η περιόδος της στρατιωτικής δικτατορίας 1967-1974 στην Ελλάδα From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Ελλάδα από τον Απρίλιο του 1967 μέχρι τον Ιούλιο του 1974 κυβερνήθηκε από στρατιωτική δικτατορία που επιβλήθηκε με στρατιωτικό πραξικόπημα στις 21 Απριλίου 1967, γι' αυτό και ονομάζεται και «Δικτατορία της 21ης Απριλίου» και οι ηγέτες της «Απριλιανοί». Η περίοδος της δικτατορικής διακυβέρνησης διήρκησε μέχρι τις 23 Ιουλίου 1974, δηλαδή επτά χρόνια, εξ ου και η περίοδος αυτή αποκαλείται «επταετία». Οι πραξικοπηματίες την αποκαλούσαν «Επάνασταση της 21ης Απριλίου».
Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται. |
Τον Οκτώβριο του 1967 ξεκίνησε να χρησιμοποιείται για το δικτατορικό καθεστώς ο ισπανικός όρος «χούντα», που είχε εισαχθεί στον ελληνικό δημόσιο λόγο από το 1965 για να περιγράψει ομάδες που απεργάζονταν αντιδημοκρατικά σχέδια και η χρήση του οποίου για τη δικτατορία διαδόθηκε ευρέως.[1][2] Την εξουσία ασκούσε άμεσα ή έμμεσα κυρίως μία ομάδα πραξικοπηματιών συνταγματαρχών, από τους οποίους το καθεστώς ονομάστηκε και «Χούντα των Συνταγματαρχών» ή «Δικτατορία των Συνταγματαρχών».
Στη διάρκεια της επταετίας σχηματίστηκαν τέσσερις δικτατορικές κυβερνήσεις: η Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Κόλλια 1967, η Κυβέρνηση Γεωργίου Παπαδόπουλου 1967, η Κυβέρνηση Σπύρου Μαρκεζίνη 1973, η Κυβέρνηση Αδαμαντίου Ανδρουτσόπουλου 1973.
Ο Αντιδικτατορικός αγώνας έλαβε χώρα κατά την επταετία και είχε ως κορυφαίες στιγμές την απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου το 1968 από τον Αλέκο Παναγούλη, το Κίνημα του Ναυτικού τον Μάιο του 1973 υπό την ηγεσία του Νίκου Παππά και τη φοιτητική Εξέγερση του Πολυτεχνείου, επίσης το 1973. Μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 και τη βίαιη καταστολή της, ένα νέο πραξικόπημα υπό τον Ιωαννίδη ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο, ισχυρό άνδρα του καθεστώτος έως τότε.
Κατά την επταετία η χώρα γνώρισε οικονομική αύξηση,[3][4][5][6][7] μερικές επενδύσεις και μερικά δημόσια έργα που πραγματοποιήθηκαν ως προπαγάνδα για την εμπιστοσύνη του λαού, βασανιστήρια - καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διώξεις,[8] εμπορικό έλλειμμα, καθώς και κακές σχέσεις με τις περισσότερες δημοκρατικές χώρες πλην των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.
Στις 24 Ιουλίου 1974, αδυνατώντας η τελευταία κυβέρνηση να αντιμετωπίσει την Τούρκικη Εισβολή στην Κύπρο, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης, προσκάλεσε από το εξωτερικό και διόρισε πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ο οποίος και σχημάτισε την λεγόμενη Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και δρομολόγησε την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Η ελληνική δικτατορία 1967-1974 θεωρείται διεθνώς ένα ακόμα επεισόδιο του Ψυχρού Πολέμου, στην αντιπαράθεση μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η προσπάθεια της Σοβιετικής Ένωσης να προσεταιριστεί έθνη στην πολιτική σφαίρα επιρροής της, ενισχύοντας φιλοσοβιετικές και φιλοκομμουνιστικές ομάδες, συχνά οδηγούσε σε αντίδραση από τη μεριά των Δυτικών και κυρίως των Αμερικανών που ήταν επικεφαλής του δυτικού συνασπισμού σε όμοιες αντίστοιχες ενέργειες.[9]
Στο εσωτερικό των χωρών, στις πιο βίαιες περιπτώσεις, αυτή η μάχη κατέληγε είτε σε πλήρη επικράτηση των κομμουνιστών, όπως στο Βιετνάμ/Καμπότζη, ή σε στρατιωτική δικτατορία των πιο ακραίων δυτικόφιλων εθνικιστών (Χιλή, Αργεντινή). Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως και στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, οι στρατιωτικοί ανέλαβαν να αντιμετωπίσουν αυτό που εκλάμβαναν ως κομμουνιστικό κίνδυνο με περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών και εγκαθίδρυση δικτατοριών. Σε αυτήν την δράση τους είχαν συχνά την σιωπηρή ανοχή έως και σε μερικές περιπτώσεις, την ανοιχτή συμπαράσταση της Δύσης, και κυρίως των ΗΠΑ, μέχρι ακόμα και την ωμή παρέμβαση της CIA και των παραγόντων της.[10]
Κατά τον Σάμιουελ Χάντιγκτον η ελληνική δικτατορία δεν πρέπει να αναλύεται ως ένα μεμονωμένο γεγονός αλλά ως μέρος ενός παγκόσμιου παιχνιδιού, μέρος ενός κύματος δικτατοριών. Όπως εξηγεί ο συγγραφέας στο βιβλίο The Third Wave, με πολλές αναφορές στην ελληνική δικτατορία και μεταπολίτευση, ο κόσμος έχει περάσει τρία κύματα αποσταθεροποίησης και δημοκρατικοποίησης.[11] Η Ελλάδα βρέθηκε στο τρίτο κύμα εκδημοκρατισμού, την περίοδο του 70-80 μαζί με άλλες χώρες όπως οι προαναφερθείσες Ισπανία, Πορτογαλία αλλά και οι Βραζιλία, Παναμάς, Γρενάδα κ.ά.
Με την απελευθέρωση της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα, ξεκίνησε εμφύλιος πόλεμος (1946-1949) μεταξύ των κομμουνιστικών δυνάμεων ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του εθνικού στρατού, που είχε την άμεση υποστήριξη των Άγγλων και Αμερικανών. Με την παράδοση των όπλων από πλευράς των κομμουνιστών, άρχισε να συντηρείται από τις ελληνικές κυβερνήσεις κλίμα κατάστασης έκτακτης ανάγκης για τυχόν κομμουνιστική επανάσταση. Επιπλέον, έως το 1961, με ευθύνη και πρωτοβουλία της κυβέρνησης Καραμανλή, δημιουργήθηκε μηχανισμός ελέγχου του Τύπου και της πληροφόρησης, με σκοπό τη στήριξη ενός ουσιαστικά αυταρχικού καθεστώτος. Ο μηχανισμός αυτός αποτελείτο από στρατιωτικούς και Έλληνες και ξένους δημοσιογράφους, οι μισθοί των οποίων καλύπτονταν από μυστικά κονδύλια της Γενικής Διεύθυνσης Τύπου και Πληροφοριών (ΓΔΤΠ) και της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ). Οι αξιωματικοί που αποτελούσαν το μηχανισμό αυτό αξιοποίησαν αργότερα την εμπειρία τους επιβάλλοντας τη δικτατορία.[12]
Ήδη από την περίοδο 1954-7 οι ΗΠΑ είχαν αρχίσει να ανησυχούν για τη δημοφιλία τους στην Ελλάδα, ειδικά όσον αφορά τις επιδιώξεις της δεύτερης ως προς το κυπριακό ζήτημα. Η κορύφωση ήρθε τα έτη 1965-7 οπότε εκτιμούσαν ότι η διαφαινόμενη επανεκλογή Παπανδρέου θα επηρέαζε την επιρροή τους σε τέτοιο βαθμό που σύμφωνα με έγγραφο της πρεσβείας έπρεπε να «αποφευχθεί, ει δυνατόν χωρίς άμεση και ανοιχτή αντιπαράθεση».[13] Μέσα στον στρατό υπήρχε παράνομη οργάνωση αξιωματικών, με το όνομα ΙΔΕΑ, που είχε σχέδιο πραξικοπήματος. Στον ΙΔΕΑ, δρούσε ο αξιωματικός Γεώργιος Παπαδόπουλος, ως υφιστάμενος του στρατηγού Νάτσινα. Οι μηχανισμοί αυτοί, ενεργοποιήθηκαν, ή μάλλον πήραν την εντολή να ενεργοποιηθούν, από τον Τζον Μόρι, πράκτορα της CIA στην Αθήνα, κατ' αρχήν για την ανατροπή της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου, στη συνέχεια όμως με κύριο στόχο την επιβολή πραξικοπηματικής κυβέρνησης, αποτελούμενης μόνο από στρατιωτικούς.
Τον Ιούλιο του 1965 σημειώθηκε σοβαρό ρήγμα στις τάξεις του κυβερνώντος κόμματος Ένωση Κέντρου, γνωστό στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας με τον όρο Αποστασία του 1965 ή Ιουλιανά. Αφορμή υπήρξε η απόφαση του Γεωργίου Παπανδρέου να αντικαταστήσει τον Πέτρο Γαρουφαλιά από το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης και η άρνηση του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου Β΄ να υπογράψει το σχετικό διάταγμα, αν ο διάδοχος του Γαρουφαλιά δεν απολάμβανε της απόλυτης εμπιστοσύνης του[14] (υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ).
Ο Γ. Παπανδρέου αναγκάστηκε από τον Κωνσταντίνο να παραιτηθεί στις 15 Ιουλίου 1965. Από εκείνη την ημέρα και μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου του 1966, ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να σχηματίσει κυβερνήσεις με τη συμμετοχή κατά διαστήματα 48 βουλευτών της παράταξης Ένωση Κέντρου (αποστατών) που εγκατέλειψαν τον Γεώργιο Παπανδρέου. Ο όρος «Αποστασία» προήλθε από τον χαρακτηρισμό αποστάτες που αποδόθηκε στους βουλευτές της Ένωσης Κέντρου που, υπό την προτροπή του επίσης βουλευτή της Ένωσης Κέντρου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη,[14] πήραν μέρος ή έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στις κυβερνήσεις της περιόδου αυτής. Ο Κωνσταντίνος αρχικά διόρισε πρωθυπουργό τον Γεώργιο Αθανασιάδη - Νόβα με υπουργούς αποστάτες βουλευτές την Ένωσης Κέντρου. Η νέα κυβέρνηση όμως δεν είχε πλειοψηφία στη Βουλή, οπότε σχηματίστηκε άλλη κυβέρνηση υπό τον Ηλία Τσιριμώκο. Όλη η περίοδος που ακολούθησε την αποπομπή της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου χαρακτηρίζεται γενικότερα ως περίοδος πολιτικής ανωμαλίας.[14]
Η σύγκρουση είχε και οικονομικά αίτια: Όταν η Ένωση Κέντρου ανήλθε στην εξουσία, ο Παπανδρέου είχε επιβάλει στον εκατομμυριούχο μεγαλοεπενδυτή Τομ Πάπας την επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων για τα διυλιστήρια της ESSO (της σημερινής ΕΚΟ). «Ο Πάπας αντέδρασε και πίεζε την ελληνική κυβέρνηση, μέσω των διασυνδέσεων που είχε με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, να σταματήσει τις «σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις»».[εκκρεμεί παραπομπή] Τελικά το φθινόπωρο του 1964, η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου υποχρέωσε τον Τομ Πάπας να υπογράψει νέα σύμβαση με την ESSO PAPAS, καταργώντας τα περισσότερα από τα μονοπώλια που είχε». Η CIA, και η πολυεθνική Esso, δεν υποχώρησαν αλλά υπονόμευαν την κυβέρνηση Παπανδρέου.
Στο βιβλίο που έγραψε ο Μακάριος Δρουσιώτης,[15] αναφέρει: «... ο Τομ Πάπας ήταν αυτός που συνέδραμε οικονομικά για την εξαγορά των βουλευτών που είχαν αποστατήσει από την Ένωση Κέντρου. Ο Λευτέρης Βόδενας συνεργάτης του τότε εκδότη των εφημερίδων «Μακεδονία» και «Θεσσαλονίκη» ο οποίος είχε ενεργό συμμετοχή στην ανατροπή του Παπανδρέου, αφηγείται στο βιβλίο του Χρίστου Χριστοδούλου «Ο εκδότης Ιωάννης Βελλίδης»:
"... μια μέρα ανέβηκα στον 7ο όροφο της οδού Φιλελλήνων 1 και πήρα κάτι δέματα.... Τα πήρα από τα γραφεία της ESSΟ Πάπας που ήταν εκεί και τα κατέβασα στα γραφεία της "Μακεδονίας" που ήταν στο δεύτερο όροφο. Από κει πέρασαν κάποιοι βουλευτές και τα πήραν».
Στις 21 Απριλίου 1967, και ενώ είχαν προκηρυχθεί εκλογές για τις 28 Μαΐου, μια ομάδα αξιωματικών του στρατού, υπό την ηγεσία του ταξίαρχου Στυλιανού Παττακού και των συνταγματαρχών Γεωργίου Παπαδόπουλου και Νικόλαου Μακαρέζου κατέλαβε την εξουσία με πραξικόπημα.
Έχοντας εξασφαλίσει περίπου 100 τεθωρακισμένα στην περιοχή της πρωτεύουσας, οι πραξικοπηματίες κινήθηκαν τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου και κατέλαβαν αρχικά το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Στη συνέχεια έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο έκτακτης ανάγκης του ΝΑΤΟ με κωδικό Σχέδιο Προμηθεύς, με αποτέλεσμα να κινητοποιηθούν όλες οι στρατιωτικές μονάδες της Αττικής. Το συγκεκριμένο σχέδιο προορίζονταν για την αναγκαστική ανάληψη εξουσίας από το στρατό με σκοπό την εξουδετέρωση κομμουνιστικής εξέγερσης, σε περίπτωση που εισέβαλλαν στην Ελλάδα δυνάμεις του Σοβιετικού Στρατού.[16] Ο έμπιστος του βασιλιά αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού στρατηγός Γρηγόριος Σπαντιδάκης αντικαταστάθηκε από τον Οδυσσέα Αγγελή. Ο Αγγελής κάνοντας χρήση του νέου του αξιώματος έδωσε εντολή στο Γ΄ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη να εφαρμόσει το Σχέδιο Προμηθεύς σε όλη τη χώρα.
Η μοναδική προσπάθεια για να αντιμετωπιστεί εγκαίρως το πραξικόπημα ήταν από την πλευρά κυρίως του υπουργού Δημόσιας Τάξης Γεωργίου Ράλλη ο οποίος προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη για να κινητοποιήσει το Γ' Σώμα Στρατού (Θεσσαλονίκη). Δεν πρόλαβε, αφού το σχέδιο Προμηθεύς είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή με αποτέλεσμα ο ταξίαρχος Βιδάλης να αγνοήσει το σήμα του Ράλλη.[17]
Το Δεκέμβριο του 1967, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επιχείρησε αντικίνημα για την ανατροπή των πραξικοπηματιών, το οποίο όμως απέτυχε. Ο ίδιος και η οικογένειά του κατέφυγαν στην Ιταλία. Η Ελλάδα τυπικά παρέμεινε Βασιλευομένη Δημοκρατία, με τους στρατιωτικούς να ορίζουν αντιβασιλέα τον Γεώργιο Ζωιτάκη.
Οι Η.Π.Α. εφάρμοσαν την τακτική της realpolitik ως προς τις σχέσεις τους με το νέο καθεστώς. Έτειναν να αποδέχονται ως τετελεσμένο γεγονός τη δικτατορία επικαλούμενοι διάφορα εκλογικευτικά επιχειρήματα: ο απλός κόσμος της ελληνικής υπαίθρου και των αστικών κέντρων δεν έρχόταν σε ευθεία ρήξη με το καθεστώς. Γενικά η απουσία κάποιου ισχυρού αντιπολιτευτικού κινήματος στο εσωτερικό, η εκ μέρους της οικονομικής ολιγαρχίας του τόπου, υποστήριξης του καθεστώτος και οι διακηρύξεις της χούντας για την πρόωθηση μέτρων εκδημοκρατισμού λειτουργούσαν αποτρεπτικά για την αμερικανική πλευρά. Το κλειδί για την κατανόηση της αμερικανικής στάσης «βρίσκεται στο γεγονός της φιλοατλαντικής στάσης της ηγεσίας της χούντας».[18] Απαιτούσε λεπτό χειρισμό η δημόσια στάση που θα εκδήλωναν οι Η.Π.Α. με δεδομένη την αντίδραση της φιλελεύθερης πτέρυγας των Δημοκρατικών. Αρχικά ο Ντιν Ράσκ απέτρεψε την έκφραση λύπης της Ουάσινγκτον για το πραξικόπημα. Στη συνέχεια άσκησε διακριτική πίεση για την ασφάλεια του Ανδρέα Παπανδρέου. Δια μέσου του Αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα ασκήθηκε πίεση για την προώθηση, όχι άμεσα μα το ταχύτερο δυνατόν, ελευθεριών και, τέλος, ο ίδιος υιοθέτησε την πρόταση του Τάλμποτ να ανασταλεί η αποστολή βαρέων όπλων στο πλαίσιο του «Military Assistance Program».[19] Τον Ιούλιο του 1967 η αμερικανική πλευρά και συγκεκριμένα ο Ντιν Ράσκ, ο υπουργός των Εξωτερικών των Η.Π.Α., εισηγήθηκε την μερική άρση του αποκλεισμού αποστολής βαρέων όπλων, χωρίς να αρθεί πλήρως. Είχε προηγηθεί η συνεργασία του καθεστώτος στον Πόλεμο των Έξι Ημερών με το να επιτρέψει τη χρήση των αμερικανικών βάσεων στην Ελλάδα.[20] Όταν εκδηλώθηκε το κίνημα του βασιλιά Κωνσταντίνου οι Αμερικανοί κράτησαν ουδέτερη στάση, αν και σε επίπεδο κορυφής προσδοκούσαν στην επικράτηση του βασιλιά, με τις δικές του όμως δυνάμεις, και χωρίς τη δική τους βοήθεια. Η αποχώρησή του στο εξωτερικό δημιουργούσε στις Η.Π.Α. ένα ζήτημα: στερούνταν ένα βασικό επιχείρημα, λόγω της παρουσίας του για μη αναγνώριση του καθεστώτος. Τελικά, στις 23 Ιανουαρίου 1968 ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον έστειλε επιστολή στο καθεστώς της Αθήνας αποκαθιστώντας πλήρως τις μεταξύ τους σχέσεις.[21]
Αμέσως μετά την επιβολή του καθεστώτος πραγματοποιήθηκαν χιλιάδες συλλήψεις, συνήθως νύχτα και χωρίς εντάλματα. Τα πρόσωπα που συλλαμβάνονταν στην πλειονότητά τους εκτοπίστηκαν, άλλοι κρατήθηκαν στην ασφάλεια και ορισμένοι οδηγήθηκαν στα έκτακτα Στρατοδικεία. Η χούντα σε όλη τη διάρκειά της επέβαλε απηνή διωγμό εναντίον των πολιτικών της αντιπάλων και κυρίως των κομμουνιστών, ενεργοποιώντας και επεκτείνοντας όλο το αντικομμουνιστικό μετεμφυλιακά νομοθετικό πλαίσιο (νόμος 509 «περί ασφάλειας του κοινωνικού καθεστώτος» κ.λπ.). Κύριες μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι βασανιστές της Ασφάλειας ήταν: σωματική κακοποίηση, ξυλοδαρμός, φάλαγγα (βασανισμός με συνεχή ραβδισμό των πελμάτων των ποδιών), αυστηρή απομόνωση σε άθλιες συνθήκες, ηλεκτροσόκ (με τη συμμετοχή ιατρικού προσωπικού που υπηρετούσε τη χούντα), εκφοβισμός, ταπείνωση, εικονικές εκτελέσεις.[22][23][24][25][26]
Στα κτίρια της ΕΑΤ-ΕΣΑ (Ειδικό Ανακριτικό Τμήμα της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας στην περιοχή της σημερινής Πλατείας Ελευθερίας της Αθήνας) λάμβαναν χώρα βασανισμοί κατά τη διάρκεια ανακρίσεων και σύμφωνα με μαρτυρίες από τις στρατιωτικές δίκες, το δόγμα της ΕΣΑ ήταν "Φίλος ή σακάτης βγαίνει όποιος έρχεται εδώ μέσα"[27][28]. Ο Αλέξανδρος Παναγούλης ήταν ένα από τα πολλά πρόσωπα που βασανίστηκαν στα κτίρια της ΕΑΤ-EΣA[28][29], όπως και ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, οΒαγγέλης Λιάρος[30] και ο Σάκης Καράγιωργας. Χαρακτηριστικό για την βιαιότητα των βασανιστηρίων είναι το μαρτύριο του Σπύρου Μουστακλή, αξιωματικού του ελληνικού στρατού με αντιδικτατορική δράση, ο οποίος συνεπεία των βασανιστηρίων του ΕΑΤ-ΕΣΑ έμεινε παράλυτος και δεν κατάφερε ποτέ να ξαναμιλήσει.[31][32]
Πολλοί συλληφθέντες οδηγούνται στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, στη οδό Μπουμπουλίνας 18, στο άντρο των βασανιστών Μάλλιου, Μπάμπαλη και Λάμπρου. Εκεί ανακρίνονταν με συστηματική χρήση βασανιστηρίων χιλιάδες συλληφθέντες, όπως ο Περικλής Κοροβέσης και η Κίττυ Αρσένη[33]. Στη διαβόητη ¨Ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας¨ οδηγούνταν οι συλληφθέντες από την ασφάλεια της Χούντας και βασανίζονταν με τις πιο άγριες και απάνθρωπες μεθόδους. Η βιαιότητα των βασανιστηρίων ήταν τέτοια ώστε 22 άτομα πέθαναν κατά τη διάρκεια της κράτησης τους και άλλα 21 λίγες μέρες ή μέσα σε ένα χρόνο από τότε που αποφυλακίστηκαν.[23][24][25][26][34]
Εκατοντάδες πρόσωπα με αντιδικτατορική δράση βασανίστηκαν στα γραφεία και στα κελιά του κτιρίου της Ασφάλειας της λεωφόρου Μεσογείων 14-18 (Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας Αθηνών) καθώς και στις στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου και στα νταμάρια της Κυψέλης.[34][35][36][37]
Στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας έλαβαν χώρα πολλές διώξεις και βασανιστήρια αντιστασιακών με αποκορύφωμα, στις 9 Μαΐου 1968, τη δολοφονία - μετά από βασανιστήρια - από όργανα της ασφάλειας του Γιώργη Τσαρουχά (τ.βουλευτή, στελέχους του Κ.Κ.Ε. και επικεφαλής της οργάνωσης Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο (ΠΑΜ) Θεσσαλονίκης). Ο βασανισμός και η δολοφονία έγινε στο κτίριο της ΚΥΠ (Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών). Το κτίριο της ΚΥΠ Θεσσαλονίκης είχε μετατραπεί σε χώρο ανακρίσεων και βασανιστηρίων πολλών αντιφρονούντων πολιτών όπως η Ασπασία Καρρά και ο Αργύρης Μπάρας αλλά και αντιφρονούντων στρατιωτών. Ως μέσα βασανισμού χρησιμοποιούνταν η μαστίγωση με συρμάτινα μαστίγια, η φάλαγγα, οι εικονικές εκτελέσεις, τα χτυπήματα με σιδεροσωλήνες και ξύλινες ράβδους, το ηλεκτροσόκ κ.ά.[38][39][40] Στη Θεσσαλονίκη, επίσης, την παραμονή της Πρωτομαγιάς του 1971, ο φοιτητής της Οδοντιατρικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Νίκος Ρουκουνάκης αυτοπυρπολήθηκε στην πανεπιστημιούπολη Θεσσαλονίκης και έχασε τη ζωή του, ως έσχατη διαμαρτυρία κατά της Χούντας. Στις 24 Μαρτίου 1973 ο φοιτητής της στρατιωτικής σχολής Θεσσαλονίκης Γεώργιος Παπαγιάννης ρίφθηκε από ταράτσα πολυκατοικίας από αγνώστους και σκοτώθηκε ενώ οι δικτατορικές αρχές το παρουσίασαν ως αυτοκτονία.[41]
Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών απέστειλε διαμαρτυρία προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος για τα βασανιστήρια που λάμβαναν χώρα στην Ελλάδα.[42] Στα τέλη του 1968 ο Γ.Γ. του Παγκόσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, μετά από έκκληση της «οικουμενικής ομάδας» της πόλης Κρίφτελ της Δυτικής Γερμανίας, έστειλε προσωπικό και ανεπίσημο διάβημα προς τον χουντικό Ιερώνυμο, με το οποίο τον καλούσε να παρέμβει με σκοπό την αποτροπή των θανατικών εκτελέσεων των Ελευθέριου Βερυβάκη και Αλέξανδρου Παναγούλη. Ο Ιερώνυμος απάντησε χαρακτηρίζοντας την επιστολή αυτή, «παρέμβαση στα πολιτικά πράγματα της χώρας» και «επέμβαση υπέρ δολοφόνων».[43]. Ο Μητροπολίτης Σύρου Δωρόθεος Στέκας με σειρά επιστολών του ζητούσε από τον χουντικό Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο άδεια να επισκεφθεί τους εξόριστους στη Γυάρο αλλά και κατέθεσε πρόταση για την απελευθέρωση των εξορίστων του νησιού. Ο Ιερώνυμος όμως απέρριψε τα αιτήματα του Μητροπολίτη Δωρόθεου.[44]
Ο βασανισθείς στο ΕΑΤ-ΕΣΑ Περικλής Κοροβέσης κατέγραψε στο βιβλίο του «Ανθρωποφύλακες» τα βασανιστήρια και τις φυλακίσεις επί Χούντας. Το βιβλίο κυκλοφόρησε πρώτα το 1969 σε λίγα αντίτυπα στη Γενεύη κι έπειτα, μεταφρασμένο σε πολλές γλώσσες, φανέρωσε σε ολόκληρο τον κόσμο το πραγματικό πρόσωπο της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Βαρύνουσας σημασίας ήταν η κατάθεση του Περικλή Κοροβέση στο Συμβούλιο της Ευρώπης, το οποίο ήταν ο πρώτος διεθνής θεσμός στον οποίο αποκαλύφθηκε το απάνθρωπο πρόσωπο της δικτατορίας της 21ης Απριλίου.[45][46]
Στις 30 Ιανουαρίου 1969 η Συμβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης με 92 ψήφους καταδικάζει τη χούντα και εισηγείται στην Επιτροπή των υπουργών την εκδίωξη της Ελλάδας από το Συμβούλιο. Ήδη από το προηγούμενο έτος σειρά εκθέσεων του ειδικού εισηγητή του Συμβουλίου της Ευρώπης Μαξ βαν ντερ Στουλ, αλλά και της Διεθνούς Αμνηστίας, είχε προσκομίσει σαφείς αποδείξεις ότι το καθεστώς δεν σεβόταν τα ανθρώπινα δικαιώματα και ότι η Ασφάλεια και η Στρατιωτική Αστυνομία είχαν διαπράξει βασανιστήρια και καταστρατηγούσε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Η Χούντα, βέβαιη για την καταδίκη της, έσπευσε να αποχωρήσει από το Συμβούλιο, παραδεχόμενη εμμέσως τις καταθέσεις του Κοροβέση και των άλλων θυμάτων της που κατόρθωσαν να φτάσουν στο βήμα του Στρασβούργου. Ουσιαστικά επρόκειτο για αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης.[47][48][49][50]
Η καθαίρεση και σε ορισμένες περιπτώσεις φυλάκιση και εκτόπιση όλων των εκλεγμένων δημάρχων και κοινοταρχών της χώρας ήταν ένα από τα πρώτα μέτρα του δικτατορικού καθεστώτος. Σταδιακά άρχισε η αντικατάστασή τους με το διορισμό εγκαθέτων της χούντας στη θέση τους. Ο Αριστείδης Σκυλίτσης, που ορκίστηκε δήμαρχος Πειραιά στις 5 Αυγούστου, ήταν ο επιφανέστερος εξ αυτών. Έμεινε μάλιστα στην ιστορία και ως ο δημιουργός του εμβλήματος της χούντας[51].
Η εσωστρέφεια της πολιτικής ζωής τα χρόνια που προηγήθηκαν της δικτατορίας είχε ωθήσει στο περιθώριο όλα τα ζητήματα που σχετίζονταν με τη Συμφωνία Σύνδεσης Ελλάδος-ΕΟΚ, η οποία προέβλεπε τη μεθοδευμένη και σταδιακή ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή και απαιτούσε δραστικές προσαρμογές σε διοικητικούς μηχανισμούς, οικονομικούς θεσμούς και δομές της χώρας. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, μόνο οι υποχρεώσεις που είχαν σχέση με το μέρος της Συμφωνίας που αφορούσε την τελωνειακή ένωση εφαρμόστηκαν. Η Ελλάδα και η Κοινότητα προσκολλήθηκαν στα συμφωνημένα χρονοδιαγράμματα για την εξάλειψη των δασμών. Όλοι οι άλλοι όροι, όπως η αγροτική εναρμόνιση και η οικονομική βοήθεια, είχαν «παγώσει». Αυτή η επιλεκτική εφαρμογή της Συμφωνίας Σύνδεσης άλλαξε κατά έναν τρόπο την ισορροπία των μειονεκτημάτων και πλεονεκτημάτων υπέρ της Κοινότητας. Με τη δικτατορία, οι σχέσεις της Ελλάδος και της Ευρώπης περιήλθαν σε μια κατάσταση, όπως την αποκαλεί ο καθηγητής Πάνος Καζάκος, «ελεγχόμενης κρίσης».[52]
Το δικτατορικό καθεστώς εκμεταλλεύτηκε τους ήδη θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και επενδύοντας κυρίως σε τομείς όπως ο τουρισμός και οι ξένες επενδύσεις, καθώς και σε υδροηλεκτρικά έργα, κατασκευές δρόμων και άλλων.
Ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος σε άρθρο του το 1977 σημειώνει πως
... η βραχυχρόνια οικονομική πολιτική της 7ετίας αποδείχτηκε ανερμάτιστη και δυσπροσάρμοστη στις συγκυριακές εξελίξεις, η μακροχρόνια δε διέστρεψε την πολιτικής της οικονομικής αναπτύξεως, νόμισε ότι η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς να υπολογιστούν οι διαρθρωτικοί περιορισμοί της ελληνικής οικονομίας και ακολούθησε την ενθάρρυνση μη παραγωγικών επενδύσεων στην εντυπωσιοθηρική επιδίωξη υψηλών ρυθμών αυξήσεως του εισοδήματος, ανεξάρτητα από το υπέρμετρο κόστος. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό ότι ανάγκασε την οικονομία να ιππεύσει ένα τίγρη την ώρα που είχε ανάγκη από πραϋντικά μέτρα και ταυτόχρονα διέστρεψε την αγορά, ενεθάρρυνε την κερδοσκοπία, ύψωσε τις τιμές και επιδείνωσε το ισοζύγιο πληρωμών επιβαρύνοντας την χώρα αντί ασημάντων επιτευγμάτων με πελώρια και δυσβάστακτα εξωτερικά και εσωτερικά χρέη.
Ο Κανελλόπουλος παρατηρεί πως κατά την περίοδο 1967 - 1973 το εθνικό εισόδημα ανέβαινε με μέσο ετήσιο ρυθμό 8%, όταν το ισόχρονο διάστημα πριν τη δικτατορία ο ρυθμός αύξησης ήταν 7,8%. Η άνοδος του ρυθμού κατά 0,2% προήλθε από επενδύσεις σε κλάδους που δεν ήταν άμεσα παραγωγικοί, όπως η οικοδομή και ο τουρισμός. Αντίθετα, ο ρυθμός αύξησης της γεωργικής παραγωγής από 5% κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική επταετία, επί δικτατορίας έπεσε στο 1,5%.
Κατά την διάρκεια της Χούντας, η ανεργία το 1973 ήταν σε επίπεδα 2-2.5%, λόγω της αύξησης βιομηχανίας.[53] Η έλλειψη εργατών υποχρέωσε τη δικτατορία να φέρει φθηνούς εργάτες απο αφρικανικές και ασιάτικες χώρες.[54]
Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 40% τα χρόνια της επταετίας της χούντας, έχοντας πτώση την τελευταία χρονιά του 1974 κατά 10%.[55][56]
Οι δαπάνες σε βιομηχανία αυξήθηκαν κατά 120% και 80% στον τουρισμό.[57] Τα χρήματα αυτά βρέθηκαν από φόρους και από δάνεια που πήρε η χούντα για να μεγαλώσει την οικονομία της χώρας. Η επικέντρωση όμως σε αυτούς τους τομείς χρειάστηκε εμπορικά αγαθά, κάτι που έκανε την χώρα να έχει έλλειμα στις συναλλαγές της. Η χώρα άυξησε τις εισαγωγές τις απο 1.125 Εκατ. Δολλάρια στα 4.509 Εκατ, ενώ οι εξαγωγές απο 452. Εκατ. Δολλάρια στα 1.774.[58]
Στους ισχυρισμούς της χούντας για επίτευξη νομισματικής και οικονομικής σταθερότητας ο Κανελλόπουλος αντιτείνει πως οι τιμές κατά τη δικτατορία αυξάνονταν γρηγορότερα από ότι στο προηγούμενο διάστημα. Μάλιστα από το 1971 η άνοδος των τιμών είναι πρωτοφανής, σε σημείο που το διάστημα Αύγουστου 1972 - Αύγουστου 1973 η αύξηση (15,5%) να είναι η μεγαλύτερη από όλες τις χώρες της Ευρώπης και σχεδόν η μεγαλύτερη στην ιστορία της Ελλάδας. Το ισάξιο του δολλαρίου στο τέλος της χούντας ήταν 30 δραχμές, όπως και πριν τη δικτατορία.
Επιπλέον, το εξωτερικό χρέος που από το 1821 έως το 1966 είχε διαμορφωθεί στο ύψος των 1,110 δις δολαρίων, μέσα σε έξι χρόνια ξεπέρασε τα 3,3 δις δολλάρια.[59] Πάντως, αυτό δεν είχε επιρροή στην οικονομία της χώρας εφόσον δεν ξεπέρασε το 25% του ΑΕΠ.[55]
Ο Παττακός συνήθιζε να λέει «Η Ελλάς είναι ένα εργοτάξιον».[εκκρεμεί παραπομπή] Εμφανιζόταν σε οικοδομές με ένα μυστρί στο χέρι, πράγμα που του κόλλησε το παρατσούκλι 'Ο άνθρωπος με το μυστρί'.
Σε μια προσπάθεια να αποκτήσει λαϊκά ερείσματα, το καθεστώς προχώρησε σε διαγραφή των αγροτικών χρεών. Ο Παπαδόπουλος συνήθιζε να αποκαλεί τους αγρότες την «ραχοκοκαλιά του λαού».[εκκρεμεί παραπομπή] Γιος αγροτικής οικογένειας, οι αγρότες ήταν πιθανότερο να υποστηρίζουν τον δικτάτορα από τους αστικούς πληθυσμούς.
Στενές ήταν ακόμα οι σχέσεις της δικτατορίας με τους εφοπλιστικούς κύκλους, στους οποίους παραχωρήθηκαν περαιτέρω προνόμια, κυρίως χαμηλότερη φορολογία, για μετεγκατάσταση στο λιμάνι του Πειραιά. Οι ελαφρύνσεις οδήγησαν σε άυξηση του Εμπορικού στόλου.[60]
Η επταετία της χούντας σημαδεύτηκε από σκάνδαλα και πολλές περιπτώσεις χρηματισμού και ευνοιοκρατίας. Τα πιο γνωστά είναι το σκάνδαλο με τα λεγόμενα θαλασσοδάνεια του συνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά[61] που έμεινε κοροϊδευτικά στην ιστορία ως ο κύριος καθαρά χέρια, το σκάνδαλο με τα σάπια κρέατα του συνταγματάρχη Μπαλόπουλου[62] και οι τεράστιες χρηματικές δαπάνες για τους κοσμικούς εορτασμούς και την πολυτελή ζωή του αντισυνταγματάρχη (ο Παπαδόπουλος τον έκανε υποστράτηγο) Μιχάλη Ρουφογάλη, που του είχε ανατεθεί η διεύθυνση της ΚΥΠ, δηλαδή του εθνικά κρίσιμου τομέα των μυστικών υπηρεσιών, ο οποίος επίσης εξασφάλιζε τη χορήγηση δανείων σε υποστηρικτές της χούντας, επιβαρύνοντας τις ελληνικές δημόσιες τράπεζες.[63] Η ευνοιοκρατία και το ρουσφέτι επί χούντας γιγαντώθηκαν: ο Μακαρέζος διόρισε τον κουνιάδο του Αλέξανδρο Ματθαίου Υπουργό Γεωργίας, ο Λαδάς έκανε τον ένα ξάδερφό του στρατηγό και διοικητή της ΑΣΔΕΝ και έναν άλλο ξάδερφό του Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, και ο γαμπρός του Παττακού Ανδρέας Μεϊντάσης έγινε βαθύπλουτος παίρνοντας χαριστικά δουλειές από το Δήμο Αθηναίων. Ο στρατηγός Βασίλειος Καρδαμάκης διορίστηκε διοικητής της ΔΕΗ και ο στρατηγός Αλέξανδρος Νάτσινας (πρώην αρχηγός ΚΥΠ με τεράστιες ευθύνες για το σχέδιο ΠΕΡΙΚΛΗΣ και το παρακράτος) διορίστηκε Πρόεδρος στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.[64] Ανάμεσα στα σκάνδαλα της περιόδου της στρατιωτικής δικτατορίας συγκαταλέγεται και το «Τάμα του Έθνους».[65]
Η δικτατορία θα ακυρώσει την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964. Για τους Απριλιανούς η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που είχε προωθήσει η Ένωση Κέντρου ήταν μία από τις αιτίες της κακής κατάστασης της παιδείας και μια από τις πολλές αιτίες επιβολής της Δικτατορίας.[66] Κάποιες βασικές ρυθμίσεις της μεταρρύθμισης ήταν η κατάργηση των οικονομικών επιβαρύνσεων μαθητών και φοιτητών και στις τρεις βαθμίδες, η χρήση της δημοτικής ως αποκλειστικής στο δημοτικό και η καθιέρωση της ως ισότιμης με την καθαρεύουσα στις άλλες βαθμίδες, η αλλαγή στον τρόπο εισαγωγής στα πανεπιστήμια με την καθιέρωση του ακαδημαϊκού απολυτηρίου, και η επέκταση από 2 σε 3 χρόνια της εκπαίδευσης των δασκάλων στις παιδαγωγικές ακαδημίες[67]. Εκτός από τις αναμενόμενες παρεμβάσεις στις οργανώσεις των εκπαιδευτικών και των φοιτητών και τις διώξεις τους, τα μέτρα «εξυγιάνσεως και αποκαταστάσεως ευρυθμίας» στα πανεπιστήμια, και τις τροποποιήσεις σε βιβλία και προγράμματα, η δικτατορία ανέτρεψε σχεδόν στο σύνολό τους όσα συνέθεταν την μεταρρύθμιση. Το μόνο που δεν ακυρώθηκε πλήρως ήταν η «δωρεάν παιδεία» και οι προσπάθειες για την ίδρυση νέων πανεπιστημίων.[68] Εδώ μάλιστα η δωρεάν διανομή διδακτικών συγγραμμάτων επεκτάθηκε και στην τρίτη βαθμίδα. Όπως σχολιάζει ο ιστορικός της εκπαίδευσης Αλέξης Δημαράς, «πέρα από το λαϊκίστικο χαρακτήρα του μέτρου, η κυβέρνηση εξασφάλιζε έτσι ουσιαστικότερο έλεγχο του περιεχομένου των πανεπιστημιακών συγγραμμάτων από εκείνον που ήδη πραγματοποιούσε με τη γενική λογοκρισία».[69] Ο Α.Ν.129/67 περί οργάνωσης και διοίκησης της γενικής εκπαίδευσης που προωθήθηκε το καλοκαίρι του 1967, αποσκοπούσε στην άσκηση των μαθητών στα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη και τον φρονηματισμό των μαθητών όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης. Καταργούνταν όλα τα αιρετά μέλη όλων των εκπαιδευτικών συμβουλίων, ενώ συστήθηκε ως ανώτατο γνωμοδοτικό συμβούλιο το Ανώτατο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο. Επαναφέρεται η καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα διδασκαλίας για τις τρείς τελευταίες τάξεις του δημοτικού και για τις βαθμίδες που ακολουθούν (εξατάξιο γυμνάσιο και πανεπιστήμιο) , η φοίτηση στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες επανέρχεται από τρία στα δύο χρόνια και η υποχρεωτική εκπαίδευση από τα 9 χρόνια μειώνεται στα 6.[70] Πραγματοποιήθηκε η κατάργηση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και καθιερώθηκε η μετεκπαίδευση των εκπαιδευτικών από τα Διδασκαλεία της Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης.[71]
Στα μέσα του 1971 η κυβέρνηση προχώρησε στην επαναφορά παλαιότερων προσανατολισμών αναφορικά με την επαγγελματική εκπαίδευση, η οποία εκδηλώνεται με την ίδρυση των Κέντρων Ανωτέρας Τεχνικής Εκπαιδεύσεως (ΚΑΤΕ) και την επέκταση του τεχνικο-επαγγελματικού κλάδου του συστήματος. Η συγκρότηση, το 1971, δύο συμβουλευτικών επιτροπών για τα εκπαιδευτικά θέματα, με προφανή τεχνοκρατική διάθεση, «εκφράζει την ίδια τάση αποκλεισμού των ιδεολογικών προβληματισμών».[69]
Το δικτατορικό καθεστώς έθεσε σε πρώτη προτεραιότητα την τοποθέτηση νέου αρχιεπισκόπου, ευνοούμενου του Παλατιού και της Χούντας. Για τον λόγο αυτό σχεδιάστηκε η απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β΄. Συγκεκριμένα τη Μεγάλη Παρασκευή, 28 Απριλίου 1967, κατά την περιφορά του Επιταφίου, ο Χρυσόστομος πιέστηκε να επιβιβαστεί σε αυτοκίνητο που τον μετέφερε στο σπίτι του. Λίγο αργότερα, άτομα που ισχυρίστηκαν ότι είναι γιατροί, συνοδευόμενα από νοσοκόμες και αστυνομικούς, τον επισκέφτηκαν και του ζήτησαν να ετοιμαστεί για εισαγωγή στο νοσοκομείο. Παρά τη σθεναρή άρνησή του και τη διαβεβαίωση του προσωπικού του γιατρού, Δημητρίου Καπνιά, ότι δεν είχε πρόβλημα υγείας, οι αυτόκλητοι επισκέπτες αρνήθηκαν να αποχωρήσουν χωρίς τον Χρυσόστομο, μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες του Σαββάτου, οπότε τον ανάγκασαν να τους ακολουθήσει στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού. Ωστόσο -και παρά τις πιέσεις- ο Χρυσόστομος αρνήθηκε να παραιτηθεί και εξαναγκάστηκε να παραμείνει στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού για περισσότερο από ένα μήνα, χωρίς να είναι ασθενής. Στις 6 Μαΐου, αξιωματούχος των Ανακτόρων τού παρέδωσε δύο παραλλαγές επιστολής παραίτησης για να διαλέξει ποια θα υπογράψει.[72]. Σε επιστολή του προς τον τότε βασιλιά, ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος δήλωνε την πλήρη άρνησή του να παραιτηθεί, «…αρνούμαι διαρρήδην να γίνω παραβάτης θείων προσταγμάτων διότι θα είμαι ρίψασπις και προδότης και επίορκος, και υπό τοιαύτας συνθήκας δε θα θελήσω ποτέ [...] να καλύψω εξ αισχύνης το πρόσωπό μου. Αν η εκκλησία και η πολιτεία θελήσει ούτως ή άλλως, είτε κανονικώς είτε νομίμως να επιβάλει μίαν λύσιν, αντίθετον προς τας πεποιθήσεις μου, εγώ ου δύναμαι εμποδίσαι αυτήν και θα έχω να δικαιολογηθώ ενώπιον του δικαίου Κριτού ότι βία και δυναστεία υπέκυψα, αλλά και μετά διαμαρτυριών ενώπιον θεού και ανθρώπων».[73]
Στις 10 Μαΐου 1967 εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 3/1967 που συγκρότησε με συγκεκριμένη θητεία «Ιερά Σύνοδο αριστίνδην»[74]. Κατήργησε δηλαδή τη Σύνοδο της Ιεραρχίας ως ανώτατη εκκλησιαστική αρχή και επέβαλε στην Εκκλησία της Ελλάδος μια «Αριστίνδην Σύνοδο», από οκτώ μητροπολίτες που διορίσθηκαν ήδη την επομένη με βασιλικό διάταγμα και οι οποίοι ήταν εκείνοι, οι ελάχιστοι ιεράρχες, που δέχονταν να συνεργαστούν ανοικτά με τη δικτατορία.[75]
Επρόκειτο για μια αντικανονική επέμβαση στα εσωτερικά της εκκλησίας διότι θιγόταν το συνοδικό πολίτευμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας.[76] Στη συνέχεια ο τότε αρχιεπίσκοπος απομακρύνθηκε αναγκαστικώς με την κατάργηση της διάταξης του Ν.Δ.4589/1966 η οποία εξαιρούσε από την αυτοδίκαιη αποχώρηση των μητροπολιτών, από τα καθήκοντά τους μετά τη συμπλήρωση του ογδοηκοστού έτους της ηλικίας τους τον εκάστοτε αρχιεπίσκοπο[77].
Έτσι, ο υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων της Χούντας κήρυξε τον αρχιεπισκοπικό θρόνο εν χηρεία, παρόλο που ο κανονικός αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος ζούσε. Ο αρχιμανδρίτης των ανακτόρων και καθηγητής Πανεπιστημίου Ιερώνυμος Κοτσώνης αποτέλεσε τον εκλεκτό του καθεστώτος. Ο Ιερώνυμος αφού χειροτονήθηκε επίσκοπος, επιλέχθηκε από τον Κωνσταντίνο στις 14 Μαΐου 1967 μεταξύ των τριών που πρότεινε η οκταμελής Ιερά Σύνοδος. Η προδιαγεγραμμένη «εκλογή» του έγινε υπό την εποπτεία του ίδιου του ισχυρού άνδρα του καθεστώτος Γεωργίου Παπαδόπουλου και του Στυλιανού Παττακού.[78]
Ενδεικτικό της αντικανονικότητας της κατάστασης είναι το γεγονός πως η χειροτονία του Ιερώνυμου έγινε στις 4 Μαΐου 1967, χωρίς να έχει παραιτηθεί ο κανονικός αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄, του οποίου η εξαναγκασμένη παραίτηση έφερε τελικά ημερομηνία 11 Μαΐου 1967.[79][80] Η ανάρρηση του Ιερώνυμου Κοτσώνη στον αρχιεπισκοπικό θρόνο αποτελεί την πρώτη και κυριότερη φάση του πραξικοπήματος στην Εκκλησία της Ελλάδος.
Η αντικανονική εκλογή του προξένησε επιθέσεις και σχόλια, καθώς θεωρήθηκε ευθέως ευνοούμενος της χούντας των συνταγματαρχών και χαρακτηρίστηκε χουντικός και βασιλικός. Για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η ενθρόνιση του Ιερωνύμου, είναι χαρακτηριστική η εισήγηση του μητροπολίτη Κορίνθου Παντελεήμονος στην Έκτακτη Πολυμελή Σύνοδο στις 5 Μαρτίου του 1974: «Εκ των μέχρι τούδε λεχθέντων συνάγεται ότι η άνοδος του Ιερωνύμου εις τον αρχιεπισκοπικόν θρόνον υπήρξε πάντη ανώμαλος και άκρως αντικανονική, επί πλέον πάσχουσα και εκ της χρησιμοποιήσεως δι’ αυτήν κοσμικών αρχόντων».[81][82]
Σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας ο Ιερώνυμος υπήρξε ένας από τους μεσολαβητές μεταξύ του παλατιού και της ηγεσίας της χούντας. Διαβίβαζε μάλιστα τα προσωπικά μηνύματα του Παπαδόπουλου και δεχόταν τις απαντήσεις του τότε βασιλιά Κωνσταντίνου.[83][84]
Κατά την περίοδο της αρχιερατείας του Ιερώνυμου - ευθέως ευνοούμενου του δικτατορικού καθεστώτος - απομακρύνθηκαν αντικανονικά πολλοί επίσκοποι από τις μητροπόλεις τους. Με τον αντικανονικό δικτατορικό Νόμο 214/1968 κηρύχθηκαν έκπτωτοι οι Μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Παντελεήμων Παπαγεωργίου και Αττικής και Μεγαρίδος Ιάκωβος Βαβανάτσος στερηθέντες του δικαιώματος άσκησης έφεσης. Επίσης εξωθήθηκαν σε παραιτήσεις οι Μητροπολίτες Ελασσόνος Ιάκωβος Μακρυγιάννης, ο Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων Κύριλλος Καρμπαλιώτης, ο Δημητριάδος Δαμασκηνός Χατζόπουλος, ο Παραμυθίας Τίτος Ματθαιάκης και ο Λαρίσης και Πλαταμώνος Ιάκωβος Σχίζας.[85]
Με τον νόμο υποχρεωτικής αποχώρησης λόγω ορίου ηλικίας το 1968 απομακρύνθηκαν οι Μητροπολίτες Λευκάδος Δωρόθεος Παλλαδινός, Ηλείας Γερμανός Γκούρας, Βεροίας Καλλίνικος Χαραλαμπάκης και Χαλκίδος Γρηγόριος Πλειαθός. Το 1969 απομακρύνθηκαν οι Μητροπολίτες Μονεμβασίας Κυπριανός Πουλάκος και Κυθήρων Μελέτιος Γαλανόπουλος καθώς μειώθηκε το όριο ηλικίας. Το 1972 απομακρύνθηκαν λόγω ορίου ηλικίας οι Μητροπολίτες Πατρών Κωνσταντίνος Πλατής και Σισανίου Πολύκαρπος Λιώσης.[86]. 'Ολες αυτές οι απομακρύνσεις πέραν του ότι υπήρξαν προϊόν εξαναγκασμού, ήταν και προδήλως αντικανονικές καθώς οι νομοθετικές διατάξεις που τις προκάλεσαν προσέκρουαν ευθέως στο Κανονικό Δίκαιο της Εκκλησίας με το οποίο κατοχυρώνεται η ισοβιότητα των αρχιερέων στο θρόνο της εκλογής τους (παρεκτός των περιπτώσεων της καθαιρέσεως ή συντρεχόντων λόγων υγείας, που δεν ίσχυαν εν προκειμένω).[87]
Με αυτόν τον τρόπο το δικτατορικό καθεστώς κατάφερε να απομακρύνει αφενός επισκόπους που δεν είχαν διάθεση συνεργασίας με το δικτατορικό καθεστώς και αφετέρου, στις κενές θέσεις που δημιουργήθηκαν, να τοποθετήσει νέους μητροπολίτες φιλικά διακείμενους προς αυτήν. Μάλιστα, όλοι σχεδόν οι νέοι μητροπολίτες που εξελέγησαν από την αντικανονική Σύνοδο, είχαν δύο κοινά χαρακτηριστικά: προέρχονταν από την Αδελφότητα Θεολόγων «Ζωή» και στα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου είχαν υπηρετήσει ως στρατιωτικοί ιερείς-ιεροκήρυκες.[88][89]
Την αντικανονική αυτή κατάσταση στην Εκκλησία της Ελλάδος καταδίκασε ο τότε επίσκοπος Βρεσθένης Δημήτριος Τρακατέλλης ο οποίος αν και εξελέγη Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος αρνήθηκε τη θέση, λόγω του ελέγχου της Εκκλησίας της Ελλάδος από το δικτατορικό καθεστώς.[88]
Στην πρώτη φάση της δικτατορίας άλλες παρεμβάσεις της Πολιτείας ήταν η με συντακτική πράξη απαγόρευση στους εκκλησιαστικούς λειτουργούς παντός ιερατικού βαθμού, της προσφυγής στο Συμβούλιο της Επικρατείας για διοικητικές πράξεις της δικτατορίας, η επιβολή «αντικανονικού και ανελεύθερου συστήματος απονομής εκκλησιαστικής δικαιοσύνης» κι ενός ιδιώνυμου εκκλησιαστικού αδικήματος: η απώλεια της έξωθεν καλής μαρτυρίας και η εξαιτίας αυτής αποχώρηση των κληρικών[90] , αν και επρόκειτο περί ενός αγνώστου στους Ιερούς Κανόνες και την εκκλησιαστική παράδοση αδικήματος καθώς, όπως εξηγείται σχετικώς, η αναφερομένη εις την Προς Τιμόθεον Επιστολή του Απ. Παύλου "έξωθεν καλή μαρτυρία" αφορά όχι στους Επισκόπους, αλλά στους λαϊκούς οι οποίοι επιθυμούν να εισέλθουν στον κλήρο[91]. Με το Ν.Δ. 126/1969 θεσπίζεται νέος Καταστατικός Χάρτης. Κι ενώ διατηρείται η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας και η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, θεσπιζόταν κάτι καινούργιο ως προς τη συγκρότησή τους: καταργούνταν τα προβλεπόμενα από τον Πατριαρχικό τόμο του 1850 και την Πατριαρχική Πράξη του 1928 «πρεσβεία» χειροτονίας και ίσου αριθμού μελών από τις «παλαιές» και «νέες χώρες». Με τα συντάγματα του 1968 και 1973 δεν παρέκκλιναν από τη συνήθη μορφή των συνταγματικών διατάξεων.[92]
Μετά από επίσημα και ανεπίσημα διαβήματα, δημοσιεύματα του ξένου Τύπου στηλιτευτικά των μέτρων της Δικτατορίας, στις 17 Νοεμβρίου του 1967 ο διευθυντής της Εκκλησιαστικής Επιτροπής για Διεθνή Θέματα (Commission of the Churches on International Affairs) του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ) Δρ. Φρέντερικ Νόλντε έστειλε επιστολή στον τότε Έλληνα πρωθυπουργό, με την οποία του ανέφερε πως Έλληνες μετανάστες εργάτες είχαν απειληθεί από όργανα του καθεστώτος, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες της Διεθνούς Αμνηστίας. Στις αρχές του 1968 η Εκτελεστική Επιτροπή του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών, αφού έλαβε το παραπάνω υπόμνημα του Nolde, ζήτησε να επισκεφθεί και να συναντήσει στην Ελλάδα εκπροσώπους της Ελληνικής Κυβέρνησης και της Αρχιεπισκοπής. Ο τότε αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος απέτρεψε την επίσκεψη του Γενικού Γραμματέα του Π.Σ.Ε, μια επίσκεψη με ιδιαίτερο συμβολισμό και διεθνή αντίκτυπο. Ο καθηγητής Νικόλαος Ζαχαρόπουλος αναφέρει ότι μετά από αρκετό χρονικό διάστημα ο Γ.Γ του Π.Σ.Ε. ήλθε στην Ελλάδα αεροπορικώς, αλλά οι Ελληνικές αρχές δεν του επέτρεψαν αρχικά την είσοδο στην χώρα. Μετά δύο ώρες του επετράπη.[93] Στις 4 με 20 Ιουλίου 1968 θα πραγματοποιείτο στην Ουψάλα της Σουηδίας η Δ΄ Γενική Συνέλευση του Π.Σ.Ε, η Ελλαδική Εκκλησία όμως αρνήθηκε να αποστείλει αντιπροσώπους λόγω των τεταμένων σχέσεων Ελλάδας και Σουηδίας την περίοδο εκείνη. Επίσης ο Ιερώνυμος επικαλέστηκε την ανάμιξη του ΠΣΕ στη σχεδίαση του νέου Συντάγματος της χώρας. Έτσι όμως, ο Ιερώνυμος γινόταν «φερέφωνο της Δικτατορίας»[94] Ο Ζαχαρόπουλος επισημαίνει πως η αποχή της Ελλαδικής Εκκλησίας από τις εργασίες της Συνέλευσης συνδεόταν και με τη θεματολογία της, που μεταξύ άλλων αφορούσε και την «κοινωνική και πολιτική δικαιοσύνη», κάτι που θα δυσχέραινε την Ελληνική αντιπροσωπεία.[95]
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Κοτσώνης αρνήθηκε να παραλάβει οικονομική βοήθεια που έστελνε το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών για τους σεισμόπληκτους των Ιονίων νήσων, γιατί έτσι θα υποχρεωνόταν να ευχαριστήσει έναν διεθνή οργανισμό που ασκούσε κριτική στο Δικτατορικό καθεστώς της Ελλάδας.[96]
Στα τέλη του 1968 ο Γ.Γ. του Π.Σ.Ε., μετά από έκκληση της «οικουμενικής ομάδας» της πόλης Κρίφτελ της Δυτ. Γερμανίας, έστειλε προσωπικό και ανεπίσημο διάβημα προς τον Ιερώνυμο, με το οποίο τον καλούσε να παρέμβει με σκοπό την αποτροπή των θανατικών εκτελέσεων των Βερυβάκη και Παναγούλη. Ο Ιερώνυμος απάντησε χαρακτηρίζοντας την επιστολή αυτή, «παρέμβαση στα πολιτικά πράγματα της χώρας» και «επέμβαση υπέρ δολοφόνων».[97]
Ο Μητροπολίτης Σύρου Δωρόθεος Στέκας με σειρά επιστολών του ζητούσε από τον Ιερώνυμο άδεια να επισκεφθεί τους εξόριστους στη Γυάρο αλλά και κατέθεσε πρόταση για την απελευθέρωση των εξορίστων του νησιού. Ο Ιερώνυμος όμως απέρριψε τα αιτήματα του Μητροπολίτη Δωρόθεου.[98]
Η αλλαγή της ηγεσίας της δικτατορίας και η άνοδος του Ιωαννίδη δεν αφήνει ανεπηρέαστη και την Εκκλησία. Τους Φαίδωνα Γκιζίκη και Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο ορκίζει ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ Τίκας, κάτι που έδειχνε πως η νέα ηγεσία του καθεστώτος de facto έθετε σε αμφισβήτηση τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο [99]. Μετά την παραίτηση του Ιερώνυμου, εκδίδεται η συντακτική πράξη 3 /1974, η οποία χαρακτήριζε αντικανονική την εκλογή του προηγούμενου αρχιεπισκόπου, και οριζόταν ο τρόπος εκλογής του νέου αρχιεπισκόπου επιδιώκοντας την αποκατάσταση της κανονικής τάξης. Από την εκλογική διαδικασία αποκλείονταν όσοι συνέπραξαν στην αντικανονική εκλογή του Ιερωνύμου και όσοι είχαν εκλεγεί την ίδια περίοδο. Κάθε πράξη που θα εκδιδόταν κατ’ εφαρμογή της προηγούμενης πράξης δεν μπορούσε να ακυρωθεί στο Συμβούλιο Επικρατείας. Από τριπρόσωπο δελτίο που εξέλεξαν εικοσιοκτώ μητροπολίτες, εξελέγη ο Σεραφείμ. Με το Ν.Δ. 411/1974 ιδρύθηκαν οκτώ νέες μητροπόλεις που αποσπάσθηκαν από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών και τις μητροπόλεις Αττικής και Θεσσαλονίκης, ενώ επετράπη η πλήρωση προνομιούχων Μητροπόλεων με μετάθεση.[100] Τέλος η καθιέρωση ενός νέου αδικήματος, της «διατάραξης της ειρήνης και της ενότητας της Εκκλησίας» δια της Συντακτικής Πράξεως 7/1974 έπληξε καίρια την όλη προσπάθεια αποκαταστάσεως της κανονικής τάξεως εντός της Εκκλησίας καθώς η απομάκρυνση τον Ιούνιο και Ιούλιο του ΄74 χωρίς δίκη και απολογία - ούτε κάν ακρόαση - των δώδεκα "ιερωνυμικών" λεγομένων Μητροπολιτών δημιούργησε μια πρωτοφανή ανωμαλία στη μετέπειτα ζωή της Εκκλησίας της Ελλάδος που κράτησε μέχρι τα πρόσφατα χρόνια (1990-1996).[101]
Η αλλαγή του καθεστώτος έφερε ανησυχία στο Πολεμικό Ναυτικό, στις τάξεις του οποίου δεν υπήρχαν οργανωμένοι πυρήνες των πραξικοπηματιών. Η πρώτη αντίδραση του Ναυτικού ήταν να στηρίξουν το Αντικίνημα του Βασιλιά, δηλαδή τον φυσικό τους αρχηγό, στις 13 Δεκεμβρίου του 1967. Ακολούθησαν και άλλες δύο απόπειρες απαγωγής του Παπαδόπουλου, οι οποίες όμως απέτυχαν εξαιτίας εξωγενών παραγόντων.[εκκρεμεί παραπομπή]
Από το 1969 άρχισε η προετοιμασία και η οργάνωση του κινήματος με κύριο πυρήνα την τάξη του 1948. Η οργάνωση εκτός από αξιωματικούς του Ναυτικού μύησε και μερικούς αξιωματικούς της Αεροπορίας αλλά και του Στρατού. Σκοπός του κινήματος ήταν η εξέγερση του λαού η οποία θα οδηγούσε στην απαλλαγή από τη Χούντα.
Την άνοιξη του 1973 όλα ήταν έτοιμα. Το κίνημα θα εκδηλωνόταν στις πρώτες ώρες της 23ης Μαΐου. Τις βραδινές ώρες της 21ης Μαΐου υπήρξαν οι πρώτες ενδείξεις ότι το κίνημα είχε προδοθεί. Οι κυβερνήτες των πλοίων δίσταζαν να αποπλεύσουν, ακολουθώντας το σχέδιο (το οποίο ήταν περίπου γνωστό στη Χούντα). Στις 23 Μαΐου οι αξιωματικοί τίθενται υπό περιορισμό, ενώ οι πρώτες συλλήψεις δεν αργούν να γίνουν. Στις 25 Μαΐου το πολεμικό πλοίο «Βέλος» πήρε την απόφαση να αποχωρήσει από την άσκηση του Ν.Α.Τ.Ο. και να καταπλεύσει στο Φιουμιτσίνο της Ιταλίας, όπου ζήτησε και πολιτικό άσυλο.
Το Κίνημα του Ναυτικού, η σημαντικότερη ίσως αντίσταση μέχρι τότε, οργανώθηκε με σκοπό μόνο την απελευθέρωση του κράτους και όχι μιας απλής αντικατάστασης των δικτατόρων. Ουσιαστικά εξέφραζε τον λαό, αφού ήταν μια επανάσταση του στόλου και δεν ήταν καθοδηγούμενη από κανένα πολιτικό πρόσωπο ή συμφέρον.
Το σημαντικότερο αποτέλεσμα ήταν η ανανέωση της αντίστασης, αφού από το 1971 η Χούντα είχε δώσει την αίσθηση ότι είχε εδραιωθεί και ότι όλες οι ένοπλες δυνάμεις ήταν με το μέρος της. Αυτός όμως ο μύθος καταρρίφθηκε με την εκδήλωση του κινήματος.
Κύριο λήμμα: Σχέδιο φιλελευθεροποίησης (Χούντα)
Το 1973 ο Παπαδόπουλος αποφάσισε να καταργήσει την Αντιβασιλεία και να εγκαταστήσει Προεδρική Δημοκρατία, με τον ίδιο Πρόεδρο. Το καθεστώς προχώρησε μάλιστα σε Δημοψήφισμα, ώστε να καταργηθεί η μοναρχία και να λάβει χώρα η πολιτειακή μεταβολή.
Σε μια προσπάθεια επιφανειακής «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, ο Παπαδόπουλος προανήγγειλε άνοιγμα στις πολιτικές δυνάμεις ορίζοντας πρωθυπουργό τον Σπυρίδονα Μαρκεζίνη, καθώς και λειτουργία Συνταγματικού δικαστηρίου. Ωστόσο, το εγχείρημα του δικτάτορα προκάλεσε αντιδράσεις, τόσο στους κύκλους των αδιάλλακτων πραξικοπηματιών που το θεωρούσαν ανεπιθύμητο αλλά και επικίνδυνο, όσο και μεταξύ της φοιτητικής νεολαίας, κυρίως, η οποία το εξέλαβε ως υποκριτική αναδίπλωση[102]. Η όλη διαδικασία θα τερματιστεί με την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τη Χούντα του Ιωαννίδη, καθώς από τις αρχές του έτους (1973) είχαν σωρευτεί διάφορα γεγονότα, όπως η άνοδος των τιμών, η κρίση στην Κύπρο (με τη δράση της οργάνωσης "ΕΟΚΑ-Β"), αλλά και η προσωρινή κατάληψη της Νομικής Σχολής από φοιτητές του ιδρύματος, τα οποία ενέτειναν τη γενική δυσαρέσκεια προς το καθεστώς και επιτάχυναν τις εξελίξεις, με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο να απομονώνεται όλο και περισσότερο από τον πυρήνα των νεαρών αξιωματικών[102]. Όλες αυτές οι δυσμενείς για το καθεστώς συνθήκες, ακύρωσαν την όποια προσπάθεια κατέβαλε ο Σπ. Μαρκεζίνης για ανάκαμψη της οικονομίας (κατάργηση του ελέγχου των τιμών, αποσύνδεση του εθνικού νομίσματος με το Αμερικανικό, εξίσωση του κόστους των εγχώριων αγροτικών προϊόντων με εκείνο των αντίστοιχων αγαθών της Κοινής Αγοράς κ.α.)[103]
Στις αρχές όμως του 1973, το χάσμα μεταξύ κράτους και φοιτητών μεγάλωνε. Η Χούντα των Συνταγματαρχών, στην προσπάθειά της να περιορίσει τους φοιτητές, έβαλε σε εφαρμογή το διάταγμα 1347 για τις επιστρατεύσεις. Η φοιτητική ανησυχία άρχισε να μεγαλώνει με αποτέλεσμα το Φεβρουάριο του 1973 να γίνει η πρώτη κατάληψη της Νομικής ενώ στις 14 Μαρτίου ακολούθησε και δεύτερη. Σημαντικό ρόλο στην κλιμάκωση της κατάστασης είχε και το μνημόσυνο του «Γέρου της Δημοκρατίας», Γεωργίου Παπανδρέου.
Το φθινόπωρο του 1973 γίνεται δημοψήφισμα το οποίο μεταξύ άλλων ζητούσε να εγκριθεί η εκλογή προέδρου (Γεωργίου Παπαδόπουλου) και αντιπροέδρου της Δημοκρατίας (Οδυσσέα Αγγελή) για θητεία 8 ετών. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν τελικά θετικό και ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ορκίστηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Στις 8 Οκτωβρίου ο Γεώργιος Παπαδόπουλος ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας διόρισε πολιτική κυβέρνηση τη νέα μεταβατική κυβέρνηση του Σπύρου Μαρκεζίνη η οποία ως κύρια αποστολή της ήταν να προπαρασκευάσει και να διεξαγάγει βουλευτικές εκλογές για την 10η Φεβρουαρίου 1974 ενώ την ίδια μέρα παραιτήθηκαν όλοι οι στρατιωτικοί από τις καίριες θέσεις που κατείχαν.
Την Τρίτη 14 Νοεμβρίου εκατοντάδες φοιτητές είχαν συγκεντρωθεί από το πρωί στο κτήριο της Νομικής Σχολής και ετοιμάζονταν να κάνουν συνέλευση. Στο τέλος της συνέλευσης πραγματοποίησαν πορεία στην οδό Σόλωνος και Πατησίων. Το απόγευμα και ενώ οι φοιτητές είχαν παραμείνει στο Πολυτεχνείο, ο αστυνομικός διευθυντής Δασκαλόπουλος και ο εισαγγελέας Σαμήτας διέταξαν τους φοιτητές να διαλυθούν. Οι φοιτητές βρέθηκαν σε δίλημμα. Δημιουργήθηκε συντονιστική επιτροπή η οποία και αποφάσισε, στις 8:30 μ.μ., την κατάληψη του Πολυτεχνείου.
Από τις πρώτες πρωινές ώρες της Τετάρτης φάνηκε η στήριξη των πολιτών προς τους φοιτητές, με τρόφιμα, γραφική ύλη και φάρμακα. Το βράδυ μπήκε σε λειτουργία για πρώτη φορά ο σταθμός των «Ελεύθερων Πολιορκημένων».[104]
Την Πέμπτη 16 Νοεμβρίου κόσμος παρέμεινε στο πλευρό των φοιτητών ενώ οδοφράγματα άρχισαν να στήνονται στους δρόμους. Οι αστυνομικοί και τα τανκ (τεθωρακισμένα) άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Οι πρώτες συγκρούσεις με την αστυνομία δεν άργησαν να γίνουν ενώ στις 7 μ.μ. ανακοινώθηκε και ο πρώτος νεκρός των συγκρούσεων (πόρισμα του εισαγγελέα Δ. Τσεβά).
Τα μεσάνυχτα και ενώ οι φοιτητές επέμεναν στην κατάληψη του Πολυτεχνείου[105], έκαναν την εμφάνιση τους τα πρώτα τανκ. Ο κόσμος είχε διαλυθεί βίαια ενώ ο καπνός από τα δακρυγόνα έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Στη 1:30 μ.μ. ο επικεφαλής του τάγματος του στρατού έδωσε διορία να εγκαταλείψουν το κτήριο. Οι φοιτητές αρνήθηκαν και παρέμειναν φωνάζοντας συνθήματα όπως «Κάτω η Χούντα και οι Αμερικάνοι». Στις 2:50 π.μ. ο επικεφαλής διέταξε το τανκ να γκρεμίσει την πύλη του Πολυτεχνείου.[106][107] Ο στρατός υποσχέθηκε ελεύθερη δίοδο και άφησε πραγματικά τον κόσμο να φύγει τουλάχιστον από την πύλη της Στουρνάρη με κατεύθυνση πλατεία Εξαρχείων, αν και η αστυνομία περίμενε πιο πάνω στα στενά για να δείρει ή/και να συλλάβει όσους μπορούσε.[106] Μέσα σε λίγη ώρα το κτήριο είχε αδειάσει. Οι ισχυρισμοί για απουσία θανάτων ήρθαν από το πόρισμα του εισαγγελέα Δ. Τσεβά αλλά και από το 33437/11.10.74 έγγραφον της Συγκλήτου του Πολυτεχνείου προς την Εισαγγελία το οποίο επιβεβαίωνεται από τον εισαγγελέα Δ. Τσεβά, καθώς και από συνέντευξη του έφεδρου στρατιώτη οδηγού του τεθωρακισμένου άρματος A. Σκευοφύλαξ.
Το πόρισμα της πλέον επίσημης έκθεσης για τους νεκρούς του Πολυτεχνείου, που εκπονήθηκε από τον Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, του Εθνικού Ίδρυματος Ερευνών, έχει ταυτοποιήσει πέραν πάσης αμφιβολίας 24 νεκρούς. Ωστόσο η έρευνα παραμένει ανοιχτή για 46 ακόμα περιπτώσεις. Οι τραυματίες υπολογίζονται σε περίπου 2000.[108]
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου προκάλεσε μια σειρά γεγονότων που έβαλαν ένα απότομο τέλος στις προσπάθειες του Γεώργιου Παπαδόπουλου για επιφανειακή φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος της Χούντας. Ο ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, ένας δυσαρεστημένος αδιάλλακτος χουντικός, χρησιμοποίησε την εξέγερση ως πρόφαση για να αποκαταστήσει τη δημόσια τάξη[109], και οργάνωσε πραξικόπημα με το οποίο ανατράπηκε ο Παπαδόπουλος και η κυβέρνηση Μαρκεζίνη, στις 25 Νοεμβρίου 1973. Αυτό το δεύτερο πραξικόπημα, σε αντίθεση με το πρώτο του Απριλίου 1967[110], υπήρξε αναίμακτο, αφού οι δυνάμεις του Ιωαννίδη κινήθηκαν αστραπιαία, αιφνιδιάζοντας τον Παπαδόπουλο, ο οποίος τέθηκε σε περιορισμό κατ' οίκον.
Με την επιβολή στρατιωτικού νόμου, η νέα χούντα διόρισε τον στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον οικονομολόγο Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο Πρωθυπουργό, αν και ο Ιωαννίδης παρέμεινε ο ισχυρός άνδρας των παρασκηνίων. Η καιροσκοπική επέμβαση του Ιωαννίδη είχε αποτέλεσμα την κατάρρευση του μύθου ότι η χούντα ήταν ιδεαλιστική ομάδα ανώτερων στελεχών του στρατού. Φάνηκε έτσι ξεκάθαρα πως αντί να επιδιώξει μία δημοκρατική λύση, το νέο καθεστώς αποτελούσε μία πιο σκληρή συνέχεια του προηγούμενου.[102]
Το νέο καθεστώς κατηγόρησε την προηγούμενη φατρία για παρέκκλιση από τις «Αρχές της Επαναστάσεως της 21ης Απριλίου» και διακήρυξε ότι έσωσε την «Επανάσταση» από τη φατρία Παπαδόπουλου.[111]
Την ημέρα του κινήματος αναπτύχθηκαν τεθωρακισμένα σε κεντρικά σημεία των πόλεων ενώ μέσω ραδιοφώνου, με μουσική υπόκρουση τα κλασικά στρατιωτικά εμβατήρια, ανακοινώθηκε απαγόρευση της κυκλοφορίας, καθώς και ότι ο στρατός έπαιρνε πίσω τα ηνία της εξουσίας προκειμένου «να σωθούν οι αρχές της Επανάστασης[112]».
Ο Ανδρουτσόπουλος δήλωσε σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε στις 26 Νοεμβρίου 1973 ότι καταργούνται το ΑΣΔΥ, το Συνταγματικόν Δικαστήριον, αι Περιφερειακαί Διοικήσεις, και ότι η χώρα θα οδηγηθή εις εκλογάς όταν θα είναι ετοίμη. Στις 17 Δεκεμβρίου 1973 η κυβέρνησή του εξέδωσε Συντακτική Πράξη που προέβλεπε περιορισμό των προεδρικών αρμοδιοτήτων,[113] οδηγώντας-επί χάρτου-σε ένα καθεστώς οιονεί προεδρευόμενο, στο οποίο η εξουσία βρισκόταν τυπικά στα χέρια του Πρωθυπουργού.
Ο Ιωαννίδης επέβαλε σκληρότερη δικτατορία από εκείνη του Παπαδόπουλου.[114] Όλοι οι αμνηστευμένοι πολιτικοί εξορίστηκαν εκ νέου, ακόμα και αριστεροί πολίτες και ηθοποιοί, όπως ο Σταύρος Παράβας, που δεν αποτελούσαν κίνδυνο για το νέο καθεστώς. Επίσης επέφερε μερικές επιφανειακές αλλαγές σε ορισμένους τομείς[εκκρεμεί παραπομπή]. Εξήγγειλε πως ήταν μαζί με τον λαό, μαζί με τον αγρότη, και ότι ήταν υπέρ των ελληνοχριστιανικών αρχών[εκκρεμεί παραπομπή].
Ο Ιωαννίδης προτιμούσε να εργάζεται παρασκηνιακά και δεν κράτησε ποτέ οποιαδήποτε επίσημη θέση στη χούντα, ενώ προσπαθούσε πάντα να αποφύγει την περιττή δημοσιότητα. Ήταν ο de facto ηγέτης ενός καθεστώτος μαριονετών.
Η περίοδος της δικτατορίας τελείωσε όταν η Χούντα του Ιωαννίδη «κατέρρευσε» στις 24 Ιουλίου του 1974 κάτω από το βάρος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, παρόλο που η στρατιωτική ηγεσία παρέμεινε στη θέση της σχεδόν μέχρι το τέλος του έτους. Η εισβολή στην Κύπρο ξεκίνησε τέσσερις ημέρες νωρίτερα (στις 20 Ιουλίου 1974) και αποτέλεσε παράβαση του Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και της Συνθήκης Εγγυήσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η Χούντα και οι άνθρωποί της στην Κύπρο, οι οποίοι είχαν προχωρήσει σε πραξικοπηματική ανατροπή του Μακαρίου, αιφνιδιασμένοι από την τουρκική αντίδραση ουσιαστικά δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν, παραπλανημένοι και από τις διαβεβαιώσεις των Αμερικανών. Το αποτέλεσμα ήταν η κατάληψη του 36,3% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας (πιο συγκεκριμένα κατέκτησαν το 3% με την επιχείρηση «Αττίλας Ι» και εν τέλει 36,3% με την πάροδο του «Αττίλα ΙΙ»).
Την 24η Ιουλίου έφθασε στην Αθήνα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με αεροπλάνο της γαλλικής Προεδρίας, το οποίο έθεσε στη διάθεση του ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ζισκάρ ντ' Εσταίν. Το βόρειο τμήμα της Κύπρου (36,3% του εδάφους της), που μέχρι σήμερα βρίσκεται υπό τουρκική κατοχή, καταλήφθηκε με τον «Αττίλα ΙΙ» ο οποίος ξεκίνησε στις 14 Αυγούστου του 1974, δηλαδή 20 ημέρες αφότου είχε αναλάβει η Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, και ενώ Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονταν σε διαπραγματεύσεις στην Ελβετία. Οι πραξικοπηματίες αφού τιμήθηκαν προαχθέντες, όπως ο Ιωαννίδης που προήχθη σε υποστράτηγο από τον υπουργό Ε. Αβέρωφ, αργότερα συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν σε δίκη για τη δράση τους στην Εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Η ένοπλη κατάληψη της εξουσίας στις 21 Απριλίου 1967 και η περίοδος μέχρι και τις 24 Ιουλίου 1974 χαρακτηρίστηκε στιγμιαίο αδίκημα.[115] Επίσης δεν ασκήθηκε δίωξη για την απόπειρα κατά της ζωής του Μακαρίου και το πραξικόπημα που ακολούθησε στην Κύπρο, με συμμετοχή Ελλήνων αξιωματικών που οδήγησαν τη χώρα σε κίνδυνο ανοιχτού ελληνο-τουρκικού πολέμου, ενώ ο «Φάκελος της Κύπρου» ήρθε στην δημοσιότητα τον Οκτώβριο του 2018, έπειτα από 43 χρόνια.[116]
Στις 28 Ιουλίου του 1975, ξεκίνησε η λεγόμενη Δίκη της Χούντας, δηλαδή η δίκη των τριών πραξικοπηματιών και των συνεργατών τους, για τα αδικήματά τους κατά την διάρκεια της δικτατορίας, την βίαιη κατάλυση της δημοκρατίας και για την στάση τους στην Εξέγερση του Πολυτεχνείου. Η δίκη διήρκησε περίπου ένα μήνα, μέχρι τις 29 Αυγούστου του ίδιου χρόνου. Αποτέλεσμα ήταν η καταδίκη των πραξικοπηματιών. Οι τρείς υπαίτιοι καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ όλοι οι στρατιωτικοί καθαιρέθηκαν και αποπέμφθηκαν από το στράτευμα με τον βαθμό του στρατιώτη. Ωστόσο, με απόφαση του πρωθυπουργού, οι θανατικές ποινές, μετατράπηκαν σε ισόβια κάθειρξη.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.