Ιρλανδός ποιητής, συγγραφέας, συνθέτης και μουσικός (1779–1852) From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Τόμας Μουρ (αγγλικά: Thomas Moore) (28 Μαΐου 1779 - 25 Φεβρουαρίου 1852) ήταν Ιρλανδός ποιητής της ρομαντικής περιόδου, συγγραφέας, μεταφραστής, συνθέτης και μουσικός. Ήταν στενός φίλος του Λόρδου Μπάιρον και του Πέρσι Σέλλεϋ.[17]
Τόμας Μουρ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Thomas Moore (Αγγλικά) |
Γέννηση | 28 Μαΐου 1779 (unspecified calendar, assumed Gregorian)[1][2][3] Δουβλίνο[1][4][3] |
Θάνατος | 25 Φεβρουαρίου 1852 (unspecified calendar, assumed Gregorian)[5][3][6] Sloperton Cottage[7][8][9] |
Τόπος ταφής | Bromham[6] |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας[10] Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας[10] |
Θρησκεία | Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά[11][10][12] Γαλλικά[13] |
Σπουδές | Πανεπιστήμιο του Δουβλίνου |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ποιητής[14][15][12] τραγουδοποιός |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Elizabeth Dyke[16] |
Γονείς | Τζον Μουρ[16] και Anastasia Codd[16] |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | Τάγμα της Αξίας για τις Τέχνες και Επιστήμες |
Σχετικά πολυμέσα | |
Το σημαντικότερο ποιητικό του έργο είναι οι Ιρλανδικές Μελωδίες, που προκάλεσε συμπάθεια και υποστήριξη στους Ιρλανδούς εθνικιστές και παραμένει εξαιρετικά δημοφιλές στην Ιρλανδία και την Αγγλία μέχρι σήμερα. Αναφέρεται συχνά ως ο εθνικός ποιητής της Ιρλανδίας. Ο Μουρ υπήρξε ένθερμος φιλέλληνας, τάχθηκε υπέρ του Ελληνικού Αγώνα για την ανεξαρτησία και ήταν ένα από τα πρώτα 50 μέλη της Φιλελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου. [18]
Ο Τόμας Μουρ γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1779. Ο πατέρας του καταγόταν από καθολική, ιρλανδόφωνη οικογένεια από μια περιοχή Γκέλταχτ στην κομητεία Κέρι, στα νοτιοδυτικά της επαρχίας Μάνστερ της Ιρλανδίας. Ήταν γιος εμπόρου κρασιού και μεγάλωσε πάνω από το κατάστημα των γονιών του στο Δουβλίνο. Ο Μουρ έδειξε από νωρίς ενδιαφέρον για τη μουσική και το θέατρο, ανεβάζοντας μουσικά έργα με φίλους του με την ελπίδα να γίνει ηθοποιός. Από το 1795 φοίτησε στο Τρίνιτι Κόλετζ του Δουβλίνου, αποφοίτησε το 1799 και στη συνέχεια σπούδασε νομικά στο Λονδίνο. [19]
Οι μεταφράσεις του Μουρ έργων του Ανακρέοντα, που υμνούσαν το κρασί, τις γυναίκες και το τραγούδι, εκδόθηκαν το 1800 με αφιέρωση στον Πρίγκιπα της Ουαλίας. Η γνωριμία του με τον μελλοντικό βασιλιά Γεώργιο Δ' ήταν ένα από τα κορυφαία σημεία στη ζωή του και οδήγησε στην είσοδό του στους αριστοκρατικούς και λογοτεχνικούς κύκλους στο Λονδίνο, μια επιτυχία που οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ταλέντο του ως τραγουδιστής και συνθέτης. Εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή το 1801 με το ψευδώνυμο Τόμας Λιτλ. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του, το 1803 ανέλαβε κυβερνητική θέση στις Βερμούδες. Βρήκε τη ζωή στις Βερμούδες βαρετή και μετά από έξι μήνες διόρισε αναπληρωτή και έφυγε για μια εκτεταμένη περιοδεία στη Βόρεια Αμερική. Όπως και στο Λονδίνο, ο Μουρ εξασφάλισε σχέσεις με την υψηλή κοινωνία στις Ηνωμένες Πολιτείες, γνωρίζοντας και τον Πρόεδρο Τόμας Τζέφερσον. Τις εμπειρίες αυτών των ταξιδιών κατέγραψε στο έργο του Επιστολές, Ωδές και άλλα ποιήματα, όπου κατακρίνει τους Αμερικανούς για την υπεράσπιση της δουλείας. Για να επιστρέψει στην Αγγλία το συντομότερο δυνατό, ανέθεσε τα καθήκοντά του στις Βερμούδες σε αναπληρωτή και επέστρεψε στο Λονδίνο.[20]
Το 1811 παντρεύτηκε την ηθοποιό Ελίζαμπεθ Ντάικ, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά. Αν και κέρδιζε αρκετά από τα έργα του, αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες λόγω του πολυτελούς τρόπου ζωής του. Η κατάστασή του έγινε πιο δύσκολη από τη σημαντική υπεξαίρεση του αναπληρωτή του στο εξωτερικό, για την οποία ο Μουρ θεωρήθηκε υπεύθυνος. Για να γλυτώσει τη φυλάκιση για χρέη, το 1819 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αγγλία.
Ο Μουρ εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και παρέμεινε εκεί μέχρι το 1822, όταν πληρώθηκαν όλα τα χρέη του. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου υπήρξαν επανειλημμένες συναντήσεις με τον Λόρδο Μπάιρον, με τον οποίο γνωρίζονταν από καιρό. Στη Βενετία τον Οκτώβριο του 1819, ο Μουρ είδε τον Μπάιρον για τελευταία φορά, ο οποίος του εμπιστεύτηκε ένα χειρόγραφο με τα απομνημονεύματά του. Μετά τον θάνατο του Μπάιρον το 1824, ο Μουρ ορίστηκε διαχειριστής της λογοτεχνικής περιουσίας του. Έτσι, φρόντιζε τα αδημοσίευτα ακόμη απομνημονεύματά του, τα οποία κατέστρεψε κατόπιν εντολής των εκτελεστών της διαθήκης, πιθανώς για να προστατεύσουν την υστεροφημία του Βύρωνα, γεγονός για το οποίο αργότερα κατηγορήθηκε, αν και δεν έφερε ο ίδιος αποκλειστικά την ευθύνη. Το 1830, βασισμένος σε αυτά τα απομνημονεύματα, ο Μουρ έγραψε τις Επιστολές και ημερολόγια του Λόρδου Μπάιρον, όπου συμπεριέλαβε μια βιογραφία του Λόρδου Μπάιρον.[21]
Μετά την επιστροφή του στην Αγγλία, ο Μουρ εγκαταστάθηκε στο Σλόπερτον Κότατζ κοντά στο Μπρόχαμ στη νοτιοδυτική Αγγλία και από τότε αφοσιώθηκε στη συγγραφή και την ποίηση. Έγραψε μυθιστορήματα, μπαλάντες, ποιητικές συλλογές, ιστορικά έργα και βιογραφίες που γνώρισαν μεγάλη δημοτικότητα αλλά και χιουμοριστικά, πολιτικά σχόλια υπέρ της παράταξης των Ουίγων. Έλαβε κρατική σύνταξη, η οποία τον προστάτευσε από περαιτέρω οικονομικές δυσκολίες σε όλη του τη ζωή. Ωστόσο, στην ιδιωτική του ζωή είχε βαριές προσωπικές απώλειες καθώς τα πέντε παιδιά του πέθαναν όσο ζούσε. Αργότερα υπέστη εγκεφαλικό, το οποίο τον εμπόδισε να κάνει οποιαδήποτε δημόσια εμφάνιση. Πέθανε το 1852 και ενταφιάστηκε στην κρύπτη της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στο Μπρόχαμ.
Το σημαντικότερο ποιητικό του έργο είναι οι Ιρλανδικές Μελωδίες (1807–34), ένα σύνολο 130 ποιημάτων, που απεικονίζουν την Ιρλανδία με ένα αρμονικό, ρομαντικό φως, μακριά από τη βία και τις πολιτικές συγκρούσεις της εποχής, σε μουσική του Μουρ και του σερ Τζον Στίβενσον που αρχικά παίχτηκαν για την αριστοκρατία του Λονδίνου. Ο Μουρ έκανε τις μπαλάντες ακόμα πιο δημοφιλείς περιοδεύοντας στην Αγγλία και την Ιρλανδία και ερμηνεύοντάς τις υπό τη δική του συνοδεία πιάνου.
Το Λάλα Ρουκ (1817), ένα αφηγηματικό ποίημα που τοποθετείται (κατόπιν συμβουλής του Μπάιρον) σε ατμόσφαιρα ανατολίτικης μεγαλοπρέπειας, καθιέρωσε τη φήμη του μεταξύ των συγχρόνων του, ισάξια με του Μπάιρον και του Γουότερ Σκοτ. Ήταν ίσως το πιο μεταφρασμένο ποίημα της εποχής του και κέρδισε το υψηλότερο τίμημα που πλήρωσε Άγγλος εκδότης της εποχής για ένα ποίημα (£3.000). [22]
Τα πολλά σατιρικά έργα του Μουρ, όπως Η οικογένεια των Φουτζ στο Παρίσι (1818), απεικονίζουν την πολιτική και τα ήθη της εποχής.
Η δια βίου δέσμευση του Μουρ με τον Καθολικισμό τον οδήγησε να γράψει σημαντικά έργα όπως η παρωδία για την αγροτική εξέγερση Τα Απομνημονεύματα του κάπτεν Ροκ (1824) και η τολμηρή βιογραφία του για τον επαναστάτη ηγέτη της εξέγερσης του 1798 Η ζωή και ο θάνατος του λόρδου Έντουαρντ Φιτζέραλντ (1831).
Ποιήματα του Τόμας Μουρ έχουν μελοποιηθεί από αρκετούς συνθέτες, μεταξύ των οποίων οι Μπετόβεν, Σούμπερτ, Γκασπάρε Σποντίνι, Εκτόρ Μπερλιόζ, Τσαρλς Άιβς και Ουίλιαμ Μπόλκομ.[23]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.