Μοζαμβίκη
From Wikipedia, the free encyclopedia
From Wikipedia, the free encyclopedia
Η Μοζαμβίκη ή Δημοκρατία της Μοζαμβίκης (πορτογαλικά: Moçambique ή República de Moçambique) είναι μια εκτεταμένη χώρα στις νοτιοανατολικές ακτές της Αφρικής με έκταση 801.590 τ.χλμ. και πληθυσμό 33.244.414[1] σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2024. Συνορεύει βόρεια με την Τανζανία, δυτικά με το Μαλάουι, τη Ζάμπια, τη Ζιμπάμπουε, νοτιοδυτικά με τη δημοκρατία της Νοτίου Αφρικής και το Εσουατίνι και ανατολικά της βρίσκεται ο Δίαυλος της Μοζαμβίκης (Ινδικός Ωκεανός). Το όνομα της πρωτεύουσας είναι Μαπούτο.
Δημοκρατία της Μοζαμβίκης
República de Moçambique | |||
---|---|---|---|
| |||
Η θέση της Μοζαμβίκης (πράσινο) | |||
και μεγαλύτερη πόλη | Μαπούτο 25°57′S 32°35′E | ||
Πορτογαλικά | |||
Ημιπροεδρική Δημοκρατία | |||
Αρμάντο Γκεμπούζα Αντριάνο Μαλεγιάνε | |||
Ανεξαρτησία από Πορτογαλία Ισχύον Σύνταγμα | 25 Ιουνίου 1975 30 Νοεμβρίου 1990 | ||
• Σύνολο • % Νερό • Σύνορα Ακτογραμμή | 801.590 km2 (35η) 2,2 4.571 km 2.470 km | ||
Πληθυσμός • Εκτίμηση 2024 • Απογραφή 2017 • Πυκνότητα | 33.244.414[1] (45η) 27.909.798[2] 41,5 κατ./km2 (177η) | ||
ΑΕΠ (ΙΑΔ) • Ολικό (2016) • Κατά κεφαλή | 34,942 δισ. $[3] (120η) 1.215 $[3] (170η) | ||
ΑΕΠ (ονομαστικό) • Ολικό (2016) • Κατά κεφαλή | 11,283 δισ. $[3] (120η) 392 $[3] (165η) | ||
ΔΑΑ (2021) | 0,446[4] (185η) – χαμηλός | ||
Νόμισμα | Μετικάλ (MZN) | ||
CAT (UTC +2) | |||
Internet TLD | .mz | ||
Οδηγούν στα | αριστερά | ||
Κωδικός κλήσης | +258 |
Η χώρα είναι πολυκομματική Δημοκρατία. Σύμφωνα με την έκθεση των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα (Worldwide Press Freedom Index 2006) η Μοζαμβίκη κατατάσσεται 45η ανάμεσα σε 168 χώρες.
Η ονομασία της χώρας προέρχεται από το όνομα ενός Άραβα σουλτάνου, γνωστού ως Μούσα Αλεμπίκε (Muça Alebique).
Η Μοζαμβίκη χωρίζεται από τον ποταμό Ζαμβέζη σε δύο ευρύτερες περιοχές: στα νότια βαθύπεδα και στα βόρεια υψίπεδα. Τα βαθύπεδα εκτείνονται σε υψόμετρο μέχρι 200 μ., από τη θάλασσα μέχρι τα όρη Γκορονγκόσα και Μπίνγκα (στα νότια, 2.436 μ. το υψηλότερο σημείο της χώρας). Στα βόρεια της χώρας εκτείνεται η οροσειρά Ναμούλι (2.419 μ.) Κυριότερος ποταμός είναι ο Ζαμβέζης. Στη νότια πεδιάδα ρέουν και οι ποταμοί Σάβε και Λιμπόπο. Το μήκος των ακτών της είναι 2.800 χιλιόμετρα.
Επικρατεί τροπικό και υποτροπικό θαλάσσιο κλίμα με δύο εποχές, την υγρή (Νοέμβριος-Μάρτιος) και την ξηρή (Απρίλιος-Οκτώβριος). Οι μέσες θερμοκρασίες ποικίλλουν από 15° ως 30 °C, στα βαθύπεδα και από 11° ως 25 °C στα υψίπεδα, ενώ οι μέσες ετήσιες βροχοπτώσεις κυμαίνονται από 500 ως 1.420 χιλιοστόμετρα. Στο νότο επικρατεί συχνά ξηρασία. Επίσης συχνά γίνεται εναλλαγή περιόδων ξηρασίας με καταστροφικές πλημμύρες. Στην Τέτε, που βρίσκεται στην Κοιλάδα του Ζαμβέζη έχει καταγραφεί θερμοκρασία 46 βαθμών Κελσίου υπό σκιά.
Τα υγρά βορειοδυτικά υψίπεδα καλύπτονται από πυκνή τροπική βλάστηση, τα ξηρότερα εσωτερικά βαθύπεδα από αραιή βλάστηση σαβάνας, ενώ στις ακτές και κυρίως στο Δέλτα του Ζαμβέζη αφθονούν οι κοκοφοίνικες και τα μαγκρόβια. Ο πλούσιος ζωικός κόσμος της χώρας περιλαμβάνει ζέβρες, βουβάλια, ρινόκερους, ελέφαντες, καμηλοπαρδάλεις, λιοντάρια, ύαινες και κροκοδείλους (στα ποτάμια). Προστατεύονται σε διάφορα εθνικά πάρκα, από τα οποία το Γκορονγκόζα είναι από τα πιο ενδιαφέροντα του νότιου τμήματος της αφρικανικής ηπείρου.
Η χώρα διαιρείται σε 10 επαρχίες και την πρωτεύουσα Μαπούτο. Οι επαρχίες υποδιαιρούνται σε 128 συνοικίες. Οι επαρχίες είναι οι ακόλουθες:
Οι πρώτοι κάτοικοι της Μοζαμβίκης ήταν πιθανώς συγγενείς με το λαό των Σαν (Βουσμάνοι). Λαοί που μιλούσαν τη γλώσσα Μπαντού εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μεταξύ 1ου και 4ου αιώνα. Άραβες έμποροι, αρχίζοντας από τον 8ο αιώνα, ίδρυσαν αποικίες που εξελίχθηκαν σε ανεξάρτητες πόλεις-κράτη. Το μεγαλύτερο μέρος της παράκτιας χώρας συνδέθηκε με αυτές πολιτικά και εμπορικά κατά την περίοδο μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα. Το βασίλειο των Μουένε Ματάπα, λαού της ομάδας των Μαράβ, ήλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της Κοιλάδας του Ζαμβέζη, όταν ο Βάσκο ντα Γκάμα αποβιβάστηκε στη Μοζαμβίκη το 1498. Το 1507 οι Πορτογάλοι είχαν ήδη καταλάβει την περιοχή και στην περιοχή είχε ιδρυθεί ήδη το εμπορικό κέντρο Μπέιρα (τότε ονομαζόταν Σοφάλα). Ο Πέδρο Καμπράλ είχε αποβιβαστεί στη Σοφάλα το 1500. Το 1531 ίδρυσαν δύο εμπορικές αποικίες στο εσωτερικό της χώρας και το 1544 ίδρυσαν ένα σταθμό στην ακτή του ποταμού Κελιμάνε. Από τα εμπορικά κέντρα που είχαν οι ίδιοι ιδρύσει, διακινούσαν τεράστιες ποσότητες χρυσού. Ο εποικισμός συνάντησε τη σκληρή αντίδραση των ιθαγενών. Οι Μουένε Ματάπα αναγνώρισαν τελικά την πορτογαλική κυριαρχία το 1629 και ο πρώτος αποικιακός κυβερνήτης των Πορτογάλων διορίστηκε το 1752. Στα τέλη του 19ου αιώνα η Πορτογαλία εκμίσθωσε το βόρειο τμήμα της Μοζαμβίκης σε βρετανικές εταιρείες, που κατάφεραν να θέσουν υπό τον απόλυτο έλεγχό τους τις αγροτικές καλλιέργειες, μετατρέποντάς τις σε φυτείες. Το 1948, επί πορτογαλικής διοίκησης, ξεκίνησαν πολιτικές αναταραχές. Το 1964 εγκαινιάστηκε ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας κατά των αποικιοκρατών από το Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Μοζαμβίκης (FRELIMO), το οποίο είχε ιδρυθεί τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Έπειτα από την πτώση της δικτατορίας στην Πορτογαλία, η τελευταία κινήθηκε στην αποαποικιοποίηση. Η Μοζαμβίκη έγινε ανεξάρτητη από τους Πορτογάλους στις 25 Ιουνίου του 1975.
Αμέσως μετά, έγινε Λαϊκή Δημοκρατία, με Πρόεδρο τον Σαμόρα Ματσέλ. Ο τελευταίος εγκαθίδρυσε σοσιαλιστικό κράτος και στα τέλη της δεκαετίας του ' 70 έκλεισε τα σύνορα με τη Ροδεσία (σημερινή Ζιμπάμπουε), που υποστήριζε το κίνημα RENAMO (Εθνικό Κίνημα Αντίστασης της Μοζαμβίκης), πολέμιο του σοσιαλιστικού καθεστώτος. Η Μοζαμβίκη υποστήριζε τους αντάρτες της Ροδεσίας στον δικό τους αγώνα για ανεξαρτησία. Στις αρχές της δεκαετίας του ' 80 το RENAMO υποστηρίχθηκε από το καθεστώς της Νοτιοαφρικανικής Δημοκρατίας. Ωστόσο, το 1984 η τελευταία υπέγραψε συμφωνία με τη Μοζαμβίκη, με βάση την οποία δε θα έκανε επίθεση η μία στην άλλη και θα εμπόδιζαν τη δράση ανταρτών που θα στρέφονταν κατά του άλλου κράτους. Ο Ματσέλ σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα, στις 19 Οκτωβρίου του 1986 στη Νότια Αφρική, η οποία αρνήθηκε τη δική της ανάμειξη στο γεγονός εκείνο[5]. Το FRELIMO προχώρησε στον ορισμό νέου Προέδρου και αυτός ήταν ο Ζοακίμ Τσισάνο. Το 1990 ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα και η χώρα μετονομάστηκε σε Δημοκρατία της Μοζαμβίκης. Το RENAMO δεν αναγνώρισε το Σύνταγμα και συνέχισε τον ανταρτοπόλεμο, από τα εδάφη της Νότιας Αφρικής. Τελικά, τον Οκτώβριο του 1992 στη Ρώμη υπογράφηκε ειρηνευτική συμφωνία και τερματίστηκε ο εμφύλιος πόλεμος, του οποίου ο απολογισμός ως εκείνη την εποχή ήταν 1 εκατομμύριο νεκροί και περίπου 1,3 εκατομμύρια πρόσφυγες σε άλλα κράτη. Παράλληλα, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αποφάσισε την αποστολή διεθνούς επιχειρησιακής δύναμης 7.500 αντρών ονόματι ONUMOZ. Λίγα χρόνια μετά, το 1995 η δύναμη αυτή άρχισε να αποσύρεται, καθώς η κατάσταση στη χώρα εξομαλύνθηκε. Ωστόσο, κατάλοιπο του εμφυλίου πολέμου παρέμειναν οι νάρκες, που βρίσκονται ακόμη στο έδαφος της αφρικανικής χώρας και εξακολουθούν να ευθύνονται για θανάτους και ακρωτηριασμούς ανθρώπων και ζώων λόγω τυχαίας πυροδότησής τους.
Το 1994 διεξήχθησαν οι πρώτες γενικές εκλογές, στις οποίες συμμετείχε και το RENAMO, ως πολιτικό κόμμα πια. Πρόεδρος εξελέγη ο Τσισάνο, όπως και στις εκλογές του 1999. Το 2004 εξελέγη Πρόεδρος ο Αρμάντο Γκεμπούζα, νέος υποψήφιος του RENAMO.
Το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού αποτελείται από Αφρικανούς που μιλούν τις γλώσσες Μπαντού. Κύριες εθνολογικές ομάδες βόρεια του Ζαμβέζη είναι οι Μακούα-Λόμβε και οι Γιάο ενώ νότια πολυπληθέστεροι είναι οι Τσόνγκα. Άλλες ομάδες είναι οι Καράνγκα, οι Σόνα, οι Σουαχίλι, οι Τσόπι και οι Νγκούνι (Ενγκούνι). Υπάρχουν επίσης λίγοι Ευρωπαίοι (0,06%), μιγάδες Αφροευρωπαίοι (0,2%) και Ινδοί (0,08%).
Στη Μοζαμβίκη διατηρούνται υψηλά ποσοστά γεννήσεων και θανάτων που το 2018 έφτασαν το 3,78% και 1,14% (εκτ. 2018), αντίστοιχα. Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού ήταν 2,46% το 2018.[6]
Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 58,1 χρόνια (54,5 χρόνια οι άνδρες και 61,7 οι γυναίκες).[7]
Οι κυριότερες πόλεις είναι κτισμένες κοντά στις ακτές, καθώς ανέκαθεν αποτελούσαν εμπορικά κέντρα. Το 35% του συνόλου του πληθυσμού της χώρας ζει στις πόλεις. Εκτός από τη Μαπούτο, σημαντικές πόλεις της Μοζαμβίκης είναι η Ναμπούλα, κτισμένη στον Πορθμό της Μοζαμβίκης, πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή που φτάνει στα ανατολικά μέχρι το λιμάνι Λούμπο, η Μπέιρα, κτισμένη στις εκβολές του πλωτού ποταμού Πούνγκουε, και η Μοζαμβίκη. Οι παραπάνω πόλεις αποτελούν εμπορικά κέντρα και πρωτεύουσες επαρχιών, με εξαίρεση την πόλη της Μοζαμβίκης, η οποία ανήκει στην επαρχία Ναμπούλα και είναι κτισμένη πάνω στο ομώνυμο κοραλλιογενές νησί της χώρας στον Ινδικό Ωκεανό.
Οι κάτοικοι στα νότια της χώρας δηλώνουν ρωμαιοκαθολικοί χριστιανοί (23,8%). Στα βόρεια υπάρχουν αρκετοί μουσουλμάνοι (17,8%), ενώ πολλοί δηλώνουν άλλες μορφές χριστιανικής πίστης (30,2%) και οι υπόλοιποι ακολουθούν παραδοσιακές αφρικανικές λατρείες (15,5%). Το 17,5% είναι οπαδοί της Εκκλησίας της Ζάιον (μείξη χριστιανισμού με αφρικανικές ανιμιστικές λατρείες). Επίσης, υπάρχουν 52.989 Μάρτυρες του Ιεχωβά[8] και 6.900 Μορμόνοι της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών[9]. Ποσοστό άνω του 23% δηλώνουν άθεοι ή άθρησκοι.
Η πορτογαλική γλώσσα, αν και επίσημη γλώσσα του κράτους, ομιλείται μόνο στις αστικές περιοχές. Οι Ουαγιάο ή Ατζάουα ομιλούν τη σουαχίλι και δέχτηκαν αραβικές επιδράσεις. Οι πιο μορφωμένοι Μοζαμβικανοί μιλούν και αγγλικά, τα οποία διδάσκονται ως δεύτερη ή ξένη γλώσσα.
Η Μοζαμβίκη είναι μια αναπτυσσόμενη οικονομία η οποία βασίζεται κατά κύριο λόγο στη γεωργία, στο εμπόριο και στην ελαφρά βιομηχανία. Οι σημαντικές βιομηχανικές μονάδες δραστηριοποιούνται στην επεξεργασία τροφίμων, στη χαλυβουργία και στον εκκοκισμό βάμβακος. Το 2003, το ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) έφτανε τα 3.900.000.000 δολάρια ΗΠΑ και το κατά κεφαλήν εισόδημα, που διαχρονικά μειώνεται λόγω της μεγάλης αύξησης του πληθυσμού, τα 210 δολάρια ΗΠΑ. Σύμφωνα με υπολογισμούς, το 2001 το 70% του πληθυσμού ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας.
Τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας βρήκαν τη χώρα με ανεκπαίδευτο εργατικό δυναμικό και με υψηλό ποσοστό αναλφαβητισμού. Η οικονομία της στηριζόταν αποκλειστικά στην εξαγωγή φθηνών πρώτων υλών. Ακολούθησε η κρατικοποίηση των αγροτικών και βιομηχανικών μονάδων από την κυβέρνηση (ως εκείνη τη στιγμή ανήκαν σε ξένους). Οργανώθηκε οικονομικός σχεδιασμός. Οι προσπάθειες για οικονομική ανάπτυξη περιορίστηκαν τη δεκαετία του ' 90, λόγω της ξηρασίας και του εμφυλίου πολέμου.
Μόλις το 4% του συνολικού εδάφους του κράτους είναι καλλιεργήσιμο. Η γεωργία συνεισφέρει το 1/5 του ΑΕΠ και απασχολεί τα 3/5 του εργατικού δυναμικού. Παράγονται καλαμπόκι, ινδικές καρύδες, φιστίκια, βαμβάκι, και ζάχαρη. Καλλιεργούνται επίσης μανιόκα, αραχίδα, δημητριακά και ζαχαροκάλαμο. Η Μοζαμβίκη είναι πρώτη στον κόσμο στην παραγωγή ανακαρδίου. Στην περιοχή του Κελιμάνε καλλιεργούνται τσάι και κοκοφοίνικες. Μάλιστα, στην εν λόγω περιοχή βρίσκεται και το μεγαλύτερο φοινικόδασος στον κόσμο. Η διάδοση της μύγας τσε-τσε αποτελεί εμπόδιο στην ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Τελευταία γίνονται προσπάθειες για την ανάπτυξη της αλιείας, ιδιαίτερα γαρίδας. Η εκμετάλλευση του δασικού πλούτου γίνεται σε μικρό βαθμό και αφορά κυρίως την παραγωγή καυσόξυλων. Εξάγεται στρογγυλή ξυλεία, κυρίως στη Νότια Αφρική. Το 2000 και το 2001 η αγροτική παραγωγή επλήγη από πλημμύρες.
Η Μοζαμβίκη διαθέτει μεγάλο ορυκτό πλούτο, όπως π.χ. γαιάνθρακα, σιδηρομετάλλευμα, τανταλίτη (τα μεγαλύτερα αποθέματα στον κόσμο), φυσικό αέριο, μαγγάνιο, ουράνιο, διαμάντια, και αμίαντο, όμως μικρό μέρος του βρίσκεται υπό εκμετάλλευση. Η μεταποίηση συνεισφέρει το 1/10 του ΑΕΠ και περιορίζεται στην επεξεργασία των τοπικών πρώτων υλών. Ηλεκτρική ενέργεια παράγεται κυρίως στο Φράγμα Καμπόρα Μπάσα. Το συντριπτικό ποσοστό της ηλεκτρικής ενέργειας παράγεται από υδροηλεκτρικούς σταθμούς και μόνο το 4% από θερμοδυναμικούς.
Η χώρα συνδέεται σιδηροδρομικώς με τη Νότια Αφρική, το Εσουατίνι, τη Ζιμπάμπουε, και το Μαλάουι. Το εμπορικό ισοζύγιό της είναι χρόνια ελλειμματικό. Κύριοι εμπορικοί της εταίροι είναι η Νότια Αφρική, η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ζιμπάμπουε.
Νομισματική μονάδα της χώρας είναι το μετικάλ. Ωστόσο, ευρέως αποδεκτά στις συναλλαγές είναι και το Ραντ της Νότιας Αφρικής, το Δολάριο ΗΠΑ και το ευρώ. Ο μικρότερος νόμιμος μισθός είναι γύρω στα 60 δολάρια ΗΠΑ το μήνα. Η χώρα είναι μέλος της Αναπτυξιακής Κοινότητας της Νοτιότερης Αφρικής (SADC).
Το πολίτευμα της χώρας είναι Κοινοβουλευτική Προεδρική Δημοκρατία. Αρχηγός Κράτους είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η εκτελεστική εξουσία ασκείται επίσης από τον Αρχηγό της Κυβέρνησης (Πρωθυπουργός) και το Υπουργικό Συμβούλιο. Πρόεδρος είναι ο Αρμάντο Γκεμπούζα από το 2005. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από τη Βουλή (Εθνοσυνέλευση), που απαρτίζεται από 250 μέλη.
Ο Πρόεδρος εκλέγεται με καθολική ψηφοφορία από το λαό για πενταετή θητεία. Τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης εκλέγονται κάθε πενταετία με καθολική ψηφοφορία από το λαό. Η Βουλή συστάθηκε για πρώτη φορά το 1994. Επίσης υπάρχουν και τοπικές Συνελεύσεις. Οι πολίτες και των δύο φύλων αποκτούν δικαίωμα ψήφου στην ηλικία των 18 ετών.
Σημαντικότερο λιμάνι της χώρας είναι η πρωτεύουσα, Μαπούτο, με διεθνές αεροδρόμιο που παρουσιάζει μεγάλη κίνηση και σιδηροδρομικό σταθμό, που κτίστηκε το 1910 από το διάσημο Γάλλο μηχανικό Γουστάβο Άιφελ. Άλλα λιμάνια είναι η Μπέιρα, η Κελιμάνε, η Νακάλα και η Πέμπα. Στην πόλη της Μοζαμβίκης λειτουργεί επίσης αεροδρόμιο. Συνολικά λειτουργούν 158 αεροδρόμια. Η Μπέιρα συνδέεται σιδηροδρομικώς με τις γειτονικές χώρες. Το σιδηροδρομικό δίκτυο εκτείνεται στα 3.123 χλμ. (το 2005) και το οδικό δίκτυο στα 30.400 χλμ. (1999). Η οδήγηση γίνεται στα αριστερά.
Έχουν γίνει καταγγελίες από οργανώσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων για βασανιστήρια κρατουμένων σε φυλακές της χώρας. Χαρακτηριστικά, πολλοί οπαδοί της αντιπολίτευσης που κρατούνταν σε φυλακή στα βόρεια της χώρας πέθαναν το 1999 υπό περίεργες συνθήκες στην πόλη Μουντέπουες στη βόρεια επαρχία Κάμπου Ντελγάδου.[10]
Το κράτος προσπαθεί να διατηρήσει ζωντανά τα παραδοσιακά του ήθη και έθιμα, ενισχύοντάς τα συστηματικά. Τα διάφορα πολιτιστικά κέντρα συγκεντρώνουν υλικό για την ντόπια λογοτεχνία, μουσική, χειροτεχνία και μυθολογία. Οι Πορτογάλοι δημιούργησαν στη χώρα φρούρια, οχυρά, ναούς και άλλα κτίσματα, πολλά από τα οποία σώζονται ως σήμερα.
Σημαντικότερο μνημείο στη χώρα είναι το φρούριο Σάο Σεμπαστιάο, ενώ ενδιαφέρων είναι και ο καθεδρικός ναός στην πόλη της Μοζαμβίκης. Στην πρωτεύουσα, Μαπούτο, βρίσκονται αρκετά μνημεία που θυμίζουν το πορτογαλικό παρελθόν, όπως το παλαιό φρούριο του 1787 (Νόσα Σενιόρα ντε Κονσεϊσάο), η εκκλησία της Νόσα Σενιόρα ντα Φάτιμα και ο σιδηροδρομικός σταθμός. Στη Μαπούτο συναντά κανείς και σύγχρονα κτήρια, πλατείες και μουσεία (Ιστορικό, Στρατιωτικό, Φυσικής Ιστορίας κλπ.). Παράλληλα, υπάρχουν πολλά μουσεία και ναοί σε πόλεις. Ο επισκέπτης μπορεί να δει το Εθνικό Μουσείο Εθνογραφίας στη Ναμπούλα, το Μουσείο Διακοσμητικών Τεχνών στην πόλη της Μοζαμβίκης και να επισκεφθεί ναούς από την αποικιακή περίοδο. Το Νησί της Μοζαμβίκης ανακηρύχθηκε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO το 1991.
Η μουσική στο αφρικανικό κράτος χαρακτηρίζεται από παραδοσιακούς ρυθμούς, με σημαντικότερο αυτόν των ιθαγενών Τσόπι, που κατοικούν κοντά στις ακτές της Μοζαμβίκης. Οι Τσόπι χρησιμοποιούν ξυλόφωνα (τιμπίλα) με κλίμακες διαφορετικές από τους μουσικούς της Δύσης. Στις πόλεις είναι διαδεδομένος ο ρυθμός μαραρμπέντα, που προσιδιάζει στην καλύψο και τη σάλσα της Κεντρικής Αμερικής, όπως επίσης και με το μερένγκε της Ανγκόλας. Τα τελευταία χρόνια διάφοροι μουσικοί συνδύασαν αυτό το ρυθμό με τους ήχους της αφροαμερικανικής τζαζ και με την κουέλα, που κατάγεται από τη Νότια Αφρική.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.