αρχιεπίσκοπος Αθηνών From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Αρχιεπίσκοπος πρώην Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιάκωβος, κατά κόσμον Γεώργιος Βαβανάτσος (22 Ιουνίου 1895, Γαλαξίδι -, 25 Οκτωβρίου 1984, Σαλαμίνα) υπήρξε ένας από τους πλέον σημαίνοντες και αμφιλεγόμενους Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος μέσα στον 20ό αιώνα. Διετέλεσε πρώτος Μητροπολίτης της νεοσύστατης Μητρόπολης Αττικής και Μεγαρίδος, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος και Πρόεδρος της Μητρόπολης Αττικής.
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Μακαριώτατος Ιάκωβος Βαβανάτσος | |
---|---|
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος | |
Από | 13 Ιανουαρίου 1962 |
Έως | 25 Ιανουαρίου 1962 |
Προκάτοχος | Θεόκλητος Β΄ |
Διάδοχος | Χρυσόστομος Β΄ |
Προσωπικά στοιχεία | |
Γέννηση | 11 Ιουνίου 1895 Γαλαξίδι, Ελλάδα |
Θάνατος | 25 Οκτωβρίου 1984 (89 ετών) Σαλαμίνα, Αττική, Ελλάδα |
Εθνικότητα | Ελληνική |
Δόγμα | Ορθόδοξη Εκκλησία |
Πρώην τίτλος | Επίσκοπος Χριστουπόλεως (1935-1936) Μητροπολίτης Αττικής και Μεγαρίδος (1936-1962) Πρόεδρος Μητροπόλεως Αττικής και Μεγαρίδος (1962-1968) |
Η προσωπική του πορεία υπήρξε παράλληλη της ιστορίας της Ορθόδοξης Ελλαδικής Εκκλησίας από τη δεκαετία του 1930 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1970. Προοδευτικός και ρηξικέλευθος ιεράρχης, βρέθηκε αντιμέτωπος με τις δύο μεγάλες δικτατορίες της 4ης Αυγούστου 1936 και της 21ης Απριλίου 1967 και διώχθηκε από τα στελέχη τους. Την περίοδο της Κατοχής ανέπτυξε πολυποίκιλη εθνική και ανθρωπιστική δράση, ενώ και κατά τον Εμφύλιο Πόλεμο κατάφερε να επεκτείνει την ποιμαντική του μέριμνα επάνω από τις διαχωριστικές πολιτικές γραμμές.
Η υπόθεση της εκλογής και της πτώσης του από τη θέση του προκαθημένου της Εκκλησίας της Ελλάδος υπήρξε μείγμα παρασκηνιακής δράσης πολιτικών, εκκλησιαστικών και παρεκκλησιαστικών παραγόντων. Παρά την αμφισβήτηση, που δέχθηκε στο σύντομο διάστημα της παραμονής του στον αρχιεπισκοπικό θώκο και την έντονη κριτική και πολεμική, που του ασκήθηκε πριν και μετά την παραίτησή του, παρέμεινε σημείο αναφοράς των εκκλησιαστικών εξελίξεων έως και τη Μεταπολίτευση. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος έγραψε για τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο μετά την εκδημία του :
Γεννήθηκε στο Γαλαξίδι Παρνασσίδας στις 22 Ιουνίου 1895 και ήταν ο τρίτος γιος του ναυτικού Κωνσταντίνου Βαβανάτσου και της Παρασκευής Ανατσίτου. Φοίτησε στο δημοτικό σχολείο και το σχολαρχείο Γαλαξειδίου και από μικρή ηλικία συμμετείχε ενεργά στη λατρευτική ζωή της τοπικής εκκλησίας, προσκολλώμενος στο θείο του ιερέα Νικόλαο Σκουτεράκο.
Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Γυμνάσιο του Πειραιά, εισήλθε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια στη Νομική. Διάκονος χειροτονήθηκε το 1918 από το Μητροπολίτη Φθιώτιδος Ιάκωβο Παπαϊωάννου. Μετά την εκλογή ως Αρχιεπισκόπου Αθηνών του Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου στα 1923, προσελήφθη ως διάκονός του με το οφίκιο του Μεγάλου Αρχιδιακόνου. Τρία χρόνια αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και προχειρίστηκε Αρχιμανδρίτης από το Μητροπολίτη Καρυστίας Παντελεήμονα Φωστίνη, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα καθήκοντα Γραμματέα της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και του Επισκοπικού Δικαστηρίου. Το 1931 διορίστηκε Πρωτοσύγκελος της Ι. Αρχιεπισκοπής.
Στις 11 Ιανουαρίου 1935 χειροτονήθηκε Επίσκοπος Χριστουπόλεως[1], (τιτουλάριος) Βοηθός Επίσκοπος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, διατηρώντας παράλληλα τη θέση του Πρωτοσυγκέλου, ως "Μέγας Πρωτοσύγκελος". Κατά το μεγαλύτερο μέρος της δωδεκαετίας 1923 – 1935 είχε επωμισθεί τη διοικητική σπουδή και οργάνωση της Αρχιεπισκοπής, έργο στο οποίο διακρίθηκε, μεριμνώντας για την τελετουργική ομοιομορφία, την ευταξία και τη μόρφωση των κληρικών και την εύρυθμη λειτουργία των ενοριών. Για αυτούς τους σκοπούς οργάνωσε το 1932 το πρώτο Εφημεριακό Συνέδριο στις αίθουσες του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, συνέστησε Πειθαρχικό Συμβούλιο από πρεσβυτέρους και ενίσχυσε τον θεσμό των ιερατικών συνάξεων.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1936 εξελέγη από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος Μητροπολίτης της νεοπαγούς Μητρόπολης Αττικής και Μεγαρίδος, η οποία δημιουργήθηκε σε αποσπασθέν έδαφος της υπερμεγέθους τότε αρχιεπισκοπικής περιφέρειας. Μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου στις 23 Οκτωβρίου 1938, στήριξε την υποψηφιότητα του Μητροπολίτη Κορίνθου Δαμασκηνού Παπανδρέου, έναντι αυτής του Μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρυσάνθου Φιλιππίδη. Η εκλογή Δαμασκηνού ακυρώθηκε με πολιτικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης Μεταξά και με αριστίνδην Σύνοδο επιτεύχθηκε η ανάδειξη του Χρυσάνθου ως προκαθημένου. Ο Ιάκωβος θεωρήθηκε από το καθεστώς και τη νέα εκκλησιαστική ηγεσία ανεπιθύμητος και τα όρια της Μητρόπολής του συρρικνώθηκαν στην περιοχή των Μεγάρων.[2] Η επαναφορά των κανονικών ορίων έγινε μετά την παύση του Χρυσάνθου και την ανάληψη της αρχιεπισκοπίας από το Δαμασκηνό το 1941.
Η ποιμαντική δράση του Ιακώβου ως Μητροπολίτη Αττικής και Μεγαρίδος έκανε την επαρχία του πρότυπο διοικητικής, οργανωτικής και πνευματικής δράσης για όλες τις άλλες μητροπολιτικές επαρχίες του ελλαδικού χώρου. Ο ίδιος έδωσε απ’ αρχής βάρος στην επιμόρφωση του εφημεριακού κλήρου, με σκοπό την άσκηση της διακονίας του με όσο το δυνατό αρτιότερο τρόπο. Στο πλαίσιο αυτό ίδρυσε προπαρασκευαστική σχολή για μετεκπαίδευση των εφημερίων και προήγαγε το θεσμό των ανά έτος ιερατικών συνάξεων. Το 1953 εξέδωσε και το έργο του "Ποιμαντικαί Υποδείξεις", ένα οδηγό ποιμαντικής πρακτικής.
Στον τομέα της πνευματικής καθοδήγησης και στήριξης της νεολαίας προέβη, ιδιαίτερα μετά την Απελευθέρωση, σε σειρά καινοτόμων ενεργειών. Ίδρυσε ομίλους νέων με την επωνυμία "Οδοιπόροι της ζωής", οι οποίοι μέσω της διδασκαλίας και του διαλόγου προσπαθούσαν να βοηθήσουν τους νέους, που συμμετείχαν στη διευκρίνιση μίας σαφούς εθνικής και θρησκευτικής ταυτότητας. Σε αυτό το εγχείρημα συνέπραξαν εκατοντάδες νέοι από όλες τις περιοχές της Αττικής. Επιπλέον ίδρυσε τις πρότυπες εκκλησιαστικές κατασκηνώσεις της Ελευσίνας, που λόγω της άρτιας οργάνωσής τους χρησιμοποιήθηκαν και από την πολιτεία. Με αυτή του την προσπάθεια περιέθαλψε ικανό αριθμό παιδιών της δοκιμαζόμενης γενιάς της Κατοχής. Το 1947 η Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος έθεσε υπό την αιγίδα της το όλο νεανικό έργο της Μητρόπολης Αττικής, προβάλλοντάς το σαν πρότυπο.
Πεδία ενεργειών του Ιακώβου υπήρξαν, ακόμη, η ίδρυση και η οργάνωση μοναστικών κοινοτήτων. Κατά την ποιμαντορία του δημιουργήθηκαν, αναπαλαιώθηκαν ή ενισχύθηκαν πολλές μονές, ενώ συνάμα βοηθήθηκε και η στελέχωσή τους. Ιδιαίτερα στον τομέα του γυναικείου μοναχισμού παρατηρήθηκε ακμή, όχι μόνο σχετική με την προσέλευση μοναζουσών και την πληθυσμιακή αύξηση των μονών, αλλά και την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών.
Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ο Ιάκωβος κινητοποίησε το δυναμικό της Μητρόπολης Αττικής, με σκοπό την προσφορά βοήθειας προς τους Έλληνες στρατιώτες του μετώπου και τα άπορα παιδιά. Οι καλόγριες των γυναικείων μοναστηριών ανέλαβαν την κατασκευή πλεκτών, που αποστέλλονταν στους στρατιώτες για την αντιμετώπιση των δύσκολων καιρικών συνθηκών και ταυτόχρονα γυναικείες και ανδρικές μονές φιλοξενούσαν παιδιά με πρόβλημα επισιτισμού και διαβίωσης.
Στην ίδια γραμμή συνέχισε και την περίοδο της Κατοχής, κινούμενος όμως πλέον πιο δυναμικά και δρώντας εντονότερα ως κορυφαίος θρησκευτικός λειτουργός του καταπιεζόμενου και αγωνιζόμενου λαού. Οι πράξεις του ευρύνονταν από την οργάνωση φιλόπτωχων ταμείων και της "Κοινωνικής Αλληλεγγύης", μέχρι τη συνεχή προσωπική παράσταση προς τους κατακτητές για την απόλυση κρατουμένων ή τη διάσωση μελλοθανάτων. Ακόμη βοήθησε τη φυγάδευση και την απόκρυψη αντιστασιακών, παρενέβη δραστικά στην αποτροπή της πυρπόλησης των πόλεων Βίλλια, Μέγαρα, Μαρκόπουλο και Μαραθώνα και της εκτέλεσης κατοίκων τους.
Ο ίδιος διηγείτο αργότερα:
Στο διάστημα του Εμφυλίου Πολέμου βρέθηκε συχνά σε ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ των δύο πλευρών. Προσπάθησε να μη χρωματιστεί πολιτικά, τηρώντας ίσες αποστάσεις και συνεπή στάση εκκλησιαστικού ταγού, θεωρώντας τους αντιμαχόμενους πνευματικά παιδιά του. Και σε αυτή τη φάση προέταξε το κύρος του υπουργήματος και της προσωπικότητάς του, ώστε στο μέτρο των δυνατοτήτων του να βοηθήσει να αποφευχθούν εκτελέσεις και συρράξεις.
Σημειώνει για την προσωπική του στάση στον Εμφύλιο:
Η διοικητική πείρα και η υψηλή θεολογική κατάρτιση, οι οποίες χαρακτήριζαν τον Ιάκωβο, ήταν τα στοιχεία, που συνέβαλαν, ώστε μεταπολεμικά να αναλάβει εναργέστερη συμμετοχή στην επίλυση προβλημάτων της ευρύτερης ελλαδικής εκκλησιαστικής διοίκησης και να αναχθεί σε έναν από τους βασικότερους παράγοντες της Ιεραρχίας. Υπό την πνευματική του καθοδήγηση βρέθηκε μία αρκετά μεγάλη ομάδα νεότερων αρχιερέων και ιερέων με βασικά γνωρίσματα την προοδευτική σκέψη σχετικά με την εκκλησιαστική διοίκηση και οργάνωση και την αντίθεση προς τη δράση των ισχυρών, τότε, παρεκκλησιαστικών σωματείων. Ο Ιάκωβος αποκαλούσε αυτού του είδους τα σωματεία "προτεσταντισμό ελληνικής εμπνεύσεως".
Στις 8 Ιανουαρίου 1962 απεβίωσε σε ηλικία 72 ετών ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Β΄ (Παναγιωτόπουλος) και ξέσπασε κρίση στην ορθόδοξη ιεραρχία, η οποία ταλάνισε την Ελλάδα επί 38 ημέρες. Η κηδεία του Θεόκλητου στις 11 Ιανουαρίου ήταν μεγαλοπρεπής, αλλά η τελετή σκιάστηκε ήδη από δημοσιεύματα εφημερίδων με υπαινιγμούς κατά του φερόμενου ως υποψήφιου για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο Ιακώβου. Το κύρος της προσωπικότητας του Ιακώβου και οι καλές σχέσεις του με τα Ανάκτορα (τιμήθηκε και με το Μεγαλόσταυρο του Βασιλικού Τάγματος του Γεωργίου) τον έκαναν να προβάλλει ως ο επικρατέστερος των υποψηφίων. Στα δημοσιεύματα τονιζόταν, ότι ο προκαθήμενος που θα εκλεγεί, πρέπει όχι μόνο να είναι ικανός και μορφωμένος, αλλά και "μεγάλου ηθικού αναστήματος". Παράλληλα άρχισαν να κυκλοφορούν προκηρύξεις, εκδιδόμενες από παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, με περιεχόμενο υβριστικό[3] και στόχο την υποσκέλιση της υποψηφιότητάς του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Ιάκωβος ποτέ δεν είχε κατηγορηθεί για μεμπτό ηθικό φρόνημα, ούτε η ιδιωτική του ζωή απασχόλησε τον Τύπο ή τα όργανα της Εκκλησίας σε όλη την περίοδο της ιερατικής και αρχιερατικής του σταδιοδρομίας.
Η τότε κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή, πιεζόμενη ίσως από τα παρεκκλησιαστικά κέντρα και παρατηρώντας τις γενικότερες αντιδράσεις, αντίθετα με τον αφειδή χρόνο, που διδόταν μέχρι τότε σε παρόμοιες περιπτώσεις για την προετοιμασία των υποψηφίων, έσπευσε και καθόρισε, για πρώτη φορά, ημερομηνία εκλογής αρχιεπισκόπου, δια του αρμόδιου Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Γρηγόρη Κασσιμάτη, μόλις δύο ημέρες μετά την κηδεία του αποθανόντος επισκόπου, προκαλώντας έτσι τη γενική αγανάκτηση των ιεραρχών, αφού ουσιαστικά η προετοιμασία εκλογής γινόταν επάνω από το σκήνωμα του αποθανόντος αρχιεπισκόπου. Έτσι η εκλογή ορίστηκε για τις 13 Ιανουαρίου του 1962. Η δε πρόταση αναβολής της εκλογής δεν έγινε από την κυβέρνηση δεκτή. Η πλέον ουσιαστική παράμετρος της αντίθεσης της κυβέρνησης προς την υποψηφιότητα Ιακώβου ήταν η πρόθεσή του για δημιουργία ενός είδους εκκλησιαστικής τράπεζας, που θα διαχειριζόταν την περιουσία της Εκκλησίας της Ελλάδος.[4] Η υλοποίηση αυτού του σχεδίου θα έβλαπτε σοβαρά τα συμφέροντα της Εθνικής Τράπεζας, στην οποία μέχρι και σήμερα καταθέτονται τα εκκλησιαστικά κεφάλαια.
Ανήμερα της κηδείας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Θεοκλήτου μία ομάδα 23 Επισκόπων έδωσε στη δημοσιότητα την ακόλουθη ανακοίνωση σε απάντηση των διαφόρων επιθετικών δημοσιευμάτων:
Την ανακοίνωση αυτή των 23 επί συνόλου 66 τότε μητροπολιτών υπέγραφαν: ο Ύδρας Προκόπιος, ο Φλωρίνης Βασίλειος, ο Κορινθίας Προκόπιος, ο Ηλείας Γερμανός, ο Θεσσαλιώτιδος Κύριλλος, ο Κιλκισίου Ιωακείμ, ο Ιωαννίνων Σεραφείμ, ο Δημητριάδος Δαμασκηνός, ο Μαρωνείας Τιμόθεος, ο Δράμας Φίλιππος, ο Πρεβέζης Στυλιανός, ο Σιατίστης Πολύκαρπος, ο Ξάνθης Αντώνιος, ο Ελασσώνος Ιάκωβος, ο Θήρας Γαβριήλ, ο Παραμυθίας Τίτος, ο Άρτης Ιγνάτιος, ο Καστοριάς Δωρόθεος, ο Φθιώτιδος Δαμασκηνός, ο Λαρίσης Ιάκωβος, ο Τριφυλίας Στέφανος, ο Γρεβενών Χρυσόστομος και ο Παροναξίας Επιφάνιος.
Ο δημοσιογραφικός θόρυβος σχετικά με το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου αυξήθηκε και τα μέλη των παραεκκλησιαστικών οργανώσεων άρχισαν να προβαίνουν σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Παράλληλα κατατέθηκε μήνυση (εκκλησιαστικού Δικαίου) σε βάρος του στην Ιερά Σύνοδο, η οποία προερχόταν από τον Αρχιμανδρίτη Δαμασκηνό Γεωργακόπουλο, που υπηρετούσε στο Ναό του Αγίου Δημητρίου Αμπελοκήπων και που αργότερα αυτοαποσχηματίστηκε, όταν καταγγέλθηκε σε δικαστήριο, ότι είχε χρηματιστεί για να διατυπώσει κατηγορίες σε βάρος του Ιακώβου. Η Ιερά Σύνοδος διέταξε την έναρξη ανακρίσεων με υπεύθυνο αρχικά το Μητροπολίτη Ξάνθης Αντώνιο και μετέπειτα το Μητροπολίτη Σιατίστης Διονύσιο. Τη μήνυση του Δαμασκηνού Γεωργακόπουλου ακολούθησε ακόμη μία από τον υποστράτηγο εν αποστρατεία Μπενή-Ψάλτη, στην οποία επικαλούνταν εθνικούς κινδύνους εξ αιτίας της αρχαιρεσίας Ιακώβου.
Η Εκλογή του Αρχιεπισκόπου έγινε με μυστική ψηφοφορία εντός του Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών, παρουσία του υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, η οποία και ξεκίνησε στις 09.00 ώρα της 13ης Ιανουαρίου του 1962. Πραγματοποιήθηκαν δύο ψηφοφορίες, η πρώτη για τον καταρτισμό του τριπρόσωπου ψηφοδελτίου και η δεύτερη της εκλογής. Έξω δε από τον Ναό, που είχε συγκεντρωθεί μεγάλο πλήθος, είχαν αναπτυχθεί δρακόντεια αστυνομικά μέτρα υπό την επίβλεψη του τότε αστυνομικού διευθυντή Θ. Ρακιτζή.
Με την έναρξη της ψηφοφορίας ο Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως Αμβρόσιος υπέβαλε ένσταση για αναβολή λόγω αφενός του μικρού μεσολαβούντος χρόνου από το θάνατο του μακαριστού Θεόκλητου, αφετέρου για τις πρωτοφανείς κατηγορίες που έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Στην απόρριψη της ένστασης εκ μέρους του υπουργού ως "νόμω αβάσιμη", ακολούθησε και δεύτερη από τον ίδιο μητροπολίτη, όπως "πρυτανεύσουν οι ιεροί κανόνες και όχι οι νόμοι", όπου και αυτή απορρίφθηκε.
Από τη πρώτη ψηφοφορία αναδείχθηκαν υποψήφιοι για την πλήρωση της αρχιεπισκοπικής έδρας οι Μητροπολίτες: Αττικής Ιάκωβος, που έλαβε 32 ψήφους, Καβάλας Χρυσόστομος, (μετέπειτα αρχιεπίσκοπος) που έλαβε 23 ψήφους, και Μαντινείας Γερμανός, που έλαβε 16 ψήφους, ενώ πρώτος επιλαχών ήταν ο Θεσσαλονίκης Παντελεήμων με 14 ψήφους.
Το τελικό αποτέλεσμα ανέδειξε Αρχιεπίσκοπο τον Ιάκωβο με 33 ψήφους έναντι 20 του Χρυσοστόμου και 4 του Γερμανού σε σύνολο 57 ψηφισάντων αρχιερέων.
Το αποτέλεσμα της εκλογής ανακοινώθηκε στις 14:30 ώρα με χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες αρχικά του Καθεδρικού Ναού Αθηνών και στη συνέχεια ομοίως των καθεδρικών ναών της επικράτειας.
Το μήνυμα του νέου Αρχιεπισκόπου δόθηκε με την παρουσία 32 αρχιερέων και την αποχή 25, χαρακτηριστικό της διχοστασίας, που είχε δημιουργηθεί και στους κόλπους της Ιεραρχίας.
Η τελετή διαβεβαίωσης και η ενθρόνιση του Αρχιεπισκόπου πραγματοποιήθηκαν στις 18 Ιανουαρίου υπό ισχυρή αστυνομική φύλαξη. Η αντίθεση κυβέρνησης και Ανακτόρων πάνω στην αρχιεπισκοπική υπόθεση γινόταν εντονότερη με τη συμμετοχή πλέον και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που κατηγορούσε την κυβέρνηση, ότι με πράξεις και παραλείψεις της υποβοήθησε την εκλογή Ιακώβου. Εν τω μεταξύ κυκλοφορούσαν διάφορα σενάρια, που ήθελαν την κυβέρνηση να προβαίνει σε σύσταση αριστίνδην δωδεκαμελούς Συνόδου, η οποία θα εξέλεγε Αρχιεπίσκοπο τον πρωθιερέα των Ανακτόρων Αρχιμανδρίτη Ιερώνυμο Κοτσώνη.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εκτός του συγχαρητήριου τηλεγραφήματος[5] με πρωτοβουλία του Πατριάρχη Αθηναγόρα απέστειλε αντιπροσωπεία ιεραρχών για συνάντηση με το νέο προκαθήμενο, θέλοντας να δείξει τη στήριξή του.
Ωστόσο, επί ένα δεκαήμερο εφημερίδες και άλλα έντυπα καταχωρούσαν δημοσιεύματα, τα οποία ευθέως ή εμμέσως αναφέρονταν στην υποτιθέμενη ερωτική ζωή του Ιακώβου και "σκανδαλίζουν το χριστεπώνυμο πλήρωμα". Κυβερνητικοί παράγοντες και μητροπολίτες άρχισαν τις πιέσεις στον Ιάκωβο να παραιτηθεί. Κάθε ημέρα που περνούσε οι πιέσεις ήταν ισχυρότερες. Δεν έλειψαν και οι υποστηρικτές του Ιακώβου, οι οποίοι δημόσια τον εγκωμίαζαν. Μεταξύ αυτών και εκλεγμένοι δημοτικοί άρχοντες της Αττικής. Ο Ιάκωβος αρνιόταν να παραιτηθεί.
Η κρίση στους κόλπους της Εκκλησίας της Ελλάδος πέρασε σε νέα, τελική φάση στις 24 Ιανουαρίου. Η άρνηση του Ιάκωβου να παραιτηθεί -παρά τις πιέσεις που του ασκούνταν- οδήγησε σε κυβερνητική παρέμβαση. Συγκροτήθηκε σύσκεψη υπουργών υπό τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή και ακολούθησε ανακοίνωση, με την οποία η κυβέρνηση δήλωνε έτοιμη να φέρει στη Βουλή νομοσχέδιο, το οποίο προέβλεπε, ότι ο προκαθήμενος της Εκκλησίας θα εκλέγεται από μικτό σώμα κληρικών και λαϊκών και σε περίπτωση διχοστασίας για το πρόσωπο του εκλεγμένου αρχιεπισκόπου, το σώμα αυτό θα μπορεί να κηρύξει τον αρχιεπισκοπικό θρόνο σε χηρεία. Η κίνηση αυτή εξανάγκασε τον Ιάκωβο σε υποχώρηση. Συγκάλεσε για την επομένη, στις 25 Ιανουαρίου, την Ιερά Σύνοδο και υπέβαλε την παραίτησή του στο κείμενο της οποίας διατυπώθηκαν αιχμές κατά της κυβέρνησης:
Ἐκλεγεὶς ὑπὸ θεόθεν ὁδηγηθέντων ἱεραρχῶν τῆς σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος προκαθήμενος αὐτῆς καὶ κανονικῶς καὶ νομίμως ἀναλαβὼν ἀπὸ τῆς ἡμέρας τῆς ἐκλογῆς καὶ τῆς ἐνθρονίσεώς μου τὴν διακυβέρνησιν τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, ἄγομαι εἰς τὴν ἀπόφασιν καὶ ἤδη προβαίνω εἰς πραγματοποίησιν τῆς ὑποβολῆς τῆς παραιτήσεώς μου ἀπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκοπικοὺ Θρόνου τῶν Ἀθηνῶν, οὐ μέντοι γε τῆς Ἀρχιερωσύνης μου, οὐχὶ οἰκεία βουλήσει, ἀλλὰ πολλῇ καὶ καταθλιπτικῇ τῇ Κυβερνητικῇ πιέσει καὶ πρὸς ἀποτροπὴν ἀναμίξεως τῆς Πολιτείας εἰς τὴν ἐσωτερικὴν σύστασιν καὶ διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν ἀνάμιξιν, ὣς ἐκτὸς τοῦ κανονικοῦ συστήματος τῆς Ἐκκλησίας εὑρισκομένην, θεωρῶ καταστρεπτικὴν καὶ ὀλέθριον διὰ τὸ κῦρος καὶ τὴν κανονικὴν αὐτοτέλειαν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ὁποίαν ἠγάπησα μέχρι λατρείας καὶ ὑπηρέτησα πιστῶς καὶ ἀφοσιωμένως ἐπὶ 44 συναπτὰ ἔτη. Θυσιάζω καὶ σφαγιάζω ἐμαυτὸν καὶ ῥίπτομαι ὣς ὁ Ἰωνᾶς εἰς τὴν θάλασσαν, χάριν τῆς κανονικῆς διοικήσεως καὶ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καὶ εἶμαι βέβαιος, ὅτι ἡ Ἱστορία θὰ ἐκτιμήσῃ τὴν ὑπὲρ τῆς Ἐκκλησίας αὐτοθυσίαν μου καὶ ὁλοκληρωτικὴν προσφοράν μου, μὲ τὴν διάπυρον εὐχὴν ὅπως ἡ Πολιτεία μὴ τολμήσῃ να ἐπέμβῃ στα ἐσωτερικὰ τῆς Ἐκκλησίας. Εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου διὰ τὴν περὶ ἐμοῦ ἀνεξιχνίαστον αὐτοῦ οἰκονομίαν καὶ δέομαι αὐτοῦ ὅπως τὴν Ἐκκλησίαν Αὐτοῦ καὶ δὴ καὶ τὴν τῆς Ἑλλάδος τοιαύτην διατηρεῖ ἀνωτέραν πάσης ἔσωθεν ἢ ἔξωθεν ἐπερχομένης ἐπιβουλῆς. Ἀθῆναι 25 – 1 -1962 Ὁ Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Ἰάκωβος |
Όπως αναφέρεται στην επιστολή του αυτή, ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος πίστευε σθεναρά, ότι η ανάμιξη της Πολιτείας στα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας θα ήταν καταστροφική και ότι η πιθανότητα μίας τέτοιας ανάμιξης τον οδήγησε στην υποβολή της παραίτησής του. Μετά την παραίτησή του, ο Ιάκωβος αναχώρησε από το παλαιό συνοδικό μέγαρο της οδού Αγίας Φιλοθέης για την Κηφισιά. Το πρωί της ίδιας ημέρας, 300 ιερείς της Αττικής εξέφρασαν την συμπαράστασή τους στον Ιάκωβο. Η κρίση λύθηκε στις 14 Φεβρουαρίου με την εκλογή του Καβάλας Χρυσοστόμου ως αρχιεπισκόπου, ο οποίος ενθρονίστηκε στις 17 Φεβρουαρίου και συγκάλεσε σε πανηγυρική συνεδρίαση την Ιερά Σύνοδο στις 22 Φεβρουαρίου. Πάντως το ανώτατο εκκλησιαστικό δικαστήριο, στις 4 Απριλίου, αθώωσε παμψηφεί τον παραιτηθέντα Ιάκωβο[6].
Μετά την παραίτησή του έλαβε από τη Σύνοδο τον τίτλο του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου πρώην Αθηνών και Πάσης Ελλάδος και καταστάθηκε Πρόεδρος της Μητρόπολης Αττικής και Μεγαρίδος, επιστρέφοντας στο εκεί ποιμαντικό του έργο.[7] Το Συνοδικό Δικαστήριο, ασχολούμενο με τις εναντίον του καταγγελίες και εξετάζοντας 70 μάρτυρες, εξέδωσε ομόφωνη απόφαση, συνοδευόμενη από πόρισμα 135 σελίδων, με την οποία αθώωνε τον Αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο.
Με την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 και τη σύσταση αριστίνδην Συνόδου διοίκησης της Εκκλησίας της Ελλάδος, ζήτησε να συναντηθεί [8] με τον Ιάκωβο ο πραξικοπηματίας στρατηγός Σπαντιδάκης, που του δήλωσε, πως έπρεπε να παραιτηθεί από το θρόνο της Μητρόπολης Αττικής, διότι οι θέσεις του για τις σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας ήταν αντίθετες με αυτές της "επαναστάσεως". Ο Αρχιεπίσκοπος αρνήθηκε την παραίτηση, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου προς τον έπαρχο Μόδεστο. Από εκείνη τη στιγμή τέθηκε σε παρακολούθηση μέχρι και τη δημοσίευση του νόμου 214/67,[9] με τον οποίο μπόρεσε η δικτατορία να τον καταδικάσει, αφαιρώντας του και τη διαποίμανση της επαρχίας του. Ακόμη θεσπίστηκε ειδική διάταξη στη ΛΣΤ’/968 Συντακτική Πράξη[εκκρεμεί παραπομπή], που προέβλεπε φυλάκισή του σε Ι. Μονή εντός της χώρας, οριζόμενης από απόφαση του "υπουργικού συμβουλίου".
Παρά τις προσωπικές διώξεις του ο Αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος συμπαραστάθηκε ενεργά στους πολιτικούς κρατούμενους και εξόριστους από τη Χούντα και σε προσωπικότητες της αντίστασης. Συνάμα στήριξε και τους νέους της οργάνωσης "ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος", που οδηγήθηκαν σε δίκη το 1971.[10]
Μετά την παραίτηση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου (Κοτσώνη) το 1973, επισκέφθηκε τον Ιάκωβο ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Σεραφείμ (Τίκκας) και του ζήτησε τη στήριξή του, προκειμένου να προωθηθεί στην ηγεσία της Εκκλησίας. Οι δύο τους διατηρούσαν φιλικές σχέσεις και ο Ιάκωβος τον είχε βοηθήσει να εκλεγεί Μητροπολίτης Άρτης και αργότερα Ιωαννίνων. Ανταποκρινόμενος στην παράκλησή του, δέχτηκε να κάνει, ότι ήταν δυνατό από μέρους του και του έδωσε κατευθύνσεις για την έξοδο από την εκκλησιαστική κρίση.
Η άνοδος Σεραφείμ στον αρχιεπισκοπικό θρόνο δημιούργησε στον Ιάκωβο την προσδοκία αποκατάστασής του στη Μητρόπολη Αττικής. Όμως η νέα διοίκηση δεν τον αποκατέστησε εξ αιτίας των αντιδράσεων των στρατιωτικών, οι οποίοι διατηρούσαν ακόμη την πολιτική εξουσία. Μεταπολιτευτικά προσπάθησε να δικαιωθεί προσφεύγοντας στην Ιερά Σύνοδο, αλλά παρ’ ότι αναγνωρίστηκε η ηθική ακεραιότητά του και η παράνομη καταδίκη του (βάσει του Α.Ν. 214/67), δεν επιτράπηκε η επιστροφή του στη Μητρόπολη Αττικής.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Ιερά Μονή Παναγίας Φανερωμένης Σαλαμίνας. Πέθανε στις 25 Οκτωβρίου 1984 στην Μονή Παναγίας Φανερωμένης, όπου και ετάφη. Η κηδεία του τελέστηκε στην Ιερά Μητρόπολη Αθηνών, χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σεραφείμ.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.