Remove ads
From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Ανατολικό Μπλοκ, γνωστό και ως Κομμουνιστικό Μπλοκ, Σοσιαλιστικό μπλοκ και Σοβιετικό Μπλοκ, ήταν η ομάδα των σοσιαλιστικών κρατών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, της Ανατολικής και της Νοτιοανατολικής Ασίας υπό την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης και της ιδεολογίας της (κομμουνισμός) κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου (1947–1991) σε αντίθεση με το καπιταλιστικό Δυτικό Μπλοκ. Το Ανατολικό Μπλοκ συχνά αποκαλείτο Δεύτερος Κόσμος, όπου ο όρος «Πρώτος Κόσμος» αναφερόταν στο Δυτικό Μπλοκ και ο «Τρίτος Κόσμος» στις αδέσμευτες χώρες που ήταν κυρίως στην Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική.
Στη Δυτική Ευρώπη ο όρος Ανατολικό μπλοκ αναφερόταν γενικά στην ΕΣΣΔ και στα κράτη-δορυφόρους της Κομεκόν. Ήταν τα παρακάτω: Ανατολική Γερμανία (1949-1990), Πολωνία (1947-1989), Τσεχοσλοβακία (1948-1990), Ουγγαρία (1949-1989), Ρουμανία (1965-1989), Βουλγαρία (1946-1990), Αλβανία (1946-1960) και Γιουγκοσλαβία (1945-1948). Στην Ασία το Ανατολικό Μπλοκ περιελάμβανε τη Μογγολία (1921-1992), το Βιετνάμ (από το 1976), το Λάος, την Καμπότζη, τη Βόρεια Κορέα (από το 1948) και την Κίνα (1949-1964).[1][2][3][4][5] Στην Αμερική οι χώρες που ευθυγραμμίστηκαν με την ΕΣΣΔ περιλάμβαναν την Κούβα (από το 1962), τη Νικαράγουα (1979-1990) και τη Γρενάδα (1979-1983).[6]
Βασικοί θεσμοί της συνεργασίας τους ήταν το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και το Συμβούλιο Οικονομικής Αλληλοβοήθειας (Κομεκόν). Οι εν λόγω θεσμοί οικοδομήθηκαν όταν μετά τον Πόλεμο οι χώρες αυτές τέθηκαν στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης, μίας εκ των βασικών νικητών του Β΄ Παγκοσμίου, και στη συνέχεια βρέθηκαν από κοινού σε αντιπαράθεση με τις χώρες του ΝΑΤΟ (Ψυχρός Πόλεμος). Κατά τη δεκαετία του 1960 η Αλβανία αυτονομήθηκε από την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης (λόγω διαφωνίας με την αποσταλινοποίηση) και αποχώρησε από τους κοινούς θεσμούς, αλλά διατήρησε τις λενινιστικές οικονομικές και πολιτικές δομές οπότε συνέχισε να θεωρείται ως ανήκουσα στο ανατολικό μπλοκ. Για τον ίδιο λόγο πολλοί συμπεριλαμβάνουν στο μπλοκ και τη Γιουγκοσλαβία, αν και ποτέ δεν υπήρξε μέλος των δύο οργανισμών.
Πολλοί δυτικοί πολιτικοί, με πρώτο τον Βρετανό πρωθυπουργό Ουίνστον Τσώρτσιλ, χρησιμοποίησαν εναλλακτικά τον όρο «Σιδηρούν παραπέτασμα». Τόσο το Ανατολικό μπλοκ όσο και το Σιδηρούν παραπέτασμα αναφέρονται στα ίδια ακριβώς κράτη, με τη διαφορά πως το πρώτο έχει ουδέτερη σημασία, ενώ το δεύτερο υποτιμητική.
Ο σοβιετικός έλεγχος του Ανατολικού Μπλοκ δοκιμάστηκε για πρώτη φορά με το πραξικόπημα στην Τσεχοσλοβακία το 1948 και τη ρήξη Τίτο -Στάλιν για την πορεία της Λαϊκής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, την Κινέζικη Κομμουνιστική Επανάσταση (1949) και τη συμμετοχή της Κίνας στον Πόλεμο της Κορέας. Μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953 ο Πόλεμος της Κορέας τερματίστηκε με τη Διάσκεψη της Γενεύης το 1954. Στην Ευρώπη το αντισοβιετικό αίσθημα προκάλεσε την ανατολικογερμανική εξέγερση το 1953. Η διάσπαση του Ανατολικού Μπλοκ αποδίδεται συχνά στην αντισταλινική ομιλία του Νικίτα Χρουστσόφ Για την προσωπολατρεία και τις συνέπειές της το 1956. Αυτή η ομιλία ήταν ένας από τους συντελεστές της Ουγγρικής Επανάστασης του 1956, που η Σοβιετική Ένωση κατέστειλε. Η Σινοσοβιετική ρήξη χάρισε στη Βόρεια Κορέα και στο Βόρειο Βιετνάμ μεγαλύτερη ανεξαρτησία και από τις δύο και διευκόλυνε τη ρήξη Αλβανίας -ΕΣΣΔ. Η κρίση των πυραύλων της Κούβας διέσωσε την Κουβανική Επανάσταση από την ανατροπή της από τις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά ο Φιντέλ Κάστρο έγινε στη συνέχεια όλο και πιο ανεξάρτητος από τη σοβιετική επιρροή, κυρίως κατά την κουβανική επέμβαση του 1975 στην Ανγκόλα. Το 1975 η νίκη των κομμουνιστών στην πρώην Γαλλική Ινδοκίνα με το τέλος του Πολέμου του Βιετνάμ ανανεωμένη την εμπιστοσύνη στο Ανατολικό Μπλοκ που είχε τρωθεί από την Εισβολή στην Τσεχοσλοβακία του Σοβιετικού ηγέτη Λεονίντ Μπρέζνιεφ το 1968 για την καταστολή της Ανοιξης της Πράγας, που είχε οδηγήσει στην αποχώρηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Αλβανίας από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και την ευθυγράμμισή της για λίγο με την Κίνα του Μάο Τσετούνγκ μέχρι τη Σινοαλβανική ρήξη.
Σύμφωνα με το Δόγμα Μπρέζνιεφ η Σοβιετική Ένωση διατηρούσε το δικαίωμα να επέμβει σε άλλα σοσιαλιστικά κράτη. Αντιδρώντας σε αυτό η Κίνα κινήθηκε προς τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά τη Σινοσοβιετική συνοριακή σύγκρουση και αργότερα μεταρρύθμισε και απελευθέρωσε την οικονομία της, ενώ το Ανατολικό Μπλοκ γνώριζε την Εποχή της Στασιμότητας σε σύγκριση με τον καπιταλιστικό Πρώτο Κόσμο. Ο Σοβιετικοαφγανικός Πόλεμος επέκτεινε τυπικά το Ανατολικό Μπλοκ, αλλά ο πόλεμος αποδείχθηκε ανέφικτο να κερδηθεί και πολύ δαπανηρός για τους Σοβιετικούς, που αμφισβητήθηκαν στην Ανατολική Ευρώπη από την πολιτική αντίσταση της Αλληλεγγύης. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ο σοβιετικός ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσώφ ακολούθησε τις πολιτικές γκλάσνοστ (άνοιγμα) και περεστρόικα (αναδιάρθρωση) για τη μεταρρύθμιση του Ανατολικού Μπλοκ και τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, που προκάλεσε αναταραχές σε ολόκληρο το Μπλοκ.
Η έναρξη της αποσύνθεσης του Ανατολικού Μπλοκ μπορεί να αποδοθεί στο άνοιγμα μιας συνοριακής διέλευσης μεταξύ Αυστρίας και Ουγγαρίας κατά το Πανευρωπαϊκό Πικνίκ τον Αύγουστο του 1989. Το 1990 η Ανατολική Γερμανία επανενώθηκε με τη Δυτική Γερμανία μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989. Σε αντίθεση με τους προηγούμενους σοβιετικούς ηγέτες το 1953, το 1956 και το 1968 ο Γκορμπατσώφ αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει βία για να τερματίσει τις Επαναστάσεις του 1989 κατά της μαρξιστικής-λενινιστικής κυριαρχίας στην Ανατολική Ευρώπη. Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και το τέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας διέδωσε εθνικιστικά και φιλελεύθερα ιδανικά σε όλη τη Σοβιετική Ένωση. Το 1991 οι συντηρητικές κομμουνιστικές ελίτ επιχείρησαν ένα σοβιετικό πραξικόπημα, γεγονός που επιτάχυνε το τέλος της μαρξιστικής-λενινιστικής κυριαρχίας στην Ανατολική Ευρώπη. Ωστόσο οι Διαδηλώσεις της Πλατείας Τιενανμέν του 1989 στην Κίνα κατεστάλησαν βίαια από την εκεί κομμουνιστική κυβέρνηση, που διατήρησε την εξουσία της.
Ο όρος Ανατολικό Μπλοκ χρησιμοποιήθηκε συχνά εναλλακτικά με τον όρο Δεύτερος κόσμος. Αυτή η ευρύτερη χρήση του όρου θα περιλάμβανε όχι μόνο τη Μαοϊκή Κίνα και την Καμπότζη, αλλά και βραχύβιους σοβιετικούς δορυφόρους όπως η Δεύτερη Δημοκρατία του Ανατολικού Τουρκεστάν (1944-1949), η Λαϊκή Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν και η Δημοκρατία του Μαχαμπάντ (1946), καθώς και τα μαρξιστικά -λενινιστικά κράτη που ήταν μεταξύ Δεύτερου και Τρίτου Κόσμου πριν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου: η Λαοκρατική Δημοκρατία της Υεμένης (από το 1967), η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (από το 1969), η Λαϊκή Δημοκρατία του Μπενίν, η Λαϊκή Δημοκρατία της Ανγκόλας και η Λαϊκή Δημοκρατία της Μοζαμβίκης από το 1975, η Λαϊκή Επαναστατική Κυβέρνηση της Γρενάδα από το 1979 έως το 1983, το Ντέργκ/Λαϊκή Λαοκρατική Δημοκρατία της Αιθιοπίας από το 1974 και η Λαοκρατική Δημοκρατία της Σομαλίας από το 1969 έως τον Πόλεμο του Ογκάντεν το 1977.[7][8][9][10] Πολλά κράτη κατηγορήθηκαν από το Δυτικό Μπλοκ ότι ανήκαν στο Ανατολικό Μπλοκ ενώ στην πραγματικότητα ανήκαν στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Ο πιο περιορισμένος ορισμός του Ανατολικού Μπλοκ περιλάμβανε μόνο τα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας και τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μογγολίας ως πρώην κράτη-δορυφόρους που κυριαρχούντο περισσότερο από τη Σοβιετική Ένωση. Η απόσταση της Κούβας από τον πλήρη σοβιετικό έλεγχο ήταν αρκετά αξιοσημείωτη ώστε μερικές φορές δεν θεωρείτο καθόλου κράτος-δορυφόρος, καθώς ενίοτε επενέβαινε σε άλλες χώρες του Τρίτου Κόσμου ακόμη και όταν η Σοβιετική Ένωση ήταν αντίθετη σε αυτό.[6]
Τα μόνα επιζώντα κομμουνιστικά κράτη είναι η Κίνα, το Βιετνάμ, η Κούβα και το Λάος. Η κρατικοσοσιαλιστική εμπειρία τους ήταν περισσότερο σύμφωνη με την αποαποικιοποίηση από τον Βορρά και τον αντιιμπεριαλισμό έναντι της Δύσης σε αντίθεση με την κατάληψη από τον Κόκκινο Στρατό στο πρώην Ανατολικό Μπλοκ. Και τα τέσσερα κράτη υιοθέτησαν όλες τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις σε διαφορετικό βαθμό. Η Κίνα και το Βιετνάμ περιγράφονται συνήθως ως χώρες κρατικού καπιταλισμού περισσότεροι από τις πιο παραδοσιακές Κούβα και Λάος. Η εξαίρεση είναι η Βόρεια Κορέα, όπου όλες οι αναφορές στον μαρξισμό-λενινισμό στην εθνικιστική ιδεολογία του Τζούτσε εξαλείφθηκαν σταδιακά. Η Καμπότζη και το Καζακστάν εξακολουθούν να κυβερνώνται από τους ίδιους ηγέτες του Ανατολικού Μπλοκ όπως και κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, αν και δεν είναι επίσημα μαρξιστικά -λενινιστικά κράτη. Το ίδιο ίσχυε προηγουμένως και στα άλλα μετασοβιετικά κράτη, το Ουζμπεκιστάν έως το 2016, το Τουρκμενιστάν έως το 2006, την Κιργιζία έως το 2005 και το Αζερμπαϊτζάν και τη Γεωργία έως το 2003. Όλοι οι πρόεδροι της μετασοβιετικής Ρωσίας ήταν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (Μπορίς Γέλτσιν πριν από το 1990, Βλαντίμιρ Πούτιν και Ντμίτρι Μεντβέντεφ πριν από το 1991). Το Αζερμπαϊτζάν είναι ένα αυταρχικό κράτος με ένα κυρίαρχο κόμμα και η Βόρεια Κορέα είναι ένα ολοκληρωτικό μονοκομματικό κράτος με επικεφαλής τους κληρονόμους των ηγετών του Ανατολικού Μπλοκ, ωστόσο και οι δύο έχουν καταργήσει επίσημα τις αναφορές του κομμουνισμού από τα συντάγματά τους.
Η χρήση του όρου «Ανατολικό Μπλοκ» μετά το 1991 είναι μάλλον πιο περιορισμένη όσον αφορά τα κράτη που αποτελούσαν το Σύμφωνο της Βαρσοβίας (1955-1991) και τη Μογγολία (1924-1992), που δεν είναι πλέον κομμουνιστικά κράτη.[4][5] Μερικές φορές αναφέρονται γενικότερα ως "οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης υπό τον κομμουνισμό",[11] εξαιρουμένης της Μογγολίας, αλλά συμπεριλαμβανομένης της Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας, που είχαν έλθει και οι δύο σε ρήξη με τη Σοβιετική Ένωση έως τη δεκαετία του 1960.[12]
Πριν από την κοινή χρήση του όρου, τη δεκαετία του 1920, το "Ανατολικό Μπλοκ" χρησιμοποιήθηκε για αναφορά σε μια χαλαρή συμμαχία των χωρών της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης.
Παρόλο που η Γιουγκοσλαβία ήταν σοσιαλιστική χώρα δεν ήταν μέλος της Κομεκόν ή του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Μετά τη ρήξη με την ΕΣΣΔ το 1948 η Γιουγκοσλαβία δεν ανήκε στην Ανατολή, αλλά επίσης δεν ανήκε στη Δύση λόγω του σοσιαλιστικού της συστήματος και της ιδιότητάς της ως ιδρυτικού μέλους του Κινήματος των Αδεσμεύτων.[13] Ωστόσο πολλές πηγές θεωρούν τη Γιουγκοσλαβία μέλος του Ανατολικού Μπλοκ.[12][14][15][16][17][18][19][20] Άλλοι θεωρούν ότι η Γιουγκοσλαβία δεν είναι μέλος μετά τη ρήξη της με τη σοβιετική πολιτική με το σχίσμα Τίτο -Στάλιν το 1948.[13][21][22]
Το 1922 η ΡΣΟΣΔ, η Ουκρανική ΣΣΔ, η Λευκορωσική ΣΣΔ και η Υπερκαυκασική ΣΟΣΔ ενέκριναν τη Συμφωνία για τον σχηματισμό της Ε.Σ.Σ.Δ και την αντίστοιχη Διακήρυξη, σχηματίζοντας τη Σοβιετική Ένωση. [23] Ο Σοβιετικός ηγέτης Ιωσήφ Στάλιν, που θεωρούσε τη Σοβιετική Ένωση ως "σοσιαλιστικό νησί", δήλωσε ότι η Σοβιετική Ένωση πρέπει να δει ότι "η παρούσα καπιταλιστική περικύκλωση αντικαθίσταται από μια σοσιαλιστική περικύκλωση". [24]
Το 1939 η ΕΣΣΔ συνήψε το Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ με τη Ναζιστική Γερμανία,[23] που περιείχε ένα μυστικό πρωτόκολλο που μοίραζε τη Ρουμανία, την Πολωνία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, την Εσθονία και τη Φινλανδία σε γερμανική και σοβιετική σφαίρες επιρροής.[23][24] Η Ανατολική Πολωνία, η Λετονία, η Εσθονία, η Φινλανδία και η Βεσσαραβία της βόρειας Ρουμανία αναγνωρίστηκαν ως τμήματα της σοβιετικής σφαίρας επιρροής.[24] Η Λιθουανία προστέθηκε με ένα δεύτερο μυστικό πρωτόκολλο τον Σεπτέμβριο του 1939.[25]
Η Σοβιετική Ένωση είχε εισβάλει στα τμήματα της ανατολικής Πολωνίας που της είχαν εκχωρηθεί από το Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ δύο εβδομάδες μετά τη γερμανική εισβολή στη δυτική Πολωνία, που την ακολούθησε συντονισμός με τις γερμανικές δυνάμεις στην Πολωνία.[26][27] Κατά την Κατοχή της Ανατολικής Πολωνίας από τη Σοβιετική Ένωση, οι Σοβιετικοί διέλυσαν το Πολωνικό κράτος και μια γερμανοσοβιετική συνάντηση καθόρισε τη μελλοντική δομή της «πολωνικής περιοχής».[28] Οι σοβιετικές αρχές ξεκίνησαν αμέσως μια εκστρατεία σοβιετοποίησης [29][30] των μόλις προσαρτηθεισών περιοχών.[31][32][33] Οι σοβιετικές αρχές κολεκτιβοποίησαν τη γεωργία [34] και εθνικοποίησαν και αναδιένειμαν την πολωνική ιδιωτική και κρατική ιδιοκτησία.[35][36][37]
Η αρχική σοβιετική κατάληψη των χωρών της Βαλτικής είχε γίνει στα μέσα Ιουνίου 1940, όταν τα σοβιετικά στρατεύματα της НКВД έκαναν επιδρομή στους συνοριακούς σταθμούς της Λιθουανίας, της Εσθονίας και της Λετονίας [38][39] και ακολούθησε εκκαθάριση των κρατικών διοικήσεων και αντικατάστασή τους από σοβιετικά στελέχη.[38][40] Οι εκλογές για το κοινοβούλιο και άλλα αξιώματα διεξήχθησαν με ενιαία λίστα υποψηφίων και τα επίσημα αποτελέσματα χαλκεύθηκαν, με αποτέλεσμα την έγκριση των φιλοσοβιετικών υποψηφίων από το 92,8 % των ψηφοφόρων στην Εσθονία, το 97,6 % στη Λετονία και το 99,2 % στη Λιθουανία.[41][42] Οι νοθευμένες λαϊκές συνελεύσεις ζήτησαν αμέσως την ένταξη στην ΕΣΣΔ, όπως και έγινε, με τις προσαρτήσεις που οδήγησαν στις Σοβιετικές Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες της Εσθονίας, τηςτης Λετονίας και της Λιθουανίας.[41] Η διεθνής κοινότητα καταδίκασε αυτήν την αρχική προσάρτηση των κρατών της Βαλτικής και την έκρινε παράνομη.[43][44]
Το 1939 η Σοβιετική Ένωση προέβη σε μια ανεπιτυχή απόπειρα να εισβάλει στη Φινλανδία,[45] μετά την οποία τα δύο μέρη συνήψαν προσωρινή συνθήκη ειρήνης, που παραχώρησε στη Σοβιετική Ένωση την ανατολική περιοχή της Καρελίας (10% της φινλανδικής επικράτειας),[45] και ιδρύθηκε η Καρελο-Φινλανδική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία με τη συγχώνευση των εκχωρούμενων εδαφών με την KAΣΣΔ (Καρελική Αυτόνομη Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία). Μετά το Σοβιετικό Τελεσίγραφο τον Ιούνιο του 1940, που απαιτούσε τη Βεσσαραβία, τη Βουκοβίνα και την Περιοχή Χέρτζα από τη Ρουμανία [46][47] οι Σοβιετικοί εισήλθαν σε αυτές τις περιοχές, η Ρουμανία υποχώρησε στις σοβιετικές απαιτήσεις και οι Σοβιετικοί κατέλαβαν τα εδάφη.[46][48]
Τον Ιούνιο του 1941 η Γερμανία παραβίασε το Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ εισβάλλοντας στη Σοβιετική Ένωση. Από τη στιγμή αυτής της εισβολής έως το 1944 οι περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης που προσαρτήθηκαν από ήταν μέρος του γερμανικού Όστλαντ (εκτός από τη ΣΣΔ της Μολδαβίας). Στη συνέχεια η Σοβιετική Ένωση άρχισε να απωθεί τις γερμανικές δυνάμεις προς τα δυτικά με μια σειρά από μάχες στο Ανατολικό Μέτωπο.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στα σοβιετοφινλανδικά σύνορα τα δύο μέρη υπέγραψαν νέα συνθήκη ειρήνης που προσάρτησε στη Σοβιετική Ένωση το 1944 περίπου τα ίδια εδάφη της ανατολικής Φινλανδίας με εκείνα της προηγούμενης προσωρινής συνθήκης ειρήνης ως μέρος της Καρελο-Φινλανδικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας.[49]
Από το 1943 έως το 1945 πραγματοποιήθηκαν αρκετές διασκέψεις σχετικά με τη Μεταπολεμική Ευρώπη που, εν μέρει, καθόρισαν τη δυνητική σοβιετική προσάρτηση και έλεγχο χωρών της Κεντρικής Ευρώπης. Υπήρχαν διάφορα σχέδια των Συμμάχων για την κατάσταση των κρατών στην Κεντρική Ευρώπη μετά τον πόλεμο. Ενώ ο Ιωσήφ Στάλιν προσπαθούσε να θέσει όσο το δυνατόν περισσότερα κράτη υπό τον σοβιετικό έλεγχο, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ προτιμούσε μια Κεντροευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Δούναβη για να αντισταθούν αυτές οι χώρες εναντίον της Γερμανίας και της Ρωσίας.[50] Η σοβιετική πολιτική του Τσώρτσιλ σχετικά με την Κεντρική Ευρώπη διέφερε πολύ από αυτήν του Αμερικανού Προέδρου Φραγκλίνου Ρούζβελτ, με τον πρώτο να πιστεύει ότι ο σοβιετικός ηγέτης Στάλιν ήταν τύραννος που έμοιαζε με «διάβολο», ηγέτη ενός άθλιου συστήματος.[51]
Όταν προειδοποιήθηκε για την ενδεχόμενη κυριαρχία μιας δικτατορία του Στάλιν σε μέρος της Ευρώπης, ο Ρούσβελτ απάντησε με μια δήλωση συνοψίζοντας το σκεπτικό του για τις σχέσεις με τον Στάλιν: "Απλώς έχω την πεποίθηση ότι ο Στάλιν δεν είναι τέτοιος άνθρωπος... Νομίζω ότι αν του δίνω ό, τι μπορώ και δεν του ζητάω τίποτα σε αντάλλαγμα, καθώς η ευγένεια υποχρεώνει", δεν θα προσπαθήσει να προσαρτήσει τίποτα και θα συνεργαστεί μαζί μου για έναν κόσμο δημοκρατίας και ειρήνης ».[52] Κατά τη συνάντησή του με τον Στάλιν και τον Ρούσβελτ στην Τεχεράνη το 1943 ο Τσώρτσιλ δήλωσε ότι η Βρετανία ενδιαφέρεται ζωτικά για την αποκατάσταση της Πολωνίας ως ανεξάρτητης χώρας, αλλά [53] δεν πίεσε την κατάσταση, φοβούμενος ότι αυτό θα γίνει πηγή διασυμμαχικών τριβών.[53]
Τον Φεβρουάριο του 1945, στη Διάσκεψη της Γιάλτας, ο Στάλιν ζήτησε μια σοβιετική σφαίρα πολιτικής επιρροής στην Κεντρική Ευρώπη.[54] Ο Στάλιν τελικά πείστηκε από τον Τσώρτσιλ και τον Ρούσβελτ να μη διαμελίσουν τη Γερμανία.[54] και δήλωσε ότι η Σοβιετική Ένωση θα διατηρήσει τα εδάφη της ανατολικής Πολωνίας που είχε ήδη καταλάβει με την εισβολή το 1939 και ήθελε μια φιλοσοβιετική πολωνική κυβέρνηση στην εξουσία της Πολωνίας που θα απέμενε.[54] Μετά την αντίδραση των Τσώρτσιλ και Ρούσβελτ ο Στάλιν υποσχέθηκε αναδιοργάνωση της τρέχουσας φιλοσοβιετικής κυβέρνησης της Πολωνίας σε ευρύτερη δημοκρατική βάση.[54] και δήλωσε ότι το κύριο καθήκον της νέας κυβέρνησης θα ήταν να προετοιμάσει τις εκλογές.[55]
Τα μέρη στη Γιάλτα συμφώνησαν περαιτέρω ότι στις χώρες της απελευθερωμένης Ευρώπης και στους πρώην δορυφόρους του Άξονα θα επιτραπεί να "δημιουργήσουν δημοκρατικούς θεσμούς της επιλογής τους", σύμφωνα με το "δικαίωμα όλων των λαών να επιλέγουν τη μορφή διακυβέρνησης υπό την οποία θα ζουν. "[56] Τα μέρη συμφώνησαν επίσης να βοηθήσουν αυτές τις χώρες να σχηματίσουν προσωρινές κυβερνήσεις" δεσμευμένες το συντομότερο δυνατό για ελεύθερες εκλογές "και" να διευκολύνουν όπου χρειάζεται τη διεξαγωγή τέτοιων εκλογών "[56].
Στις αρχές της Διάσκεψης του Πότσδαμ του Ιουλίου -Αυγούστου 1945 μετά την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας ο Στάλιν επανέλαβε τις προηγούμενες υποσχέσεις στον Τσώρτσιλ ότι θα απέχει από μια «σοβιετικοποίηση» της Κεντρικής Ευρώπης.[57] Εκτός από τις αποζημιώσεις ο Στάλιν πίεσε για «πολεμική λεία», που θα επέτρεπε στη Σοβιετική Ένωση να δεσμεύσει άμεσα περιουσία από κατακτημένα έθνη χωρίς ποσοτικούς ή ποιοτικούς περιορισμούς [58] και προστέθηκε μια ρήτρα που επέτρεπε να γίνει αυτό με κάποιους περιορισμούς.[58]
Στην αρχή οι Σοβιετικοί συγκάλυψαν τον ρόλο τους στις πολιτικές του υπόλοιπου Ανατολικού Μπλοκ, με τον μετασχηματισμό να εμφανίζεται ως τροποποίηση της δυτικής «αστικής δημοκρατίας».[59] Όπως είπαν σε ένα νεαρό κομμουνιστή στην Ανατολική Γερμανία, «πρέπει να φαίνεται δημοκρατικό, αλλά πρέπει να έχουμε τα πάντα υπό τον έλεγχό μας».[60] Ο Στάλιν θεώρησε ότι ο κοινωνικοοικονομικός μετασχηματισμός ήταν απαραίτητος για την επιβολή του σοβιετικού ελέγχου, αντικατοπτρίζοντας τη μαρξιστική -λενινιστική άποψη ότι η υλική βάση, η κατανομή των μέσων παραγωγής, διαμόρφωναν τις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις.[61] Η Σοβιετική Ένωση ενέταξε επίσης τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στη σφαίρα επιρροής της κάνοντας αναφορά σε ορισμένα πολιτισμικά κοινά στοιχεία.[62]
Τα εκπαιδευμένα από τη Μόσχα στελέχη τέθηκαν σε κρίσιμες θέσεις εξουσίας για την υλοποίηση των εντολών σχετικά με τον κοινωνικοπολιτικό μετασχηματισμό.[61] Η εξάλειψη της κοινωνικής και οικονομικής δύναμης της αστικής τάξης με απαλλοτρίωση της γης και της βιομηχανικής ιδιοκτησίας είχε απόλυτη προτεραιότητα.[59] Αυτά τα μέτρα δημοσιοποιήθηκαν ως "μεταρρυθμίσεις" και όχι ως κοινωνικοοικονομικός μετασχηματισμός.[59] Εκτός από αρχικά στην Τσεχοσλοβακία, οι δραστηριότητες των πολιτικών κομμάτων έπρεπε να συμμορφώνονται με την "πολιτική του μπλοκ", με τα κόμματα να πρέπει τελικά να αποδεχτούν την ιδιότητα μέλους σε ένα "αντιφασιστικό μπλοκ" που τα υποχρέωνε να ενεργούν μόνο με αμοιβαία "συναίνεση".[63] Το σύστημα των μπλοκ επέτρεψε στη Σοβιετική Ένωση να ασκήσει έμμεσα τον εσωτερικό έλεγχο.[64]
Τα κρίσιμα υπουργεία, όπως αυτά που ήταν υπεύθυνα για το προσωπικό, τη γενική και τη μυστική αστυνομία και τη νεολαία, τα είχαν αυστηρά κομμουνιστές.[64] Τα στελέχη της Μόσχας διέκριναν τις «προοδευτικές δυνάμεις» από τα «αντιδραστικά στοιχεία» και κατέστησαν και τα δύο ανίσχυρα. Τέτοιες διαδικασίες επαναλαμβάνονταν έως ότου οι κομμουνιστές αποκτήσουν απεριόριστη εξουσία και απομείνουν μόνο πολιτικοί που υποστήριζαν άνευ όρων τη σοβιετική πολιτική.[65]
Τον Ιούνιο του 1947, όταν οι Σοβιετικοί αρνήθηκαν να διαπραγματευτούν μια πιθανή ελάφρυνση των περιορισμών στην ανάπτυξη της Γερμανίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν το Σχέδιο Μάρσαλ, ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αμερικανικής βοήθειας σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που επιθυμούσαν να συμμετάσχουν, συμπεριλαμβανομένης της Σοβιετικής Ένωσης και εκείνων της Ανατολικής Ευρώπης.[66] Οι Σοβιετικοί απέρριψαν το Σχέδιο και πήραν μια σκληρή θέση ενάντια στις Ηνωμένες Πολιτείες και τα μη κομμουνιστικά ευρωπαϊκά κράτη.[67] Ωστόσο η Τσεχοσλοβακία ήταν πρόθυμη να δεχτεί την αμερικανική βοήθεια, όπως και η Πολωνία, και αυτό ανησυχούσε πολύ τους Σοβιετικούς.[68]
Σε ένα από τα πιο ξεκάθαρα δείγματα του σοβιετικού ελέγχου στην περιοχή ο Τσεχοσλοβακός υπουργός Εξωτερικών, Γιαν Μάζαρικ, κλήθηκε στη Μόσχα και καταδικάστηκε από τον Στάλιν επειδή σκέφτηκε να ενταχθεί στο Σχέδιο Μάρσαλ. Ο Πολωνός πρωθυπουργός Γιούζεφ Τσιρανκιέβιτς ανταμείφθηκε για την απόρριψη του Σχεδίου από την Πολωνία με μια τεράστια εμπορική συμφωνία 5 ετών, συμπεριλαμβανομένης πίστωσης 450 εκατομμυρίων δολαρίων, 200.000 τόνων σιτηρών, βαρέων μηχανημάτων και εργοστασίων.[69]
Τον Ιούλιο του 1947 ο Στάλιν διέταξε αυτές τις χώρες να αποχωρήσουν από τη Διάσκεψη του Παρισιού για το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ανάκαμψης, γεγονός που έχει περιγραφεί ως «η στιγμή της αλήθειας» για τη διαίρεση της Ευρώπης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη συνέχεια επιδίωξε εντονότερο έλεγχο σε άλλες χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, εγκαταλείποντας την προηγούμενη βιτρίνα δημοκρατικών θεσμών.[70] Όταν φάνηκε ότι, παρά τη μεγάλη πίεση, τα μη κομμουνιστικά κόμματα ήταν πιθανό να λάβουν πάνω από το 40% των ψήφων στις εκλογές της Ουγγαρίας τον Αύγουστο του 1947, υιοθετήθηκαν μέτρα καταστολής για την εκκαθάριση των ανεξάρτητων πολιτικών δυνάμεων.[70]
Τον ίδιο μήνα άρχισε η εξουδετέρωση της αντιπολίτευσης στη Βουλγαρία με βάση τις συνεχείς οδηγίες των σοβιετικών στελεχών.[70][71] Στα τέλη Σεπτεμβρίου 1947 στη συνάντηση όλων των κομμουνιστικών κομμάτων στη Σκλάρσκα Πορέμπα [72] τα κομμουνιστικά κόμματα του Ανατολικού Μπλοκ κατηγορήθηκαν ότι επέτρεψαν ακόμη και μικρή επιρροή από μη κομμουνιστές στις χώρες τους κατά την προώθηση του σχεδίου Μάρσαλ.[70]
Στην πρώην γερμανική πρωτεύουσα Βερολίνο, περίκλειστη από την κατεχόμενη από τους Σοβιετικούς Γερμανία, ο Στάλιν επέβαλε τον Αποκλεισμό του Βερολίνου στις 24 Ιουνίου 1948, εμποδίζοντας την άφιξη στο Δυτικό Βερολίνο τροφίμων, υλικών και προμηθειών.[73] Ο αποκλεισμός προκλήθηκε, εν μέρει, από πρόωρες τοπικές εκλογές του Οκτωβρίου 1946 στις οποίες το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα Γερμανίας (SED) ηττήθηκε από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, που έλαβε δυόμιση φορές περισσότερες ψήφους από το SED.[74] Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βρετανία, η Γαλλία, ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και πολλές άλλες χώρες δημιούργησαν μια μαζική «αεροπορική μεταφορά στο Βερολίνο», προμηθεύοντας το Δυτικό Βερολίνο με τρόφιμα και άλλα εφόδια.[75]
Οι Σοβιετικοί ξεκίνησαν μια εκστρατεία δημόσιων σχέσεων κατά της αλλαγής της δυτικής πολιτικής και οι κομμουνιστές προσπάθησαν να αποτρέψουν τις εκλογές του 1948, φοβούμενοι μεγάλες απώλειες, ενώ 300.000 Βερολινέζοι διαδήλωναν προτρέποντας τη διεθνή αερογέφυρα να συνεχιστεί.[76] Τον Μάιο του 1949 ο Στάλιν ήρε τον αποκλεισμό, επιτρέποντας την επανέναρξη των δυτικών αποστολών στο Βερολίνο.[77][78]
Μετά τις διαφωνίες μεταξύ του Γιουγκοσλάβου ηγέτη Γιόσιπ Μπροζ Τίτο και της Σοβιετικής Ένωσης σχετικά με την Ελλάδα και την Αλβανία σημειώθηκε σχίσμα Τίτο - Στάλιν, που το ακολούθησε η αποβολή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ τον Ιούνιο του 1948 και ένα σύντομο αποτυχημένο σοβιετικό πραξικόπημα στο Βελιγράδι.[79] Το σχίσμα δημιούργησε δύο ξεχωριστές κομμουνιστικές δυνάμεις στην Ευρώπη.[79] Στο Ανατολικό Μπλοκ ξεκίνησε αμέσως μια έντονη εκστρατεία ενάντια στον τιτοϊσμό, που μιλούσε για πράκτορες τόσο της Δύσης όσο και του Τίτο παντού, που συμμετείχαν σε ανατρεπτική δραστηριότητα.[79]
Ο Στάλιν διέταξε τη μετατροπή της Κομινφόρμ σε μέσο παρακολούθησης και ελέγχου των εσωτερικών υποθέσεων των άλλων κομμάτων του Ανατολικού Μπλοκ. Επίσης σκέφτηκε για λίγο τη μετατροπή της Κομινφόρμ σε όργανο για την καταδίκη υψηλόβαθμων παρεκκλίσεων, αλλά εγκατέλειψε την ιδέα ως μη πρακτική. Αντ'αυτού ξεκίνησε μια κίνηση αποδυνάμωσης των ηγετών των κομμουνιστικών κομμάτων μέσω συγκρούσεων. Τα σοβιετικά στελέχη στα κομμουνιστικά κόμματα και σε κρατικές θέσεις στο Μπλοκ έλαβαν εντολή να ενθαρρύνουν τις ενδοηγετικές συγκρούσεις και να μεταδώσουν πληροφορίες στον ένα εναντίον του άλλου.[79] Αυτό συνόδευε ένα συνεχές ρεύμα κατηγοριών για «εθνικιστικές παρεκκλίσεις», «ανεπαρκή εκτίμηση του ρόλου της ΕΣΣΔ», σχέσεις με τον Τίτο και «κατασκοπεία για τη Γιουγκοσλαβία». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη δίωξη πολλών ηγετικών κομματικών στελεχών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στην Ανατολή Γερμανία.
Η πρώτη χώρα που γνώρισε αυτήν την προσέγγιση ήταν η Αλβανία, όπου ο ηγέτης Ενβέρ Χότζα άλλαξε αμέσως πορεία από υπέρ της Γιουγκοσλαβίας σε αντίθετό της. Στην Πολωνία ο ηγέτης Βλάντισλαβ Γγομούλκα, που είχε προηγουμένως κάνει φιλογιουγκοσλαβικές δηλώσεις, καθαιρέθηκε από γενικός γραμματέας του κόμματος στις αρχές Σεπτεμβρίου 1948 και στη συνέχεια φυλακίστηκε. Στη Βουλγαρία όταν φάνηκε ότι ο Τράιτσο Κόστοφ, που δεν ήταν στέλεχος της Μόσχας, ήταν ο επόμενος στη σειρά για την ηγεσία, τον Ιούνιο του 1949 ο Στάλιν διέταξε τη σύλληψη του, ενώ ακολούθησαν λίγο αργότερα θανατική καταδίκη και εκτέλεσή του. Ένας αριθμός άλλων υψηλόβαθμων Βουλγάρων αξιωματούχων φυλακίστηκε επίσης. Ο Στάλιν και ο Ούγγρος ηγέτης Μάτυας Ράκοσι συναντήθηκαν στη Μόσχα για να ενορχηστρώσουν μια σκηνοθετημένη δίκη του αντιπάλου του Ράκοσι, Λάζλο Ράικ, που στη συνέχεια εκτελέστηκε.[80] Η διατήρηση του Σοβιετικού μπλοκ βασίστηκε στη διατήρηση μιας αίσθησης ιδεολογικής ενότητας που θα εδραίωνε την επιρροή της Μόσχας στην Ανατολική Ευρώπη καθώς και τη δύναμη των τοπικών κομμουνιστικών ελίτ.[81]
Η πόλη-λιμάνι της Τεργέστης ήταν ένα ιδιαίτερο επίκεντρο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέχρι το σχίσμα μεταξύ του Τίτο και του Στάλιν οι Δυτικές δυνάμεις και το Ανατολικό Μπλοκ αντιμετώπιζαν ασυμβίβαστα η μία την άλλη. Το ουδέτερο κράτος της Ελεύθερης Περιοχής της Τεργέστης, που ιδρύθηκε το 1947 με τα Ηνωμένα Έθνη, διαχωρίστηκε και διαλύθηκε το 1954 και το 1975, επίσης εξαιτίας της ύφεσης μεταξύ της Δύσης και του Τίτο.[82][83]
Παρά τον αρχικό θεσμικό σχεδιασμό του κομμουνισμού που εφαρμόστηκε από τον Ιωσήφ Στάλιν στο Ανατολικό Μπλοκ η μετέπειτα εξέλιξη διέφερε από χώρα σε χώρα.[84] Στα κράτη-δορυφόρους, μετά την αρχική σύναψη των συνθηκών ειρήνης, η αντιπολίτευση ουσιαστικά εκκαθαρίστηκε, επιβλήθηκαν θεμελιώδη βήματα προς τον σοσιαλισμό και οι ηγέτες του Κρεμλίνου προσπάθησαν να ενισχύσουν τον έλεγχο σε αυτά.[85] Από την αρχή ο Στάλιν κατεύθυνε συστήματα που απέρριπταν τα δυτικά θεσμικά χαρακτηριστικά της οικονομίας της αγοράς, της καπιταλιστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας (που ονομάστηκε «αστική δημοκρατία» στη σοβιετική διάλεκτο) και το κράτος δικαίου που ελέγχει την κρατική αυθαιρεσία.[86] Τα κράτη που προέκυψαν αποσκοπούσαν στον πλήρη έλεγχο ενός πολιτικού κέντρου, υποστηριζόμενου από έναν εκτεταμένο και ενεργό κατασταλτικό μηχανισμό και έναν κεντρικό ρόλο της μαρξιστικής -λενινιστικής ιδεολογίας.[86]
Ωστόσο τα απομεινάρια των δημοκρατικών θεσμών δεν καταστράφηκαν ποτέ εντελώς, με αποτέλεσμα την πρόσοψη θεσμών δυτικού τύπου, όπως τα κοινοβούλια, που ουσιαστικά απλώς επισφράγιζαν τις αποφάσεις των κυβερνώντων και συντάγματα, των οποίων η τήρηση από τις αρχές ήταν περιορισμένη ή ανύπαρκτη.[86] Τα κοινοβούλια εξακολουθούσαν να εκλέγονται, αλλά οι συνεδριάσεις τους πραγματοποιούνταν μόνο λίγες ημέρες το χρόνο, μόνο για να νομιμοποιήσουν τις αποφάσεις του πολιτικού γραφείου και τόσο λίγη προσοχή τους δόθηκε ώστε μερικοί από τους υπηρετούντες ήταν πράγματι νεκροί και οι αξιωματούχοι δήλωναν ανοιχτά ότι θα διόριζαν μέλη που είχαν χάσει τις εκλογές.[87]
Ο πρώτος ή γενικός γραμματέας της κεντρικής επιτροπής σε κάθε κομμουνιστικό κόμμα ήταν η πιο ισχυρή προσωπικότητα σε κάθε καθεστώς.[88] Το κόμμα στο οποίο κυριαρχούσε το πολιτικό γραφείο δεν ήταν ένα μαζικό κόμμα αλλά, σύμφωνα με τη λενινιστική παράδοση, ένα μικρότερο κόμμα επιλέκτων, μεταξύ του 3 και του 14 τοις εκατό του πληθυσμού της χώρας, που είχαν αποδεχτεί την πλήρη υπακοή.[89] Όσοι εξασφάλιζαν την ιδιότητα τους μέλους αυτής της ομάδας των επιλέκτων λάβαιναν σημαντικές ανταμοιβές, όπως πρόσβαση σε καταστήματα με χαμηλότερες τιμές, με μεγαλύτερη ποικιλία εγχώριων ή/και ξένων προϊόντων υψηλής ποιότητας (γλυκά, αλκοόλ, πούρα, κάμερες, τηλεοράσεις και παρόμοια), ειδικά σχολεία, εγκαταστάσεις διακοπών, σπίτια, έπιπλα υψηλής ποιότητας εσωτερικής ή/και ξένης κατασκευής, έργα τέχνης, συντάξεις, άδεια ταξιδιού στο εξωτερικό και επίσημα αυτοκίνητα με ξεχωριστές πινακίδες, ώστε η αστυνομία και άλλοι να μπορούν να αναγνωρίσουν αυτά τα μέλη από απόσταση.[89]
Πέραν από τους περιορισμούς της μετανάστευσης η κοινωνία των πολιτών, που ορίζεται ως τομέας πολιτικής δράσης έξω από τον κρατικό έλεγχο του κόμματος, δεν επιτράπηκε να ριζώσει σταθερά, με πιθανή εξαίρεση την Πολωνία τη δεκαετία του 1980.[90] Ενώ ο θεσμικός σχεδιασμός στα κομμουνιστικά συστήματα βασίστηκε στην απόρριψη του κράτους δικαίου, η νομική υποδομή δεν ήταν απρόσβλητη από την αλλαγή που αντανακλούσε τη φθορά της ιδεολογίας και την υποκατάσταση του αυτόνομου δικαίου.[90] Αρχικά τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν μικρά σε όλες τις χώρες εκτός από την Τσεχοσλοβακία, έτσι ώστε υπήρχε έντονη έλλειψη πολιτικά «αξιόπιστων» προσώπων για τη διοίκηση, την αστυνομία και άλλα επαγγέλματα.[91] Έτσι «πολιτικά αναξιόπιστοι» μη κομμουνιστές έπρεπε αρχικά να καλύψουν τέτοιους ρόλους.[91] Όσοι δεν υπάκουαν στις κομμουνιστικές αρχές απομακρύνθηκαν, ενώ τα στελέχη της Μόσχας ξεκίνησαν προγράμματα μεγάλης κλίμακας για την εκπαίδευση προσωπικού που θα πληρούσε τις πολιτικές απαιτήσεις.[91] Τα πρώην μέλη της μεσαίας τάξης υφίσταντο επίσημα διακρίσεις, αν και η ανάγκη του κράτους για τις ικανότητές του και ορισμένες ευκαιρίες να επανεφεύρουν τους εαυτούς τους ως καλούς κομμουνιστές επέτρεψαν σε πολλούς να διακριθούν παρόλα αυτά.[92]
Τα κομμουνιστικά καθεστώτα του Ανατολικού Μπλοκ θεωρούσαν τις περιθωριακές ομάδες διανοουμένων της αντιπολίτευσης ως δυνητική απειλή λόγω των βάσεων της εκεί κομμουνιστικής εξουσίας.[93] Η καταστολή της διαφωνίας και της αντίθεσης θεωρήθηκε βασική προϋπόθεση για τη διατήρηση της εξουσίας, αν και το τεράστιο κόστος, με το οποίο ο πληθυσμός σε ορισμένες χώρες κρατήθηκε υπό μυστική παρακολούθηση, μπορεί να μην ήταν λογικό.[93] Μετά από μια ολοκληρωτική αρχική φάση ακολούθησε μια μεταολοκληρωτική περίοδος μετά τον θάνατο του Στάλιν, κατά την οποία η βασική μέθοδος της κομμουνιστικής διακυβέρνησης μετατοπίστηκε από τη μαζική τρομοκρατία στην επιλεκτική καταστολή, μαζί με ιδεολογικές και κοινωνικοπολιτικές στρατηγικές νομιμοποίησης και εξασφάλισης νομιμοφροσύνης.[94] Τα ορκωτά δικαστήρια αντικαταστάθηκαν από ένα σώμα επαγγελματιών δικαστών και δύο λαϊκών, που ήταν μέλη του κόμματος.[95]
Η αστυνομία απέτρεπε και περιόριζε την αντιπολίτευση στις κατευθύνσεις του κόμματος.[95] Οι πολιτικές αστυνομίες λειτουργούσαν ως πυρήνας του συστήματος, με τα ονόματά τους να είναι συνώνυμα της ωμής εξουσίας και της απειλής βίαιης αντίδρασης σε περίπτωση που ένα άτομο δρούσε κατά του κράτους.[95] Αρκετοί οργανισμοί κρατικής και μυστικής αστυνομίας επέβαλαν την κυριαρχία του κομμουνιστικού κόμματος, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων:
Ο τύπος την περίοδο του κομμουνισμού ήταν όργανο του κράτους, πλήρως εξαρτημένο και υποτελές στο κομμουνιστικό κόμμα.[96] Πριν από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί του Ανατολικού Μπλοκ ήταν κρατικοί, ενώ τα έντυπα μέσα ανήκαν συνήθως σε πολιτικές οργανώσεις, κυρίως στο τοπικό κομμουνιστικό κόμμα.[97] Οι εφημερίδες και τα περιοδικά νεολαίας ανήκαν σε οργανώσεις νεολαίας συνδεδεμένες με τα κομμουνιστικά κόμματα.[97]
Ο έλεγχος των μέσων ενημέρωσης ασκείτο απευθείας από το ίδιο το κομμουνιστικό κόμμα και από την κρατική λογοκρισία, που επίσης ελεγχόταν από το κόμμα.[97] Τα μέσα ενημέρωσης χρησίμευαν ως μια σημαντική μορφή ελέγχου της πληροφορίας και της κοινωνίας.[98] Η διανομή και η παρουσίαση της γνώσης θεωρείτο από τις αρχές ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του κομμουνισμού, καταπνίγοντας εναλλακτικές ιδέες και κριτικές.[98] Εκδίδονταν αρκετές κρατικές εφημερίδες του Κομμουνιστικού Κόμματος, μεταξύ των οποίων:
Η Τηλεγραφική Υπηρεσία της Σοβιετικής Ένωσης (TASS) λειτουργούσε ως η κεντρική υπηρεσία για τη συλλογή και διανομή εσωτερικών και διεθνών ειδήσεων για όλες τις σοβιετικές εφημερίδες, ραδιόφωνα και τηλεοπτικούς σταθμούς. Συχνά φιλτραρόταν από τις σοβιετικές υπηρεσίες πληροφοριών και ασφάλειας, όπως η НКВД και η ГРУ. Το TASS είχε θυγατρικές σε 14 σοβιετικές δημοκρατίες, συμπεριλαμβανομένων των ΣΣΔ Λιθουανίας, Λετονίας, Εσθονίας, Μολδαβίας, Ουκρανίας και Λευκορωσίας.
Οι Δυτικές χώρες επένδυσαν σημαντικά σε ισχυρούς πομπούς που επέτρεψαν την ακρόαση σταθμών όπως το BBC, η Φωνή της Αμερικής και το Radio Free Europe (RFE) στο Ανατολικό Μπλοκ, παρά τις προσπάθειες των αρχών να εμποδίσουν τις μεταδόσεις.
Το 1917 η Ρωσία περιόρισε τη μετανάστευση θεσπίζοντας ελέγχους διαβατηρίων και απαγορεύοντας την έξοδο των εμπόλεμων υπηκόων.[99] Το 1922, μετά τη Συνθήκη για τη Δημιουργία της ΕΣΣΔ, τόσο η ΣΣΔ Ουκρανίας όσο και η Ρωσική ΟΣΣΔ εξέδωσαν γενικούς κανόνες για ταξίδια που απέκλειαν σχεδόν όλες τις αναχωρήσεις, καθιστώντας αδύνατη τη νόμιμη μετανάστευση. Οι συνοριακοί έλεγχοι στη συνέχεια ενισχύθηκαν έτσι ώστε, μέχρι το 1928, ακόμη και η παράνομη αναχώρηση ήταν ουσιαστικά αδύνατη. Αυτό αργότερα περιλάμβανε εσωτερικούς ελέγχους διαβατηρίων, που σε συνδυασμό με την προσωπική πόλη пропи́ска («τόπος κατοικίας»), καθώς και περιορισμούς εσωτερικής ελευθερίας κυκλοφορίας, που συχνά αποκαλούντο 101ο χιλιόμετρο, περιόρισαν πολύ την κινητικότητα ακόμη και σε μικρές αποστάσεις στη Σοβιετική Ένωση.[100]
Μετά τη δημιουργία του Ανατολικού Μπλοκ η μετανάστευση από τις πρόσφατα κατεχόμενες χώρες, εκτός περιορισμένων περιπτώσεων, σταμάτησε ουσιαστικά στις αρχές της δεκαετίας του 1950, με τη σοβιετική προσέγγιση στον έλεγχο των διακρατικών μετακινήσεων να τη μιμείται το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου Ανατολικού Μπλοκ.[101] Ωστόσο στην Ανατολική Γερμανία, εκμεταλλευόμενοι την Εσωτερική γερμανική συνοριογραμμή μεταξύ των ζωνών κατοχής, εκατοντάδες χιλιάδες κατέφυγαν στη Δυτική Γερμανία, με συνολικούς αριθμούς 197.000 το 1950, 165.000 το 1951, 182.000 το 1952 και 331.000 το 1953.[102][103] Ένας λόγος για την απότομη αύξηση του 1953 ήταν ο φόβος για πιθανή περαιτέρω σοβιετικοποίηση με τις ολοένα και πιο παρανοϊκές ενέργειες του Ιωσήφ Στάλιν στα τέλη του 1952 και στις αρχές του 1953.[104] 226.000 είχαν διαφύγει μόνο τους πρώτους έξι μήνες του 1953.[105]
Με το κλείσιμο της Εσωτερικής γερμανικής συνοριογραμμής επίσημα το 1952 [106] τα σύνορα των τομέων της πόλης του Βερολίνου παρέμειναν σημαντικά πιο προσπελάσιμα από τα υπόλοιπα σύνορα λόγω της διαχείρισής τους και από τις τέσσερις δυνάμεις κατοχής.[107] Συνεπώς αποτελούσε ουσιαστικά ένα «παραθυράκι» μέσα από το οποίο οι πολίτες του Ανατολικού Μπλοκ θα μπορούσαν ακόμη να κινούνται προς τα δυτικά.[106] Τα 3,5 εκατομμύρια Ανατολικογερμανών, που είχαν διαφύγει μέχρι το 1961, ανέρχονταν περίπου στο 20% του συνολικού πληθυσμού της Ανατολικής Γερμανίας.[108] Τον Αύγουστο του 1961 η Ανατολική Γερμανία έστησε ένα φράκτη από αγκαθωτό συρματόπλεγμα, που τελικά θα επεκτεινόταν στην κατασκευή του Τείχους του Βερολίνου, κλείνοντας ουσιαστικά το «παραθυράκι».[109]
Με σχεδόν ανύπαρκτη τη συνήθη μετανάστευση, περισσότερο από το 75% όσων μετανάστευσαν από χώρες του Ανατολικού Μπλοκ μεταξύ 1950 και 1990 το έκαναν βάσει διμερών συμφωνιών για «εθνοτική μετανάστευση».[110] Περίπου το 10% ήταν πρόσφυγες-μετανάστες σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951.[110] Οι περισσότεροι Σοβιετικοί που τους επετράπη να φύγουν αυτό το χρονικό διάστημα ήταν Εβραίοι που τους επετράπη να μεταναστεύσουν στο Ισραήλ, μετά από σειρά ενοχλητικών αποδράσεων το 1970, που έκαναν τους Σοβιετικούς να επιτρέψουν πολύ περιορισμένη εθνοτική μετανάστευση.[111] Η πτώση του Σιδηρού Παραπετάσματος συνοδεύτηκε από μια μαζική άνοδο της μετανάστευσης από την Ανατολή στη Δύση στην Ευρώπη.[110] Από τους επώνυμους δραπέτες από το Ανατολικό Μπλοκ ήταν και η κόρη του Ιωσήφ Στάλιν, Σβετλάνα Αλιλούγεβα, που κατήγγειλε τον Στάλιν μετά τη διαφυγή της το 1967.[112]
Υπό τον κρατικό αθεϊσμό πολλών κρατών του Ανατολικού Μπλοκ η θρησκεία ουσιαστικά κατεστάλη.[113] Δεδομένου ότι σε ορισμένα από αυτά τα κράτη η εθνική τους κληρονομιά ήταν δεμένη με τις εθνικές τους εκκλησίες, τόσο οι λαοί όσο και οι εκκλησίες τους στοχοποιήθηκαν από τους Σοβιετικούς.[114][115]
Το 1949 η Σοβιετική Ένωση, η Βουλγαρία, η Τσεχοσλοβακία, η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Ρουμανία ίδρυσαν την Κομεκόν, σύμφωνα με την επιθυμία του Στάλιν να επιβάλει τη σοβιετική κυριαρχία στα μικρότερα κράτη της Κεντρικής Ευρώπης και να κατευνάσει ορισμένα κράτη που είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον για το Σχέδιο Μάρσαλ[116][117] και που τώρα, όλο και περισσότερο, αποκόβονταν από τις παραδοσιακές τους αγορές και προμηθευτές στη Δυτική Ευρώπη.[118] Ο ρόλος της Κομεκόν έγινε αμφιλεγόμενος, επειδή ο Στάλιν προτιμούσε πιο άμεσους δεσμούς με τους άλλους αρχηγούς κομμάτων από την έμμεση πολυπλοκότητα της Κομεκόν, που δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο τη δεκαετία του 1950 στον οικονομικό σχεδιασμό.[119] Αρχικά η Κομεκόν χρησίμευε ως κάλυμμα για να παίρνουν οι Σοβιετικοί υλικά και εξοπλισμό από το υπόλοιπο Ανατολικό Μπλοκ, αλλά η ισορροπία άλλαξε όταν οι Σοβιετικοί έγιναν καθαροί χορηγοί του υπόλοιπου Μπλοκ από τη δεκαετία του 1970 μέσω ανταλλαγής πρώτων υλών χαμηλού κόστους σε αντάλλαγμα για τελικά προϊόντα χαμηλής ποιότητας.[120]
Το 1955 το Σύμφωνο της Βαρσοβίας δημιουργήθηκε εν μέρει ως απάντηση στην ένταξη στο ΝΑΤΟ της Δυτικής Γερμανίας και εν μέρει επειδή οι Σοβιετικοί χρειάζονταν μια δικαιολογία για να διατηρήσουν τις μονάδες του Κόκκινου Στρατού στην Ουγγαρία.[117] Επί 35 χρόνια το Σύμφωνο διαιώνισε τη σταλινική αντίληψη της σοβιετικής εθνικής ασφάλειας, που βασιζόταν στην αυτοκρατορική επέκταση και τον έλεγχο των δορυφορικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη. Αυτή η σοβιετική επισημοποίηση των σχέσεών τους για την ασφάλεια στο Ανατολικό Μπλοκ αντανακλούσε τη βασική αρχή της πολιτικής ασφάλειας της Μόσχας ότι η συνεχιζόμενη παρουσία στην Ανατολική Κεντρική Ευρώπη ήταν το θεμέλιο της άμυνάς της ενάντια στη Δύση. Μέσω των θεσμικών δομών του το Σύμφωνο αντιστάθμισε επίσης εν μέρει την απουσία της προσωπικής ηγεσίας του Ιωσήφ Στάλιν μετά τον θάνατό του το 1953.[121] Το Σύμφωνο ενοποίησε τους στρατούς των άλλων μελών του Μπλοκ, στους οποίους σοβιετικοί αξιωματικοί και πράκτορες της ασφαλείας υπηρετούσαν υπό μια ενιαία σοβιετική διοικητική δομή.[122]
Ξεκινώντας το 1964 η Ρουμανία ακολούθησε μια πιο ανεξάρτητη πορεία.[123] Αν και δεν αποχώρησε ούτε από την Κομεκόν ούτε από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, έπαψε να παίζει σημαντικό ρόλο και στα τα δύο.[123] Η ανάληψη της ηγεσίας από τον Νικολάε Τσαουσέσκου ένα χρόνο αργότερα ώθησε τη Ρουμανία ακόμη περισσότερο προς την κατεύθυνση της αποχώρησης.[123] Η Αλβανία, που απομονωνόταν ολοένα και περισσότερο υπό τον σταλινικό ηγέτη Ενβέρ Χότζα μετά την αποσταλινοποίηση, καταλήγοντας σε ένα σοβιετοαλβανικό σχίσμα το 1961, αποχώρησε από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας το 1968,[124] μετά την εισβολή του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία.[125]
Οι χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, όπως η Σοβιετική Ένωση, είχαν υψηλά ποσοστά αύξησης του πληθυσμού. Το 1917 ο πληθυσμός της Ρωσίας στα σημερινά σύνορά της ήταν 91 εκατομμύρια. Παρά τις απώλειες κατά τον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο ο πληθυσμός αυξήθηκε στα 92,7 εκατομμύρια το 1926. Το 1939 ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 17 % στα 108 εκατομμύρια. Παρά τους περισσότερους από 20 εκατομμύρια θανάτους καθ 'όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο πληθυσμός της Ρωσίας αυξήθηκε σε 117,2 εκατομμύρια το 1959. Η σοβιετική απογραφή του 1989 έδειξε ότι ο πληθυσμός της Ρωσίας ήταν 147 εκατομμύρια.[126]
Το σοβιετικό οικονομικό και πολιτικό σύστημα επέφερε περαιτέρω συνέπειες, όπως, για παράδειγμα, στις Βαλτικές χώρες, όπου ο πληθυσμός ήταν περίπου ο μισός από ό, τι θα έπρεπε συγκρινόμενος με παρόμοιες χώρες όπως η Δανία, η Φινλανδία και η Νορβηγία κατά τα έτη 1939-1990. Η κακή στέγαση ήταν ένας παράγοντας που οδήγησε σε σοβαρή μείωση των γεννήσεων σε ολόκληρο το Ανατολικό Μπλοκ. Ωστόσο τα ποσοστά γεννήσεων ήταν ακόμη υψηλότερα από ό, τι στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η εξάρτηση από τις αμβλώσεις, εν μέρει λόγω των περιοδικών ελλείψεων σε αντισυλληπτικά χάπια και ενδομήτριες συσκευές που καθιστούσαν αυτά τα συστήματα αναξιόπιστα,[127] επίσης μείωσε τον ρυθμό γεννήσεων και υποχρέωσε τα κράτη μια στροφή σε πολιτικές υπέρ των γεννήσεων μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, συμπεριλαμβανομένων των αυστηρών ελέγχων για τις αμβλώσεις και προπαγανδιστικές προτροπές, όπως η διάκριση «μητέρα ηρωίδα», που δόθηκε σε εκείνες τις Ρουμάνες που γέννησαν δέκα ή περισσότερα παιδιά.[128]
Τον Οκτώβριο του 1966 ο τεχνητός έλεγχος των γεννήσεων απαγορεύτηκε στη Ρουμανία και απαιτήθηκαν τακτικά τεστ εγκυμοσύνης για γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία, με αυστηρές ποινές για όποιον διαπιστώθηκε ότι διέκοπτε εγκυμοσύνη.[129] Παρά τους περιορισμούς αυτούς τα ποσοστά γεννήσεων συνέχισαν να υστερούν, εν μέρει εξαιτίας των επαγόμενων αμβλώσεων από ανειδίκευτους.[128] Οι πληθυσμοί των χωρών του Ανατολικού Μπλοκ ήταν οι εξής:[130][131]
Χώρα | Εκταση (χιλιαδες τ.χ.) | 1950 (εκ) | 1970 (εκ) | 1980 (εκ) | 1985 (εκ) | Ετήσια αύξηση (1950–1985) | Πυκνότητα (1980) |
---|---|---|---|---|---|---|---|
Αλβανία | 28.7 | 1.22 | 2.16 | 2.59 | 2.96 | +4.07% | 90.2/km2 |
Βουλγαρία | 110.9 | 7.27 | 8.49 | 8.88 | 8.97 | +0.67% | 80.1/km2 |
Τσεχοσλοβακία | 127.9 | 13.09 | 14.47 | 15.28 | 15.50 | +0.53% | 119.5/km2 |
Ουγγαρία | 93.0 | 9.20 | 10.30 | 10.71 | 10.60 | +0.43% | 115.2/km2 |
Aνατολική Γερμανία | 108.3 | 17.94 | 17.26 | 16.74 | 16.69 | −0.20% | 154.6/km2 |
Πολωνία | 312.7 | 24.82 | 30.69 | 35.73 | 37.23 | +1.43% | 114.3/km2 |
Ρουμανία | 237.5 | 16.31 | 20.35 | 22.20 | 22.73 | +1.12% | 93.5/km2 |
Σοβιετική Ένωση | 22300 | 182.32 | 241.72 | 265.00 | 272.00 | +1.41% | 11.9/km2 |
Γιουγκοσλαβία | 255.8 | 16.35 | 20.37 | 22.30 | 23.32 | +1.22% | 87.2/km2 |
Οι κοινωνίες του Ανατολικού Μπλοκ λειτουργούσαν υπό αναξιοκρατικές αρχές με έντονα στοιχεία εξισωτισμού. Αυτά ευνοούσαν τα λιγότερο εξειδικευμένα άτομα, καθώς επίσης παρείχαν προνόμια για τη νομενκλατούρα και εκείνα με το σωστό ταξικό ή πολιτικό υπόβαθρο. Οι κοινωνίες του Ανατολικού Μπλοκ κυριαρχούνταν από το κυβερνών κομμουνιστικό κόμμα, οδηγώντας μερικούς να τις αποκαλούν "κομματοκρατίες". Η χορήγηση παροχών σε λιγότερο εξειδικευμένα και λιγότερο ικανά άτομα συνέβαλε στην παροχή ενός είδους νομιμότητας για το καθεστώς. Τα πρώην μέλη της μεσαίας τάξης υφίσταντο επίσημα διακρίσεις, αν και η ανάγκη για τις δεξιότητές τους τους επέτρεπε να επανεμφανίζονται ως καλοί κομμουνιστές πολίτες.[92][132][133]
Υπήρχε έλλειψη κατοικίας σε όλο το Ανατολικό Μπλοκ. Στην Ευρώπη οφειλόταν κυρίως στις καταστροφές κατά τη διάρκεια τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι προσπάθειες ανοικοδόμησης υπέστησαν πλήγμα μετά από μια σοβαρή περικοπή των κρατικών πόρων που ήταν διαθέσιμοι για στέγαση το 1975.[134] Οι πόλεις γέμισαν με μεγάλες πολυκατοικίες. Δυτικοί επισκέπτες από μέρη όπως η Δυτική Γερμανία εξέφρασαν την έκπληξή τους για την ασχήμια των νέων, σαν κουτιά κατασκευών από σκυρόδεμα πέρα από τα σύνορα στην Ανατολική Γερμανία, μαζί με το σχετικά γκρίζο του φυσικού περιβάλλοντος και τη συχνά άχαρη εμφάνιση των ανθρώπων στον δρόμο ή στα καταστήματα.[135] Η οικιστική πολιτική αντιμετώπιζεσημαντικά οργανωτικά προβλήματα. Επιπλέον οι αποπερατωμένες κατοικίες διέθεταν αισθητά κακή ποιότητα φινιρίσματος.[136]
Η σχεδόν συνολική έμφαση στα μεγάλα συγκροτήματα διαμερισμάτων ήταν ένα κοινό χαρακτηριστικό των πόλεων του Ανατολικού Μπλοκ τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Οι αρχές της Ανατολικής Γερμανίας θεωρούσαν πολύ συμφέρουσα ως προς το κόστος την κατασκευή τέτοιων συγκροτημάτων Πλατενμπάου, έτσι οι κατασκευές τέτοιας αρχιτεκτονικής στα άκρα των μεγάλων πόλεων συνεχίστηκε μέχρι τη διάλυση του Ανατολικού Μπλοκ. Αυτά τα κτίρια, όπως τα Panelák στην Τσεχοσλοβακία και τα Panelház στην Ουγγαρία, περιείχαν στριμωγμένα διαμερίσματα από σκυρόδεμα που γενικά πλαισίωναν τους δρόμους του Ανατολικού Μπλοκ, αφήνοντας τον επισκέπτη με μια "κρύα και γκρίζα" εντύπωση. Επιθυμώντας να ενισχύσει τον ρόλο του κράτους τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 τον Νικολάε Τσαουσέσκου εφάρμοσε το πρόγραμμα της συστηματοποίησης, που συνίστατο στην κατεδάφιση και την ανοικοδόμηση των υφιστάμενων οικισμών, χωριών, μικρών και μεγάλων πόλεων, εν όλω ή εν μέρει, προκειμένου να υπάρξει χώρος για τυποποιημένα διαμερίσματα σε όλη τη χώρα (blocuri).[137] Σύμφωνα με αυτή την ιδεολογία ο Τσαουσέσκου χτίστηκε το Πολιτικό Κέντρο (Centrul Civic) του Βουκουρεστίου τη δεκαετία του 1980, που περιλαμβάνει το Μέγαρο του Κοινοβουλίου, στη θέση του πρώην ιστορικού κέντρου.
Ακόμη και στα τέλη της δεκαετίας του 1980 οι υγειονομικές συνθήκες στις περισσότερες χώρες του Ανατολικού Μπλοκ απείχαν γενικά πολύ από το να είναι επαρκείς. Για όλες τις χώρες για τις οποίες υπήρχαν δεδομένα το 60% των κατοικιών είχε πυκνότητα μεγαλύτερο από ένα άτομο ανά δωμάτιο μεταξύ 1966 και 1975. Ο μέσος όρος στις Δυτικές χώρες για τις οποίες τα δεδομένα ήταν διαθέσιμα κατά προσέγγιση ήταν 0,5 άτομα ανά δωμάτιο. Τα προβλήματα επιδεινώθηκαν από τελειώματα χαμηλής ποιότητας σε νέες κατοικίες, που ανάγκαζαν συχνά τους ενοίκους τους να υποβληθούν αρκετές εργασίες τελειωμάτων και πρόσθετων επισκευών.[138]
Χώρα | Επαρκής αποχέτευση % (έτος) | Τρεχούμενο νερό % | Κεντρική θέρμανση % | Εσωτερική τουαλέτα % | Πάνω από 1 άτομο/δωμάτιο % |
---|---|---|---|---|---|
Αλβανία | n/a | n/a | n/a | n/a | n/a |
Βουλγαρία | n/a | 66.1% | 7.5% | 28.0% | 60.2% |
Τσεχοσλοβακία | 60.5% (1983) | 75.3% | 30.9% | 52.4% | 67.9%% |
Ανατολική Γερμανία | 70.0% (1985) | 82.1% | 72.2% | 43.4% | n/a |
Ουγγαρία | 60.0% (1984) | 64% (1980) | n/a | 52.5% (1980) | 64.4% |
Πολωνία | 50.0% (1980) | 47.3% | 22.2% | 33.4% | 83.0% |
Ρουμανία | 50.0% (1980) | 12.3% (1966) | n/a | n/a | 81.5% |
Σοβιετική Ένωση | 50.0% (1980) | n/a | n/a | n/a | n/a |
Γιουγκοσλαβία | 69.8% (1981) | 93.2% | 84.2% | 89.7% | 83.1% |
Year | Kατοικίες/διαμερίσματα σύνολο | Με τρεχούμενο νερό | Με διάθεση λυμάτων | Με εσωτερική τουαλέτα | Με εγκατάσταση αερίου |
---|---|---|---|---|---|
1949 | 2,466,514 | 420,644 (17.1%) | – | 306,998 (12.5%) | 174,186 (7.1%) |
1960 | 2,757,625 | 620,600 (22.5%) | – | 440,737 (16%) | 373,124 (13.5%) |
1970 | 3,118,096 | 1,370,609 (44%) | 1,167,055 (37.4%) | 838,626 (26.9%) | 1,571,691 (50.4%) |
1980 | 3,542,418 | 2,268,014 (64%) | 2,367,274 (66.8%) | 1,859,677 (52.5%) | 2,682,143 (75.7%) |
1990 | 3,853,288 | 3,209,930 (83.3%) | 3,228,257 (83.8%) | 2,853,834 (74%) | 3,274,514 (85%) |
Οι επιδεινούμενες ελλείψεις των δεκαετιών του 1970 και του 1980 συνέβησαν κατά τη διάρκεια μιας αύξησης της ποσότητας του οικιστικού αποθέματος σε σχέση με τον πληθυσμό από το 1970 έως το 1986.[141] Ακόμη και για νέες κατοικίες το μέσο μέγεθος κατοικίας ήταν μόνο 61,3 τετραγωνικά μέτρα στο Ανατολικό μπλοκ σε σύγκριση με 113,5 τετραγωνικά μέτρα σε δέκα Δυτικές χώρες για τις οποίες ήταν διαθέσιμα συγκρίσιμα δεδομένα. Τα χωρικά πρότυπα διέφεραν σημαντικά, με τη μέση νέα κατοικία στη Σοβιετική Ένωση το 1986 να είναι μόνο 68% το μέγεθος εκείνης στην Ουγγαρία. Εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως η Ανατολική Γερμανία το 1980-1986 και η Βουλγαρία το 1970-1980, τα χωρικά πρότυπα σε νεόδμητες κατοικίες αυξήθηκαν πριν από τη διάλυση του Ανατολικού Μπλοκ. Το μέγεθος της κατοικίας διέφερε σημαντικά με την πάροδο χρόνου, ειδικά μετά την πετρελαϊκή κρίση στο Ανατολικό Μπλοκ. Για παράδειγμα το 1990 οι κατοικίες στη Δυτική Γερμανία είχαν μέση επιφάνεια 83 τετραγωνικών μέτρων, σε σύγκριση με ένα μέσο μέγεθος κατοικίας στην Ανατολική Γερμανία 67 τετραγωνικών μέτρων (720 τ.μ.) το 1967.[142][143]
Επιφάνεια/κατοικία | Ατομα/κατοικία | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
Χώρα | 1970 | 1980 | 1986 | 1970 | 1986 | |
Δυτικό Μπλοκ | 113,5 square metres (1,222 sq ft) | n/a | n/a | |||
Βουλγαρία | 63.7 m2 | 59.0 m2 | 66.9 | 3.8 | 2.8 | |
Τσεχοσλοβακία | 67.2 m2 | 73.8 m2 | 81.8 m2 | 3.4 | 2.7 | |
Ανατολική Γερμανία | 55.0 m2 | 62.7 m2 | 61.2 | 2.9 | 2.4 | |
Ουγγαρία | 61.5 m2 | 67.0 m2 | 83.0 | 3.4 | 2.7 | |
Πολωνία | 54.3 m2 | 64.0 m2 | 71.0 m2 | 4.2 | 3.5 | |
Ρουμανία | 44.9 m2 | 57.0 m2 | 57.5 m2 | 3.6 | 2.8 | |
Σοβιετική Ένωση | 46.8 m2 | 52.3 m2 | 56.8 m2 | 4.1 | 3.2 | |
Γιουγκοσλαβία | 59.2 m2 | 70.9 m2 | 72.5 m2 | n/a | 3.4 | |
Αλβανία | n/a | n/a | n/a | n/a | n/a |
Η κακή ποιότητα της στέγης ήταν ένας από τους τέσσερις κύριους παράγοντες (οι άλλοι ήταν οι κακές συνθήκες διαβίωσης, η αύξηση της απασχόλησης των γυναικών και η άμβλωση ως ενθαρρυντικό μέσο ελέγχου των γεννήσεων) που οδήγησε σε μείωση των γεννήσεων σε ολόκληρο το Ανατολικό Μπλοκ.[145]
Οι χώρες του Ανατολικού Μπλοκ πέτυχαν κάποια οικονομική και τεχνική πρόοδο, εκβιομηχάνιση και ρυθμούς ανάπτυξης της παραγωγικότητας της εργασίας και αύξηση του βιοτικού επιπέδου.[146] Ωστόσο επειδή λειτουργούσαν ελλείψει αγοράς, οι οικονομίες του Ανατολικού Μπλοκ αναπτύσσονταν αναντίστοιχα των αναγκών από κεντρικούς σχεδιαστές.[147][148]
Το Ανατολικό Μπλοκ εξαρτιόταν επίσης από τη Σοβιετική Ένωση για σημαντικές ποσότητες πρώτων υλών.[147][149]
Η τεχνολογική καθυστέρηση είχε ως αποτέλεσμα την εξάρτηση από τις εισαγωγές από τις Δυτικές χώρες και αυτό, με τη σειρά του, από τη ζήτηση για δυτικό νόμισμα. Οι χώρες του Ανατολικού Μπλοκ δανείζονταν σε μεγάλο βαθμό από τη Λέσχη των Παρισίων (κεντρικές τράπεζες) και το Κλαμπ του Λονδίνου (ιδιωτικές τράπεζες) και οι περισσότερες από αυτές στις αρχές της δεκαετίας του 1980 αναγκάστηκαν να ειδοποιήσουν τους πιστωτές για την αφερεγγυότητα τους. Ωστόσο αυτές οι πληροφορίες αποκρύπτονταν από τους πολίτες και η προπαγάνδα προωθούσε την άποψη ότι οι χώρες βρίσκονταν στον καλύτερο δρόμο προς τον σοσιαλισμό.[150][151][152]
Ως συνέπεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της γερμανικής κατοχής στην Ανατολική Ευρώπη μεγάλο μέρος της περιοχής είχε υποστεί τεράστια καταστροφή της βιομηχανίας και των υποδομών και απώλειες ζωών αμάχων. Μόνο στην Πολωνία η πολιτική της λεηλασίας και της εκμετάλλευσης προκάλεσε τεράστιες υλικές απώλειες στην πολωνική βιομηχανία (το 62% της οποίας καταστράφηκε),[153] τη γεωργία, τις υποδομές και τα πολιτιστικά τοπόσημα, το κόστος των οποίων εκτιμάται σε περίπου 525 δισεκατομμύρια ευρώ ή 640 δισεκατομμύρια δολάρια του 2004.[154]
Σε όλο το Ανατολικό Μπλοκ, τόσο στην ΕΣΣΔ όσο και στο υπόλοιπο, δινόταν εξέχουσα θέση στη Ρωσία, που αναφερόταν ως το 'naiboleye vydayushchayasya natsiya (το πιο σημαντικό έθνος) και ο rukovodyashchiy narod (ο κορυφαίος λαός).[155] Οι Σοβιετικοί προώθησαν τον σεβασμό των ρωσικών ενεργειών και χαρακτηριστικών και την κατασκευή σοβιετικών δομικών ιεραρχιών στις άλλες χώρες του Ανατολικού Μπλοκ.[155]
Το καθοριστικό χαρακτηριστικό του σταλινικού ολοκληρωτισμού ήταν η μοναδική συμβίωση του κράτους με την κοινωνία και την οικονομία, με αποτέλεσμα η πολιτική και η οικονομία να χάσουν τα διακριτικά τους χαρακτηριστικά ως αυτόνομες και διακριτές σφαίρες.[84] Αρχικά ο Στάλιν κατεύθυνε συστήματα που απέρριπταν τα δυτικά θεσμικά χαρακτηριστικά της οικονομίας της αγοράς, της δημοκρατικής διακυβέρνησης (αποκαλούμενη «αστική δημοκρατία» στη σοβιετική γλώσσα) και το κράτος δικαίου που περιορίζει την αυθαίρετη παρέμβαση του κράτους.[86]
Οι Σοβιετικοί επέβαλαν την απαλλοτρίωση και κρατικοποίηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Τα σοβιετικού στυλ «αντίγραφα καθεστώτων» που προέκυψαν στο Μπλοκ όχι μόνο αναπαρήγαγαν τη σοβιετική κατευθυνόμενη οικονομία, αλλά υιοθέτησαν και τις βάναυσες μεθόδους που χρησιμοποιούσε ο Ιωσήφ Στάλιν και οι σοβιετικού τύπου μυστικές αστυνομίες για την καταστολή της πραγματικής και εν δυνάμει αντιπολίτευσης.[156]
Τα σταλινικά καθεστώτα στο Ανατολικό Μπλοκ θεωρούσαν ακόμη και περιθωριακές ομάδες διανοουμένων της αντιπολίτευσης ως δυνητική απειλή λόγω των βάσεων της εκεί σταλινικής εξουσίας.[93] Η καταστολή της διαφωνίας και της αντιπολίτευσης ήταν ένα κεντρικό προαπαιτούμενο για την ασφάλεια της σταλινικής εξουσίας στο Ανατολικό Μπλοκ, αν και ο βαθμός αντίθεσης και καταστολής των αντιφρονούντων ποίκιλε ανά χώρα και εποχή σε όλο το Ανατολικό Μπλοκ.[93]
Επιπλέον τα μέσα ενημέρωσης στο Ανατολικό Μπλοκ ήταν όργανα του κράτους, πλήρως εξαρτημένα από την κυβέρνηση της ΕΣΣΔ και οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί ήταν κρατικοί, ενώ τα έντυπα μέσα συνήθως ανήκαν σε πολιτικές οργανώσεις, κυρίως του τοπικού κόμματος.[96] Ενώ πάνω από 15 εκατομμύρια κάτοικοι του Ανατολικού Μπλοκ μετανάστευσαν προς τα δυτικά από το 1945 έως το 1949,[157] η μετανάστευση σταμάτησε ουσιαστικά στις αρχές της δεκαετίας του 1950, με τη σοβιετική προσέγγιση στον έλεγχο της μετακίνησης των υπηκόων, που μιμήθηκε το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου Ανατολικού Μπλοκ.[101]
Στην ΕΣΣΔ, λόγω της αυστηρής σοβιετικής μυστικότητας υπό τον Ιωσήφ Στάλιν, για πολλά χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ακόμη και οι καλύτερα ενημερωμένοι ξένοι δεν γνώριζαν ουσιαστικά για τη λειτουργία της σοβιετικής οικονομίας.[158] Ο Στάλιν είχε αποκλείσει την έξωθεν πρόσβαση στη Σοβιετική Ένωση από το 1935 (και μέχρι τον θάνατό του), πράγματι δεν επέτρεπε κανένα ταξίδι από το εξωτερικό μέσα στη Σοβιετική Ένωση, έτσι ώστε οι ξένοι δεν γνώριζαν τις πολιτικές διαδικασίες που λάβαιναν χώρα εκεί.[159] Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ακόμη και για 25 χρόνια μετά τον θάνατο του Στάλιν, οι λίγοι διπλωμάτες και ξένοι ανταποκριτές που ήταν δεκτοί στη Σοβιετική Ένωση περιορίζονταν συνήθως σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από τη Μόσχα, τα τηλέφωνά τους παρακολουθούνταν, οι κατοικίες τους περιορίζονταν σε τοποθεσίες μόνο για ξένους και παρακολουθούνταν συνεχώς από τις σοβιετικές αρχές.[159]
Οι Σοβιετικοί διαμόρφωσαν επίσης οικονομίες στο υπόλοιπο Ανατολικό Μπλοκ εκτός της Σοβιετικής Ένωσης, σύμφωνα με τις σοβιετικές οικονομικές κατευθυντήριες γραμμές.[160] Πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Σοβιετική Ένωση χρησιμοποίησε δρακόντειες διαδικασίες για να διασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις οδηγίες για την επένδυση όλων των περιουσιακών στοιχείων με τρόπους κρατικά προγραμματισμένους, όπως η κολεκτιβοποίησης της γεωργίας και η χρήση ενός σημαντικού στρατού εργασίας που συγκεντρώθηκε στο σύστημα των γκουλάγκ. Αυτό το σύστημα επιβλήθηκε σε μεγάλο βαθμό σε άλλες χώρες του Ανατολικού Μπλοκ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ενώ η προπαγάνδα των προλεταριακών βελτιώσεων συνόδευε τις συστημικές αλλαγές, ο τρόμος και ο εκφοβισμός του επακόλουθου αδίστακτου σταλινισμού συσκότιζε τα συναισθήματα των οποιωνδήποτε υποτιθέμενων ωφελημάτων.[120]
Ο Στάλιν θεωρούσε ότι ο κοινωνικοοικονομικός μετασχηματισμός ήταν απαραίτητος για την επιβολή του σοβιετικού ελέγχου, αντικατοπτρίζοντας τη μαρξιστική -λενινιστική άποψη ότι η υλική βάση, η κατανομή των μέσων παραγωγής, διαμόρφωναν τις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις. Τα εκπαιδευμένα στελέχη της Μόσχας τέθηκαν σε κρίσιμες θέσεις εξουσίας για την εκπλήρωση εντολών σχετικά με τον κοινωνικοπολιτικό μετασχηματισμό.[61] Η εξάλειψη της κοινωνικής και οικονομικής δύναμης της αστικής τάξης με απαλλοτρίωση της γης και της βιομηχανικής ιδιοκτησίας είχε απόλυτη προτεραιότητα.[59]
Αυτά τα μέτρα ονομάζονταν δημόσια μεταρρυθμίσεις και όχι κοινωνικοοικονομικοί μετασχηματισμοί. Σε ολόκληρο το Ανατολικό Μπλοκ, εκτός από την Τσεχοσλοβακία, δημιουργήθηκαν «κοινωνικές οργανώσεις», όπως συνδικάτα και ενώσεις που εκπροσωπούσαν διάφορες κοινωνικές, επαγγελματικές και άλλες ομάδες, με έναν μόνο οργανισμό για κάθε κατηγορία, αποκλειομένου του ανταγωνισμού.[59] Αυτές οι οργανώσεις διοικούνταν από σταλινικά στελέχη, αν και κατά την αρχική περίοδο, επέτρεπαν κάποια διαφορετικότητα.[63]
Ταυτόχρονα, στο τέλος του πολέμου, η Σοβιετική Ένωση υιοθέτησε μια "πολιτική λαφυραγώγησης" για τη φυσική μεταφορά και μετεγκατάσταση βιομηχανικών περιουσιακών στοιχείων της Ανατολικής Ευρώπης στη Σοβιετική Ένωση.[161] Τα κράτη του Ανατολικού Μπλοκ ήταν υποχρεωμένα να παρέχουν άνθρακα, βιομηχανικό εξοπλισμό, τεχνολογία, τροχαίο υλικό και άλλους πόρους για την ανοικοδόμηση της Σοβιετικής Ένωσης.[162] Μεταξύ 1945 και 1953 οι Σοβιετικοί με αυτή την πολιτική έκαναν καθαρή μεταφορά πόρων από το υπόλοιπο Ανατολικό Μπλοκ περίπου 14 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ποσό συγκρίσιμο με την καθαρή μεταφορά από τις Ηνωμένες Πολιτείες στη Δυτική Ευρώπη με το Σχέδιο Μάρσαλ.[162][163] Οι «αποζημιώσεις» περιλάμβαναν τη διάλυση των σιδηροδρόμων στην Πολωνία και τις ρουμανικές αποζημιώσεις στους Σοβιετικούς μεταξύ 1944 και 1948, αξίας 1,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων ταυτόχρονα με την κυριαρχία των SovRoms.[164]
Επιπλέον οι Σοβιετικοί αναδιοργάνωσαν τις επιχειρήσεις σε μετοχικές εταιρείες, στις οποίες οι Σοβιετικοί κατείχαν το ποσοστό ελέγχου τους.[163][165] Χρησιμοποιώντας αυτό το όχημα ελέγχου πολλές επιχειρήσεις, όπως ορυχεία ουρανίου στην Τσεχοσλοβακία και την Ανατολική Γερμανία, ορυχεία άνθρακα στην Πολωνία και πετρελαιοπηγές στη Ρουμανία, υποχρεώνονταν να πουλάνε τα προϊόντα τους στους Σοβιετικούς κάτω από τις παγκόσμιες τιμές.[166]
Το μοντέλο εμπορίου των χωρών του Ανατολικού Μπλοκ τροποποιήθηκε σημαντικά.[167] Πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1% –2% του εμπορίου αυτών των χωρών ήταν με τη Σοβιετική Ένωση. Το 1953 το μερίδιο αυτών των συναλλαγών είχε αυξηθεί στο 37%.[167] Το 1947 ο Ιωσήφ Στάλιν κατήγγειλε επίσης το Σχέδιο Μάρσαλ και απαγόρευσε σε όλες τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ να συμμετέχουν σε αυτό.[168]
Η σοβιετική κυριαρχία πρόσδεσε περαιτέρω τις άλλες οικονομίες του Ανατολικού Μπλοκ[167] με τη Μόσχα μέσω του Συμβουλίου Αμοιβαίας Οικονομικής Βοήθειας (СЭВ) ή Κομεκόν, που καθόρισε τις επενδύσεις των χωρών και τα προϊόντα που θα διακινούνταν στο Ανατολικό Μπλοκ. Αν και η Κομεκόν ξεκίνησε το 1949 ο ρόλος του έγινε ασαφής επειδή ο Στάλιν προτιμούσε πιο άμεσους δεσμούς με άλλους αρχηγούς κομμάτων από την έμμεση πολυπλοκότητα του συμβουλίου. Δεν έπαιξε σημαντικό ρόλο στη δεκαετία του 1950 στον οικονομικό σχεδιασμό.[119]
Αρχικά η Κομεκόν χρησίμευσε ως κάλυψη για την αφαίρεση από τους Σοβιετικούς υλικών και εξοπλισμού από το υπόλοιπο Ανατολικό Μπλοκ αλλά στη συνέχεια άλλαξε όταν οι Σοβιετικοί έγιναν καθαροί χορηγοί του υπόλοιπου Μπλοκ μέχρι τη δεκαετία του 1970 μέσω ανταλλαγής πρώτων υλών χαμηλού κόστους με έτοιμα προϊόντα χαμηλής ποιότητας.[120] Ενώ πόροι όπως το πετρέλαιο, η ξυλεία και το ουράνιο αρχικά καθιστούσαν ελκυστική την πρόσβαση σε άλλες οικονομίες του Ανατολικού Μπλοκ, οι Σοβιετικοί σύντομα έπρεπε να εξάγουν σοβιετικές πρώτες ύλες σε αυτές τις χώρες για να διατηρήσουν τη συνοχή τους[164]. Μετά την αντίδραση στα σχέδια της Κομεκόν για την εξόρυξη των ορυκτών πόρων της Ρουμανίας και την εξαντλητική χρήση της γεωργικής της παραγωγής, η Ρουμανία άρχισε να παίρνει μια πιο ανεξάρτητη στάση το 1964. Παρόλο που δεν απέρριψε την Κομεκόν δεν έπαιξε κανένα σημαντικό ρόλο στη λειτουργία της, ειδικά μετά την άνοδο στην εξουσία του Νικολάε Τσαουσέσκου.[123]
Σύμφωνα με την επίσημη προπαγάνδα στη Σοβιετική Ένωση υπήρχε άνευ προηγουμένου προσιτό κόστος στέγασης, υγειονομικής περίθαλψης και εκπαίδευσης.[169] Τα ενοίκια των διαμερισμάτων κατά μέσο όρο ανερχόταν μόνο στο 1 τοις εκατό του οικογενειακού προϋπολογισμού, αριθμός που έφτανε το 4 τοις εκατό αν ληφθούν υπόψη οι δημοτικές υπηρεσίες. Τα εισιτήρια του τραμ κόστιζαν 20 καπίκια και μια φρατζόλα ψωμί 15 καπίκια. Ο μέσος μηνιαίος μισθός ενός μηχανικού ήταν 140-160 ρούβλια.[170]
Η Σοβιετική Ένωση σημείωσε σημαντική πρόοδο στην ανάπτυξη του τομέα καταναλωτικών αγαθών της χώρας. Το 1970 η ΕΣΣΔ παρήγαγε 679 εκατομμύρια ζεύγη δερμάτινων υποδημάτων, έναντι 534 εκατομμυρίων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Τσεχοσλοβακία, που είχε την υψηλότερη κατά κεφαλήν παραγωγή υποδημάτων στον κόσμο, εξήγαγε σημαντικό μέρος της παραγωγής της σε άλλες χώρες.[171]
Το αυξανόμενο βιοτικό επίπεδο στο σοσιαλισμό οδήγησε σε σταθερή μείωση της εργάσιμης ημέρας και αύξηση του ελεύθερου χρόνου. Το 1974 η μέση εβδομάδα εργασίας για τους σοβιετικούς βιομηχανικούς εργάτες ήταν 40 ώρες. Οι πληρωμένες διακοπές το 1968 έφτασαν τουλάχιστον τις 15 εργάσιμες ημέρες. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 ο αριθμός των ελεύθερων ημερών ανά έτος - ρεπό, αργιών και διακοπών ήταν 128-130, σχεδόν διπλάσιος σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία.[172]
Λόγω της έλλειψης σημάτων της αγοράς σε τέτοιες οικονομίες αυτές αντιμετώπιζαν λανθασμένη ανάπτυξη από κεντρικούς σχεδιαστές με αποτέλεσμα οι χώρες αυτές να ακολουθήσουν ένα δρόμο εκτατικής (μεγάλης κινητοποίησης αναποτελεσματικά χρησιμοποιημένων κεφαλαίων, εργασίας, ενέργειας και πρώτων υλών) και όχι εντατικής (αποδοτική χρήση πόρων) ανάπτυξης.[147] Οι χώρες του Ανατολικού Μπλοκ ήταν υποχρεωμένες να ακολουθήσουν το σοβιετικό μοντέλο υπερτονίζοντας τη βαριά βιομηχανία εις βάρος της ελαφριάς βιομηχανίας και άλλων τομέων.[173]
Δεδομένου ότι το μοντέλο αυτό περιλάμβανε την υπερβολική εκμετάλλευση φυσικών και άλλων πόρων, έχει περιγραφεί ως ένα είδος "κοπής και καύσης". Ενώ το σοβιετικό σύστημα αγωνιζόταν για τη δικτατορία του προλεταριάτου, υπήρχε ελάχιστο προλεταριάτο σε πολλές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ώστε για να προκύψει έπρεπε να δημιουργηθεί βαριά βιομηχανία.[173] Κοινά σε όλες τις χώρες ήταν οι κρατικά κατευθυνόμενες οικονομίες συμπεριλαμβανομένων των ασαφώς καθορισμένων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, της έλλειψης τιμών εκκαθάρισης της αγοράς και των υπερβολικών ή παραμορφωμένων παραγωγικών ικανοτήτων σε σχέση με τις ανάλογες των οικονομιών της αγοράς.[84]
Σημαντικά σφάλματα και σπατάλες συνέβαιναν στα συστήματα κατανομής και διανομής των πόρων. Λόγω των μονολιθικών κρατικών οργάνων που διοικούσαν τα κόμματα, αυτά τα συστήματα δεν παρείχαν αποτελεσματικούς μηχανισμούς ή κίνητρα για τον έλεγχο του κόστους, της διαφθοράς, της αναποτελεσματικότητας και της σπατάλης. Δόθηκε προτεραιότητα στη βαριά βιομηχανία λόγω της σημασίας της για το στρατιωτικοβιομηχανικό κατεστημένο και για τον τομέα μηχανών και κατασκευών.[174]
Μερικές φορές τα εργοστάσια ήταν αναποτελεσματικά χωροθετημένα, με υψηλό κόστος μεταφοράς, ενώ η κακή οργάνωση των εγκαταστάσεων οδηγούσε μερικές φορές σε αναβάθμιση της παραγωγής και σε επιπτώσεις σε άλλους κλάδους που εξαρτώνταν από μονοπωλιακούς προμηθευτές ενδιάμεσων προϊόντων. Για παράδειγμα κάθε χώρα, συμπεριλαμβανομένης της Αλβανίας, κατασκεύασε χαλυβουργεία ανεξάρτητα από το αν διέθεταν τους απαιτούμενους πόρους ενέργειας και μεταλλευμάτων.[173] Ένα τεράστιο μεταλλουργικό εργοστάσιο κατασκευάστηκε στη Βουλγαρία παρά το γεγονός ότι το μετάλλευμά του εισαγόταν από τη Σοβιετική Ένωση και να μεταφερόταν σε 320 χιλιόμετρα από το λιμάνι του Μπουργκάς.[173] Ένα εργοστάσιο τρακτέρ της Βαρσοβίας το 1980 είχε μια λίστα 52 σελίδων μη χρησιμοποιούμενου σκουριασμένου, συνεπώς άχρηστου εξοπλισμού.[173]
Αυτή η έμφαση στη βαριά βιομηχανία εξέτρεψε τις επενδύσεις από την πιο πρακτική παραγωγή χημικών και πλαστικών.[175] Επιπλέον η έμφαση των σχεδίων στην ποσότητα και όχι στην ποιότητα έκανε τα προϊόντα του Ανατολικού Μπλοκ λιγότερο ανταγωνιστικά στην παγκόσμια αγορά.[175] Το υψηλό κόστος που περνούσε μέσω της αλυσίδας παραγωγής αύξανε την «αξία» της παραγωγής, στην οποία βασίζονταν οι αυξήσεις των μισθών, αλλά έκανε τις εξαγωγές λιγότερο ανταγωνιστικές. Οι σχεδιαστές σπάνια έκλειναν παλιά εργοστάσια ακόμη και όταν άνοιγαν νέες παραγωγικές ικανότητες αλλού. Για παράδειγμα η πολωνική βιομηχανία χάλυβα διατήρησε ένα εργοστάσιο στην Άνω Σιλεσία παρά το άνοιγμα σύγχρονων ολοκληρωμένων μονάδων στην περιφέρεια, ενώ ο τελευταίος παλιός κλίβανος ανοιχτής εστίας του 19ο αιώνα δεν έκλεισε αμέσως.
Τα κεφαλαιουχικά αγαθά ευνοήθηκαν έναντι των καταναλωτικών, με αποτέλεσμα τα δεύτερα να έχουν έλλειψη σε ποσότητα και ποιότητα στις οικονομίες έλλειψης που προέκυψαν.[148]
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 τα δημοσιονομικά ελλείμματα αυξήθηκαν σημαντικά και οι εγχώριες τιμές απέκλιναν σημαντικά από τις παγκόσμιες τιμές, ενώ οι τιμές παραγωγής ήταν κατά μέσο όρο 2% υψηλότερες από τις τιμές καταναλωτή.[176] Πολλά πρώτης ποιότητας προϊόντα μπορούσαν να αγοραστούν είτε στη μαύρη αγορά είτε μόνο σε ειδικά καταστήματα που δέχονταν ξένο νόμισμα γενικά απρόσιτο για τους περισσότερους πολίτες του Ανατολικού Μπλοκ, όπως το Intershop στην Ανατολική Γερμανία, το Beryozka στη Σοβιετική Ένωση,[177] το Πέβεξ στην Πολωνία,[178][179] το Tuzex στην Τσεχοσλοβακία,[180] το Corecom στη Βουλγαρία ή το Comturist στη Ρουμανία. Πολλά από αυτά που παράγονταν για τον τοπικό πληθυσμό δεν έφταναν ποτέ στους προοριζόμενους χρήστες τους, ενώ πολλά ευπαθή προϊόντα καθίσταντο ακατάλληλα για κατανάλωση πριν φτάσουν στους καταναλωτές τους.
Ως αποτέλεσμα των ελλείψεων της επίσημης οικονομίας δημιουργήθηκαν μαύρες αγορές, που συχνά εφοδιάζονταν με αγαθά που είχαν κλαπεί από τον δημόσιο τομέα.[181] Η δεύτερη «παράλληλη οικονομία» άκμασε σε όλο το Μπλοκ λόγω των αυξανόμενων μη ικανοποιούμενων καταναλωτικών αναγκών.[182] Αναδύθηκαν μαύρες και γκρίζες αγορές τροφίμων, αγαθών και μετρητών.[182] Τα εμπορεύματα περιλάμβαναν είδη οικιακής χρήσης, ιατρικά είδη, ρούχα, έπιπλα, καλλυντικά και προϊόντα περιποίησης που ήταν σε χρόνια έλλειψη μέσω των επίσημων καταστημάτων.[179]
Πολλοί αγρότες απέκρυβαν την πραγματική παραγωγή από τα επίσημα πρατήρια για να την πουλήσουν παράνομα σε αστούς καταναλωτές.[179] Τα σκληρά ξένα νομίσματα ήταν πολύ περιζήτητα, ενώ τα δυτικά αντικείμενα υψηλής αξίας λειτουργούσαν ως μέσο ανταλλαγής ή δωροδοκίας σε σταλινικές χώρες, όπως στη Ρουμανία, όπου τα τσιγάρα Kent λειτουργούσαν ως ανεπίσημο ευρέως χρησιμοποιούμενο νόμισμα για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών.[183] Ορισμένοι υπάλληλοι υπηρεσιών παρέδιδαν παράνομα υπηρεσίες απευθείας στους πελάτες επί πληρωμή.[183]
Η εκτεταμένη εκβιομηχάνιση της παραγωγής που προέκυψε δεν ανταποκρινόταν στις ανάγκες των καταναλωτών και προκάλεσε μια παραμέληση στον τομέα των υπηρεσιών, πρωτοφανή ταχεία αστικοποίηση, έντονη αστυφιλία, χρόνιες ελλείψεις και μαζικές προσλήψεις γυναικών σε κυρίως ανειδίκευτα ή/και χαμηλά αμειβόμενα επαγγέλματα.[184] Οι επακόλουθες εντάσεις είχαν ως αποτέλεσμα τη διαδεδομένη χρήση εξαναγκασμού, καταστολής, στημένων δικών, εκκαθαρίσεων και εκφοβισμού.[184] Μέχρι το 1960 είχε σημειωθεί μαζική αστικοποίηση στην Πολωνία (48% σε αστικές περιοχές) και τη Βουλγαρία (38%), που αύξησε την απασχόληση των αγροτών, αλλά αύξησε επίσης τον αναλφαβητισμό στα ύψη όταν τα παιδιά εγκατέλειπαν το σχολείο για δουλειά.[184]
Οι πόλεις έγιναν μαζικά εργοτάξια, με αποτέλεσμα την ανακατασκευή ορισμένων κτιρίων που είχαν καταστραφεί από τον πόλεμο, αλλά και την κατασκευή γκρίζων προβληματικών συγκροτημάτων πολυκατοικιών.[184] Το αστικό επίπεδο ζωής κατέρρευσε επειδή οι πόροι ήταν περιορισμένοι σε τεράστια μακροπρόθεσμα οικοδομικά έργα, ενώ η εκβιομηχάνιση ανάγκασε εκατομμύρια πρώην αγρότες να ζουν σε καταυλισμούς καλυβών ή ζοφερά διαμερίσματα κοντά σε τεράστια ρυπογόνα βιομηχανικά συγκροτήματα.[184]
Η κολεκτιβοποίηση είναι μια διαδικασία που πρωτοεφαρμόστηκε από τον Ιωσήφ Στάλιν στα τέλη της δεκαετίας του 1920, με την οποία τα μαρξιστικά -λενινιστικά καθεστώτα στο Ανατολικό Μπλοκ και αλλού προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα διατεταγμένο σοσιαλιστικό σύστημα στη γεωργία.[185] Αυτό απαιτούσε την αναγκαστική ενοποίηση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων μικρής κλίμακας και των μεγαλύτερων εκμεταλλεύσεων που ανήκαν στις τάξεις των γαιοκτημόνων με σκοπό τη δημιουργία μεγαλύτερων σύγχρονων «συλλογικών αγροκτημάτων» που θεωρητικά ανήκαν στους εργαζόμενους σε αυτές. Στην πραγματικότητα όμως τα αγροκτήματα αυτά ανήκαν στο κράτος.[185]
Εκτός από την εξάλειψη των προφανών ανεπαρκειών που σχετίζονται με τη γεωργία μικρής κλίμακας σε ασυνεχείς εκμεταλλεύσεις γης, η κολεκτιβοποίηση αποσκοπούσε επίσης στην επίτευξη του πολιτικού στόχου της άρσης της αγροτικής βάσης αντίστασης στα σταλινικά καθεστώτα. Μια περαιτέρω αιτιολόγηση που δόθηκε ήταν η ανάγκη προώθησης της βιομηχανικής ανάπτυξης διευκολύνοντας τις κρατικές προμήθειες αγροτικών προϊόντων και μεταφέροντας «πλεόνασμα εργατικού δυναμικού» από τις αγροτικές στις αστικές περιοχές.[185] Εν ολίγοις η γεωργία αναδιοργανώθηκε με σκοπό την προλεταριοποίηση της αγροτιάς και τον έλεγχο της παραγωγής σε τιμές που καθορίζει το κράτος.
Το Ανατολικό Μπλοκ διέθετε σημαντικούς γεωργικούς πόρους, ειδικά στις νότιες περιοχές, όπως η Μεγάλη Πεδιάδα της Ουγγαρίας, που διέθεταν γόνιμα εδάφη και ζεστό κλίμα κατά τη διάρκεια της καλλιεργητικής περιόδου. Η αγροτική κολεκτιβοποίηση προχώρησε διαφορετικά στις υπόλοιπες χώρες του Ανατολικού Μπλοκ από ό, τι στη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1920 και του 1930. Λόγω της ανάγκης να αποκρυβεί η ανάληψη του ελέγχου και η πραγματικότητα της αρχικής έλλειψης ελέγχου, καμία τύπου σοβιετικής αποκουλακοποίησης εκκαθάριση πλούσιων αγροτών δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί στις υπόλοιπες χώρες του Ανατολικού Μπλοκ.
Ούτε μπορούσαν να διακινδυνεύσουν τη μαζική πείνα ή τη δολιοφθορά στη γεωργία (π.χ. γολοντομόρ) με ταχεία κολεκτιβοποίηση μέσω μαζικών κρατικών αγροκτημάτων και συνεταιρισμών αγροτικών παραγωγών (APC). Αντ'αυτού η κολεκτιβοποίηση προχώρησε πιο αργά και σταδιακά από το 1948 έως το 1960 στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία, την Τσεχοσλοβακία και την Ανατολική Γερμανία και από το 1955 έως το 1964 στην Αλβανία. Η κολεκτιβοποίηση στις ΣΣΔ της Λιθουανίας, της Εσθονίας και της Λετονίας πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1947 και 1952.[186]
Σε αντίθεση με τη σοβιετική κολεκτιβοποίηση στις άλλες χώρες του Ανατολικού Μπλοκ δεν συνέβησαν ούτε μαζική καταστροφή ζώων ούτε σφάλματα που προκαλούσαν στρεβλή παραγωγή ή διανομή. Έγινε ευρύτερη χρήση μεταβατικών σχημάτων, με διαφορετικές πληρωμές αποζημίωσης για αγρότες που συνέβαλαν περισσότερο σε γη στους APC. Επειδή η Τσεχοσλοβακία και η Ανατολική Γερμανία ήταν πιο εκβιομηχανισμένες από τη Σοβιετική Ένωση, ήταν σε θέση να παράσχουν το μεγαλύτερο μέρος του εξοπλισμού και των λιπασμάτων που χρειάζονταν για τη διευκολύνουν τη μετάβαση στην κολεκτιβοποιημένη γεωργία. Αντί να εκκαθαρίσουν τους μεγαλοαγρότες ή να τους εμποδίσουν να ενταχθούν στον APC όπως είχε κάνει ο Στάλιν με την αποκουλακοποίηση, αυτοί οι αγρότες χρησιμοποιήθηκαν στις μη σοβιετικές κολεκτιβοποιήσεις του Ανατολικού Μπλοκ, μερικές φορές μάλιστα ονομάστηκαν πρόεδροι αγρότες ή διαχειριστές.[187]
Η κολεκτιβοποίηση συχνά συναντούσε την έντονη αντίδραση των αγροτών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που συχνά κατέστρεφαν την περιουσία τους αντί να την παραδώσουν στις κολεκτίβες.[185] Οι ισχυροί αγροτικοί δεσμοί με τη γη μέσω της ιδιωτικής ιδιοκτησίας διαλύθηκαν και πολλοί νέοι έφυγαν για εργασία στη βιομηχανία. Στην Πολωνία και τη Γιουγκοσλαβία η σφοδρή αντίσταση των αγροτών, πολλοί από τους οποίους είχαν αντισταθεί στον Άξονα, οδήγησε στην εγκατάλειψη της κεντρικής αγροτικής κολεκτιβοποίησης στις αρχές της δεκαετίας του 1950.[187] Εν μέρει λόγω των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν από την κολεκτιβοποίηση η γεωργία αποκολεκτιβοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό στην Πολωνία το 1957.[185]
Το γεγονός ότι η Πολωνία εντούτοις κατάφερε να πραγματοποιήσει μια κεντρικά προγραμματισμένη εκβιομηχάνιση μεγάλης κλίμακας χωρίς μεγαλύτερη δυσκολία από τους κολεκτιβοποιημένους γείτονές της στο Ανατολικό Μπλοκ, έθεσε περαιτέρω υπό αμφισβήτηση την ανάγκη για κολεκτιβοποίηση σε τέτοιες προγραμματισμένες οικονομίες. Μόνο τα "δυτικά εδάφη" της Πολωνίας, εκείνα που ανατολικά γειτνιάζουν με τη γραμμή Όντερ-Νάισσε, που είχαν προσαρτηθεί από τη Γερμανία, κολεκτιβοποιήθηκαν ουσιαστικά, κυρίως για να εγκαταστήσουν μεγάλο αριθμό Πολωνών σε εύφορη γεωργική γη που είχε αφαιρεθεί από Γερμανούς αγρότες.[187]
Σημειώθηκε σημαντική πρόοδος στην οικονομία σε χώρες όπως η Σοβιετική Ένωση. Το 1980 η Σοβιετική Ένωση κατέλαβε την πρώτη θέση στην Ευρώπη και τη δεύτερη παγκοσμίως, όσον αφορά τη βιομηχανική και τη γεωργική παραγωγή, αντίστοιχα. Το 1960 η βιομηχανική παραγωγή της ΕΣΣΔ ήταν μόνο 55% εκείνης της Αμερικής, αλλά αυξήθηκε σε 80% το 1980. Με την αλλαγή της σοβιετικής ηγεσίας το 1964 έγιναν σημαντικές αλλαγές στην οικονομική πολιτική. Η Κυβέρνηση στις 30 Σεπτεμβρίου 1965 εξέδωσε το διάταγμα "Για τη βελτίωση της διαχείρισης της βιομηχανίας" και το ψήφισμα της 4ης Οκτωβρίου 1965 "Για τη βελτίωση και την ενίσχυση των οικονομικών κινήτρων για τη βιομηχανική παραγωγή". Ο κύριος εμπνευστής αυτών των μεταρρυθμίσεων ήταν ο πρωθυπουργός Α. Κοσίγκιν. Οι μεταρρυθμίσεις του στη γεωργία έδωσαν σημαντική αυτονομία στα συλλογικά αγροκτήματα, δίνοντάς τους το δικαίωμα ιδιωτικής γεωργίας. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου υπήρχε το μεγάλο εγγειοβελτιωτικό πρόγραμμα, η κατασκευή καναλιών άρδευσης και άλλα μέτρα. Την περίοδο 1966-1970 το ακαθάριστο εθνικό προϊόν αυξήθηκε πάνω από 35%. Η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 48% και η γεωργική κατά 17%. Στο όγδοο Πενταετές Πρόγραμμα το εθνικό εισόδημα αυξήθηκε με μέσο ετήσιο ρυθμό 7,8%, στο ένατο (1971-1975) με 5,7% και στο δέκατο (1976–1981) με 4,3%.[169]
Η Σοβιετική Ένωση σημείωσε αξιοσημείωτη επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο. Σε αντίθεση με τις χώρες με οικονομίες προσανατολισμένες προς την αγορά, το επιστημονικό και τεχνολογικό δυναμικό στην ΕΣΣΔ χρησιμοποιήθηκε σύμφωνα με ένα σχέδιο για την κλίμακα της κοινωνίας στο σύνολό της.[188]
Το 1980 ο αριθμός του επιστημονικού προσωπικού στην ΕΣΣΔ ήταν 1,4 εκατομμύρια και ο αριθμός των μηχανικών που απασχολούντο στην εθνική οικονομία ήταν 4,7 εκατομμύρια. Μεταξύ 1960 και 1980 ο αριθμός του επιστημονικού προσωπικού αυξήθηκε κατά 4 φορές και το 1975 ανερχόταν στο ένα τέταρτο του συνολικού αριθμού επιστημονικού προσωπικού στον κόσμο. Το 1980, σε σύγκριση με το 1940, ο αριθμός των προτάσεων για εφευρέσεις που υποβλήθηκαν ήταν πάνω από 5 εκατομμύρια. Το 1980 υπήρχαν 10 πανευρωπαϊκά ερευνητικά ινστιτούτα, 85 εξειδικευμένες κεντρικές υπηρεσίες και 93 περιφερειακά κέντρα πληροφοριών.[189]
Ο πρώτος πυρηνικός σταθμός παραγωγής ενέργειας στον κόσμο τέθηκε σε λειτουργία στις 27 Ιουνίου 1954 στο Ομπνίνσκ.[190] Οι σοβιετικοί επιστήμονες συνέβαλαν σημαντικά στην ανάπτυξη της τεχνολογίας των υπολογιστών. Τα πρώτα σημαντικά επιτεύγματα στον τομέα σχετίζονται με την κατασκευή αναλογικών υπολογιστών. Στην ΕΣΣΔ οι αρχές για την κατασκευή αναλυτών δικτύου αναπτύχθηκαν από τον Σ. Γκερσγκόριν το 1927 και η έννοια του ηλεκτροδυναμικού αναλογικού υπολογιστή προτάθηκε από τον N. Mινόρσκυ το 1936. Τη δεκαετία του 1940 η ανάπτυξη των ηλεκτρονικών αντιαεροπορικών και των πρώτων ολοκληρωτών σωλήνων κενού ξεκίνησαν από τον Λ. Γκουτενμάκερ. Τη δεκαετία του 1960 σημαντικές εξελίξεις στο σύγχρονο εξοπλισμό υπολογιστών ήταν το σύστημα BESM-6, που κατασκευάστηκε υπό τη διεύθυνση του Σ. Α. Λεμπέντεφ, η σειρά μικρών ψηφιακών υπολογιστών MIR και η σειρά ψηφιακών υπολογιστών Minsk που αναπτύχθηκαν από τους Γ. Λοπάτο και Β. Πρζυαλόβσκυ.[191]
Το μετρό της Μόσχας διαθέτει 180 σταθμούς που χρησιμοποιούν περίπου 7 εκατομμύρια επιβάτες την ημέρα. Είναι ένα από τα πιο πολυσύχναστα υπόγεια του κόσμου. Στη σοβιετική περίοδο το κόμιστρο ήταν 5 καπίκια, που επέτρεπε στον επιβάτη να κινείται παντού στο σύστημα.
Ο συγγραφέας Tούρνοκ υποστηρίζει ότι οι μεταφορές στο Ανατολικό Μπλοκ χαρακτηρίζονταν από κακή συντήρηση των υποδομών. Το οδικό δίκτυο υστερούσε λόγω ανεπαρκούς ικανότητας φόρτωσης, κακών οδοστρωμάτων και ελλιπούς συντήρησης.[192] Ενώ οι δρόμοι επαναστρώνονταν λίγοι νέοι κατασκευάσθηκαν και υπήρχαν πολύ λίγοι αυτοκινητόδρομοι περιφερειακοί δακτύλιοι ή παρακάμψεις πόλεων. Η ιδιοκτησία ιδιωτικού αυτοκινήτου παρέμεινε χαμηλή σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα.[193]
Η ιδιοκτησία οχημάτων αυξήθηκε τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 με την παραγωγή φθηνών αυτοκινήτων στην Ανατολική Γερμανία, όπως τα Trabant και τα Wartburg.[193] Ωστόσο η λίστα αναμονής για τη διανομή των Trabant ήταν δέκα χρόνια το 1987 και έως δεκαπέντε χρόνια για τα σοβιετικά αυτοκίνητα Lada και τα τσεχοσλοβακικά Škoda.[193] Τα αεροσκάφη σοβιετικής κατασκευής διέθεταν ανεπαρκή τεχνολογία, με υψηλή κατανάλωση καυσίμων και μεγάλες απαιτήσεις συντήρησης. Τα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα ήταν υπερφορτωμένα.[192]
Στους περιορισμούς στις μετακινήσεις από τα ανεπαρκή συστήματα μεταφοράς προστίθεντο και γραφειοκρατικοί περιορισμοί. Ενώ, εκτός της Αλβανίας, τα εσωτερικά ταξίδια τελικά γίνονταν σε μεγάλο βαθμό χωρίς κανονισμούς, οι αυστηροί έλεγχοι για την έκδοση διαβατηρίων, βίζας και ξένου νομίσματος καθιστούσαν δύσκολα τα ταξίδια στο εξωτερικό εντός του Ανατολικού Μπλοκ. Οι χώρες συνήθισαν την απομόνωση και την αρχική μεταπολεμική αυτάρκεια, με κάθε χώρα να περιορίζει ουσιαστικά τους γραφειοκράτες της να βλέπουν θέματα από εσωτερική σκοπιά, διαμορφωμένη από τη συγκεκριμένη προπαγάνδα της χώρας αυτής.[194]
Σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα προέκυψαν από την κυκλοφοριακή συμφόρηση στις πόλεις, που επιδεινώθηκε από τη ρύπανση που προκαλούσαν τα ανεπαρκώς συντηρημένα οχήματα.[194] Μεγάλοι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί που έκαιγαν λιγνίτη και άλλα καύσιμα έγιναν μεγάλοι ρυπαντές, ενώ ορισμένα υδροηλεκτρικά συστήματα δεν είχαν μεγάλη απόδοση λόγω των ξηρών εποχών και της συσσώρευσης ιλύος στους ταμιευτήρες.[195] Η Κρακοβία καλυπτόταν από αιθαλομίχλη 135 ημέρες τον χρόνο, ενώ το Βρότσουαφ καλυπτόταν από ομίχλη αερίων χρωμίου.[196]
Αρκετά χωριά εκκενώθηκαν λόγω ενός χυτηρίου χαλκού στο Γκουόγκουφ.[196] Περαιτέρω προβλήματα στη γεωργία προέκυψαν από την προτεραιότητα στην κατασκευή σωληνώσεων ύδρευσης σε σχέση με την κατασκευή αποχετευτικών συστημάτων, αφήνοντας πολλά σπίτια με μόνο εισερχόμενη παροχή νερού μέσω σωληνώσεων και χωρίς αρκετά βυτιοφόρα για τη μεταφορά των λυμάτων.[197] Το νερό για ύδρευση ήταν τόσο μολυσμένο στην Ουγγαρία που πάνω από 700 χωριά έπρεπε να τροφοδοτούνται με υδροφόρες, μπουκάλια και πλαστικούς σάκους.[197] Τα έργα πυρηνικής ενέργειας ήταν ευάλωτα σε μεγάλες καθυστερήσεις εφοδιασμού.[195]
Η καταστροφή στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνόμπιλ στην Ουκρανική ΣΣΔ προκλήθηκε από μια απρόσεκτη δοκιμή ασφάλειας σε ένα σχέδιο αντιδραστήρα που ήταν συνήθως ασφαλής,[198] καθώς ορισμένοι χειριστές δεν είχαν ακόμη βασική κατανόηση των διαδικασιών του αντιδραστήρα και της αυταρχικής σοβιετικής γραφειοκρατίας, που, εκτιμώντας την πίστη στο κόμμα πάνω από την ικανότητα, συνέχισε να προωθεί το ανίκανο προσωπικό και να επιλέγει την οικονομία έναντι της ασφάλειας.[199][200] Οι επακόλουθες επιπτώσεις είχαν ως αποτέλεσμα την εκκένωση και την επανεγκατάσταση περισσότερων από 336.000 ανθρώπων [201] αφήνοντας μια τεράστια ακατοίκητη αποκλεισμένη Ζώνη, που περιλάμβανε μια εκτεταμένη εγκαταλελειμμένη αστική συγκέντρωση
Ο τουρισμός με προέλευση εκτός του Ανατολικού Μπλοκ παραμελήθηκε, ενώ εντός του αναπτύχθηκε ο τουρισμός από άλλες σταλινικές χώρες.[202] Ο τουρισμός προσέλκυσε επενδύσεις, στηριζόμενος στις ευκαιρίες τουρισμού και αναψυχής που υπήρχαν πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.[203] Το 1945 τα περισσότερα ξενοδοχεία είχαν υποβαθμιστεί, ενώ πολλά από τα οποία απέφυγαν τη μετατροπή σε άλλες χρήσεις από τους κεντρικούς σχεδιαστές είχαν προγραμματιστεί να ικανοποιούν τις εσωτερικές απαιτήσεις.[203] Οι αρχές δημιούργησαν κρατικές εταιρείες για να κανονίσουν ταξίδια και διαμονή.[203] Τη δεκαετία του 1970 πραγματοποιήθηκαν επενδύσεις για την προσπάθεια προσέλκυσης δυτικών ταξιδιωτών, αν και η δυναμική γι' αυτό εξασθένησε τη δεκαετία του 1980, όταν δεν υπήρξε μακροπρόθεσμο σχέδιο για τη βελτίωση του τουριστικού περιβάλλοντος, όπως διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας, δωρεάν και εύκολη ανταλλαγή συναλλάγματος και παροχή προϊόντων υψηλότερης ποιότητας, με τα οποία ήταν εξοικειωμένοι αυτοί οι τουρίστες.[202] Ωστόσο οι Δυτικοί τουρίστες ήταν γενικά ελεύθεροι να μετακινούνται στην Ουγγαρία, την Πολωνία και τη Γιουγκοσλαβία και να πηγαίνουν όπου επιθυμούν. Ήταν δυσκολότερο ή και αδύνατο να πας ως μεμονωμένος τουρίστας στην Ανατολική Γερμανία, την Τσεχοσλοβακία, τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Αλβανία. Γενικά ήταν δυνατό σε όλες τις περιπτώσεις οι συγγενείς από τη Δύση να επισκέπτονται και να μένουν με την οικογένειά τους στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, εκτός από την Αλβανία. Σε αυτές τις περιπτώσεις έπρεπε να ζητηθεί άδεια και η ακριβής ώρα, η διάρκεια παραμονής, η τοποθεσία και οι μετακινήσεις έπρεπε να ήταν γνωστές εκ των προτέρων.
Η εξυπηρέτηση των δυτικών επισκεπτών απαιτούσε τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος εντελώς διαφορετικού επιπέδου από αυτό που χρησιμοποιείτο για τον οικιακό πληθυσμό, που απαιτούσε συγκέντρωση ταξιδιωτικών σημείων, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής υποδομών σχετικά υψηλής ποιότητας σε ταξιδιωτικά συγκροτήματα, που δεν θα μπορούσαν εύκολα να αναπαραχθούν αλλού.[202] Λόγω της επιθυμίας διατήρησης της ιδεολογικής πειθαρχίας και του φόβου της παρουσίας πλουσιότερων ξένων που είχαν διαφορετικό τρόπο ζωής, η Αλβανία κρατούσε απομονωμένους τους τουρίστες.[204] Λόγω της ανησυχίας για την ανατρεπτική επίδραση της τουριστικής βιομηχανίας τα ταξίδια περιορίζονταν σε 6.000 επισκέπτες ετησίως.[205]
Τα ποσοστά ανάπτυξης στο Ανατολικό Μπλοκ ήταν αρχικά υψηλά τη δεκαετία του 1950 και του 1960.[160] Κατά τη διάρκεια αυτής της πρώτης περιόδου η πρόοδος ήταν ραγδαία για τα ευρωπαϊκά μέτρα και η κατά κεφαλήν ανάπτυξη εντός του Ανατολικού Μπλοκ αυξήθηκε κατά 2,4 φορές του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η Ανατολική Ευρώπη αντιπροσώπευε το 12,3 % της ευρωπαϊκής παραγωγής το 1950 αλλά το 14,4 % το 1970. Ωστόσο το σύστημα αντιστεκόταν στις αλλαγές και δεν προσαρμοζόταν εύκολα σε νέες συνθήκες. Για πολιτικούς λόγους τα παλιά εργοστάσια έκλειναν σπάνια, ακόμη και όταν νέες τεχνολογίες γίνονταν διαθέσιμες. Το αποτέλεσμα ήταν μετά τη δεκαετία του 1970 οι ρυθμοί ανάπτυξης εντός του Μπλοκ να σημειώσουν σχετική μείωση.[206] Εν τω μεταξύ η Δυτική Γερμανία, η Αυστρία, η Γαλλία και άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης γνώριζαν αυξημένη οικονομική ανάπτυξη με το Wirtschaftswunder ("οικονομικό θαύμα"), τα Trente Glorieuses ("τριάντα λαμπρά χρόνια") και το μπουμ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης τη δεκαετία του 1990 η ανάπτυξη έπεσε κατακόρυφα, το βιοτικό επίπεδο μειώθηκε, η χρήση ναρκωτικών, η έλλειψη στέγης και η φτώχεια εκτοξεύθηκε στα ύψη και οι αυτοκτονίες αυξήθηκαν δραματικά.
Από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 η οικονομία του Ανατολικού Μπλοκ αυξήθηκε σταθερά με τον ίδιο ρυθμό με την οικονομία της Δυτικής Ευρώπης, με τα μη ρεφορμιστικά σταλινικά κράτη του Ανατολικού Μπλοκ να έχουν ισχυρότερη οικονομία από τα ρεφορμιστικά.[207] Ενώ οι περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες άρχισαν ουσιαστικά να προσεγγίζουν τα επίπεδα του κατά κεφαλή Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) των Ηνωμένων Πολιτειών στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι χώρες του Ανατολικού Μπλοκ δεν το έκαναν,[206] με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να υπολείπεται σημαντικά του αντίστοιχου της Δυτικής Ευρώπης.[208]
Ο παρακάτω πίνακας εμφανίζει ένα σύνολο εκτιμώμενων ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ από το 1951 και μετά, για τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ, καθώς και εκείνες της Δυτικής Ευρώπης, όπως αναφέρεται στο The Conference Board ως μέρος της Total Economy Database του. Σημειώστε ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η διαθεσιμότητα δεδομένων δεν φτάνει μέχρι το 1951.
Ρυθμοί ανάπτυξης του ΑΕΠ τοις εκατό για τα έτη[209] | 1951 | 1961 | 1971 | 1981 | 1989 | 1991 | 2001 | 2015 |
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αλβανίας | 6.608 | 4.156 | 6.510 | 2.526 | 2.648 | −28.000 | 7.940 | 2.600 |
Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας | 20.576 | 6.520 | 3.261 | 2.660 | −1.792 | −8.400 | 4.248 | 2.968 |
Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας | 9.659 | 5.056 | 4.462 | 0.706 | −2.240 | −11.900 | 3.849 | 2.951 |
Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας | 4.400 | 7.982 | 7.128 | −5.324 | −1.552 | −7.000 | 1.248 | 3.650 |
Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ρουμανίας | 7.237 | 6.761 | 14.114 | −0.611 | −3.192 | −16.189 | 5.592 | 3.751 |
Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας/Τσεχία | – | – | 5.215 | −0.160 | 1.706 | −11.600 | 3.052 | 4.274 |
Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας/Σλοβακία | – | – | – | – | 1.010 | −14.600 | 3.316 | 3.595 |
Σοβιετική Ενωση/Ρωσία | – | 7.200 | 4.200 | 1.200 | 0.704 | −5.000 | 5.091 | −3.727 |
Aυστρία | 6.840 | 5.309 | 5.112 | −0.099 | 4.227 | 3.442 | 1.351 | 0.811 |
Bέλγιο | 5.688 | 4.865 | 3.753 | −1.248 | 3.588 | 1.833 | 0.811 | 1.374 |
Δανία | 0.668 | 6.339 | 2.666 | −0.890 | 0.263 | 1.300 | 0.823 | 1.179 |
Φινλανδία | 8.504 | 7.620 | 2.090 | 1.863 | 5.668 | −5.914 | 2.581 | 0.546 |
Γαλλία | 6.160 | 5.556 | 4.839 | 1.026 | 4.057 | 1.039 | 1.954 | 1.270 |
Γερμανία (Δυτική) | 9.167 | 4.119 | 2.943 | 0.378 | 3.270 | 5.108 | 1.695 | 1.700 |
Ελλάδα | 8.807 | 8.769 | 7.118 | 0.055 | 3.845 | 3.100 | 4.132 | −0.321 |
Iρλανδία | 2.512 | 4.790 | 3.618 | 3.890 | 7.051 | 3.098 | 9.006 | 8.538 |
Iταλία | 7.466 | 8.422 | 1.894 | 0.474 | 2.882 | 1.538 | 1.772 | 0.800 |
Ολλανδία | 2.098 | 0.289 | 4.222 | −0.507 | 4.679 | 2.439 | 2.124 | 1.990 |
Noρβηγία | 5.418 | 6.268 | 5.130 | 0.966 | 0.956 | 3.085 | 2.085 | 1.598 |
Πορτογαλία | 4.479 | 5.462 | 6.633 | 1.618 | 5.136 | 4.368 | 1.943 | 1.460 |
Ισπανία | 9.937 | 12.822 | 5.722 | 0.516 | 5.280 | 2.543 | 4.001 | 3.214 |
Σουηδία | 3.926 | 5.623 | 2.356 | −0.593 | 3.073 | −1.146 | 1.563 | 3.830 |
Ελβετία | 8.097 | 8.095 | 4.076 | 1.579 | 4.340 | −0.916 | 1.447 | 0.855 |
Ηνωμένο Βασίλειο | 2.985 | 3.297 | 2.118 | −1.303 | 2.179 | −1.257 | 2.758 | 2.329 |
Το Τμήμα Στατιστικής των Ηνωμένων Εθνών υπολογίζει επίσης τους ρυθμούς ανάπτυξης, χρησιμοποιώντας διαφορετική μεθοδολογία, αλλά αναφέρει μόνο στοιχεία από το 1971 (σημειώστε ότι για τη Σλοβακία και τις δημοκρατίες της ΕΣΣΔ η διαθεσιμότητα των δεδομένων ξεκινά αργότερα). Έτσι, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη τα ποσοστά ανάπτυξης στην Ευρώπη ήταν τα εξής:
Ρυθμοί ανάπτυξης του ΑΕΠ τοις εκατό για τα έτη[210] | 1971 | 1981 | 1989 | 1991 | 2001 | 2015 |
---|---|---|---|---|---|---|
Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αλβανίας | 4.001 | 5.746 | 9.841 | −28.002 | 8.293 | 2.639 |
Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας | 6.897 | 4.900 | −3.290 | −8.445 | 4.248 | 2.968 |
Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας | 6.200 | 2.867 | 0.736 | −11.687 | 3.774 | 3.148 |
Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας | 7.415 | −9.971 | 0.160 | −7.016 | 1.248 | 3.941 |
Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ρουμανίας | 13.000 | 0.112 | −5.788 | −12.918 | 5.592 | 3.663 |
Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας/Τσεχία | 5.044 | −0.095 | 0.386 | −11.615 | 3.052 | 4.536 |
Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας/Σλοβακία | – | – | – | −14.541 | 3.316 | 3.831 |
Σοβιετική Ενωση/Ρωσία | 5.209 | 5.301 | 6.801 | −5.000 | 5.091 | −3.727 |
Ουκρανία | – | – | – | −8.699 | 8.832 | −9.870 |
Λιθουανία | – | – | – | −5.676 | 6.524 | 1.779 |
Γιουγκοσλαβία/Σερβία | 9.162 | 1.400 | 1.500 | −11.664 | 4.993 | 0.758 |
Aυστρία | 5.113 | −0.144 | 3.887 | 3.442 | 1.351 | 0.963 |
Bέλγιο | 3.753 | −0.279 | 3.469 | 1.833 | 0.812 | 1.500 |
Δανία | 3.005 | −0.666 | 0.645 | 1.394 | 0.823 | 1.606 |
Φινλανδία | 2.357 | 1.295 | 5.088 | −5.914 | 2.581 | 0.210 |
Γαλλία | 5.346 | 1.078 | 4.353 | 1.039 | 1.954 | 1.274 |
Γερμανία (Δυτική) | 3.133 | 0.529 | 3.897 | 5.108 | 1.695 | 1.721 |
Ελλάδα | 7.841 | −1.554 | 3.800 | 3.100 | 4.132 | −0.219 |
Iρλανδία | 3.470 | 3.325 | 5.814 | 1.930 | 6.052 | 26.276 |
Iταλία | 1.818 | 0.844 | 3.388 | 1.538 | 1.772 | 0.732 |
Ολλανδία | 4.331 | −0.784 | 4.420 | 2.439 | 2.124 | 1.952 |
Noρβηγία | 5.672 | 1.598 | 1.038 | 3.085 | 2.085 | 1.611 |
Πορτογαλία | 6.632 | 1.618 | 6.441 | 4.368 | 1.943 | 1.596 |
Ισπανία | 4.649 | −0.132 | 4.827 | 2.546 | 4.001 | 3.205 |
Σουηδία | 0.945 | 0.455 | 2.655 | −1.146 | 1.563 | 4.085 |
Ελβετία | 4.075 | 1.601 | 4.331 | −0.916 | 1.447 | 0.842 |
Ηνωμένο Βασίλειο | 3.479 | −0.779 | 2.583 | −1.119 | 2.726 | 2.222 |
Ο παρακάτω πίνακας παραθέτει το επίπεδο του ονομαστικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ορισμένες επιλεγμένες χώρες, μετρημένο σε δολάρια ΗΠΑ, για τα έτη 1970, 1989 και 2015:
Oνομαστικό κατά κεφαλή ΑΕΠ, σύμφωνα με τον ΟΗΕ[211] | 1970 | 1989 | 2015 |
---|---|---|---|
Ηνωμένο Βασίλειο | $2,350 | $16,275 | $44,162 |
Iταλία | $2,112 | $16,239 | $30,462 |
Aυστρία | $2,042 | $17,313 | $44,118 |
Ιαπωνία | $2,040 | $25,054 | $34,629 |
Σοβιετική Ενωση/Ρωσία | $1,789 | - | $9,243 |
Ουκρανία | - | - | $2,022 |
Λιθουανία | - | - | $14,384 |
Ελλάδα | $1,496 | $7,864 | $17,788 |
Iρλανδία | $1,493 | $11,029 | $60,514 |
Ισπανία | $1,205 | $10,577 | $25,865 |
Τσεχοσλοβακία/Τσεχία | $1,136 | $3,764 | $17,562 |
Σλοβακία | - | - | $16,082 |
Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας | $1,059 | $2,477 | $6,847 |
Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αλβανίας | $1,053 | $904 | $3,984 |
Κύπρος | $1,004 | $9,015 | $21,942 |
Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας | $1,000 | $2,229 | $12,355 |
Πορτογαλία | $935 | $6,129 | $19,239 |
Γιουγκοσλαβία/Σερβία | $721 | $4,197 | $5,239 |
Κούβα | $653 | $2,577 | $7,657 |
Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ρουμανίας | $619 | $2,424 | $9,121 |
Λαϊκή Δημοκρατία της Ουγγαρίας | $615 | $3,115 | $12,351 |
Κίνα | $111 | $406 | $8,109 |
Βιετνάμ | $64 | $94 | $2,068 |
Ενώ μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας για το ΑΕΠ, που χρησιμοποιήθηκε για τα στοιχεία του 1990 υποτιμούν το ΑΕΠ του Ανατολικού Μπλοκ λόγω των υποτιμημένων τοπικών νομισμάτων, τα κατά κεφαλή εισοδήματά του ήταν αναμφίβολα χαμηλότερα από ό, τι στα αντίστοιχα των Δυτικών χωρών.[208] Η Ανατολική Γερμανία ήταν το πιο προηγμένο βιομηχανικά κράτος του Ανατολικού Μπλοκ.[212] Μέχρι την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου το 1961 η Ανατολική Γερμανία θεωρείτο ένα αδύναμο κράτος, με αιμορραγία εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού στη Δύση, έτσι ώστε να αναφέρεται ως "ο δορυφόρος που εξαφανίζεται".[213] Μόνο με τον μέσω του τείχους εγκλεισμό του εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού η Ανατολική Γερμανία μπόρεσε να ανέβει στην κορυφαία οικονομικά θέση του Ανατολικού Μπλοκ.[213] Στη συνέχεια οι πολίτες της απολάμβαναν υψηλότερη ποιότητα ζωής και είχαν λιγότερες ελλείψεις στην προμήθεια αγαθών από ότι στη Σοβιετική Ένωση, την Πολωνία ή τη Ρουμανία.[212] Επίσης πολλοί πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας απολάμβαναν ένα ιδιαίτερο πλεονέκτημα έναντι των ομολόγων τους σε άλλες χώρες του Ανατολικού Μπλοκ στο ότι υποστηρίζονταν συχνά από συγγενείς και φίλους στη Δυτική Γερμανία που έφερναν αγαθά από τη Δύση σε επισκέψεις ή έστελναν αγαθά ή χρήματα. Η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας και πολλοί οργανισμοί εκεί υποστήριζαν έργα στην Ανατολική Γερμανία, όπως η ανοικοδόμηση και η αποκατάσταση κτιρίων ή η κάλυψη ορισμένων ελλείψεων σε περιόδους ανάγκης (π.χ. οδοντόβουρτσες), από την οποία επωφελούντο οι πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας. Οι δύο Γερμανίες, χωρισμένες πολιτικά, παρέμεναν ενωμένες γλωσσικά (αν και με δύο πολιτικά συστήματα, ορισμένοι όροι είχαν διαφορετική σημασία στην Ανατολή και τη Δύση). Η δυτικογερμανική τηλεόραση εξέπεμπε στην Ανατολική Γερμανία και την παρακολουθούσαν πολλοί Ανατολικογερμανοί, λαμβάνοντας πληροφορίες για τη χώρα τους. Όντας μέρος μιας διαιρεμένης χώρας η Ανατολική Γερμανία κατείχε μια μοναδική θέση ως εκ τούτου στο Ανατολικό Μπλοκ, σε αντίθεση για παράδειγμα με την Ουγγαρία σε σχέση με την Αυστρία, που προηγουμένως ήταν υπό έναν μονάρχη, αλλά που ήταν ήδη διαιρεμένες γλωσσικά και πολιτιστικά.
Ενώ οι επίσημες στατιστικές έδιναν μια σχετικά ρόδινη εικόνα, η οικονομία της Ανατολικής Γερμανίας είχε διαβρωθεί λόγω του αυξημένου κεντρικού σχεδιασμού, της οικονομίας της αυτάρκειας, της χρήσης άνθρακα αντί πετρελαίου, της συγκέντρωσης επενδύσεων σε ορισμένους επιλεγμένους τομείς έντασης τεχνολογίας και της ρύθμισης της αγοράς εργασίας.[214] Ως αποτέλεσμα υπήρχε μεγάλο χάσμα παραγωγικότητας σχεδόν 50% ανά εργαζόμενο μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας.[214][215] Ωστόσο το χάσμα αυτό δεν μετρούσε την ποιότητα του σχεδιασμού αγαθών ή υπηρεσιών, έτσι ώστε το πραγματικό κατά κεφαλή κόστος να είναι χαμηλότερο 14 έως 20 τοις εκατό.[215] Ο μέσος ακαθάριστος μηνιαίος μισθός στην Ανατολική Γερμανία ήταν περίπου το 30% εκείνου στη Δυτική Γερμανία, αν και μετά τη φορολόγηση αυτό πλησίαζε το 60%.[216]
Επιπλέον η αγοραστική δύναμη των μισθών διέφερε πολύ, καθώς μόνο το ήμισυ περίπου των νοικοκυριών της Ανατολικής Γερμανίας κατείχαν είτε αυτοκίνητο είτε έγχρωμη τηλεόραση έως το 1990, αγαθά που και τα δύο ήταν συνηθέστατα στα νοικοκυριά της Δυτικής Γερμανίας. Το Ostmark (ανατολικογερμανικό μάρκο) ίσχυε μόνο για συναλλαγές εντός της Ανατολικής Γερμανίας, δεν μπορούσε να εξαχθεί ή να εισαχθεί νόμιμα[216] και δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στα Intershop της Ανατολικής Γερμανίας που πωλούσαν προϊόντα πρώτης τάξεως.[212] Το 1989 το 11% του εργατικού δυναμικού της Ανατολικής Γερμανίας παρέμενε στη γεωργία, το 47% στον δευτερογενή τομέα και μόνο το 42% στις υπηρεσίες.[215]
Από τη στιγμή που εγκαταστάθηκε, το οικονομικό σύστημα ήταν δύσκολο να αλλάξει λόγω της σημασίας της πολιτικά αξιόπιστης διαχείρισης και του κύρους που είχε επενδυθεί στις μεγάλες επιχειρήσεις. Οι επιδόσεις μειώθηκαν κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 λόγω της αναποτελεσματικότητας, όταν το κόστος των βιομηχανικών εισροών, όπως οι τιμές της ενέργειας, αυξήθηκε.[217] Ανάπτυξη υπήρχε, αν και υστερούσε έναντι της Δύσης. Τα καταναλωτικά αγαθά άρχισαν να γίνονται πιο διαθέσιμα από τη δεκαετία του 1960.[175]
Πριν από τη διάλυση του Ανατολικού Μπλοκ ορισμένοι σημαντικοί κλάδοι της βιομηχανίας λειτουργούσαν με τέτοια ζημιά που εξήγαγαν προϊόντα στη Δύση σε τιμές κάτω από την πραγματική αξία των πρώτων υλών. Το κόστος του ουγγρικού χάλυβα ήταν διπλάσιο εκείνου της Δυτικής Ευρώπης. Το 1985 το ένα τέταρτο του κρατικού προϋπολογισμού της Ουγγαρίας ξοδευόταν για την υποστήριξη αναποτελεσματικών επιχειρήσεων. Ο αυστηρός σχεδιασμός στη βιομηχανία της Βουλγαρίας σήμαινε συνεχιζόμενες ελλείψεις σε άλλους τομείς της οικονομίας της.[218]
Με κοινωνικούς όρους τα 18 χρόνια (1964-1982) της ηγεσίας του Μπρέζνιεφ τα πραγματικά εισοδήματα αυξήθηκαν περισσότερο από 1,5 φορές. Περισσότερα από 1,6 χιλιάδες εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα χώρων διαβίωσης κατασκευάσθηκαν και παραχωρήθηκαν σε πάνω από 160 εκατομμύρια άτομα. Ταυτόχρονα το μέσο ενοίκιο για τις οικογένειες δεν ξεπερνούσε το 3% του οικογενειακού εισοδήματος. Υπήρχε άνευ προηγουμένου οικονομικά προσιτή στέγη, υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση.[169]
Σε μια έρευνα του Ινστιτούτου Κοινωνιολογικής Έρευνας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ το 1986, το 75% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι ήταν καλύτερα από τα προηγούμενα δέκα χρόνια. Πάνω από το 95% των σοβιετικών ενηλίκων θεωρούσαν τον εαυτό τους «αρκετά καλά», το 55% ότι οι ιατρικές υπηρεσίες βελτιώθηκαν, το 46% πίστευε ότι οι δημόσιες συγκοινωνίες είχαν βελτιωθεί και το 48% είπε ότι το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών στις δημόσιες υπηρεσίες είχε αυξηθεί.[219]
Κατά το διάστημα 1957–1965 η στεγαστική πολιτική υπέστη αρκετές θεσμικές αλλαγές με την εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση, που δεν είχε συνοδευθεί με την αύξηση της στέγασης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η έλλειψη στέγης στη Σοβιετική Ένωση ήταν μεγαλύτερη από ό, τι στο υπόλοιπο Ανατολικό Μπλοκ, λόγω μεγαλύτερης μετανάστευσης στις πόλεις και περισσότερων καταστροφών κατά τη διάρκεια του πολέμου, και επιδεινώθηκε από την προπολεμική άρνηση του Στάλιν να επενδύσει αρκετά στη στέγαση. Επειδή μια τέτοια επένδυση γενικά δεν ήταν αρκετή για να καλύψει τον υπάρχοντα πληθυσμό τα διαμερίσματα έπρεπε να υποδιαιρούνται σε όλο και μικρότερες μονάδες, με αποτέλεσμα πολλές οικογένειες να μοιράζονται ένα διαμέρισμα που προοριζόταν προηγουμένως για μία οικογένεια.[220]
Ο προπολεμικός κανόνας ήταν μια σοβιετική οικογένεια ανά δωμάτιο, με κοινόχρηστες τουαλέτες και κουζίνα. Ο χώρος διαβίωσης στις αστικές περιοχές μειώθηκε από 5,7 τετραγωνικά μέτρα ανά άτομο το 1926 σε 4,5 τετραγωνικά μέτρα το 1940. [228] Στο υπόλοιπο Ανατολικό Μπλοκ την περίοδο αυτή ο μέσος αριθμός ατόμων ανά δωμάτιο ήταν 1,8 στη Βουλγαρία (1956), 2,0 στην Τσεχοσλοβακία (1961), 1,5 στην Ουγγαρία (1963), 1,7 στην Πολωνία (1960), 1,4 στη Ρουμανία (1966), 2,4 στη Γιουγκοσλαβία (1961) και 0,9 το 1961 στην Ανατολική Γερμανία.[220]
Μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953 οι φόρμες μιας οικονομικής «Νέας Πορείας» έφεραν την αναβίωση της κατασκευής ιδιωτικών κατοικιών. Οι ιδιωτικές κατασκευές κορυφώθηκαν το 1957–1960 σε πολλές χώρες του Ανατολικού Μπλοκ και στη συνέχεια μειώθηκαν ταυτόχρονα μαζί με την απότομη αύξηση των κρατικών και συνεταιριστικών κατοικιών. Το 1960 το ποσοστό κατασκευής κατοικιών κατά κεφαλή είχε αυξηθεί σε όλες τις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ.[220] Μεταξύ 1950 και 1975 η επιδείνωση των ελλείψεων προκλήθηκε γενικά από τη μείωση του ποσοστού των συνολικών επενδύσεων για κατοικίες.[221] Ωστόσο ο συνολικός αριθμός των κατοικιών αυξήθηκε.[222]
Κατά την τελευταία δεκαπενταετία αυτής της περιόδου (1960-1975) δόθηκε έμφαση σε μια λύση από πλευράς προσφοράς, που θεώρησε ότι οι βιομηχανοποιημένες μέθοδοι δόμησης και οι πολυώροφες κατοικίες θα ήταν φθηνότερες και γρηγορότερες από τις παραδοσιακές κατοικίες με χαμηλά κτίρια από τούβλα. Τέτοιες μέθοδοι απαιτούσαν κατασκευαστικούς οργανισμούς για να παράγουν τα προκατασκευασμένα εξαρτήματα και οργανισμούς για τη συναρμολόγησή τους επί τόπου, που και οι δύο οι σχεδιαστές θεωρούσαν ότι θα απασχολούσαν μεγάλο αριθμό ανειδίκευτων εργαζομένων-με ισχυρές πολιτικές διασυνδέσεις.[222] Η έλλειψη συμμετοχής των τελικών πελατών, των κατοίκων, αποτέλεσε έναν παράγοντα για την αύξηση του κόστους κατασκευής και την κακής ποιότητα των εργασιών. Αυτό οδήγησε σε υψηλότερα ποσοστά κατεδάφισης και υψηλότερο κόστος για την επισκευή κακώς κατασκευασμένων κατοικιών. Επιπλέον, λόγω της κακής ποιότητας των εργασιών, προέκυψε μια μαύρη αγορά για κτιριακές υπηρεσίες και υλικά που δεν μπορούσαν να προμηθευτούν από τα κρατικά μονοπώλια.[223]
Στις περισσότερες χώρες οι αποπερατώσεις (νέες κατοικίες) αυξήθηκαν σε υψηλό σημείο μεταξύ 1975 και 1980 και στη συνέχεια μειώθηκαν ως αποτέλεσμα πιθανώς της επιδείνωσης των διεθνών οικονομικών συνθηκών. Αυτό συνέβη στη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, την Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία, τη Ρουμανία (με προηγούμενη κορύφωση το 1960 επίσης), την Τσεχοσλοβακία και τη Γιουγκοσλαβία, ενώ στη Σοβιετική Ένωση κορυφώθηκε το 1960 και το 1970.[224] Ενώ μεταξύ 1975 και 1986 το ποσοστό των επενδύσεων που προορίζονταν για στέγαση αυξήθηκε πραγματικά στο μεγαλύτερο μέρος του Ανατολικού Μπλοκ, οι γενικές οικονομικές συνθήκες είχαν ως αποτέλεσμα τα συνολικά ποσά των επενδύσεων να πέσουν ή να μείνουν στάσιμα.[221]
Η χρήση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας στην πολιτική στέγασης μειώθηκε τη δεκαετία του 1980, που συνόδευσε μια στροφή των αρχών που εξέταζαν τις ανάγκες των κατοίκων σε συνδυασμό με την ικανότητα αυτών να πληρώσουν. Η Γιουγκοσλαβία ήταν μοναδική που αναμίγνυε συνεχώς ιδιωτικές και κρατικές πηγές χρηματοδότησης της στέγασης, δίνοντας έμφαση τους αυτοδιαχειριζόμενους οικοδομικούς συνεταιρισμούς μαζί με τους ελέγχους της κεντρικής κυβέρνησης.[221]
Το αρχικό έτος που μετρήθηκαν ουσιαστικά οι ελλείψεις και το 1986 ήταν ως εξής:[225]
Χώρα | Αρχικό Έτος | Ελλείψεις αρχικού έτους | % του συνολικού αποθέματος | Ελλείψεις το 1986 | % του συνολικού αποθέματος το 1986 |
---|---|---|---|---|---|
Αλβανία | n/a | n/a | n/a | n/a | n/a |
Βουλγαρία | 1965 | 472,000 | 23.0% | 880,400 | 27.4% |
Ουγγαρία | 1973 | 6,000 | 0.2% | 257,000 | 6.6% |
Ανατολική Γερμανία | 1971 | 340,000 | 5.6% | 1,181,700 | 17.1% |
Πολωνία | 1974 | 1,357,000 | 15.9% | 2,574,800 | 23.9% |
Ρουμανία | 1966 | 575,000 | 11.0% | 1,157,900 | 14.0% |
Σοβιετική Ένωση | 1970 | 13,690,000 | 23.1% | 26,662,400 | 30.2% |
Τσεχοσλοβακία | 1970 | 438,000 | 9.9% | 877,600 | 15.3% |
Γιουγκοσλαβία | n/a | n/a | n/a | 1,634,700 | 23.9% |
Αυτά είναι επίσημα στοιχεία στέγασης και μπορεί να είναι χαμηλά. Για παράδειγμα στη Σοβιετική Ένωση ο αριθμός των 26.662.400 το 1986 σχεδόν σίγουρα υποτιμά τις ελλείψεις για το λόγο ότι δεν υπολογίζει τις ελλείψεις από τη μεγάλη σοβιετική μετανάστευση από αγροτικές προς αστικές περιοχές. Ενας άλλος υπολογισμός εκτιμά ότι οι ελλείψεις είναι 59.917.900.[226] Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η Πολωνία είχε μέσο χρόνο αναμονής για στέγαση 20 έτη, ενώ η Βαρσοβία είχε χρόνο αναμονής μεταξύ 26 και 50 ετών.[218][227] Στη Σοβιετική Ένωση η εκτεταμένη παράνομη υπενοικίαση συνέβαινε σε υπέρογκους ρυθμούς. [236] Προς το τέλος του Ανατολικού Μπλοκ στις συνεδριάσεις της Κεντρικής Επιτροπής της Σοβιετικής του ΚΚΣΕ καταγγέλθηκαν εσφαλμένες κατανομές και παράνομη διανομή κατοικιών.
Στην Πολωνία τα προβλήματα στέγασης προκλήθηκαν από αργούς ρυθμούς κατασκευής, κακή ποιότητα των κατοικιών (που ήταν ακόμη πιο έντονη στα χωριά) και μεγάλη μαύρη αγορά.[136] Στη Ρουμανία η κοινωνική οικιστική πολιτική και η ανησυχία για τη χρήση της γεωργικής γης οδήγησε σε υψηλές πυκνότητες και πολυώροφα σχέδια κατοικιών. Στη Βουλγαρία η προηγούμενη έμφαση στις μονολιθικές πολυώροφες κατοικίες μειώθηκε κάπως τις δεκαετίες του 1970 και του 1980. Στη Σοβιετική Ένωση η στέγαση ήταν ίσως το πρωταρχικό κοινωνικό πρόβλημα. Ενώ τα σοβιετικά ποσοστά κατασκευής κατοικιών ήταν υψηλά η ποιότητα ήταν κακή και τα ποσοστά κατεδαφίσεων υψηλά, εν μέρει λόγω μιας αναποτελεσματικής οικοδομικής βιομηχανίας και έλλειψης ποιότητας και ποσότητας δομικών υλικών.[228]
Οι κατοικίες στην Ανατολική Γερμανία χαρακτηρίζονταν από έλλειψη ποιότητας και έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, έλλειψη υλικών, οικοπέδων και αδειών. Στην πεισματικά σταλινική Αλβανία τα συγκροτήματα κατοικιών (panelka) ήταν σπαρτιάτικα, με τα εξαώροφα να είναι το πιο συχνό σχέδιο. Η στέγαση χωροθετείτο από τα συνδικαλιστικά σωματεία των χώρων εργασίας και υλοποείτο από εθελοντική εργασία οργανωμένη σε ταξιαρχίες εντός του χώρου εργασίας. Η Γιουγκοσλαβία αντιμετώπισε γρήγορη αστικοποίηση, ασυντόνιστη ανάπτυξη και κακή οργάνωση, που οφειλόταν σε έλλειψη ιεραρχικής δομής και σαφούς λογοδοσίας, χαμηλή παραγωγικότητα, μονοπωλιακή θέση των οικοδομικών επιχειρήσεων και παράλογες πιστωτικές πολιτικές.[229]
Τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν μια δραματική αύξηση της μετανάστευσης (Republikflucht, διαρροή εγκεφάλων) σημειώθηκε από την Ανατολική Γερμανία το πρώτο εξάμηνο του 1953. Μεγάλος αριθμός Ανατολικογερμανών διέφυγε προς τα δυτικά από το μοναδικό «παραθυράκι» που είχε απομείνει στους μεταναστευτικούς περιορισμούς του Ανατολικού Μπλοκ, τα σύνορα του τομέα του Βερολίνου. Η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας αύξησε τότε τις «νόρμες» - την ποσότητα που έπρεπε να παράγει κάθε εργαζόμενος - κατά 10%. Οι ήδη δυσαρεστημένοι Ανατολικογερμανοί, που μπορούσαν να βλέπουν τις σχετικές οικονομικές επιτυχίες της Δυτικής Γερμανίας στο Βερολίνο, εξαγριώθηκαν. Οι οργισμένοι εργαζόμενοι στις οικοδομές ξεκίνησαν διαδηλώσεις στον δρόμο και σύντομα ενώθηκαν μαζί τους και άλλοι σε πορεία προς τα κεντρικά συνδικάτα του Βερολίνου.
Ενώ κανένας αξιωματούχος δεν τους μίλησε στο συγκεκριμένο σημείο μέχρι τις 2:00 το μεσημέρι, η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας συμφώνησε να αποσύρει τις αυξήσεις στις «νόρμες». Ωστόσο η κρίση είχε ήδη κλιμακωθεί τόσο που τα αιτήματα ήταν πλέον πολιτικά, συμπεριλαμβανομένων των ελεύθερων εκλογών, της διάλυσης του στρατού και της παραίτησης της κυβέρνησης. Μέχρι τις 17 Ιουνίου είχαν καταγραφεί απεργίες σε 317 σημεία, στις οποίες συμμετείχαν περίπου 400.000 εργαζόμενοι. Όταν οι απεργοί πυρπόλησαν τα κυβερνώντα κτίρια του κόμματος ΕΣΣΚ και έσκισαν τη σημαία της Πύλη του Βρανδεμβούργου, ο Γενικός Γραμματέας του ΕΣΣΚ Βάλτερ Ούλμπριχτ εγκατέλειψε το Βερολίνο.
Κηρύχθηκε μείζων κατάσταση έκτακτης ανάγκης και ο Σοβιετικός Κόκκινος Στρατός κατέλαβε ορισμένα σημαντικά κτίρια. Μέσα σε λίγες ώρες έφτασαν τα σοβιετικά άρματα μάχης, αλλά δεν πυροβόλησαν αμέσως όλους τους εργάτες, μάλλον ασκήθηκε μια σταδιακή πίεση. Χρησιμοποιήθηκαν περίπου 16 σοβιετικές μεραρχίες με 20.000 στρατιώτες από την Ομάδα των Σοβιετικών Δυνάμεων της Γερμανίας με άρματα μάχης, καθώς και 8.000 μέλη της Kasernierte Volkspolizei, Λαϊκή Αστυνομία Στρατώνων). Η αιματοχυσία δεν μπορούσε να αποφευχθεί εντελώς και ο επίσημος απολογισμός των νεκρών να ανέρχεται στους 21, ενώ ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων μπορεί να ήταν πολύ μεγαλύτερος. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκαν 20.000 συλλήψεις και 40 εκτελέσεις.
Μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953 ακολούθησε μια περίοδος αποσταλινοποίησης, με τον μεταρρυθμιστή Ίμρε Νάγκυ να αντικαθιστά τον Ούγγρο σταλινικό δικτάτορα Μάτιας Ράκοσι.[230] Ανταποκρινόμενη στο λαϊκό αίτημα τον Οκτώβριο του 1956 η Πολωνική κυβέρνηση διόρισε τον πρόσφατα αποκατασταθέντα μεταρρυθμιστή Βλάντισλαβ Γκομούλκα πρώτο γραμματέα του Πολωνικού Ενιαίου Εργατικού Κόμματος, με εντολή να διαπραγματευτεί εμπορικές παραχωρήσεις και μειώσεις στρατευμάτων με τη σοβιετική κυβέρνηση. Μετά από μερικές τεταμένες ημέρες διαπραγματεύσεων, στις 19 Οκτωβρίου, οι Σοβιετικοί ενέδωσαν τελικά στα μεταρρυθμιστικά αιτήματα του Γκομούλκα.[231]
Η επανάσταση ξεκίνησε όταν φοιτητές του Πολυτεχνείου συνέταξαν έναν Κατάλογο Αιτημάτων των Ούγγρων επαναστατών του 1956 και εξήγγειλαν διαδηλώσεις για την υποστήριξη των αιτημάτων στις 22 Οκτωβρίου.[232] Οι διαδηλωτές έφτασαν τους 200.000 έως τις 6 το απόγευμα της επόμενης ημέρας.[233][234] Τα αιτήματα περιλάμβαναν ελεύθερες εκλογές με μυστική ψηφοφορία, ανεξάρτητα δικαστήρια, έρευνες για τις δραστηριότητες του Στάλιν και του Ράκοσι στην Ουγγαρία και «την αφαίρεση το συντομότερο δυνατό του αγάλματος του Στάλιν, σύμβολου της σταλινικής τυραννίας και της πολιτικής καταπίεσης». Στις 9:30 το βράδυ το άγαλμα ανατράπηκε και το ενθουσιώδες πλήθος πανηγύρισε τοποθετώντας ουγγρικές σημαίες στις μπότες του Στάλιν, το μόνο που απέμεινε από το άγαλμα.[234] Κλήθηκε η ÁVH οι Ούγγροι στρατιώτες τάχθηκαν στο πλευρό του πλήθους πάνω από την ÁVH και ρίχτηκαν πυροβολισμοί εναντίον του πλήθους.[235][236]
Στις 2 τα ξημερώματα της 24ης Οκτωβρίου, μετά από εντολή του Σοβιετικού υπουργού Άμυνας Γκεόργκι Ζούκοφ, τα σοβιετικά άρματα εισήλθαν στη Βουδαπέστη.[237] Οι επιθέσεις διαδηλωτών στο Κοινοβούλιο επέβαλαν τη διάλυση της κυβέρνησης.[238] Μια εκεχειρία έγινε στις 28 Οκτωβρίου και μέχρι τις 30 Οκτωβρίου τα περισσότερα σοβιετικά στρατεύματα είχαν αποσυρθεί από τη Βουδαπέστη σε φρουρές στην ουγγρική ύπαιθρο.[239] Οι μάχες είχαν σχεδόν σταματήσει μεταξύ 28 Οκτωβρίου και 4 Νοεμβρίου, ενώ πολλοί Ούγγροι πίστευαν ότι οι σοβιετικές στρατιωτικές μονάδες όντως αποσύρονταν από την Ουγγαρία.[240]
Η νέα κυβέρνηση που ήρθε στην εξουσία κατά τη διάρκεια της επανάστασης διέλυσε τυπικά την ÁVH, δήλωσε την πρόθεσή της να αποσυρθεί από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας και δεσμεύτηκε να διεξαγάγει ελεύθερες εκλογές. Το Σοβιετικό Πολίτμπιρο στη συνέχεια κινήθηκε για να συντρίψει την επανάσταση. Στις 4 Νοεμβρίου μια μεγάλη σοβιετική δύναμη εισέβαλε στη Βουδαπέστη και σε άλλες περιοχές της χώρας.[241] Ο τελευταίος θύλακας αντίστασης ζήτησε κατάπαυση του πυρός στις 10 Νοεμβρίου. Πάνω από 2.500 Ούγγροι και 722 σοβιετικοί στρατιώτες σκοτώθηκαν και χιλιάδες άλλοι τραυματίστηκαν.[242][243]
Χιλιάδες Ούγγροι συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν και απελάθηκαν στη Σοβιετική Ένωση, πολλοί χωρίς στοιχεία.[244] Περίπου 200.000 εγκατέλειψαν την Ουγγαρία,[245] 26.000 δικάστηκαν από τη νέα κυβέρνηση του Γιάνος Κάνταρ, που τοποθετήθηκε από τη Σοβιετική Ένωση, και από αυτούς 13.000 φυλακίστηκαν.[246] Ο Ίμρε Νάγκυ εκτελέστηκε, μαζί με τους Παλ Μάλετερ και Μίκλος Γκίμες, μετά από μυστικές δίκες τον Ιούνιο του 1958. Τα πτώματά τους τοποθετήθηκαν σε τάφους χωρίς σήμανση στο Δημοτικό Κοιμητήριο έξω από τη Βουδαπέστη.[247] Μέχρι τον Ιανουάριο του 1957 η νέα κυβέρνηση που είχε εγκατασταθεί από τη Σοβιετική Ένωση είχε καταστείλει κάθε λαϊκή αντίδραση.
Το 1968 υπήρξε μια περίοδος πολιτικής φιλελευθεροποίησης στην Τσεχοσλοβακία που ονομάστηκε Άνοιξη της Πράγας. Το γεγονός προκλήθηκε από διάφορα γεγονότα, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών μεταρρυθμίσεων που αντιμετώπισαν την οικονομική ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του 1960[248][249] και ξεκίνησε στις 5 Ιανουαρίου 1968, όταν ήρθε στην εξουσία ο Σλοβάκος μεταρρυθμιστής Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ. Τον Απρίλιο ο Ντούμπτσεκ ξεκίνησε ένα "Πρόγραμμα Δράσης" φιλελευθεροποιήσεων, που περιλάμβανε αύξηση της ελευθερίας του Τύπου, της ελευθερίας του λόγου και της ελευθερίας μετακινήσεων, μαζί με μια οικονομική έμφαση στα καταναλωτικά αγαθά, τη δυνατότητα μιας πολυκομματικής κυβέρνησης και τον περιορισμό της εξουσίας της μυστικής αστυνομίας.[250][251]
Η αρχική αντίδραση στο Ανατολικό Μπλοκ ήταν ανάμεικτη, με τον Γιάνος Κάνταρ της Ουγγαρίας να εκφράζει την υποστήριξή του, ενώ ο Σοβιετικός ηγέτης Λεονίντ Μπρέζνιεφ και άλλοι ανησυχούσαν για τις μεταρρυθμίσεις του Ντούμπτσεκ, που φοβόντουσαν ότι θα αποδυνάμωναν τη θέση του Ανατολικού Μπλοκ εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου.[252][253] Στις 3 Αυγούστου εκπρόσωποι από τη Σοβιετική Ένωση, την Ανατολική Γερμανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία και την Τσεχοσλοβακία συναντήθηκαν στην Μπρατισλάβα και υπέγραψαν την ομώνυμη Διακήρυξη, που επιβεβαίωσε την ακλόνητη πίστη στο μαρξισμό -λενινισμό και τον προλεταριακό διεθνισμό και κήρυξε ανυποχώρητο αγώνα ενάντια στην "αστική" ιδεολογία και όλες τις «αντισοσιαλιστικές» δυνάμεις.[254]
Τη νύχτα 20-21 Αυγούστου 1968 στρατεύματα του Ανατολικού Μπλοκ από πέντε χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας (Σοβιετική Ένωση, Πολωνία, Ανατολική Γερμανία, Ουγγαρία και Βουλγαρία) εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία.[255][256] Η εισβολή ήταν σύμφωνη με το Δόγμα Μπρέζνιεφ, μια πολιτική εξαναγκασμού των κρατών του Ανατολικού Μπλοκ να υποτάσσουν τα εθνικά τους συμφέροντα σε εκείνα του Μπλοκ στο σύνολό του, και την άσκηση ενός σοβιετικού δικαιώματος παρέμβασης αν μια χώρα του Ανατολικού Μπλοκ στρεφόταν προς τον καπιταλισμό.[257][258] Την εισβολή ακολούθησε ένα κύμα μετανάστευσης, συμπεριλαμβανομένων περίπου 70.000 Τσεχοσλοβάκων που είχαν διαφύγει αρχικά, με το σύνολο να φτάνει τελικά τις 300.000.[259]
Τον Απρίλιο του 1969 ο Ντούμπσεκ αντικαταστάθηκε από πρώτος γραμματέας από τον Γκούσταβ Χούζακ και άρχισε μια περίοδος «κανονικοποίησης».[260] Ο Χούζακ ανέτρεψε τις μεταρρυθμίσεις του Ντούμπσεκ, εκκαθάρισε το κόμμα από φιλελεύθερα μέλη, απέλυσε τους αντιφρονούντες από τα δημόσια αξιώματα, επανέφερε την εξουσία των αστυνομικών αρχών, προσπάθησε να συγκεντροποιήσει εκ νέου την οικονομία και επανέφερε την απαγόρευση πολιτικών σχολιασμών στα κύρια μέσα ενημέρωσης και από άτομα που δεν θεωρούντο «πλήρως πολιτικά έμπιστα».[261][262]
Στα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η αποδυναμωμένη Σοβιετική Ένωση σταμάτησε σταδιακά να παρεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών του Ανατολικού Μπλοκ και ξεπήδησαν πολυάριθμα κινήματα ανεξαρτησίας.
Μετά τη στασιμότητα του Μπρέζνιεφ το 1985 ο Σοβιετικός ηγέτης μεταρρυθμιστής ηγέτης Μιχαήλ Γκορμπατσώφ σηματοδότησε την τάση προς μεγαλύτερη φιλελευθεροποίηση. Ο Γκορμπατσώφ απέρριψε το Δόγμα Μπρέζνιεφ, που υποστήριζε ότι η Μόσχα θα επενέβαινε αν ο σοσιαλισμός απειλείτο σε οποιοδήποτε κράτος.[263] Ανακοίνωσε το αστεία ονομασθέν "Δόγμα Σινάτρα" από το "My Way" του τραγουδιστή, που επέτρεπε στις χώρες της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης να καθορίσουν τις εσωτερικές τους υποθέσεις την περίοδο αυτή.
Ο Γκορμπατσώφ ξεκίνησε μια πολιτική γκλάσνοστ (ανοίγματος) στη Σοβιετική Ένωση και τόνισε την ανάγκη για περεστρόικα (οικονομική αναδιάρθρωση). Η Σοβιετική Ένωση δυσκολευόταν οικονομικά μετά το μακροχρόνιο πόλεμο στο Αφγανιστάν και δεν είχε τους πόρους να ελέγξει την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Το 1989 ένα κύμα επαναστάσεων, μερικές φορές αποκαλούμενο "Φθινόπωρο των Εθνών",[264] σάρωσε το Ανατολικό Μπλοκ.[265]
Σημαντικές μεταρρυθμίσεις έγιναν στην Ουγγαρία μετά την αντικατάσταση του Γιάνος Κάνταρ από Γενικό Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1988.[266] Στην Πολωνία τον Απρίλιο του 1989 η οργάνωση Αλληλεγγύη νομιμοποιήθηκε, της επιτράπηκε να συμμετάσχει στις βουλευτικές εκλογές, όπου κατέλαβε το 99% των διαθέσιμων κοινοβουλευτικών εδρών.[267]
Το άνοιγμα του Σιδηρού Παραπετάσματος μεταξύ Αυστρίας και Ουγγαρίας στο Πανευρωπαϊκό Πικνίκ στις 19 Αυγούστου 1989 έβαλε σε κίνηση μια αλυσιδωτή αντίδραση, στο τέλος της οποίας δεν υπήρχε πλέον Ανατολική Γερμανία και το Ανατολικό Μπλοκ είχε διαλυθεί. Εκτενής διαφήμιση για το προγραμματισμένο πικνίκ έγινε από αφίσες και φυλλάδια μεταξύ των παραθεριστών από την Ανατολική Γερμανία στην Ουγγαρία. Το αυστριακό τμήμα της Πανευρωπαϊκής Ένωσης, που είχε τότε επικεφαλής τον Καρλ φον Χάμπσμπουργκ, μοίρασε χιλιάδες φυλλάδια που προσκαλούσαν σε ένα πικνίκ κοντά στα σύνορα στο Σόπρον.[268][269] Ηταν το μεγαλύτερο κίνημα φυγής από την Ανατολική Γερμανία από τότε που χτίστηκε το Τείχος του Βερολίνου το 1961. Μετά το πικνίκ, που βασίστηκε σε μια ιδέα του Ότο φον Χάμπσμπουργκ για να δοκιμάσει την αντίδραση της ΕΣΣΔ και του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στο άνοιγμα των συνόρων, δεκάδες χιλιάδες Ανατολικογερμανοί ενημερωμένοι από τα μέσα ενημέρωσης ξεκίνησαν για την Ουγγαρία.[270] Η Ουγγαρία τότε δεν ήταν πλέον έτοιμη να κρατήσει τα σύνορά της εντελώς κλειστά ή να επιβάλει στο μεθοριακό της στρατό να χρησιμοποιήσει τη δύναμη των όπλων. Ο Έριχ Χόνεκερ δήλωσε στη Daily Mirror για το Πανευρωπαϊκό Πικνίκ: "Οι Αψβούργοι μοίρασαν φυλλάδια μακριά στην Πολωνία, με τα οποία οι παραθεριστές της Ανατολικής Γερμανίας κλήθηκαν σε πικνίκ. Όταν ήρθαν στο πικνίκ τους δόθηκαν δώρα, φαγητό και γερμανικά μάρκα και τότε πείστηκαν να έρθουν στη Δύση ». Η ηγεσία της ΛΔΓ στο Ανατολικό Βερολίνο δεν τολμούσε να αποκλείσει εντελώς τα σύνορα της χώρας της και η ΕΣΣΔ δεν ανταποκρίθηκε καθόλου. Έτσι το στήριγμα του Ανατολικού Μπλοκ έσπασε.[271][272][273]
Στις 9 Νοεμβρίου 1989, μετά από μαζικές διαδηλώσεις στην Ανατολική Γερμανία και τη χαλάρωση των περιορισμών στα σύνορα με την Τσεχοσλοβακία, δεκάδες χιλιάδες Ανατολικοβερολινέζοι πλημμύρισαν τα σημεία ελέγχου κατά μήκος του Τείχους του Βερολίνου και πέρασαν στο Δυτικό Βερολίνο.[274] Τμήματα του τείχους γκρεμίστηκαν, οδηγώντας στην επανένωση της Γερμανίας στις 3 Οκτωβρίου 1990. Εκείνη την περίοδο τα περισσότερα απομεινάρια του τείχους γκρεμίστηκαν. Στη Βουλγαρία, την επομένη των μαζικών διελεύσεων από το Τείχος του Βερολίνου, ο ηγέτης Τόντορ Ζίβκοφ εκδιώχθηκε από το Πολιτικό Γραφείο και αντικαταστάθηκε με τον Πέταρ Μλαντένοφ.[275]
Στην Τσεχοσλοβακία, μετά από διαμαρτυρίες περίπου μισού εκατομμυρίου Τσέχων και Σλοβάκων που ζητούσαν ελευθερίες και γενική απεργία, οι αρχές, που είχαν επιτρέψει τα ταξίδια στη Δύση, κατάργησαν τις διατάξεις που εγγυώνταν για το κυρίαρχο Κομμουνιστικό Κόμμα τον πρωταγωνιστικό του ρόλο. Ο Πρόεδρος Γκούσταβ Χούζακ διόρισε την πρώτη σε μεγάλο βαθμό μη κομμουνιστική κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας από το 1948 και παραιτήθηκε κατά τη λεγόμενη Βελούδινη επανάσταση.[276]
Από το 1971 η Ρουμανία είχε ανατρέψει το πρόγραμμα της αποσταλινοποίησης. Μετά τις αυξανόμενες δημόσιες διαμαρτυρίες ο δικτάτορας Νικολάε Τσαουσέσκου κάλεσε σε μαζική συγκέντρωση για την υποστήριξή του έξω από τα κεντρικά γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Βουκουρέστι, αλλά οι μαζικές διαμαρτυρίες εναντίον του συνεχίστηκαν.[277] Ο Ρουμανικός στρατός συντάχθηκε με τους διαδηλωτές και στράφηκαν κατά του Τσαουσέσκου, που εκτελέστηκε μετά από σύντομη δίκη τρεις ημέρες αργότερα.[278]
Ακόμη και πριν τα τελευταία χρόνια του Ανατολικού Μπλοκ οι χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας δεν λειτουργούσαν όλες πάντα ως ενιαίο μπλοκ. Για παράδειγμα η εισβολή της Τσεχοσλοβακίας το 1968 καταδικάστηκε από τη Ρουμανία, που αρνήθηκε να συμμετάσχει σε αυτήν. Η Αλβανία αποχώρησε από το Σύμφωνο και το Ανατολικό Μπλοκ εντελώς, ως απάντηση στην εισβολή.
Υπολογίζεται ότι 7 εκατομμύρια πρόωροι θάνατοι σημειώθηκαν στην πρώην ΕΣΣΔ μετά την κατάρρευσή της, με περίπου 4 εκατομμύρια μόνο στη Ρωσία.[279] Η Ρωσία γνώρισε τη μεγαλύτερη πτώση του προσδόκιμου ζωής στην καταγεγραμμένη ιστορία της εν καιρώ ειρήνης μετά την πτώση της ΕΣΣΔ.[280][281] Η φτώχεια εκτοξεύτηκε στα ύψη μετά την πτώση της ΕΣΣΔ στα τέλη της δεκαετίας του '90, ο αριθμός των ανθρώπων που ζούσαν κάτω από το διεθνές όριο της φτώχειας πήγε από 3% το 1987-88 σε 20%, ή περίπου 88 εκατομμύρια άτομα.[282] Μόνο το 4% στην περιοχή ζούσε με 4 $ την ημέρα ή λιγότερο πριν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ, αλλά το 1994, ο αριθμός αυτός εκτοξεύτηκε στο 32%. Το έγκλημα, η χρήση αλκοόλ, η χρήση ναρκωτικών και οι αυτοκτονίες εκτοξεύτηκαν όλα μετά την πτώση του Ανατολικού Μπλοκ. Το ΑΕΠ μειώθηκε έως και 50% σε ορισμένες δημοκρατίες κατά τη δεκαετία του '90. Το 2000 το ΑΕΠ της Ρωσίας ήταν μεταξύ 30% και 50% της παραγωγής πριν από την κατάρρευση. Σχεδόν όλες οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες μπόρεσαν να αναστρέψουν την οικονομία και να αυξήσουν το ΑΕΠ σε πολλαπλάσιο επίπεδο από ό, τι ήταν στην ΕΣΣΔ.
Αντίθετα τα κράτη της Κεντρικής Ευρώπης του πρώην Ανατολικού Μπλοκ - Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία και Σλοβακία - παρουσίασαν υγιή αύξηση του προσδόκιμου ζωής από τη δεκαετία του 1990 και μετά, σε σύγκριση με σχεδόν τριάντα χρόνια στασιμότητας επί κομμουνισμού.[283][284][285][286][287] Η Βουλγαρία και η Ρουμανία ακολούθησαν αυτή την τάση μετά την εισαγωγή πιο σοβαρών οικονομικών μεταρρυθμίσεων στα τέλη της δεκαετίας του 1990.[288][289] Σο τέλος του αιώνα οι περισσότερες από τις οικονομίες είχαν ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, που ενισχύθηκαν από τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2004 και το 2007, που οδήγησε στην εισδοχή της Πολωνίας, της Τσεχίας, της Σλοβακίας, της Ουγγαρίας, των χωρών της Βαλτικής, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό οδήγησε σε σημαντικές βελτιώσεις στο βιοτικό επίπεδο, την ποιότητα ζωής, την ανθρώπινη υγεία και τις οικονομικές επιδόσεις στα μετακομμουνιστικά κράτη της Κεντρικής Ευρώπης, σε σχέση με την ύστερη κομμουνιστική και πρώιμη μετακομμουνιστική περίοδο.[290] Ορισμένες χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ έγιναν πιο πλούσιες από ορισμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης τις δεκαετίες μετά το 1989. Το 2006 η Τσεχία ανακοινώθηκε ότι έγινε πλουσιότερη από την Πορτογαλία, κάτι που επίσης ανακοινώθηκε για την Πολωνία το 2019.[291][292]
Γράφοντας το 2016 ο Γερμανός ιστορικός Φίλιπ Τερ υποστήριξε ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές φιλελευθεροποίησης, απορρύθμισης και ιδιωτικοποίησης «είχαν καταστροφικές επιπτώσεις στις χώρες του πρώην Σοβιετικού μπλοκ» και ότι η επιβολή της «θεραπείας σοκ», εμπνευσμένης από την Ομοφωνία της Ουάσιγκτον είχε ελάχιστη σχέση με μελλοντική οικονομική ανάπτυξη.[293]
Μια δημοσκόπηση του Pew Research Center του 2009 έδειξε ότι το 72% των Ούγγρων και το 62% τόσο των Ουκρανών όσο και των Βουλγάρων θεωρούσαν ότι η ζωή τους ήταν χειρότερη μετά το 1989, όταν κυριαρχούσαν οι ελεύθερες αγορές.[294] Μια επόμενη δημοσκόπησή του το 2011 έδειξε ότι το 45% των Λιθουανών, το 42% των Ρώσων και το 34% των Ουκρανών ενέκριναν την αλλαγή στην οικονομία της αγοράς.[295]
Ωστόσο έρευνά του το 2019 για την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη αποκάλυψε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών του πρώην Ανατολικού Μπλοκ εκτός Ρωσίας και Ουκρανίας ενέκρινε τη μετάβαση στην πολυκομματική δημοκρατία και την ελεύθερη οικονομία της αγοράς.[296] Το 85% των Πολωνών και των Ανατολικογερμανών, το 82% των Τσέχων, το 74% των Σλοβάκων, το 72% των Ούγγρων και το 70% των Λιθουανών ενέκριναν την αλλαγή σε μια πολυκομματική δημοκρατία, ενώ αντίστοιχα το 85%, 83%, 76%, Το 71%, το 70% και το 69% ενέκριναν τη μετάβαση στην οικονομία της αγοράς.
Γράφοντας το 2018 οι μελετητές Kρίστεν Ρ. Γκόντσι και Σκοτ Σέχον υποστήριξαν ότι «οι επόμενες δημοσκοπήσεις και η ποιοτική έρευνα σε όλη τη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη επιβεβαιώνουν την εμμονή αυτών των συναισθημάτων καθώς η λαϊκή δυσαρέσκεια για τις αποτυχημένες υποσχέσεις για ευημερία της ελεύθερης αγοράς έχει αυξηθεί, ειδικά μεταξύ των ηλικιωμένων».[297]
Οι ακόλουθες χώρες είναι μονοκομματικά κράτη, στα οποία οι θεσμοί του κυβερνώντος κομμουνιστικού κόμματος και του κράτους είναι συνυφασμένοι. Είναι γενικά θιασώτες του μαρξισμού-λενινισμού και των παραγώγων του. Αναφέρονται εδώ μαζί με το έτος ίδρυσής τους και τα αντίστοιχα κυβερνώντα κόμματά τους.[298]
Επίσημη Ονομασία | Τοπική Ονομασία | Ίδρυση | Κόμμα |
---|---|---|---|
Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας | Κινέζικα: 中华人民共和国 Πινγίν: Zhōnghuá Rénmín Gònghéguó |
1 Oκτωβρίου 1949 | Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας |
Δημοκρατία της Κούβας | Ισπανικά: República de Cuba | 1 Ιουλίου 1961 | Κομμουνιστικό Κόμμα Κούβας |
Λαοκρατική Δημοκρατία της Κορέας | Κορεατικά: 조선민주주의인민공화국 | 9 Σεπτεμβρίου 1948 | Κόμμα Εργατών Κορέας |
Λαϊκή Δημοκρατία του Λάος | Λαοτινά: ສາທາລະນະລັດ ປະຊາທິປະໄຕ
ປະຊາຊົນລາວ |
2 Δεκεμβρίου 1975 | Λαϊκό Επαναστατικό Κόμμα του Λάος |
Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Βιετνάμ | Βιετναμικά: Cộng hòa xã hội chủ nghĩa Việt Nam | 22 Ιουλίου 1954 (Βόρειο Βιετνάμ) 2 Ιουλίου 1976 |
Βιετναμέζικο Κομμουνιστικό Κόμμα |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.