Η μεγαλύτερη ινδοευρωπαϊκή εθνογλωσσική ομάδα της Ευρώπης From Wikipedia, the free encyclopedia
Οι Σλάβοι είναι η μεγαλύτερη ινδοευρωπαϊκή εθνογλωσσική ομάδα της Ευρώπης. Είναι γηγενείς στην Κεντρική, την Ανατολική, τη Νοτιοανατολική και τη Βορειοανατολική Ευρώπη, καθώς και τη Βόρεια και την Κεντρική Ασία. Οι Σλάβοι μιλούν τις Σλαβικές γλώσσες της ομάδας των Βαλτοσλαβικών γλωσσών. Από τις αρχές του 6ου αιώνα εξαπλώθηκαν για να εγκατασταθούν και να κατοικήσουν το μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής, της Ανατολικής και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Συνολικός πληθυσμός | |
---|---|
300-350 εκατομμύρια | |
Περιοχές με σημαντικούς πληθυσμούς | |
Ρώσοι | 129.000.000[1] |
Πολωνοί | 57.300.000 |
Ουκρανοί | 57.000.000 |
Σέρβοι | 12.000.000 |
Τσέχοι | 12.000.000 |
Λευκορώσοι | 10.000.000 |
Βούλγαροι | 8.000.000 |
Σλοβάκοι | 5.400.000 |
Κροάτες | 4.000.000 |
Βόσνιοι | 2.800.000 |
Σλοβένοι | 2.500.000 |
Σλαβομακεδόνες | 2.000.000 |
Μαυροβούνιοι | 750.000 |
Γλώσσες | |
Ρωσικά, Λευκορωσικά, Ουκρανικά, Πολωνικά, Τσέχικα, Σλοβακικά,Σλοβενικά, Κροατικά, Σερβικά, Βοσνιακά, Μαυροβουνιακά, Σλαβομακεδονικά, Βουλγαρικά | |
Θρησκεία | |
Χριστιανισμός (κυρίως Ορθόδοξοι και Καθολικοί), Ισλάμ (κυρίως Σουνίτες). Δείτε επίσης: Σλάβοι Ανατολικοί Ορθόδοξοι, Σλάβοι Καθολικοί και Σλάβοι Μουσουλμάνοι. |
Κράτη με σλαβικές γλώσσες αποτελούν πάνω από το 50% του εδάφους της Ευρώπης, έτσι είναι η μεγαλύτερη εθνογλωσσική ομάδα αυτής ως προς την έκταση. Οι σημερινοί σλαβικοί λαοί κατηγοριοποιούνται σε Δυτικούς Σλάβους (κυρίως Πολωνούς, Τσέχους, και Σλοβάκους), Ανατολικούς Σλάβους (κυρίως Λευκορώσους, Ρώσους και Ουκρανούς), και Νότιους Σλάβους (κυρίως Βόσνιους, Κροάτες, Σλαβομακεδόνες, Μαυροβούνιους, Σέρβους, Σλοβένους και Βουλγάρους), αν και μερικές φορές οι Δυτικοί και οι Ανατολικοί Σλάβοι αναφέρονται συνολικά ως Βόρειοι Σλάβοι.
Κατά το Μεσαίωνα υπήρχαν δεκάδες σλαβικά φύλα. Από τότε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, μέσα από αλλεπάλληλες ενοποιήσεις, ενσωματώσεις και διασπάσεις, διαμορφώθηκε σε γενικές γραμμές η εικόνα του σλαβικού κόσμου που συναντάμε στις μέρες μας, και που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρώπης. Σήμερα αποτελούν τον κυρίως πληθυσμό σε δεκατρία ευρωπαϊκά κράτη: Ρωσία, Ουκρανία, Λευκορωσία, Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία, Σλοβενία, Κροατία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Βόρεια Μακεδονία και Βουλγαρία. Τα σύγχρονα σλαβικά έθνη και εθνοτικές ομάδες διαφέρουν σημαντικά τόσο γενετικά όσο και πολιτιστικά, και οι μεταξύ τους σχέσεις ποικίλλουν - ακόμη και μέσα στις ίδιες τις εθνοτικές ομάδες - από αισθήματα σύνδεσης μέχρι αμοιβαία αισθήματα εχθρότητας.
Εντοπίζονται για πρώτη φορά στις βυζαντινές πηγές του 6ου αιώνα μ.Χ. με τις παραλλαγές σκλάβοι, σκλαβηνοί, σλάβοι, σλαβηνοί, Άντες, και στις δυτικές του 7ου αιώνα μ.Χ. με τις μορφές sclaveni και sclavi .[2] Οι ίδιοι αυτοαποκαλούνταν Σλοβένοι, ενώ οι γείτονές τους Γερμανοί τούς ονόμαζαν Wenden ή Winden (Βένδοι), θεωρώντας το λαό τους Κέλτες που αφομοιώθηκαν από τους Σλάβους αργότερα.[3]
Η ετυμολογία της ονομασίας τους δεν είναι σίγουρη και οι ερμηνείες της ποικίλλουν:
α) Οι αρχαιότερες σλαβικές πηγές που χρησιμοποιούν ονομασία για τους Σλάβους ανάγεται τον 9ο αιώνα μ.Χ. και είναι η λέξη ЅlověninБ (πληθυντικός του slověne). Η λέξη σχηματίζεται από το slov και το επίθημα -jenin. Το πρώτο δηλώνει τοποθεσία και το δεύτερο τον κάτοικο αυτής της τοποθεσίας. Το slov ετυμολογικά ανάγεται στο πρωτοϊνδοευρωπαΐκό K΄lou που σημαίνει ρέω, κι επειδή τα πρωτοϊνδοευρωπαΐκά Κ και ou προφέρoνταν s και ov αντίστοιχα στους Σλάβους, έχουμε το ЅlověninБ. Άρα η προέλευση του ονόματος υποδηλώνει ότι κατοικούσαν αρχικά σε περιοχές πλούσιες σε νερά, ποτάμια και λίμνες δηλαδή.
β) Η λέξη Σλάβος συνδέεται με το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό (s)lawos, συγγενή λέξη της ελληνικής λέξης λαός.
γ) Ετυμολογείται επίσης από τη σλαβική λέξη slava (=δόξα, φήμη) και slovo (=λόγος). Πρόκειται όμως για μια εύκολη λαϊκή ετυμολογία.
δ) Αστήρικτη και ενδεικτική της δυτικής οπτικής είναι η λατινική εκδοχή που την ανάγει στη λατινική λέξη Sclavus (δούλος). Όμως το ίδιο το Sclavus προέρχεται αρχικά από το ЅlověninБ.
ε) Ως δηλωτική κοινωνικής-επαγγελματικής ιδιότητας είναι η ετυμολόγησή της από το πρωτοβουλγαρικό saqlaw (=φύλακας, εκπαιδευμένος δούλος), στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο από εκπαιδευμένους δούλους των Αβάρων.
στ) Τέλος υπάρχει και μία ετυμολογική εκδοχή που της δίνει θρησκευτικό περιεχόμενο, και δηλώνει αυτόν που ανήκει σε μία θρησκευτική ομάδα.[4]
Η ιστορική καταγωγή τους είναι άγνωστη διότι δεν έχουμε μύθους γενεαλογικούς οι οποίοι να διασώζουν κάποιον ιστορικό πυρήνα.[5] Επίσης οι μετακινήσεις τους δεν άφησαν γραπτά κατάλοιπα ή άλλα έτσι ώστε να ταυτιστούν με αυτούς απόλυτα. Τέλος, για τους άλλους λαούς που διέθεταν γραφή οι περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης και βόρεια των στεπών ήταν γι' αυτούς κάτι άγνωστο, κατοικημένες από μυθικά όντα χωρίς στενές επαφές.[6] Η ιστορική περίοδος για τα σλαβικά φύλα ξεκινά από τις πρώτες ιστορικές μνείες γι' αυτούς κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα μ.Χ.
Οι πρώτες απόψεις για την κοιτίδα των Σλάβων ανάγονται στον 12ο αιώνα και στο ρωσικό Χρονικό του Νέστορα.[7] Δύο είναι κυριότερες εκδοχές: α) βορειοδυτικά των Καρπαθίων Ορέων, και β) στην περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στον ποταμό Βιστούλα στα δυτικά και τον μέσο ρου του ποταμού Δνείπερου στα ανατολικά, βόρεια από τα Καρπάθια Όρη και νότια των ποταμών Νάρεβ και Πριπέτ, δηλαδή στη σημερινή ανατολική Πολωνία, δυτική Ουκρανία, και νοτιοδυτική Λευκορωσία. Η δεύτερη εκδοχή είναι η περισσότερο θεμελιωμένη από τα πορίσματα της αρχαιολογίας, της γλωσσολογίας και της παλαιοδημογραφίας.[8] Γειτνίαζαν με τους βαλτικούς λαούς στα βόρεια, τους Ιλλυριούς και τους Κέλτες στα δυτικά, στα νότια με τους Θράκες και ανατολικά με τους ιρανικούς πληθυσμούς. Αυτή η Πρωτοσλαβική εθνότητα δεν ήταν χωρισμένη σε έθνη και μιλούσε την κοινή σλαβική, μια ενιαία γλώσσα.[9]
Οι Σλάβοι με το όνομα Άντες και Σκλαβηνοί κάνουν την πρώτη τους εμφάνιση σε βυζαντινά έγγραφα στις αρχές του 6ου αιώνα. Βυζαντινοί ιστοριογράφοι επί Ιουστινιανού Α΄ (527-565), όπως ο Προκόπιος ο Καισαρεύς, ο Ιορδάνης ο Αλανός και ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης περιγράφουν φυλές με αυτά τα ονόματα να εμφανίζονται από την περιοχή των Καρπαθίων, του κάτω Δούναβη και του Εύξεινου Πόντου, εισβάλλοντας στις επαρχίες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ο Προκόπιος έγραψε το 545 ότι «οι Σκλαβηνοί και οι Άντες είχαν στην πραγματικότητα ένα μόνο όνομα στο απομακρυσμένο παρελθόν · γιατί και οι δύο ονομάζονταν Σπόροι παλαιότερα». Τους χαρακτήριζε ως βαρβάρους, που ζούσαν με δημοκρατία, και πίστευαν σε έναν θεό, τον «δημιουργό των κεραυνών» (Περούν), στον οποίο έκαναν θυσίες. Ζούσαν σε διάσπαρτα σπίτια και άλλαζαν συνεχώς οικισμούς. Όσον αφορά τον πόλεμο ήταν κυρίως πεζικάριοι με μικρές ασπίδες και τσεκούρια, ελαφρώς ντυμένοι (μερικοί έμπαιναν στη μάχη γυμνοί), με καλυμμένα μόνο τα γεννητικά τους όργανα. Η γλώσσα τους είναι «βαρβαρική» (δηλαδή μη ελληνόφωνη) και οι δύο φυλές δεν διαφέρουν ως προς την εμφάνιση, είναι ψηλοί και ανθεκτικοί, "ενώ τα σώματα και τα μαλλιά τους δεν είναι ούτε πολύ ξανθά, ούτε κλίνουν εντελώς προς το σκούρο, αλλά είναι ελαφρώς κοκκινωπά. Και ζουν σκληρή ζωή χωρίς να δίνουν προσοχή στις σωματικές ανέσεις..." Ο Ιορδάνης περιέγραψε τους Σκλαβηνούς ως έχοντες τα έλη και δάση για πόλεις. Μια άλλη πηγή του 6ου αιώνα αναφέρεται σε αυτούς ότι ζουν μέσα σε σχεδόν αδιαπέραστα δάση, ποτάμια, λίμνες και έλη.
Ο Μένανδρος Προτέκτωρ αναφέρει έναν Νοτιοσλάβο φύλαρχο με το όνομα Δαυρέντιος (577-579), ο οποίος σκότωσε έναν Άβαρο απεσταλμένο του Χαγάνου Μπαγιάν Α΄. Οι Άβαροι ζήτησαν από τους Σλάβους να δεχτούν την επικυριαρχία τους. Ο ίδιος όμως αρνήθηκε και λέγεται ότι είπε: "Άλλοι δεν κατακτούν τη γη μας, εμείς κατακτάμε τη δική τους - έτσι θα είναι πάντα για μας".
Η σχέση μεταξύ των Σλάβων και μιας φυλής που ονομαζόταν Βένετοι ανατολικά του ποταμού Βιστούλα κατά τη ρωμαϊκή περίοδο είναι αβέβαιη. Το όνομα μπορεί να αναφέρεται τόσο σε Βάλτους όσο και σε Σλάβους.
Την εποχή των Μεγάλων Μεταναστεύσεων (5ος-6ος αιώνες μ.Χ.) τα σλαβικά φύλα άρχισαν να διεκδικούν τον ανατολικό ευρωπαϊκό χώρο. Οι επακόλουθες μετακινήσεις θα ολοκληρωθούν στα τέλη του 8ου αιώνα μ.Χ.
Οι λόγοι στους οποίους οι ιστορικοί αποδίδουν τις μετακινήσεις είναι:
α) υπερβολική δημογραφική αύξηση,[10] β) η προώθηση ιρανικών και μογγολικών φύλων προς την Ευρώπη (Ούννων στο α΄ μισό του 5ου αιώνα, και Αβάρων τον 6ο αιώνα) δια μέσου των στεπών βορείως του Ευξείνου Πόντου (και των δύο μάλιστα θα γίνουν σύμμαχοι, αφού υποταγούν, και συμμέτοχοι στις κατακτήσεις τους), και γ) η ανάγκη εύρεσης προσφορότερων χώρων επιβίωσης.
Γενικά οι ιστορικοί μιλάνε για τρία μεταναστευτικά ρεύματα που σημειώνονται: α) το πρώτο πραγματοποιείται το β΄ μισό του 4ου αιώνα: λόγω της δημογραφικής αύξησης μετακινούνται ανατολικά και βορειοανατολικά, κατά ομάδες, σταθερά εγκαθιστάμενοι ειρηνικά ανάμεσα στους ντόπιους πληθυσμούς, λόγω επάρκειας εδαφών και απουσίας θεσμού εδαφικής κυριαρχίας σε εκείνα τα μέρη[11], β) το δεύτερο μεγάλο κύμα συνδέεται με την εισβολή των Αβάρων κατά τον 5ο αιώνα μ.Χ. Οι Σλάβοι θα προωθηθούν στα δυτικά και στην Κεντρική Ευρώπη, από τις Άλπεις έως τη Βαλτική Θάλασσα, παίρνοντας τη θέση διάφορων γερμανικών φύλων, γ) το τρίτο μεταναστευτικό ρεύμα κινείται νότια στα βαλκανικά εδάφη και το Βυζάντιο. Αρχικά οι επιδρομές ήταν προσωρινές και οι εισβολείς επέστρεφαν βόρεια του Δούναβη. Από τα τέλη του 6ου αιώνα οι εγκαταστάσεις τους γίνονται μονιμότερες, σε κάποιες περιπτώσεις κατόπιν ιδίας πρωτοβουλίας των Βυζαντινών.[12]
Όταν σταμάτησαν οι μεταναστευτικές τους κινήσεις εμφανίστηκαν μεταξύ των Σλάβων οι πρώτες κρατικές οντότητες, με επικεφαλής έναν πρίγκηπα που κατείχε και το θησαυροφυλάκιο, και αμυντική δύναμη. Επιπλέον αυτό ήταν η αρχή της ταξικής διαφοροποίησης και οι ευγενείς δεσμεύονταν για πίστη είτε στους Φράγκους αυτοκράτορες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είτε στους Βυζαντινούς αντίστοιχους.
Τον 7ο αιώνα ο Φράγκος έμπορος Σάμο, που υποστήριζε τους Σλάβους που πολεμούσαν κατά των Αβάρων ηγεμόνων τους, έγινε ο κυβερνήτης του πρώτου γνωστού σλαβικού κράτους στην Κεντρική Ευρώπη, που όμως πιθανότατα δεν επιβίωσε του ιδρυτή και ηγεμόνα του. Αυτό αποτέλεσε τη βάση για τα επόμενα σλαβικά κράτη που προέκυψαν στην πρώην επικράτεια αυτού του βασιλείου, με παλαιότερο από αυτά την Καραντανία. Πολύ παλιό είναι επίσης το Πριγκιπάτο της Νίτρα και το Μοραβικό πριγκηπάτο (βλέπε Μεγάλη Μοραβία). Την εποχή εκείνη υπήρχαν στην Κεντρική Ευρώπη σλαβικές ομάδες και κράτη, όπως το Πριγκιπάτο του Μπάλατον, αλλά η μετέπειτα επέκταση των Ούγγρων, καθώς και ο εκγερμανισμός της Αυστρίας, διαχώρισε τους βόρειους από τους νότιους Σλάβους. Το 681 ιδρύθηκε η Α΄ Βουλγαρική Αυτοκρατορία και το 864 η σλαβική Παλαιά Εκκλησιαστική Σλαβονική έγινε η κύρια και επίσημη γλώσσα της. Η Βουλγαρία συνέβαλε στην εξάπλωση του σλαβικού αλφαβητισμού και του Χριστιανισμού στον υπόλοιπο σλαβικό κόσμο.
Το 1878 υπήρχαν μόνο τρία ελεύθερα σλαβικά κράτη στον κόσμο: η Ρωσική Αυτοκρατορία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο. Η Βουλγαρία ήταν επίσης ελεύθερη, αλλά ήταν de jure υποτελής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι την επίσημη ανεξαρτησία της το 1908. Σε ολόκληρη την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία των περίπου 50 εκατομμυρίων ανθρώπων, περίπου 23 εκατομμύρια ήταν Σλάβοι. Οι σλαβικοί λαοί που, ως επί το πλείστον, είχαν στερηθεί το λόγο στις υποθέσεις της Αυστροουγγαρίας, ζητούσαν εθνική αυτοδιάθεση. Λόγω της έκτασης και της πολυμορφίας των εδαφών που κατοικούντο από σλαβικούς λαούς, υπήρχαν αρκετά κέντρα σλαβικής ενοποίησης. Το 19ο αιώνα ο Πανσλαβισμός αναπτύχθηκε ως κίνημα μεταξύ διανοουμένων, ακαδημαϊκών και ποιητών, αλλά δεν επηρέαζε στον επιδιωκόμενο βαθμό την πρακτική πολιτική και δεν έτυχε υποστήριξης σε ορισμένα σλαβικά έθνη. Ο Πανσλαβισμός έχασε την αίγλη του όταν η Ρωσική Αυτοκρατορία άρχισε να τον χρησιμοποιεί ως ιδεολογία δικαίωσης των εδαφικών κατακτήσεών της στην Κεντρική Ευρώπη καθώς και της υποταγής άλλων σλαβικών εθνικών ομάδων, όπως των Πολωνών και Ουκρανών, και συνδέθηκε με το ρωσικό ιμπεριαλισμό.
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εκπρόσωποι των Τσέχων, των Σλοβάκων, των Πολωνών, των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων δημιούργησαν οργανώσεις στις συμμαχικές χώρες για να κερδίσουν συμπάθεια και αναγνώριση. Το 1918, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Σλάβοι ίδρυσαν ανεξάρτητα κράτη όπως η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία και το Κράτος των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων (που συγχωνεύθηκε στη Γιουγκοσλαβία).
Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Ναζιστική Γερμανία, που έβλεπε τους Σλάβους ως προαιώνιους εχθρούς, σχεδίαζε να εξολοθρεύσει, εκτοπίσει ή υποδουλώσει το σλαβικό και εβραϊκό πληθυσμό της κατεχόμενης Ανατολικής Ευρώπης για να δημιουργήσει το λεγόμενο Ζωτικό χώρο για Γερμανούς εποίκους, και επίσης σχεδίαζε τη λιμοκτονία 80 εκατομμυρίων ανθρώπων στη Σοβιετική Ένωση. Η μερική υλοποίηση αυτών των σχεδίων είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο περίπου 19,3 εκατομμυρίων αμάχων και αιχμαλώτων πολέμου.
Το πρώτο μισό του 20ού αιώνα η Ρωσία και η Σοβιετική Ένωση σημαδεύτηκαν από διαδοχή πολέμων, ιδεολογικών και εθνικών διωγμών, λιμών και άλλων καταστροφών, που καθεμιά τους συνοδεύτηκε από μεγάλες απώλειες πληθυσμού. Ο Στίβεν Τ. Λη εκτιμά ότι μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945, ο πληθυσμός αυτών των περιοχών θα ήταν περίπου 90 εκατομμύρια λιγότερος απ΄ ό,τι θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά.
Η κοινή σλαβική εμπειρία του Κομμουνισμού, σε συνδυασμό με την επαναλαμβανόμενη χρήση της ιδεολογίας από τη σοβιετική προπαγάνδα μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλαίσιο του Ανατολικού Μπλοκ (Σύμφωνο της Βαρσοβίας) ήταν μια βίαιη υψηλού επιπέδου πολιτική και οικονομική ηγεμονία της ΕΣΣΔ, που κυριαρχείτο από τους Ρώσους. Μια αξιοσημείωτη πολιτική ένωση του 20ού αιώνα που κάλυπτε τους περισσότερους Νότιους Σλάβους ήταν η Γιουγκοσλαβία, αλλά τελικά διαλύθηκε τη δεκαετία του 1990 μαζί με τη Σοβιετική Ένωση.
Η λέξη "Σλάβοι" χρησιμοποιήθηκε στον εθνικό ύμνο της Σλοβακικής Δημοκρατίας (1939-1945), της Γιουγκοσλαβίας (1943-1992) και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας (1992-2003), και αργότερα της Σερβίας και Μαυροβουνίου (2003-2006).
Πρώην σοβιετικά κράτη, καθώς και χώρες που ήταν κράτη-δορυφόροι ή εδάφη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, έχουν πολυάριθμους μειονοτικούς σλαβικούς πληθυσμούς, πολλοί από τους οποίους προέρχονται αρχικά από τη Ρωσική ΣΟΣΔ, τη ΣΣΔ Ουκρανίας και τη ΣΣΔ Λευκορωσίας. Σήμερα το Καζακστάν έχει το μεγαλύτερο σλαβικό μειονοτικό πληθυσμό, με τους περισσότερους Ρώσους (Ουκρανοί, Λευκορώσοι και Πολωνοί είναι επίσης παρόντες, αλλά σε πολύ μικρότερο αριθμό).
Ο Πανσλαβισμός, που πρωτοεμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, έδωσε έμφαση στην κοινή κληρονομιά και την ενότητα όλων των σλαβικών λαών. Η κύρια εστία ήταν στα Βαλκάνια, όπου οι Νότιοι Σλάβοι είχαν κυβερνηθεί για αιώνες από άλλες αυτοκρατορίες: τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, την Αυστροουγγαρία, την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Βενετία. Η Ρωσική Αυτοκρατορία χρησιμοποίησε τον Πανσλαβισμό ως πολιτικό εργαλείο, το ίδιο και η Σοβιετική Ένωση, που απέκτησε πολιτικοστρατιωτική επιρροή και έλεγχο επί των περισσότερων εθνών σλαβικής πλειοψηφίας μεταξύ 1945 και 1948, και διατήρησε ηγεμονικό ρόλο μέχρι την περίοδο 1989-1991.
Η Πρωτοσλαβική, η υποτιθέμενη γλώσσα-πρόγονος όλων των σλαβικών γλωσσών, είναι απόγονος της κοινής Πρωτοϊνδοευρωπαϊκής, μέσω ενός Βαλτοσλαβικού σταδίου, κατά το οποίο ανέπτυξε πολυάριθμα λεξικογραφικά και μορφολογικά ισογλώσσα με τις Βαλτικές γλώσσες. Στο πλαίσιο της Υπόθεσης Κουργκάν, "οι Ινδοευρωπαίοι που παρέμειναν μετά τις μεταναστεύσεις [από τη στέπα] έγιναν ομιλητές της Βαλτοσλαβικής". Η Πρωτοσλαβική ορίζεται ως το τελευταίο στάδιο της γλώσσας που προηγήθηκε του γεωγραφικού διαχωρισμού των ιστορικών Σλαβικών γλωσσών. Αυτή η γλώσσα ήταν ομοιόμορφη και, με βάση τα δάνεια από τις ξένες γλώσσες και τα Σλαβικά σε άλλες γλώσσες, δεν μπορεί να λεχθεί ότι έχει αναγνωρίσιμες διαλέκτους - αυτό υποδηλώνει ότι υπήρξε κάποτε μια σχετικά μικρή πρωτοσλαβική πατρίδα.
Η σλαβική γλωσσική ενότητα ήταν σε κάποιο βαθμό ορατή χρονικά μέχρι τα χειρόγραφα της Παλαιάς Εκκλησιαστικής Σλαβονικής που, αν και βασίζονταν στην τοπική σλαβική ομιλία της Θεσσαλονίκης, μπορούσαν ακόμη να εξυπηρετήσουν το σκοπό της πρώτης κοινής σλαβικής λογοτεχνικής γλώσσας. Οι σλαβικές σπουδές άρχισαν με σχεδόν αποκλειστικά γλωσσικό και φιλολογικό αντικείμενο. Ήδη από το 1833 οι σλαβικές γλώσσες αναγνωρίζονταν ως ινδοευρωπαϊκές. Μερικές φορές οι Δυτικές Σλαβικές και οι Ανατολικές Σλαβικές γλώσσες συνενώνονται σε μια ενιαία ομάδα γνωστή ως Βόρειες Σλαβικές γλώσσες.
Οι τυποποιημένες σλαβικές γλώσσες που έχουν επίσημη ιδιότητα σε τουλάχιστον μία χώρα είναι: η Βοσνιακή, η Βουλγαρική, η Κροατική, η Λευκορωσική, η Μαυροβουνιακή, η Ουκρανική, η Πολωνική, η Σερβική, η Σλαβομακεδονική, η Σλοβακική, η Σλοβενική και η Τσεχική.
Τα αλφάβητα που χρησιμοποιούνται για τις σλαβικές γλώσσες συνδέονται συχνά με την κυρίαρχη θρησκεία μεταξύ των αντίστοιχων εθνοτικών ομάδων. Οι ορθόδοξοι Χριστιανοί χρησιμοποιούν το Κυριλλικό, ενώ οι Ρωμαιοκαθολικοί το Λατινικό. Οι Βόσνιοι Μουσουλμάνοι, χρησιμοποιούν επίσης το λατινικό αλφάβητο. Ακόμη ορισμένοι Ανατολικοί Καθολικοί και Ρωμαιοκαθολικοί χρησιμοποιούν το κυριλλικό αλφάβητο. Η Σερβική και η Μαυροβουνιακή χρησιμοποιούν και το κυριλλικό και το λατινικό αλφάβητο. Υπάρχει επίσης μια λατινική γραφή της Λευκορωσικής, που ονομάζεται Λάτσινκα.
Οι παγανιστικοί σλαβικοί πληθυσμοί εκχριστιανίσθηκαν μεταξύ του 7ου και του 12ου αιώνα. Ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός κυριαρχεί στους Ανατολικούς και Νότιους Σλάβους, ενώ ο Ρωμαιοκαθολικισμός στους Δυτικούς Σλάβους και στους δυτικούς Νότιους Σλάβους. Τα θρησκευτικά σύνορα σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με το Σχίσμα Ανατολής-Δύσης που έγινε τον 11ο αιώνα.
Η πλειοψηφία των σύγχρονων σλαβικών πληθυσμών που ακολουθούν κάποια θρησκεία είναι Ορθόδοξοι, ακολουθούμενοι από τους Καθολικούς, ενώ μια μικρή μειονότητα είναι Προτεστάντες. Υπάρχουν μικρότερες σλαβικές μουσουλμανικές ομάδες. Οι θρησκευτικές οριοθετήσεις ανά εθνικότητα μπορεί να είναι πολύ έντονες. Συνήθως στις σλαβικές εθνοτικές ομάδες η μεγάλη πλειοψηφία των θρησκευόμενων ανθρώπων μοιράζεται την ίδια θρησκεία. Ορισμένοι Σλάβοι είναι άθεοι ή αγνωστικιστές: στην Τσεχία το 20% ήταν άθεοι σύμφωνα με δημοσκόπηση του 2012.
Οι κύριες σλαβικές εθνοτικές ομάδες κατά θρησκεία:
Κυρίως Ορθόδοξοι : Ρώσοι, Ουκρανοί (περ. Ρουθηνοί), Σέρβοι, Βούλγαροι (από τη Βουλγαρία και γειτονικές χώρες και Βούλγαροι της Βεσσαραβίας), Λευκορώσοι, Σλαβομακεδόνες και Μαυροβούνιοι.
Κυρίως Καθολικοί : Πολωνοί (περ. Σιλέσιοι και Κασούμπιοι), Τσέχοι (περ. Μοραβοί), Κροάτες (περ. Σόκτσι), Σλοβάκοι, Σλοβένοι, Σόρβοι, Μπούνιεβτσι και Βούλγαροι του Βανάτου.
Κυρίως Μουσουλμάνοι : Βόσνιοι Μουσουλμάνοι, Πομάκοι, Γκόρανοι και Τορμπέσοι (Σλαβομακεδόνες μουσουλμάνοι).
Οι Σλάβοι χωρίζονται γεωγραφικά σε τρεις μεγάλες υποομάδες: Δυτικοί Σλάβοι, Ανατολικοί Σλάβοι και Νότιοι Σλάβοι, καθεμιά με διαφορετικό και ποικίλο υπόβαθρο βασισμένο στη μοναδική ιστορία, τη θρησκεία και τον πολιτισμό συγκεκριμένων σλαβικών ομάδων. Εκτός από τους προϊστορικούς αρχαιολογικούς πολιτισμούς, οι υποομάδες είχαν αξιοσημείωτη πολιτισμική επαφή με τους μη σλαβικούς πολιτισμούς της Εποχής του Χαλκού και του Σιδήρου. Τα σύγχρονα σλαβικά έθνη και εθνοτικές ομάδες διαφέρουν σημαντικά τόσο γενετικά όσο και πολιτιστικά, και οι σχέσεις μεταξύ τους - ακόμη και εντός των επιμέρους εθνοτικών ομάδων - ποικίλλουν, από την αίσθηση συγγένειας μέχρι αμοιβαία αισθήματα εχθρότητας.
Σε όλη την ιστορία τους οι Σλάβοι έρχονταν σε επαφή με μη σλαβικές ομάδες. Στην υποτιθέμενη πατρίδα τους (σημερινή Ουκρανία), είχαν επαφές με τους ιρανικής προέλευσης Σαρμάτες, και τους γερμανικής προέλευσης Γότθους. Μετά την εξάπλωσή τους οι Σλάβοι άρχισαν να αφομοιώνουν μη σλαβικούς λαούς. Για παράδειγμα, στα Βαλκάνια υπήρχαν Παλαιοβαλκανικοί λαοί, όπως εκρωμαϊσμένοι και εξελληνισμένοι Ιλλυριοί, Θράκες και Δάκες, καθώς και Έλληνες και Κέλτες (Σκορδίσκοι). Με την πάροδο του χρόνου, εξαιτίας του μεγαλύτερου αριθμού των Σλάβων, οι περισσότεροι απόγονοι των αυτοχθόνων πληθυσμών των Βαλκανίων εκσλαβίστηκαν. Οι Θράκες και οι Ιλλυριοί εξαφανίστηκαν ως καθορισμένες εθνοτικές ομάδες από τον πληθυσμό αυτής της περιόδου - αν και το σύγχρονο Αλβανικό έθνος ισχυρίζεται ότι προέρχεται από τους Ιλλυριούς. Εξαιρέσεις είναι η Ελλάδα, όπου επειδή οι Σλάβοι ήταν λιγότεροι από τους Έλληνες, κατέληξαν να εξελληνισθούν (με την βοήθεια συν τω χρόνω περισσότερων Ελλήνων που επέστρεφαν στην Ελλάδα τον 9ο αιώνα, και του ρόλου της Εκκλησίας και της διοίκησης) και η Ρουμανία, όπου ο σλαβικός πληθυσμός που εγκαταστάθηκε καθ' οδόν προς τα νότια σταδιακά αφομοιώθηκε. Οι Πρωτοβούλγαροι αφομοιώθηκαν επίσης από Σλάβους της περιοχής, αλλά το κυρίαρχο καθεστώς τους και ο έλεγχος της χώρας που ακολούθησε επέβαλε την κατ' όνομα βουλγαρική κληρονομιά σε όλες τις μελλοντικές γενιές. Οι Ρωμανόφωνοι στις οχυρωμένες πόλεις της Δαλματίας κατάφεραν να διατηρήσουν τον πολιτισμό και τη γλώσσα τους για πολύ καιρό. Η Δαλματική Ρωμανική μιλιόταν μέχρι το Μέσο Μεσαίωνα. Αλλά και αυτοί τελικά αφομοιώθηκαν στο σώμα των Σλάβων.
Στα Δυτικά Βαλκάνια οι Σλάβοι και οι γερμανικής προέλευσης Γέπιδες ήρθαν σε επιμειξία με Αβάρους εισβολείς, και τελικά δημιούργησαν έναν εκσλαβισμένο πληθυσμό. Στην Κεντρική Ευρώπη οι Σλάβοι αναμείχθηκαν με γερμανικούς και κελτικούς λαούς, ενώ οι Ανατολικοί Σλάβοι συνάντησαν ουραλικούς και σκανδιναβικούς λαούς. Οι σκανδιναβικής καταγωγής (Βάραγγοι) και οι φιννικοί λαοί ενεπλάκησαν στον αρχικό σχηματισμό του κράτους των Ρως, αλλά μετά από έναν αιώνα είχαν πλήρως εκσλαβισθεί. Ορισμένες φιννοουγγρικές φυλές στο βορρά απορροφήθηκαν επίσης από τον αυξανόμενο πληθυσμό των Ρως. Την εποχή της μετανάστευσης των Ούγγρων, η σημερινή Ουγγαρία κατοικείτο από Σλάβους, που αριθμούσαν περίπου 200.000, και από Ρωμανοδάκες, που αμφότεροι είτε αφομοιώθηκαν είτε υποδουλώθηκαν από τους Ούγγρους. Τον 11ο και το 12ο αιώνα οι συνεχείς εισβολές νομαδικών τουρκικών φυλών, όπως οι Κιπτσάκοι και οι Πετσενέγοι, προκάλεσαν μαζική μετανάστευση των πληθυσμών των Ανατολικών Σλάβων στις ασφαλέστερες, έντονα δασωμένες περιοχές του βορρά. Κατά το Μεσαίωνα, ομάδες Σαξόνων μεταλλωρύχων εγκαταστάθηκαν στη μεσαιωνική Βοσνία, τη Σερβία και τη Βουλγαρία, όπου εκσλαβίσθηκαν.
Οι Πολάβοι (Βένδες) εγκαταστάθηκαν σε ανατολικά τμήματα της Αγγλίας, κατά τα φαινόμενα ως σύμμαχοι των Δανών εισβολέων. Οι Πολάβοι-Πομερανοί Σλάβοι είναι επίσης γνωστό ότι είχαν ακόμη εγκατασταθεί στην Ισλανδία της εποχής των Βίκινγκς. Ο όρος "σακαλίμπα" (παραφθορά του ελληνικού Σκλαβηνοί=Σλάβοι) αναφέρεται σε Σλάβους μισθοφόρους και δούλους στο μεσαιωνικό αραβικό κόσμο στη Βόρεια Αφρική, τη Σικελία και την Ανδαλουσία. Οι σακαλίμπα υπηρετούσαν ως φρουροί του χαλίφη. Το 12ο αιώνα, η σλαβική πειρατεία στις χώρες της Βαλτικής αυξήθηκε. Το 1147 ξεκίνησε Σταυροφορία κατά των Πολάβων Σλάβων, στο πλαίσιο των Βόρειων Σταυροφοριών. Ο Νίκλοτ, παγανιστής αρχηγός των Σλάβων Οβοτριτών, ξεκίνησε την ανοικτή αντίσταση του όταν ο Λοθάριος Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας εισέβαλε στα σλαβικά εδάφη. Τον Αύγουστο του 1160 ο Νίκλοτ σκοτώθηκε και άρχισε ο γερμανικός εποικισμός της περιοχής Έλβα-Όντερ. Στη Βέντλαντ του Αννόβερου, το Μεκλεμβούργο-Δυτική Πομερανία και τη Λουσατία, οι εισβολείς άρχισαν τον εκγερμανισμό. Πρώιμες μορφές εκγερμανισμού έχουν περιγραφεί από Γερμανούς μοναχούς: τον Χέλμολντ στο χειρόγραφο Chronica Slavorum και τον Αδάμ της Βρέμης στις Gesta Hammaburgensis ecclesiae pontificum. Η Πολαβική γλώσσα επιβίωσε μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα, στο σημερινό γερμανικό κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας. Στην Ανατολική Γερμανία περίπου το 20% των Γερμανών έχουν ιστορικά σλαβική πατρική καταγωγή, όπως αποκαλύπτεται από δοκιμές Υ-DNA. Ομοίως, στη Γερμανία, περίπου το 20% των ξένων επωνύμων είναι σλαβικής προέλευσης.
Οι Κοζάκοι, αν και σλαβόφωνοι και Ορθόδοξοι Χριστιανοί, προήλθαν από ένα μίγμα εθνικοτήτων, συμπεριλαμβανομένων των Τατάρων και άλλων τουρκικών φυλών. Πολλοί από τους πρώτους Κοζάκους του Τέρεκ ήταν Οσέτιοι.
Οι Γκόραλι της νότιας Πολωνίας και της βόρειας Σλοβακίας κατάγονται εν μέρει από ρωμανόφωνους Βλάχους, που μετανάστευσαν στην περιοχή από το 14ο έως το 17ο αιώνα και αφομοιώθηκαν από τον τοπικό πληθυσμό. Ο πληθυσμός της Μοραβιανής Βλαχίας κατάγεται επίσης από αυτό τον πληθυσμό.
Αντίθετα ορισμένοι Σλάβοι αφομοιώθηκαν από άλλους πληθυσμούς. Παρά το γεγονός ότι η πλειοψηφία συνέχισε προς τα νότια, προσελκυόμενη από τα πλούτη της περιοχής που θα γινόταν η Βουλγαρία, μερικοί παρέμειναν στη Λεκάνη των Καρπαθίων. Εκεί τελικά αφομοιώθηκαν από τους Ούγγρους ή τους Ρουμάνους. Πολλοί ποταμοί και άλλα τοπωνύμια στη Ρουμανία έχουν σλαβική προέλευση.
Οι Σλάβοι δεν ήταν ένας νομαδικός λαός αλλά ήταν εγκατεστημένοι μόνιμα. Ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Το εμπόριο δεν ήταν ανεπτυγμένο. Η πολιτική τους οργάνωση ήταν στοιχειώδης. Κέντρο της κοινωνίας τους ήταν η πατριαρχική οικογένεια, γνωστή στις σλαβικές πηγές ως zadrouga (ζαντρούγκα). Μια ομάδα οικογενειών (πατριά) είχε τον δικό της αρχηγό, και πολλές ομάδες οικογενειών συνιστούσαν μια μικρή φυλή με αρχηγό έναν ρήγα. Για τη λήψη κρίσιμων αποφάσεων συγκαλείτο συνέλευση των γερόντων. Γράφει ο Βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος: «Ο λαός αυτός δεν διοικείται από έναν άνθρωπο, αλλά πάντοτε ζει δημοκρατικά. Γι΄ αυτό, όλα όσα είναι ωφέλιμα ή βλαβερά γι΄ αυτούς, τα συζητούν όλοι μαζί»[13]. Στη συνέλευση αυτή συμμετείχαν τα άρρενα μέλη της φυλής, τα ικανά να φέρουν οπλισμό. Οι ομάδες αυτές ζούσαν χωριστά αφού απουσίαζε κάθε έννοια κρατικής οργάνωσης. Τα πορίσματα της αρχαιολογίας συνεπικουρούν σε μία τέτοια διαπίστωση: το γεγονός ότι δεν βρέθηκαν κατοικίες που να ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες ως προς το μέγεθός τους ή τα υλικά κατασκευής τους, πιστοποιεί την έλλειψη μιας ηγεσίας, και μάλιστα σταθερής. Και η πρωτόγονη οικονομία τους δεν συνεπαγόταν συγκέντρωση αγαθών (συσσώρευση αποθέματος).[14]
Πριν από τον 6ο αιώνα δεν έχει αποκρυσταλλωθεί ένας καθαρά σλαβικός υλικός πολιτισμός επειδή ακόμα βρίσκεται σε διαδικασία ανάμειξης με άλλους λαούς. Αυτός ο σλαβικός υλικός πολιτισμός αποκρυσταλλώνεται πια τον 9ο με 10ο αιώνα μ.Χ. Τα βασικότερα χαρακτηριστικά του είναι: α) η καύση των νεκρών, β) η χειροποίητη κεραμική, γ) το σλαβικό στυλ κατοικίας.
Βάσει των αρχαιολογικών δεδομένων, ποικίλλουν σε γενικές γραμμές οι εθιμικοί τρόποι ενταφιασμού: έχουμε τοποθέτηση των πτωμάτων ή καύση αυτών. Η ταφή, όταν και όπου έχει εντοπιστεί, γίνεται σε μεγάλους τάφους χωρίς τύμβους. Στην καύση, η τέφρα τοποθετείται μέσα σε τεφροδόχες υδρίες οι οποίες κι αυτές ενταφιάζονταν.[15]
Τα αγγειοπλαστικά σκεύη είναι χειροποίητα και δεν χρησιμοποιείται ο τροχός. Τη χρήση του θα μάθουν οι Σλάβοι από το ρωμαϊκό κόσμο.[16]
Οι τόποι εγκατάστασής τους ήταν δίπλα σε ποτάμια ή κοντά σε έλη, όχι όμως μέσα σε δάση ή ανοιχτές πεδιάδες. Οι οικισμοί τους βρίσκονταν σε πλαγιές λόφων, και υψωμένα επίπεδα κοιλάδων. Τα σπίτια τους ήταν καλύβες ημιυπόγειες με βάθος έως ένα μέτρο. Επρόκειτο κυρίως για έναν ενιαίο χώρο, ορθογώνιο, οι διαστάσεις του οποίου έφταναν τα 3Χ4 μ. με την είσοδο στα νότια και τον φούρνο στο εσωτερικό σε μία γωνία της οικίας. Ξύλινα δοκάρια αποτελούσαν το σπίτι και η στέγη ήταν σαμαρωτή. Καλυπτόταν από χώμα για την προστασία από τις χαμηλές θερμοκρασίες και την πυρκαγιά. Τη μοναδική επίπλωση αποτελούσε ένας χαμηλός πάγκος για τραπέζι.[17]
Έθνος | Χώρα/Περιοχή | Πληθυσμός | Γλώσσα (Σλαβική) | Επίσημη Θρησκεία |
---|---|---|---|---|
Ρώσοι | Ρωσία κατά κύριο λόγο, σημαντικές μειονότητες ζουν στις παρακάτω χώρες: Καζακστάν Ουκρανία Λευκορωσία Λετονία Εσθονία |
Ρωσική | Ρωσική Ορθοδοξία[18] | |
Ουκρανοί | Ουκρανία | Ουκρανική | Ορθόδοξος Χριστιανισμός[19] | |
Σέρβοι | Σερβία Βοσνία και Ερζεγοβίνη (Σερβική Δημοκρατία της Βοσνίας) |
28.3 εκ. | Σερβική | Ορθόδοξος Χριστιανισμός (Παραδοσιακά Παλαιοημερολογίτες) |
Βούλγαροι | Βουλγαρία | Βουλγαρική | Ορθόδοξος Χριστιανισμός (Κανονικοί Ορθόδοξοι) | |
Λευκορώσοι | Λευκορωσία | Λευκορωσική | Ορθόδοξος Χριστιανισμός[20] | |
Σλαβομακεδόνες | Βόρεια Μακεδονία | Σλαβομακεδονική | Ορθόδοξος Χριστιανισμός (Παλαιοημερολογίτες) | |
Μαυροβούνιοι | Μαυροβούνιο | Μαυροβουνιακή | Ορθόδοξος Χριστιανισμός[21], Ρωμαιοκαθολισμός [22] | |
Πολωνοί | Πολωνία | Πολωνική | Ρωμαιοκαθολισμός | |
Τσέχοι | Τσεχία | Τσεχική | Ρωμαιοκαθολισμός | |
Σλοβάκοι | Σλοβακία | Σλοβακική | Ρωμαιοκαθολισμός | |
Κροάτες | Κροατία Βοσνία και Ερζεγοβίνη (Ομοσπονδία Βοσνίας και Ερζεγοβίνης) |
Κροατική | Ρωμαιοκαθολισμός | |
Σλοβένοι | Σλοβενία | Σλοβενική | Ρωμαιοκαθολισμός | |
Σόρβοι | Γερμανία | Σορβική | Ρωμαιοκαθολισμός (συμβαδίζουν όπως οι Γερμανοί) | |
Βόσνιοι Μουσουλμάνοι | Βοσνία και Ερζεγοβίνη | Βοσνιακή | Σουνιτικό Ισλάμ | |
Ρουθηνοί | Ρωμαιοκαθολισμός, Ορθόδοξος Χριστιανισμός (αυτοί που ζουν στην Ουκρανία) | |||
Σιλέσιοι | Ρωμαιοκαθολισμός (συμβαδίζουν όπως οι Πολωνοί) | |||
Κασούμπιοι | Ρωμαιοκαθολισμός (συμβαδίζουν όπως οι Πολωνοί) | |||
Μοραβοί | Ρωμαιοκαθολισμός (συμβαδίζουν όπως οι Τσέχοι) | |||
Σόκτσι | Ρωμαιοκαθολισμός (συμβαδίζουν όπως οι Κροάτες) | |||
Μπούνιεβτσι (Κροάτες της Σερβίας) | Ρωμαιοκαθολισμός (συμβαδίζουν όπως οι Κροάτες) | |||
Βούλγαροι της Βεσσαραβίας | Ορθόδοξος Χριστιανισμός (Παλαιοημερολογίτες) | |||
Βούλγαροι του Βανάτου | Ορθόδοξος Χριστιανισμός (Παλαιοημερολογίτες) | |||
Πομάκοι | Νότια Βαλκάνια (Βουλγαρία και Ελλάδα) | Σουνιτικό Ισλάμ | ||
Γκόρανοι (Αυτόχθονες Σλάβοι Μουσουλμάνοι του Κοσόβου) | Κόσοβο (Γκόρα) | Σουνιτικό Ισλάμ[23] | ||
Τορμπέσοι (Σλαβομακεδόνες Μουσουλμάνοι) | Σουνιτικό Ισλάμ[24] |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.