From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Μίλτον Φρίντμαν (Milton Friedman, 31 Ιουλίου 1912 – 16 Νοεμβρίου 2006), ήταν επιφανής νομπελίστας[19] Αμερικανός οικονομολόγος, στατιστικός και συγγραφέας που δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου για περισσότερο από τρεις δεκαετίες. Τιμήθηκε το 1976 με το Βραβείο Νόμπελ για τις Οικονομικές Επιστήμες και είναι γνωστός για την έρευνά του στην ανάλυση της συμπεριφοράς και τη νομισματική ιστορία και θεωρία, και για την πολυπλοκότητα της σταθεροποιητικής πολιτικής[20]. Ως ηγέτης της Οικονομικής Σχολής του Σικάγου και των μονεταριστών και υπέρμαχος του φιλελευθερισμού, επηρέασε πάρα πολύ τις ερευνητικές κατευθύνσεις του επαγγέλματος των οικονομολόγων. Στους ακαδημαϊκούς κύκλους ήταν γνωστός για την συνεισφορά του στην μακροοικονομία, οικονομική ιστορία και στατιστική. Στους ευρύτερους κύκλους ήταν γνωστός ως μεγάλος υπέρμαχος της οικονομικής και κοινωνικής ελευθερίας. Μια έρευνα μεταξύ των οικονομολόγων κατέταξε τον Φρίντμαν ως τον δεύτερο πιο δημοφιλή οικονομολόγο του εικοστού αιώνα, πίσω από τον Τζων Μέυναρντ Κέυνς[21], και ο Εκόνομιστ τον περιέγραψε ως τον οικονομολόγο με τη μεγαλύτερη επιρροή στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα – ενδεχομένως σε όλο τον 20ό αιώνα[22].
Οι αντιρρήσεις του Φρίντμαν κατά αυτού που αργότερα απεκάλεσε «αφελή Κεϋνσιανισμό» (σε αντίθεση με τον Νέο-Κεϋνσιανισμό)[23] ξεκίνησαν με την επανερμηνεία του, τη δεκαετία του 1950, της λειτουργίας της κατανάλωσης που τον ανέδειξε σε βασικό αντίπαλο των κεϋνσιανών κυβερνητικών πολιτικών[24]. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 περιέγραψε τη δική του προσέγγιση (μαζί με αυτήν των περισσότερων συστημικών οικονομολόγων) ως ποιούμενη χρήση της «κεϋνσιανής γλώσσας και μηχανισμού», αλλά απέρριπτε τα «αρχικά» της συμπεράσματα[25].
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 προώθησε μια εναλλακτική μακροοικονομική πολιτική που έγινε γνωστή ως «μονεταρισμός». Προέβαλε τη θεωρία ότι υπήρχε ένα «φυσικό» επίπεδο ανεργίας και υποστήριξε ότι τα κράτη δεν θα μπορούσαν να αυξήσουν την εργασία πάνω από αυτό το όριο, π.χ. με την αύξηση της συνολικής ζήτησης, παρά μόνο για όσο χρονικό διάστημα θα υπήρχε επιτάχυνση του πληθωρισμού[26]. Αργότερα μάλιστα υποστήριξε ότι η αγορά θα προσαρμοστεί ακόμα και στην επιτάχυνση και θα απαιτείται θετική 3η, ίσως και 4η, παράγωγος προκειμένου να διατηρηθεί το επίπεδο της απασχόλησης. Ουσιαστικά υποστήριξε ότι η καμπύλη Φίλλιπς είναι μακροπρόθεσμα σταθερή και κατακόρυφη και προέβλεψε το φαινόμενο που έμελλε να γίνει γνωστό ως στασιμοπληθωρισμός[27] . Παρ’ όλο που ήταν αντίθετος στην ύπαρξη του συστήματος της Ομοσπονδιακής (Κεντρικής) Τράπεζας, ο Φρίντμαν υποστήριξε ότι, δεδομένης της ύπαρξής της, μια σταθερή, μικρή επέκταση της προσφοράς χρήματος θα ήταν η μόνη σοφή πολιτική[28].
Ο Φρίντμαν ήταν οικονομικός σύμβουλος του ρεπουμπλικανού Προέδρου των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέηγκαν. Η πολιτική του φιλοσοφία τόνιζε τα πλεονεκτήματα ενός οικονομικού συστήματος ελεύθερης αγοράς με ελάχιστη παρέμβαση. Κάποτε δήλωσε ότι ο ρόλος του στην κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας στις ΗΠΑ ήταν το επίτευγμά του, για το οποίο ήταν περισσότερο υπερήφανος και η υποστήριξή του για τη σχολική επιλογή τον οδήγησε να συστήσει το Ίδρυμα Φρίντμαν για τη Σχολική Επιλογή. Στο βιβλίο του που εκδόθηκε το 1962, «Καπιταλισμός και Ελευθερία», ο Φρίντμαν υποστήριξε πολιτικές όπως ένας εθελοντικός στρατός, ισοτιμίες συναλλάγματος που καθορίζονται ελεύθερα, κατάργηση των ιατρικών αδειών, αρνητικό φόρο εισοδήματος και σχολικά κουπόνια[29]. Οι ιδέες του για τη νομισματική πολιτική, τη φορολογία, τις ιδιωτικοποιήσεις και την απορρύθμιση επηρέασαν κυβερνητικές πολιτικές, ιδίως κατά τη δεκαετία του 1980. Η νομισματική του θεωρία επηρέασε την αντίδραση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας στην παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007-2008[30]. Στον τομέα της στατιστικής, ο Φρίντμαν ανέπτυξε τη μέθοδο ανάλυσης της δειγματοληψίας στις ακολουθίες.
Στα έργα του Μίλτον Φρίντμαν περιλαμβάνονται πολλές μονογραφίες, βιβλία, επιστημονικά άρθρα, μελέτες, στήλες σε περιοδικά, τηλεοπτικά προγράμματα, βίντεο και διαλέξεις και καλύπτουν μία ευρεία γκάμα από θέματα σχετικά με τη μακροοικονομική, τη μικροοικονομική, την οικονομική ιστορία και ζητήματα δημόσιας πολιτικής. Τα βιβλία και τα δοκίμιά του έχουν διαβασθεί πολύ και είχαν διεθνή επιρροή, μεταξύ άλλων και σε πρώην κομμουνιστικά κράτη[31][32][33][34].
Ο Φρίντμαν γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Γονείς του ήταν ο Ιένο Σαούλ Φρίντμαν και η Σάρα Έτελ (το γένος Λάνταου)[35], Εβραίοι μετανάστες από το Μπέρεγκσας της Ρουθηνίας στο Βασίλειο της Ουγγαρίας (το σημερινό Μπερέχοβε της Ουκρανίας). Και οι δύο γονείς του εργάζονταν ως έμποροι ρούχων και υφασμάτων. Λίγο καιρό μετά τη γέννηση του Μίλτον, η οικογένεια μετακόμισε στο Ρόουεϊ του Νιού Τζέρσεϊ. Ως έφηβος, ο Φρίντμαν τραυματίστηκε σε τροχαίο ατύχημα, γεγονός που του άφησε και σημάδι στο άνω χείλος[36]. Υπήρξε προικισμένος μαθητής, και ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο δημόσιο σχολείο του Ρόουεϊ το 1928, λίγο πριν συμπληρώσει την ηλικία των 16 ετών[37][38].
Ο Φρίντμαν αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο Ράτγκερς το 1932, όπου εξειδικεύτηκε στα Μαθηματικά και τα Οικονομικά, σκοπεύοντας αρχικά να ακολουθήσει καριέρα αναλογιστή. Κατά τη φοίτησή του στο Ράτγκερς, ο Φρίντμαν επηρεάστηκε από δύο καθηγητές οικονομικών, τους Άρθουρ Φ. Μπερνς και Χόμερ Τζόουνς. Αυτοί τον έπεισαν ότι η σύγχρονη οικονομική επιστήμη θα μπορούσε να βοηθήσει στον τερματισμό της «Μεγάλης Ύφεσης».
Στον Φρίντμαν προσφέρθηκαν δύο υποτροφίες για μεταπτυχιακές σπουδές μετά την αποφοίτησή του από το Ράτγκερς – μία στα μαθηματικά από το πανεπιστήμιο Μπράουν, και μία στα οικονομικά από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου[39]. Διάλεξε τη δεύτερη, ολοκληρώνοντας το Μάστερ του το 1933. Επηρεάστηκε έντονα από τους Τζέηκομπ Βάινερ, Φρανκ Νάιτ και Χένρυ Σίμονς. Επιπλέον, στο Σικάγο γνώρισε και τη μέλλουσα σύζυγό του, την οικονομολόγο Ρόουζ Ντιρέκτορ. Το ακαδημαϊκό έτος 1933-1934 σπούδασε στατιστική με μεταπτυχιακή υποτροφία στο πανεπιστήμιο Κολούμπια, κοντά στον περίφημο στατιστικολόγο και οικονομολόγο Χάρολντ Χόουτελινγκ. Επέστρεψε στο Σικάγο το επόμενο ακαδημαϊκό έτος (1934-1935), όπου και εργάστηκε ως βοηθός ερευνητής υπό τον Χένρυ Σουλτς, ο οποίος τότε εργαζόταν πάνω στη Θεωρία και Μέτρηση της Ζήτησης. Τη χρονιά εκείνη, ο Φρίντμαν απέκτησε φιλικές σχέσεις με τους Τζωρτζ Στίγκλερ και Γ. Άλεν Γουάλις. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, οι φιλίες αυτές θα κρατούσαν για το υπόλοιπο της ζωής των τριών ανδρών[40].
Στην αρχή της καριέρας του, ο Φρίντμαν δεν μπορούσε να βρει ακαδημαϊκή εργασία, οπότε το 1935 ακολούθησε τον φίλο του Γ. Άλεν Γουάλις στην Ουάσινγκτον, όπου το New Deal του Φραγκλίνου Ρούζβελτ ήταν «σωτήριο» για πολλούς νέους οικονομολόγους[41]. Σε αυτό το στάδιο, ο Φρίντμαν είπε πως αυτός και η γυναίκα του «θεωρούσαν πως τα προγράμματα δημιουργίας θέσεων εργασίας, όπως το Works Proggress Administration (WPA), το Civilian Conservation Corps (CCC) και το Public Works Administration (PWA), ως σωστή αντίδραση για την κρίσιμη κατάσταση», αλλά «μέτρα όπως η ρύθμιση των τιμών και μισθών από την National Recovery Administration και την Agricultural Adjustment Act όχι»[42]. Προοικονομώντας τις μετέπειτα ιδέες του, πίστευε πως οι έλεγχοι των τιμών διατάρασσαν έναν πολύ σημαντικό μηχανισμό ρύθμισης που βοηθούσε στην σωστή κατανομή των πόρων. Όντως, ο Φρίντμαν αργότερα δήλωσε πως όλη η κρατική παρέμβαση σχετικά με το New Deal ήταν «λάθος θεραπεία για λάθος ασθένεια», διότι απλά θα έπρεπε η προσφορά χρήματος να αυξηθεί αντί να μειωθεί[43].
Στην έκδοση του βιβλίου «Νομισματική Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, 1867–1960» (A Monetary History of the United States, 1867–1960) ο Φρίντμαν και η Άννα Σβαρτς εκφράζουν την άποψη πως η Μεγάλη Ύφεση δημιουργήθηκε από την νομισματική συρρίκνωση, η οποία ήταν αποτέλεσμα της ελλιπούς πολιτικής που ακολούθησε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα και των συνεχών κρίσεων του τραπεζικού συστήματος[44].
Κατά το 1935, άρχισε να εργάζεται για την Επιτροπή Εθνικών Πόρων (National Resources Committee), η οποία διεξήγαγε τότε μια έρευνα σχετικά με την μεγάλη καταναλωτική δαπάνη. Ιδέες από αυτήν την έρευνα προσαρτήθηκαν στην θεωρία του «Θεωρία της Καταναλωτικής λειτουργίας» (Theory of the Consumption Function). Ο Φρίντμαν ξεκίνησε να εργάζεται στο Εθνικό Κέντρο Οικονομικής Έρευνας (National Bureau of Economic Research) κατά την διάρκεια του φθινοπώρου του 1937 και βοήθησε τον Σάιμον Κούζνετς στο έργο του για το επαγγελματικό εισόδημα. Αυτή η δουλειά κατέληξε στην κοινή τους μελέτη «Εισόδημα από την Ελεύθερη Επαγγελματική Απασχόληση» (Incomes from Independent Professional Practice), η οποία εισήγαγε την ιδέα του μόνιμου και μεταβαλλόμενου εισοδήματος, ενός σημαντικού στοιχείου της «Υπόθεσης του Μόνιμου Εισοδήματος» που ο Φρίντμαν ανέλυσε σε βάθος την δεκαετία του '50. Το βιβλίο υποθέτει πως η πολιτική της επαγγελματικής αδειοδότησης περιορίζει τεχνητά την προσφορά υπηρεσιών και αυξάνει τις τιμές.
Κατά την διάρκεια του 1940, ο Φρίντμαν διορίσθηκε ως βοηθός καθηγητή διδάσκοντας οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν-Μάντισον, αλλά αντιμετώπισε αντισημιτικά περιστατικά στο Τμήμα Οικονομικών και αποφάσισε να επιστρέψει στην κρατική υπηρεσία[45][46]. Από το 1941 ως το 1943 εργάστηκε πάνω στην πολιτική της φορολόγησης της περιόδου του πολέμου για την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, ως σύμβουλος ανώτατων αξιωματούχων του Θησαυροφυλακίου των ΗΠΑ (United States Department of the Treasury). Ως εκπρόσωπος τύπου του Θησαυροφυλακίου το 1942 υποστήριξε μια Κεϋνσιανική πολιτική φορολόγησης. Βοήθησε στη δημιουργία του συστήματος παρακράτησης φόρου από την μισθοδοσία, αφού η ομοσπονδιακή κυβέρνηση χρειαζόταν χρήματα άμεσα για την χρηματοδότηση του πολέμου[47]. Αργότερα δήλωσε πως «δεν έχω καθόλου τύψεις για αυτό, αλλά πραγματικά εύχομαι να μην το είχαμε βρει αναγκαίο και να υπήρχε κάποιος τρόπος να καταργήσουμε την παρακράτηση τώρα[48].
Στην αυτοβιογραφία του σχολιάζει ότι ήταν πλήρως κεϋνσιανός εκείνη την εποχή. Έως το 2006 όμως φαίνεται να άλλαξε γνώμη καθώς είπε: «Ξέρετε, είναι μυστήριο γιατί μερικοί νομίζουν ότι οι πολιτικές του Ρούζβελτ μάς έβγαλαν από την Κρίση. Το πρόβλημα ήταν ότι είχαμε αχρησιμοποίητες μηχανές και ανθρώπους. Πώς τους φέρνεις μαζί δημιουργώντας βιομηχανικά καρτέλ και διατηρώντας τις τιμές και τους μισθούς ψηλά;»
Το 1940, ο Φρίντμαν αποδέχθηκε μία θέση στο Πανεπιστήμιο του Wisconsin–Madison, αλλά αποχώρησε επειδή διαφώνησε με το σώμα των καθηγητών στο θέμα της ανάμιξης των ΗΠΑ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Φρίντμαν πίστευε πως οι ΗΠΑ έπρεπε να αναμιχθούν στον πόλεμο[49]. Το 1943, ο Friedman εντάχθηκε στο Τμήμα Πολεμικής Έρευνας του Πανεπιστημίου Κολούμπια (με επικεφαλής τους W. Allen Wallis και Harold Hotelling), όπου και πέρασε το υπόλοιπο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, εργαζόμενος σε θέματα μαθηματικής στατιστικής με εφαρμογή στο σχεδιασμό όπλων, τη στρατιωτική τακτική και σε μεταλλουργικά πειράματα[49][50].
Έως τα τέλη του '40, ασχολήθηκε κυρίως με στατιστικά θέματα στην έρευνά του, όπως φαίνεται στη μελέτη του «Εισοδήματα από την αυτόνομη άσκηση επαγγέλματος» (Income from Independent Professional Practice), την οποία συνέγραψε μαζί με τον Σίμον Κούζνετς ως το 1940 και την υπέβαλε ως διδακτορική διατριβή το 1945. Το πανεπιστήμιο του απένειμε τον τίτλο του Διδάκτορα το 1946. Ο Φρίντμαν πέρασε το ακαδημαϊκό έτος 1945–1946 διδάσκοντας στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα (όπου εργαζόταν ο φίλος του, George Stigler). Στις 12 Φεβρουαρίου 1945, γεννήθηκε ο γιος του, Ντέιβιντ.
Το 1946, ο Φρίντμαν αποδέχτηκε την πρόταση να διδάξει οικονομική θεωρία στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου (θέση η οποία άνοιξε λόγω της μετάβασης του πρώην καθηγητή του Jacob Viner στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον). Ο Φρίντμαν εργάστηκε στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου για τα επόμενα 30 έτη. Εκεί συνεισέφερε στην δημιουργία μιάς επιστημονικής κοινότητας από την οποία προέκυψε ένας αριθμός κατόχων βραβείου Νόμπελ, η οποία έγινε γνωστή ως «Σχολή του Σικάγου» (Chicago School). Η Σχολή του Σικάγου χαρακτηριζόταν από την απόλυτη εμπιστοσύνη στην ικανότητα αυτορρύθμισης της αγοράς και τη δυσπιστία σε κάθε μορφής κρατικό παρεμβατισμό, είχε δε μεγάλη επιρροή στα οικονομικά και στο Δίκαιο Κατά των Περιορισμών του Ανταγωνισμού.
Την ίδια εποχή, ο Arthur F. Burns, ο οποίος τότε ήταν επικεφαλής του Εθνικού Γραφείου Οικονομικής Έρευνας, ζήτησε από τον Φρίντμαν να επιστρέψει σε αυτό. Αποδέχθηκε την προσφορά και ανέλαβε την ευθύνη της έρευνας του Γραφείου επί του ρόλου των χρημάτων στον κύκλο των επιχειρήσεων. Ως αποτέλεσμα ξεκίνησε το «Εργαστήριο Χρημάτων και Τραπεζικής» (το «Εργαστήριο του Σικάγου») το οποίο προώθησε την αναβίωση των νομισματικών μελετών. Κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940, ο Φρίντμαν ξεκίνησε μια συνεργασία με την Άννα Σβαρτς, ιστορικό της οικονομίας στο Γραφείο, η οποία οδήγησε στην δημοσίευση το 1963 ενός βιβλίου το οποίο έγραψαν από κοινού, τη «Νομισματική Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, 1867–1960» (A Monetary History of the United States, 1867–1960).
Ο Φρίντμαν πέρασε το ακαδημαϊκό έτος 1954–1955 ως υπότροφος Fulbright στο Κολέγιο Gonville and Caius College του Πανεπιστημίου Κέμπριτζ. Την εποχή εκείνη οι καθηγητές οικονομικών του Κέμπριτζ χωρίζονταν σε μία Κεϋνσιανή πλειοψηφία (η οποία περιελάμβανε και τους Joan Robinson και Richard Kahn) και μία αντί-Κεϋνσιανή μειοψηφία (με επικεφαλής τον Dennis Robertson). Ο Φρίντμαν είκαζε ότι έλαβε την υποτροφία επειδή καμία από τις δύο αυτές ομάδες δεν αποδεχόταν τις απόψεις του. Αργότερα, οι εβδομαδιαίες στήλες του στο περιοδικό Newsweek (1966–84) διαβάζονταν από πολλούς και επηρέαζαν όλο και περισσότερους πολιτικούς και επιχειρηματίες[51]. Μεταξύ του 1968 και του 1978, αυτός και ο Paul Samuelson συμμετείχαν στη Σειρά Οικονομικών Κασσετών, μια σειρά που εκδιδόταν δύο φορές την εβδομάδα και στις οποίες ο οικονομολόγος συζητούσε τα επίκαιρα θέματα των ημερών για περίπου ένα ημίωρο[52][53].
Ο Φρίντμαν ήταν οικονομικός σύμβουλος του ρεπουμπλικανού υποψηφίου για την προεδρία των ΗΠΑ Barry Goldwater το 1964.
Ο Φρίντμαν κέρδισε το 1976 το Βραβείο Νόμπελ Οικονομικών Επιστημών, ως ο μοναδικός αποδέκτης τη χρονιά εκείνη, «για τα επιτεύγματά του στα πεδία της ανάλυσης της κατανάλωσης, τη νομισματική ιστορία και θεωρία και για το ότι απέδειξε την πολυπλοκότητα των πολιτικών σταθεροποίησης»[20].
Το 1977, σε ηλικία 65 ετών, ο Φρίντμαν αποσύρθηκε από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου μετά από 30 χρόνια διδασκαλίας. Αυτός και η σύζυγός του μετακόμισαν στο Σαν Φρανσίσκο, όπου έγινε Επισκέπτης Μελετητής στην Federal Reserve Bank. Από το 1977, ήταν συνδεδεμένος με το Ίδρυμα Hoover στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ. Κατά το ίδιο έτος, ο Φρίντμαν είχε προσεγγιστεί από το δίκτυο Free To Choose και του ζητήθηκε να δημιουργήσει ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα όπου θα παρουσιάζει την οικονομική και κοινωνική του φιλοσοφία.
Ο Φρίντμαν και η σύζυγός του εργάστηκαν για αυτό το έργο τα τρία επόμενα χρόνια, και κατά τη διάρκεια του 1980, η σειρά των δέκα επεισοδίων, με τίτλο «Free To Choose» μεταδόθηκε από την Υπηρεσία Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης (PBS). Το βιβλίο που συνόδευσε τη σειρά (που συγγράφτηκε από τον Μίλτον και τη σύζυγό του, Ρόουζ), επίσης με τίτλο «Free To Choose», ήταν την ίδια χρονιά μέσα στα ευπώλητα βιβλία πεζού λόγου και από το 1980 και έκτοτε έχει μεταφραστεί σε 14 ξένες γλώσσες.
Ο Φρίντμαν υπηρέτησε ως ανεπίσημος σύμβουλος του Ρόναλντ Ρέηγκαν κατά τη διάρκεια προεδρικής εκστρατείας του 1980, και στη συνέχεια υπηρέτησε στην Επιτροπή Συμβούλων Οικονομικής Πολιτικής του Προέδρου για όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης Ρέηγκαν. Το 1988 τιμήθηκε με το Εθνικό Μετάλλιο Επιστημών και ο πρόεδρος Ρέηγκαν τον τίμησε με το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας. Ο Μίλτον Φρίντμαν είναι τώρα γνωστός ως ένας από τους πιο σημαντικούς οικονομολόγους του 20ου αιώνα[54][55]. Καθ 'όλη τη δεκαετία του 1980 και του 1990, ο Φρίντμαν συνέχισε να γράφει άρθρα και να εμφανίζεται στην τηλεόραση. Έκανε αρκετές επισκέψεις στην Ανατολική Ευρώπη και την Κίνα, όπου επίσης συμβούλευε τις κυβερνήσεις τους. Ήταν, επίσης, για πολλά χρόνια διαχειριστής του οργανισμού Philadelphia Society[56][57][58].
Σύμφωνα με ένα άρθρο του 2007 στο περιοδικό Commentary, «οι γονείς του ήταν μετριοπαθείς [Εβραίοι], αλλά ο Φρίντμαν, μετά από μια έκρηξη πίστης στην παιδική του ηλικία, απέρριψε τη θρησκεία συνολικά»[59]. Αυτοχαρακτηριζόταν ως αγνωστικιστής[60].
Ο Φρίντμαν έγραψε εκτενώς για τη ζωή και τις εμπειρίες του, κυρίως το 1998 στα απομνημονεύματα με τη σύζυγό του, Ρόουζ, με τον τίτλο Two Lucky People. Πέθανε από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 94 ετών, στις 16 Νοεμβρίου 2006, στο Σαν Φρανσίσκο[61]. Άφησε πίσω του τη γυναίκα του, η οποία πέθανε στις 18 Αυγούστου 2009 και τα δυο παιδιά του, τον Ντέιβιντ, αναρχοκαπιταλιστή οικονομολόγο, και την Ζανέτ. Ο γιος του Ντέιβιντ, Πάτρι, ήταν εκτελεστικός διευθυντής του Ινστιτούτου Seasteading μεταξύ των ετών 2008 και 2011[62].
Ο Φρίντμαν ήταν περισσότερο γνωστός για το ότι αναβίωσε το ενδιαφέρον για την προσφορά χρήματος ως καθοριστικό παράγοντα της ονομαστικής αξίας της παραγωγής, δηλαδή, την ποσοτική θεωρία του χρήματος. Μονεταρισμός είναι το σύνολο των απόψεων που σχετίζονται με τη σύγχρονη ποσοτική θεωρία. Η προέλευσή του μπορεί να ανιχνευθεί πίσω στον 16ο αιώνα και την σχολή της Σαλαμάνκα ή και ακόμη παλαιότερα. Ωστόσο, η συνεισφορά του Φρίντμαν είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για τη σύγχρονη διάδοσή του. Συνέγραψε, μαζί με την Άννα Σβαρτς, την «Νομισματική Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών, 1867-1960» (1963), η οποία ήταν μια έρευνα του ρόλου της προσφοράς χρήματος και της οικονομικής δραστηριότητας στην ιστορία των ΗΠΑ. Ένα εντυπωσιακό συμπέρασμα της έρευνάς τους αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο οι διακυμάνσεις στην προσφορά χρήματος συμβάλλουν στις οικονομικές διακυμάνσεις. Αρκετές μελέτες στατιστικών παλινδρομήσεων μαζί με τον Ντέιβιντ Μάισελμαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 πρότειναν την προτεραιότητα της προσφοράς χρήματος έναντι των επενδύσεων και των κρατικών δαπανών στον προσδιορισμό της κατανάλωσης και της παραγωγής. Αυτές αμφισβήτησαν την επικρατούσα, αλλά σε μεγάλο βαθμό ανεπαλήθευτη άποψη για τη σχετική τους σημασία. Η εμπειρική έρευνα του Φρίντμαν και κάποια θεωρία υποστήριξαν το συμπέρασμα ότι η βραχυπρόθεσμη επίδραση μιας αλλαγής στην προσφορά χρήματος ήταν κυρίως στην παραγωγή, αλλά ότι η μακροπρόθεσμη επίδραση ήταν κυρίως στο επίπεδο των τιμών.
Ο Φρίντμαν υπήρξε ο κύριος υπερασπιστής της μονεταριστικής οικονομικής σχολής. Υποστήριζε ότι υπάρχει μια στενή και σταθερή σχέση μεταξύ του πληθωρισμού των τιμών και της προσφοράς χρήματος, κυρίως ότι ο πληθωρισμός των τιμών θα πρέπει να ρυθμίζεται μέσω νομισματικού αποπληθωρισμού ενώ ο αποπληθωρισμός των τιμών μέσω νομισματικού πληθωρισμού. Είναι διάσημος για το χαριτολόγημα ότι ο αποπληθωρισμός των τιμών μπορεί να καταπολεμηθεί με το «πέταγμα χρημάτων από ένα ελικόπτερο»[63].
Τα επιχειρήματα του Φρίντμαν είχαν σχεδιαστεί για την αντιμετώπιση δημοφιλών ισχυρισμών ότι ο πληθωρισμός των τιμών εκείνης της εποχής ήταν αποτέλεσμα αυξήσεων της τιμής του πετρελαίου, ή αυξήσεων σε μισθούς. Όπως έγραψε:
Ο πληθωρισμός είναι πάντα και παντού ένα νομισματικό φαινόμενο
— Μίλτον Φρίντμαν, 1963[64]
Ο Φρίντμαν απέρριψε τη χρήση της δημοσιονομικής πολιτικής ως εργαλείο διαχείρισης της ζήτησης και υποστήριξε ότι ο ρόλος της κυβέρνησης στην καθοδήγηση της οικονομίας θα πρέπει να περιοριστεί δραστικά. Έγραψε εκτενώς για τη Μεγάλη Ύφεση, την οποία ονόμασε ως Μεγάλη Συστολή, υποστηρίζοντας ότι είχε προκληθεί από ένα φυσιολογικό οικονομικό σοκ του οποίου η διάρκεια και σοβαρότητα αυξήθηκαν σημαντικά από την επακόλουθη συρρίκνωση της προσφοράς χρήματος που προκλήθηκε από τις άστοχες πολιτικές των διευθυντών της Ομοσπονδιακής Τράπεζας.
Η ομοσπονδιακή τράπεζα ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για την μετατροπή μιας, συνηθισμένου τύπου ύφεσης, έστω και κάπως σοβαρής έντασης, σε γενικευμένη καταστροφή. Αντί να χρησιμοποιήσει τις δυνατότητές της ώστε να αντισταθμίσει την οικονομική δυσπραγία, επέλεξε να μειώσει την κυκλοφορία του χρήματος κατά ένα τρίτο από το 1929 ως το 1933... μακριά από το να είναι μια αποτυχία της ελεύθερης αγοράς, η ύφεση ήταν μια τραγική αποτυχία της κυβέρνησης
— Μίλτον Φρίντμαν, Two Lucky People, 233[65]
Ο Φρίντμαν υποστήριξε τον τερματισμό της κρατικής παρέμβασης στις αγορές συναλλάγματος, δίνοντας έτσι το έναυσμα για την συγγραφή μιας γιγάντιας βιβλιογραφίας γύρω από το θέμα, καθώς και προώθησε την πρακτική της ελεύθερης διακύμανσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ο στενός φίλος του, Τζωρτζ Στίγκλερ, εξηγεί: «Όπως συνηθίζεται στην επιστήμη, δεν πέτυχε ολοκληρωτική νίκη, και ένας λόγος ήταν ότι η έρευνα οδηγούνταν κατά μήκος διαφορετικών γραμμών από τη θεωρία των ορθολογικών προσδοκιών, μια νεότερη προσέγγιση που αναπτύχθηκε από τον Ρόμπερτ Λούκας, επίσης στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου.[66]
Ο Φρίντμαν ήταν επίσης γνωστός για την δουλειά του στην λειτουργία της κατανάλωσης και την υπόθεση του μόνιμου εισοδήματος, την οποία ο ίδιος αναφέρει ως την καλύτερη επιστημονική του εργασία[67]. Σε αυτή αμφισβητείται ότι οι ορθολογικοί καταναλωτές θα ξόδευαν ένα ποσό ανάλογο προς αυτό που αντιλαμβάνονται ως μόνιμο εισόδημά τους. Έκτακτα κέρδη κατά κύριο λόγο θα αποταμιεύονταν. Αντίστοιχα και οι φορολογικές ελαφρύνσεις, καθώς οι ορθολογικοί καταναλωτές θα προεξοφλούσαν μελλοντικές φορολογικές αυξήσεις για την ισοσκέλιση των δημοσίων εσόδων. Άλλες σημαντικές συνεισφορές περιλαμβάνουν την κριτική του στην καμπύλη Φίλιπς και στη θεωρία του φυσικού ποσοστού ανεργίας (1968). Αυτή η κριτική συνέδεσε το όνομα του, μαζί με αυτό του Έντμουντ Φελπς, με την επίγνωση ότι οι πληθωριστικές πολιτικές δεν μπορούν μόνιμα να μειώσουν την ανεργία. Μπορεί η ανεργία προσωρινά να υποχωρήσει αν ο πληθωρισμός δεν είναι δομικός, αλλά μακροπρόθεσμα το επίπεδο της απασχόλησης θα καθοριστεί από τις τριβές και τις ατέλειες της αγοράς εργασίας.
Το δοκίμιο του Φρίντμαν «Η Μεθοδολογία των Θετικών Οικονομικών» (The Methodology of Positive Economics, 1953) προσέφερε το επιστημολογικό πλαίσιο για τις δικές του κατοπινές έρευνες και σε κάποιο βαθμό και σε αυτές της Σχολής του Σικάγου. Σε αυτό υποστήριξε πως η οικονομική ως επιστήμη θα πρέπει να είναι απαλλαγμένη από αξιολογικές κρίσεις για να είναι αντικειμενική. Επιπλέον, μια χρήσιμη οικονομική θεωρία θα πρέπει να κρίνεται όχι από την περιγραφικό της ρεαλισμό αλλά από την απλότητα και την αποτελεσματικότητά της ως μηχανισμός πρόβλεψης. Αυτό σημαίνει ότι οι μελετητές οφείλουν να μετρούν την ακρίβεια των προβλέψεών της, αντί την «ορθότητα των συμπερασμάτων» της. Το επιχείρημά του αυτό ήταν μέρος ενός ατέρμονου διαλόγου ανάμεσα σε στατιστικολόγους όπως οι Τζερζι Νόιμαν, Λέοναρντ Σαβατζ και Ρόναλντ Φίσερ[68].
Μια από τις διασημότερες συνεισφορές του στην στατιστική είναι η διαδοχική δειγματοληψία. Ο Φρίντμαν έκανε στατιστική εργασία στο τμήμα Πολεμικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Ο ίδιος κι οι συνεργάτες του επινόησαν μια δειγματοληπτική τεχνική, η οποία έμελλε να καταστεί, σύμφωνα με το The New Palgrave Dictionary of Economics, «η τυπική ανάλυση της επιθεώρησης ποιοτικού ελέγχου». Το ίδιο λεξικό προσθέτει: «Όπως με πολλές από τις συνεισφορές του Φρίντμαν, εκ των υστέρων μοιάζει εξαιρετικά απλό και προφανές το να εφαρμόσεις βασικές οικονομικές ιδέες στον ποιοτικό έλεγχο, αυτό όμως είναι ένα δείγμα της ιδιοφυΐας του[69]».
Ο Φρίντμαν πίστευε πως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έπρεπε να καταργηθεί[70], αλλά αν η ροή του χρήματος έπρεπε να ελέγχεται κεντρικά (όπως συμβαίνει με το σύστημα της Ομοσπονδιακής Τράπεζας) ο προτιμότερος τρόπος για να γίνεται αυτό θα ήταν μέσω ενός μηχανικού συστήματος το οποίο θα αύξανε την ποσότητα του χρήματος με σταθερή ροή. Εν τούτοις, αντί για την ανάμιξη της κυβέρνησης στα πάντα, ήταν ανοικτός σε ένα μη–κυβερνητικό πρότυπο βασιζόμενο πραγματικά στον χρυσό, όπου το χρήμα θα παράγεται από την ιδιωτική αγορά: «Ένα πρότυπο βασιζόμενο πραγματικά στον χρυσό είναι πλήρως συμβατό με τις (κλασικές) φιλελεύθερες αρχές και εγώ είμαι απολύτως υπέρ εκείνων των μέτρων που θα προάγουν την ανάπτυξή του». Παρ’ όλα αυτά πρόσθεσε την ακόλουθη προειδοποίηση, «Επιτρέψτε μου να τονίσω ότι αυτή η επισήμανση δεν αποτελεί έκκληση για την επιστροφή σε ένα πρότυπο χρυσού... Θεωρώ ότι η επιστροφή στο πρότυπο χρυσού δεν είναι ούτε επιθυμητή, ούτε εφικτή – με μόνη εξαίρεση ότι μπορεί να καταστεί εφικτή μόνο αν οι καταστροφικές προβλέψεις περί υπερπληθωρισμού υπό το ισχύον σύστημα αποδειχθούν ορθές»[71]. Είπε ότι ο λόγος για τον οποίο κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό οφείλεται στο ότι «δεν υπάρχει καμία κυβέρνηση στον κόσμο η οποία θα ήθελε να παραδώσει τον έλεγχο της εσωτερικής νομισματικής της πολιτικής». Παρ’ όλα αυτά, αυτό θα μπορούσε να γίνει αν «μπορούσε να δημιουργηθεί ένας κόσμος στον οποίο ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης θα αντιστοιχούσε στο 10% του εθνικού εισοδήματος, στον οποίο η οικονομία laissez-faire θα κυριαρχούσε, στον οποίοι οι κυβερνήσεις δεν θα αναμιγνύονταν με τις οικονομικές δραστηριότητες και στον οποίο οι πολιτικές απασχόλησης θα είχαν πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων...[71]».
Θεωρείται ότι ο Φρίντμαν έβλεπε με συμπάθεια την ελεύθερη τραπεζική[72].
Ήταν επικριτικός όσον αφορά στην επιρροή της Ομοσπονδιακής Τράπεζας στο επάγγελμα του οικονομολόγου. Σε επιστολή του, το 1993, προς τον καθηγητή οικονομικών του Πανεπιστημίου του Τέξας και πρώην ερευνητή της Επιτροπής Οικονομικών Υπηρεσιών της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ, Robert Auerbach, ο Φρίντμαν έγραφε:
Δεν μπορώ να διαφωνήσω μαζί σας ως προς το ότι να διαθέτει κανείς περί τους 500 οικονομολόγους δεν είναι καθόλου υγιές. Όπως αναφέρετε, δεν συμβάλλει στην ανεξάρτητη και αντικειμενική έρευνα. Εσείς και εγώ γνωρίζουμε ότι το υλικό το οποίο εκδόθηκε έχει λογοκριθεί. Εξίσου σημαντικό είναι και το ότι η θέση των οικονομολόγων στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα επέδρασε στο είδος της έρευνας την οποία διεξάγουν, κατευθύνοντάς την προς μη αμφιλεγόμενες τεχνικές δημοσιεύσεις επί των μεθόδων, εν αντιθέσει με ουσιαστικές δημοσιεύσεις επί των πολιτικών και των αποτελεσμάτων[73].
Σε άρθρο του που δημοσίευσε το 1955 με τίτλο «Ο ρόλος του κράτους στην εκπαίδευση» ο Φρίντμαν πρότεινε ένα συμπληρωματικό σύστημα προς τα σχολεία που λειτουργούνται από το κράτος με σχολεία που λειτουργούνται από ιδιώτες, αλλά χρηματοδοτούνται από το κράτος διαμέσου ενός συστήματος σχολικών κουπονιών[74]. Μεταρρυθμίσεις παρόμοιες με αυτές που είχαν προταθεί στο άρθρο εφαρμόσθηκαν, για παράδειγμα, στη Χιλή το 1981 και στη Σουηδία το 1992[75]. Το 1996 ο Φρίντμαν, μαζί με τη σύζυγό του, συνέστησαν το Ίδρυμα για τη Σχολική Επιλογή, για να υποστηρίξουν τη σχολική επιλογή και τα κουπόνια.
Ο Φρίντμαν ήταν βασικός υποστηρικτής ενός εθελοντικού στρατού, δηλώνοντας ότι η υποχρεωτική στράτευση δεν ήταν συμβατή με μια ελεύθερη κοινωνία[76][77]. Στο έργο του «Καπιταλισμός και Ελευθερία» υποστήριξε ότι η υποχρεωτική στρατολόγηση είναι άνιση και αυθαίρετη και εμποδίζει τους νέους άνδρες να διαμορφώσουν τη ζωή τους όπως θέλουν[78]. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας Νίξον ήταν επικεφαλής της επιτροπής που είχε αποστολή να ερευνήσει τη μετατροπή σε ένα σώμα ενόπλων δυνάμεων αποτελούμενο από εθελοντές/ επαγγελματίες. Αργότερα δήλωνε ότι ο ρόλος του στην κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας στις Ηνωμένες Πολιτείες ήταν το επίτευγμα, για το οποίο ήταν πιο υπερήφανος[28]. Ο Φρίντμαν πίστευε, ωστόσο, ότι ένα κράτος μπορούσε να υποχρεώσει τους πολίτες του σε στρατιωτική εκπαίδευση, ώστε να είναι έφεδροι για την περίπτωση πολέμου[78].
Ο βιογράφος Λάρυ Έμπενσταϊν παρατήρησε μια στροφή, προϊόντος του χρόνου, στις απόψεις του Φρίντμαν από την υποστήριξη μιας περισσότερο επεμβατικής προς μια πιο προσεκτική εξωτερική πολιτική[79]. Υποστήριξε την ανάμειξη των ΗΠΑ στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και αρχικά υποστήριξε μια σκληρή γραμμή κατά του κομμουνισμού, αλλά η στάση του μετριάσθηκε, όσο περνούσε ο χρόνος[79]. Αντιτάχθηκε στον Πόλεμο του Κόλπου και τον Πόλεμο του Ιράκ[79]. Σε μια συνέντευξή του, την Άνοιξη του 2006, ο Φρίντμαν είπε ότι το κύρος των ΗΠΑ στον κόσμο είχε πληγεί από τον πόλεμο του Ιράκ, αλλά ότι θα μπορούσε να ανακτηθεί, εάν το Ιράκ κατέληγε να γίνει ένα ειρηνικό ανεξάρτητο κράτος[80].
Ο Φρίντμαν συνεργάστηκε από το 1981 ως μέλος του Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής με τον πρόεδρο Ρήγκαν. Το 1988 του απονεμήθηκε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας (Presidential Medal of Freedom) και το Εθνικό Μετάλλιο της Επιστήμης (National Medal of Science). Ισχυρίστηκε ότι φιλοσοφικά ήταν φιλελεύθερος (ελευθεριακός) αλλά ήταν μέλος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος για λόγους «σκοπιμότητας» (Είμαι φιλελεύθερος με μικρό «φ» και Ρεπουμπλικάνος με κεφαλαίο «Ρ». Και είμαι Ρεπουμπλικάνος με κεφαλαίο «Ρ» για λόγους σκοπιμότητας, όχι για λόγους αρχής). Όμως, είπε, «νομίζω ότι ο όρος Κλασικός Φιλελεύθερος μπορεί να μου αποδοθεί εξίσου εύκολα. Δεν με ενδιαφέρει ιδιαίτερα πως με αποκαλούν. Με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο να κάνω τους ανθρώπους να σκέφτονται τις ιδέες παρά το πρόσωπο»[81].
Ο Φρίντμαν υποστήριζε την κρατική παροχή κάποιων δημοσίων αγαθών που οι ιδιωτικές εταιρίες δεν θεωρούνται ικανές να παρέχουν. Ωστόσο, θεωρούσε ότι πολλές από τις υπηρεσίες που παρείχε το κράτος μπορούσαν να παρέχονται πολύ καλύτερα από τον ιδιωτικό τομέα. Πάνω απ’όλα πίστευε ότι αν κάποια αγαθά παράγονται από το κράτος, αυτό δεν θα έπρεπε να συνεπάγεται νομικό μονοπώλιο, δεν θα έπρεπε δηλαδή ο ανταγωνισμός από τον ιδιωτικό τομέα να απαγορεύεται. Για παράδειγμα γράφει:
Δεν υπάρχει κανένας τρόπος με τον οποίο μπορείς να δικαιολογήσεις το δημόσιο μονοπώλιο στα ταχυδρομεία. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι η μεταφορά γραμμάτων είναι ένα τεχνικό μονοπώλιο και ότι ένα κρατικό μονοπώλιο είναι το μη χείρον. Εντός αυτού του πλαισίου, κάποιος θα μπορούσε ίσως να δικαιολογήσει την ύπαρξη κρατικού ταχυδρομείου, αλλά όχι τον παρόντα νόμο που καθιστά παράνομη για οποιονδήποτε άλλο τη μεταφορά γραμμάτων. Αν η διανομή γραμμάτων είναι ένα τεχνικό μονοπώλιο, κανείς άλλος δεν θα πετύχει ανταγωνιζόμενος το κράτος. Αν δεν είναι, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο η κυβέρνηση θα έπρεπε να αναμειγνύεται. Ο μόνος τρόπος να το μάθουμε είναι να αφήσουμε άλλους ανθρώπους να δοκιμάσουν ελεύθερα -Μίλτον Φρίνμαν & Ρόουζ Ντ., Καπιταλισμός και Ελευθερία (Capitalism and Freedom, University of Chicago Press 1092, 29)
Μετά το 1960 ο Φρίντμαν επιτέθηκε από φιλελεύθερη σκοπιά στην Κοινωνική Ασφάλιση υποστηρίζοντας ότι είχε προκαλέσει την εξάρτηση των πολιτών από το κράτος[82].
Ο Φρίντμαν πρότεινε την αντικατάσταση του υπάρχοντος Αμερικανικού προνοιακού συστήματος από έναν αρνητικό φόρο εισοδήματος, ένα προοδευτικό σύστημα φορολόγησης στο οποίο οι φτωχοί θα λαμβάνουν ένα βασικό εισόδημα διαβίωσης από το κράτος[83]. Σύμφωνα με τους New York Times, οι απόψεις του Φρίντμαν ως προς αυτό το ζήτημα βασίζονταν στην πεποίθηση ότι αν και οι «δυνάμεις της αγοράς...επιτυγχάνουν εκπληκτικά πράγματα, δεν μπορούν να διασφαλίσουν ότι η διανομή του εισοδήματος θα επιτρέπει σε όλους του πολίτες να καλύψουν τις βασικές οικονομικές τους ανάγκες»[83].
Ο Φρίντμαν υποστήριξε επίσης ελευθεριακές πολιτικές, όπως την νομιμοποίηση των ναρκωτικών και της πορνείας. Κατά τη διάρκεια του 2005, ο Φρίντμαν και περισσότεροι από 500 άλλοι οικονομολόγοι υποστήριξαν τις συζητήσεις σχετικά με τα οικονομικά οφέλη από τη νομιμοποίηση της μαριχουάνας[84].
Ο Φρίντμαν ήταν επίσης υποστηρικτής των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων[85][86]. Συγκεκριμένα υποστήριξε τον γάμο των ατόμων του ιδίου φύλου, λέγοντας για το θέμα, «δεν πιστεύω ότι θα πρέπει να υπάρχει οποιαδήποτε διάκριση εις βάρος των ομοφυλόφιλων»[86].
Ο Μάικλ Γουόκερ του Ινστιτούτου Φρέιζερ και ο Φρίντμαν φιλοξένησαν μια σειρά από συνέδρια από το 1986 έως το 1994. Ο στόχος ήταν να δημιουργηθεί ένας σαφής ορισμός της οικονομικής ελευθερίας και μια μέθοδος για τη μέτρησή της. Τελικά, αυτό είχε ως αποτέλεσμα την πρώτη έκθεση για την παγκόσμια οικονομική ελευθερία, «Η παγκόσμια οικονομική ελευθερία» (Economic Freedom in the World). Αυτή η ετήσια έκθεση παρουσιάζει από τότε στοιχεία για πολυάριθμές μελέτες αξιολόγησης και έχει επηρεάσει την πολιτική σε διάφορα κράτη.
Μαζί με 16 άλλους διακεκριμένους οικονομολόγους αντιτάχθηκε στον νόμο περί επέκτασης των πνευματικών δικαιωμάτων (Copyright Term Extension Act) και κατέθεσε υπόμνημα στην υπόθεση Eldred v. Ashcroft.
Ο Φρίντμαν υποστήριξε την ισχυρότερη νομική (συνταγματική) προστασία των οικονομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, προκειμένου να προωθηθεί περαιτέρω η βιομηχανική-εμπορική ανάπτυξη και ευημερία και να στηριχθεί η δημοκρατία, η ελευθερία και το κράτος δικαίου γενικότερα στην κοινωνία[87].
Ο Τζωρτζ Νας, ένας από τους σημαντικούς ιστορικούς του αμερικανικού συντηρητικού κινήματος, είπε ότι από «το τέλος της δεκαετίας του '60, θεωρούνταν ως ο πιο αξιόλογος και εμβληματικός συντηρητικός ακαδημαϊκός στην χώρα, και ένας από τους ελάχιστους που τύγχαναν διεθνούς αναγνώρισης[88]». Ο Φρίντμαν επέτρεψε στη φιλελεύθερη δεξαμενή σκέψης Cato Institute τη χρήση του ονόματός του για το διετές Βραβείο Μίλτον Φρίντμαν για την Προώθηση της Ελευθερίας από το 2001. Τέτοια βραβεία έλαβαν ο εκλιπών Βρετανός οικονομολόγος Πήτερ Μπάουερ το 2002, ο Περουβιανός οικονομολόγος Χερνάντο ντε Σότο το 2004, ο τ. Πρωθυπουργός της Εσθονίας, Μαρτ Λάαρ, το 2006, και ένας νεαρός φοιτητής από τη Βενεζουέλα, ο Γιον Γκοϊκοϊτσέα, το 2008. Η γυναίκα του, Ρόουζ, αδερφή του Άαρον Ντιρέκτορ, με την οποία ίδρυσε το «Ίδρυμα Φρίντμαν για την Εκπαιδευτική Επιλογή», υπηρέτησε στην επιτροπή διεθνών υποψηφιοτήτων για το βραβείο Φρίντμαν[89][90]. Επίσης, ο Φρίντμαν ήταν αποδέκτης και του βραβείου Νόμπελ Οικονομίας.
Μετά τον θάνατο του Φρίντμαν, ο πρόεδρος του Χάρβαρντ, Λόρενς Σάμερς, απόκαλεσε τον Φρίντμαν ως τον «Μεγάλο Απελευθερωτή» λέγοντας «...κάθε τίμιος δημοκρατικός θα παραδεχτεί ότι όλοι μας είμαστε Φριντμανικοί». Επίσης, είπε ότι η μεγάλη και λαοφιλής προσφορά του Φρίντμαν ήταν ότι «έπεισε τους ανθρώπους για την αναγκαιότητα της λειτουργίας των ελεύθερων αγορών[91].
Το 2013 ο Στήβεν Μουρ, μέλος της συντακτικής ομάδας της Wall Street Journal, είπε: «Το να μνημονεύεις τον πιο σεβαστό προασπιστή των οικονομικών της ελεύθερης αγοράς από την εποχή του Άνταμ Σμιθ έχει αρχίσει να μοιάζει με το να μνημονεύεις τη Βίβλο». Και πρόσθεσε: «υπάρχουν περιπτώσεις όπου βγαίνουν πολλαπλές και αλληλοσυγκρουόμενες ερμηνείες[92]».
Ο Φρίντμαν είπε κάποτε: «Αν θες να δεις τον καπιταλισμό σε δράση, πήγαινε στο Χονγκ Κονγκ»[93]. Το 1990 έγραψε ότι η οικονομία του Χονγκ Κονγκ ήταν κατά πάσα πιθανότητα το καλύτερο παράδειγμα της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς[94].
Ένα μήνα πριν τον θάνατό του έγραψε στην Wall Street Journal το άρθρο «Χονγκ Κονγκ Λάθος - Τι θα έλεγε ο Κόπερθγουάιτ;», ασκώντας κριτική στον Ντόλαντ Τσανγκ, τον επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας του Χονγκ Κονγκ, για την εγκατάλειψη του δόγματος της «θετικής μη-παρεμβατικότητας[95]». Ο Τσανγκ αργότερα δήλωσε ότι απλώς μετέτρεψε το σλόγκαν της θετικής μη-παρεμβατικότητας σε «μεγάλες αγορές, μικρό κράτος», όπου το μικρό κράτος ορίζεται ως μικρότερο του 20% του ΑΕΠ. Κατά τη διάρκεια μιας αντιλογίας μεταξύ του Τσανγκ και του αντιπάλου του, Άλαν Λιονγκ, πριν τις εκλογές του 2007, ο Λιονγκ αναφέρθηκε στην αντιπαράθεση και αστειευόμενος κατηγόρησε τον Τσανγκ ότι εκνεύρισε τον Φρίντμαν μέχρι θανάτου.
Το 1975, δύο χρόνια μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα που έφερε τον στρατιωτικό δικτάτορα Αουγκούστο Πινοσέτ στην εξουσία και κατέλυσε την κυβέρνηση του Σαλβαδόρ Αγιέντε, η οικονομία της Χιλής βίωσε μια πολύ έντονη κρίση. Ο Φρίντμαν και ο Άρνολντ Χάρμπεργκερ αποδέχθηκαν μια πρόσκληση από ένα ιδιωτικό χιλιανό ίδρυμα να επισκεφθούν τη Χιλή και να μιλήσουν για τις αρχές της οικονομικής ελευθερίας[96]. Πέρασε επτά ημέρες στη Χιλή δίνοντας μια σειρά διαλέξεων στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Χιλής και στο (Εθνικό) Πανεπιστήμιο της Χιλής. Μία από τις διαλέξεις είχε τον τίτλο «Η εύθραυστη ελευθερία» και, σύμφωνα με τον Φρίντμαν, «είχε ως αντικείμενο ακριβώς την απειλή της ελευθερίας από ένα συγκεντρωτικό στρατιωτικό καθεστώς»[97].
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του ο Φρίντμαν συναντήθηκε με τον Πινοσέτ, ο οποίος του ζήτησε «τη γνώμη του για την οικονομική κατάσταση στη Χιλή και πολιτικές επιλογές».
Στις 21 Απριλίου 1975, σε μία επιστολή προς τον Πινοσέτ που ο Φρίντμαν έγραψε, ανταποκρινόμενος στο αίτημά του, ο Φρίντμαν θεωρούσε ότι «τα βασικά οικονομικά προβλήματα της Χιλής είναι ξεκάθαρα … ο πληθωρισμός και η προώθηση μιας υγιούς κοινωνικής οικονομίας της αγοράς»[98]. Δήλωσε ότι «Υπάρχει μόνο ένας τρόπος, για να μηδενισθεί ο πληθωρισμός: με τη δραστική μείωση του ρυθμού αύξησης της ποσότητας του χρήματος ...» και ότι «η μείωση των κρατικών δαπανών είναι κατά πολύ ο πιο επιθυμητός τρόπος για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, επειδή … ενδυναμώνει τον ιδιωτικό τομέα και με τον τρόπο αυτό θέτει τα θεμέλια για υγιή οικονομική ανάπτυξη»[98]. Ως προς το πόσο γρήγορα πρέπει να μηδενισθεί ο πληθωρισμός, ο Φρίντμαν ένιωθε ότι «για τη Χιλή, όπου ο πληθωρισμός καλπάζει με 10-20% το μήνα … η σταδιακή μείωση δεν είναι εφικτή. Θα χρειαζόταν μια τόσο επώδυνη εγχείρηση, που θα διαρκούσε τόσο πολύ, που ο ασθενής δεν θα επιβίωνε». Επιλέγοντας «μια βραχεία περίοδο υψηλότερης ανεργίας ...» ήταν το λιγότερο κακό ... και ότι «η εμπειρία της Γερμανίας, … της Βραζιλίας …, της μετα-πολεμικής προσαρμογής στις ΗΠΑ … όλες συνηγορούν υπέρ μιας θεραπείας σοκ». Στην επιστολή του ο Φρίντμαν πρότεινε να εφαρμοσθεί η θεραπεία σοκ μαζί με «... ένα πακέτο που θα εξουδετέρωνε την έκπληξη και θα ανακούφιζε τις περιπτώσεις έντονης δυστυχίας» και «... για να είμαι πιο συγκεκριμένος, ας διαγράψω τα περιεχόμενα μιας πρότασης πακέτου … που μπορεί να είναι ενδεικτικό», παρ' όλο που οι γνώσεις του για τη Χιλή ήσαν «πολύ περιορισμένες, για να μπορεί να είναι ακριβής ή πλήρης». Διαμόρφωσε ένα κατάλογο οκτώ νομισματικών και δημοσιονομικών μέτρων, που αποτέλεσαν την «ενδεικτική πρόταση», που περιελάμβαναν «την απομάκρυνση όσο περισσότερων εμποδίων γινόταν, τα οποία εμπόδισαν την αγορά. Για παράδειγμα, να ανασταλεί … η ισχύς του παρόντος νόμου κατά των απολύσεων εργαζομένων». Κλείνοντας, υποστήριξε ότι «Ένα τέτοιο πρόγραμμα σοκ θα μπορούσε να εκμηδενίσει τον πληθωρισμό σε μήνες». Στην επιστολή του υποστήριζε ότι η μείωση των δαπανών για να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα θα οδηγούσε σε μικρότερη μεταβατική ανεργία από την αύξηση των φόρων.
Ο Σέρχιο ντε Κάστρο, χιλιανός απόφοιτος της Σχολής του Σικάγου, έγινε Υπουργός Οικονομικών της Χιλής το 1975. Κατά τη διάρκεια της εξαετούς θητείας του οι ξένες επενδύσεις αυξήθηκαν, τέθηκαν περιορισμοί στις απεργίες και τα εργατικά συνδικάτα και το ΑΕΠ αυξανόταν κάθε χρόνο.[99] Ένα πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών δημιουργήθηκε ανάμεσα στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Χιλής και το Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Πολλοί άλλοι απόφοιτοι της Σχολής του Σικάγου τοποθετήθηκαν σε κυβερνητικές θέσεις τα χρόνια του Πινοσέτ και μετά – άλλοι δίδαξαν το οικονομικό της δόγμα σε χιλιανά πανεπιστήμια. Όλοι αυτοί έγιναν γνωστοί ως «τα Παιδιά του Σικάγου».[100]
Ο Φρίντμαν δεν άσκησε κριτική στη δικτατορία του Πινοσέτ εκείνο τον καιρό, ούτε στις δολοφονίες, τις παράνομες φυλακίσεις, τα βασανιστήρια ή άλλες παραβιάσεις που ήσαν ήδη ευρέως γνωστές τότε.[101] Το 1976 ο Φρίντμαν υπερασπίσθηκε την ανεπίσημη θέση συμβούλου που κατείχε λέγοντας: «Δεν θεωρώ ότι είναι κακό ένας οικονομολόγος να παρέχει τεχνικές οικονομικές συμβουλές στη χιλιανή κυβέρνηση, όπως και δεν θα θεωρούσα ότι είναι κακό για ένα γιατρό να παρέχει τεχνικές ιατρικές συμβουλές στη χιλιανή κυβέρνηση για να βοηθήσει να νικηθεί μια επιδημία».[102]
Ο Φρίντμαν υπερασπίσθηκε τις δραστηριότητές του στη Χιλή με το επιχείρημα ότι, κατά τη γνώμη του, η υιοθέτηση πολιτικών της ελεύθερης οικονομίας δεν βελτίωσε απλώς την οικονομική κατάσταση στη Χιλή, αλλά επίσης συνέβαλε στη βελτίωση του καθεστώτος του Πινοσέτ, αλλά και στην τελική μετάβαση σε δημοκρατική διακυβέρνηση κατά τη δεκαετία του 1990. Η ιδέα αυτή περιλαμβάνεται στον «Καπιταλισμό και Ελευθερία», όπου διακήρυξε ότι η οικονομική ελευθερία δεν είναι μόνο επιθυμητή καθ' αυτήν, αλλά επίσης αναγκαία συνθήκη για την πολιτική ελευθερία. Στο ντοκυμανταίρ του 1980 «Ελεύθερος να επιλέξεις» (Free to Choose) είπε τα παρακάτω: «Η Χιλή δεν είναι ένα σύστημα πολιτικής ελευθερίας και δεν εγκρίνω το σύστημα. Όμως οι άνθρωποι εκεί είναι περισσότερο ελεύθεροι από τους ανθρώπους σε κομμουνιστικές κοινωνίες, επειδή το κράτος έχει μικρότερο ρόλο … Οι συνθήκες ζωής των ανθρώπων τα τελευταία χρόνια βελτιώνονται και δεν χειροτερεύουν. Θα ήταν ακόμη καλύτερο να ξεφορτωθούν τη χούντα και να μπορούν να έχουν ένα ελεύθερο δημοκρατικό καθεστώς[103][104]. Το 1984 ο Φρίντμαν δήλωσε ότι «ποτέ δεν παρέλειψε να ασκήσει κριτική στο πολιτικό σύστημα της Χιλής»[97]. Το 1991 είπε: «Δεν έχω τίποτε θετικό να πω για το πολιτικό καθεστώς που επέβαλε ο Πινοσέτ. Ήταν ένα απαίσιο πολιτικό καθεστώς. Το πραγματικό θαύμα στη Χιλή ήταν ότι πόσο καλά τα πήγε οικονομικά – το πραγματικό θαύμα στη Χιλή ήταν ότι μια στρατιωτική δικτατορία ήταν πρόθυμη να παραβεί τις αρχές της και να υποστηρίξει ένα σύστημα ελεύθερης αγοράς σχεδιασμένο από πεπεισμένους υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς. […] Στη Χιλή η τάση για πολιτική ελευθερία, που προκλήθηκε από την οικονομική ελευθερία και την οικονομική επιτυχία που αυτή προκάλεσε, τελικώς κατέληξε σε ένα δημοψήφισμα που εισήγαγε την πολιτική δημοκρατία. Τώρα, επιτέλους, η Χιλή έχει και τα τρία: πολιτική ελευθερία, ανθρώπινη ελευθερία και οικονομική ελευθερία. Η Χιλή θα εξακολουθήσει να είναι ένα ενδιαφέρον πείραμα για να παρατηρούμε να δούμε εάν θα μπορέσει να διατηρήσει και τα τρία ή εάν, τώρα που έχει πολιτική ελευθερία, η πολιτική αυτή ελευθερία θα χρησιμοποιηθεί για να καταστρέψει ή να μειώσει την οικονομική ελευθερία»[105]. Τόνισε ότι οι διαλέξεις που έδωσε στη Χιλή είχαν το ίδιο περιεχόμενο με τις διαλέξεις που έδωσε αργότερα στην Κίνα και σε άλλα σοσιαλιστικά κράτη[106].
Στο ντοκυμανταίρ του PBS του 2000 «Κατακτώντας Κορυφές» (Commanding Heights, βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο) ο Φρίντμαν συνέχισε να υποστηρίζει ότι «οι ελεύθερες αγορές επρόκειτο να υποσκάψουν τον πολιτικό συγκεντρωτισμό και τον πολιτικό έλεγχο [του Πινοσέτ][107][108]» και ότι η κριτική για το ρόλο του στη Χιλή παρέβλεψε το βασικό του ισχυρισμό, ότι πιο ελεύθερες αγορές οδηγούσαν σε πιο ελεύθερους λαούς και ότι η ανελεύθερη οικονομία της Χιλής ήταν αυτή που είχε προκαλέσει τη στρατιωτική διακυβέρνηση. Ο Φρίντμαν ισχυρίσθηκε ότι η οικονομική φιλελευθεροποίηση που υποστήριζε προκάλεσε το τέλος της στρατιωτικής διακυβέρνησης και έφερε την ελευθερία στη Χιλή[109].
Ο Φρίντμαν επισκέφθηκε την Ισλανδία το φθινόπωρο του 1984, συναντήθηκε με σημαντικούς Ισλανδούς και έδωσε μια διάλεξη στο Πανεπιστήμιο της Ισλανδίας σχετικά με την «τυραννία του στάτους κβο». Συμμετείχε σε μια ζωντανή τηλεοπτική συζήτηση την 31η Αυγούστου του 1984 με σοσιαλιστές διανοούμενους, συμπεριλαμβανομένου του Όλαφουρ Ράγκναρ Γκρίμσον, ο οποίος αργότερα εκλέχτηκε πρόεδρος της Ισλανδίας[110]. Όταν παραπονέθηκαν ότι επιβλήθηκε χρέωση για την διάλεξη του στο Πανεπιστήμιο και ότι, μέχρι τώρα, οι διαλέξεις από επισκέπτες καθηγητές ήταν δωρεάν, ο Φρίντμαν απάντησε ότι οι προηγούμενες διαλέξεις δεν ήταν δωρεάν, με τη λογική έννοια ότι οι διαλέξεις έχουν κάποιο σχετικό κόστος. Αυτό που έχει σημασία είναι το αν οι συμμετέχοντες ή μη συμμετέχοντες καλύπτουν αυτά τα έξοδα. Ο Φρίντμαν πίστευε ότι ήταν δικαιότερο μόνο όσοι παρακολούθησαν τη διάλεξη να πληρώσουν. Σε αυτή τη συζήτηση ο Φρίντμαν ανέφερε, επίσης, ότι ο ίδιος δεν είχε λάβει καθόλου χρήματα για την διάλεξη.
Παρά το γεγονός ότι ο Φρίντμαν δεν επισκέφθηκε ποτέ την Εσθονία, το βιβλίο του «Ελεύθερος να επιλέξεις» άσκησε μεγάλη επιρροή στη συνέχεια για τον Μαρτ Λάαρ, τον 32χρονο πρωθυπουργό αυτής της χώρας, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ήταν το μόνο βιβλίο για την οικονομία που είχε διαβάσει πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του. Οι μεταρρυθμίσεις του Λάαρ είναι αυτές που συχνά πιστώνονται την μετατροπή της Εσθονίας από μια εξαθλιωμένη Σοβιετική Δημοκρατία στον «Τίγρη της Βαλτικής». Ένα πρωταρχικό στοιχείο του προγράμματος του Μαρτ Λάαρ ήταν εισαγωγή του «επίπεδου φόρου» (flat tax). Ο Μαρτ Λάαρ κέρδισε το βραβείο «Milton Friedman» το 2006 για την Προώθηση της Ελευθερίας, το οποίο απονέμεται από το Ινστιτούτο Cato[111].
Μετά το 1950, ο Φρίντμαν ήταν συχνά προσκεκλημένος να δώσει διαλέξεις στην Μεγάλη Βρετανία, και από τη δεκαετία του 1970 οι ιδέες του είχαν κερδίσει ιδιαίτερη προσοχή σε συντηρητικούς κύκλους. Για παράδειγμα, ήταν τακτικός ομιλητής στο Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων (IEA), μια φιλελεύθερη δεξαμενή σκέψης. Η συντηρητική πολιτικός Μάργκαρετ Θάτσερ παρακολουθούσε στενά τα προγράμματα του IEA και τις ιδέες του και συναντήθηκε με τον Φρίντμαν εκεί το 1978. Επίσης επηρέασε έντονα τον Keith Joseph, ο οποίος έγινε ο ανώτερος σύμβουλος της Θάτσερ για οικονομικές υποθέσεις, καθώς και τους Alan Walters και Patrick Minford, δύο άλλους βασικούς συμβούλους. Σημαντικές εφημερίδες, συμπεριλαμβανομένων των Daily Telegraph, The Times και The Financial Times διέδιδαν τις μονεταριστικές ιδέες του Φρίντμαν σε Βρετανούς υψηλής επιρροής. Οι ιδέες του Φρίντμαν επηρέασαν έντονα την Θάτσερ και τους συμμάχους της, όταν έγινε πρωθυπουργός το 1979[112][113].
Ο οικονομέτρης Ντέηβιντ Χέντρυ άσκησε κριτική σε ένα μέρος του βιβλίου που έγραψαν το 1982 ο Φρίντμαν με την Άννα Σβαρτς με τίτλο «Νομισματικές τάσεις»[114]. Όταν ρωτήθηκε σχετικώς σε μια συνέντευξη στην ισλανδική τηλεόραση το 1984, ο Φίντμαν είπε ότι η κριτική ίσχυε για ένα διαφορετικό πρόβλημα από αυτό που είχαν αντιμετωπίσει ο ίδιος με την Σβαρτς και δεν ήταν, για το λόγο αυτό, σχετική[115] και επίσης επισήμανε ότι μέχρι τότε (το 1984) δεν υπήρχε ουσιαστική ομότιμη αξιολόγηση μεταξύ των οικονομετρών για το έργο του Χέντρυ[116]. Το 2006 ο Χέντρυ δήλωσε ότι ο Φρίντμαν είχε διαπράξει «σοβαρά σφάλματα» εξαιτίας εσφαλμένης κατανόησης με αποτέλεσμα «ο λόγος που είχε αναφέρει για τη ζήτηση χρήματος στο Ηνωμένο Βασίλειο είχαν υπερεκτιμηθεί κατά σχεδόν 100%» και είπε ότι, σε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 1991 με τον Νηλ Έρικσσον[117], είχε καταρρίψει «σχεδόν οποιοδήποτε εμπειρικό ισχυρισμό … είχε προβληθεί για τη ζήτηση χρήματος στο Ηνωμένο Βασίλειο» από τον Φρίντμαν και την Σβαρτς[118]. Μια μελέτη του 2004 επικαιροποίησε και επιβεβαίωσε την ορθότητα των ευρημάτων των Χέντρυ – Έρικσσον μέχρι το 2000[119].
Μετά το θάνατο του Φρίντμαν το 2006, ο κεϋνσιανός και τιμημένος με Νόμπελ Πωλ Κρούγκμαν επαίνεσε τον Φρίντμαν ως ένα «μεγάλο οικονομολόγο και σπουδαίο άντρα» και παραδέχθηκε τις πολλές, ευρέως αποδεκτές, συνεισφορές του στα εμπειρικά οικονομικά. Παρόλα ταύτα, ο Κρούγκμαν άσκησε κριτική στον Φρίντμαν, γράφοντας ότι «πολύ εύκολα ολίσθαινε στο να υποστηρίζει τόσο ότι οι αγορές πάντοτε λειτουργούν και ότι μόνον οι αγορές λειτουργούν. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρει κανείς περιπτώσεις, στις οποίες ο Φρίντμαν παραδεχόταν την πιθανότητα οι αγορές να κάνουν σφάλμα, ή όπου η κρατική παρέμβαση θα μπορούσε να υπηρετήσει ένα χρήσιμο σκοπό»[120].
Στο βιβλίο της «Το Δόγμα του Σοκ» η συγγραφέας και κοινωνική ακτιβίστρια Ναόμι Κλάιν κριτίκαρε τον οικονομικό φιλελευθερισμό του Φρίντμαν, ταυτίζοντάς τον με τις αρχές που οδήγησαν την οικονομική ανασυγκρότηση που ακολούθησε τα στρατιωτικά πραξικοπήματα σε χώρες όπως η Χιλή, η Αργεντινή, άλλες Λατινοαμερικανικές χώρες και η Ινδονησία. Βασιζόμενοι στις εκτιμήσεις τους ως προς την έκταση, στην οποία αυτά που η ίδια αποκαλεί «νεοφιλελεύθερες πολιτικές» οδήγησαν σε διαφορές στο εισόδημα και ανισότητα, τόσο η Κλάιν, όσο και ο Νόαμ Τσόμσκυ έχουν υποστηρίξει ότι ο κύριος ρόλος αυτού που αποκαλούν «νεοφιλελευθερισμό» ήταν ένα ιδεολογικό προκάλυμμα για τη συγκέντρωση κεφαλαίου από τις πολυεθνικές εταιρείες[121]. Η συγγραφέας αποδίδει στον Φρίντμαν αυτό που ονομάζει «θεωρία του δόγματος του σοκ» ή «θεραπείας σοκ» που βασίζεται στην ιδέα ότι μια οικονομική κρίση ή ένα γεγονός καταστροφής ή πολέμου είναι η ευκαιρία για μεγάλες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις σε ένα κράτος. Η επιτυχία της πολιτικής αυτής βασίζεται στο γεγονός ότι ο φόβος και οι ενοχές για τα αποτελέσματα της κρίσης ή της καταστροφής κάνει τους πολίτες ανεκτικούς και απαθείς σε επαναλαμβανόμενες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις ακριβώς επειδή πιστεύουν ότι κάτι χειρότερο έρχεται. Αρκετοί πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο συνέβη και στη Μεγάλη Βρετανία επί πρωθυπουργίας Μάργκαρετ Θάτσερ με αφορμή τον πόλεμο στα Φώκλαντ, ενώ έτσι εξηγούν και την οικονομική κρίση στην Ελλάδα μετά το 2009.
Η απήχηση της Σχολής του Σικάγου στη συντηρητική πολιτική παράταξη έφτασε στο απόγειό της επί προεδρίας Ρόναλντ Ρήγκαν και πρωθυπουργίας Μάργκαρετ Θάτσερ[122]. Οι αντιλήψεις δε αυτής της Σχολής εφαρμόστηκαν σε κάποιο βαθμό στη Χιλή, μετά την ανατροπή της εκλεγμένης σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Σαλβαδόρ Αγιέντε και την επιβολή της δικτατορίας του Α. Πινοσέτ το 1973. Γι'αυτό το λόγο, ορισμένοι φτάνουν στο σημείο να ταυτίζουν «Τα παιδιά από το Σικάγου», όπως ονομάζουν τη Σχολή, με το δικτατορικό καθεστώς. Για παράδειγμα, ο χιλιανός οικονομολόγος Ορλάντο Λετελιέ υποστήριξε ότι η δικτατορία του Πινοσέτ κατέληξε σε καταπίεση, εξαιτίας της λαϊκής αντίθεσης προς τις πολιτικές της Σχολής του Σικάγου στη Χιλή.[123]
Μετά από μια ομιλία του το 1991 για τη νομιμοποίηση των ναρκωτικών, ο Φρίντμαν απήντησε σε ένα ερώτημα για την ανάμειξή του με το καθεστώς του Πινοσέτ, λέγοντας ότι δεν ήταν ποτέ σύμβουλος του Πινοσέτ (πράγμα που επίσης ανέφερε στη συνέντευξή του στην Ισλανδία το 1984[97]), αλλά ότι μια ομάδα φοιτητών του στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου είχε αναμειχθεί στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις της Χιλής. Ο Φρίντμαν απέδωσε στις μεταρρυθμίσεις αυτές υψηλά επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης και την εγκατάσταση της δημοκρατίας που επήλθε, μετά από αυτές, στη Χιλή[124][125].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.