From Wikipedia, the free encyclopedia
Με τον όρο Άνοιξη της Πράγας χαρακτηρίζονται οι προσπάθειες του Κομμουνιστικού Κόμματος Τσεχοσλοβακίας υπό την ηγεσία του Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ (Alexander Dubček) να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα φιλελευθεροποίησης και εκδημοκρατισμού στη χώρα το 1968. Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες συνδιαμορφώθηκαν και ενισχύθηκαν από τη ραγδαία ανάπτυξη του κριτικού πνεύματος στην τσεχοσλοβακική κοινή γνώμη εκείνη την περίοδο.
Η Άνοιξη της Πράγας έμεινε στην ιστορία να συμβολίζει δύο ιστορικά φαινόμενα: το πείραμα της εγκαθίδρυσης ενός «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» στο μεταπολεμικό ανατολικό μπλοκ, αλλά και το γεγονός ότι καταπνίγηκε αυτό το πείραμα στις 21 Αυγούστου 1968 με την εισβολή των τανκς του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Τα γεγονότα εντάσσονται σε μια περίοδο γενικότερου αναβρασμού στο κλίμα του Ψυχρού Πολέμου, την περίοδο του Μάη του '68 στη Γαλλία, των φοιτητικών διαδηλώσεων κατά του πολέμου στο Βιετνάμ και της Χούντας των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα τον Απρίλη του '67.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 το ΚΚ της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Τσεχοσλοβακίας βρέθηκε αντιμέτωπο με μια βαθειά κρίση στην οικονομία και την κοινωνία της χώρας. Το γραφειοκρατικό οικονομικό σύστημα του κεντρικού σχεδιασμού είχε οδηγήσει σε μια δραματική οικονομική ύφεση, χειρότερη και από αυτή των άλλων χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Η ηγετική ομάδα στην κορυφή του κόμματος εμπόδιζε να αναπτυχθεί οποιαδήποτε κριτική για τις εικονικές δίκες του τέλους της δεκαετίας του '40 και των αρχών της δεκαετίας του '50.
Με την κορύφωση της κρίσης στην οικονομία το 1963 δυνάμωσαν μέσα κι έξω από το κόμμα οι φωνές που ζητούσαν μεταρρυθμίσεις. Γύρω από το μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και διευθυντή του Οικονομικού Ινστιτούτου της Ακαδημίας Επιστημών της Πράγας Ότα Σικ (Ota Šik) συσπειρώθηκε μια αντιπολιτευτική ομάδα τεχνοκρατών, που απαιτούσε βαθιές μεταρρυθμιστικές τομές. Κατά την άποψη του Σικ έπρεπε να εγκαταλειφθεί ο κεντρικός σχεδιασμός και ο κρατικός έλεγχος της οικονομίας και στη θέση τους να αναπτυχθεί μια «σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς», να απελευθερωθούν οι επιχειρήσεις από τον κρατικό έλεγχο και να παταχθεί η γραφειοκρατία. Ο Σικ πρότεινε επίσης να επιτραπεί η λειτουργία αυτόνομων συνδικάτων και μικρών ιδιωτικών κοινοπραξιών (joint ventures) με δυτικές εταιρείες, να προωθηθούν θεσμοί αυτοδιοίκησης των εργαζομένων και να σταματήσει ο κρατικός έλεγχος των τιμών. Τα οράματά του για την αναδιάρθρωση της εξαντλημένης οικονομίας έμειναν στην ιστορία με το όνομα Τρίτος Δρόμος. Ο Ότα Σικ ωστόσο δεν θεωρούσε τον εαυτό του επαναστάτη, αλλά μεταρρυθμιστή σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης. Δεν προχώρησε στην αμφισβήτηση της κολλεκτιβοποίησης της γεωργίας και της κρατικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής.
Μέσα στο γενικότερο «κλίμα αθέλητης ανοχής της φιλελευθεροποίησης και ανώφελων καταπιεστικών μέτρων από την πλευρά των πολιτικών θεσμών» [1] αναπτύχθηκαν δυνατότητες δημόσιας κριτικής από τη διανόηση, που κατακτούσε την προσοχή και το ενδιαφέρον ολοένα και ευρύτερων στρωμάτων του πληθυσμού. Μέχρι το τέλος του 1967 η κοινή γνώμη γινόταν ολοένα και πιο επικριτική και ριζοσπαστική.
Ένα πρώτο σημάδι του νέου κλίματος ήταν η «αποκατάσταση» του για καιρό περιφρονημένου Φραντς Κάφκα (Franz Kafka), όταν τέθηκε το θέμα της λογοτεχνικής του εγκυρότητας σε μιά συνάντηση συγγραφέων στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Στην πραγματικότητα αναπτύχθηκε πολιτική συζήτηση στο πεδίο της λογοτεχνικής κριτικής με αντικείμενο την έννοια της αλλοτρίωσης (αποξένωσης). Αποκρούοντας κυρίως τους Ανατολικογερμανούς συνέδρους, που υποστήριζαν ότι η αλλοτρίωση του εργαζόμενου από την εργασία του, σύμφωνα με το μοντέλο του Καρλ Μαρξ, ήταν αδύνατο να υφίσταται στο σοσιαλισμό, οι Τσέχοι εκπρόσωποι υποστήριξαν την άποψη ότι φυσικά και μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο και ότι πρέπει κανείς να βλέπει τα πράγματα όπως είναι.
Το νήμα της συζήτησης έπιασε και συνέχισε η «Λογοτεχνική Εφημερίδα» (Literární Noviny) προσφέροντας το σημαντικότερο βήμα για την αντιπαράθεση των θεωρητικών της κομματικής ιδεολογίας και των ιδεαλιστών. Η εφημερίδα έφτασε τον αξιοσημείωτο, για μια χώρα όπως η Τσεχοσλοβακία, αριθμό 140.000 αντιτύπων ανά φύλλο και άρχισε να αντιμετωπίζει κλιμακωτές κυρώσεις από την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚ. Ο αρχισυντάκτης αντικαταστάθηκε, όμως ο διάδοχός του δεν κατάφερε να ελέγξει την κατάσταση. Σε ένα συνέδριο της Ένωσης Τσεχοσλοβάκων Λογοτεχνών τον Ιούνιο του 1967 τρεις συντάκτες, εκπρόσωποι της εφημερίδας Literární Noviny, άσκησαν για πρώτη φορά ευθεία κριτική στην ηγεσία του κόμματος.
Ο πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας και γενικός γραμματέας του ΚΚ Αντονίν Νοβότνι (Antonín Novotný) αντέδρασε με δημόσια δήλωση που εμφάνιζε το συνέδριο ως μέρος μιας κατευθυνόμενης από τη Δύση εκστρατείας κατά του εορτασμού της 50ης επετείου της Οκτωβριανής Επανάστασης. Το ΚΚΤ διέταξε την αντικατάσταση των συντακτών της εφημερίδας και απαγόρευσε σε ένα αριθμό συνέδρων, ανάμεσα στους οποίους ήταν και οι Πάβελ Κόχουτ (Pavel Kohout) και Βάτσλαβ Χάβελ (Václav Havel), να θέσουν υποψηφιότητα για τις εκλογές της Ένωσης Λογοτεχνών. Οι τρεις συντάκτες διαγράφηκαν από το κόμμα, ενώ σε άλλους, π.χ στον Κόχουτ, έγιναν αυστηρές συστάσεις. Η εφημερίδα τέθηκε υπό την εποπτεία του υπουργού παιδείας Κάρελ Χόφμαν (Karel Hoffmann) και έχασε προς στιγμή το ρόλο της ως όργανο των διαφωνούντων. Με αυτές τις κινήσεις όμως θεωρήθηκε ότι αποκαλύπτονταν οι δυσκολίες του Νοβότνι να επιβληθεί άμεσα. Οι κυρώσεις προκάλεσαν ένα πλατύ κύμα διαμαρτυριών από δημοσιογράφους, καλλιτέχνες και συγγραφείς. Μια κατάσταση «νομικά ανοργάνωτης, αλλά πειθαρχημένης αναρχίας του τύπου»[2], άρχισε να επικρατεί, καταλήγοντας το Μάρτιο του 1968 στην κατάργηση της λογοκρισίας.[3]
Στις 31 Οκτωβρίου 1967 ξεκίνησαν διαμαρτυρίες φοιτητών που ζητούσαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης στις φοιτητικές εστίες.[4] Με εντολή του Αντονίν Νοβότνι διαλύθηκαν βίαια οι διαδηλώσεις, ο Νοβότνι όμως επικρίθηκε μαζικά στην Κεντρική Επιτροπή γι’ αυτή του την ενέργεια. Τότε εκείνος στράφηκε προς το Κρεμλίνο, κι από εκεί όμως του έδωσαν να καταλάβει πως δεν μπορούσε να υπολογίζει σε βοήθεια της Μόσχας και πως θα ’πρεπε να λύσει μόνος του τα προβλήματά του. Στις αρχές του 1968, στη λεγόμενη «Ολομέλεια του Ιανουαρίου» της Κεντρικής Επιτροπής, βρήκαν διέξοδο οι χρόνιες εντάσεις ανάμεσα στις δύο πτέρυγες του κόμματος, τη συντηρητική και τη μεταρρυθμιστική. Στις 4 Ιανουαρίου 1968 αντικαταστάθηκε ο Νοβότνι στη θέση του Πρώτου Γραμματέα του ΚΚΤ από τον σλοβακικής καταγωγής Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ (Alexander Dubček), απόφοιτο της σχολής του κόμματος στη Μόσχα. Ο Νοβότνι κράτησε μόνο για λίγο καιρό το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, που ήταν πολιτικά ασήμαντο. Στην ιστορία έμεινε ως ο «Στάλιν της Πράγας».
Η αλλαγή ηγεσίας σηματοδότησε, μετά από μερικές βδομάδες ασάφειας ως προς τους νέους στόχους, την αλλαγή πορείας του κυβερνητικού κόμματος της Τσεχοσλοβακίας, που, μαζί με την αφύπνιση της κοινής γνώμης, οδήγησε στο φαινόμενο της Άνοιξης της Πράγας. Ο Ντούμπτσεκ επιχείρησε στην αρχή να φρενάρει κάπως το ζήλο των μεταρρυθμιστών για να μην προκαλέσει την καχυποψία των άλλων κρατών του Ανατολικού Συνασπισμού, τα οποία είχαν αρχίσει ήδη να ασκούν συγκρατημένη κριτική στη νέα πορεία της Τσεχοσλοβακίας. Γι’ αυτό και ο Ότα Σικ δεν διορίστηκε στο προεδρείο του κόμματος και δεν του δόθηκε η διεύθυνση της επιτροπής οικονομικών υποθέσεων. Προτεραιότητα στις επιδιώξεις του Ντούμπτσεκ είχε η μεταρρύθμιση των διατάξεων του συντάγματος που αφορούσαν στην ομοσπονδιακή οργάνωση του κράτους, ώστε να παραχωρηθούν περισσότερα δικαιώματα αυτοδιοίκησης στη Σλοβακία και να γίνει ισότιμη με την Τσεχία.
Στις 5 Απριλίου 1968 παρουσιάστηκε η προγραμματική βάση των μεταρρυθμίσεων με το Πρόγραμμα Δράσης του ΚΚΤ, που έθετε ως στόχους την αναδιάρθρωση της οικονομίας, την κατοχύρωση της ελευθερίας γνώμης και της διακίνησης πληροφοριών, την επανεξέταση του σταλινικού παρελθόντος και τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου του ΚΚ στην κοινωνία. Αυτή η επίσημη πολιτική του κόμματος είχε όμως ξεπεραστεί σε πολλά σημεία της από το δημόσιο διάλογο για την αναμόρφωση της κοινωνίας, λόγω και της άρσης της λογοκρισίας. Αντισοβιετικά αισθήματα εκφράζονταν στον τύπο, πολιτικές πρωτοβουλίες σχηματίζονταν και οι Σοσιαλδημοκράτες άρχισαν να οργανώνονται κομματικά. Η προσπάθεια του κόμματος να ηγηθεί το ίδιο των μεταρρυθμίσεων ήταν πια μάταιη.
Ήδη από το Φεβρουάριο 1968 ο Ντούμπτσεκ είχε άρει τη λογοκρισία του τύπου. Αμέσως σημειώθηκε μια «πραγματική έκρηξη πληροφοριών»[5] στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα το Πρόγραμμα Δράσης του Ντούμπτσεκ έγινε δεκτό χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό σαν κάτι αυτονόητο, καθώς η πρωτοβουλία στη διαμόρφωση γνώμης είχε περάσει από το κόμμα στο λαό. Δείγμα αυτής της αποδέσμευσης της κοινής γνώμης είναι το Μανιφέστο των 2000 Λέξεων του συγγραφέα Λούντβικ Βατσούλικ, που υπογράφηκε από διανοούμενους διαφόρων αποχρώσεων και δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 1968.
Οι Σοβιετικοί υπό την ηγεσία του Μπρέζνιεφ αρχικά είχαν ευλογήσει την αντικατάσταση του Νοβότνι από τον Ντούμπτσεκ, στη συνέχεια όμως παρακολουθούσαν με μεγάλη δυσπιστία τις εξελίξεις στην Τσεχοσλοβακία. Το «Μανιφέστο των 2000 Λέξεων» αξιολογήθηκε σαν μια πλατφόρμα της αντεπανάστασης. Αυτή τους την εκτίμηση ενίσχυε η ανατολικογερμανική προπαγάνδα και ο ίδιος ο αντιπρόεδρος της τσεχοσλοβακικής κυβέρνησης Γκούσταβ Χουσάκ, που έκανε λόγο για «ατμόσφαιρα τρόμου».
Ήδη από το Μάρτιο του 1968 συναντήθηκαν στη Δρέσδη εκπρόσωποι των κυβερνήσεων της Τσεχοσλοβακίας με εκπροσώπους της Σοβιετικής Ένωσης, της Βουλγαρίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Ανατολικής Γερμανίας (οι πέντε χώρες που θα πραγματοποιούσαν τελικά την εισβολή μένοντας στην ιστορία ως «οι Πέντε της Βαρσοβίας») και συζήτησαν για την κατάσταση στην Τσεχοσλοβακία. Άλλες συναντήσεις των Πέντε έγιναν χωρίς τη συμμετοχή της Τσεχοσλοβακίας, το Μάιο και τον Ιούνιο. Η σοβιετική πίεση προς την κυβέρνηση της Πράγας να παγώσει χωρίς υπεκφυγές τις μεταρρυθμίσεις εντεινόταν. Σύντομα προστέθηκε και η απειλή στρατιωτικής επέμβασης στο οπλοστάσιο των εκβιασμών που εκτόξευε το Σύμφωνο της Βαρσοβίας στο προσανατολισμένο προς μεταρρυθμίσεις μέλος του.
Λίγες μέρες μετά τις διμερείς συνομιλίες ανάμεσα στην τσεχοσλοβακική και τη σοβιετική κυβέρνηση, πραγματοποιήθηκε στις 3 Αυγούστου στην Μπρατισλάβα η τελευταία επίσημη συνάντηση της Τσεχοσλοβακίας με τους «Πέντε της Βαρσοβίας». Η ανακοίνωση που δόθηκε στον τύπο μετά τη συνάντηση ερμηνεύθηκε στην Τσεχοσλοβακία ως σημάδι αποκλιμάκωσης, καθώς δινόταν η υπόσχεση της εξασφάλισης εθνικής ανεξαρτησίας των μελών του Συμφώνου στο δρόμο προς το σοσιαλισμό. Όμως η τσεχοσλοβακική αντιπολίτευση χρησιμοποίησε τη συνάντηση για να απευθύνει μυστική «πρόσκληση» προς τους Σοβιετικούς, με την οποία τους παρακαλούσαν να επέμβουν για να εμποδίσουν την αντεπανάσταση στην Τσεχοσλοβακία.
Και πράγματι, μετά τη συνάντηση εντάθηκαν οι σοβιετικές προετοιμασίες για την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Αντίθετα με μεταγενέστερους σοβιετικούς ισχυρισμούς, πως τάχα ήταν πρόθυμοι να διαπραγματευτούν μέχρι την τελευταία στιγμή, οι βάσεις για την στρατιωτική καταστολή του μεταρρυθμιστικού κινήματος είχαν ήδη τεθεί.
Τελικά, στις 23:00 τη νύχτα προς την 21η Αυγούστου 1968, αρχίζει η προέλαση στρατευμάτων της Σοβιετικής Ένωσης, της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας στην Τσεχοσλοβακία με το κωδικό όνομα «Επιχείρηση Δούναβης». Από τις 02:00 άρχισαν να προσγειώνονται σοβιετικά στρατιωτικά αεροπλάνα στο αεροδρόμιο της Πράγας ανά ένα λεπτό. 200.000 άνδρες συμμετείχαν στην εισβολή και έφτασαν συνολικά τους 800.000 τις επόμενες μέρες. Μέσα σε λίγες ώρες είχαν καταληφθεί τα στρατηγικά σημεία της χώρας. Στις μάχες που σημειώθηκαν έχασαν τη ζωή τους 98 Τσέχοι και Σλοβάκοι, καθώς και 50 στρατιώτες του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Τα στρατεύματα της Ανατολικής Γερμανίας δεν πήραν μέρος στην κατοχή σύμφωνα με νεότερες έρευνες, ήταν όμως σταθμευμένα στα σύνορα σε κατάσταση ετοιμότητας. Μόνο 30 περίπου στρατιώτες μιας μονάδας πληροφοριών παρευρίσκονταν στο αρχηγείο των στρατευμάτων εισβολής κοντά στο Μιλόβιτσε. Η Ανατολική Γερμανία ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της δυναμικής λύσης, φοβούμενη ότι θα ήταν η πρώτη που θα δεχτεί τη σπίθα αν επικρατούσαν οι μεταρρυθμίσεις στην Τσεχοσλοβακία. Ίσως όμως έγινε αντιληπτό την τελευταία στιγμή πόσο «άκομψο» θα ήταν να ξαναεισβάλλουν Γερμανοί στρατιώτες στην Τσεχοσλοβακία είκοσι μόλις χρόνια μετά την οδυνηρή κατοχή της από Γερμανούς στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο σοβιετικός τύπος δημοσίευσε ένα ανυπόγραφο αίτημα ηγετικών στελεχών του κόμματος και της κυβέρνησης για «άμεση βοήθεια, συμπεριλαμβανομένης της βοήθειας με ένοπλες δυνάμεις» προς αντιμετώπιση «του άμεσου κινδύνου αντεπανάστασης». Αν και διαψεύστηκε τότε από την επίσημη ηγεσία του τσεχοσλοβακικού κόμματος στο 14ο συνέδριο, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η ρωσική κυβέρνηση έδωσε στον Τσέχο πρόεδρο Βάτσλαβ Χάβελ ένα αντίγραφο της επιστολής που δόθηκε στις σοβιετικές αρχές στη συνάντηση της Μπρατισλάβας και έφερε τις υπογραφές των Βασίλ Μπίλιακ, Όλντριχ Σβέστκα, Ντραχομίρ Κόλντερ, Αλοΐς Ίντρα και Αντονίν Καπέκ. Το σχέδιο των συνωμοτών ήταν να συμπέσει η εισβολή με μια συνεδρίαση το βράδυ της 20ης Αυγούστου, στην οποία ο Μπίλιακ και η ομάδα του θα είχαν κατεβάσει πρόταση δυσπιστίας εναντίον του Ντούμπτσεκ. Στη συνέχεια θα ενέκριναν το σχηματισμό μιας «Επαναστατικής Κυβέρνησης των Εργατών και των Αγροτών». Το σχέδιό τους όμως απέτυχε: Ο Ντούμπτσεκ καθυστερούσε με τα προγραμματισμένα θέματα της ημερήσιας διάταξης και ο διάλογος γύρω απ' αυτά ήταν έντονος. Έτσι, όταν έφτασε το νέο της εισβολής στη συνεδρίαση αργά το βράδυ, οι προτάσεις του Μπίλιακ δεν είχαν καν συζητηθεί. Αντί για το σχηματισμό επαναστατικής κυβέρνησης, η συνεδρίαση προέβη στην καταδίκη της εισβολής.
Σύμφωνα με επίσημες αναφορές της ηγεσίας της Ανατολικής Γερμανίας οι δυνάμεις του Εθνικού Λαϊκού Στρατού (Nationale Volksarmee - NVA) συμμετείχαν στην εισβολή. Η παγκόσμια κοινή γνώμη θεωρούσε βέβαιη αυτή τη συμμετοχή και ο τσεχοσλοβακικός πληθυσμός έδειξε εχθρότητα προς ανατολικογερμανούς πολίτες. Μετά από μελέτη των μυστικών αρχείων του ανατολικογερμανικού Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, ο Ρύντιγκερ Βέντσκε (Rüdiger Wenzke) διαπίστωσε ωστόσο το 1995 πως κανένα τμήμα του Εθνικού Λαϊκού Στρατού δεν συμμετείχε ενεργά στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Ήδη από το Μάιο του 1968 τέθηκαν οι παραμεθόριες μονάδες σε πολεμική ετοιμότητα. Ο ανατολικογερμανικός στρατός, συγκεκριμένα η 7η Ταξιαρχία Αρμάτων και η 11η Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία Πυροβολικού, τέθηκαν στις 29 Ιουλίου υπό σοβιετική διοίκηση. Το πρωί της 21ης Αυγούστου έκλεισαν για τους πολίτες τα σύνορα προς την Τσεχοσλοβακία, παραμεθόριες περιοχές απομονώθηκαν και παρέμειναν προσβάσιμες μόνο για τους κατοίκους τους. Την ίδια μέρα άρχισε να λειτουργεί ο ραδιοφωνικός σταθμός Vltava στη Δρέσδη εκπέμποντας προς την Τσεχοσλοβακία στα μεσαία κύματα. Σκοπός των Ανατολικογερμανών ήταν να δημιουργήσουν ευνοϊκή προδιάθεση για τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας στον τσεχοσλοβακικό πληθυσμό. Η λειτουργία του σταθμού αναστάλθηκε μόλις στις αρχές του 1969, μετά από μαζικές διαμαρτυρίες της Τσεχοσλοβακίας. Στις 23 Αυγούστου η 11η Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία Πυροβολικού μετακινήθηκε πλησιέστερα προς τα τσεχοσλοβακικά σύνορα. Στις 16 Οκτωβρίου 1968 υπάχθηκαν τα στρατεύματα και πάλι υπό ανατολικογερμανική διοίκηση και μια μέρα αργότερα επέστρεψαν στα στρατόπεδά τους. Στα πλαίσια των διαμαρτυριών στο εσωτερικό της Ανατολικής Γερμανίας καταγράφηκαν 1.075 δράστες μέχρι τις 4 Σεπτεμβρίου 1968 και συνελήφθησαν 468 άτομα.
Το επίσημο ΚΚΤ αποφάσισε να μην προβάλει στρατιωτική αντίσταση. Ο πρόεδρος Λούντβικ Σβόμποντα (Ludvík Svoboda) κάλεσε σε ραδιοφωνικό του μήνυμα τους Τσέχους και τους Σλοβάκους να δείξουν αυτοσυγκράτηση. Στο μεταξύ συνελήφθησαν ο Ντούμπτσεκ και άλλα μέλη της κυβέρνησης και μεταφέρθηκαν στη Μόσχα, όπου τους ασκήθηκαν πιέσεις και αναγκάστηκαν σταδιακά να παραδώσουν τον πραγματικό έλεγχο της εξουσίας στον πιστό της σοβιετικής γραμμής Γκούσταβ Χούζακ (Gustav Husák). Ωστόσο το σχέδιο της Σοβιετικής Ένωσης να εμφανίσει μια νέα κυβέρνηση στην Τσεχοσλοβακία δεν πέτυχε, λόγω της ειρηνικής αλλά μαζικής διαμαρτυρίας του πληθυσμού. Μέσα στην αναστάτωση των πρώτων ημερών της κατοχής κατάφερε το ΚΚΤ να συγκαλέσει μυστικά το 14ο Συνέδριο του κόμματος, το οποίο διέψευσε τον ισχυρισμό περί δικού του αιτήματος βοήθειας, καταδίκασε απερίφραστα την εισβολή και επιβεβαίωσε τη στήριξή του στην κυβέρνηση Ντούμπτσεκ. Το κλίμα στην κοινή γνώμη για τους πραγματικούς «συνωμότες» ήταν πολύ δυσμενές για να κηρυχθεί ανοιχτά μια «αυλική επανάσταση». Αν και δεν προβλήθηκε ένοπλη αντίσταση, ο τσέχικος και σλοβάκικος πληθυσμός επιχείρησε να παρακωλύσει την κατάληψη της χώρας με πολιτική ανυπακοή και άλλες ενέργειες. Πολλοί έστρεψαν πινακίδες κυκλοφορίας προς λάθος κατευθύνσεις και παραπλάνησαν Ρώσους στρατιώτες των δυνάμεων κατοχής, που δεν γνώριζαν την περιοχή. Σημαντικός ήταν και ο ρόλος της ραδιοφωνίας της Τσεχοσλοβακίας. Υπό τη διεύθυνση του τότε διευθυντή Γίρι Πέλικαν συγκροτήθηκε κινητός σταθμός εκπομπής για να ενημερώνει τον πληθυσμό. Και η Αυστριακή Ραδιοφωνία (ORF) διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ενημερώνοντας από το εξωτερικό στα βραχέα κύματα τους Τσεχοσλοβάκους, που δεν πληροφορούνταν ή παραπληροφορούνταν για τα γεγονότα μέσα στην ίδια τους τη χώρα.
Οι χώρες της Δύσης περιορίστικαν σε λεκτικές καταδίκες της επέμβασης από φόβο μην επεκταθεί η κρίση σε πυρηνικό πόλεμο. Οι ηγέτες της Ρουμανίας και της Γιουγκοσλαβίας, που βρίσκονταν σε διάσταση με τη Μόσχα, τάχθηκαν στο πλευρό του Ντούμπτσεκ. Στη Φινλανδία, που βρισκόταν υπό σοβιετική επιρροή εκείνη την περίοδο, προκλήθηκε σκάνδαλο. Το ΚΚ Φινλανδίας, όπως και τα ΚΚ Ιταλίας και Γαλλίας, καταδίκασαν την επέμβαση. Ωστόσο ο πρόεδρος της Φινλανδίας Ούρχο Κεκόνεν επισκέφθηκε την Τσεχοσλοβακία τον Οκτώβριο του 1969.
Στις 23 Αυγούστου, δύο μέρες μετά την έναρξη της εισβολής, κλήθηκε ο πρόεδρος Σβόμποντα στη Μόσχα για επίσημες διαπραγματεύσεις, στις οποίες συμμετείχαν, αρχικά ανεπίσημα, και τα μέλη της κυβέρνησης γύρω από τον Ντούμπτσεκ, που βρίσκονταν υπό κράτηση.
Στις 26 Αυγούστου 1968 υπογράφηκε τελικά το Πρωτόκολλο της Μόσχας. Η τσεχοσλοβακική πλευρά δεσμευόταν να κηρύξει άκυρο το 14ο Συνέδριο του ΚΚΤ, να επαναφέρει τη λογοκρισία, να απομακρύνει πολλούς μεταρρυθμιστές από κομματικά και κρατικά αξιώματα και να μην επιβάλει κυρώσεις στους φιλοσοβιετικούς υποστηρικτές της εισβολής. Το πρωτόκολλο δεν όριζε ωστόσο κανένα χρονοδιάγραμμα για την απόσυρση των ξένων στρατευμάτων και η σοβιετική πλευρά έκανε μόνο μερικές φραστικές παραχωρήσεις. Με την ντε φάκτο συνθηκολόγηση στις αποσκευές του επέστρεψε ο Ντούμπτσεκ στην Πράγα, όπου του επιφυλάχθηκε μια ακόμα ενθουσιώδης υποδοχή, και διατήρησε για λίγο καιρό το αξίωμά του. Σχεδόν όλα τα μεταρρυθμιστικά μέτρα πάγωσαν. Μετά από μερικές εβδομάδες διαλύθηκαν στον τσεχοσλοβακικό πληθυσμό και οι τελευταίες αμφιβολίες ως προς το γεγονός ότι η Άνοιξη της Πράγας τελείωσε στις 21 Αυγούστου. Ο ίδιος ο Ντούμπτσεκ απομακρύνθηκε τελικά τον Απρίλιο του 1969 και τη θέση του Πρώτου Γραμματέα του ΚΚΤ κατέλαβε ο Χούζακ.
Η κατοχή της Τσεχοσλοβακίας από τις δυνάμεις του Συμφώνου της Βαρσοβίας είχε ως συνέπεια να εγκαταλείψουν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι τη χώρα, κυρίως εξειδικευμένοι εργάτες και διανοούμενοι (καλλιτέχνες, σκηνοθέτες, συγγραφείς, καθηγητές). Μόνο προς την Αυστρία διέφυγαν 96.000 άνθρωποι περίπου, και άλλοι 66.000 εκδρομείς, που βρίσκονταν ήδη εκεί, δεν επέστρεψαν στην Τσεχοσλοβακία. Στη δίνη των εκκαθαρίσεων στο εσωτερικό του ΚΚΤ, που ξεκίνησε αμέσως ο Χούζακ, διαγράφηκαν σχεδόν μισό εκατομμύριο μέλη. Ο φοιτητής Γιαν Πάλαχ (Jan Palach) αυτοπυρπολήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 1969 στην πλατεία Βέντσεσλας διαμαρτυρόμενος για την καταστολή της Άνοιξης της Πράγας και την πράξη του επανέλαβε ένα μήνα αργότερα ο Γιαν Ζάγιτς.
Η Άνοιξη της Πράγας δεν αντιμετωπίζεται το ίδιο θετικά στα κράτη που διαδέχτηκαν την πρώην Τσεχοσλοβακία, όπως στη Δύση. Συχνά καταγράφεται η άποψη πως ήταν απλά μια διαμάχη ανάμεσα στις δύο πτέρυγες του ΚΚ, ενός ΚΚ όμως που κυριαρχούσε παντού και καταστρατηγούσε το κράτος δικαίου. Οι απόψεις αυτές φτάνουν μέχρι τη διατύπωση του προέδρου του πρώτου ελεύθερα εκλεγμένου κοινοβουλίου μετά το 1989 ότι θα μπορούσε να φανταστεί τον Ντούμπτσεκ ακόμα και να ηγείται ενός σωφρονιστικού στρατοπέδου, έστω κι αν αυτό ήταν πιο ανθρώπινο.
Πολλοί κατηγορούν επίσης τον Ντούμπτσεκ και τους συναγωνιστές του πως με την αδέξια πολιτική τους κατάφεραν μόνο να γυρίσουν πίσω το ρολόι της ιστορίας στην Τσεχοσλοβακία και να διατηρηθεί στο κράτος των Τσέχων και των Σλοβάκων ως το 1989 ένας από τους πιο καταπιεστικούς μηχανισμούς του τότε ανατολικού συνασπισμού. Σε σχέση με την εικόνα που κυριαρχεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η προσφορά του ηγέτη της Άνοιξης της Πράγας περιορίζεται απλά στο γεγονός ότι κατέδειξε με σαφήνεια πόσο ουτοπικό ήταν το πείραμα ενός σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο στο πλαίσιο του ανατολικού μπλοκ. Τα γεγονότα έκαναν πολλούς να παραδεχτούν πως ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» δεν ήταν ικανός να μεταρρυθμιστεί˙ μπορούσε μόνο να αποτιναχθεί.
«Το παράδοξο της ιστορίας», σημειώνει η εφημερίδα Μλάντα Φρόντα Ντνες κατά την 35η επέτειο της εισβολής στις 20 Αυγούστου 2003, «είναι πως η τσέχικη συνταγή για τη βελτίωση του κομμουνισμού θα οδηγούσε μόνο στη γρήγορη καταστροφή του, όπως έδειξε 20 χρόνια αργότερα ο Γκορμπατσόφ». «Η Άνοιξη της Πράγας», σχολιάζει η Πράβο, που προήλθε από το πρώην επίσημο δημοσιογραφικό όργανο του ΚΚΤ, «σκοτώθηκε δύο φορές. Τη μία από τους προδότες που κάλεσαν τα ξένα στρατεύματα... και την άλλη το 1993, όταν πέρασε ο νόμος που έθεσε εκτός νόμου το κομμουνιστικό καθεστώς» χωρίς να διακρίνει ανάμεσα σε μεταρρυθμιστές και συντηρητικούς. Η οικονομική εφημερίδα Χοσποντάρσκε Νόβινι αναφέρει ότι η Τσεχοσλοβακία «έγινε πεδίο μάχης ανάμεσα σε δύο κατηγορίες κομμουνιστών και οι καλύτεροι έχασαν».
Σε μια συνάντηση με τον Τσέχο πρόεδρο Βάτσλαβ Κλάους (Václav Klaus) στις 1. Μαρτίου 2006 παραδέχτηκε ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν (Vladimir Putin) την ηθική ευθύνη της Ρωσίας ως νομικού διαδόχου της Σοβιετικής Ένωσης, πρόσθεσε όμως: «Δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει καμιά νομική ευθύνη»[6].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.