Υποτιμητικός όρος που προσάπτεται σε σωρεία οικονομικών και πολιτικών θεωριών From Wikipedia, the free encyclopedia
Νεοφιλελευθερισμός είναι ένας Γερμανικός όρος ("Neoliberalismus") που πρωτοεμφανίστηκε το 1922[1] ως μία υποτιμητική περιγραφή των όσων πραγματευόταν ο Λούντβιχ φον Μίζες στο βιβλίο του Έθνος, Κράτος, Οικονομία το 1919[2], ενώ δύο χρόνια αργότερα ο παρεμφερής όρος "Neu-Liberalismus" εμφανίστηκε στο μαρξιστικό περιοδικό Die Gesellschaft, σε άρθρο του Άλφρεντ Μόιζελ, ως υποτιμητική περιγραφή της κριτικής που ασκούσε στο Σοσιαλισμό ο φ.Μίζες στο ομώνυμο βιβλίο του, Σοσιαλισμός, το 1922[3]. Το 1926, ο όρος Νεοφιλελευθερισμός υιοθετήθηκε από τον πρωτο-φασιστικό φιλόσοφο Ότμαρ Σπαν, επίσης επικριτή του φ.Μίζες, ο οποίος επέκτεινε τον όρο πέραν των θεωριών του φ.Μίζες και σε όσα πρότειναν άλλοι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι της εποχής, όπως οι Κνουτ Βίξελ και Γκούσταβ Κάσσελ του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης. Η αρχική διατύπωση του όρου ήταν σαφώς αρνητική.
Η ουδέτερη οπτική γωνία αυτού του λήμματος αμφισβητείται. |
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά θετικά από τους φιλελεύθερους διανοητές Λουί Ρουζιέ και Αλεξάντερ Ρουστόβ το 1938 στο συνέδριο "Colloque Walter Lippmann" των Παρισίων, οι οποίοι προσπαθούσαν να προτείνουν μία μέση οδό μεταξύ του κλασικού φιλελευθερισμού και του κολλεκτιβιστικού κεντρικού σχεδιασμού[4], προωθώντας έναν πιο ενεργό ρόλο του κράτους στις αγορές. Κατά την αρχική του αυτή θετική διατύπωση, στον νεοφιλελευθερισμό "προείχε η ελεύθερη λειτουργία του μηχανισμού τιμών της ανοικτής αγοράς, η ελεύθερη επιχειρηματικότητα, ο ελεύθερος ανταγωνισμός, και ένα ισχυρό και άτεγκτο Κράτος Δικαίου"[5]. Ο όρος δεν υιοθετήθηκε ποτέ από την Αυστριακή σχολή και παρέμεινε σε χρήση μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μόνον από τους Γερμανούς και Γάλλους Ορντολιμπεραλιστές. Χαρακτηριστικό είναι πως ο Μισέλ Φουκώ χρησιμοποίησε το 1978 και 1979 τον όρο "νεοφιλελευθερισμός" στις διαλέξεις του για τη Βιοπολιτική[6] ως έναν ενδιάμεσο δρόμο μεταξύ laissez-faire καπιταλισμού και σοσιαλισμού, ακριβώς με την έννοια που χρησιμοποιήθηκε αρχικά το 1938.
Ήδη από τη δεκαετία του 1980, η χρήση του όρου εγκαταλείφθηκε ως αυτοπροσδιορισμός πολιτικών ομάδων και χρησιμοποιείται μόνον ως ετεροπροσδιορισμός από τρίτους, ως "σκιάχτρο"[7], όπως ήταν και η αρχική του χρήση τη δεκαετία του 1920. Δεν υπάρχει, τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1990, κανένα πολιτικό κόμμα που να χρησιμοποιεί τον όρο "νεοφιλελευθερισμός" ως αυτοπροσδιορισμό. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό πως ενώ σήμερα αποδίδεται στον "νεοφιλελευθερισμό" η απουσία κρατικής παρεμβατικότητας στην αγορά, αυτό είναι το αντίθετο εκείνου που εφάρμοσαν οι Ορντολιμπεραλιστές.
Τα κίνητρα των "νεοφιλελευθέρων" κατά τις δεκαετίες του 1930 και 1940 ήταν η επιθυμία να αποφύγουν τις αποτυχίες των πολιτικών που οδήγησαν στην κρίση του 1929, οι οποίες αποδίδονταν σε ανεξέλεγκτο καπιταλισμό, και ταυτόχρονα να αποφύγουν τον απάνθρωπο Εθνικοσοσιαλισμό. Στις δεκαετίες του 1940 και 1950, η νεοφιλελεύθερη θεωρία διέφερε αρκετά από τη laissez-faire προσέγγιση του κλασικού φιλελευθερισμού και αντιπρότεινε μία οικονομία της αγοράς που θα ελεγχόταν από τους κανόνες ενός ισχυρού κράτους δικαίου, ένα μοντέλο που τελικά ονομάστηκε Κοινωνική Οικονομία της Αγοράςβ[›] και αργότερα εφαρμόστηκε με επιτυχία στη Σκανδιναβία και τη Γερμανία (όπου ονομάστηκε Soziale Martkwirtschaft).
Είναι χαρακτηριστικό πως ο υπέρμαχος των laissez-faire οικονομικών της ελεύθερης αγοράς, Λούντβιχ φον Μίζες, κατέκρινε σφόδρα τη "νεοφιλελεύθερη" αντίληψη εκείνων των καιρών, που απαιτούσε μία ισχυρή κρατική παρέμβαση για να "μπαίνει τάξη στον ανταγωνισμό".[8]
Έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1970, αυτό που οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονταν ως "νεοφιλελευθερισμό" προσιδιάζει σε αυτό που σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως "σοσιαλδημοκρατία", και εκφράστηκε από τον Γάλλο διανοητή Μισέλ Φουκώ ο οποίος έγραφε το 1978 πως ο "νέο-φιλελευθερισμός" ήταν "η Γερμανική κοινωνική οικονομία της αγοράς: […] η αγορά, αν και αποτελεί τον μόνο ορθολογικό τρόπο εκτίμησης αξιών, είναι πολύ ασταθής από μόνη της και έτσι απαιτεί στήριξη, διαχείριση, και «ευταξία» που επιβάλλεται από το κράτος πρόνοιας (π.χ. βοήθημα ανεργίας, ιατροφαρμακευτική ασφάλιση, στεγαστική πολιτική, κλπ.) [9], "ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι Άνταμ Σμιθ, ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι κοινωνία της αγοράς",[10] και "Ο νεο-φιλελευθερισμός δεν πρέπει να συγχέεται με το laissez-faire, αλλά με την ανάγκη για συνεχή [κρατική] εποπτεία, δραστηριότητα, και ρύθμιση" [11].
Κατά τη δεκαετία του 1980, κι ενώ οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονταν τον όρο "νέο-φιλελευθερισμό" σε σχέση με τη Γερμανική κοινωνική οικονομία της αγοράς, στις ΗΠΑ εμφανίστηκε ένα άλλο κίνημα που συσχετίστηκε με τον όρο "νεοφιλελευθερισμός": ήταν εκείνο της Αμερικανικής Αριστεράς του 1981[12], το οποίο οργανώθηκε γύρω από δύο περιοδικά: το "New Republic" και το "Washington Monthly". Ο "πατέρας" αυτού του κινήματος ήταν ο δημοσιογράφος Τσαρλς Πίτερς,[13] ο οποίος δημοσίευσε το 1983 το "Μανιφέστο ενός Νεοφιλελεύθερου".[14].
Δύο εξέχοντες εκπρόσωποι του κινήματος των "νεοφιλελευθέρων" του Δημοκρατικού Κόμματος ήταν ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον και ο πρώην αντιπρόεδρος Αλ Γκορ.
Ο όρος "νεο-φιλελευθερισμός" έχει ερμηνευθεί από τους Μαρξιστές οικονομολόγους τελείως διαφορετικά απ' ό,τι τον ερμήνευαν οι Ευρωπαίοι και Αμερικανοί "νεοφιλελεύθεροι" των δεκαετιών από το 1938 έως και τα τέλη του 20ου αιώνα.
Η Μαρξιστική θεώρηση του "νεοφιλελευθερισμού" εντάσσεται στο πλαίσιο των ψυχροπολεμικών συγκρούσεων της δεκαετίας του 1980, όπου τα κομμουνιστικά καθεστώτα προσπαθούσαν να εδραιώσουν μια νέα ιδεολογική ερμηνεία του καπιταλισμού. Η νέα αυτή θεώρηση βασίστηκε στη Λατινική Αμερική, και συγκεκριμένα την ανατροπή το 1973 του σοσιαλιστικού καθεστώτος Αγιέντε στη Χιλή και την άνοδο του δικτατορικού καθεστώτος Πινοσέτ. Το καθεστώς Αγιέντε είχε αποστείλει στις ΗΠΑ, και κυρίως στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, ομάδα Χιλιανών οικονομολόγων που ανεκλήθησαν από το καθεστώς Πινοσέτ κι έγιναν γνωστοί με το προσωνύμιο "Chicago Boys" (Παιδιά του Σικάγου). Η χρήση του όρου "νεοφιλελευθερισμός" για να περιγράψει το καθεστώς Pinochet ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980[15]. Οι Chicago Boys, που παρουσιάζονταν από τη σοβιετική προπαγάνδα ως Αμερικανοί ενώ ήταν Χιλιανοί, εφάρμοσαν μια οικονομική μεταρρύθμιση σε αμερικανικά πρότυπα, ενώ το καθεστώς καταπίεσε κάθε αντίδραση της σοσιαλιστικής αντιπολίτευσης και δημιούργησε σύγχυση για την αποτελεσματικότητα των οικονομικών μέτρων, αλλά και πρόσφορο έδαφος για τη σοβιετική προπαγάνδα.
Η εννοιολογική αυτή μετατροπή του όρου "νεοφιλελευθερισμός" διαχύθηκε σύντομα στον αγγλόφωνο κόσμο, συνδεόμενη άμεσα με τον οικονομολόγο Μίλτον Φρίντμαν και τη Σχολή του Σικάγου,[16], δημιουργώντας έτσι μία σύγχυση που συνεχίζεται έκτοτε σ' όλον τον κόσμο σχετικά με τον όρο "νεοφιλελευθερισμός". Ισπανόφωνοι συγγραφείς από τη Νότια Αμερική, όπως η Ελίζαμπεθ Μαρτίνες,[17] έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο "νεοφιλελευθερισμός" για να περιγράψουν την εξάπλωση της παγκοσμιοποίησης γενικά, επεκτείνοντας τη σύγχυση. Οι Μαρξιστές οικονομολόγοι Ντ.Χάρβεϊ [18], T.Σόλτε [19], K.Φουκς[20], κ.α. παρουσιάζουν τον "νεοφιλελευθερισμό" ως μία ιδεολογία που επεβλήθη από την άρχουσα τάξη για να εδραιώσει την επικράτησή της έναντι των άλλων κοινωνικών τάξεων. Η νέο-μαρξιστική σχολή των Τ.Ντην[21], Γ.Μπράουν[22] κ.α. παρουσιάζουν τον "νεο-φιλελευθερισμό" ως εξαναγκασμό του κράτους να λειτουργεί με όρους των αγορών.
Κατά τον 21ο αιώνα, έχει συμβεί αυτό για το οποίο προειδοποιούσε ο Γκαμπλ: «πρέπει να αποφευχθεί να αντιμετωπίζεται ο ‘νέο-φιλελευθερισμός’ σαν κάτι που συμβαίνει παντού και στα πάντα»[24]. Πλέον ο όρος "νεοφιλελευθερισμός" ορίζεται διαφορετικά από τον κάθε αρθρογράφο, για πολλά άσχετα πράγματα ταυτόχρονα[25]. Σύμφωνα με τον Ν.Νονίνι, ο όρος «νέο-φιλελευθερισμός» εμφανίζεται πλέον σε σχέση με οποιοδήποτε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό ή πολιτιστικό φαινόμενο του σύγχρονου κόσμου[26]. Σύμφωνα με τον Αρ.Χατζή, η λέξη "νεοφιλελευθερισμός" δεν είναι τίποτε πλέον παρά ένα 'σκιάχτρο' που χρησιμοποιείται όταν δεν υπάρχουν ουσιαστικά επιχειρήματα έναντι του φιλελευθερισμού[7].
Αυτό που έχει καταλήξει να ονομάζεται "νεοφιλελευθερισμός", δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται εννοιολογικά με τον φιλελευθερισμό.[27] Αφενός, ο φιλελευθερισμός, με απαρχή τον 16ο αιώνα, ήταν προσπάθεια υπέρβασης των θρησκευτικών πολέμων που ταλάνισαν την ευρωπαϊκή ήπειρο, ενώ ιδεολογικά αντιτάχθηκε στη μοναρχία προτάσσοντας το αίτημα για δημοκρατία και ελευθερία του ατόμου και ήταν η ιδεολογία της νεογέννητης αστικής τάξης του 18ου αιώνα. Αφετέρου, αφού ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια έννοια που έχει εμφανιστεί απο το 1922, μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι ιδιαίτερα «νέος»,α[›] ενώ με τον τρόπο που αποδίδεται πλέον δεν είναι ούτε και ιδιαίτερα «φιλελεύθερος».[28]
Αυτό που οι μαρξιστές αποδίδουν στη Σχολή του Σικάγου θα πρέπει κανονικά να λέγεται μονεταρισμός, για τη θεωρία του οποίου ο Φρίντμαν κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Οικονομικών το 1976, οπότε και τοποθετήθηκε στη θέση του βασικού οικονομικού συμβούλου του προέδρου Ρόναλντ Ρίγκαν. Ο μονεταρισμός εφαρμόστηκε στις ΗΠΑ μετά την πτώση της προεδρίας του Κάρτερ και την ανάληψη της διοίκησης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Αποθεμάτων από τον Πολ Βόλκερ, καθώς επίσης και από τη Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αν και ο μονεταρισμός είχε μακροπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα, προκάλεσε βραχυπρόθεσμα ανατρεπτικά αποτελέσματα στην αγορά εργασίας, τα οποία και οδήγησαν σε κοινωνικές αναταραχές και έντονες αντιπαραθέσεις. Εν τέλει, οι ίδιες αυτές πολιτικές της Θάτσερ υιοθετήθηκαν και από το Εργατικό Κόμμα κατά την πρωθυπουργία του Τόνι Μπλερ, ενώ οι βασικές οικονομικές πολιτικές του Ρίγκαν συνέχισαν να εφαρμόζονται και από τους διαδόχους του, ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης. Σήμερα ο μονεταρισμός αποτελεί θεμελιώδες σκέλος των σύγχρονων οικονομικών θεωριών που εφαρμόζονται από τις αναπτυγμένες χώρες, ενώ ονομάζεται και με τον όρο νεοκλασικά οικονομικά.
Σύμφωνα με τους νεο-μαρξιστές οικονομολόγους, αυτό που ονομάζουν "νεο-φιλελευθερισμός" εμπεριέχει μια εσωτερική αντίφαση, καθώς "επιδεικνύει πάθος για παρεμβατικότητα στο όνομα της μη-παρεμβατικότητας"[29]. Σύμφωνα με άλλους, το αίτημα για περισσότερο ελεύθερη αγορά, δηλαδή περισσότερο καπιταλισμό και λιγότερο κράτος, αποτελεί πόρισμα της οικονομικής επιστήμης[30]. Το αίτημα για "Ελεύθερη Αγορά" διαφέρει από το αίτημα για "Ελεύθερο Ανταγωνισμό", καθώς έχει αποδειχθεί στην πράξη πως ο ανταγωνισμός απαιτεί ρυθμιστική παρέμβαση των αρχών, ώστε να διασφαλίζονται τα συμφέροντα των πιο αδύναμων έναντι της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης των ισχυρών[31].
Την κριτική της απορρύθμισης, η οποία βασίζεται στην "Αποτυχία των Αγορών", εκφράζουν χαρακτηριστικά οι νομπελίστες οικονομολόγοι Πολ Κρούγκμαν και Τζόζεφ Στίγκλιτς.[32] Οι κύκλοι μεγάλων υφέσεων που εμφανίστηκαν ιστορικά στον σύγχρονο καπιταλισμό θεωρούνται από πολλούς οικονομολόγους ως απόδειξη της μη αποδοτικής κατανομής πόρων από τον μηχανισμό της αγοράς, μια μη αποδοτική κατανομή που μπορεί να διατηρείται για παρατεταμένες χρονικές περιόδους. Άλλοι θεωρούν τις υφέσεις κυρίως νομισματικά φαινόμενα (μονεταρισμός) και όχι αποτέλεσμα πραγματικών διαταραχών, όπως για παράδειγμα διαταραχών της προσφοράς. Ο μοντέρνος ακαδημαϊκός αντίλογος εκφράζεται κυρίως από τη νεοκεϋνσιανή θεωρία, που υποστηρίζει περισσότερο κρατικό παρεμβατισμό και αύξηση των δαπανών σε περιπτώσεις οικονομικών κρίσεων.
^ α: Ο Κωνσταντίνος Τσαλδάρης κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας του 1958 έλεγε: «Η ελεύθερη οικονομία, όπως την εγνωρίσαμεν εις το παρελθόν είναι ρομαντισμός, την δε θέσιν της έχει πάρει ο νεοφιλελευθερισμός, που ευρίσκεται εις το ενδιάμεσον των υπερβολών του παρεμβατισμού και του φιλελευθερισμού».
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.