση του Τετραγράμματου[213].
Σύμφωνα με τον Bruce Metzger, οι αφοσιωμένοι ελληνιστές Ιουδαίοι γραμματείς είχαν τόσο ισχυρή επιθυμία να διατηρήσουν ανέπαφο το ιερό όνομα του Θεού ώστε όταν μετέφραζαν τις Εβραϊκές Γραφές στην Ελληνική αντέγραφαν ακριβώς τα τέσσερα γράμματα εν μέσω του ελληνικού κειμένου[214]. Εντούτοις, δεν υπάρχει συμφωνία των ειδικών στο αν η όποια παρουσία του Τετραγράμματου στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα ήταν η αρχική πρακτική[215] ή αν χρησιμοποιούνταν εξ αρχής το Κύριος και το Τετραγράμματο αποτελεί αρχαϊσμό της ρωμαϊκής εποχής[216] ενώ αποτελεί γεγονός ότι παγιώθηκε μεταξύ των ελληνόφωνων Ιουδαίων η παράδοση ή συνήθεια να αντικαθιστούν κατά τη δημόσια ανάγνωση των Γραφών το Τετραγράμματο με τη λέξη Κύριος, ενώ οι εβραιόφωνοι αντίστοιχα με τη λέξη Αδωνάι (Κύριος)[217]. Επίσης, για κάποιους ερευνητές, οι απόψεις περί αντικατάστασης του Τετραγράμματου με το Κύριος από χριστιανούς αντιγραφείς, δεν εξηγούν για ποιον λόγο δεν διόρθωσαν και τη λέξη "Δεσπότης" που χρησιμοποίησε ο Ιώσηπος, βάζοντας επίσης στη θέση του το Κύριος[218], μια που το δεσπότης αποδίδει το Τετραγράμματο μολονότι σπανιότατα στους Ο'[219] (εμφανίζεται μία μόνο φορά στο Ιερ. 15:11, και άλλες 20 φορές περίπου με τη μορφή "δέσποτα κύριε" ή κύριος ο δεσπότης), καθώς η αρχική επιλογή των μεταφραστών εικάζεται ότι ήταν το Κύριος αντί του δεσπότης[220] που, όπως φαίνεται από τη χρήση του σε μεταγενέστερα έργα, αποτελεί παρείσφρηση της ελληνιστικής εποχής[221].
Είναι γεγονός ότι ενώ το Τετραγράμματο αποτελούσε για τους Ιουδαίους το υψηλό, άγιο και μεγαλειώδες όνομα του Θεού, σταδιακά οι Ιουδαίοι της Διασποράς άρχισαν να θεωρούν τον όρο Κύριος όχι απλά έναν τίτλο αλλά ένα πλήρες όνομα για τον Θεό. Εντούτοις, η λέξη Κύριος δεν αποτέλεσε συνώνυμο του Τετραγράμματου αλλά ένα «ερμηνευτικό ισοδύναμο» του θεϊκού ονόματος[222], έναν "τίτλο" που χρησιμοποιούταν για την «αναφορά στον Θεό χωρίς να ειπωθεί το όνομά Του»[223]. Αυτό συμβαίνει καθώς ο όρος κύριος είναι δυνατόν να χρησιμοποιείται τόσο για τις ανθρώπινες εξουσίες όσο και για τον Θεό, σε αντίθεση με το Τετραγράμματο που αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στον Θεό. Στην Αγία Γραφή ο όρος κύριος χρησιμοποιείται αναφορικά με ψεύτικους θεούς, ανθρώπους που κατέχουν κάτι, σε ανθρώπους που έχουν εξουσία επάνω σε άλλους, στην κεφαλή της οικογένειας, κ.ο.κ.[224]. Παρ' όλ' αυτά όμως, αν θεωρήσουμε ότι ο Απόστολος Παύλος ακολούθησε την παράδοση της Διασποράς και αφαίρεσε το Τετραγράμματο από τις παραθέσεις που το περιείχαν στις Εβραϊκές Γραφές, για εκείνον "το 'Κύριος' αποτελεί τη λέξη που χρησιμοποιεί για το εβραϊκό Γιαχβέ"[225], αν και κατά βάση χρησιμοποιεί στις επιστολές του τον όρο Κύριος αναφερόμενος στον Ιησού Χριστό[226].
Εντούτοις, οι ερευνητές διαφωνούν επί του ζητήματος και αρκετοί θεωρούν ότι το Κύριος αποτελούσε όντως θεϊκό όνομα[227]. Η πρακτική, που επήλθε πρώτα από τους Ιουδαίους της Διασποράς, της αντικατάστασης του Τετραγράμματου με τον όρο Κύριος γίνεται φανερή στα έργα του Φίλωνα, του Ιώσηπου, και του βιβλίου της Σοφίας Σολομώντος[228] τα οποία δεν κάνουν χρήση του εβραϊκού Τετραγράμματου αλλά χρησιμοποιούν στη θέση του τους όρους Κύριος ή Δεσπότης[229].
Στη συλλογή των Παπύρων Φουάντ της μετάφρασης των Εβδομήκοντα το θείο όνομα εμφανίζεται στο βιβλίο του Δευτερονομίου σε διάφορα σημεία, γραμμένο με τετράγωνους εβραϊκούς χαρακτήρες μέσα στο ελληνικό κείμενο. Είναι ενδιαφέρον ότι το Τετραγράμματο εμφανίζεται και στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα την οποία περιέχει το εξάστηλο έργο του Ωριγένη Εξαπλά, που ολοκληρώθηκε γύρω στο 245 ΚΧ. Η Διεθνής Στερεότυπη Εγκυκλοπαίδεια της Αγία Γραφής[230] σχολιάζει αναφορικά με την ελληνική μετάφραση του Ακύλα της Παλαιάς Διαθήκης, η οποία χρονολογείται στις αρχές του 2ου αιώνα Κ.Χ., ότι «το Θεϊκό Όνομα (το Τετραγράμματο, ΓΧΒΧ) δεν μεταφράστηκε αλλά είναι γραμμένο με αρχαίους εβραϊκούς χαρακτήρες». Σχετικά με το ζήτημα αυτό, το Νέο Διεθνές Λεξικό της Θεολογίας της Καινής Διαθήκης (The New International Dictionary of New Testament Theology) αναφέρει στο λήμμα "Κύριος" αναφορικά με τη χρήση του στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο') της Παλαιάς Διαθήκης: «Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων (περίπου 6.156), όμως, η λέξη κύριος αντικαθιστά το εβραϊκό κύριο όνομα του Θεού, το τετραγράμματο ΓΧΒΧ. Έτσι, η Μετάφραση των Ο' ενίσχυσε την τάση να αποφεύγεται η προφορά του ονόματος του Θεού και τελικά να αποφεύγεται εντελώς η χρήση του».
Όσον αφορά τις παραθέσεις της Παλαιάς Διαθήκης που βρίσκονται στα σωζόμενα χειρόγραφα του κειμένου της Καινής Διαθήκης, και το κατά πόσο τα αντίγραφα της Μετάφρασης των Εβδομήκοντα κατά την περίοδο της συγγραφής της Καινής Διαθήκης περιείχαν το Τετραγράμματο ή όχι αποτελεί «υπερβολικά πολύπλοκο» ζήτημα, το οποίο μακράν απέχει από την οριστική διευκρίνησή του[231]. Κάποιοι λόγιοι, όπως ο George Howard, θεωρούν ότι στα πρωτότυπα αυτόγραφα της Καινής Διαθήκης οι θεόπνευστοι συγγραφείς τους περιέλαβαν το θεϊκό όνομα[232]. Αρκετοί όμως μελετητές ασκούν κριτική στις απόψεις αυτές[233].
Αν και έχει διασωθεί μέρος του Τετραγράμματου, όχι ως αυτούσιο το όνομα του θεού, αλλά μέσα σε μεταγραφές εβραϊκών ονομάτων όπως «Ιησούς», «Ιωάννης» ή «Βαρ-ιησούς» και σε όρους όπως «Αλληλούια», ο οποίος θεωρείται ότι παρατίθεται στην Καινή Διαθήκη και μεταφρασμένος[234] ως "αινείτε τον Θεόν"[235], εντούτοις είναι γεγονός ότι το Τετραγράμματο δεν εμφανίζεται σε κανένα από τα υπάρχοντα χειρόγραφα της Καινής Διαθήκης, σε οποιαδήποτε μορφή, σε οποιοδήποτε σημείο του κειμένου της[236].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.