πολιτικό κόμμα στο Ηνωμένο Βασίλειο From Wikipedia, the free encyclopedia
Το Εργατικό Κόμμα (αγγλικά: Labour Party) είναι το κύριο κόμμα της κεντροαριστεράς στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ιδρύθηκε το 1900 ως Επιτροπή Εργατικής Αντιπροσώπευσης (Labour Representation Committee), και από τις εκλογές του 1922 είναι ένα από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της χώρας, υποκαθιστώντας το Φιλελεύθερο Κόμμα. Ιστορικά ανήκει στον μη-Μαρξιστικό σοσιαλδημοκρατικό χώρο, αν και εντός του κόμματος υπάρχουν πτέρυγες, όπως αυτή της αριστεράς (δημοκρατικός σοσιαλισμός), και του προοδευτικού κέντρου (σοσιαλφιλελευθερισμός).
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Εργατικό Κόμμα Labour Party | |
---|---|
Ηγέτης | Κιρ Στάρμερ ΜΚ |
Ίδρυση | 1900 |
Έδρα | Southside, 105 Victoria Street, London SW1E 6QT |
Ιδεολογία | Σοσιαλφιλελευθερισμός Φιλελευθερισμός Νεοφιλελευθερισμός Φιλοευρωπαϊσμός Προοδευτισμός Ιστορικά: Σοσιαλδημοκρατία |
Πολιτικό φάσμα | Κέντρο προς κεντροαριστερά |
Ευρωπαϊκή προσχώρηση | Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα |
Διεθνής προσχώρηση | Σοσιαλιστική Διεθνής Προοδευτική Συμμαχία |
Χρώματα | Κόκκινο |
Ύμνος | "Η Κόκκινη Σημαία" |
Βουλή των Κοινοτήτων | 411 / 650
|
Βουλή των Λόρδων | 172 / 783
|
Συνέλευση του Λονδίνου | 11 / 25
|
Σκωτικό Κοινοβούλιο | 22 / 129
|
Ουαλική Συνέλευση | 30 / 60
|
Τοπική Αυτοδιοίκηση | 6,561 / 18,646
|
Ιστότοπος | |
www.labour.org.uk | |
Πολιτικό σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου Πολιτικά κόμματα Εκλογές |
Μαζί με το αντίπαλο Συντηρητικό Κόμμα, αποτελούν τους δύο κυριότερους πολιτικούς πόλους στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επί του παρόντος, το Εργατικό Κόμμα είναι το μεγαλύτερο σε έδρες στη Βουλή των Κοινοτήτων, με 411 από τις 650 έδρες, και αποτελέι την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Από το 1927, το Εργατικό Κόμμα είναι σε εκλογική συμμαχία με το Συνεταιριστικό Κόμμα (en), ως Εργατικό και Συνεταιριστικό Κόμμα (Labour and Co-operative Party), με 43 από τους 411 βουλευτές υπό αυτόν τον συνδιασμό.
Επτά πρωθυπουργοί της χώρας ήταν Εργατικοί, μεταξύ αυτών οι τέως πρωθυπουργοί Κλέμεντ Άττλη, Χάρολντ Ουίλσον, Τόνι Μπλερ, και Γκόρντον Μπράουν, καθώς και ο νυν πρωθυπουργός Κιρ Στάρμερ. Το κόμμα σημείωσε τις μεγαλύτερές του νίκες το 1997 (419 έδρες), το 2001 (413 έδρες), και στις πιο πρόσφατες γενικές εκλογές του 2024, όπου κέρδισε 411 έδρες.
Από τις πιο σημαντικές ιστορικές συνεισφορές των Εργατικών είναι η δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας και ενός κράτους πρόνοιας «από την κούνια μέχρι τον τάφο» υπό της κυβέρνησης Άττλη, ενώ πιο πρόσφατα, επί Μπλερ, εισήγαγε τον κατώτατο μισθό και την αποκέντρωση, όπου 3 από τις 4 χώρες του Ηνωμένου Βασιλείου, η Σκωτία, η Ουαλία, και η Βόρεια Ιρλανδία, απέκτησαν δικές τους κυβερνήσεις με σημαντικό βαθμό αυτοδιοίκησης.
«Το Εργατικό Κόμμα είναι ένα δημοκρατικό σοσιαλιστικό κόμμα. Πιστεύει ότι με την δύναμη του κοινού μας μόχθου πετυχαίνουμε περισσότερα από όσα πετυχαίνουμε μόνοι, ώστε να δημιουργήσουμε για τον καθένα μας τα μέσα για να συνειδητοποιήσουμε την αληθινή και δυνατή για όλους μας κοινότητα στην οποία η ισχύς, ο πλούτος και οι ευκαιρίες είναι στα χέρια των πολλών, όχι των λίγων. Όπου τα δικαιώματα που απολαμβάνουμε αντανακλούν τα καθήκοντα που αναλαμβάνουμε. Και όπου ζούμε μαζί, ελεύθερα, σ’ ένα πνεύμα αλληλεγγύης, ανεκτικότητας και σεβασμού.»
Άρθρο 4 του καταστατικού του Εργατικού κόμματος[1]
Οι κυριότερες ομάδες εξουσίας του Εργατικού κόμματος είναι: α) Ο ηγέτης και το Κοινοβουλευτικό Εργατικό Κόμμα (Parliamentary Labour Party, PLP), β) Η Εθνική Εκτελεστική Επιτροπή (National Executive Committee, NEC) και γ) το Ετήσιο Συνέδριο και πίσω από αυτά τα περιφερειακά Εργατικά κόμματα και τα συμβεβλημένα συνδικάτα, οι σοσιαλιστικές εταιρείες και οι συνεταιριστικοί οργανισμοί. Από την ήττα του 1979 δρομολογήθηκαν ποικίλες αλλαγές στην ισορροπία της ισχύος μεταξύ των παραγόντων.
Ο ηγέτης και ο αναπληρωτής ηγέτης του κόμματος, εκλέγονται από ένα εκλεκτορικό σώμα που σχηματίζεται από τα περιφερειακά Εργατικά κόμματα, τα συμβεβλημένα συνδικάτα και το Κοινοβουλευτικό Εργατικό Κόμμα (PLP) με τις ψήφους καθενός από τα τρία μέρη να αντιστοιχούν στο ένα τρίτο των ψήφων του συνόλου. Αυτό το σύστημα εγκρίθηκε στο συνέδριο του Εργατικού Κόμματος το 1993 και πρωτοχρησιμοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1994 μετά το θάνατο του Τζον Σμιθ, όταν ο Τόνι Μπλερ εξελέγη ηγέτης και ο Τζον Πρέσκοτ αναπληρωτής. Πριν το 1981 ο ηγέτης και ο αναπληρωτής εκλέγονταν ετησίως από το Κοινοβουλευτικό Εργατικό Κόμμα (PLP). Η εισαγωγή τον Ιανουάριο του 1981 ενός εκλεκτορικού σώματος όπου 40% των ψήφων δίνονταν στα συνδικάτα, 30% στο PLP και 30% στα περιφερειακά Εργατικά κόμματα υπήρξε διχαστική, θεωρήθηκε μεγάλη νίκη της αριστερής πτέρυγας και συνέβαλλε στον σχηματισμό του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (Social Democratic Party (SDP)) [2].
Το PLP εκλέγει ετησίως ένα προεδρείο για τις συνεδριάσεις του. Εκλέγει επίσης μια κοινοβουλευτική επιτροπή από τα μέλη του στη Βουλή των Κοινοτήτων: σ’ αυτήν εκλέγονται ετησίως 18 άτομα από το 1988, έως τότε και από το 1981 ο συνολικός αριθμός των μελών της ήταν 15 (πριν το 1981 ήταν 12) και τρεις έδρες κρατήθηκαν για γυναίκες. Το 1993 το σύστημα άλλαξε με τους εκλογείς να υποχρεώνονται να ψηφίσουν τουλάχιστον τέσσερις γυναίκες υποψήφιες. Εκείνοι που εκλέγονται γίνονται πρωτοκλασάτα στελέχη του κόμματος.
Η NEC (Εθνική Εκτελεστική Επιτροπή) δεύτερη σε σημασία μετά το Συνέδριο εκλέγεται σε αυτό κάθε χρόνο. Από το 1937 υπάρχουν 7 θέσεις για αντιπροσώπους των περιφερειακών κομμάτων που εκλέγονται από αυτά ξεχωριστά. Υπάρχουν 12 θέσεις για συνδικαλιστές και 1 για συμβεβλημένες σοσιαλιστικές ή συνεταιριστικές οργανώσεις, που εκλέγονται από τη σύνοδο των αντιπροσώπων τους. Επιπλέον διατηρούνται πέντε θέσεις για γυναίκες που συμπληρώνονται με ψηφοφορία όλου του συνεδρίου. Από το 1972 υπάρχει και θέση για αντιπρόσωπο της νεολαίας (Labour Party Young Socialists) που εκλέγεται από το εθνικό συνέδριο της τελευταίας. Ο ταμίας του κόμματος εκλέγεται με τις ψήφους όλων των συνέδρων. Ο ηγέτης και ο αναπληρωτής του είναι εκ θέσεως μέλη.
Το ετήσιο κομματικό συνέδριο είναι το ανώτατο όργανο του κόμματος, τουλάχιστον εκτός του κοινοβουλίου. Εκλέγει τη NEC, συζητά και ψηφίζει για την πολιτική (αν και απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων προκειμένου να γίνουν αλλαγές στο πρόγραμμα) και η NEC είναι υπόλογη σε αυτό σχετικά με την εφαρμογή της πολιτικής και τη διοίκηση του κόμματος το παρελθόν έτος. Ιστορικά οι ψήφοι του συνεδρίου κυριαρχήθηκαν από τα συνδικάτα (block votes), κάτι που ο Τόνι Μπλερ προσπάθησε να αλλάξει.
«Δεν ήταν ο Keir Hardie που σχημάτισε αυτό το κόμμα. Ξεπήδησε από τα σπλάχνα της συνομοσπονδίας των συνδικάτων» [3]
Η συμβολή των εργατικών συνδικάτων στον σχηματισμό του Βρετανικού εργατικού κόμματος συχνά παραγνωρίζεται συγκρινόμενη προς την ιδεολογική συνεισφορά του Ανεξάρτητου Εργατικού Κόμματος (Independent Labour Party), της Φαβιανής Εταιρείας (Fabian Society) και ακόμα της Σοσιαλδημοκρατικής Ομοσπονδίας (Social Democratic Federation). Η υποστήριξη όμως των εργατικών ενώσεων ήταν που έδωσε στο κόμμα τον ξεχωριστό του χαρακτήρα.
Στην ηπειρωτική Ευρώπη τα διάφορα σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βασίστηκαν στην ατομική συμμετοχή και τις τοπικές ομάδες για την υποστήριξή τους. Μια σύγκρουση με τα συνδικάτα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει γι’ αυτά καίριο πλήγμα. Στη Βρετανία πριν ακόμα από την ίδρυση του Εργατικού Κόμματος υπήρχε οργανωμένη σε εθνικό επίπεδο η Ομοσπονδία των Συνδικάτων (Trade Union Congress, TUC) που πρωτοστάτησε στην ίδρυση του κόμματος ενώ στη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Σουηδία τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα προηγήθηκαν της εμφάνισης ισχυρών συνδικάτων. Αυτός είναι και ο λόγος που το Βρετανικό Εργατικό κόμμα θεωρείται τυπικά εξωκοινοβουλευτικής προέλευσης όπου τα συνδικάτα αποτελούν τη μητρική οργάνωση[4].
Τα συνδικάτα υποστήριζαν οικονομικά το Εργατικό Κόμμα και μέλη του κοινοβουλίου, το τροφοδοτούσαν με μέλη και αποτελούσαν την κύρια πηγή χρηματοδότησης ως το τέλος σχεδόν του 20ού αιώνα. Παράλληλα από τους κόλπους των συνδικάτων προήλθαν πολλά από τα ηγετικά στελέχη του κόμματος. Έτσι τα συνδικάτα έχουν δικό τους μερίδιο στη χάραξη της πολιτικής του κόμματος και η ενίσχυσή τους ήταν ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του. Παρά την σημερινή αντίληψη πολλών εκσυγχρονιστών του Εργατικού κόμματος που θεωρούν τους οργανικούς δεσμούς με τα συνδικάτα ως χρόνια αδυναμία είναι γενικώς αποδεκτός ο ρόλος τους στην εξασφάλιση της πολιτικής ανεξαρτησίας του κόμματος.
Γενικά οι συνδικαλιστικές οργανώσεις στήριξαν το κόμμα στη εκατονταετή του πορεία ιδίως στους δύο παγκοσμίους πολέμους και στο διάστημα της ανασυγκρότησης που ακολούθησε. Ενστερνίζονταν τις πολιτικές του κόμματος και τη συγκράτηση των μισθών της διακυβέρνησης Άττλη. Στην επόμενη περίοδο 1964-1979 οι διαφορές της κοινοβουλευτικής ηγεσίας του κόμματος με τα συνδικάτα εντάθηκαν με αποκορύφωμα το χειμώνα της αποσύνδεσης. Παρόλα αυτά τα συνδικάτα στάθηκαν αρωγοί στην αναθεώρηση της πολιτικής του κόμματος με τον Νιλ Κίνοκ. Η οικονομική τους ενίσχυση ήταν τότε ιδιαίτερα πολύτιμη (1983), όμως οι ψηφοφόροι θεωρούσαν τους δεσμούς του κόμματος με τα συνδικάτα ως τον τρίτο κυριότερο λόγο για να μην το ψηφίσουν, πέρα από τους φόβους για τη φορολογία και την δημόσια εικόνα του Κίνοκ. Οι ψηφοφόροι δεν μεταστράφηκαν ούτε στις επόμενες εκλογές και έτσι άρχισε να προβάλλεται η λύση του ‘διαζυγίου’ με τα συνδικάτα και ένας πρώτος περιορισμός ήρθε με την καθιέρωση της ‘OMOV’.
Ο Τόνι Μπλερ πήρε δραστικά μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση: προεκλογικά καθησύχασε τους ψηφοφόρους προβάλλοντας μια αναθεωρημένη σχέση του κόμματος με τα συνδικάτα καθώς ύστερα από την αλλαγή της πολιτικής, του καταστατικού και των οργανωτικών δομών, αυτοί οι δεσμοί αποτελούσαν πια το κυριότερο αίτιο της προκατάληψης των ψηφοφόρων. Παρότι η αλλαγή του άρθρου 4 έγινε με την υποστήριξη των συνδικάτων ο Μπλερ τα χαρακτηρίζει αντιπαραγωγικά. Η οικονομική τους όμως ενίσχυση αν και περιορισμένη παραμένει ζωτική για το κόμμα. Υπολογίζεται ότι η στήριξή τους από το 1979 έως το 1997 ανήλθε σε £250 εκατομμύρια. Οι μαζικές εγγραφές μελών αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές αν και από το 1998 η συνεισφορά τους με 40% των εσόδων του κόμματος ξεπέρασε αυτή των συνδικάτων. Οι συνεισφορές των μεγάλων φίλων ελάττωσαν αυτή των συνδικάτων στο 30% δύσκολα όμως αναπληρώνονται οι 10.000 ακτιβιστές που προσέφεραν στο κόμμα στις εκλογές του 1997. Την ίδια χρονιά το 34% των μελών του κόμματος προερχόταν από τα συνδικάτα. Οι διαβουλεύσεις μεταξύ κυβέρνησης και συνδικάτων περιορίστηκαν και ακόμα τα ίδια τα συνδικάτα κρατούν αποστάσεις. Στις εκλογές του 1997 η TUC (Trade Union Congress) για πρώτη φορά στην ιστορία δεν κάλεσε τα μέλη της να συστρατευθούν με το Εργατικό κόμμα. Φαίνεται πως ‘η οικογενειακή σχέση’ μιας εκατονταετίας εξελίσσεται σταδιακά στην αρχή του νέου αιώνα σε μια σχέση μεταξύ δύο ‘καλών φίλων’[5].
Το Εργατικό κόμμα του Ηνωμένου Βασίλειου ιδρύθηκε επίσημα το 1900 με την αρχική ονομασία Συνέδριο εργατικής αντιπροσώπευσης. Στις εκλογές του ίδιου χρόνου εκλέχθηκαν δυο βουλευτές του, ο Κιέρ Χάρντι και ο Ρίτσαρντ Μπελ. To 1903, ο γραμματέας του συνεδρίου, Ράμσεϋ ΜακΝτόναλντ, συμφώνησε με το Φιλελεύθερο κόμμα ότι οι Εργατικοί θα τους υποστήριζαν με τον όρο πως οι φιλελεύθεροι δεν θα τοποθετούσουν υποψήφιους σε μερικούς εκλογικούς τομείς. Η συνεργασία αυτή ευνόησε το Εργατικό κόμμα, το οποίο διέθετε 29 βουλευτές το 1906, 40 μετά από τις εκλογές του Ιανουαρίου 1910 και 42 μετά από τις εκλογές του ίδιου χρόνου τον Δεκέμβριο.
Τα πρώτα χρόνια μετά τη δημιουργία του, το Εργατικό κόμμα, δεν απειλούσε τους Φιλελεύθερους που κυβερνούσαν με μεγάλη πλειοψηφία. Το 1916 όμως η κατάσταση άλλαξε. Οι Φιλελεύθεροι διασπάστηκαν και οι Εργατικοί έλαβαν μέρος στον συνασπισμό που κυβερνούσε στη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Το γεγονός αυτό, τους πρόσφερε την δυνατότητα να αποκτήσουν κυβερνητική πείρα και να αποδείξουν στο εκλογικό σώμα ότι δεν αποτελούσαν κόμμα αντιπολίτευσης. Τελικά ο νέος νόμος του 1918 έδωσε το δικαίωμα ψηφοφορίας σε ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού, μεγάλο μέρος του οποίου ανήκαν στην εργατική τάξη και το Εργατικό κόμμα κατέλαβε στις εκλογές του 1918 57 έδρες, το 1922, 142 έδρες και τον επόμενο χρόνο 191.
Σε διάστημα είκοσι τριών ετών, το Εργατικό κόμμα κατάφερε να οδηγηθεί από την αφάνεια στη διακυβέρνηση, ενώ παράλληλα, οι Φιλελεύθεροι πραγματοποίησαν αντίθετη πορεία. Ο Ράμσεϋ ΜακΝτόναλντ έγινε πρωθυπουργός όταν το Εργατικό κόμμα σχημάτισε κυβέρνηση τον Ιανουάριο του 1924. Ωστόσο, ήταν κυβέρνηση μειοψηφίας και χρειάστηκε τη βοήθεια των Φιλελεύθερων. Είχε διάρκεια μόλις εννέα μηνών και κατέρρευσε μετά από αδικαιολόγητες φήμες ότι ο ΜακΝτόναλντ ήταν κομμουνιστής. Η δεύτερη κυβέρνηση που σχημάτισε ήταν επίσης μειοψηφίας. Το κόμμα κυβέρνησε από το 1929 μέχρι το 1931 αλλά με την απαιτούμενη υποστήριξη των Φιλελεύθερων δεν μπορούσε να θεσπίσει τις περισσότερο μεταρρυθμιστικές και σοσιαλιστικές προτάσεις του. Ο ΜακΝτόναλντ αποφάσισε να διαλύσει την κυβέρνηση του, τον Αύγουστο του 1931. Πίστευε ότι η χώρα χρειαζόταν μια εθνική κυβέρνηση με μέλη από όλα τα κύρια κόμματα ώστε να λυθούν τα οικονομικά προβλήματα.
Η απόφαση εξόργισε το κόμμα επειδή ο ΜακΝτόναλντ δεν ζήτησε την άδεια τους να διαλύσει την κυβέρνηση. Το κόμμα τον έδιωξε μαζί με εφτά άλλους βουλευτές και παράμεινε στη αντιπολίτευση μέχρι το 1945. Ο ΜακΝτόναλντ συνέχισε στην εθνική κυβέρνηση υπό Συντηρητικό πρωθυπουργό. Στις εκλογές του 1931 το Εργατικό κόμμα έλαβε μόνο 46 έδρες ενώ κέρδισαν 288 έδρες το 1929.
Ο Τζορτς Λάντσμπουρι έγινε ο ηγέτης μετά από την εκλογική αποτυχία και το 1935 το κόμμα άρχισε την αναγέννησή του με απόκτηση αρχικά 154 εδρών. Ο Κλέμεντ Άτλι έγινε ο ηγέτης του κόμματος και στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου ήταν ο αναπληρωτής πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου υπό τον Συντηρητικό Ουίνστον Τσώρτσιλ.
Το τέλος του πόλεμου έφερε και τις πρώτες εκλογές σε δέκα χρόνια. Οι εργατικοί είχαν στο επίκεντρο των διακηρύξεών τους ένα φιλόδοξο σχέδιο εθνικοποίησης. Επίσης επιθυμούσαν τη δημιουργία μιας εθνικής υπηρεσίας υγείας και ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Τελικά είχαν ως στόχο, την εξόντωση της ανεργίας. Η νίκη του Άτλι σε βάρος του παλαίμαχου ηγέτη των Συντηρητικών ήταν μεγάλη έκπληξη. Οι Εργατικοί απέκτησαν για πρώτη φορά πλειονοψηφία, με ποσοστό 49,7% και 393 έδρες. Η κυβέρνηση του Άτλι ήταν μια από τις πιο ριζοσπαστικές της Βρετανίας του εικοστού αιώνα. Παρά τις οικονομικές δυσκολίες κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, οι Εργατικοί εθνικοποίησαν τις υπηρεσίες του ηλεκτρισμού, του φωταερίου, του σιδήρου και του χάλυβα ενώ πραγματοποιήθηκε και εθνικοποίηση του σιδηροδρομικού συστήματος και της "Τράπεζας της Αγγλίας".
Στις εκλογές του 1950, το Εργατικό Κόμμα κέρδισε 315 βουλευτές με διαφορά 5 εδρών. Ο Άτλι προσπάθησε να αυξήσει τον αριθμό αυτό με εκλογές τον επόμενο χρόνο, αλλά το κόμμα έχασε και άρχισε μια πολύχρονη περίοδος στην αντιπολίτευση.
Στην αντιπολίτευση για δεκατρία χρόνια το εργατικό κόμμα προσπάθησε να ανακτήσει την υπόληψή του. Ο Άτλι παρέμεινε στη ηγεσία μέχρι το 1955 όταν έχασε τις εκλογές και αφυπηρέτησε. Ο Χιού Γκέιτσκελ έλαβε τη ηγεσία μέχρι τον θάνατο του το 1963. Υπήρχε μια συνεχιζόμενη μάχη στο κόμμα μεταξύ των μετριοπαθών βουλευτών και των ακροαριστερών. Η ίδρυση της "Εκστρατείας για τον Δημοκρατικό Σοσιαλισμό" προσπάθησε να προστατέψει τις κεντροαριστερές προτάσεις του Γκέιτσκελ. Όμως ο ίδιος αποξένωσε τους οπαδούς του με τη αντίστασή του κατά της ένταξης του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι Συντηρητικοί είχαν παραμείνει δημοφιλείς για περισσότερο από δέκα χρόνια, ωστόσο μετά από διάφορα σκάνδαλα, όπως η "Υπόθεση του Προφούμο" είχε ανοίξει η πόρτα της κυβέρνησης για τους Εργατικούς. Ο νέος ηγέτης, Χάρολντ Ουίλσον έλαβε τη ηγεσία και στις εκλογές του 1964 το κόμμα κέρδισε, αν και με μια μικρή πλειοψηφία.
Οι Εργατικοί κέρδισαν τις εκλογές του 1964 με πλειοψηφία τεσσάρων εδρών. Μετά από δυο χρόνια και δείγμα αυξημένης υποστήριξης σε σφυγμομετρήσεις, ο Ουίλσον ανακοίνωσε ότι θα διαλύσει το κοινοβούλιο για νέες εκλογές. Το Εργατικό κόμμα προέβαλε κοινωνικές αλλαγές μέσω των πολιτικών του εξαγγελιών και το κόμμα κέρδισε με πλειονοψηφία ενενήντα έξι εδρών. Το αποτέλεσμα αυτό αποτέλεσε το κορύφωμα της πολιτικής σταδιοδρομίας του Ουίλσον. Στα επόμενα τέσσερα χρόνια η κυβέρνηση νομιμοποίησε την ομοφυλοφιλία και την άμβλωση ενώ απλοποίησε σημαντικά τη διαδικασία έκδοσης διαζυγίου.
Το 1970 έχασε τις εκλογές και το αποτέλεσμα ήταν σημαντικό πλήγμα. Μετά από τέσσερα χρόνια, οι εκλογές του 1974 δεν έδωσαν σε κανένα κόμμα την πλειοψηφία. Ο Έντουαρντ Χιθ, ο ηγέτης των Συντηρητικών, προσπάθησε να συνασπιστεί με τους Φιλελεύθερους αλλά οι συνομιλίες κατέληξαν σε αδιέξοδο με αποτέλεσμα τη διενέργεια νέων εκλογών το φθινόπωρο του ιδίου χρόνου. Οι Εργατικοί επικράτησαν, αλλά το κόμμα είχε διαφορά μόλις τεσσάρων εδρών από το δεύτερο κόμμα. Η χώρα αποφάσισε οριστικά να παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση στο δημοψήφισμα του 1976. Τον επόμενο χρόνο ο Ουίλσον αποσύρθηκε για λόγους υγείας. Ήταν στις πρώτες φάσεις της αρρώστιας Αλτσχάιμερ.
Ο Τζέιμς Κάλαχαν κέρδισε τις εκλογές για την ηγεσία του κόμματος και έγινε πρωθυπουργός. Η οικονομική κατάσταση χειροτέρεψε και μετά από συνεχιζόμενα προβλήματα με τα συνδικάτα οργανώθηκαν μαζικές απεργίες. Ο χειμώνας της δυσαρέσκειας, όπως ονομάστηκε η περίοδος αυτή, είχε τα αίτιά της στην απόφαση της κυβέρνησης να μην αυξήσει τους μισθούς των εργαζομένων του δημόσιου τομέα.
Οι εκλογές έγιναν μετά από μόνο μερικούς μήνες το 1979 και οι Συντηρητικοί εκμεταλλεύτηκαν την κρίση, χρησιμοποιώντας προεκλογικά το σύνθημα Labour doesn't work (λογοπαίνιο που μεταφράζεται ως Οι Εργατικοί δεν δουλεύουν και ως Οι Εργατικοί δεν είναι αποτελεσματικοί). Επιπλέον, ο περιορισμός των συνδικαλιστικών δυνάμεων ήταν στο κέντρο του Συντηρητικού μανιφέστου. Ο Κάλαχαν έχασε τελικά τις εκλογές και το Εργατικό κόμμα πέρασε στην αντιπολίτευση.
Μετά από τη ήττα των εκλογών η αριστερή πτέρυγα υποστήριξε ότι το κόμμα έπρεπε να μετακινηθεί πολιτικά προς την αριστερά, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της "Θατσεροποίησης". Ο Μάικλ Φουτ ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος, αλλά το βήμα προς τα αριστερά δεν ήταν ευπρόσδεκτο από στελέχη της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος. Τέσσερις πρώην υπουργοί, η συμμορία των τεσσάρων όπως ονομάστηκε, εγκατέλειψαν το κόμμα, το 1981, προκειμένου να ιδρύσουν το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που συνεργάστηκε με τους Φιλελεύθερους υπό την ονομασία Ο Συνασπισμός (Αlliance).
Στις εκλογές του 1983 το κόμμα υιοθέτησε ένα από τα πιο αριστερά μανιφέστα στην ιστορία του. Μερικές από τις προτάσεις ήταν για τη αποχώρηση της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η μαζική εθνικοποίηση και ο πλήρης αφοπλισμός των πυρηνικών ικανοτήτων. Τα εκλογικό αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό για το κόμμα, ενώ η Θάτσερ κέρδισε με μεγάλη πλειοψηφία, γεγονός που οδήγησε τον Φουτ σε παραίτηση.
Ο Νιλ Κίνοκ κέρδισε τις εκλογές για την ηγεσία και άρχισε τη διαδικασία για να αλλάξει την εικόνα του κόμματος. Μια από τις κυριότερες κινήσεις, ήταν η απομάκρυνση των μαρξιστικών και ακροσοσιαλιστικών τμημάτων της ολομέλειας. Οι εκλογές του 1987 είχαν ως αποτέλεσμα τη μικρή άνοδο, από 209 βουλευτές σε 229 και έδωσε ελπίδα στο κόμμα για μία μελλοντική επιτυχία. Ο Κίνοκ παρέμεινε και υπό την ηγεσία του άρχισε η μετακίνηση προς το κέντρο. Το κόμμα απέσυρε τις προτάσεις του για τη επανένωση της Ιρλανδίας, τον πυρηνικό αφοπλισμό και την αντίσταση του κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η παραίτηση της Θάτσερ αποτέλεσε τελικά αρνητικό γεγονός για το Εργατικό κόμμα. Ο Κίνοκ δήλωσε ότι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα που είχε ήταν η αντιδημοτικότητα της Θάτσερ. Στις εκλογές του 1992 ο υποψήφιος πρωθυπουργός των Συντηρητικών ήταν ο Τζον Μέιτζορ. Κατά τη διάρκεια της πολιτικής του εκστρατείας, οι Εργατικοί προηγήθηκαν, αν και με μικρή διαφορά. Τελικά επικράτησαν οι Συντηρητικοί, με διαφορά 8%, νίκη που θεωρείται ως ένα από τις μεγαλύτερες εκλογικές εκπλήξεις της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας του Ηνωμένου Βασίλειου.
Ο Κίνοκ παραιτήθηκε μετά τις εκλογές, ενώ για την ήττα που υπέστη το Εργατικό Κόμμα κατηγόρησε τον σκιώδη υπουργό οικονομικών και επόμενο ηγέτη, Τζον Σμιθ, λόγω των προτάσεών του για αύξηση των φόρων που έδωσαν δικαίωμα στους συντηρητικούς να ασκήσουν κριτική στην οικονομική πολιτική των Εργατικών. Επιπλέον, ο Κίνοκ κατηγόρησε τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, όπως την εφημερίδα Sun, για τη συνεχιζόμενη και ενθουσιώδη υποστήριξη του Μέιτζορ.
Μετά από την παραίτηση του Κίνοκ, ο Τζον Σμιθ κέρδισε τις ηγετικές εκλογές. Ήταν πρώην υπουργός Εμπορίου και στην τότε Εργατική κυβέρνηση του Ουίλσον-Κάλαχαν προώθησε τα σχέδια για αποκέντρωση με Σκωτικό κοινοβούλιο και Ουαλική Συνέλευση. Υπό την ηγεσία του από το 1992 μέχρι το 1994 το κόμμα άρχισε να προηγείται στις σφυγμομετρήσεις. Ο Σμιθ ήταν πολιτικός της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος, αλλά μετά από τον θάνατό του έγινε σύμβολο της αριστεράς, λόγω της παραδοσιακής μεθόδου της ηγεσίας του. Πέθανε στις 12 Μαΐου 1994. Σε δείπνο του κόμματος την προηγούμενη ημέρα είχε πει "Η ευκαιρία να υπηρετήσουμε τη χώρα μας – αυτό είναι το μοναδικό πράγμα που ζητούμε".
Το Νέο Εργατικό Κόμμα και η ιδεολογία του θεωρήθηκαν ως μια προσαρμοσμένη εκδοχή του θατσερισμού. Οι αλλαγές της κομματικής και εκλογικής στρατηγικής όπως και οι καταστατικές αλλαγές με την απάλειψη της δήλωσης για την κοινή ιδιοκτησία έπρεπε να έχουν ως κατάληξη και την ιδεολογική διαφοροποίηση. Η βάση της συζήτησης είναι αν το Εργατικό Κόμμα με την ολοκλήρωση της μετάλλαξής του προσεγγίζει περισσότερο το νεοσυντηρητικό μοντέλο της Μάργκαρετ Θάτσερ ή το παλιό Εργατικό Κόμμα.
Όπως είναι φυσικό θα ήταν αδύνατο για το Εργατικό Κόμμα να προσπαθήσει να αντικαταστήσει αμέσως το κράτος που δημιούργησε η Θάτσερ (με την εγκατάλειψη της πλήρους απασχόλησης, τις ιδιωτικοποιήσεις και τη συγκέντρωση εξουσίας στο κράτος) με την εφαρμογή του πολιτικού και οικονομικού προγράμματος των τελευταίων κυβερνήσεών του (εθνικοποιήσεις, κεϋνσιανός έλεγχος της ζήτησης, πλήρης απασχόληση). Κάτι τέτοιο θα βρισκόταν εκτός πραγματικότητας δεδομένου ότι ο κόσμος είχε αλλάξει και η μετακίνηση από τη σοσιαλδημοκρατία προς τον νεοφιλελευθερισμό έμοιαζε μη αναστρέψιμη. Έτσι ο Μπλερισμός μοιράζεται με τον Θατσερισμό κάποια στοιχεία ενός ελιτίστικου, κλειστού και κεντρικά εκτελεσμένου οράματος για τη δημοκρατία, τα οποία όμως ανήκουν γενικά στην πολιτική παράδοση της Μ. Βρετανίας. Σε αντίθεση όμως με τον Θατσερικό θρίαμβο του ατομικισμού ενάντια στην ομάδα, η νέα εργατική αντίληψη για τη δημοκρατία εστιάζει στη θέση του ατόμου στην κοινωνία των πολιτών και στο όφελος για τα περισσότερα άτομα και άρα τους πολλούς από μια ισχυρή κοινωνία. Παράλληλα προβάλλει την ανάγκη για αποκέντρωση και μάχεται για την εδραίωση του πλουραλισμού. Είναι δηλαδή φανερό ότι παρά τη φιλελευθεροποίηση διατηρούνται βασικά σημεία της ιστορικής σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής.
Επιπλέον το Εργατικό κόμμα προσπάθησε να αποϊδεολογικοποιήσει κάποια στοιχεία του Θατσερικού κράτους ώστε να τα υιοθετήσει. Εντούτοις μια ριζική διαφοροποίηση από το καθεστώς Θάτσερ έγκειται στην αύξηση των δημοσίων δαπανών - επενδύσεων για ορισμένες "προτεραιότητες κλειδιά" όπως εξήγγειλε και πραγματοποίησε η κυβέρνηση με 5,1% για την παιδεία και 4,7% για την υγεία.
Ο Τρίτος Δρόμος (third way) κατείχε κεντρικό ρόλο στην ιδεολογική πλατφόρμα που παρουσίασαν οι Νέοι Εργατικοί. Εντούτοις, δεν υπάρχει μια πλήρης εικόνα για τη σημασία αυτής της έννοιας. Έχει δοθεί σ’ αυτήν μια τεράστια ποικιλία ερμηνειών και υιοθετήθηκε από ηγέτες πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους όπως ο Μουσολίνι, ο συνταγματάρχης Καντάφι, ο Ανδρέας Παπανδρέου και από δόγματα τόσο αντιθετικά όπως ο φασισμός, ο Τροτσκισμός, ο ευρωκομμουνισμός και τελικά ο σοσιαλισμός. Ο Λιονέλ Ζοσπέν, ο σοσιαλιστής πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει τον όρο και οι Γερμανοί σοσιαλιστές πίεσαν τον ηγέτη τους Γκέρχαρντ Σρέντερ να μην τον δεχτεί. Ο Μπλερ έγραψε ότι:
ο Τρίτος δρόμος αντιπροσωπεύει την εκσυγχρονισμένη σοσιαλδημοκρατία, αφοσιωμένη στη δέσμευσή της για κοινωνική δικαιοσύνη και στους στόχους της κεντροαριστεράς, αλλά και ευπροσάρμοστη, καινοτόμο και σχεδιάζουσα τα μέσα για την πραγματοποίηση των στόχων. Βασίζεται στις αξίες που καθοδήγησαν την προοδευτική πολιτική για περισσότερο από έναν αιώνα – τη δημοκρατία, την ελευθερία, τη δικαιοσύνη, τo αμοιβαίο χρέος και τον διεθνισμό. Αλλά πρόκειται για έναν τρίτο δρόμο διότι κινείται αποφασιστικά πέρα από την προκατειλημμένη με τον κρατικό έλεγχο, την υψηλή φορολογία και τα συμφέροντα του παραγωγού Παλιά Αριστερά και πέρα από μια Νέα Δεξιά που αντιμετωπίζει τις δημόσιες επενδύσεις και συχνά τις σπουδαιότερες αντιλήψεις για την ‘κοινωνία’ και τον συλλογικό μόχθο σαν κάτι ζημιογόνο που πρέπει να εξαλειφθεί[6]
.
Θα μπορούσε να αποδοθεί ως ένα ιδεολογικό σχήμα που στο ένα άκρο του βρίσκεται ο φιλελευθερισμός που αποδίδεται πιο ‘απαλά’ με τον όρο οικονομικός δυναμισμός και στο άλλο η κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα των ευκαιριών και η διάθεση για αντιμετώπιση της ανέχειας και ανισότητας και όλα αυτά συνυπάρχουν σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον.
Οι οικονομικοί στόχοι του τρίτου δρόμου είναι οι εξής[7]:
Με την επίτευξη της δημοσιονομικής ισορροπίας πρωτεργάτης της οποίας θεωρείται ο υπουργός των οικονομικών Γκόρντον Μπράουν κατέστη εφικτή η ενίσχυση των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα και γενικά της κοινωνικής πρόνοιας. Όσον αφορά το ευρώ, η κυβέρνηση Μέιτζορ εξαίρεσε τη Βρετανία από την τρίτη και τελευταία φάση της ΟΝΕ που ξεκίνησε την 1η Ιανουαρίου 1999 και ολοκληρώθηκε την 1η Ιανουαρίου 2002 με την κυκλοφορία του ευρώ. Η κυβέρνηση των Εργατικών είχε δηλώσει ότι η ένταξη της στερλίνας στο ευρώ αποτελεί στόχο αρχής και είχε εξαγγείλει τη διενέργεια δημοψηφίσματος για το θέμα, χωρίς όμως να το προσδιορίσει χρονικά.
Η στάση αναμονής οφειλόταν: στην αντίθεση της κοινής γνώμης και πολλών ΜΜΕ στο ευρώ (το 55% των πολιτών δεν ήθελε ξεκάθαρα το ευρώ), στο ότι προσπαθούσε, παρότι ήταν δυνατή η ανταπόκριση της οικονομίας στα κριτήρια του Μάαστριχτ, να επιτύχει κάποιες επιμέρους οικονομικές συνθήκες που θα εξασφαλίσουν την επωφελέστερη ένταξη και στην έντονη διαφωνία του τότε Υπουργού Οικονομικών Γκόρντον Μπράουν. Το βέβαιο είναι πως η κυβέρνηση δεν ήταν διατεθειμένη να διεξάγει δημοψήφισμα όντας αβέβαιη ότι το αποτέλεσμα θα ήταν υπέρ του κοινού νομίσματος καθώς τυχόν αρνητικό αποτέλεσμα θα εξασθενούσε την κυβέρνηση και ιδίως τον Τόνι Μπλερ έναντι των εσωκομματικών του αντιπάλων.
Μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους νέους εργατικούς εκφράστηκε η θέση ότι η πολιτική πρόνοιας του Τρίτου Δρόμου στοχεύει σε ένα κατ’ ευφημισμό κράτος πρόνοιας περιορισμένο και ελάχιστα προστατευτικό παρόμοιο δηλαδή με τα όσα ίσχυαν πριν το 1945. Οι Νέοι Εργατικοί όμως έθεσαν το στοίχημα της επίτευξης της οικονομικής αποτελεσματικότητας με την ίση μεταχείριση των πολιτών και ιδίως των αδύναμων. Υποσχέθηκαν να υποχρεώσουν τις τοπικές αρχές να εκπονούν σχέδια για τη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών στον τομέα της πρόνοιας. Σχετικά με το NHS (σύστημα υγείας) υποστήριξαν ότι θα δοθεί έμφαση στην βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών. Επιπλέον τόνισαν την ανάγκη για μεταρρύθμιση και επενδύσεις και έθεσαν σε εφαρμογή το ευρύτερο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα για την υγεία από την ίδρυση του NHS. Η κυβέρνηση καθιέρωσε κατώτατους μισθούς και συνδικαλιστικά δικαιώματα που ποτέ δεν είχαν υπάρξει στη χώρα. Υλοποίησε μεταρρυθμίσεις στην αποκέντρωση και τη Βουλή των Λόρδων. Ακόμη κατόρθωσε να μειώσει την ανεργία των νέων κατά 50% και προώθησε ένα ευρύτερο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων στις δημόσιες παροχές υπηρεσιών, ενώ τέλος αύξησε το ποσοστό του ΑΕΠ για την δημόσια υγεία και την παιδεία και αντιμετώπισε αποτελεσματικά την εγκληματικότητα κάτι που παλιά εθεωρείτο αρμοδιότητα της Δεξιάς.
Οι Εξωτερικές και αμυντικές πολιτικές των νέων εργατικών παρουσιάζουν συνέχεια με το παρελθόν γεγονός που επηρέασε ως ένα βαθμό τις δεσμεύσεις και τις επιλογές της κυβέρνησης. Έτσι η νέα κυβέρνηση υποστήριξε τον Ατλαντισμό, την πυρηνική ορθοδοξία στην άμυνα και διατήρησε κάποια ανησυχία για την περαιτέρω ενοποίηση της Ε.Ε. Επιπλέον οι Εργατικοί υιοθέτησαν μια νέα μορφή εξωτερικής πολιτικής. Επιχείρησαν, παρά τις αντιδράσεις της αμυντικής βιομηχανίας, να απαγορεύσουν τις πωλήσεις όπλων σε τυραννικά και επιθετικά καθεστώτα. Η Βρετανία επανεντάχθηκε στην UNESCO και κάλεσαν για μεταρρύθμιση του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών που θα εξασφαλίζει ‘αποτελεσματικότητα, αντιπροσωπευτικότητα και κατάλληλη χρηματοδότηση. Για την ΕΕ ο Τόνι Μπλερ ανέφερε δύο προκλήσεις: ‘πώς θα διευρύνουμε την Ευρώπη για να δεχτούμε τα κράτη που φιλοδοξούν να ενταχθούν στην Ένωση και πως θα οικοδομήσουμε μια οικονομικά ανταγωνιστική και εύπορη για το μέλλον’[8]. Ο ίδιος θεωρεί ουσιώδη για τη διεύρυνση της ΕΕ την αναδιάρθρωση της ΚΑΠ και του Ταμείου Συνοχής. Επιπλέον πρόβαλε την ανάγκη μιας ‘πατριωτικής συμμαχίας’ όλων των πολιτικών που είναι υπέρ της Ευρώπης και υπέρ της ανασχηματισμένης Ευρώπης.
Μετά τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και την επικράτηση του κυρίαρχου ρεύματος της παγκοσμιοποίησης οι Εργατικοί αποκήρυξαν τον απομονωτισμό. Παράλληλα διαβεβαίωσαν για τη διατήρηση των παγκόσμιων συμφερόντων της Βρετανίας. Μιας Βρετανίας όχι στρατιωτικής υπερδύναμης αλλά με αισθητή παρουσία στον κόσμο. Η πρόκληση για την κυβέρνηση Μπλερ έγκειται στο αν θα κατόρθωναν να συμβιβάσουν την δέσμευσή τους για την Ευρώπη διατηρώντας παράλληλα τις παραδοσιακά στενότατες σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με τις Η.Π.Α. Για τον Ρόμπιν Κουκ όμως τα δύο αυτά είναι αλληλοσυμπληρούμενα και όχι αλληλοαποκλειόμενα. Το 1998 μάλιστα ο Μπλερ παρουσίασε στους ομολόγους του στην Ένωση ένα σχέδιο που αναφερόταν στην ανάγκη νέων σχημάτων αμυντικής συνεργασίας αποτελεσματικότερου χαρακτήρα αποκλείοντας κατηγορηματικά όμως το ενδεχόμενο δημιουργίας μόνιμου ευρωπαϊκού στρατού (αρχικά τουλάχιστον) και την αμφισβήτηση της κυρίαρχης θέσης του ΝΑΤΟ. Έτσι με βρετανική πρωτοβουλία τέθηκε προς συζήτηση το θέμα του ευρωστρατού και της ΚΕΠΠΑ.
Εκλογές | Ψήφοι | Ποσοστό | Έδρες | Αποτέλεσμα της εκλογής |
---|---|---|---|---|
1900 | 62.698 | 1.8% | 2 / 670 |
Νίκη των Συντηρητικών |
1906 | 321.663 | 5.7% | 29 / 670 |
Νίκη των Φιλελευθέρων |
1910 (Ιανουάριος) | 505.657 | 7.6% | 40 / 670 |
Μετέωρο κοινοβούλιο Κυβέρνηση μειοψηφίας Φιλελευθέρων |
1910 (Δεκέμβριος) | 371.802 | 7.1% | 42 / 670 |
Μετέωρο κοινοβούλιο Κυβέρνηση μειοψηφίας Φιλελευθέρων |
1918† | 2.245.777 | 21.5% | 57 / 707 |
Νίκη Συνασπισμού |
1922 | 4.076.665 | 29.7% | 142 / 615 |
Νίκη των Συντηρητικών |
1923 | 4.267.831 | 30.7% | 191 / 625 |
Μετέωρο κοινοβούλιο Kυβέρνηση μειοψηφίας Φιλελευθέρων |
1924 | 5.281.626 | 33.3% | 151 / 615 |
Νίκη των Συντηρητικών |
1929‡ | 8.048.968 | 37.1% | 287 / 615 |
Μετέωρο κοινοβούλιο Kυβέρνηση μειοψηφίας Εργατικών |
1931 | 6.339.306 | 30.8% | 52 / 615 |
Νίκη της Εθνικής Κυβέρνησης Κυβέρνηση ευρείας συνεργασίας |
1935 | 7.984.988 | 38.0% | 154 / 615 |
Νίκη της Εθνικής Κυβέρνησης Κυβέρνηση ευρείας συνεργασίας |
1945 | 11.967.746 | 49.7% | 393 / 640 |
Νίκη των Εργατικών |
1950 | 13.266.176 | 46.1% | 315 / 625 |
Νίκη των Εργατικών |
1951 | 13.948.883 | 48.8% | 295 / 625 |
Νίκη των Συντηρητικών |
1955 | 12.405.254 | 46.4% | 277 / 630 |
Νίκη των Συντηρητικών |
1959 | 12.216.172 | 43.8% | 258 / 630 |
Νίκη των Συντηρητικών |
1964 | 12.205.808 | 44.1% | 317 / 630 |
Νίκη των Εργατικών |
1966 | 13.096.629 | 48.0% | 364 / 630 |
Νίκη των Εργατικών |
1970 | 12.208.758 | 43.1% | 288 / 630 |
Νίκη των Συντηρητικών |
1974 (Φεβρουάριος) | 11.645.616 | 37.2% | 301 / 635 |
Μετέωρο κοινοβούλιο Kυβέρνηση μειοψηφίας Εργατικών |
1974 (Οκτώβριος) | 11.457.079 | 39.2% | 319 / 635 |
Νίκη των Εργατικών |
1979 | 11.532.218 | 36.9% | 269 / 635 |
Νίκη των Συντηρητικών |
1983 | 8.456.934 | 27.6% | 209 / 650 |
Νίκη των Συντηρητικών |
1987 | 10.029.807 | 30.8% | 229 / 650 |
Νίκη των Συντηρητικών |
1992 | 11.560.484 | 34.4% | 271 / 651 |
Νίκη των Συντηρητικών |
1997 | 13.518.167 | 43.2% | 419 / 659 |
Νίκη των Εργατικών |
2001 | 10.724.953 | 40.7% | 413 / 659 |
Νίκη των Εργατικών |
2005 | 9.562.122 | 35.3% | 356 / 646 |
Νίκη των Εργατικών |
2010 | 8.601.441 | 29.1% | 258 / 650 |
Μετέωρο κοινοβούλιο Κυβέρνηση συνεργασίας Συντηρητικών/Φιλελεύθερων Δημοκρατών |
2015 | 9.344.328 | 30.5% | 232 / 650 |
Νίκη των Συντηρητικών |
2017 | 12.874.985 | 40.0% | 262 / 650 |
Μετέωρο κοινοβούλιο Κυβέρνηση μειοψηφίας Συντηρητικών |
2019 | 10.269.076 | 32.2% | 202 / 650 |
Νίκη των Συντηρητικών |
2024 | 9.731.363 | 33.8% | 411 / 650 |
Νίκη των Εργατικών |
†Η πρώτη εκλογή που έλαβε χώρα μετά την ενεργοποίηση της Πράξης Εκπροσώπησης του Λαού (1918) σύμφωνα με τον οποίο όλοι οι άνδρες άνω των 21 ετών και οι περισσότερες γυναίκες άνω των 30 ετών μπορούσαν να ψηφίσουν, δημιουργώντας έτσι ένα πολύ μεγαλύτερο εκλογικό σώμα.
‡Η πρώτη εκλογή με καθολική ψηφοφορία στην οποία όλες οι γυναίκες άνω των 21 μπορούσαν να ψηφίσουν.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.