Ρουμάνος στρατιωτικός και πολιτικός From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Ιόν Βίκτορ Αντονέσκου (Ion Victor Antonescu, 15 Ιουνίου 1882 – 1 Ιουνίου 1946) ήταν Ρουμάνος στρατιωτικός και φασίστας δικτάτορας, που, ως Πρωθυπουργός στο μεγαλύτερο μέρος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, προέδρευσε σε δύο συνεχόμενες αυταρχικές διακυβερνήσεις. Μετά τον πόλεμο (1946) καταδικάστηκε για εγκλήματα πολέμου και εκτελέστηκε.[13]
Αξιωματικός του ρουμανικού στρατού, που έγινε γνωστός κατά την αγροτική εξέγερση του 1907 και τη Ρουμανική εκστρατεία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο αντισημίτης Αντονέσκου ήταν φιλικά προσκείμενος στις ακροδεξιές και φασιστικές ομάδες Εθνικό Χριστιανικό Κόμμα και Σιδηρά Φρουρά σε μεγάλο μέρος του μεσοπολέμου. Ήταν στρατιωτικός ακόλουθος στη Γαλλία και αργότερα Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, ενώ υπηρέτησε για μικρό χρονικό διάστημα Υπουργός Αμύνης στην κυβέρνηση του Εθνικού Χριστιανικού Κόμματος του Οκταβιάν Γκόγκα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 η πολιτική στάση του τον έφερε σε σύγκρουση με τον Βασιλιά Κάρολο Β΄ και οδήγησε στην κράτησή του. Όμως ο Αντονέσκου επανήλθε στο πολιτικό προσκήνιο κατά την πολιτική κρίση του 1940 και εγκαθίδρυσε το Εθνικό Κράτος της Λεγεώνας, μια ασταθή συνεργασία με τον ηγέτη της Σιδηράς Φρουράς Χορία Σίμα. Αφού συμμάχησε με τη Ναζιστική Γερμανία και τον Άξονα και έχοντας την υποστήριξη του Χίτλερ, διέλυσε τη Σιδηρά Φρουρά κατά την Εξέγερση των Λεγεωναρίων το 1941. Εκτός από πρωθυπουργός, ανέλαβε τα υπουργία Άμυνας και Εξωτερικών. Λίγο μετά τη συμμετοχή της Ρουμανίας με τον Άξονα στην Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, ανακτώντας τη Βεσσαραβία και τη βόρεια Βουκοβίνα, ο Αντονέσκου έγινε επίσης Στρατάρχης της Ρουμανίας.
Ασυνήθης μορφή μεταξύ των αυτουργών του Ολοκαυτώματος, ο Αντονέσκου εφάρμοσε πολιτικές που ήταν από μόνες τους υπεύθυνες για τον θάνατο μέχρι και 400.000 ανθρώπων, οι περισσότεροι από αυτούς Εβραίοι από τη Βεσσαραβία, την Ουκρανία και τη Ρουμανία, καθώς και Ρομά. Η συμμετοχή του καθεστώτος στο Ολοκαύτωμα περιλάμβανε πογκρόμ και μαζικές δολοφονίες, όπως η σφαγή της Οδησσού με εθνοκάθαρση, συστηματικούς εκτοπισμούς στην κατεχόμενη Υπερδνειστερία και ευρεία άγνοια εγκλήματος. Το σύστημα, ωστόσο, χαρακτηρίστηκε από χαρακτηριστικές ασυνέπειες, με προτεραιότητα τη λεηλασία έναντι της δολοφονίας, την εκδήλωση επιείκειας προς τους περισσότερους Εβραίους του Παλαιού Βασιλείου (στα όρια προ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου) και τελικά την άρνηση να υιοθετηθεί η Τελική Λύση, όπως εφαρμόζεται σε ολόκληρη την κατεχόμενη από τους Ναζί Ευρώπη.
Οι βαριές απώλειες στο Ανατολικό Μέτωπο έκαναν τον Αντονέσκου να προβεί σε ατελέσφορες ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τους Συμμάχους. Μετά τις διαπραγματεύσεις ανατράπηκε με πραξικόπημα υπό την ηγεσία του νεαρού μονάρχη Μιχαήλ Α΄, που αργότερα έγινε γνωστό ως Πραξικόπημα του Βασιλιά Μιχαήλ. Μετά από μια σύντομη κράτηση στη Σοβιετική Ένωση ο εκθρονισμένος δικτάτορας επεστράφη στη Ρουμανία, όπου δικάστηκε από ειδικό Λαϊκό Δικαστήριο και εκτελέστηκε. Αυτό ήταν μέρος μιας σειράς δικών με τις οποίες καταδικάστηκαν διάφοροι συνεργάτες του, καθώς και η σύζυγός του Μαρία. Εθνικιστικές και ακροδεξιές προσπάθειες ανύψωσαν τον Αντονέσκου στη θέση του ήρωα προκειμένου να απαλλαγεί, η συμμετοχή του όμως στο Ολοκαύτωμα επιβεβαιώθηκε επίσημα και καταδικάστηκε μετά την έκθεση της Επιτροπής Βίζελ του 2003.
Γεννημένος στην πόλη Πιτέστι, βορειοδυτικά της πρωτεύουσας Βουκουρέστι, ο Αντονέσκου ήταν απόγονος μιας Ρουμανικής Ορθόδοξης οικογένειας της ανώτερης μεσαίας τάξης με κάποια στρατιωτική παράδοση[14]. Ήταν ιδιαίτερα συνδεδεμένος με τη μητέρα του, Λίτσα Μπαράγκα, που επέζησε του θανάτου του[15]. Ο πατέρας του, αξιωματικός του στρατού, ήθελε ο Ιόν να ακολουθήσει τα βήματά του και έτσι τον έστειλε να φοιτήσει στη Σχολή Πεζικού και Ιππικού στην Κραϊόβα. Ενώ ήταν παιδί ο πατέρας του χώρισε τη μητέρα του για να παντρευτεί μια γυναίκα που ήταν Εβραία προσυλητισμένη στην Ορθοδοξία[16]. Η διάλυση του γάμου των γονιών του ήταν ένα τραυματικό γεγονός για τον νεαρό Αντονέσκου και δεν έκρυβε καθόλου την αντιπάθειά του για τη θετή μητέρα του, που πάντα την περιέγραφε ως femme fatale (μοιραία γυναίκα) που κατέστρεψε αυτό που έβλεπε ως ευτυχισμένο γάμο των γονιών του.
Σύμφωνα με μια περιγραφή ο Αντονέσκου υπήρξε για λίγο συμμαθητής του Βίλχελμ Φρίντμαν, του μετέπειτα ακτιβιστή της Ρουμανικής Εβραϊκής κοινότητας, του οποίου οι παρεμβάσεις στον Conducător (Ηγέτη) Αντονέσκου συνέβαλαν στη διάσωση πολλών ομοθρήσκων του[17]. Μετά την αποφοίτησή του το 1904 ο Αντονέσκου εντάχθηκε στον Ρουμανικό Στρατό με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Πέρασε τα επόμενα δύο χρόνια παρακολουθώντας μαθήματα στο Τμήμα Ειδικού Ιππικού στο Τιργκόβιστε. Κατά πληροφορίες, ο Αντονέσκου ήταν ένθερμος και φιλόδοξος φοιτητής, δυσαρεστημένος από τον αργό ρυθμό των προαγωγών, και αντιστάθμιζε το μικρό του ανάστημα με τη σκληρότητα[18]. Με την πάροδο του χρόνου η φήμη του ως σκληρού και αδίστακτου διοικητή, μαζί με τα κοκκινωπά μαλλιά του, του χάρισανμε το ψευδώνυμο Cîinele Roşu ("Κόκκινος Σκύλος"). Ο Αντονέσκου καλλιέργησε επίσης μια φήμη ότι αμφισβητούσε τους διοικητές του και αντιμιλούσε όποτε αισθανόταν ότι έκαναν λάθος.
Κατά την καταστολή της αγροτικής εξέγερσης του 1907, ηγήθηκε μιας μονάδας ιππικού στην Επαρχία του Γκαλάτσι. Οι απόψεις σχετικά με τον ρόλο του στα γεγονότα διίστανται: ενώ ορισμένοι ιστορικοί πιστεύουν ότι ο Αντονέσκου συμμετείχε ιδιαίτερα βίαια στην εξουδετέρωση της εξέγερσης[19], άλλοι εξισώνουν τη συμμετοχή του με εκείνη των άλλων αξιωματικών ή τον θεωρούν εξαιρετικά προσεκτικό. Εκτός από την περιστολή των αγροτικών διαμαρτυριών η μονάδα του Αντονέσκου κατέστειλε σοσιαλιστικές ενέργειες στο λιμάνι του Γκαλάτσι. Ο χειρισμός του της κατάστασης κέρδισε τον έπαινο του Βασιλιά Κάρολου Α΄, που έστειλε τον Πρίγκιπα του Στέμματος (μελλοντικό μονάρχη) Φερδινάνδο να τον συγχαρεί μπροστά σε όλη τη φρουρά. Την επόμενη χρονιά ο Αντονέσκου προήχθη σε Υπολοχαγό και, μεταξύ 1911 και 1913, φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Πολέμου, παίρνοντας κατά την αποφοίτησή του τον βαθμό του Λοχαγού. Το 1913, κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου κατά της Βουλγαρίας, ο Αντονέσκου υπηρέτησε ως αξιωματικός της Πρώτης Μεραρχίας Ιππικού στη Δοβρουτσά.
Μετά το 1916, όταν το Βασίλειο της Ρουμανίας εισήλθε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, ο Ιόν Αντονέσκου ενήργησε ως αρχηγός του επιτελείου του Στρατηγού Κονσταντίν Πρεζάν. Τον Αύγουστο του 1916, κατά την έναρξη της Ρουμανικής Εκστρατείας, τα Ρουμανικά στρατεύματα διέσχισαν τα Καρπάθια Όρη, εισβάλλοντας στην περιοχή της Τρανσυλβανίας που ανήκε στην Αυστροουγγαρία, αλλά η προσπάθεια τους σταμάτησε όταν οι Κεντρικές Δυνάμεις άνοιξαν νέα μέτωπα. Οι στρατοί της Βουλγαρίας και της Γερμανικής Αυτοκρατορίας νίκησαν αποφασιστικά τους ελλιπώς εξοπλισμένους και αδύναμους να αμυνθούν Ρουμάνους αντιπάλους τους στη Μάχη του Τουτρακάν στις 24 Αυγούστου και προέλασαν στη Δοβρουτσά. Όταν τα εχθρικά στρατεύματα διέσχισαν τα βουνά από την Τρανσυλβανία στη Βλαχία ο Αντονέσκου διατάχθηκε να σχεδιάσει ένα αμυντικό σχέδιο για το Βουκουρέστι.
Η Ρουμανική βασιλικά αυλή, ο στρατός και η διοίκηση στη συνέχεια αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στη Μολδαβία, το τελευταίο τμήμα της επικράτειας που τελούσε ακόμη υπό Ρουμανικό έλεγχο. Από εκείνη τη στιγμή, ο Αντονέσκου ήταν μέρος μιας σημαντικής απόφασης που αφορούσε τις αμυντικές προσπάθειες, μια ασυνήθιστη προαγωγή που πιθανώς υποδαύλισε τις φιλοδοξίες του. Τον Δεκέμβριο, καθώς ο Πρεζάν έγινε Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, ο Αντονέσκου, που ήταν τώρα πια ανώτερος, ονομάστηκε επικεφαλής των επιχειρήσεων, εμπλεκόμενος στην υπεράσπιση της Μολδαβίας. Συνέβαλε στην τακτική που χρησιμοποιήθηκε κατά τη Μάχη του Μαρασέστι (Ιούλιος-Αύγουστος 1917), όταν οι Ρουμάνοι υπό τον Στρατηγό Αλεξάντρου Αβερέσκου κατάφεραν να ανακόψουν την προέλαση των Γερμανικών δυνάμεων υπό τη διοίκηση του Στρατάρχη Άουγκουστ φον Μάκενσεν[20]. Ο Αντονέσκου έζησε κοντά στον Πρεζάν για το υπόλοιπο του πολέμου και επηρέασε τις αποφάσεις του[21].
Το φθινόπωρο εκείνο η Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία απέσυρε τον κύριο σύμμαχο της Ρουμανίας, τη Ρωσική Προσωρινή Κυβέρνηση, από τη σύγκρουση. Η Μπολσεβίκικη Ρωσία, που τη διαδέχτηκε, σύναψε ειρήνη με τις Κεντρικές Δυνάμεις με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, αφήνοντας τη Ρουμανία ως μοναδικό εχθρό των Κεντρικών Δυνάμεων στο Ανατολικό Μέτωπο. Υπό αυτές τις συνθήκες η Ρουμανική κυβέρνηση υπέγραψε, και το Κοινοβούλιο επικύρωσε, τη συνθήκη ειρήνης της Ρουμανίας με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Η Ρουμανία παραβίασε τη συνθήκη αργότερα μέσα στο έτος, με το σκεπτικό ότι ο Βασιλιάς Φερδινάνδος Α΄ δεν την είχε υπογράψει. Στο μεταξύ ο Αντονέσκου, που θεωρούσε την ξεχωριστή ειρήνη ως "την πιο ορθολογική λύση", διορίστηκε διοικητής ενός συντάγματος ιππικού. Η νέα επίθεση έπαιξε ρόλο στην εξασφάλιση της ένωσης της Τρανσυλβανίας με τη Ρουμανία. Μετά τον πόλεμο οι αρετές του Αντονέσκου ως αξιωματικού επιχειρήσεων επισημάνθηκαν, μεταξύ άλλων, από τον πολιτικό Ιόν Γ. Ντούκα, που έγραψε ότι «η ευφυΐα, η επιδεξιότητά και η δραστηριότητά του [του Αντονέσκου] επέφεραν εμπιστοσύνη για το πρόσωπό του και ανεκτίμητη υπηρεσία στη χώρα». Ένα άλλο γεγονός, που συνέβη προς το τέλος του πολέμου, επίσης θεωρείται ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή του Αντονέσκου: το 1918, ο Πρίγκιπας του Στέμματος Κάρολος (ο μελλοντικός βασιλιάς Κάρολος Β΄) το έσκασε και ουσιαστικά εγκατέλειψε τη θέση του στον στρατό, για να παντρευτεί την κοινή θνητή Ζιζί Λαμπρίνο. Αυτό εξόργισε τον Αντονέσκου, που ανέπτυξε ισόβια περιφρόνηση για το μελλοντικό βασιλιά.
Ο υπολοχαγός Αντονέσκου διατήρησε τη δημοσιότητά του και κατά τον μεσοπόλεμο. Συμμετείχε στην πολιτική εκστρατεία για να κερδίσει την αναγνώριση στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού του 1919 για τα κέρδη της Ρουμανίας στην Τρανσυλβανία. Η εθνικιστική του διεκδίκηση για ένα μελλοντικό κράτος των Ρουμάνων δημοσιεύθηκε ως το δοκίμιο Românii. Origina, trecutul, sacrificiile și drepturile lor. ("Οι Ρουμάνοι, η Προέλευσή τους, το Παρελθόν τους, οι Θυσίες τους και τα Δικαιώματά τους"). Το φυλλάδιο υποστήριζε την επέκταση της Ρουμανικής κυριαρχίας πέρα από τα όρια της Μεγάλης Ρουμανίας και συνιστούσε, με κίνδυνο πολέμου με το αναδυόμενο Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας, την προσάρτηση όλων των περιοχών του Βανάτου και της Κοιλάδας του Τιμόκ. Τον Μάρτιο του 1920 ο Αντονέσκου ήταν ένας από τους τρεις που προτάθηκαν από τον νέο πρωθυπουργό Αβερέσκου για τη θέση του στρατιωτικού ακόλουθου της Ρουμανίας στη Γαλλία, αλλά μια έκθεση του Γάλλου στρατιωτικού ακόλουθου στη Ρουμανία, Στρατηγού Βικτόρ Πετέν, ήταν αρκετά αρνητική για να κάνει τη γαλλική πλευρά να επιλέξει αντί αυτού κάποιο Συνταγματάρχη Σούτσου (το κείμενο αναφερόταν στον Αντονέσκου ως «εξαιρετικά ματαιόδοξο», «σωβινιστή» και «ξενοφοβικό», αναγνωρίζοντας παράλληλα τη «μεγάλη στρατιωτική του αξία»). Ο Αντονέσκου ήταν γνωστός για τις συχνές και αλλοπρόσαλλες μεταβολές της διάθεσής του, από πολύ θυμωμένος σε ήρεμο και θυμωμένο και πάλι σε ήρεμος και πάλι μέσα σε λίγα λεπτά, κάτι που συχνά αποπροσανατόλιζε όποιους έπρεπε να συνεργαστούν μαζί του. Ο Ισραηλινός ιστορικός Γέαν Αντσελ έγραψε ότι οι συχνές μεταβολές της διάθεσης του Αντονέσκου οφείλονταν στη σύφιλη, από την οποία είχε προσβληθεί νέος και από την οποία υπέφερε για το υπόλοιπο της ζωής του.
Παρ' όλα αυτά ο Σούτσου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Παρίσι το 1922 και όταν η Ρουμανική κυβέρνηση πρότεινε και πάλι ο Αντονέσκου, η γαλλική κυβέρνηση αισθάνθηκε υποχρεωμένη να δεχτεί τον διορισμό του, παρά την ανανέωση της κριτικής εκ μέρους του Πετέν. Τη στιγμή του διορισμού του ο Αντονέσκου ήταν στρατιωτικός εκπαιδευτής στην πόλη Σιμπίου της Τρανσυλβανίας, όπου η ανυπότακτη στάση του προκαλούσε εκνεύριζετους διοικητές του. Από το 1923 ο Αντονέσκου ήταν επίσης Ρουμάνος ακόλουθος στο Ηνωμένο Βασίλειο και στο Βέλγιο. Αφού ανέλαβε την αποστολή του, διαπραγματεύτηκε πίστωση αξίας 100 εκατομμυρίων γαλλικών φράγκων για τη Ρουμανία να αγοράσει γαλλικά όπλα και συνεργάστηκε με τον Ρουμάνο διπλωμάτη της Κοινωνίας των Εθνών Nικολάε Τιτουλέσκου, με τον οποίο έγιναν προσωπικοί φίλοι. Σύμφωνα με μια περιγραφή ήταν επίσης σε επαφή με τη γεννημένη στη Ρουμανία συντηρητική αριστοκράτισα και συγγραφέα Μάρτε Μπιμπέσκο, που αναφέρεται ότι εισήγαγε τον Αντονέσκου στις ιδέες του Γκυστάβ Λε Μπον, ερευνητή της ψυχολογίας του πλήθους, που άσκησε επιρροή σε φασίστες ηγέτες. Η ίδια πηγή αναφέρει ότι η Μπιμπέσκο είδε τον Ρουμάνο αξιωματικό ως μια νέα εκδοχή του εθνικιστικού επαναστάτη του 19ου αιώνα Ζωρζ Μπουλανζέ, συστήνοντάς τον ως τέτοιο στο Λε Μπον. Το 1923 γνώρισε τον δικηγόρο Μιχαήλ Αντονέσκου, που επρόκειτο να γίνει στενός του φίλος, νομικός εκπρόσωπος και πολιτικός συνεργάτης του.
Μετά την επιστροφή του στη Ρουμανία το 1926 ο Αντονέσκου επέστρεψε στη θέση του διδασκαλίας στο Σιμπίου και το φθινόπωρο του 1928 έγινε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Άμυνας στην κυβέρνηση του Βιντίλε Μπρετιάνου. Παντρεύτηκε τη Μαρία Νικουλέσκου, επί μακρόν κάτοικο Γαλλίας, που είχε παντρευτεί δύο φορές πριν: έναν υπάλληλο της Ρουμανικής αστυνομίας, με τον οποίο είχε ένα γιο, τον Γκεόργκε (πέθανε το 1944) και έναν Έλληνα Εβραϊκής καταγωγής. Μετά από μια περίοδο ως Αναπληρωτής Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου διορίστηκε Αρχηγός του (1933-1934). Αυτές οι θητείες συνέπεσαν με τη βασιλεία του ανήλικου γιου του Κάρολου Μιχαήλ Α΄ και των αντιβασιλέων του και με την κατάληψη της εξουσίας από τον Κάρολο το 1930. Την περίοδο αυτή ο Αντονέσκου άρχισε για πρώτη φορά να ενδιαφέρεται για τη Σιδηρά Φρουρά, μια αντισημιτική και σχετιζόμενη με τον φασισμό κίνηση με επικεφαλής τον Κορνήλιο Ζέλεα Κοντρεάνου. Με την ιδιότητά του Αναπληρωτή Αρχηγού του Επιτελείου διέταξε τη μονάδα πληροφοριών του στρατού να συντάξει μια έκθεση σχετικά με την ομάδα και έκανε σειρά επικριτικών παρατηρήσεων για διάφορες δηλώσεις του Κοντρεάνου.
Ως Αρχηγός του Επιτελείου, ο Αντονέσκου είχε την πρώτη του αντιπαράθεση με την πολιτική τάξη και τον μονάρχη. Τα σχέδιά του για τον εκσυγχρονισμό των όπλων αμφισβητήθηκαν από τον υπουργό Άμυνας Πάουλ Αγγελέσκου, που ανάγκασε τον Αντονέσκου να υποβάλει την παραίτησή του. Σύμφωνα με άλλη περιγραφή ολοκλήρωσε μια επίσημη έκθεση σχετικά με την υπεξαίρεση κονδυλίων του Στρατού, που εμμέσως ενέπλεκε τον Κάρολο και την καμαρίλα του (Υπόθεση Σκόντα). Ο βασιλιάς, συνεπώς, τον καθαίρεσε από το αξίωμα, προκαλώντας αγανάκτηση μεταξύ των τμημάτων του πολιτικού κατεστημένου. Σύμφωνα με τις εντολές του Καρόλου ο Αντονέσκου τέθηκε υπό την εποπτεία της Υπηρεσίας Πληροφοριών Siguranţa Statului και παρακολουθείτο στενά από τον Υφυπουργό Εσωτερικών Aρμαντ Τσελινέσκου. Οι πολιτικές μετοχές του αξιωματικού ήταν σε άνοδο και είχε επαφές με όλες τις πλευρές του πολιτικού φάσματος, ενώ η υποστήριξη για τον Κάρολο έπεσε κατακόρυφα. Ο Αντονέσκου διατήρησε επαφές με τις δύο βασικές δημοκρατικές ομάδες, τα Εθνικό Φιλελεύθερο και το Εθνικό Αγροτικό Κόμμα (γνωστά αντίστοιχα ως PNL και PNŢ). Επίσης, συμμετείχε σε συζητήσεις με τα ανερχόμενα ακροδεξιά, αντισημιτικά και φασιστικά κινήματα: αν και σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, τόσο το Εθνικό Χριστιανικό Κόμμα (PNC) του Οκταβιάν Γκόγκα όσο και η Σιδηρά Φρουρά προσπάθησαν να προσελκύσουν τον Αντονέσκου στο πλευρό τους. Το 1936, προς έκπληξη των αρχών, ο Στρατηγός και μέλος της Σιδηράς Φρουράς Γκεόργκε Καντακουζίνο-Γκρενισερούλ οργάνωσε συνάντηση μεταξύ του Ιόν Αντονέσκου και του ηγέτη του κινήματος: αναφέρεται ότι ο Αντονέσκου βρήκε τον Κοντρεάνου αλαζονικό, αλλά χαιρέτισε την επαναστατική του προσέγγιση στην πολιτική.
Στα τέλη του 1937, όταν οι γενικές εκλογές του Δεκεμβρίου κατέληξαν σε ατελέσφορο αποτέλεσμα, ο Κάρολος διόρισε τον Γκόγκα Πρωθυπουργό ενός ακροδεξιού υπουργικού συμβουλίου, που ήταν η πρώτη κυβέρνηση που επέβαλε φυλετικές διακρίσεις στην αντιμετώπιση της εβραϊκής κοινότητας. Ο διορισμός του Γκόγκα είχε στόχο να περιορίσει την άνοδο του δημοφιλέστερου και ακόμη πιο ριζοσπαστικού Κοντρεάνου. Έχοντας λάβει αρχικά το χαρτοφυλάκιο των Επικοινωνιών από τον αντίπαλό του, Υπουργό Εσωτερικών Αρμαντ Τσελινέσκου, ο Αντονέσκου ζήτησε επανειλημμένα το Υπουργείο Άμυνας, που τελικά του δόθηκε. Η θητεία του εκεί συνέπεσε με μια ταραγμένη περίοδο, οπότε η Ρουμανία έπρεπε να επιλέξει μεταξύ της παραδοσιακής συμμαχίας της με τη Γαλλία, τη Βρετανία, την καταρρέουσα Μικρή Αντάντ και την Κοινωνία των Εθνών ή της προσέγγισης με τη Ναζιστική Γερμανία και του Συμφώνου της κατά της Κομιντέρν. Η συμβολή του ίδιου του Αντονέσκου αμφισβητείται από τους ιστορικούς, που τον θεωρούν είτε ως υποστηρικτή της αγγλογαλλικής συμμαχίας ή, όπως το PNC, πιο ευνοϊκά διακείμενο προς τη συνεργασία με τη Γερμανία του Αδόλφου Χίτλερ. Εκείνη την εποχή ο Αντονέσκου θεωρούσε τη συμμαχία της Ρουμανίας με την Αντάντ ως εξασφάλιση έναντι του Ουγγρικού και του Σοβιετικού ρεβανισμού, αλλά, ως αντικομμουνιστής, υποπτευόταν τη γαλλοσοβιετική προσέγγιση. Ανησυχώντας ιδιαίτερα για τις Ουγγρικές απαιτήσεις στην Τρανσυλβανία, διέταξε το Γενικό Επιτελείο να προετοιμαστεί για μια επίθεση από τα δυτικά. Ωστόσο η σημαντική συνεισφορά του ως υπουργού ήταν σε σχέση με μια εσωτερική κρίση: αντιδρώντας στις βίαιες συγκρούσεις μεταξύ της Σιδηράς Φρουράς και της φασιστικής πολιτοφυλακής του PNC, των Lăncieri, ο Αντονέσκου επέκτεινε τον ήδη ισχύοντα στρατιωτικό νόμο.
Η κυβέρνηση του Γκόγκα τερματίστηκε όταν η άτυπη προσέγγιση μεταξύ Γκόγκα και Κοντρεάνου έκανε τον Κάρολο να ανατρέψει το δημοκρατικό σύστημα και να ανακηρύξει το δικό του αυταρχικό καθεστώς. Ο απερχόμενος πρωθυπουργός πέθανε το 1938 και ο Αντονέσκου παρέμεινε στενός φίλος της χήρας του, Βέτουρια Γκόγκα. Εκείνη την εποχή, αναθεωρώντας την προηγούμενη στάση του, ο Αντονέσκου είχε επίσης οικοδομήσει μια στενή σχέση με τον Κοντρεάνου και μάλιστα λεγόταν ότι είχε γίνει ο μυστικοσύμβουλός του. Μετά από αίτημα του Καρόλου είχε ζητήσει προηγούμενα από τον ηγέτη της Φρουράς να εξετάσει συμμαχία με τον βασιλιά, που ο Κοντρεάνου ασυζητητί αρνήθηκε χάριν διαπραγματεύσεων με τον Γκόγκα, σε συνδυασμό με ισχυρισμούς ότι δεν ενδιαφερόταν για πολιτικές μάχες (στάση που φαίνεται ότι επηρέασε ο ίδιος ο Αντονέσκου).
Λίγο αργότερα ο Τσελινέσκου, ενεργώντας βάσει υποδείξεων του μονάρχη, συνέλαβε τον Κοντρεάνου και τον δίκασε σε δύο διαδοχικές δίκες. Ο Αντονέσκου, του οποίου η θητεία ως Υπουργού Άμυνας είχε παραταθεί υπό την πρωθυπουργία του Mίρον Κριστέα, παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη σύλληψη του Κοντρεάνου. Ήταν μάρτυρας υπεράσπισης κατά την πρώτη και τη δεύτερη δίκη του τελευταίου. Κατά τη δεύτερη, όπου ο Κοντρεάνου καταδικάστηκε για προδοσία, ο Αντονέσκου εγγυήθηκε για την τιμιότητα του φίλου του, κουνώντας το χέρι του μπροστά στους δικαστές. Οταν τέλειωσαν οι δίκες ο βασιλιάς διέταξε τον περιορισμό του πρώην υπουργού του στο Πρεντεάλ (ορεινό θέρετρο), προτού τον αναθέσει τη διοίκηση της Τρίτης Στρατιάς στην απομακρυσμένη ανατολική περιοχή της Βεσσαραβίας (και αργότερα τον απομακρύνει όταν εξέφρασε τη συμπάθειά του για τους φυλακισμένους Σιδηροφρουρούς στο Κισινάου). Προσπαθώντας να δυσφημίσει τον αντίπαλό του, ο Κάρολος διέταξε επίσης τη σύζυγο του Αντονέσκου να δικαστεί για διγαμία, βασιζόμενος σε ψευδή ισχυρισμό ότι το διαζύγιό της δεν είχε οριστικοποιηθεί. Με την υπεράσπιση του Μιχαήλ Αντονέσκου, ο αξιωματικός μπόρεσε να αποδείξει το ψεύδος των συκοφαντών του. Ο ίδιος ο Κοντρεάνου τέθηκε υπό κράτηση και σκοτώθηκε διακριτικά από χωροφύλακες που ενεργούσαν με την εντολή του Καρόλου (Νοέμβριος 1938).
Το καθεστώς του Καρόλου διολίσθησε σταδιακά σε κρίση, που ενισχύθηκε μετά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η στρατιωτική επιτυχία του πυρήνα των Δυνάμεων του Άξονα και του συμφώνου μη επίθεσης, που υπέγραψαν η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση, απομόνωσαν και απειλούσαν τη Ρουμανία. Το 1940 δύο περιοχές της Ρουμανίας, η Βεσσαραβία και η Βόρεια Βουκοβίνα, πέρασαν σε Σοβιετική κατοχή με τη συναίνεση του βασιλιά. Αυτό προέκυψε καθώς η Ρουμανία, που βρέθηκε ακάλυπτη μετά την Πτώση της Γαλλίας, επεδίωκε να ευθυγραμμίσει την πολιτική της με εκείνη της Γερμανίας. Ο ίδιος ο Ιόν Αντονέσκου είχε καταλήξει να αξιολογεί μια εναλλακτική λύση υπέρ του Άξονα μετά τη Συμφωνία του Μονάχου του 1938, όταν η Γερμανία επέβαλε τις απαιτήσεις της στην Τσεχοσλοβακία με τη συναίνεση της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, αφήνοντας τους ντόπιους να φοβηθούν ότι, εκτός απροόπτου, η Ρουμανία θα ακολουθούσε. Εξοργισμένος από τις εδαφικές απώλειες του 1940, ο Στρατηγός Αντονέσκου έστειλε στον Κάρολο μια γενική νότα διαμαρτυρίας και ως εκ τούτου συνελήφθη και κλείστηκε στη Μονή Μπίστριτσα. Από εκεί έδωσε εντολή στον Μιχαήλ Αντονέσκου να έρθει σε επαφή με Ναζί Γερμανούς αξιωματούχους, υποσχόμενος να προωθήσει τα γερμανικά οικονομικά συμφέροντα, ιδιαίτερα σε σχέση με την τοπική πετρελαϊκή βιομηχανία, με αντάλλαγμα την υποστήριξή τους.
Η ελίτ της Ρουμανίας υπήρξε έντονα γαλλόφιλη από τότε που η Ρουμανία είχε κερδίσει την ανεξαρτησία της τον 19ο αιώνα, πράγματι τόσο γαλλόφιλη που η ήττα της Γαλλίας τον Ιούνιο του 1940 είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη απαξίωσή της. Ο εγκλεισμός του Αντονέσκου έληξε τον Αύγουστο, ενώ στο μεταξύ, υπό την πίεση του Άξονα, η Ρουμανία είχε παραχωρήσει τη Νότια Δοβρουτσά στη Βουλγαρία (Συνθήκη της Κραϊόβα) και τη Βόρεια Τρανσυλβανία στην Ουγγαρία (Δεύτερη Εκδίκαση της Βιέννης). Η τελευταία παραχώρηση συγκλόνισε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της Ρουμανίας, προκαλώντας την πτώση-ρεκόρ της δημοτικότητας του Καρόλου και μεγάλης κλίμακας διαμαρτυρίες στο Βουκουρέστι. οι κινήσεις αυτές οργανώθηκαν ανταγωνιστικά από το φιλοσυμμαχικό PNŢ, με επικεφαλής τον Γιούλιου Μανίου και τη φιλοναζιστική Σιδηρά Φρουρά. Η τελευταία αυτή ομάδα είχε αναβιώσει υπό την ηγεσία του Χόρια Σίμα και οργάνωνε ένα πραξικόπημα. Σε αυτή την τεταμένη κατάσταση ο Αντονέσκου απλώς εγκατέλειψε την κατοικία του εγκλεισμού του. Μπορεί να βοηθήθηκε κρυφά σε αυτό με γερμανική μεσολάβηση, αλλά πιο άμεσα να δραπετεύσει τον βοήθησε η Αλις Στούρτζα της υψηλής κοινωνίας, που ενεργούσε κατόπιν αιτήματος του Μανίου. Ο Αντονέσκου συναντήθηκε στη συνέχεια με το Μανίου στο Πλοέστι, όπου συζήτησαν πώς να διαχειριστούν καλύτερα την πολιτική κατάσταση. Ενώ οι διαπραγματεύσεις αυτές διεξάγονταν, ο ίδιος ο μονάρχης δέχθηκε συμβουλές από το περιβάλλον του να ανακτήσει τη νομιμότητά του διοικώντας παράλληλα με τον ολοένα και δημοφιλέστερο Αντονέσκου, δημιουργώντας μια νέα πολιτική πλειοψηφία από τις υπάρχουσες δυνάμεις. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1940 ο Βάλερ Ποπ, αυλικός και σημαντικό μέλος της καμαρίλας, συμβούλεψε πρώτα τον Κάρολο να διορίσει τον Αντονέσκου πρωθυπουργό, ως λύση στην κρίση. Ο λόγος που ο Ποπ συμβούλεψε τον Κάρολο να κάνει τον Αντονέσκου πρωθυπουργό ήταν εν μέρει ότι ο Αντονέσκου - που ήταν γνωστός ως φιλικά διακείμενος προς τη Σιδηρά Φρουρά και είχε φυλακιστεί επί του Καρόλου - θεωρείτο ότι έχει αρκετή αντιπολιτευτική βάση προς το καθεστώς του Καρόλου για να κατευνάσει το κοινό και εν μέρει ότι ο Ποπ γνώριζε ότι ο Αντονέσκου, παρ' όλες τις συμπάθειές του προς τους Λεγεωνάριους, ήταν μέλος της ελίτ και δεν θα στρεφόταν ποτέ εναντίον του. Όταν ο Κάρολος φάνηκε απρόθυμος να κάνει τον Αντονέσκου πρωθυπουργό, ο Ποπ επισκέφθηκε τη γερμανική πρεσβεία για να συναντηθεί με το Φαμπρίτσιους τη νύχτα της 4 Σεπτεμβρίου 1940 για να ζητήσει από τον Γερμανό υπουργό να καλέσει τον Κάρολο και να του πει ότι το Ράιχ ήθελε τον Αντόνεσκου ως πρωθυπουργό, ο Φαμπρίτσιους το έκανε αμέσως. Ο Κάρολος και ο Αντονέσκου δέχθηκαν την πρόταση και ο δεύτερος έλαβε την εντολή να προσεγγίσει τους ηγέτες των πολιτικών κομμάτων Μανίου του PNŢ και Ντίνου Μπρετιάνου του PNL. Όλοι ζήτησαν την παραίτηση του Καρόλου ως προκαταρκτικό μέτρο, ενώ ο Σίμα, ένας άλλος ηγέτης που ζήτησε αργότερα διαπραγματεύσεις, δεν μπόρεσε να βρεθεί εγκαίρως για να εκφράσει την άποψή του. Ο Αντονέσκου τήρησε εν μέρει το αίτημα, ζητώντας από τον Κάρολο να του παραχωρήσει τις εξουσίες του αρχηγού του κράτους της Ρουμανίας. Ο Κάρολος ενέδωσε και, στις 5 Σεπτεμβρίου 1940, ο στρατηγός έγινε Πρωθυπουργός και ο Κάρολος μεταβίβασε σε αυτόν τις περισσότερες από τις δικτατορικές του εξουσίες. Το πρώτο μέτρο του τελευταίου ήταν να περιορίσει την ενδεχόμενη αντίσταση μέσα στον Στρατό, απαλλάσσοντας από τη θέση του τον αρχηγό της Φρουράς του Βουκουραστίου του Γκεόργκε Aργκεσάνου και αντικαθιστώντας τον με τον Ντουμίτρου Κοροάμε. Λίγο αργότερα ο Αντονέσκου άκουσε φήμες ότι δύο από τους πιστούς στον Κάρολο στρατηγούς, οι Γκεόργκε Μιχαήλ και Πάουλ Τεοντορέσκου, σχεδίαζαν να τον δολοφονήσουν. Αντιδρώντας ανάγκασε τον Κάρολο να παραιτηθεί, ενώ ο στρατηγός Κοροάμε αρνήθηκε να εκτελέσει τη βασιλική διαταγή να πυροβολήσει Σιδηροφρουρούς διαδηλωτές.
Ο Μιχαήλ ανέβηκε στον θρόνο για δεύτερη φορά, ενώ οι δικτατορικές εξουσίες του Αντονέσκου επιβεβαιώθηκαν και επεκτάθηκαν. Στις 6 Σεπτεμβρίου, την ημέρα που ο Μιχαήλ ανέλαβε επίσημα τον θρόνο, εξέδωσε βασιλικό διάταγμα που ανακήρυξε τον Αντονέσκου Conducător (Ηγέτη) του κράτους. Το ίδιο διάταγμα απένειμε ένα τελετουργικό ρόλο στον μονάρχη. Μεταξύ των μέτρων που ακολούθησαν ήταν η εξασφάλιση της ασφαλούς αναχώρησης σε αυτοεξορία του Καρόλου και της ερωμένης του Έλενας Λούπεσκου, παρέχοντας προστασία στη βασιλική αμαξοστοιχία όταν δέχτηκε επίθεση από ένοπλα μέλη της Σιδηράς Φρουράς. Το καθεστώς του βασιλιά Καρόλου ήταν πασίγνωστο ως το πιο διεφθαρμένο στην Ευρώπη τη δεκαετία του 1930 και όταν ο Κάρολος έφυγε από τη Ρουμανία πήρε μαζί του το μεγαλύτερο μέρος του ρουμανικού θησαυροφυλακίου, αφήνοντας τη νέα κυβέρνηση με τεράστια οικονομικά προβλήματα. Ο Αντονέσκου περίμενε - ίσως και αφελώς - ότι ο Κάρολος θα έπαιρνε μαζί του αρκετά χρήματα για να εξασφαλίσει μια άνετη εξορία και τον εξέπληξε το γεγονός ότι είχε αδειάσει σχεδόν τελείως το εθνικό ταμείο. Για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ένα μεγάλο ζήτημα της κυβέρνησης Αντονέσκου ήταν η προσπάθεια να υποχρεώσει τις Ελβετικές τράπεζες, όπου ο Κάρολος είχε τις καταθέσεις του, να επιστρέψουν τα χρήματα στη Ρουμανία, προσπάθεια που δεν στέφθηκε με επιτυχία. Η συνεργασία που ακολούθησε του Χόρια Σίμα με τον Αντονέσκου εγκρίθηκε από υψηλόβαθμους Ναζί Γερμανούς αξιωματούχους, πολλοί από τους οποίους φοβούνταν ότι η Σιδηρά Φρουρά ήταν πολύ αδύναμη για να κυβερνήσει μόνη της. Ο Αντονέσκου έλαβε επομένως την έγκριση του πρέσβη Φαμπρίτσιους. Παρά τις πρώτες υποσχέσεις ο Αντονέσκου εγκατέλειψε τα σχέδια για τη δημιουργία μιας εθνικής κυβέρνησης και επέλεξε αντ 'αυτού μια συμμαχία μεταξύ ενός στρατοδικτατορικού λόμπι στρατού και της Σιδηράς Φρουράς. Αργότερα δικαιολόγησε την επιλογή του αναφέροντας ότι η Σιδηρά Φρουρά "αντιπροσώπευε την πολιτική βάση της χώρας εκείνη την εποχή". Ευθύς εξαρχής ο Αντονέσκου συγκρούστηκε με τον Σίμα πάνω σε οικονομικά ζητήματα, με κύριο μέλημα του Αντονέσκου να αναπτυχθεί η οικονομία για να αποφέρει φόρους για το δημόσιο ταμείο, που λεηλατήθηκε από τον Κάρολο, ενώ ο Σίμα ευνοούσε λαϊκιστικά οικονομικά μέτρα, για τα οποία ο Αντονέσκου επέμενε ότι δεν υπήρχαν χρήματα.
Το καθεστώς που προέκυψε, το Εθνικό Λεγεωνικό Κράτος, ανακηρύχθηκε επισήμως στις 14 Σεπτεμβρίου. Την ημερομηνία αυτή η Σιδηρά Φρουρά αναδιαμορφώθηκε στο μοναδικό επίσημο κόμμα. Ο Αντονέσκου συνέχισε ως Πρωθυπουργός και Conducător, με τον Σίμα ως Αναπληρωτή Πρωθυπουργό και αρχηγό της Φρουράς. Ο Αντονέσκου διέταξε στη συνέχεια να απελευθερωθούν οι φυλακισμένοι από τον Κάρολο Σιδηροφρουροί. Στις 6 Οκτωβρίου προήδρευσε στο μαζικό συλλαλητήριο της Σιδηράς Φρουράς στο Βουκουρέστι, μια από σειρά μεγάλων εορταστικών και αναμνηστικών εκδηλώσεων που οργανώθηκαν από το κίνημα κατά τους τελευταίους μήνες του 1940. Ωστόσο ανέχτηκε την άτυπη επιβίωση του PNŢ και του PNL, επιτρέποντάς τους να διατηρήσουν μεγάλο μέρος της πολιτικής τους υποστήριξης.
Ακολούθησε μια σύντομη και πάντα ασταθής συνεργασία μεταξύ Αντονέσκου και Σίμα. Στα τέλη Σεπτεμβρίου το νέο καθεστώς κατήγγειλε όλα τα σύμφωνα, τις συμβάσεις και τις διπλωματικές συμφωνίες που είχαν υπογραφεί επί Καρόλου, φέρνοντας τη χώρα στην τροχιά της Γερμανίας, ενώ υπονόμευσαν τη σχέση της με ένα πρώην Βαλκανικό σύμμαχο, το Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας. Γερμανοί στρατιώτες ήρθαν στη χώρα σταδιακά, για την προστασία της τοπικής πετρελαϊκής βιομηχανίας και για να βοηθήσουν στην εκπαίδευση των Ρουμάνων ομολόγων τους στις τακτικές του Blitzkrieg. Στις 23 Νοεμβρίου ο Αντονέσκου βρέθηκε στο Βερολίνο, όπου η υπογραφή του σφράγισε τη δέσμευση της Ρουμανίας στο βασικό όργανο του Άξονα, το Τριμερές Σύμφωνο. Δύο ημέρες αργότερα η χώρα προσχώρησε επίσης στο σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν, με επικεφαλής τους Ναζί. Εκτός από αυτές τις γενικές δεσμεύσεις, η Ρουμανία δεν είχε συνθήκη που να τη δεσμεύει έναντι της Γερμανίας και η ρουμανογερμανική συμμαχία λειτουργούσε ανεπίσημα. Μιλώντας το 1946 ο Αντονέσκου υποστήριξε ότι ακολούθησε φιλογερμανική πορεία σε συνέχεια των προγενέστερων πολιτικών και για τον φόβο ενός Ναζιστικού προτεκτοράτου στη Ρουμανία.
Κατά την περίοδο του Εθνικού Λεγεωνικού Κράτους η προηγούμενη αντισημιτική νομοθεσία ενισχύθηκε, ενώ η «Ρουμανοποίηση» των εβραϊκών επιχειρήσεων αποτέλεσε καθιερωμένη επίσημη πρακτική. Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο ίδιος ο Αντονέσκου επέκτεινε την αντιεβραϊκή και εμπνευσμένη από τους νόμους της Νυρεμβέργης νομοθεσία, που είχε υιοθετηθεί από τους προκατόχους του, Γκόγκα και Ιόν Τζιγκούρτου, ενώ δεκάδες νέες αντιεβραϊκές ρυθμίσεις ψηφίστηκαν το 1941-1942. Αυτό έγινε παρά την επίσημη υπόσχεσή του στον Βίλχελμ Φίλντερμαν και την Ομοσπονδία των Εβραϊκών Κοινοτήτων ότι, αν δεν συμμετείχε σε «σαμποτάζ», «ο εβραϊκός πληθυσμός δεν θα υπέφερε». Ο Αντονέσκου δεν απέρριψε την εφαρμογή των πολιτικών της Λεγεώνας, αλλά ενοχλήθηκε από την υποστήριξη του Σίμα προς τους παραστρατιωτικούς και τη συχνή προσφυγή της Φρουράς στη βία στους δρόμους. Προκάλεσε μεγάλη εχθρότητα των συνεταίρων του επεκτείνοντας κάποια προστασία σε πρώην αξιωματούχους, που η Σιδηρά Φρουρά είχε συλλάβει. Ένα πρώιμο περιστατικό έφερε σε αντίθεση τον Αντονέσκου με το περιοδικό της Φρουράς Buna Vestire, που τον κατηγόρησε για επιείκεια και στη συνέχεια αναγκάστηκε να αλλάξει το συντακτικό του συμβούλιο. Από τότε ο τύπος της Λεγεώνας ισχυριζόταν ότι εμπόδιζε την επανάσταση και σκόπευε να αναλάβει τον έλεγχο της Σιδηρουργού και ότι είχε μετατραπεί σε εργαλείο της Μασονίας. Η πολιτική σύγκρουση συνέπεσε με μεγάλες κοινωνικές προκλήσεις, όπως η εισροή προσφύγων από περιοχές που είχαν απωλεσθεί και ένα μεγάλο σεισμό που έπληξε το Βουκουρέστι.
Η διαταραχή κορυφώθηκε τις τελευταίες μέρες του Νοεμβρίου του 1940, όταν, μετά την αποκάλυψη των συνθηκών του θανάτου του Κοντρεάνου, το φασιστικό κίνημα διέταξε αντίποινα εναντίον πολιτικών προσωπικοτήτων που προηγουμένως συνδέονταν με τον Κάρολο, διαπράττοντας τη σφαγή της Γιλάβα, τις δολοφονίες του Νικολάε Γιόργκα και του Βίρτζιλ Ματζέαρου (αριστερού πολιτικού του Αγροτικού Κόμματος) και αρκετές άλλες πράξεις βίας. Σε αντίποινα αυτής της ανυπακοής ο Αντονέσκου διέταξε τον στρατό να αναλάβει τον έλεγχο των δρόμων, πίεσε ανεπιτυχώς τον Σίμα να κρατηθούν οι δολοφόνοι, απέλυσε τον Σιδηροφρουρό διοικητή της Αστυνομίας του Βουκουρεστίου Στεφάν Ζεβοϊάνου και διέταξε τους υπουργούς της Λεγεώνας να ορκιστούν στον Conducător. Η εκ μέρους του καταδίκη των δολοφονιών ήταν ωστόσο περιορισμένη και διακριτική και, τον ίδιο μήνα, συμμετείχε με τον Σίμα σε τελετή ταφής των πρόσφατα ανακαλυφθέντων λειψάνων του Κοντρεάνου. Το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ του δικτάτορα και του κόμματος του Σίμα έγινε γνωστό στο Βερολίνο. Όταν τον Δεκέμβριο ο Υπουργός Εξωτερικών της Λεγεώνας Μιχαήλ Ρ. Στούρτζα πέτυχε την αντικατάσταση του Φαμπρίτσιους από τον Mάνφρεντ Φράιερ φον Κίλιγκερ, θεωρούμενο ως φιλικότερο προς τη Σιδηρά Φρουρά, ο Αντονέσκου ανέλαβε αμέσως την ηγεσία του υπουργείου, με δεξί του χέρι τον υπάκουο διπλωμάτη Κονσταντίν Γκρετσεάνου. Στη Γερμανία ηγέτες του Ναζιστικού Κόμματος, όπως ο Χάινριχ Χίμλερ, ο Μπάλντουρ φον Σίραχ και ο Γιόζεφ Γκαίμπελς υποστήριζαν τη Λεγεώνα, ενώ ο Υπουργός Εξωτερικών Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ και η Βέρμαχτ βρισκόταν κοντά στον Αντονέσκου. Η δεύτερη ομάδα ανησυχούσε ότι οποιαδήποτε εσωτερική σύγκρουση θα απειλούσε την πετρελαϊκή βιομηχανία της Ρουμανίας, ζωτικής σημασίας για τη γερμανική πολεμική προσπάθεια. Η Γερμανική ηγεσία από τότε οργάνωνε μυστικά την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα, την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης.
Το σχέδιο του Αντονέσκου να ενεργήσει εναντίον των συνεταίρων του στον συνασπισμό σε περίπτωση περαιτέρω αναταραχής εξαρτιόταν από την έγκριση του Χίτλερ, ένα αόριστο μήνυμα της οποίας είχε δοθεί κατά τις τελετές που επικύρωσαν την προσχώρηση της Ρουμανίας στο Τριμερές Σύμφωνο. Μια αποφασιστική στροφή συνέβη όταν ο Χίτλερ προσκάλεσε τον Αντονέσκου και τον Σίμα για να συζητήσουν: ενώ ο Αντονέσκου συμφώνησε, ο Σίμα έμεινε πίσω στη Ρουμανία, πιθανόν σχεδιάζοντας πραξικόπημα. Παρόλο που ο Χίτλερ δεν έδωσε σαφή έγκριση για την αποβολή του κόμματος του Σίμα, έκανε παρατηρήσεις που ερμηνεύτηκαν από τον αποδέκτη τους ως έμμεσες ευλογίες. Στις 14 Ιανουαρίου 1941, κατά τη σύνοδο κορυφής Γερμανίας-Ρουμανίας, ο Χίτλερ ενημέρωσε τον Αντονέσκου για τα σχέδιά του να εισβάλει στη Σοβιετική Ένωση αργότερα εκείνο το έτος και ζήτησε από τη Ρουμανία να συμμετάσχει. Μέχρι τότε ο Χίτλερ είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ενώ ο Σίμα ήταν ιδεολογικά πιο κοντά στον ίδιο, ο Αντονέσκου ήταν ο καταλληλότερος ηγέτης, ικανός να εξασφαλίσει σταθερότητα στη Ρουμανία, ενώ ήταν αποφασισμένος να ευθυγραμμίσει τη χώρα του με τον Άξονα.
Η διαμάχη Αντονέσκου-Σίμα ξέσπασε βίαια τον Ιανουάριο του 1941, όταν η Σιδηρή Φρουρά υποκίνησε σειρά επιθέσεων σε δημόσια ιδρύματα και ένα πογκρόμ, γεγονότα συλλογικά γνωστά ως η "Εξέγερση της Λεγεώνας". Αυτό συνέβη μετά τη μυστηριώδη δολοφονία του Μάγιορ Ντέριγκ, Γερμανού πράκτορα στο Βουκουρέστι, που χρησιμοποιήθηκε από τη Σιδηρά Φρουρά ως πρόσχημα για να κατηγορηθεί ο Conducător ότι είχε μυστική αντιγερμανική ατζέντα και έκανε τον Αντονέσκου να διώξει τον Λεγεωνάριο Υπουργό Εσωτερικών, Κονσταντίν Πετροβιτσέσκου, ενώ έκλεισε όλα τα ελεγχόμενα από τη Λεγεώνα γραφεία της "Ρουμανοποίησης". Διάφορες άλλες συγκρούσεις τον ώθησαν να απαιτήσει την παραίτηση όλων των διοικητών της Αστυνομίας που συμπαράσσονταν με το κίνημα. Μετά από δύο μέρες εκτεταμένης βίας, κατά την οποία οι Σιδηροφρουροί σκότωσαν περίπου 120 Εβραίους του Βουκουρεστίου, ο Αντονέσκου απέστειλε στον στρατό υπό τη διοίκηση του στρατηγού Κονσταντίν Σενετέσκου. Γερμανοί αξιωματούχοι που ενεργούσαν με τις εντολές του Χίτλερ, συμπεριλαμβανομένου του νέου Πρέσβη Mάνφρεντ Φράιερ φον Κίλιγκερ, βοήθησαν τον Αντονέσκου να εκκαθαρίσει τους Σιδηροφρουρούς, αλλά πολλοί από τους κατώτερούς τους βοήθησαν ενεργά τους οπαδούς του Σίμα. Ο Γκαίμπελς αναστατώθηκε ιδιαίτερα από την απόφαση να υποστηριχθεί ο Αντονέσκου, πιστεύοντας ότι δούλευε για τους "Ελευθεροτέκτονες".
Μετά την εκκαθάριση της Σιδηράς Φρουράς ο Χίτλερ διατήρησε τις επιλογές του ανοικτές παραχωρώντας πολιτικό άσυλο στον Σίμα - που τα δικαστήρια του Αντονέσκου καταδίκασαν σε θάνατο - και σε άλλους Λεγεωνάριους σε παρόμοια θέση. Οι Σιδηροφρουροί κρατήθηκαν υπό ειδικές συνθήκες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ και Νταχάου. Παράλληλα ο Αντονέσκου απέκτησε δημόσια τη συνεργασία των Κοντρενιστών, μελών μιας πτέρυγας της Σιδηράς Φρουράς που είχε αντιταχθεί σθεναρά στον Σίμα και της οποίας ηγέτης ήταν ο πατέρας του Κοντρεάνου Ιον Ζέλα Κοντρεάνου. Ο Αντονέσκου επεδίωξε και πάλι τη στήριξη του PNŢ και του PNL για να σχηματίσει ένα εθνικό υπουργικό συμβούλιο, αλλά η απόρριψη εκ μέρους του του κοινοβουλευτισμού τα έκανε να του το αρνηθούν.
Ο Αντονέσκου ταξίδεψε στη Γερμανία και συναντήθηκε με τον Χίτλερ οκτώ ακόμη φορές μεταξύ Ιουνίου 1941 και Αυγούστου 1944. Οι τόσο στενές επαφές συνέβαλαν στην εδραίωση μιας διαρκούς σχέσης μεταξύ των δύο δικτατόρων και ο Χίτλερ λέγεται ότι κατέληξε να θεωρεί τον Αντονέσκου ως το μόνο αξιόπιστο πρόσωπο στη Ρουμανία και το μόνο ξένο που συμβουλευόταν για στρατιωτικά θέματα. Ο Αμερικανός ιστορικός Γκέρχαρντ Βάινμπεργκ έγραψε ότι ο Χίτλερ, μετά την πρώτη συνάντηση με τον Αντονέσκου, «εντυπωσιάστηκε πολύ από αυτόν. κανένας άλλος ηγέτης που συνάντησε ποτέ ο Χίτλερ, εκτός από τον Μουσολίνι, δεν έλαβε ποτέ τόσο σταθερά θετικά σχόλια από τον Γερμανό δικτάτορα. Ο Χίτλερ είχε ακόμη την υπομονή να ακούει τις μακροσκελείς διαλέξεις του Αντονέσκου για την ένδοξη ιστορία της Ρουμανίας και την ανυποληψία των Ούγγρων - μια περίεργη ανατροπή για έναν άνθρωπο που ήταν πιο συνηθισμένος να διασκεδάζει τους επισκέπτες του με δικές του αναλύσεις». Σε μεταγενέστερες δηλώσεις του ο Χίτλερ απένειμε εύσημα στο "εύρος του οράματος" και την "πραγματική προσωπικότητα" του Αντονέσκου. Μια αξιοσημείωτη πτυχή της φιλίας Χίτλερ-Αντονέσκου ήταν ότι ο ένας δε μιλούσε τη γλώσσα του άλλου. Ο Χίτλερ ήξερε μόνο γερμανικά, ενώ η μόνη ξένη γλώσσα που γνώριζε ο Αντονέσκου ήταν τα γαλλικά. Κατά τις συναντήσεις τους ο Αντονέσκου μιλούσε στα γαλλικά, που μετέφραζε στα γερμανικά ο μεταφραστής του Χίτλερ Πάουλ Σμιτ και αντίστροφα (ο Σμιτ δεν μιλούσε ρουμανικά). Η γερμανική στρατιωτική παρουσία αυξήθηκε σημαντικά στις αρχές του 1941, όταν, χρησιμοποιώντας τη Ρουμανία ως βάση, ο Χίτλερ εισέβαλε στο εξεγερμένο Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας και στο Βασίλειο της Ελλάδας (βλέπε Βαλκανική Εκστρατεία. Παράλληλα η σχέση της Ρουμανίας με το Ηνωμένο Βασίλειο (τότε τον μόνο σοβαρό αντίπαλο της Ναζιστικής Γερμανίας) επιδεινώθηκε μέχρι σύγκρουσης: στις 10 Φεβρουαρίου 1941 ο Βρετανός Πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ ανακάλεσε τον Πρέσβη της Αυτού Μεγαλειότητας Ρέτζιναλντ Χωρ και ενέκρινε τον αποκλεισμό ρουμανικών πλοίων στα λιμάνια τα ελεγχόμενα από τους Βρετανούς. Στις 12 Ιουνίου 1941 σε μια ακόμη συνάντηση κορυφής με τον Χίτλερ, ο Αντονέσκου έμαθε για πρώτη φορά για την «ειδική» φύση της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα, δηλαδή ότι ο πόλεμος κατά της Σοβιετικής Ένωσης θα ήταν ένας ιδεολογικός πόλεμος για την «εξόντωση» των δυνάμεων του «Εβραιομπολσεβικισμού», ένας «πόλεμος εξόντωσης» που έπρεπε να διεξαχθεί χωρίς κανένα έλεος και ο Χίτλερ έδειξε στον Αντονέσκου αντίγραφο των "Οδηγιών για τη Συμπεριφορά των Στρατευμάτων στη Ρωσία" που είχε δώσει στις δυνάμεις του για την "ειδική μεταχείριση" που έπρεπε να γίνει στους Σοβιετικούς Εβραίοι. Ο Αντονέσκου αποδέχτηκε πλήρως τις ιδέες του Χίτλερ για την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα ως «φυλετικό πόλεμο» μεταξύ των Αρείων που εκπροσωπούντο από τους Βόρειους Γερμανούς και των Λατίνων Ρουμάνων από την πλευρά του Άξονα εναντίον των Σλάβων και των Ασιατών, που διοικούντο από τους Εβραίους από τη Σοβιετική πλευρά. Εκτός από τον αντισημιτισμό υπήρχε ένα εξαιρετικά ισχυρό ρεύμα αντισλαβικού και αντιασιατικού ρατσισμού στις παρατηρήσεις του Αντονέσκου σχετικά με τις "ασιατικές ορδές" του Κόκκινου Στρατού. Οι Ασιάτες στους οποίους αναφερόταν ο Αντονέσκου ήταν οι διάφοροι ασιατικοί λαοί της Σοβιετικής Ένωσης, όπως οι Καζάκοι, οι Καλμίκοι, οι Μογγόλοι, οι Ουζμπέκοι, οι Μπουριάτες κ.α. Κατά τη συνάντησή του με τον Χίτλερ τον Ιούνιο του 1941 ο Αντονέσκου είπε στον Φύρερ πως πίστευε ότι ήταν απαραίτητο "μια για πάντα" να εξαλειφθεί η Ρωσία ως δύναμη, επειδή οι Ρώσοι ήταν το ισχυρότερο σλαβικό έθνος και ότι ως λατινικός λαός οι Ρουμάνοι είχαν ένα εγγενές μίσος απέναντι σε όλους τους Σλάβους και τους Εβραίους. Ο Αντονέσκου κατέληξε να πει στον Χίτλερ: "Λόγω των φυλετικών της ιδιοτήτων, η Ρουμανία μπορεί να συνεχίσει να διαδραματίζει τον ρόλο της ως αντισλαβικό ανάχωμα προς όφελος της Γερμανίας". Ο Άντσελ έγραψε ότι ο ρουμανικός αντισλαβικός ρατσισμός διέφερε από τη γερμανική εκδοχή κατά το ότι οι Ρουμάνοι φοβόντουσαν παραδοσιακά τους Σλαβικούς λαούς, ενώ οι Γερμανοί παραδοσιακά τους περιφρονούσαν. Στο μυαλό του Αντονέσκου οι Ρουμάνοι, ως Λατίνοι, είχαν φτάσει σε ένα επίπεδο πολιτισμού, από το οποίο οι Σλάβοι απείχαν πολύ, αλλά θεωρητικά οι Σλάβοι, Ρώσοι και Ουκρανοί, θα μπορούσαν να το φτάσουν υπό την αιγίδα των Ρουμάνων, μέσω παρατηρήσεων του Αντονέσκου προς τον Χίτλερ ότι "Πρέπει να πολεμήσουμε αυτή της φυλής αποφασιστικά" (δηλ. τους Σλάβους) μαζί με την ανάγκη για "εποικισμό" της Υπερδνειστερίας υπαινισσόμενος ότι πίστευε ότι αυτό θα συνέβαινε όσο ζούσε. Στη συνέχεια οι Ρουμάνοι που συμμετείχαν στην Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα θα μάθαιναν ότι ως λατινικό λαό, οι Γερμανοί τους θεωρούσαν τους κατώτερούς τους, αν και όχι τόσο κατώτερους όσο οι Σλάβοι, οι Ασιάτες και οι Εβραίοι, που θεωρούνταν untermensch ("υπάνθρωποι").
Τον Ιούνιο του ίδιου έτους η Ρουμανία συμμετείχε στην επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, υπό την ηγεσία της Γερμανίας σε συνασπισμό με την Ουγγαρία, τη Φινλανδία, το Κράτος της Σλοβακίας, το Βασίλειο της Ιταλίας και το Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας. Ο Αντονέσκου είχε ενημερωθεί για το σχέδιο από τους γερμανούς απεσταλμένους και το υποστήριξε με ενθουσιασμό πριν ακόμα ο Χίτλερ προτείνει στη Ρουμανία να συμμετάσχει. Στις 18 Ιουνίου 1941 ο Αντονέσκου έδωσε εντολές στους στρατηγούς του για «εκκαθάριση του εδάφους» από Εβραίους όταν οι Ρουμανικές δυνάμεις θα έμπαιναν στη Βεσσαραβία και τη Βουκοβίνα. Από την αρχή ο Αντονέσκου ανακήρυξε τον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης ως «ιερό πόλεμο», «σταυροφορία» στο όνομα της Ορθόδοξης πίστης και της Ρουμανικής φυλής ενάντια στις δυνάμεις του «Εβραιομπολσεβικισμού». Η προπαγάνδα του καθεστώτος Αντονέσκου δαιμονοποίησε κάθε τι Εβραϊκό, καθώς ο Αντονέσκου πίστευε ότι ο κομμουνισμός εφευρέθηκε από τους Εβραίους και όλοι οι Σοβιετικοί ηγέτες ήταν στην πραγματικότητα Εβραίοι. Εκφράζοντας τα αντισλαβικά συναισθήματα του Αντονέσκου, παρά το γεγονός ότι ο πόλεμος χαρακτηρίσθηκε ως «σταυροφορία» για την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας ενάντια στον «Εβραιομπολσεβικισμό», δεν παρουσιάστηκε ως αγώνας απελευθέρωσης των Ορθοδόξων Ρώσων και Ουκρανών από τον Κομμουνισμό. Αντίθετα η κυβέρνηση από τον «Εβραιομπολσεβικισμό» παρουσιάστηκε ως κάτι που προκάλεσε την έμφυτη ηθική κατωτερότητα των Σλάβων, που έτσι έπρεπε να κυβερνηθούν από τους Γερμανούς και τους Ρουμάνους. Η συμμετέχουσα Ρουμανική δύναμη σχημάτισε μια Ομάδα Στρατού Στρατηγού Αντονέσκου, υπό την ουσιαστική διοίκηση του Γερμανού στρατηγού Όιγκεν Ρίτερ φον Σόμπερτ. Η Ρουμανική εκστρατεία στο Ανατολικό Μέτωπο ξεκίνησε χωρίς την επίσημη κήρυξη πολέμου και εγκαινιάσθηκε με τη δήλωση του Αντονέσκου: «Στρατιώτες, σας διατάσσω, διασχίστε τον Ποταμό Προύθο» (αναφερόμενος στα σύνορα της Βεσσαραβίας μεταξύ Ρουμανίας και Σοβιετικής επικράτειας μετά το 1940). Λίγες μέρες μετά πραγματοποιήθηκε στο Ιάσιο ένα μεγάλης κλίμακας πογκρόμ με τη συμφωνία του Αντονέσκου. Χιλιάδες Εβραίοι σκοτώθηκαν στο αιματηρό πογκρόμ του Ιασίου. Ο Αντονέσκου είχε ακολουθήσει μια γενιά νεότερων δεξιών Ρουμάνων διανοουμένων με επικεφαλής τον Κορνέλιου Ζέλεα Κονρεάνου, που στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 είχε απορρίψει την παραδοσιακή γαλλοφιλία των ρουμανικών ελίτ και την προσήλωσή τους στις δυτικές αντιλήψεις για καθολικές δημοκρατικές αξίες και ανθρώπινα δικαιώματα. Ο Αντονέσκου κατέστησε σαφές ότι το καθεστώς του απέρριπτε τις ηθικές αρχές του «δημο-φιλελεύθερου κόσμου» και έβλεπε τον πόλεμο ως ιδεολογικό αγώνα μεταξύ του πνευματικά καθαρού του «εθνικοολοκληρωτικού καθεστώτος» έναντι της «Εβραϊκής ηθικής». Ο Αντονέσκου πίστευε ότι οι φιλελεύθερες ανθρωπιστικές-δημοκρατικές-καπιταλιστικές αξίες της Δύσης και του Κομμουνισμού επινοήθηκαν από τους Εβραίους για να καταστρέψουν τη Ρουμανία. Σε μια μακρά ομιλία λίγο πριν τον πόλεμο ο Αντονέσκου επιτέθηκε στη δημοκρατία με τους πιο βίαιους όρους, καθώς επέτρεπε στους Εβραίους να έχουν ίσα δικαιώματα και έτσι να υποβαθμίζουν τη Ρουμανική "εθνική ιδέα". Έτσι δήλωσε ότι αυτό που χρειαζόταν ήταν ένας "νέος άνθρωπος" που θα ήταν "σκληρός", "ανδροπρεπής" και πρόθυμος να αγωνιστεί για μια εθνικά και θρησκευτικά "καθαρή" Ρουμανία. Παρά τη διαμάχη του με τον Σίμα μεγάλο μέρος της ομιλίας του Αντονέσκου αντανακλούσε σαφώς την επιρροή των ιδεών της Σιδηράς Φρουράς που ο Αντονέσκου είχε αφομοιώσει τη δεκαετία του 1930. Ο αντισημιτισμός και ο σεξισμός του Αντονέσκου έφτασαν μέχρι του σημείου να παραβλέπει σιωπηρά τον βιασμό Εβραίων γυναικών και κοριτσιών στη Βεσσαραβία και τη Βόρεια Βουλγαρία από τις δυνάμεις του με το σκεπτικό ότι θα έπαιρνει όλη την περιουσία που οι Εβραίοι είχαν "κλέψει" από τους Ρουμάνους και, κατά την άποψή του, τα Εβραϊκά θηλυκά ήταν απλώς άλλο ένα τμήμα της περιουσίας τους. Δεδομένου ότι οι Εβραίες γυναίκες επρόκειτο να εξοντωθούν ούτως ή άλλως, ο Αντονέσκου θεωρούσε ότι δεν υπήρχε τίποτα κακό στο να αφήσει τους στρατιώτες και τους χωροφύλακές του να «διασκεδάσουν» πριν τις πυροβολήσουν.
Αφού έγινε ο πρώτος Ρουμάνος που έλαβε τον Σταυρό των Ιπποτών του Σιδηρού Σταυρού, που έλαβε από τον Χίτλερ στη συνάντησή του στις 6 Αυγούστου στην ουκρανική πόλη Μπερντίτσιφ, ο Αντόνεσκου προήχθη σε Στρατάρχη της Ρουμανίας με βασιλικό διάταγμα στις 22 Αυγούστου, σε αναγνώριση του ρόλου του στην αποκατάσταση των ανατολικών συνόρων της Μεγάλης Ρουμανίας. Σε έκθεση προς το Βερολίνο, Γερμανός διπλωμάτης έγραψε ότι ο Στρατάρχης Αντονέσκου είχε σύφιλη και ότι «μεταξύ {των Ρουμάνων] αξιωματικών του ιππικού η ασθένεια αυτή είναι τόσο διαδεδομένη όσο το κοινό κρυολόγημα μεταξύ των Γερμανών αξιωματικών. Ο Στρατάρχης πάσχει από σοβαρές υποτροπές της κάθε μήνα." Ο Αντονέσκου έλαβε μία από τις πιο πολυσυζητημένες αποφάσεις του όταν, με σχεδόν πλήρως ολοκληρωμένη την κατάληψη της Βεσσαραβίας, ενέταξε τη Ρουμανία στην πολεμική προσπάθεια του Χίτλερ πέραν του Δνείστερου - δηλαδή πέρα από την περιοχή που ήταν μέρος της Ρουμανίας μεταξύ των δύο πολέμων - και εισέδυσε βαθύτερα στη Σοβιετική επικράτεια, διεξάγοντας έτσι επιθετικό πόλεμο. Στις 30 Αυγούστου η Ρουμανία κατέλαβε μια περιοχή που χαρακτήριζε ως «Υπερδνειστερία», πρώην τμήμα της ΣΣΔ της Ουκρανίας (συμπεριλαμβανομένης ολόκληρης της ΑΣΣΔ της Μολδαβίας και άλλων εδαφών). Όπως και η απόφαση να συνεχίσει τον πόλεμο πέρα από τη Βεσσαραβία, αυτό προκάλεσε σφοδρή κριτική προς τον Αντονέσκου από τα ημιπαράνομα PNL και PNŢ. Στον βαθμό που ο πόλεμος κατά της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ένας πόλεμος για την ανακατάληψη της Βεσσαραβίας και του Βόρειας Βουκοβίνας - και οι δύο περιοχές που αποτελούσαν μέρος της Ρουμανίας μέχρι τον Ιούνιο του 1940 και είχαν Ρουμανική πλειοψηφία - η σύγκρουση ήταν πολύ δημοφιλής στη ρουμανική κοινή γνώμη. Αλλά η ιδέα της κατάληψης της Υπερδνειστερίας δεν ήταν, καθώς αυτή η περιοχή δεν ήταν ποτέ μέρος της Ρουμανίας και μια μειοψηφία του πληθυσμού της ήταν Ρουμανική. Λίγο μετά την κατάληψη η περιοχή ανατέθηκε σε ένα μηχανισμό πολιτικής διοίκησης με επικεφαλής τον Γκεόργκε Αλεξιάνου και έγινε ο τόπος της κύριας συνιστώσας του Ρουμανικού Ολοκαυτώματος: της μαζικής εκτόπισης των Εβραίων της Βεσσαραβίας και της Ουκρανίας, ενώ ακολούθησαν αργότερα μεταφορές Ρουμάνων Ρομά και Εβραίων από την κυρίως Μολδαβία (δηλαδή τα τμήματα της Μολδαβίας δυτικά του Προύθου).
Αφού έγινε ο πρώτος Ρουμάνος που έλαβε τον Σταυρό του Ιπποδρόμου του Σιδηρού Σταυρού, τον οποίο έλαβε από τον Χίτλερ στη συνάντησή του στις 6 Αυγούστου στην ουκρανική πόλη Μπερντιτσίβ, ο Ιον Αντόνσεκου προήχθη στον στρατάρχη της Ρουμανίας με βασιλικό διάταγμα στις 22 Αυγούστου, σε αναγνώριση για τον ρόλο του στην αποκατάσταση των ανατολικών συνόρων της Μεγάλης Ρουμανίας. Σε μια έκθεση στο Βερολίνο, ένας Γερμανός διπλωμάτης έγραψε ότι ο στρατάρχης Αντονέσκου είχε σύφιλη και ότι «μεταξύ των ρουμανικών ιπταμένων αξιωματικών η ασθένεια αυτή είναι τόσο διαδεδομένη όσο το κοινό κρυολόγημα είναι μεταξύ των Γερμανών αξιωματικών · ο στρατάρχης πάσχει από σοβαρές επιθέσεις του κάθε μήνα." Ο Αντονέσκου έλαβε μία από τις πλέον συζητημένες αποφάσεις του όταν, όταν η κατάληψη της Βεσσαραβίας ήταν σχεδόν πλήρης, ανέλαβε τη Ρουμανία στην πολεμική προσπάθεια του Χίτλερ πέραν του Δνείστερου - δηλαδή πέρα από την επικράτεια που ήταν μέρος της Ρουμανίας μεταξύ των πολέμων - Σοβιετική επικράτεια, οδηγώντας έτσι σε επιθετικό πόλεμο. Στις 30 Αυγούστου, η Ρουμανία κατείχε έδαφος που έκρινε ως «Υπερδνειστερία», πρώην τμήμα της Ουκρανικής ΣΣΔ (συμπεριλαμβανομένης ολόκληρης της Μολδαβικής ΑΣΣΔ και άλλων εδαφών). Εφόσον ο πόλεμος κατά της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ένας πόλεμος για την ανάκαμψη της Βεσσαραβίας και του Βόρειου Μπουκοβίνα - και των δύο περιοχών που αποτελούσαν μέρος της Ρουμανίας μέχρι τον Ιούνιο του 1940 και είχε ρουμανικές πλειοψηφίες - η σύγκρουση ήταν πολύ δημοφιλής με τη ρουμανική κοινή γνώμη. Αλλά η ιδέα της κατάκτησης της Υπερδνειστερίας δεν ήταν όπως αυτή η περιοχή δεν ήταν ποτέ μέρος της Ρουμανίας, και μια μειοψηφία του λαού ήταν εθνική ρουμανική. Λίγο μετά την εξαγορά, η περιοχή ανατέθηκε σε μια συσκευή πολιτικής διοίκησης με επικεφαλής τον Γκεόργκε Αλεξιανού και έγινε ο χώρος για το κύριο συστατικό του Ολοκαυτώματος στη Ρουμανία: μια μαζική απέλαση των Εβραίων της Βεσσαραβίας και της Ουκρανίας, ακολουθούμενη αργότερα από μεταφορές Ρομάνων Ρουμάνων και Οι Εβραίοι από τη Μολδαβία (δηλαδή τα τμήματα της Μολδαβίας δυτικά του Προυτ).
Η συμφωνία για τη διοίκηση της Υπερδνειστερίας, που υπογράφηκε στην Τιγκίνα, έθεσε επίσης υπό ρουμανική στρατιωτική κατοχή, περιοχές μεταξύ του Δνείστερου και του Δνείπερου, ενώ παράλληλα παραχωρούσε τον έλεγχο όλων των πόρων στη Γερμανία. Τον Σεπτέμβριο του 1941 ο Αντονέσκου διέταξε τις Ρουμανικές δυνάμεις να καταλάβουν την Οδησσό, έπαθλο που σφόδρα επιθυμούσε για λόγους γοήτρου. Οι Ρώσοι θεωρούντο παραδοσιακά στη Ρουμανία ως κτηνώδεις επιδρομείς και η κατάληψη από τις Ρουμανικές δυνάμεις μιας μεγάλης Σοβιετικής πόλης και ενός από τα μεγαλύτερα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, όπως η Οδησσός, θα ήταν ένα σημάδι για το πόσο η Ρουμανία είχε «αναγεννηθεί» υπό την ηγεσία του Αντονέσκου. Ο Κόκκινος Στρατός κατάφερε να ανακόψει τη Ρουμανική επίθεση στην Οδησσό και στις 24 Σεπτεμβρίου 1941 ο Αντονέσκου υποχρεώθηκε να ζητήσει απρόθυμα τη βοήθεια της Βέρμαχτ κατά της Οδησσού. Στις 16 Οκτωβρίου 1941 η Οδησσός υπέκυψε στις γερμανορουμανικές δυνάμεις. Οι ρουμανικές απώλειες ήταν τόσο βαριές, που η περιοχή γύρω από την Οδησσό ήταν γνωστή στον Ρουμανικό Στρατό ως Κοιλάδα των Δακρύων. Ο αντισημιτισμός του Αντονέσκου οξύνθηκε από τη μάχη της Οδησσού καθώς ήταν πεπεισμένος ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο ο Κόκκινος Στρατός είχε αγωνιστεί τόσο σκληρά γύρω από την Οδησσό ήταν ότι ο μέσος Ρώσος στρατιώτης κατατρομοκρατήθηκε από αιμοβόρους Εβραίους κομισάριους για να πολεμήσει σκληρά. Όταν ο Βίλχελμ Φίλντερμαν έγραψε μια επιστολή στον Αντονέσκου όπου διαμαρτυρόταν για τη δολοφονία των Εβραίων στην Οδησσό, ο Αντονέσκου έγραψε: «Οι Εβραίοι σας, που έχουν γίνει Σοβιετικοί κομισάριοι, οδηγούν Σοβιετικούς στρατιώτες στην περιοχή της Οδησσού σε μια μάταιη αιματοχυσία, μέσω τρομακτικών τεχνικών τρομοκράτησης, όπως οι ίδιοι οι Ρώσοι αιχμάλωτοι έχουν παραδεχθεί, απλώς για να μας προκαλέσουν μεγάλες απώλειες." Ο Αντονέσκου ολοκλήρωσε την επιστολή του με το επιχείρημα ότι οι Ρωσοεβραίοι κομισάριοι είχαν βασανίσει άγρια τους Ρουμάνους αιχμαλώτους και ότι ολόκληρη η Εβραϊκή κοινότητα της Ρουμανίας, περιλαμβανομένου του Φίλντερμαν, ήταν ηθικά υπεύθυνη για όλες τις απώλειες και τα δεινά των Ρουμάνων γύρω από την Οδησσό. Το φθινόπωρο του 1941 ο Αντονέσκου σχεδίαζε να εκτοπίσει όλους τους Εβραίους του Βασιλείου, της Νότιας Βουκοβίνας και της Νότιας Τρανσυλβανίας στην Υπερδνειστερία ως προοίμιο για να τους σκοτώσει, αλλά στην επιχείρηση αυτή έθεσε βέτο η Γερμανία, που διαμαρτυρήθηκε ότι ο Αντονέσκου δεν είχε ολοκληρώσει τη δολοφονία των Εβραίων της Υπερδνειστερίας. Αυτό το βέτο προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από τη γραφειοκρατική πολιτική, δηλαδή αν ο Αντονέσκου εξόντωνε όλους τους Εβραίους της Ρουμανίας, δεν θα υπήρχε τίποτα για να κάνουν οι SS και το Auswärtiges Amt (Υπουργείο Εξωτερικών). Ο Κίλιγκερ πληροφόρησε τον Αντονέσκου ότι η Γερμανία θα ελάττωνε τις προμήθειες όπλων αν ο Αντονέσκου υλοποιούσε τα σχέδιά του για την εκτόπιση των Εβραίων του Βασιλείου στην Υπερδνειστερία και του είπε ότι θα ήταν καλύτερα να εκτοπίσει τους Εβραίους στα στρατόπεδα θανάτου της Πολωνίας, που ήδη οι Γερμανοί κατασκεύαζαν. Δεδομένου ότι η Ρουμανία δεν διέθετε σχεδόν καμία βιομηχανία όπλων και εξαρτιόταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από όπλα από τη Γερμανία για να διεξάγει τον πόλεμο, ο Αντονέσκου δεν είχε άλλη επιλογή, παρά να συμμορφωθεί με το αίτημα του Κίλιγκερ.
Τα κατώτερα όπλα του Ρουμανικού Στρατού, ο ανεπαρκής εξοπλισμός και η έλλειψη κατάρτισης υπήρξαν μείζονες ανησυχίες για τους Γερμανούς διοικητές πριν από την έναρξη της επιχείρησης. Ένα από τα πρώτα μεγάλα εμπόδια που αντιμετώπισε ο Αντονέσκου στο Ανατολικό Μέτωπο ήταν η αντίσταση της Οδησσού, Σοβιετικού λιμανιού στη Μαύρη Θάλασσα. Αρνούμενος κάθε γερμανική βοήθεια, διέταξε τον Ρουμάνικο Στρατό να διεξαγάγει μια δίμηνη πολιορκία θέσεων με ισχυρή οχύρωση και άμυνα. Η ανεπαρκώς εξοπλισμένη 4η Στρατιά υπέστη απώλειες περίπου 100.000 ανδρών. Η δημοτικότητα του Αντονέσκου αυξήθηκε και πάλι τον Οκτώβριο, όταν η πτώση της Οδησσού γιορτάστηκε θριαμβευτικά με μια παρέλαση από την Arcul de Triumf (Αψίδα του Θριάμβου) του Βουκουρεστίου, οπότε πολλοί Ρουμάνοι λέγεται ότι πίστεψαν ότι ο πόλεμος είχε κερδηθεί. Στην ίδια την Οδησσό ακολούθησε μια μεγάλης κλίμακας σφαγή του Εβραϊκού πληθυσμού, που διέταξε ο Στρατάρχης ως αντίποινα για βομβιστική επίθεση που σκότωσε πολλούς Ρουμάνους αξιωματικούς και στρατιώτες (μεταξύ των οποίων και ο Στρατηγός Ιοάν Γκλογκογεάνου). Η πόλη έγινε στη συνέχεια διοικητική πρωτεύουσα της Υπερδνειστερίας. Σύμφωνα με μια περιγραφή, η Ρουμανική κυβέρνηση σχεδίαζε να αλλάξει το όνομα της Οδησσού σε Αντονέσκου. Ο Αντονέσκου σχεδίαζε μόλις κερδηθεί ο πόλεμος εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης να εισβάλει στην Ουγγαρία για να πάρει πίσω την Τρανσυλβανία και στη Βουλγαρία για να πάρει πίσω τη Δοβρουτσά, ιδιαίτερα ανυπόμονος για το πρώτο. Ο Αντονέσκου σχεδίαζε να επιτεθεί στην Ουγγαρία για να ανακτήσει την Τρανσυλβανία με την πρώτη ευκαιρία και θεωρούσε τη συμμετοχή της Ρουμανίας στο Ανατολικό Μέτωπο εν μέρει ως τρόπο να αποδείξει στον Χίτλερ ότι η Ρουμανία ήταν καλύτερος σύμμαχος της Γερμανίας από την Ουγγαρία και έτσι άξιζε τη γερμανική υποστήριξη όταν θα άρχιζε ο σχεδιασμένος η ρουμανουγγρικός πόλεμος.
Καθώς η Σοβιετική Ένωση ανέκαμψε από το αρχικό σοκ και επιβράδυνε την επίθεση του Άξονα στη Μάχη της Μόσχας (Οκτώβριος 1941 - Ιανουάριος 1942), οι σύμμαχοί της ζήτησαν από τη Ρουμανία να συνεισφέρει μεγαλύτερο αριθμό στρατευμάτων. Ένας αποφασιστικός παράγοντας για τη συμμόρφωση του Αντονέσκου με το αίτημα φαίνεται να ήταν μια ειδική επίσκεψη στο Βουκουρέστι του διοικητή της Βέρμαχτ, Βίλχελμ Κάιτελ, που παρουσίασε στον Conducător το σχέδιο του Χίτλερ για την επίθεση στον Καύκασο. Η ρουμανική δύναμη που συμμετείχε στον πόλεμο φέρεται να υπερέβη τις γερμανικές απαιτήσεις. Ανήλθε σε περίπου 500.000 στρατιώτες και ενεπλάκησαν ενεργά τριάντα μεραρχίες. Ως ένδειξη της ικανοποίησής του ο Χίτλερ δώρησε στον Ρουμάνο ομόλογό του ένα πολυτελές αυτοκίνητο. Στις 7 Δεκεμβρίου 1941 η Βρετανική κυβέρνηση, αφού εξέτασε τη δυνατότητα της Ρουμανίας, της Ουγγαρίας και της Φινλανδίας να αλλάξουν τη στάση τους, απάντησε σε επανειλημμένες σοβιετικές εκκλήσεις και κήρυξε τον πόλεμο και στις τρεις. Μετά την επίθεση της Ιαπωνίας στο Περλ Χάρμπορ και σύμφωνα με τη δέσμευση του Άξονα, η Ρουμανία κήρυξε τον πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες μέσα σε πέντε μέρες. Αυτές οι εξελίξεις έρχονταν σε αντίθεση με τη δήλωση του Αντονέσκου στις 7 Δεκεμβρίου: "Είμαι σύμμαχος του [Γερμανικού] Ράιχ κατά της Σοβιετικής Ένωσης, είμαι ουδέτερος στη σύγκρουση μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Γερμανίας. Είμαι υπέρ της Αμερικής ενάντια στους Ιάπωνες".
Μια αποφασιστική αλλαγή στον πόλεμο ήρθε με τη Μάχη του Στάλινγκραντ (Ιούνιος του 1942 - Φεβρουάριος του 1943), μια μεγάλη ήττα για τον Άξονα. Μόνο ο Ρουμανικός στρατός έχασε περίπου 150.000 άνδρες (νεκροί, τραυματίες ή αιχμάλωτοι) και περισσότερες από τις μισές μεραρχίες της χώρας χάθηκαν. Η απώλεια δύο ολόκληρων ρουμανικών στρατών που όλοι οι στρατιώτες τους σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν από τους Σοβιετικούς προκάλεσαν μεγάλη κρίση στις σχέσεις Γερμανίας-Ρουμανίας τον χειμώνα του 1943 με πολλούς στη ρουμανική κυβέρνηση για πρώτη φορά να αμφισβητούν τη σοφία της συμμαχίας με τον Άξονα. Εκτός από τις ελίτ, από το 1943 οι συνεχιζόμενες σοβαρές απώλειες στο Ανατολικό Μέτωπο, η οργή για την περιφρόνηση με την οποία η Βέρμαχτ αντιμετώπιζε τους Ρουμάνους συμμάχους της και η πτώση του βιοτικού επιπέδου στη Ρουμανία κατέστησαν στον Ρουμάνικο λαό αντιπαθή τον πόλεμο και κατά συνέπεια και τον ίδιο τον Conducător. Ο Αμερικανός ιστορικός Γκέρχαρντ Βάινμπεργκ έγραψε ότι : «Η σειρά μη τήρησης γερμανικών υποσχέσεων για εξοπλισμό και υποστήριξη, η αγνόηση προειδοποιήσεων σχετικά με τις Σοβιετικές επιθετικές προετοιμασίες, η εχθρική αντιμετώπιση των υποχωρουσών Ρουμανικών μονάδων από Γερμανούς αξιωματικούς και στρατιώτες και η γενική γερμανική τάση να κατηγορούν τους συμμάχους τους για δικές τους εσφαλμένες εκτιμήσεις και αποτυχίες, συνδυαζόμενες δημιούργησαν πραγματική κρίση στις σχέσεις Γερμανίας-Ρουμανίας ». Στο μεταξύ για κάποιο διάστημα ο Στρατάρχης είχε αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή, εξαιτίας μιας άγνωστης αιτίας, που φημολογείται ότι ήταν ψυχικό νόσημα, τροφογενής ασθένεια ή σύμπτωμα της σύφιλης, από την οποία είχε προσβληθεί παλαιότερα. Είναι γνωστό ότι υπέφερε από προβλήματα με το πεπτικό σύστημα και τη διατροφή του είχε αναλάβει η Μαρλένε φον Έξνερ, γεννημένη στην Αυστρία διαιτολόγος, που μετακόμισε στην υπηρεσία του Χίτλερ μετά το 1943.
Μετά την επιστροφή του ο Αντονέσκου κατηγόρησε για τις ρουμανικές απώλειες τον Γερμανό επόπτη Aρτουρ Χάουφε, που ο Χίτλερ συμφώνησε να αντικαταστήσει. Παράλληλα με τις στρατιωτικές απώλειες η Ρουμανία αντιμετώπιζε μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Το πετρέλαιο της Ρουμανίας ήταν η μοναδική πηγή φυσικού πετρελαίου του Ράιχ μετά την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση τον Ιούνιο του 1941 έως τον Αύγουστο του 1944 (η Γερμανία είχε επίσης εργοστάσια συνθετικού πετρελαίου που λειτουργούσαν από το 1942 και μετά) και ως εκ τούτου για οικονομικούς λόγους, ο Χίτλερ τη μεταχειριζόταν ως μείζονα σύμμαχος του. Ενώ η Γερμανία μονοπωλούσε τις εξαγωγές της Ρουμανίας, αθετούσε τις περισσότερες πληρωμές της. Όπως όλες οι χώρες των οποίων οι εξαγωγές προς τη Γερμανία, ιδίως στο πετρέλαιο, υπερέβαιναν τις εισαγωγές από αυτή, η οικονομία της Ρουμανίας υπέφερε από τον ναζιστικό έλεγχο της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Από τη γερμανική πλευρά, οι άμεσα εμπλεκόμενοι στην αξιοποίηση της οικονομικής παραγωγής της Ρουμανίας για τους στόχους της Γερμανίας ήταν οι σχεδιαστές της οικονομίας Χέρμαν Γκαίρινγκ και Βάλτερ Φουνκ, μαζί με τον Χέρμαν Νοϊμπάχερ, Ειδικό Εκπρόσωπο για τα Οικονομικά Προβλήματα. Ένα διαρκές πρόβλημα για τον Αντονέσκου ήταν η προσπάθειά του να αποσπάσει πληρωμές για το σύνολο του πετρελαίου που έστελνε στη Γερμανία, ενώ αντιστεκόταν στις απαιτήσεις της Γερμανίας για αυξημένη παραγωγή. Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω το 1942, καθώς η Αεροπορία των ΗΠΑ και η RAF κατάφεραν να βομβαρδίσουν τις πετρελαιοπηγές στην Επαρχία Πράχοβα. Επίσημες πηγές της επομένης περιόσου συνυπολογίζουν στρατιωτικές και πολιτικές απώλειες κάθε είδους του πολέμου, σε συνολικά 554.000 θύματα.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Ρουμάνος ηγέτης αναγνώρισε ότι η Γερμανία έχανε τον πόλεμο και, ως εκ τούτου, εξουσιοδότησε τον Αντιπρόεδρο του και νέο Υπουργό Εξωτερικών Μιχαήλ Αντονέσκου να αναπτύξει επαφές με τους Συμμάχους. Στις αρχές του 1943 ο Αντονέσκου εξουσιοδότησε τους διπλωμάτες του να έρθουν σε επαφή με Βρετανούς και Αμερικανούς διπλωμάτες στην Πορτογαλία και την Ελβετία για να δουν εάν ήταν δυνατό να υπογράψει η Ρουμανία ανακωχή με τις Δυτικές δυνάμεις. Οι Ρουμάνοι διπλωμάτες ενημερώθηκαν ότι δεν υπήρχε πιθανότητα ανακωχής μέχρι την υπογραφή ανακωχής με τη Σοβιετική Ένωση, όρο που ο Αντονέσκου απέρριψε. Παράλληλα, επέτρεψε στο PNŢ και το PNL να συμμετάσχουν σε παράλληλες συνομιλίες με τους Συμμάχους σε διάφορα σημεία σε ουδέτερες χώρες. Οι συζητήσεις, στις οποίες οι Ρουμάνοι απεσταλμένοι διαπραγματεύονταν με Συμμαχικούς διπλωμάτες στη Σουηδία και την Αίγυπτο (μεταξύ των οποίων και οι Σοβιετικοί εκπρόσωποι Νικολάι Βασιλιέβιτς Νόβικοφ και Αλεξάνδρα Κολλοντάι), οξύνθηκαν από την έκκληση των Δυτικών Συμμάχων για άνευ όρων παράδοση. Ο Αντονέσκου ανησύχησε επίσης από την πιθανότητα μεταφοράς του πολέμου στο έδαφος της Ρουμανίας, όπως συνέβη στην Ιταλία μετά την Επιχείρηση Χιονοστιβάδα. Τα γεγονότα οδήγησαν επίσης σε διαπραγματεύσεις των εχθρών με στόχο την ανατροπή του Αντονέσκου και τη συμμετοχή των δύο πολιτικών κομμάτων, του νέου μονάρχη, των διπλωματών και του στρατού. Μια σημαντική σύγκρουση μεταξύ Μιχαήλ και Αντονέσκου συνέβη τις πρώτες ημέρες του 1943, όταν ο 21χρονος μονάρχης χρησιμοποίησε το διάγγελμα για το Νέο Έτος στο εθνικό ραδιόφωνο για να πάρει αποστάσεις από την πολεμική προσπάθεια του Άξονα.
Τον Μάρτιο του 1944 ο Σοβιετικός Κόκκινος Στρατός διέσπασε τα μέτωπα του Νότιου Μπουγκ και του Δνείστερου, προελαύνοντας στη Βεσσαραβία. Αυτό συνέβη ακριβώς μόλις ο Χένρυ Μέιτλαντ Ουίλσον, Συμμαχικός διοικητής των επιχειρήσεων της Μεσογείου, έθεσε στον Αντονέσκου τελεσίγραφο. Μετά από νέα επίσκεψη στη Γερμανία και συνάντηση με τον Χίτλερ, ο Αντονέσκου επέλεξε να συνεχίσει να αγωνίζεται μαζί με τα υπόλοιπα κράτη του Άξονα, απόφαση που αργότερα ισχυρίστηκε ότι είχε ως κίνητρο την υπόσχεση του Χίτλερ για να επιτρέψει στη Ρουμανία την κατοχή της Βόρειας Τρανσυλβανίας στην περίπτωση νίκης του Άξονα. Μετά την επιστροφή του, ο Conducător επέβλεψε μια αντεπίθεση, που σταθεροποίησε το μέτωπο σε μια γραμμή μεταξύ Ιασίου και Κισινάου στα βόρεια και του κάτω Δνείστερου στα ανατολικά. Αυτό εξομάλυνε τις σχέσεις του με Ναζί Γερμανούς αξιωματούχους, των οποίων η ανησυχία για την πιθανή απώλεια ενός συμμάχου είχε ως αποτέλεσμα το σχέδιο Margarethe II, μια προσαρμοσμένη εκδοχή του σχεδίου κατάληψης της Ουγγαρίας (Margarethe).
Ωστόσο η μη συμμόρφωση του Αντονέσκου με τους όρους του τελεσιγράφου του Ουίλσον είχε επίσης δραστικές επιπτώσεις στη δυνατότητα της Ρουμανίας να εξέλθει από τον πόλεμο. Μέχρι τότε ο Αντονέσκου φανταζόταν μια ξεχωριστή ειρήνη με τους Δυτικούς Συμμάχους, διατηρώντας παράλληλα επαφές με τους Σοβιετικούς. Παράλληλα το κυρίαρχο αντιπολιτευτικό κίνημα καθιέρωσε επαφές με το Ρουμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCR), που, αν και μικρό αριθμητικά, απέκτησε μεγάλη σημασία γιατί ήταν η μόνη πολιτική ομάδα που ευνοούσε ο Σοβιετικός ηγέτης Ιωσήφ Στάλιν. Από την πλευρά του PCR, οι συζητήσεις αφορούσαν τον Λουκρέτσιου Πετρεσκάνου και αργότερα τον Eμίλ Μποντνέρας. Μια άλλη ομάδα που συμμετείχε σε αυτό το στάδιο ήταν το παλιό Ρουμανικό Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Κόμμα.
Μεγάλης κλίμακας Συμμαχικοί βομβαρδισμοί του Βουκουρεστίου έλαβαν χώρα την άνοιξη του 1944, ενώ ο Σοβιετικός Κόκκινος Στρατός προσέγγιζε τα σύνορα της Ρουμανίας. Η Μάχη για τη Ρουμανία ξεκίνησε στα τέλη του καλοκαιριού. Ενώ οι Γερμανοί διοικητές Γιοχάνες Φρίσνερ και Oτο Βέλερ της Ομάδας Στρατού της Νότιας Ουκρανίας προσπαθούσαν να κρατήσουν τη Βουκοβίνα, ο Σοβιετικός ηγέτης του Μετώπου της Στέπας Ροντιόν Μαλινόφσκι εισέβαλε σε περιοχές της Μολδαβίας, που τις υπερασπίζονταν τα στρατεύματα του Πέτρε Ντουμιτρέσκου. Αντιδρώντας ο Αντονέσκου προσπάθησε να σταθεροποιήσει το μέτωπο σε μια γραμμή Φωξάνη-Νεμολοάσα-Βραΐλα, βαθιά μέσα στο ρουμανικό έδαφος. Στις 5 Αυγούστου επισκέφθηκε τον Χίτλερ για τελευταία φορά στο Κέντσιν (Πολωνία). Με την ευκαιρία αυτή ο Γερμανός ηγέτης φέρεται να εξήγησε ότι ο λαός του είχε προδώσει τη ναζιστική υπόθεση και τον ρώτησε αν η Ρουμανία θα συνεχίσει να αγωνίζεται (στο οποίο ο Αντονέσκου φέρεται να απάντησε αόριστα). Αφού ο Σοβιετικός Υπουργός Εξωτερικών Βιατσεσλάβ Μόλοτοφ δήλωσε επανειλημμένα ότι η Σοβιετική Ένωση δεν θα απαιτήσει την υποταγή της Ρουμανίας, οι παρατάξεις που ήταν αντίθετες στον Αντονέσκου συμφώνησαν ότι είχε έρθει η στιγμή να τον ανατρέψουν, πραγματοποιώντας το Βασιλικό Πραξικόπημα της 23 Αυγούστου. Την ημέρα εκείνη ο βασιλιάς ζήτησε από τον Αντονέσκου να τον συναντήσει στα βασιλικά ανάκτορα, όπου του ζήτησε να αποσύρει τη Ρουμανία από τη συμμαχία του Άξονα. Εκείνος αρνήθηκε και συνελήφθη αμέσως από τους στρατιώτες της φρουράς και αντικαταστάθηκε ως Πρωθυπουργός από τον Στρατηγό Κονσταντίν Σενετέσκου, που προήδρευσε μιας εθνικής κυβέρνησης.
Οι νέες Ρουμανικές αρχές κήρυξαν ειρήνη με τους Συμμάχους και συμβούλευσαν τον πληθυσμό να καλωσορίσει τα Σοβιετικά στρατεύματα. Στις 25 Αυγούστου, καθώς το Βουκουρέστι υπερασπίστηκε με επιτυχία έναντι των γερμανικών αντιποίνων, η Ρουμανία κήρυξε πόλεμο στη Ναζιστική Γερμανία. Τα γεγονότα διέσπασαν τη γερμανική κυριαρχία στα Βαλκάνια, σταματώντας την επίθεση Maibaum (Γαϊτανάκι) κατά των Γιουγκοσλάβων Παρτιζάνων. Το πραξικόπημα ήταν ωστόσο μονομερής κίνηση και μέχρι την υπογραφή της ανακωχής στις 12 Σεπτεμβρίου η χώρα εξακολουθούσε να θεωρείται εχθρός από τους Σοβιετικούς, που συνέχιζαν να συλλαμβάνουν Ρουμάνους στρατιώτες ως αιχμάλωτους πολέμου. Παράλληλα ο Χίτλερ επανενεργοποίησε τη Σιδηρά Φρουρά στην εξορία, δημιουργώντας μια εξόριστη κυβέρνηση υπό την ηγεσία του Σίμα, που δεν επιβίωσε του τέλους του πολέμου στην Ευρώπη.
Εχοντας τεθεί υπό τη φρούρηση μαχητών του PCR, ο Ιόν Αντονέσκου βρισκόταν σε ένα σπίτι στη συνοικία Βάτρα Λουμινοάσα του Βουκουρεστίου. Στη συνέχεια παρέδωσε στις Σοβιετικές κατοχικές δυνάμεις, τον μετέφεραν στη Μόσχα μαζί με τον αναπληρωτή του Μιχαήλ Αντονέσκου, τον Κυβερνήτη της Υπερδνειστερίας Γκεόργκε Αλεξιάνου, τον Υπουργό Άμυνας Κονσταντίν Παντάζι, τον Διοικητή της Χωροφυλακής Κονσταντίν Βασίλιου και τον αρχηγό της Αστυνομίας του Βουκουρεστίου Μιρτσέα Ελεφτερέσκου. Στη συνέχεια τέθηκαν υπό πολυτελή κράτηση σε ένα αρχοντικό κοντά στην πόλη και φρουρούντο από το SMERSH, ειδικό σώμα αντικατασκοπείας, που αναφερόταν απευθείας στον Στάλιν. Λίγο μετά την παράδοση της Γερμανίας, τον Μάιο του 1945, η ομάδα μεταφέρθηκε στη φυλακή Λουμπιάνκα. Εκεί ο Αντονέσκου ανακρίθηκε και φέρεται να πιέσθηκε από τους άνδρες του SMERSH, μεταξύ των οποίων και ο Βίκτορ Σεμιόνοβιτς Αμπακούμωφ, αλλά αντίγραφα των συνομιλιών τους δεν στάλθηκαν ποτέ στη Ρουμανία από τις Σοβιετικές αρχές. Μεταγενέστερες έρευνες ανέφεραν ότι τα κύρια θέματα που συζητήθηκαν ήταν η γερμανορουμανική συμμαχία, ο πόλεμος κατά της Σοβιετικής Ένωσης, οι οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών και η συμμετοχή της Ρουμανίας στο Ολοκαύτωμα (που οριζόταν συγκεκριμένα ως εγκλήματα κατά των «ειρηνικών σοβιετικών πολιτών»). Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Αντονέσκου προσπάθησε να αυτοκτονήσει στο κατάλυμά του. Επεστράφη στο Βουκουρέστι την άνοιξη του 1946 και κρατήθηκε στη φυλακή Γίλαβα. Στη συνέχεια ανακρίθηκε από τον εισαγγελέα Aβράμ Μπουνάτσιου, στον οποίο διαμαρτυρήθηκε για τις συνθήκες κράτησής του, σε αντίθεση με εκείνες στη Μόσχα, εξηγώντας ότι ήταν χορτοφάγος και ζήτησε ειδική διατροφή.
Τον Μάιο του 1946 Αντονέσκου κατηγορήθηκε αρχικά σε σειρά Λαϊκών Δικαστηρίων, με κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου, εγκλήματα κατά της ειρήνης και προδοσία. Τα δικαστήρια προτάθηκαν αρχικά από το PNŢ και ήταν σύμφωνα με τη Δίκη της Νυρεμβέργης στην κατεχόμενη από τους Συμμάχους Γερμανία. Το ρουμανικό νομοθετικό πλαίσιο συντάχθηκε από τον πραξικοπηματία Πετρεσκάνου, μέλος του PCR που είχε αναλάβει την ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Παρά το γεγονός ότι η ιδέα είχε κερδίσει τη στήριξη πολλών πλευρών του πολιτικού φάσματος, οι διαδικασίες πολιτικοποιήθηκαν υπό μια έννοια ευνοϊκή για το PCR και τη Σοβιετική Ένωση και έθεσαν ένα νομικό πρόβλημα ότι στηρίζονταν σε αποφάσεις βάσει νόμων εκ των υστέρων. Η πρώτη τέτοια τοπική δίκη έλαβε χώρα το 1945, με αποτέλεσμα την καταδίκη του Ιωσήφ Γιακομπίτσι, του Nικολάε Ματσίτσι, του Κονσταντίν Τρεστιορεάνου και άλλων στρατιωτικών διοικητών που συμμετείχαν άμεσα στον σχεδιασμό ή στη διεξαγωγή της σφαγής της Οδησσού.
Ο Αντονέσκου εκπροσωπήθηκε από τους Κονσταντίν Παρασιβέσκου-Μπελετσεάνου και Τίτους Στόικα, δύο δημόσιους συνηγόρους, που είχε προηγουμένως συμβουλευτεί μια ημέρα πριν από την έναρξη των διαδικασιών. Και οι δύο συστηματικά αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν ότι η εξωτερική πολιτική του Αντονέσκου υπαγορευόταν πλήρως από τη θέση της Ρουμανίας μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης. Παρ' όλα αυτά, αν και οι αναφορές στις μαζικές δολοφονίες αποτελούσαν μόνο το 23% του κατηγορητηρίου και του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων (κατατασσόμενες κάτω από κατηγορίες για αντισοβιετική επιθετικότητα), οι διαδικασίες περιλάμβαναν επίσης την αποδοχή και αυτοαθώωση του Αντονέσκου για εγκλήματα πολέμου, συμπεριλαμβανομένων των εκτοπίσεων στην Υπερδνειστερία. Αποδεικνύουν επίσης την επίγνωσή του για τη σφαγή της Οδησσού, συνοδευόμενη από τον ισχυρισμό του ότι λίγοι από τους θανάτους ήταν άμεση ευθύνη του. Ένα αξιοσημείωτο συμβάν στη δίκη ήταν μια κατάθεση του ηγέτη του PNŢ Γιούλιου Μανίου. Αντιδρώντας στον επιθετικό τόνο άλλων κατηγόρων, ο Μανίου κατέθεσε λέγοντας: «Εμείς [ο Μανίου και ο Αντονέσκου] ήμασταν πολιτικοί αντίπαλοι, όχι κανίβαλοι». Όταν έφυγε από την έδρα ο Μανίου περπάτησε προς τον Αντονέσκου και του έσφιξε το χέρι.
Ο Αντονέσκου κρίθηκε ένοχος για τις κατηγορίες. Αυτή η ετυμηγορία ακολουθήθηκε από δύο σειρές εφέσεων, που ισχυρίστηκαν ότι το αναθεωρημένο και τροποποιημένο Σύνταγμα του 1923 δεν πρόσφερε πλαίσιο για τα Λαϊκά Δικαστήρια και απέκλειε τη θανατική ποινή σε περίοδο ειρήνης, σημειώνοντας ότι, αντίθετα με τη σύμβαση ανακωχής, μόνο μια δύναμη από τη Συμμαχική Επιτροπή είχε εποπτεύσει το δικαστήριο. Και οι δύο απορρίφθηκαν εντός έξι ημερών, σύμφωνα με τη νομική προθεσμία για την ολοκλήρωση των δικών από τα Λαϊκά Δικαστήρια. Ο Βασιλιάς Μιχαήλ έλαβε στη συνέχεια εκκλήσεις για χάρη από τον δικηγόρο και τη μητέρα του Αντονέσκου και λέγεται ότι σκέφτηκε να ζητήσει από τους Συμμάχους να επανεξετάσουν την υπόθεση ως μέρος των πραγματικών περιστατικών της Δίκης της Νυρεμβέργης, θέτοντας τους Ρουμάνους εγκληματίες πολέμου υπό ξένη κράτηση. Υποκείμενος πάντως σε πιέσεις από τον νέο πρωθυπουργό Πέτρου Γκρόοζα εξέδωσε διάταγμα υπέρ της εκτέλεσης. Μαζί με τους συγκατηγορουμένους του Μιχαήλ Αντονέσκου, Aλεξιάνου και Βασίλιου, ο πρώην Conducător εκτελέστηκε από εκτελεστικό απόσπασμα την 1η Ιουνίου 1946. Οι υποστηρικτές του Αντόνσεκου διέδωσαν ψευδείς φήμες ότι οι κανονικοί στρατιώτες αρνήθηκαν να πυροβολήσουν τον διοικητή τους και ότι το απόσπασμα αποτελείτο κυρίως από Εβραίους αστυνομικούς. Άλλος απολογητικός ισχυρισμός υποστηρίζει ότι ο ίδιος διέταξε την ομάδα να πυροβολήσει, αλλά το υλικό της εκτέλεσης το διαψεύδει. Ωστόσο επιβεβαιώνεται ότι αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια και ύψωσε το καπέλο του σε χαιρετισμό μόλις δόθηκε η εντολή. Ο χώρος εκτέλεσης, σε κάποια απόσταση από την τοποθεσία Γίλαβα και το φρούριο-φυλακή, ήταν γνωστή ως Valea Piersicilor ("Κοιλάδα με τις Ροδακινιές"). Η τελική του γραπτή δήλωση ήταν μια επιστολή προς τη σύζυγό του που την παρότρυνε να αποχωρήσει σε ένα μοναστήρι, δηλώνοντας την πεποίθηση ότι οι επόμενες γενιές θα επανεκτιμήσουν το έργο του και κατηγορώντας τους Ρουμάνους ότι είναι "αχάριστοι".
Οι πολιτικές του Αντονέσκου κίνητρό τους είχαν, σε μεγάλο βαθμό, τον εθνικισμό. Σταθερός οπαδός της αποκατάστασης της Μεγάλης Ρουμανίας ως ένωσης των εδαφών που κατοικούντο από Ρουμάνους, ποτέ δεν συμφιλιώθηκε με την ενσωμάτωση της Βόρειας Τρανσυλβανίας στην Ουγγαρία. Αν και η Ουγγαρία και η Ρουμανία στην πράξη ήταν σύμμαχοι μέσω του συστήματος του Άξονα, η σχέση τους ήταν πάντα τεταμένη και χαρακτηριζόταν από σοβαρά διπλωματικά επεισόδια. Ο Ρουμάνος ηγέτης διατηρούσε επαφές με εκπροσώπους εθνοτικά Ρουμανικών κοινοτήτων που επηρεάστηκαν άμεσα από τη Δεύτερη Εκδίκαση της Βιέννης, συμπεριλαμβανομένου και του Τρανσυλβανικού Ανατολικού Καθολικού Κλήρου. Μια άλλη πτυχή των εθνικιστικών πολιτικών της Αντονοσκού φάνηκε μετά τη Βαλκανική Εκστρατεία. Η Ρουμανία του Αντόνεσκου δεν συμμετείχε στη στρατιωτική δράση, αλλά ήγειρε αξιώσεις για τα εδάφη της ανατολικής Βοϊβοντίνας (δυτικό Βανάτο) και στην Κοιλάδα του Τιμόκ, πατρίδα μια αρκετά μεγάλης ρουμανικής κοινότητας. Σύμφωνα με πληροφορίες τα αρχικά σχέδια της Γερμανίας για την παραχώρηση της Βοϊβοντίνας στην Ουγγαρία ενίσχυσαν τις εντάσεις μεταξύ Αντονέσκου και Μίκλος Χόρτι μέχρι του σημείου που απειλήθηκε πόλεμος μεταξύ των δύο χωρών. Τέτοια περιστατικά επέτρεψαν στη Γερμανία να επεκτείνει επ 'αόριστον την κατοχή της περιοχής. Οι ρουμανικές αρχές ανέπτυξαν σχέδια για μια ανεξάρτητη Μακεδονία με αυτονομία για τις Βλάχικες κοινότητές της, ενώ ένα επίσημο μνημόνιο για την περιοχή του Τιμόκ, που ενέκρινε ο Αντονέσκου, κάνει αναφορές για "Ρουμανικές" περιοχές "από το Τιμόκ [...] μέχρι τη Θεσσαλονίκη". Ο Conducător διατηρούσε επίσης επαφές με Βλάχους φασίστες στην κατεχόμενη από τον Άξονα Ελλάδα, παρέχοντας καταφύγιο στους Αλκιβιάδη Διαμάντη και Νικόλαο Ματούση της Βλάχικης «Ρωμαϊκής Λεγεώνας», της οποίας η φιλορουμανική πολιτική την έφερε σε σύγκρουση με άλλες Βλαχικές παρατάξεις.
Ο Αντόνεσκου σκέφτηκε ότι ο Χίτλερ θα ήταν πρόθυμος να αναθεωρήσει τη στάση του για τη Βόρεια Τρανσυλβανία και ισχυρίστηκε ότι είχε αποσπάσει τη συμφωνία του Γερμανού ηγέτη, για να δικαιολογήσει τη συμμετοχή του στο Ανατολικό Μέτωπο μετά την ανάκτηση της Βεσσαραβίας. Ωστόσο αντίγραφα των συνομιλιών Χίτλερ-Αντονέσκου δεν επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του. Μια άλλη εκδοχή είναι ότι ο Χίτλερ έστειλε στον Αντονέσκου μια επιστολή που τον πληροφορούσε ότι η πολιτική κατάσταση της Βεσσαραβίας εξαρτιόταντελικά από τις γερμανικές αποφάσεις. Σε μια από τις επιστολές του προς τον Χίτλερ, ο ίδιος ο Αντονέσκου δήλωσε το αντικομμουνιστικό ιδεολογικό κίνητρο του: «Επιβεβαιώνω ότι θα συνεχίσω τις επιχειρήσεις στα ανατολικά μέχρι το τέλος αυτού του μεγάλου εχθρού του πολιτισμού, της Ευρώπης και της πατρίδας μου: του Ρώσικου Μπολσεβικισμού [...].Δεν θα επηρεασθώ από κανένα για να μην επεκτείνω αυτή τη στρατιωτική συνεργασία σε νέα εδάφη». Οι ιδεολογικές απόψεις του Αντονέσκου συνδύαζαν το εθνικό αίσθημα με γενικά Χριστιανικά και ιδιαίτερα Ρουμανικά Ορθόδοξα χαρακτηριστικά. Ο Βρετανός ιστορικός Αρνολντ Χάρβεϊ γράφει ότι παρόλο που αυτή η ιδεολογία λίγο φαίνεται να ταιριάζει με το Ναζιστικό δόγμα, ειδικά τα αντιθρησκευτικά του στοιχεία, «φαίνεται ότι ο Χίτλερ δεν προβληματιζόταν ούτε από τον αγωνιστικό Χριστιανικό προσανατολισμό του καθεστώτος του Αντονέσκου».
Είναι επίσης πιθανό ότι, αντίθετα με τη βούληση του Αντονέσκου, ο Χίτλερ θεωρούσε τη μεταβίβαση της Υπερδνειστερίας ως αποζημίωση για τις περιοχές της Τρανσυλβανίας και επομένως θεωρούσε το θέμα λήξαν. Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο της Ρουμανίας στο Βερολίνο Ραούλ Μπόσι διάφοροι Γερμανοί και Ούγγροι αξιωματούχοι πρότειναν την επέκταση της μόνιμης Ρουμανικής κυριαρχίας στην Υπερδνειστερία, καθώς και στην Ποντόλια (στη σημερινή Ουκρανία και Μολδαβία), τη Γαλικία και την Ποκουτία (στη σημερινή Ουκρανία), με αντάλλαγμα την απόδοση ολόκληρης της Τρανσυλβανίας στην Ουγγαρία (και τη μετεγκατάσταση της ρουμανικής πλειοψηφίας της στις νέες επαρχίες). Ο αμερικανός πολιτικός επιστήμονας Τσαρλς Κιγκ γράφει: «Δεν υπήρξε ποτέ καμία προσπάθεια να προσαρτηθεί η κατεχόμενη περιοχή [της Υπερδνειστερίας], γιατί θεωρείτο γενικά από τη Ρουμανική κυβέρνηση ως προσωρινή ουδέτερη ζώνη μεταξύ της Μεγάλης Ρουμανίας και της Σοβιετικής εμπροσθοφυλακής». Στη δίκη του του 1946 ο Αντονέσκου υποστήριξε ότι η Υπερδνειστερία είχε καταληφθεί για να εμποδίσει τον εγκλωβισμό της Ρουμανίας σε μια πένσα μεταξύ της Γερμανικής Drang nach Osten (Ώθηση προς την Ανατολή) και των Volksdeutsch (εκτός Γερμανίας) κοινοτήτων στα ανατολικά, ενώ αρνήθηκε τις κατηγορίες ότι εκμεταλλεύτηκε την περιοχή για όφελος της Ρουμανίας.
Ο Ρουμάνος ιστορικός Λούτσιαν Μπόγια πιστεύει ότι ο Ιόν Αντονέσκου μπορεί να είχε παρ' όλα αυτά επεκτατικούς στόχους προς τα ανατολικά και ότι αντιλαμβανόταν έμμεσα την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα ως εργαλείο για τη συγκράτηση των Σλαβικών λαών. Παρόμοιες απόψεις υποστηρίζονται και από άλλους ερευνητές. Ένας άλλος Ρουμάνος ιστορικός, O Ότμαρ Τράσκα, υποστηρίζει ότι ο Αντονέσκου δεν επιθυμούσε να προσαρτήσει την περιοχή "τουλάχιστον μέχρι το τέλος του πολέμου", αλλά σημειώνει ότι οι δηλώσεις του αναφέρονται στην ενσωμάτωσή της σε περίπτωση νίκης. Εκτός από τα σχέδια πρόωρης προσάρτησης στο Νότιο Μπουγκ (που, σύμφωνα με πληροφορίες, εξομολογήθηκε στο Μπόσι τον Ιούνιο του 1941) ο Conducător είναι γνωστό ότι παρουσίασε στους υπουργούς του σχέδια για τον εποικισμό της περιοχής. Το κίνητρο που ανέφερε ήταν ο υποτιθέμενος υποσιτισμός των Ρουμάνων χωρικών και πρόσθεσε: «Θα πάρω αυτόν τον πληθυσμό, θα τον οδηγήσω στην Υπερδνειστερία, όπου θα του δώσω όλη τη γη που χρειάζεται». Αρκετοί εθνικιστές συμπαθούντες τον Αντονέσκου εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την επέκταση της ρουμανικής κυριαρχίας στην Υπερδνειστερία, την οποία εξέλαβαν ως μόνιμη.
Ένα επαναλαμβανόμενο στοιχείο στα δόγματα του Αντονέσκου είναι ο ρατσισμός και ιδιαίτερα ο αντισημιτισμός. Αυτό συνδέεται με την πίστη του σε εθνοκρατικά ιδεώδη και συμπληρώνεται από τις δηλώσεις του υπέρ του "ολοκληρωτικού εθνικισμού" και του "Ρουμανισμού". Όπως άλλοι ακροδεξιοί Ρουμάνοι, διέβλεπε εβραϊκή παρουσία πίσω από τη φιλελεύθερη δημοκρατία και πίστευε στην ύπαρξη της Εβραιομασονίας. Οι πρωιμότερες σκέψεις του για την ιδεολογία του Κοντρεάνου επικρίνουν τον αρχηγό της Λεγεώνας για την υποστήριξη «βίαιων μέτρων» στην αντιμετώπιση της «εισβολής των Εβραίων» και προτείνουν την «οργάνωση ρουμανικών τάξεων» ως μέθοδο για την επίτευξη του ίδιου στόχου. Ο πολιτικός Aουρέλιου Βάις, που συναντήθηκε με τον Στρατηγό Αντονέσκου αυτό το διάστημα, θυμάται ότι αν και ήταν αντισημίτης "μέχρι το μεδούλι", ήταν ικανός να συγκρατείται δημοσίως. Σύμφωνα με τον ιστορικό Μιχαήλ Ιονέσκου, ο Conducător δεν ήταν αντίθετος στις "Λεγεωνικές αρχές" της Σιδηράς Φρουράς, αλλά ήθελε "ο αντισημιτισμός να εφαρμοστεί κατά τρόπο ομαλό", σε αντίθεση με τις επαναστατικές μεθόδους του Χόρια Σίμα. Ο ιστορικός Ioάν Σκούρτου πιστεύει ότι κατά την Εξέγερση της Λεγεώνας ο Αντονέσκου περίμενε σκόπιμα πριν ενεργήσει, προκειμένου η Φρουρά να «απαξιωθεί πλήρως» και ο ίδιος να θεωρηθεί «σωτήρας». Τον Απρίλιο του 1941 άφησε τους υπουργούς του να γνωρίζουν ότι σκεφτόταν να αφήσει τον "όχλο" να ασχοληθεί με τους Εβραίους "και μετά τη σφαγή θα αποκαταστήσω την τάξη". Ο Λούτσιαν Μπόγια σημειώνει ότι ο Ρουμάνος ηγέτης πράγματι εκινείτο από αντισημιτικές πεποιθήσεις, αλλά ότι αυτές πρέπει να μπουν στο σωστό πλαίσιο, ώστε να κατανοήσουμε τι χωρίζει τον Αντονέσκου από τον Χίτλερ από την άποψη του ριζοσπαστισμού. Ωστόσο άλλοι ερευνητές εκτιμούν ότι, ευθυγραμμιζόμενος με τον Χίτλερ πριν και κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσσα, ο Αντονέσκου συμφώνησε σιωπηρά με τις σκέψεις του σχετικά με το «Εβραϊκό Ζήτημα», επιλέγοντας το φυλετικό έναντι του θρησκευτικού αντισημιτισμού. Σύμφωνα με τον Χάρβεϊ το πογκρόμ του Ιασίου έκανε τους Γερμανούς «προφανώς πρόθυμους να δεχτούν ότι ο οργανωμένος Χριστιανισμός στη Ρουμανία ήταν πολύ διαφορετικός από αυτό που ήταν στη Γερμανία».
Ο Αντονέσκου ήταν σταθερός πιστός της θεωρίας συνωμοσίας του «Εβραϊκού Μπολσεβικισμού», σύμφωνα με την οποία όλοι οι Εβραίοι ήταν υποστηρικτές του κομμουνισμού και της Σοβιετικής Ένωσης. Τα επιχειρήματά του επί του θέματος περιελάμβαναν τον ψευδή ισχυρισμό ότι, κατά την υποχώρηση του 1940 από τη Βεσσαραβία, οι Εβραίοι είχαν οργανωθεί και επιτέθηκαν σε Ρουμάνους στρατιώτες. Εν μέρει αυτή η άποψη διόγκωσε μεμονωμέμενες αναφορές ενθουσιασμού μεταξύ των περιθωριοποιημένων Εβραίων κατά την άφιξη των στρατευμάτων του Κόκκινου Στρατού. Σε μια προσφώνηση το καλοκαίρι του 1941 στους υπουργούς του ο Αντονέσκου δήλωσε: «Ο Σατανάς είναι ο Εβραίος, [ο δικός μας] είναι ένας αγώνας ζωής και θανάτου. Είτε θα κερδίσουμε εμείς και ο κόσμος θα καθαριστεί είτε θα κερδίσουν αυτοί και θα γίνουμε δούλοι τους." Σχεδόν την ίδια εποχή οραματιζόταν την εθνοκάθαρση ("εκκαθάριση") των Εβραίων από τα ανατολικά, κατεχόμενα από τη Ρουμανία, εδάφη. Ωστόσο, ήδη από τον Φεβρουάριο του 1941, ο Αντονέσκου σκεπτόταν επίσης την γκετοποίηση όλων των Εβραίων Ρουμάνων, ως ένα πρώτο βήμα για τον εκτοπισμό τους. Σε αυτό το πλαίσιο ο Αντονέσκου συχνά απεικόνιζε τους Εβραίους ως ασθένεια ή δηλητήριο. Μετά τη Μάχη του Στάλινγκραντ ενθάρρυνε τους στρατιωτικούς διοικητές να αντισταθούν στην αντεπίθεση, γιατί διαφορετικά οι Σοβιετικοί «θα φέρουν στη χώρα τον Μπολσεβικισμό, θα εξαλείψουν ολόκληρο το στρώμα της ηγεσίας, θα επιβάλουν τους Εβραίους και θα εκτοπίσουν τις μάζες του λαού μας».
Ο αντιτσιγκανισμός του Ιόν Αντονέσκου εκδηλώθηκε ως ο ισχυρισμός ότι ορισμένοι ή όλοι οι Ρομά, ειδικά οι νομάδες, ήταν επιρρεπείς σε εγκληματική συμπεριφορά. Το καθεστώς δεν ακολούθησε με συνέπεια την πίστη αυτή: σε διάφορες περιπτώσεις, αυτοί που εκτοπίστηκαν είχαν στενούς συγγενείς στον ρουμανικό στρατό. Παρόλο που τα ρατσιστικά συνθήματα που στόχευαν τους Ρομά είχαν γίνει δημοφιλή από τη Σιδηρή Φρουρά, μόνο υπό τη μη αμφισβητούμενη εξουσία του Αντονέσκου η επίλυση του "τσιγκανικού προβλήματος" έγινε επίσημη πολιτική και επιβλήθηκαν αντιτσιγκανικά μέτρα. Μετά από μια επιθεώρηση τον Φεβρουάριο του 1941 ο Αντονέσκου στοχοποίησε την κοινότητα των Ρομά του Βουκουρεστίου για φερόμενα αδικήματα που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια μιας συσκότισης και κάλεσε τους υπουργούς του να του παρουσιάσουν λύσεις. Αρχικά σκέφτηκε να στείλει όλους τους Ρομά που θεωρούσε ανεπιθύμητους στην αφιλόξενη Πεδιάδα Μπέρεγκαν, για να ενταχθούν στις τάξεις μιας τοπικής κοινότητας χειρωνακτών. Το 1942 ανέθεσε στο Ρουμανικό Κεντρικό Ινστιτούτο Στατιστικής να συντάξει μια έκθεση για τη δημογραφία των Ρομά, που, όταν δημοσιεύθηκε, παρείχε επιστημονικά ρατσιστικά συμπεράσματα, προειδοποιώντας τον Conducător για την εικαζόμενη επιμειξία Ρομά-Ρουμάνων στην αγροτική Ρουμανία. Με τον τρόπο αυτό ο Αντονέσκου προσέδιδε κάποιο κύρος σε μια περιθωριακή και ψευδοεπιστημονική τάση στη ρουμανική κοινωνιολογία, η οποία, βασιζόμενη σε ευγονικές θεωρίες, συνιστούσε την περιθωριοποίηση, την εκτόπιση ή την υποχρεωτική στείρωση των Ρομά, των οποίων ο αριθμός συνήθως διογκωνόταν. Μεταξύ εκείνων που υπέγραψαν την έκθεση ήταν ο δημογράφος Σαμπίν Μανουίλα, που έβλεπε την παρουσία των Ρομά ως σημαντικό φυλετικό πρόβλημα. Η ακριβής επίδραση των ισχυρισμών της έκθεσης στον Αντονέσκου είναι άγνωστη.
Υπάρχει ιστοριογραφική ασυμφωνία για το κατά πόσον το καθεστώς του Ιόν Αντονέσκου ήταν φασιστικό ή γενικότερα δεξιό αυταρχικό, που εντάχθηκε σε μια ευρύτερη συζήτηση σχετικά με τις πτυχές και τα όρια του φασισμού. Ο Αντονέσκου χαρακτήρισε τον εαυτό του ως «δικτάτορα λόγω της μοίρας» και εξήγησε ότι οι πολιτικές του ήταν «μιλιταριστικές» ή, σε μια περίπτωση, «εθνικιστικές-ολοκληρωτικές». Άλλοι ιστορικοί αναπτύσσουν μια θεωρία σύνθεσης φασιστικών και συντηρητικών στοιχείων, που συνδύασαν ο Αντονέσκου και άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες της εποχής του. Το Εγχειρίδιο για τον Φασισμό και την Άκρα Δεξιά του Ρούτλετζ (Βρετανικός εκδοτικός οίκος) χρησιμοποιεί τον όρο «παραφασίστας» για να ορίσει τον Αντονέσκου, προσθέτοντας: «γενικά θεωρούμενος ως αυταρχικός συντηρητικός [ο Αντονέσκου], ενσωμάτωσε τον φασισμό στο καθεστώς του, με τη μορφή της Σιδηράς Φρουράς, αντί να ενσωματώσει τον ίδιο τον φασισμό». Το «παραφασίστας» χρησιμοποιείται επίσης από τον Γκρίφιν, για να υποδηλώσει τόσο τον Αντονέσκου όσο και τον Κάρολος Β΄. Ο Αμερικανός ιστορικός του φασισμού Ρόμπερτ Πάξτον σημειώνει ότι, όπως και ο Σαλαζάρ, ο δικτάτορας της Ρουμανίας συνέτριψε ένα ανταγωνιστικό φασιστικό κίνημα "μετά την αντιγραφή μερικών από τις τεχνικές του λαϊκής κινητοποίησης." Οι πολιτικοί επιστήμονες Τζον Γκλέντιλ και Τσαρλς Κιγκ συζητώντας για τη Σιδηρή Φρουρά ως το «αυτόχθον φασιστικό κίνημα της Ρουμανίας», σημειώνουν ότι ο Αντονέσκου "υιοθέτησε μεγάλο μέρος της ιδεολογίας της Φρουράς" και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι το καθεστώς του οποίου ηγείτο ήταν «ανοιχτά φασιστικό». Αναφορές στα φασιστικά χαρακτηριστικά της δικτατορίας του Αντονέσκου γίνονται και από άλλους ερευνητές.
Το περιεχόμενο της κυβέρνησης του Αντονέσκου συζητείται λεπτομερώς από διάφορους συγγραφείς. Ο Βρετανός ιστορικός Ντένις Ντέλεταντ, που σημειώνει ότι ο φασιστικός χαρακτηρισμός βασίζεται στην υιοθέτηση ορισμένων φασιστικών "εξωτερικών γνωρισμάτων" και στη "διχοτόμηση της πολεμικής και μεταπολεμικής αξιολόγησης" του καθεστώτος του, σημειώνει επίσης ότι οι ερμηνείες μετά το 1960 "προσπαθούν περισσότερο να εξηγήσουν τη συμπεριφορά του από την προηγούμενη ορθοδοξία." Ο Ντέλεταντ αντιπαραβάλλει την έλλειψη "μαζικού πολιτικού κόμματος ή ιδεολογίας" με τον τύπο της κυβέρνησης που συνδέεται με τον Ναζισμό ή τον Ιταλικό φασισμό. Ο γεννημένος στη Βρετανία κοινωνιολόγος και πολιτικός αναλυτής Mάικλ Μαν γράφει: "Τα αυταρχικά καθεστώτα του Αντονέσκου [...] και του Φράνκο [...] εμφανίζονταν ως «παραδοσιακά», αλλά στην πραγματικότητα ο καταγόμενος από τον φασισμό κορπορατισμός τους ήταν μια νέα ενυπάρχουσα ιδεολογία της δεξιάς." Μια άλλη ξεχωριστή άποψη έχει η γεννημένη στη Ρουμανία ιστορικός των ιδεών Τζούλιαν Γκέραν Πίλον, που περιγράφει το «στρατιωτικό φασιστικό καθεστώς» της Ρουμανίας ως διάδοχο του «μυστικιστικού εθνικισμού» της Σιδηράς Φρουράς, αναφέροντας ότι "η εθνική ιδεολογία [του Αντονέσκου] ήταν μάλλον πιο παραδοσιακά μιλιταριστική και συντηρητική."
Θεωρητικά, οι πολιτικές του Αντονέσκου είχαν τουλάχιστον μία ριζοσπαστική πτυχή. Ο ίδιος ο ηγέτης ισχυρίστηκε: "Θέλω να εισαγάγω μια πατριωτική, ηρωική, στρατιωτική διδασκαλία, γιατί η οικονομική εκπαίδευση και όλες οι άλλες έπονται αυτής." Σύμφωνα με τον Μπόγια η άνοδός του στην εξουσία είχε ρητά ως στόχο να "αναγεννήσει" τη Ρουμανία και η δημοτικότητά του εξαρτιόταν από τη θεώρησή του ως «ολοκληρωτικού προτύπου» και «σωτήρα», όπως ο Κορνέλιου Ζέλεα Κονρεάνου και ο Κάρολος Β΄ πριν από τον ίδιο. Τα θέματα «θεόσταλτου» και «σωτήρα» υπογραμμίζονται επίσης από τον ιστορικό Αντριάν Ματζούρου, που σημειώνει ότι ο Αντονέσκου υιοθέτησε τόσο τέτοιου είδους ιδεώδη και επέκρινε τον Κάρολο, που δεν ανταποκρινόταν σε αυτά. Βλέποντας την εξουσία του ως νομιμοποιημένη από το εθνικό συμφέρον, ο στρατηγός είναι επίσης γνωστός ότι αναφερόταν στον πολιτικό πλουραλισμό ως poltronerie ("ανανδρία"). Κατά συνέπεια ο Αντονέσκου έθεσε επίσημα εκτός νόμου όλες τις πολιτικές δυνάμεις τον Φεβρουάριο του 1941, κωδικοποιώντας την ποινική εργασία ως τιμωρία για τις περισσότερες δημόσιες μορφές πολιτικής έκφρασης. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Ντέλεταντ το πρόγραμμά του ήταν περισσότερο διακηρυκτικό παρά πραγματικό και αντίφασκε με την απόφασή του να επιτρέψει την άτυπη ύπαρξη ορισμένων δυνάμεων της αντιπολίτευσης. Ταυτόχρονα ορισμένοι ιστορικοί πιστεύουν ότι η μονοπώλησή του εξουσίας στο όνομα της γερμανικής συμμαχίας μετέτρεψε τη Ρουμανία σε «κράτος-μαριονέτα» του Χίτλερ ή σε μία από τις "δορυφορικές" κυβερνήσεις της Γερμανίας. Ωστόσο ο Ντέλεταντ σημειώνει: «Η Ρουμανία διατήρησε την κυριαρχία της καθ' όλη τη διάρκεια της συμμαχίας [με τη Ναζιστική Γερμανία]. [...] Ο Αντονέσκου είχε, φυσικά, τα συμφέροντα της δικής του χώρας πάνω απ' όλα στο μυαλό του, αλλά ακολουθώντας τον Χίτλερ, υπηρέτησε την υπόθεση του Ναζισμού. Περιγράφει τη συνεισφορά της Ρουμανίας στον πόλεμο ως εκείνη "ενός κύριου συμμάχου της Γερμανίας", παρά ενός «μικρού δορυφόρου του Άξονα».
Αν και δεν απέδωσε σημαντικό ρόλο στον Βασιλιά Μιχαήλ, ο Αντονέσκου έλαβε μέτρα για να αυξήσει το κύρος της μοναρχίας, προσκαλώντας προσωπικά την παραμερισμένη σύζυγο του Καρόλου, Βασιλομήτορα Ελένη, να επιστρέψει στην πατρίδα της. Ωστόσο οι προνομιούχες στρατιωτικές του δομές λειτουργούσαν σε συνεργασία με τη γραφειοκρατία κληρονομημένη από το Εθνικό Μέτωπο Αναγέννησης (πολιτικό κόμμα, ιδρυθέν από τον Κάρολο Β΄ το 1938, ως το μοναδικό της χώρας). Σύμφωνα με τον ιστορικό του φασισμού Φίλιπ Μόργκαν: «Ο Αντονέσκου πιθανότατα ήθελε να δημιουργήσει ή να διαιωνίσει κάτι σαν τη μετωπική οργάνωση του Καρόλου». Μεγάλο μέρος της μόνιμης βάσης στήριξής του αποτελούσαν πρώην μέλη του Εθνικού Χριστιανικού Κόμματος, μέχρι το σημείο να θεωρηθεί διάδοχος του Οκταβιάν Γκόγκα. Διατηρώντας ένα διακοσμητικό υποκατάστατο του Κοινοβουλίου - γνωστή ως Adunarea Obștească Plebiscitară a Națiunii Române («Γενική Δημοψηφισματική Συνέλευση του Ρουμανικού Έθνους») και συγκληθείσα μόνο δύο φορές - ανέλαβε τον έλεγχο των διορισμών στην ιεραρχία και προσωπικά συνέταξε νέα σχέδια για τη διοίκηση. Το 1941 απομάκρυνε τη συμμετοχική κυβέρνηση σε δήμους και επαρχίες, αντικαθιστώντας την με μια κορπορατιστική δομή, από νομάρχες που τοποθέτησε ο ίδιος. Σταδιακά, από τον Αύγουστο έως τον Οκτώβριο του 1941, ίδρυσε την πολιτική διοίκηση της Υπερδνειστερίας υπό τον Κυβερνήτη Γκεόργκε Αλεξιάνου, του οποίου το καθεστώς ισοδυναμούσε με εκείνο ενός υπουργού. Παρόμοια μέτρα ελήφθησαν στη Βουκοβίνα και στη Βεσσαραβία (υπό τους Κυβερνήτες Κορνέλιου Γκαλοτέσκου και Γκεόργκε Βοϊκουλέσκου, αντίστοιχα). Ο Αντονέσκου βασίστηκε αυστηρά στην ιεραρχική δομή και οι άμεσες εντολές του στον στρατό παραμέριζαν τις πολιτικές ιεραρχίες. Το σύστημα αυτό επέτρεψε την ενδημική πολιτική διαφθορά και τη διοικητική σύγχυση. Ο Ρουμάνος ηγέτης ανέχτηκε επίσης τη σταδιακή απώλεια εξουσίας επί των Γερμανικών κοινοτήτων της Ρουμανίας, ιδιαίτερα των ομάδων των Σαξόνων της Τρανσυλβανίας και των Σουηβών του Βανάτου Τέμεσβαρ, σε συμφωνία με τις απόψεις του Χίτλερ για τους Volksdeutsche΄(Γερμανούς εκτός Γερμανίας). Αυτή η τάση ξεκίνησε από τον Σάξονα Ναζί ακτιβιστή Aντρέας Σμιτ σε συνεργασία με τη Volksdeutsche Mittelstelle, που είχε ως αποτέλεσμα την de facto αυτοδιοίκηση υπό ένα ναζιστικό σύστημα, που αντιγράφηκε επίσης για τους 130.000 Γερμανούς της Μαύρης Θάλασσας στην Υπερδνειστερία. Πολλοί νεαροί Γερμανοί της Ρουμανίας επέλεξαν να ενταχθούν στα Ες-Ες ήδη από το 1940 και το 1943 μια συμφωνία μεταξύ Αντονέσκου και Χίτλερ ενέταξε αυτόματα Γερμανούς της Ρουμανίας στρατεύσιμης ηλικίας στη Βέρμαχτ.
Το καθεστώς χαρακτηριζόταν από τις προσπάθειες του αρχηγού να ρυθμίζει ακόμη και άσχετες πτυχές της δημόσιας ζωής, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων μεταξύ των φύλων. Επέβαλε δραστικές κυρώσεις για πλημμελήματα και η θανατική ποινή επεκτάθηκε σε πρωτοφανές επίπεδο. Έθεσε προσωπικά προδιαγραφές για τα προγράμματα των νυχτερινών κέντρων, για το μήκος στις φούστες και για τη χρήση των ποδηλάτων από τις γυναίκες, αναγκάζοντας όλους τους άνδρες να φορούν δημοσίως σακάκια. Η σύζυγός του Μαρία ήταν προστάτης των εγκεκριμένων από το κράτος φιλανθρωπικών οργανώσεων, που αρχικά σχεδιάστηκαν για να ανταγωνίζονται με επιτυχία πετυχημένες οργανώσεις της Σιδηράς Φρουράς, όπως η Ajutorul Legionar. Σύμφωνα με τη γεννημένη στη Ρουμανία γενετίστρια Mαρία Μπουκούρ, αν και το καθεστώς επέτρεψε στις γυναίκες "να συμμετάσχουν στην πολεμική προσπάθεια στο μέτωπο μπροστά με πιο συστηματικό, αν και ακόμα περιθωριακό τρόπο", ο γενικός τόνος ήταν σεξιστικός.
Ο διοικητικός μηχανισμός περιελάμβανε τομείς επίσημου τύπου και προπαγάνδας, που γρήγορα πέρασαν από την κατασκευή της προσωπολατρείας του Καρόλου στο να κάνουν το ίδιο για τον νέο στρατιωτικό ηγέτη: οι εφημερίδες Universul και Timpul, καθώς και το περιοδικό România του Καμίλ Πετρέσκου δραστηριοποιούνταν εντονότερα στο έργο αυτό. Κάποια άλλα τέτοια μέσα ήταν η Porunca Vremii, η Sfarmă-Piatra του Νίκιφορ Κράινιτς καθώς και όλες οι φαινομενικά ανεξάρτητες εφημερίδες και περίπου δέκα νέα περιοδικά που ίδρυσε η κυβέρνηση για τον σκοπό αυτό. Μεταξύ των μεμονωμένων δημοσιογράφων που εμπλέκονταν στην προπαγάνδα ήταν ο Κράινιτς, ο Πετρέσκου, ο Στέλιαν Ποπέσκου και ο εκδότης του Curentul Παμφίλ Σεϊτσάρου (ο Conducător αγνόησε σκόπιμα την υποστήριξη του πρώην συμβούλου του Καρόλου, οικονομολόγου και δημοσιογράφου Μιχαήλ Μανοϊλέσκου, που φέρεται να αντιπαθούσε). Μεγάλο μέρος της προπαγάνδας που παρήχθη κατά την εποχή του Αντονέσκου υποστήριζε τις αντισημιτικές του απόψεις. Ο αντισημιτισμός ήταν σημαντικός και τοξικός στο επίπεδο των μονάδων του Ρουμανικού Στρατού στη συμπεριφορά τους προς τους πρώην Σοβιετικούς πολίτες στα κατεχόμενα εδάφη. Η θρησκευτική πλευρά του αντικομμουνισμού εμφανίστηκε σε τέτοιες περιοχές, όπου συχνά εξομοίωνε την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα με ιερό πόλεμο ή σταυροφορία. Οι άλλοι εχθροί της Ρουμανίας αντιμετωπίζονταν κατά γενικό κανόνα διαφορετικά: ο ίδιος ο Αντονέσκου διατύπωσε αντιρρήσεις σχετικά με την αντιβρετανική προπαγάνδα ρητά φιλοναζιστικών εφημερίδων όπως η Porunca Vremii. Ένα ειδικό τμήμα της προπαγάνδας του Αντονέσκου μετά το 1941 ήταν Κοντρενιστική: επανεξέτασε την ιστορία της Σιδηράς Φρουράς για να ελαχιστοποιήσει τη συνεισφορά του Σίμα και να τον απεικονίσει ως ριζικά διαφορετικό από τον Κοντρεάνου.
Τρεις εβδομάδες μετά την ανάληψη της εξουσίας και την έναρξη του καθεστώτος της Εθνικής Λεγεώνας ο Αντονέσκου δήλωσε σε συνέντευξη στην Ιταλική La Stampa ότι η επίλυση του «Εβραϊκού Ζητήματος» ήταν η επείγουσά του μέριμνα και θεωρούσε εαυτόν «στοιχειωμένο» από τη μεγάλη Εβραϊκή παρουσία στις πόλεις της Μολδαβίας. Τα εγκλήματα του Αντονέσκου εναντίον του Εβραϊκού πληθυσμού εγκαινιάστηκαν με νέους νόμους φυλετικών διακρίσεων: απαλλοτριώθηκαν οι εβραϊκές περιουσίες της πόλης, απαγορεύτηκε στους Εβραίους να ασκούν ένα ευρύ φάσμα επαγγελμάτων και αναγκάστηκαν να παράσχουν κοινωνική εργασία για το κράτος (muncă de interes obștesc) αντί της στρατιωτικής, που δεν τους επιτρεπόταν, μικτοί ρουμανοεβραϊκοί γάμοι απαγορεύθηκαν στη Ρουμανίας και πολλοί Εβραίοι, κυρίως εκείνοι από στρατηγικές περιοχές όπως το Πλοέστι, κλείστηκαν σε στρατόπεδα εγκλεισμού. Η απέλαση Εβραίων επαγγελματιών από όλα τα κοινωνικά στρώματα διεξήχθη επίσης στην περίοδο της Εθνικής Λεγεώνας και ενισχύθηκε μετά την εξέγερση της Λεγεώνας. Μετά από μια μεταλεγεωνική παύση, οι επιτροπές "Ρουμανοποίησης" άρχισαν εκ νέου το έργο τους υπό την επίβλεψη ενός Εθνικού Κέντρου και το εύρος τους επεκτάθηκε.
Θεωρούμενο συχνά ως προοίμιο του Ολοκαυτώματος στη Ρουμανία και ανταποκρινόμενο στις απόψεις του Αντονέσκου για τον «Εβραϊκό Μπολσεβικισμό», το πογκρόμ του Ιασίου συνέβη λίγες μόνο ημέρες μετά την έναρξη της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσσα και εν μέρει προκλήθηκε και εν μέρει έγινε ανεκτό από τις αρχές του Βουκουρεστίου. Για κάποιο διάστημα πριν από τη σφαγή, αυτές προπαγάνδιζαν ότι οι Εβραίοι στο Ιάσιο, ο αριθμός των οποίων είχε αυξηθεί με εξαναγκαστικές εκτοπίσεις από μικρότερους οικισμούς, βοηθούσαν ενεργά τα Σοβιετικά βομβαρδιστικά να βρίσκουν τους στόχους τους με τη συσκότιση και συνομωτούσαν εναντίον των αρχών, ενώ ο ίδιος ο Αντονέσκου διέταξε την εκδίωξη ολόκληρης της κοινότητας από την πόλη με βάση αυτά. Δόθηκαν εντολές προς τοπικούς αντισημίτες, των οποίων ο δολοφονικός ζήλος, με τη συνενοχήτων αξιωματούχων, είχε ως αποτέλεσμα αρκετές χιλιάδες θανάτους Εβραίων ανδρών, γυναικών και παιδιών.
Μετά το πογκρόμ χιλιάδες επιζώντες φορτώθηκαν στα λεγόμενα "τρένα του θανάτου". Αυτές οι υπερπλήρεις και σφραγισμένες φορτωτικές των Ρουμανικών Σιδηροδρόμων περιέρχονταν την ύπαιθρο με την υπερβολική ζέστη του καλοκαιριού και σταματούσαν περιοδικά να εκφορτώνουν τους νεκρούς. Τουλάχιστον 4.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους κατά την αρχική σφαγή και τις μετακινήσεις που ακολούθησαν. Διάφορες εκτιμήσεις για τη σφαγή του Ιασίου και τις συναφείς δολοφονίες υπολογίζουν το συνολικό αριθμό των Εβραίων που σκοτώθηκαν σε 8.000, 10.000, 12.000 ή 14.000. Κάποια βοήθεια στη δολοφονία τους δόθηκε από μονάδες του 30ού Γερμανικού Σώματος Στρατού, πράγμα που αργότερα επέτρεψε στις αρχές να αποσείσουν την ευθύνη από τις ίδιες και τον Αντονέσκου - που ωστόσο ενοχοποιείτο από τις ειδικές εντολές που είχε εκδώσει. Οι προσπάθειες συγκάλυψης που ακολούθησαν περιελάμβαναν αναληθείς εξηγήσεις που έδωσαν οι κεντρικές αρχές σε ξένους διπλωμάτες και επανεγγραφή των επίσημων αρχείων.
Αμέσως μετά την ίδρυση του στρατοπέδου στη Βεσσαραβία και τη Βόρεια Βουκοβίνα, Ρουμανικά στρατεύματα συμμετείχαν με τη Βέρμαχτ και τα οργανωμένα από τα Ες-Ες Τάγματα Θανάτου σε μαζικές εκτελέσεις Εβραίων της Βεσσαραβίας και της Ουκρανίας με αποτέλεσμα τον θάνατο 10.000 ως 20.000 ανθρώπων. Ο ακαδημαϊκός Κρίστοφερ Μπράουνιγκ συγκρίνει αυτές τις δολοφονίες με παρόμοιες θηριωδίες που διαπράχθηκαν από ντόπιους στην Κατεχόμενη Ουκρανία, τη Λιθουανία και τη Λετονία. Στη συνέχεια, καθώς τα στρατεύματα πέρασαν τον Δνείστερο, η τοπική διοίκηση εκτόπισε μεγάλο αριθμό Εβραίων στη ζώνη των μαχών, ελπίζοντας ότι θα εξοντώνονταν από τους Γερμανούς. Ο ίδιος ο Αντονέσκου δήλωσε: "Είμαι υπέρ της εκδίωξης των Εβραίων από τη Βεσσαραβία και τη Βόρεια Βουκοβίνα στην άλλη πλευρά των συνόρων [...] Δεν έχουν τίποτα να κάνουν εδώ και δεν με πειράζει αν εμφανιστούμε στην ιστορία ως βάρβαροι [...] Δεν υπήρξε ποτέ χρόνος πιο κατάλληλος στην ιστορία μας για να απαλλαγούμε από τους Εβραίους και, αν χρειαστεί, να χρησιμοποιήσετε τα πολυβόλα εναντίον τους». Εξήγησε επίσης ότι στόχος του ήταν: «η πολιτική καθαρισμού της Ρουμανικής φυλής και δεν θα με σταματήσει οποιοδήποτε εμπόδιο στην επίτευξη αυτού του ιστορικού στόχου του έθνους μας ... Αν δεν εκμεταλλευτούμε την κατάσταση που παρουσιάζεται σήμερα [... ] θα χάσουμε την τελευταία ευκαιρία που μας προσφέρει η ιστορία και δεν θέλω να τη χάσω, γιατί αν το κάνω, οι επόμενες γενιές θα με κατηγορήσουν». Έκανε αντιφατική δήλωση σχετικά με τη δολοφονία των Εβραίων στο Κισινάου, ισχυριζόμενοι ότι οι δράστες της ήταν «κακοί» που «λέκιασαν» τη φήμη του καθεστώτος του. Ο Αντονέσκου είδε τον «πόλεμο» εναντίον των Εβραίων ως εξίσου σημαντικό με τον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης και ζητούσε τακτικά εκθέσεις από τους αξιωματικούς του στη Βεσσαραβία και την Υπερδνειστερία για τα μέτρα τους εναντίον των Εβραίων. Στα τέλη Αυγούστου του 1941 στην Τίγκινα ο Αντονέσκου συγκάλεσε μυστική σύσκεψη, όπου συμμετείχαν ο ίδιος, οι κυβερνήτες της Βεσσαραβίας και της Βουκοβίνας και ο διορισμένος κυβερνήτης της Υπερδνειστερίας για να συζητήσουν τα σχέδιά του σχετικά με τους Εβραίους στις περιοχές αυτές.
Πολλοί θάνατοι ακολούθησαν, ως άμεσο αποτέλεσμα της λιμοκτονίας και της εξάντλησης, ενώ τα τοπικά γερμανικά στρατεύματα προέβησαν σε επιλεκτικές εκτελέσεις. Οι επιζήσαντες στάλθηκαν πέρα από τον ποταμό και οι Γερμανοί διοικητές εκνευρίστηκαν με τις μεθόδους που εφάρμοζαν οι ομολόγοι τους. Οι ρουμανικές αρχές συνέστησαν στη συνέχεια γκέτο ή στρατόπεδα διαμετακόμισης. Μετά την προσάρτηση της Υπερδνειστερίας ακολούθησε συστηματική εκτόπιση των Εβραίων από τη Βεσσαραβία, με πρόσθετες μεταφορές Εβραίων από το Παλαιό Βασίλειο (κυρίως τη Μολδαβία). Σύμφωνα με εντολή που ανέθεσε ο Αντονέσκου στον Στρατηγό Ιοάν Τοπόρ, η απόφαση αφορούσε συγκεκριμένες ποσοστώσεις και οι μεταφορές, οι περισσότερες από τις οποίες πραγματοποιήθηκαν πεζή, περιλάμβαναν κατά το δοκούν εκτελέσεις. Σε συνδυασμό με τις επεκτατικές φιλοδοξίες του Αντονέσκου, είναι πιθανόν ο τελικός προορισμός των επιζώντων, όταν το επέτρεπαν οι περιστάσεις, να ήταν πιο ανατολικά από το Νότιο Μπουγκ. Στις 11 Οκτωβρίου 1941 ο αρχηγός της Ομοσπονδίας των Εβραϊκών Κοινοτήτων, Βίλχελμ Φίλντερμαν, δημοσίευσε μια δημόσια επιστολή προς τον Αντονέσκου, ζητώντας του να σταματήσει τις εκτοπίσεις, γράφοντας: «Αυτό είναι θάνατος και θάνατος χωρίς λόγο, εκτός από το ότι είναι Εβραίοι». Ο Αντονέσκου του απάντησε με εκτεταμένη επιστολή, εξηγώντας ότι επειδή ολόκληρη η Εβραϊκή κοινότητα της Βεσσαραβίας συνεργάστηκε με τους Σοβιετικούς κατά τη σοβιετικής κατοχή της, η πολιτική του ήταν μια δικαιολογημένη πράξη εκδίκησης. Στις 11 Νοεμβρίου 1941 ο Αντονέσκου έστειλε στον Φίλντερμαν δεύτερη επιστολή δηλώνοντας ότι δεν θα επιτρέπεται στους Εβραίους να ζουν στα «απελευθερωμένα εδάφη» και όσο για τους Εβραίους του Βασιλείου:
«Αποφασίσαμε να υπερασπιστούμε τα Ρουμανικά μας δικαιώματα επειδή το πάρα πολύ ανεκτικό μας παρελθόν το εκμεταλλεύτηκαν οι Εβραίοι και διευκόλυνε την κατάχρηση των δικαιωμάτων μας από ξένους, ιδιαίτερα τους Εβραίους ... Είμαστε αποφασισμένοι να τερματίσουμε αυτή την κατάσταση. Δεν μπορούμε να θέσουμε σε κίνδυνο την ύπαρξη του έθνους μας εξαιτίας αρκετών εκατοντάδων χιλιάδων Εβραίων ή για να περισώσουμε κάποια αρχή της ανθρώπινης δημοκρατίας που δεν έχει κατανοηθεί σωστά».
Τα απομένοντα περιουσιακά στοιχεία των εκτοπισθέντων εθνικοποιήθηκαν, κατασχέθηκαν ή αφέθηκαν να λεηλατηθούν. Με το δικό της Εβραϊκό πληθυσμό που περιορισθέντα και υποβληθέντα σε εξόντωση, η Υπερδνειστερία έγινε διαβόητη σε σύντομο χρονικό διάστημα, ειδικά για τα κύριά της στρατόπεδά συγκέντρωσης: Πετσιόρα, Αχμέτσετκα, Μπογκντάνοβκα, Ντομάνοβκα και Ομπόντοβκα. Με τις ενέργειες Ρουμάνων χωροφυλάκων και τοπικών Ουκρανών βοηθών τους, που ενήργησαν με τη συγκατάθεση των κεντρικών αρχών, οι περιοχές της Υπερδνειστερίας έγιναν τόποι μαζικών εκτελέσεων, ιδίως όταν οι διοικητές ανησυχούσαν για την εξάπλωση του τύφου από τα στρατόπεδα στη γύρω περιοχή. Σε συνάντηση του Υπουργικού Συμβουλίου στις 16 Δεκεμβρίου 1941, για να συζητήσει την τύχη των Εβραίων της Υπερδνειστερίας, ο Αντονέσκου δήλωσε:
«Το ζήτημα των Εβραίων συζητείται στο Βερολίνο: οι Γερμανοί θέλουν να φέρουν τους Εβραίους από την Ευρώπη στη Ρωσία και να τους εγκαταστήσουν σε ορισμένες περιοχές, αλλά υπάρχει ακόμη χρόνος πριν το σχέδιο αυτό υλοποιηθεί. Στο μεταξύ τι πρέπει να κάνουμε; Θα περιμένουμε μια απόφαση από το Βερολίνο; Θα περιμένουμε μια απόφαση που μας αφορά; Πρέπει να διασφαλίσουμε την ασφάλειά τους; Χώστε τους σε κατακόμβες! Ρίξτε τους στη Μαύρη Θάλασσα! Όσο με αφορά 100 μπορεί να πεθάνουν, 100 μπορεί να πεθάνουν, όλοι τους μπορεί να πεθάνουν».
Μεταξύ 21-24 και 28-31 Δεκεμβρίου 1941 Ρουμάνοι χωροφύλακες και Ουκρανοί βοηθοί τους σκότωσαν περίπου 70.000 Εβραίους στο στρατόπεδο Μπογκντάνοβκα. Η σφαγή ήταν ο τρόπος του Αντονέσκου να αντιμετωπίσει μια επιδημία τύφου που είχε ξεσπάσει μεταξύ των Εβραίων της Υπερδνειστερίας εξαιτίας των κακών συνθηκών διαβίωσης που αναγκάστηκαν να υπομείνουν. Το τελευταίο κύμα εκτοπίσεων Εβραίων, που έγινε τον Ιούνιο του 1942, προήλθε κυρίως από την περιοχή Τσερνέουτσι της Βόρειας Bουκοβίνας.
Επίσης, το καλοκαίρι του 1942, ο Ιόν Αντονέσκου έγινε αυτουργός του Porajmos, δηλ. των εγκλημάτων κατά του λαού των Ρομά που σχετίζονται με το Ολοκαύτωμα, όταν διέταξε την εκτόπιση στην Υπερδνειστερία των Ρουμάνων Ρομά από το Παλαιό Βασίλειο, που μεταφέρθηκαν μέσω στρατοπέδων και μετεγκαταστάθηκαν υπό απάνθρωπες συνθήκες κοντά στο Νότιο Μπουγκ. Μαζί τους ήταν 2.000 αντιρρησίες συνείδησης της Ιννοκεντικής Εκκλησίας, μιας χιλιαστικής αίρεσης. Όπως αναγνώρισε ο Αντονέσκου κατά τη διάρκεια της δίκης του, ο ίδιος επόπτευε αυτές τις επιχειρήσεις, δίνοντας ειδικές εντολές στους διοικητές της Χωροφυλακής. Θεωρητικά τα μέτρα που ελήφθησαν εναντίον των Ρομά έπρεπε να εφαρμοστούν μόνο στους νομάδες και σε εκείνους με πρόσφατο ποινικό μητρώο, αλλά έγιναν αμέσως αυθαίρετες εξαιρέσεις σε αυτό τον κανόνα, χρησιμοποιώντας ιδιαίτερα την αόριστη έννοια του "ανεπιθύμητου". Οι κεντρικές αρχές διαπίστωσαν διαφορές στα κριτήρια που εφαρμόζονταν τοπικά και παρενέβησαν για να αποτρέψουν ή να επιβάλουν κυρώσεις για ανεκτικότητα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, υπερβάλλοντα ζήλο. Ο Αντονέσκου και ο Κονσταντίν Βασίλιου είχαν ενημερωθεί για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Υπερδνειστερία στη σίτιση του δικού της πληθυσμού, αλλά τα αγνόησαν όταν αποφάσισαν τις εκτοπίσεις. Με την κατάσχεση του μεγαλύτερου μέρους των περιουσιακών τους στοιχείων, οι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά των Ρομά είχαν μόνο τη δυνατότητα να φέρουν χειραποσκευές, με τις οποίες έπρεπε να επιβιώσουν τον χειμώνα. Με την πείνα και τις αρρώστειες που προέκυψαν από αυτή την εγκληματική αμέλεια, η επιβίωση των Ρομά εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από περιστασιακές κυβερνητικές ελεημοσύνες, τη φιλανθρωπία των τοπικών, κλοπές και παραοικονομία. Από τη στιγμή που συλλαμβάνονταν, οι δραπέτες που επέστρεφαν στη Ρουμανία επαναπροωθούνταν από τις κεντρικές αρχές, ακόμη και αν οι τοπικές αρχές αντιτίθεντο.
Η σφαγή της Οδησσού, πράξη συλλογικής τιμωρίας που διεξήγαγε ο Ρουμάνικος Στρατός και η Χωροφυλακή, αφαίρσε τη ζωή τουλάχιστον 15.000 ως 25.000 έως και 40.000 ή και πάνω από 50.000 Εβραίων κάθε ηλικίας. Το μέτρο προέκυψε ως εφαρμογή των εντολών του Αντονέσκου, σε αντίποινα για μια έκρηξη που σκότωσε 67 ανθρώπους στο Ρουμανικό αρχηγείο της πόλης. Ο Αντονέσκου πίστευε ότι η αρχική έκρηξη ήταν τρομοκρατική πράξη, απορρίπτοντας την πιθανότητα το εν λόγω κτίριο να είχε ναρκοθετηθεί από τους Σοβιετικούς που υποχώρησαν. Επιπλέον ο Αντονέσκου κατηγόρησε τους Εβραίους, συγκεκριμένα «Εβραίους κομισάριους» στον Κόκκινο Στρατό, για τις απώλειες που υπέστη η 4η Στρατιά του κατά την πολιορκία, αν και μια έρευνα που είχε διατάξει και γερμανικές εκτιμήσεις κατέδειξαν την ανεπαρκή προετοιμασία των Ρουμάνων στρατιωτών. Ενώ η τοπική διοίκηση πήρε την πρωτοβουλία για τις πρώτες εκτελέσεις, η προσωπική παρέμβαση του Αντονέσκου ενίσχυσε τον αριθμό των θυμάτων που απαιτούντο και περιλάμβανε συγκεκριμένες ποσοστώσεις (200 πολίτες για κάθε νεκρό αξιωματικό, 100 για κάθε νεκρό στρατιώτη). Μέχρι τη στιγμή της έκρηξης ο Εβραϊκός πληθυσμός είχε ήδη εγκλειστεί σε αυτοσχέδια γκέτο, υποκείμενος σε βία και επιλεκτικές δολοφονίες.
Θεωρούμενη η μεγαλύτερη μεμονωμένη σφαγή των Εβραίων στην ιστορία του πολέμου, περιλάμβανε μαζικές εκτελέσεις, απαγχονισμούς, φόνους και ανατινάξεις. Ο Αντονέσκου φέρεται να δήλωσε ότι οι εγκληματικές πράξεις του Ρουμανικού Στρατού ήταν "αντίποινα, όχι σφαγές". Οι επιζήσαντες εκτοπίσθηκαν στον γειτονικό οικισμό της Σλομπίντκα και κρατήθηκαν υπό απάνθρωπες συνθήκες. Ο ίδιος ο Αλεξιάνου παρενέβη στον Αντονέσκου για κάποια λύση στα προβλήματά τους, αλλά ο Ρουμάνος ηγέτης αποφάσισε ότι τους ήθελε έξω την περιοχή της Οδησσού, επικαλούμενος την κοντινή αντίσταση των Σοβιετικών στρατευμάτων στην Πολιορκία της Σεβαστούπολης ως καταλύτη για παρόμοιες Εβραϊκές δραστηριότητες. Η εντολή του προς τον Αλεξιάνου διευκρίνισε: «Χώστε τους στις κατακόμβες, ρίξτε τους στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά βγάλτε τους από την Οδησσό. Δεν θέλω να ξέρω. Εκατό μπορεί να πεθάνουν, χίλιοι μπορεί να πεθάνουν, όλοι μπορεί να πεθάνουν, αλλά δεν θέλω να πεθάνει ούτε ένας Ρουμάνος επίσημος ή αξιωματικός». Χαρακτηρίζοντας την παρουσία Εβραίων στην κατεχόμενη Οδησσό ως "έγκλημα" πρόσθεσε: «Δεν θέλω να κηλιδώσω το έργο μου με τέτοια απρονοησία». Το αποτέλεσμα ήταν περίπου 35.000-40.000 Εβραίοι να εκτοπισθούν από την περιοχή της Οδησσού και άλλες περιοχές της Υπερδνειστερίας. Αρκετές χιλιάδες οδηγήθηκαν σκόπιμα στην Μπερεζίβκα και σε άλλες περιοχές που κατοικούσαν οι Γερμανοί της Μαύρης Θάλασσας, όπου οι οργανώσεις τους Selbstschutz (παραστρατιωτικές οργανώσεις των εκτός Γερμανίας Γερμανών) τους εξόντωσαν.
Είναι κοινά αποδεκτή η κατάταξη της Ρουμανίας του Αντονέσκου ως δεύτερης μόνο μετά τη Ναζιστική Γερμανία ως προς τις αντισημιτικές της πολιτικές εξόντωσης. Σύμφωνα με τα ξεχωριστά έργα των ιστορικών Ντένις Ντέλεταντ και Aντριάν ΤσιοροΊάνου, παρά τα ελαττώματα της δίκης του Αντονέσκου το 1946, η ευθύνη του για τα εγκλήματα πολέμου ήταν τέτοια που θα ήταν εξίσου δυνατό να κριθεί ένοχος και εκτελεσμένος υπό τυχόν δικαιοδοσία των Δυτικών Συμμαχικών. Η συχνά μοναδική βαρβαρότητα των σφαγών που οργανώθηκαν από τη Ρουμανία ήταν ένα ειδικό θέμα προβληματισμού για τη διασωθείσα από το Εβραϊκό Ολοκαύτωμα και Αμερικανίδα πολιτική επιστήμονα Χάνα Άρεντ, όπως εξετάζεται στο έργο της το 1963 Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Οι επίσημες εκτιμήσεις για τη Ρουμανία, που έγιναν το 2003 από την Επιτροπή Βίζελ αναφέρουν ότι από τις Ρουμανικές αρχές υπό την κυβέρνηση του Αντονέσκου σκοτώθηκαν 280.000 ως 380.000 Εβραίοι. Οι εκτοπίσεις Εβραίων από τη Ρουμανία στην Υπερδνειστερία ήταν 150.000 ως 170.000, από τους οποίους περίπου 90.000-120.000 δεν επέστρεψαν ποτέ. Σύμφωνα με το γεννημένο στο Ισραήλ ιστορικό Ζέαν Αντσελ, οι εκτοπίσεις στην Υπερδνειστερία από άλλες περιοχές αντιπροσωπεύουν περίπου 145.000 θανάτους, ενώ ο αριθμός των κατοίκων της Δυτικής Υπερδνειστερίας που σκοτώθηκαν μπορεί να ανέρχεται σε 280.000. Οι πιο συντηρητικές εκτιμήσεις για τον τελευταίο αριθμό αναφέρουν περίπου 130.000-180.000 θύματα. Άλλες συνολικές εκτιμήσεις μιλούν για 200.000 ως πάνω από 300.000 Εβραίους που σκόπιμα σκοτώθηκαν ως αποτέλεσμα των ενεργειών της Ρουμανίας. Σύμφωνα με τους ιστορικούς Αντονι Πολόνσκι και Τζοάνα Μίχλιτς: "Καμία από αυτές τις σφαγές δεν πραγματοποιήθηκε από τους Γερμανούς, αν και [οι τελευταίοι] ενθάρρυναν σίγουρα τέτοιες ενέργειες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να τις είχαν συντονίσει." Οι εκτοπίσεις των Ρομά αφορούσαν περίπου 25.000 άτομα, από τα οποία τουλάχιστον 11.000 πέθαναν στην Υπερδνειστερία.
Ο Εβραϊκός πληθυσμός στο Παλαιό Βασίλειο, που αριθμούσε 300.000 ως 400.000 ανθρώπους, επιβίωσε σχεδόν άθικτος από το Ολοκαύτωμα. Εστιάζοντας στο γεγονός αυτό, ο Λούτσιαν Μπόγια σημείωσε ότι ο Αντονέσκου δεν μπορούσε να θεωρηθεί «ορθώς» ως σωτήρας των Εβραίων, αλλά ότι εξακολουθεί να υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των αποτελεσμάτων της κυβέρνησής του και εκείνης του Χίτλερ, καταλήγοντας ότι η συνολική εικόνα δεν είναι "τελείως σκοτεινή". Για τον Ντένις Ντελέταντ αυτή η κατάσταση είναι ένα «μεγάλο παράδοξο» της εξουσίας του Αντονέσκου: «περισσότεροι Εβραίοι επέζησαν υπό την κυριαρχία του Αντονέσκου απ 'ό, τι σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης του Άξονα». Ο Αμερικανός ιστορικός της Ρουμανίας Ουίλσον Όλντσον θεωρεί τις πολιτικές του Αντονέσκου χαρακτηριζόμενες από «βία, ασυνέπεια και ανοησία», αλλά τις τοποθετεί στο ευρύτερο πλαίσιο του τοπικού αντισημιτισμού, επισημαίνοντας μερικές ιδεολογικές εξαιρέσεις από τους αντίστοιχους Ευρωπαίους ομολόγους του. Αυτά τα χαρακτηριστικά, όπως υποστηρίζει, απέβησαν «σωτήρια» για τις πιο αφομοιωμένες Εβραϊκές κοινότητες του Παλαιού Ρουμανικού Βασιλείου, ενώ άφησαν εκτεθειμένους τους Εβραίους που θεωρούντο ξένοι. Εξετάζοντας την πολιτική εθνοκάθαρσης του Αντονέσκου, ο Πολόνσκι και η Μίχλιτς σημειώνουν ότι «δημιουργεί σημαντικά ερωτήματα σχετικά με τη λεπτή γραμμή μεταξύ της επιθυμίας εκτόπισης μιας ανεπιθύμητης μειονότητας και ενός μικρής κλίμακας επίσημου έργου γενοκτονίας.» Ο Αμερικανός στρατιωτικός ιστορικός Γκέρχαρντ Βάινμπεργκ αναφέρθηκε στη «σφαγή μεγάλου αριθμού Εβραίων στις περιοχές που παραχωρήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση το 1940 όταν οι περιοχές αυτές επανακαταλήφθηκαν το 1941 καθώς και στην [...] Υπερδνειστερία», αλλά σχολίασε: «η η κυβέρνηση του Στρατάρχη Ιον Αντονέσκου προτίμησε να ληστέψει και να καταδιώξει τους Εβραίους [από τη Ρουμανία], δεν τους παρέδωσε στους Γερμανούς για δολοφονία».
Παράλληλα με τη σαφή αλλαγή στις ισορροπίες του Ανατολικού Μετώπου, το κύριο κίνητρο για όλες τις αλλαγές μετά το 1943, που επισημάνθηκαν από διάφορους ιστορικούς, ήταν η παντοειδής με οικονομικά μέσα προσπάθεια επιβίωσης των Εβραίων. Οι πλουσιότεροι Εβραίοι εξαντλήθηκαν οικονομικά προκειμένου να αποφύγουν την κοινωνική εργασία και την εκτόπιση και η εργασία κάποιων επαγγελματιών χρησιμοποιήθηκε από τον δημόσιο τομέα, ακόμη και από τον στρατό. Από την αρχή το καθεστώς είχε εξαιρέσει από τις εκτοπίσεις κάποιους Εβραίους που ήταν ειδικοί σε τομείς όπως η δασοκομία και η χημεία και σε κάποιους άλλους επετράπη να επιστρέψουν παρά τις αντισημιτικές διαμαρτυρίες στις επαρχίες τους. Η οικονομική εκμετάλλευση θεσμοποιήθηκε στα τέλη του 1941-αρχές του 1942, με τη δημιουργία ενός Κεντρικού Εβραϊκού Γραφείου. Με την επίβλεψη του Επιτρόπου Ράντου Λέκα και τυπικά υπό την ηγεσία των Εβραίων διανοουμένων Νάντορ Τζίνγκολντ και Χένρικ Στράιτμαν, συγκέντρωνε κεφάλαια που κατευθύνονταν εν μέρει σε φιλανθρωπικό έργο της Μαρίας Αντωοέσκου. Μικροί αριθμοί Ρουμάνων Εβραίων έφευγαν μεμονωμένα για την Παλαιστίνη ήδη από το 1941, αλλά η Βρετανική εναντίωση στα Σιωνιστικά σχέδια κατέστησε τη μεταφορά τους επικίνδυνη. Σε προσωπικό επίπεδο η ενθάρρυνση των εγκλημάτων από τον Αντονέσκου εναλλασσόταν με περιόδους που ενέδιδε στις εκκλήσεις του αρχηγού της Εβραϊκής κοινότητας Βίλχελμ Φρίντμαν. Σε μια τέτοια περίπτωση ανακάλεσε την απόφασή του του 1942 να επιβάλει τη χρήση κίτρινων κονκάρδων, που παρόλα αυτά παρέμειναν σε χρήση παντού εκτός του Παλαιού Βασιλείου και, θεωρητικά, σε όλους τους Ρουμάνους Εβραίους οπουδήποτε αλλού στην κατεχόμενη από τον Άξονα Ευρώπη. Αξιολογώντας αυτές τις αντιφάσεις, οι σχολιαστές αναφέρουν επίσης την επίδραση των υποσχέσεων των Συμμάχων να διώξουν ποινικά τους υπεύθυνους για γενοκτονία σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στα τέλη του πολέμου ο Αντονέσκου προσπάθησε να αποσείσει κάθε ευθύνη για εγκλήματα από το καθεστώς του, ενώ κατηγόρησε τους Εβραίους για «αυτοκαταστροφή τους».
Το καθεστώς επέτρεπε στους μη εκτοπισθέντες Ρουμάνους Εβραίους και Αμερικανικές φιλανθρωπικές οργανώσεις να στέλνουν ανθρωπιστική βοήθεια στα στρατόπεδα της Υπερδνειστερίας, μέτρο που είχε συμφέρον να επιβάλει στα τέλη του 1942. Οι εκτοπίσεις των Εβραίων σταμάτησαν εντελώς τον Οκτώβριο του ίδιου έτους. Μια συνήθης εξήγηση που προτείνουν οι ιστορικοί για αυτή την επανεκτίμηση πολιτικής είναι η αλλαγή της τύχης της Γερμανίας στο Ανατολικό Μέτωπο, με την αναφορά ότι ο Αντονέσκου σκεφτόταν να χρησιμοποιήσει τον Εβραϊκό πληθυσμό ως ατού στις σχέσεις του με τους Δυτικούς Συμμάχους. Παρόλα αυτά το καθεστώς χρειάστηκε πάνω από ένα χρόνο για να επιτρέψει περισσότερες επιλεκτικές επιστροφές Εβραίων από την Υπερδνειστερία, συμπεριλαμβανομένων περίπου 2.000 ορφανών. Μετά την εκκένωση της Υπερδνειστερίας το 1944 ο ίδιος ο Αντονέσκου υποστήριξε τη δημιουργία νέων στρατοπέδων στη Βεσσαραβία. Σε συνομιλίες με τους υπουργούς του ο Conducător υποστήριξε οργισμένα ότι οι επιζήσαντες Εβραίοι ήταν καλύτεροι από τους Ρουμάνους στρατιώτες.
Οι πολιτικές που εφαρμόζονταν σε σχέση με τον πληθυσμό των Ρομά ήταν αμφίθυμες: ενώ διέταζε την εκτόπιση εκείνων που θεωρούσε εγκληματίες, ο Ιον Αντονέσκου έδειχνε κάποιο ενδιαφέρον για τη βελτίωση της ζωής των Ρομά εργατών της Πεδιάδας Μπαραγκάν. Σύμφωνα με τον Ρουμάνο ιστορικό Βιορέλ Ακίμ αν και είχε ισχυριστεί την ύπαρξη ενός «τσιγγάνικου προβλήματος», το καθεστώς Αντονέσκου «δεν το εντόπιζε μεταξύ των προτεραιοτήτων του». Από το 1943 ο Αντονέσκου επέτρεπε στα άτομα που εκτοπίστηκαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους σταδιακά. Αρχικά ο Κονσταντίν Βασίλιου επέτρεψε στις οικογένειες στρατιωτών να εφεσιβάλουν την εκτόπισή τους σε επιλεκτική βάση. Οι Ρουμανικές αρχές φαίνεται επίσης να είχαν επηρεαστεί από τις αντιρρήσεις των Ναζί διοικητών στην Κατεχόμενη Ουκρανία, που φοβόντουσαν ότι ο νεοαφιχθείς πληθυσμός θα υπερέβαινε τους ντόπιους Γερμανούς. Από τον Ιανουάριο του 1944 οι κεντρικές αρχές διέταξαν τις τοπικές να μη στέλνουν πίσω τους φυγάδες που συλλαμβάνονταν, τους έδωσαν οδηγίες να τους προσφέρουν κάποια τρόφιμα και ρουχισμό και πρότειναν σωματικές τιμωρίες για τους Ρομά που δεν τηρούσαν τον κώδικα συμπεριφοράς. Καθώς οι Ρουμάνοι διοικητές εγκατέλειψαν την Υπερδνειστερία, οι περισσότεροι επιζήσαντες από την ομάδα αυτή επέστρεψαν μόνοι τους το καλοκαίρι του 1944.
Ο Αντονέσκου και οι υφισταμένοι του ήταν επί μακρόν διαιρεμένοι στο ζήτημα της Τελικής Λύσης, όπως εφαρμόστηκε στα εδάφη υπό τον άμεσο έλεγχο των Ναζί από το 1941. Σε ένα αρχικό στάδιο οι Γερμανικές προσπάθειες να επιβληθεί ο άμεσος έλεγχος του RSHA στους Εβραίους του Παλαιού Βασιλείου προκάλεσαν ορισμένες αντιρρήσεις του Μιχαήλ Αντονέσκου, αλλά οι δύο πλευρές συμφώνησαν σε μια κοινή πολιτική σε σχέση με τους Σοβιετικούς Εβραίους. Σε διάφορες από τις δηλώσεις του στις αρχές της δεκαετίας του 1940 ο Αντονέσκου εμφανίζεται να εγκρίνει τον στόχο του Άξονα να εξαλείψει την Εβραϊκή παρουσία σε περίπτωση νίκης. Ο ανεξέλεγκτος χαρακτήρας ορισμένων ρουμανικών ενεργειών προς τους Εβραίους ανησύχησε τους Ναζί αξιωματούχους, που απαίτησαν μια μεθοδική μορφή εξόντωσης. Όταν αντιμετώπισε τις γερμανικές αποφάσεις για την απομάκρυνση των Εβραίων που είχε εκδιώξει πριν την κατοχή της Υπερδνειστερίας, ο Αντονέσκου διαμαρτυρήθηκε υποστηρίζοντας ότι είχε συμμορφωθεί με τις αποφάσεις του Χίτλερ σχετικά με τους «ανατολικούς Εβραίους». Τον Αύγουστο του 1941, στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την καθολική εφαρμογή της Τελικής Λύσης, ο Χίτλερ παρατήρησε: «Όσο για το Εβραϊκό ζήτημα, σήμερα μπορεί κανείς να πει ότι ένας άνθρωπος, όπως για παράδειγμα ο Αντονέσκου, προχωρά πολύ πιο ριζικά κατ' αυτό τον τρόπο από ό,τι έχουμε κάνει μέχρι τώρα. Αλλά δεν θα επαναπαυθώ ούτε θα αδρανήσω μέχρι να τελειώσουμε με τους Εβραίους».
Το καλοκαίρι του 1942 εκπρόσωποι της Γερμανίας στη Ρουμανία έλαβαν την έγκριση του Αντονέσκου να εκτοπίσουν τον Εβραϊκό πληθυσμό που απέμενε σε στρατόπεδα εξόντωσης στην κατεχόμενη Πολωνία. Μεταξύ των εμπλεκομένων στη γερμανική πλευρά ήταν ο μαζικός εγκληματίας Άντολφ Άιχμαν και ο βοηθός του Γκούσταβ Ρίχτερ, ενώ η ρουμανική πλευρά εκπροσωπήθηκε από τον Επίτροπο Εβραίων Υποθέσεων Λέκα (που αναφερόταν στον ίδιο τον Αντονέσκου). Ο Ρίχτερ διέταξε τον Λέκα να ιδρύσει το Κεντρικό Εβραϊκό Γραφείο, που υποτίθεται θα λειτουργούσε ως Judenrat (Εβραϊκό Συμβούλιο), για να εξορθολογίσει τις πολιτικές εξόντωσης. Σύμφωνα με αυτά τα σχέδια μόνο περίπου 17.000 Εβραίοι, χαρακτηρισμένοι χρήσιμοι για την οικονομία της Ρουμανίας, θα απαλλάσσονταν. Οι μεταφορές είχαν ήδη ανακοινωθεί στους Ρουμανικούς Σιδηρόδρομους το φθινόπωρο του 1942, αλλά η κυβέρνηση τελικά αποφάσισε να αναβάλει τα μέτρα αυτά επ' αόριστον, όπως έγινε με τις περισσότερες άλλες εκτοπίσεις στην Υπερδνειστερία. Οι νέες εντολές του Αντονέσκου για το θέμα αυτό αναφέρθηκαν στις συνομιλίες του με τον Χίτλερ στο Σλος Κλεσχάιμ (Σάλτσμπουργκ), όπου και οι δύο ηγέτες έδειξαν να γνωρίζουν τη μοίρα που περίμενε τους Εβραίους εκτοπισμένους στην Πολωνία. Από τότε οι γερμανικές αρχές επιφορτίστηκαν με την εφαρμογή της Τελικής Λύσης στην Ανατολική Ευρώπη, εγκαταλείποντας εντελώς τα σχέδιά τους όσον αφορά τη Ρουμανία. Τον Αύγουστο του 1942 ο Αντονέσκου είχε επεξεργαστεί σχέδια με τα SS για την εκτόπιση όλων των Εβραίων του Regat ή "Παλαιού Βασιλείου" στα Γερμανικά στρατόπεδα θανάτου στην Πολωνία, αλλά στη συνέχεια την ακύρωσε. Οι κύριοι λόγοι της αλλαγής του πνεύματος ήταν ενδείξεις αποδοκιμασίας από τους δικαστικούς κύκλους, μια προειδοποίηση από την Αμερικανική κυβέρνηση που του διαβιβάστηκε από τον Ελβετό πρέσβη ότι θα διώκετο για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας μετά τη νίκη των Συμμάχων αν η εκτόπιση υλοποιείτο, και το σημαντικότερο γιατί ο Χίτλερ δεν επρόκειτο να αναιρέσει τη Δεύτερη Εκδίκαση της Βιέννης και να επιστρέψει τη Βόρεια Τρανσυλβανία στη Ρουμανία. Ο Αντονέσκου θεωρούσε την εκτόπιση των Εβραίων του Regat άμεσα συνδεδεμένη με την επιστροφή της Τρανσυλβανίας και, καθώς δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει ικανοποιητικές υποσχέσεις από τον Γερμανό Πρέσβη Βαρώνο Μάνφρεντ φον Κίλιγκερ ότι η Ρουμανία θα επιβραβευθεί με την επιστροφή της Τρανσυλβανίας σε αντάλλαγμα για την παράδοση των Εβραίων της, ακύρωσε την εκτόπιση μέχρι να του κάνουν οι Γερμανοί καλύτερη προσφορά.
Σύμφωνα με τον Όλντσον στο τελικό στάδιο του πολέμου η Ρουμανία απέρριψε «όλα τα ακραία μέτρα εναντίον των Εβραίων που δεν μπορούσε να αποδειχθεί ότι είναι κομμουνιστές». Η σχεδιαζόμενη μεταφορά στην Παλαιστίνη, η προοπτική της οποίας προκάλεσε την οργή των Ναζί Γερμανών παρατηρητών, δημιούργησε μια ελπίδα ότι οι Σύμμαχοι δεν θα εστίαζαν στην ενοχή του προηγούμενου καθεστώτος και, την ίδια στιγμή, προσδοκίες για τις πληρωμές που θα γίνονταν σε αντάλλαγμα για κάθε άτομο που θα σωζόταν. Η αντίδραση του Ρουμανικού εθνικισμού, που εκδηλώθηκε ως απροθυμία να υπακούσει στις Γερμανικές εντολές και η δυσφορία για δραστική αλλαγή γενικά, φέρεται ενίοτε ως περαιτέρω εξήγηση του φαινομένου. Ενώ εξέταζε το ζήτημα της μετανάστευσης στην Παλαιστίνη, ο Αντονέσκου ενέδωσε επίσης σε εκκλήσεις των ηγετών της Εβραϊκής κοινότητας και επέτρεψε την ασφαλή διέλευση μέσω της Ρουμανίας σε αρκετούς Εβραίους της Βόρειας Τρανσυλβανίας, φυγάδες από το Ολοκαύτωμα στην Ουγγαρία. Έκανε το ίδιο για αρκετές κοινότητες Ρομά της Βόρειας Τρανσυλβανίας, που είχαν διαφύγει προς τα νότια. Στο πλαίσιο αυτό οι Ναζί Γερμανοί ιδεολόγοι άρχισαν να αντιτάσσονται στην εκλαμβανόμενη ως επιείκεια του Αντονέσκου. Ο ίδιος ωστόσο ενάλλασσε την ανοχή της παράνομης μετανάστευσης με δραστικά μέτρα. Στις αρχές του 1944 ο ίδιος έδωσε εντολή να πυροβολούν τους παράνομους μετανάστες, που ίσως ποτέ δεν εφαρμόστηκε από τη συνοριακή αστυνομία (που ενίοτε επέστρεφαν τους Εβραίους πρόσφυγες στις Γερμανικές αρχές). Το καθεστώς Αντονέσκου επέτρεψε την εξόντωση της Ρουμανικής Εβραϊκής διασποράς σε άλλα μέρη της Ευρώπης, αντιτιθέμενο τυπικά στην απέλασή τους, σε ορισμένες περιπτώσεις, όπου φαινόταν ότι η Γερμανία προσέβαλε την κυριαρχία της Ρουμανίας.
Οι πολεμικές περιστάσεις οδήγησαν σε προσεκτικές και αμφιλεγόμενες προσεγγίσεις προς την κυβέρνηση του Αντονέσκου μεταξύ των ρουμανικών πολιτικών τάσεων, που συνένωναν υποστηρικτές της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του αντιφασισμού. Σύμφωνα με τους Γκλέντχιλ και Κιγκ: "Οι Ρουμάνοι φιλελεύθεροι είχαν επικρίνει τις θερμές σχέσεις της κυβέρνησής τους με τον Χίτλερ, που αναπτύχθηκαν όλη τη δεκαετία του 1930, αλλά η Σοβιετική επίθεση στο Ρουμανικό έδαφος τους υποχρέωσε να υποστηρίξουν την εισβολή της Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση". Άλλοι συγγραφείς αναφέρουν επίσης το εγχείρημα της Μεγάλης Ρουμανίας της κυβέρνησης του Αντονέσκου ως αιτία αυτής της ευρείας συναίνεσης. Η τάση αυτή εκφράστηκε από τον Ντίνου Μπρετιάνου, που, στα τέλη Ιανουαρίου του 1941, δήλωσε στους Εθνικούς Φιλελεύθερους συναδέλφους του ότι η νέα «κυβέρνηση των στρατηγών» ήταν «η καλύτερη δυνατή λύση για την τρέχουσα κρίση», προτρέποντάς τους να παράσχουν στον Αντονέσκου "όλη την υποστήριξη που μπορούμε να του δώσουμε". Ένα πρώιμο σημείο διαμάχης μεταξύ Αντονέσκου και Εθνικού Αγροτικού Κόμματος προέκυψε την άνοιξη του 1941, όταν η υποστήριξη του Αντονέσκου προς τη Βαλκανική Εκστρατεία και οι αξιώσεις της Ρουμανίας για τμήματα της Βοϊβοντίνας προκάλεσαν επιστολή διαμαρτυρίας του Γιούλιου Μανίου, που απέρριψε ο Αντονέσκου. Οι Μανίου και Ντίνου Μπρετιάνου εξέδωσαν επίσης πολλές καταγγελίες για την απόφαση του Αντονέσκου να συνεχίσει τον πόλεμο πέρα από τον Δνείστερο. Μια τέτοια επιστολή, υπογραμμένη και από τους δύο, υποστήριζε ότι, ενώ τα προηγούμενα βήματα είχαν «νομιμοποιηθεί από ολόκληρη την ψυχή του έθνους, ο Ρουμανικός λαός δεν θα συναινέσει ποτέ στη συνέχιση του αγώνα πέρα από τα εθνικά μας σύνορα». Ο Μανίου ειδικότερα ανέφερε την πιθανότητα νίκης των Συμμάχων, κατηγόρησε τον Αντονέσκου για την εκτροπή από τον στόχο της Μεγάλης Ρουμανίας (συμπεριλαμβανομένης της Βόρειας Τρανσυλβανίας) και τόνισε ότι η συνεχιζόμενη συμμετοχή της Ρουμανίας στον Άξονα «ήταν αρκετά προβληματική».
Ο Αντονέσκου είναι γνωστό ότι δημοσίως προειδοποιούσε τους ηγέτες της αντιπολίτευσης για την ανυπακοή τους και παρακολουθούσε τις δραστηριότητές τους μέσω της Ειδικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Ωστόσο, μερικές από τις πρώτες ανακοινώσεις που απεύθυνε στον Μπρετιάνου χαρακτηρίζονται επίσης από προσφορές παραίτησης, που ο αποδέκτης απέρριψε απρόθυμα. Οι Γερμανοί αντιτάχθηκαν σε τέτοιες αμφισημίες και ο Χίτλερ κάποια στιγμή συμβούλεψε τον Αντονέσκου να σκοτώσει τον Μανίου, επιλογή που ο Conducător απέρριψε λόγω της δημοτικότητας του ηγέτη του PNŢ στους αγρότες. Ενώ ανεχόταν επαφές μεταξύ Μανίου και των Συμμάχων, ο Αντονέσκου συνέλαβε τους μυστικούς Βρετανούς απεσταλμένους στη Ρουμανία, θέτοντας έτσι τέλος στην Operation Autonomous (επιχείρηση βοήθειας του Τσώρτσιλ προς τη Ρουμανική αντίσταση) το 1943. Παράλληλα, η σχέση του με τη Βσσιλομήτορα Ελένη και τον Μιχαήλ επιδεινώθηκε γρήγορα, αφότου άρχισε να συμβουλεύει τη βασιλική οικογένεια πως να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της. Διαφωνίες για τις πολιτικές του Αντονέσκου προήλθε μερικές φορές από το δικό του στρατόπεδο. Τόσο το σώμα αξιωματικών όσο και το Γενικό Επιτελείο διχάστηκαν στο ζήτημα του πολέμου πέραν του Δνείστερου, μολονότι είναι πιθανό ότι η πλειοψηφία συμφώνησε ότι θα επανέφερε τη Βόρεια Τρανσυλβανία πίσω στη Ρουμανία. Εξέχουσα περίπτωση ήταν αυτή του Ιωσήφ Γιακόβιτσι, Αρχηγού του Ρουμανικού Γενικού Επιτελείου, που αντιτάχθηκε στη μαζική μεταφορά Ρουμανικών στρατευμάτων στο Ανατολικό Μέτωπο, με αποτέλεσμα τον υποβιβασμό του και την αντικατάστασή του με τον Ίλιε Στέφλεα (Ιανουάριος 1942). Ο Στεφλέα έκανε παρόμοιες εκκλήσεις και ο Αντονέσκου συμφώνησε τελικά να διατηρήσει μια στρατό στην πατρίδα λίγο πριν τη Μάχη του Στάλινγκραντ. Διάφοροι άλλοι στρατιωτικοί επέκτειναν την προστασία τους σε διωκόμενους Εβραίους. Γενικά, ο Ρουμάνος ηγέτης αντιμετώπισε σημαντικές προκλήσεις στην άσκηση ελέγχου στους πολιτικούς τομείς στις ένοπλες δυνάμεις.
Οι νόμοι περί φυλετικών διακρίσεων του δικτάτορα και η συμμετοχή της Ρουμανίας στο Ολοκαύτωμα προκάλεσαν σημαντικές αντιρρήσεις από διάφορα άτομα και ομάδες στη ρουμανική κοινωνία. Διάσημη διαφωνούσα ήταν η βασιλομήτωρ Ελένη, που παρενέβη ενεργά για να σώσει τους Εβραίους από την εκτόπιση. Ο Δήμαρχος του Τσερνέουτσι, Τραίάν Ποποβίτσι, αντιτάχθηκε δημόσια στην εκτόπιση των Εβραίων, όπως και ο Γκέρμαν Πίντεα, ο ομόλογός του της Οδησσού. Οι εκκλήσεις της Βασίλισσας Ελένης, του Βασιλιά Μιχαήλ, του Ορθόδοξου Μητροπολίτη της Τρανσυλβανίας Νικολάε Μπέλαν, του Παπικού Νούντσιου Aντρέα Κασούλο και του Ελβετού Πρεσβευτή Ρενέ ντε Βεκ πιστώνονται ότι βοήθησαν στην αποτροπή της πλήρους εφαρμογής της Τελικής Λύσης στη Ρουμανία. Ο Κασούλο και ο Μπέλαν ικέτευσαν από κοινού για την τύχη ορισμένων Εβραίων, συμπεριλαμβανομένων όλων όσων είχαν προσηλυτιστεί στον Χριστιανισμό, και οι πρώτοι διαμαρτυρήθηκαν δημοσίως για τις εκτοπίσεις. Ενώ η Ρουμανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ακόμα σε ειρήνη, ο Αμερικανός Πρέσβης στη Ρουμανία Φράνκλιν Μοτ Γκούντερ προσπάθησε επανειλημμένα να ενημερώσει τους ανωτέρους του για τις Ρουμανικές ενέργειες εναντίον των Εβραίων και Τούρκοι διπλωμάτες ζήτησαν ανεπιτυχώς την Αμερικανική έγκριση για τη μεταφορά Ρουμάνων Εβραίων με ασφαλή διέλευση μέσω της Μικράς Ασίαςστην Παλαιστίνη. Ο Ντίνου Μπρετιάνου καταδίκασε επίσης τα αντισημιτικά μέτρα, κάνοντας τον Αντονέσκου να τον κατηγορήσει ότι ήταν σύμμαχος των «Εβραίων του Λονδίνου». Μαζί με τον Μανίου και τον Ιόν Μιχαλάκε (του Εθνικού Αγροτικού Κόμματος), ο Μπρετιάνου υπέγραψε δηλώσεις που καταδικάζουν την απομόνωση, τη δίωξη και την εκτόπιση των Εβραίων, γεγονός που έκανε τον Αντονέσκου να απειλήσει ότι θα τους συλλάβει. Ωστόσο και τα δύο κόμματα ήταν κατά καιρούς διφορούμενα για τα φυλετικά ζητήματα, και τα ίδια εξέπεμπαν αντισημιτικά μηνύματα. Ο Μπρετιάνου είναι επίσης γνωστός για την υπεράσπιση των Ρομά, αντιτιθέμενος στην εκτόπισή τους γιατί αυτή «θα γυρνούσε πίσω αρκετούς αιώνες το ρολόι της ιστορίας», μια στάση που υποστηρίχθηκε από τους πολιτικούς του φίλους. Παράλληλα μερικοί Ρουμάνοι, όπως η νοσοκόμα Βιορίκα Αγκαρίτσι, παρενέβησαν για να σώσουν Εβραϊκές ζωές, ενώ από την Εβραϊκή κοινότητα ο Αρχιραβίνος Αλεξάντρου Σάφραν και ο ακτιβιστής Mίσου Μπενβενίστι συντάχθηκαν με τον Βίλχελμ Φίλντερμαν σε δημόσιες διαμαρτυρίες κατά των αποφάσεων του Αντονέσκου, ενίοτε με τη συμμετοχή του Αβραάμ Ζίσου. Το 1943 ο ίδιος ο Φίλντερμαν εκτοπίστηκε στο Μοχίλιβ-Ποντίλσκι, αλλά τελικά του επετράπη να επιστρέψει.
Τα οργανωμένα κινήματα αντίστασης στη Ρουμανία του Αντονέσκου ήταν συγκριτικά μικρής κλίμακας και περιθωριακά. Εκτός από μία Σιωνιστική μυστική οργάνωση, που βοηθούσε τους Εβραίους να περάσουν από τη χώρα ή να την εγκαταλείψουν, το καθεστώς αντιμετώπισε τοπικά πολιτικά κινήματα διάφορων αποχρώσεων. Ένα από αυτά περιλάμβανε ακροαριστερά και αριστερά στοιχεία, που η άνοδος του Αντονέσκου στην εξουσία είχε φέρει σε δύσκολη θέση. Το μικρό Ρουμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, που είχε τεθεί εκτός νόμου από τη βασιλεία του Φερδινάνδου Α΄ για τη Διεθνιστική του πολιτική, είχε καταστεί ουσιαστικά ανενεργό από το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης. Αφού αναζωογονήθηκε από την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσσα, το ΚΚΡ δεν μπόρεσε να δημιουργήσει ένα πραγματικό ένοπλο κίνημα αντίστασης, παρόλο που ήταν σε θέση να συντονίσει τις πολιτικές αρκετών άλλων μικρών αριστερών ομάδων. Μιλώντας λίγο πριν την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση και υιοθετώντας τη θέση του «Εβραϊκού Μπολσεβικισμού», ο Αντονέσκου διέταξε τις αρχές να συντάξουν καταλόγους με «τα ονόματα όλων των εβραϊκών και κομμουνιστικών αντιπροσώπων», που έπρεπε να τελούν υπό στενή παρακολούθηση. Από τους ανθρώπους που συνελήφθησαν ως ύποπτοι κομμουνισμού, οι Εβραίοι στάλθηκαν σε περιοχές της Υπερδνειστερίας όπως η Βάπνιαρκα και η Ρίμπνιτσα, ενώ οι άλλοι κλείστηκαν σε στρατόπεδα, όπως εκείνα στο Καρασένμπες και στο Τίργκου Ζίου. Συνολικά περίπου 2.000 Εβραίοι Ρουμάνοι εκτοπισμένοι στην περιοχή είχαν κατηγορηθεί για πολιτικά εγκλήματα (η κατηγορία περιλάμβανε επίσης εκείνους που είχαν προσπαθήσει να αποφύγουν την καταναγκαστική εργασία). Σύμφωνα με μια εκτίμηση οι άνθρωποι που κρατούντο με την κατηγορία του κομμουνιστή υπολογίζονταν σε λιγότερο από 2.000 άτομα, από τα οποία περίπου 1.200 φυλακίστηκαν στη Ρουμανία. Η θανατική ποινή χρησιμοποιήθηκε εναντίον διάφορων ανταρτών ακτιβιστών, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των κομμουνιστών κρατουμένων στη Ρίμπνιτσα σφαγιάστηκαν τον Μάρτιο του 1944. Στην άλλη άκρη του πολιτικού φάσματος, μετά την Εξέγερση της Λεγεώνας και τον αποκεφαλισμό της Σιδηράς Φρουράς, πολλοί Λεγεωναροί που αντιτάχθηκαν στο καθεστώς και που ο ίδιος ο Αντονέσκου πίστευε ότι ήταν «κομμουνιστές με πράσινα πουκάμισα», σκοτώθηκαν ή φυλακίστηκαν. Εντούτοις δημιουργήθηκε ένα τοπικό μυστικό δίκτυο της Σιδηράς Φρουράς με πιθανότατα χιλιάδες μέλη. Κάποιοι από τους πολιτικούς κρατούμενους του Αντονέσκου και από τα δύο στρατόπεδα είχαν την ευκαιρία να αμνηστευθούν συμμετέχοντας σε μονάδες στο Ανατολικό Μέτωπο.
Αν και υπό καταστολή, διαιρεμένο και αδύναμο το ΚΚΡ κεφαλαιοποίησε τις Σοβιετικές νίκες και έτσι ενσωματώθηκε στο κυρίαρχο ρεύμα της αντιπολίτευσης. Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε μια "φράξια των φυλακών" γύρω από τον Γκέοργκε Γκεοργκίου Ντεζ, αντιτιθέμενη τόσο στην επίσημη ηγεσία όσο και στους λεγόμενους "Μοσχοβίτες" κομμουνιστές που είχαν καταφύγει στη Σοβιετική Ένωση πριν από τον πόλεμο. Ενώ ελίσσονταν για τον έλεγχο του ΚΚΡ το 1944 και μετά, οι κομμουνιστές «των φυλακών» κατέστρεψαν μια τρίτη ομάδα, που σχηματίστηκε γύρω από τον κατ' όνομα ηγέτη του ΚΚΡ, Στέφαν Φορις (που τον απήγαγαν και τελικά τον σκότωσαν). Η ηγεσία του ΚΚΡ εξακολουθούσε να τελεί υπό κρίση νομιμοποίησης μετά μετά την έναρξη συνομιλιών με τα μεγαλύτερα κόμματα. Οι Σοβιετικοί και οι Μοσχοβίτες κομμουνιστές δραστηριοποιήθηκαν μεταξύ των Ρουμάνων αιχμαλώτων πολέμου για να τους κάνουν να αλλάξουν στρατόπεδο στον πόλεμο και τελικά κατάφεραν να ιδρύσουν τη Μεραρχία Τούντορ Βλαντιμιρέσκου.
Τα μέτρα που επιβλήθηκαν από το καθεστώς του Αντονέσκου είχαν αντιφατικές επιπτώσεις στη ρουμανική πολιτιστική σκηνή. Σύμφωνα με τους Ρουμάνους ιστορικούς της λογοτεχνίας Λετίτσια Γκουράν και Aλεξάντρου Στεφάν «το καθεστώς Αντονέσκου [...] δεν επηρέασε αρνητικά την πολιτιστική νεωτερικότητα. Η Ρουμανική πολιτιστική ελίτ έβλεπε την πολιτική του Αντονέσκου στο μεγαλύτερο μέρος της με συμπάθεια». Ωστόσο άλλοι ερευνητές καταγράφουν τη διαφωνία πολλών πολιτιστικών κύκλων: του κλασικού φιλελευθερισμού και του κοσμοπολιτισμού του γηραιού θεωρητικού της λογοτεχνίας Eουτζέν Λοβινέσκου, του Λοβινεσκιμού λογοτεχνικού κύκλου του Σιμπίου και της επαναστατικής αντικουλτούρας των νέων αβάν-γκαρντ συγγραφέων (Ιόν Καραΐον, Γκεο Ντουμιτρέσκου, Ντιμίτριε Στελάρου, Κονστάντ Τονεγκάρου). Οι διακεκριμένοι αριστεροί συγγραφείς Tύντορ Αργκέζι, Βίκτορ Εφτίμιου και Zαχαρία Στάνκου ήταν πολιτικοί κρατούμενοι τα χρόνια του Αντονέσκου. Ο συγγραφέας Τζέορτζε Κελινέσκου διαφώνησε επίσης με τις επίσημες κατευθυντήριες γραμμές και, το 1941, ρίσκαρε να δημοσιεύσει ένα ανθολόγιο της ρουμανικής λογοτεχνίας που υπογράμμιζε τη συνεισφορά των Εβραίων, ενώ ο συνθέτης Τζέορτζε Ενέσκου παρακάλεσε προσωπικά τον Αντονέσκου για την τύχη των Ρομά μουσικών. Παρόμοιες πράξεις αλληλεγγύης έγιναν από διάφορους διακεκριμένους διανοούμενους και καλλιτέχνες. Τον Αύγουστο του 1942 ο Βασιλιάς Μιχαήλ έλαβε ένα μανιφέστο που είχαν συνυπογράψει διανοούμενοι από διάφορους τομείς, που επέκριναν τις δολοφονίες στην Υπερδνειστερία και ζητούσαν αλλαγή πολιτικής. Ένα άλλο τέτοιο έγγραφο του Απριλίου του 1944 κάλεσε για άμεση ειρήνη με τη Σοβιετική Ένωση. Σε πιο προσωπικό επίπεδο, ένα ημερολόγιο που τηρούσε η φιλόσοφος και κριτικός τέχνης Αλίσε Βοϊνέσκου εκφράζει την αγανάκτησή της για τα αντισημιτικά μέτρα και τις σφαγές.
Μια ιδιαίτερη πτυχή της πολιτικής καταπίεσης και της πολιτιστικής ηγεμονίας ήταν οι διώξεις από τον Αντονέσκου των Ευαγγελικών ή των Ρεστορασιονιστικών Χριστιανικών δογμάτων, που τέθηκαν για πρώτη φορά εκτός νόμου υπό το καθεστώς της Εθνικής Λεγεώνας. Αρκετοί χιλιάδες πιστοί της Πεντηκοστιανής Ένωσης και της Ένωσης των Βαπτιστών φέρεται να φυλακίστηκαν σύμφωνα με τις εντολές του. Οι διωγμοί στόχευαν ομάδες θρησκευτικών αντιρρησιών συνείδησης. Εκτός από το Κίνημα των Ινοκεντιστών, αυτές οι ομάδες περιλάμβαναν την Πεντηκοστιανή Ένωση, τη Εκκλησία των Αντβεντιστών της Εβδόμης Ημέρας και την Ένωση των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Ο ίδιος ο Αντονέσκου λέγεται ότι σκεφτόταν τη χρήση της θανατικής ποινής εναντίον των "αιρέσεων" που δεν επέτρεπαν τη στρατιωτική θητεία και τελικά την απόφαση εκτόπισης των «ανυπότακτων».
Η περίοδος που ακολούθησε την πτώση του Αντονέσκου επανέφερε τη Ρουμανία σε δημοκρατικό καθεστώς και το Σύνταγμα του 1923, καθώς και τη συμμετοχή της στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Έφερε επίσης τα πρώτα στάδια της κομμουνιστικής επικράτησης - που κορυφώθηκε με τον εξαναγκασμό σε παραίτηση του Βασιλιά Μιχαήλ στις 30 Δεκεμβρίου 1947 και την επακόλουθη εγκαθίδρυση της Κομμουνιστικής Ρουμανίας. Έτσι η δίκη του Αντονέσκου εντάχθηκε σε σειρά παρόμοιων διαδικασιών και πολιτικών εκκαθαρίσεων με την κατηγορία της συνεργασίας (με τους Γερμανούς), που ενορχηστρώθηκαν από τα Ρουμανικά Λαϊκά Δικαστήρια και διάφορους άλλους φορείς.[22] Κατά τις γενικές εκλογές του 1946 και για περίοδο μετά την εκτέλεση του Αντονέσκου το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρουμανίας και οι σύμμαχοί του άρχισαν να χρησιμοποιούν τις συνέπειες της δίκης του ως μέσο για να πλήττουν ορισμένους από τους πολιτικούς αντιπάλους τους. Η στρατολόγηση εθνοτικά Γερμανών (της Ρουμανίας) σε Ναζιστικές Γερμανικές μονάδες, που εγκρίθηκε από τον Αντονέσκου, χρησιμοποιήθηκε ως πρόσχημα για την εκδίωξη των Γερμανών από τη Ρουμανία από τους Σοβιετικούς. Για παρόμοιους λόγους οι Σοβιετικές δυνάμεις κατοχής οργάνωσαν τη σύλληψη ορισμένων Ρουμάνων πολιτών, καθώς και την επιστροφή των προσφύγων του πλέμου από την κυρίως Ρουμανία στη Βεσσαραβία και τη Βόρεια Βουκοβίνα. Τόσο οι συλληφθέντες όσο και οι επαναπατρισθέντες σε πολλές περιπτώσεις εκτοπίστηκαν βαθύτερα στη Σοβιετική Ένωση.
Παρ' όλα αυτά, όπως σημειώνει ο γεννημένος στη Ρουμανία ιστορικός του Ολοκαυτώματος Ράντου Ιοανίντ, λίγοι Ρουμάνοι που συμμετείχαν στην οργάνωση του Ολοκαυτώματος διώχθηκαν και από αυτούς, κανένας δεν εκτελέστηκε μετά τη δίκη του Αντονέσκου. Το αποδίδει στην εθνικιστική αντίσταση μέσα στο διοικητικό και δικαστικό μηχανισμός, στους κομμουνιστικούς φόβους για την απομάκρυνση υπερβολικά μεγάλου αριθμού ανθρώπων, στη μετανάστευση των Σιωνιστών επιζησάντων και στην ανοιχτή εχθρότητα κάποιων κομμουνιστών εναντίον των φιλελεύθερων ηγετών της Εβραϊκής κοινότητας. Οι Εβραίοι αντιμετώπισαν επίσης αντιπαραθέσεις με τις νέες αρχές και την πλειοψηφία του πληθυσμού, όπως περιγράφουν άλλοι ερευνητές. Υπήρξαν, ωστόσο, σποραδικές δίκες για εγκλήματα σχετικά με το Ολοκαύτωμα, συμπεριλαμβανομένης μιας της Μαρίας Αντονέσκου. Συλληφθείσα τον Σεπτέμβριο του 1944 και υπό σοβιετική κράτηση από το 1945 έως το 1946, συνελήφθη εκ νέου στο σπίτι της το 1950, δικάστηκε και τελικά κρίθηκε ένοχη οικονομικών εγκλημάτων για τη συνεργασία της με το Κεντρικό Εβραϊκό Γραφείο. Πέντε χρόνια αργότερα εστάλη σε εσωτερική εξορία και πέθανε από καρδιακά προβλήματα το 1964. Μετά το 1950 μεγάλος αριθμός καταδικασθέντων εγκληματιών πολέμου, ακόμη και κάποιων που καταδικάστηκαν σε ισόβια φυλάκιση, θεωρήθηκαν κατάλληλοι για "κοινωνική συμβίωση" (δηλαδή κατάλληλοι να ζήσουν μεταξύ του γενικού πληθυσμού) και απελευθερώθηκαν, ενώ ορισμένοι ύποπτοι δεν διώχθηκαν ποτέ.
Το 2003, μετά από μια περίοδο κατά την οποία αμφισβητήθηκε η δική του αμφιλεγόμενη στάση επί του θέματος, ο διάδοχος του Κονσταντινέσκου Ιόν Ιλιέσκου ίδρυσε την Επιτροπή Βίζελ, μια διεθνή ομάδα ιστορικών εμπειρογνωμόνων, αποστολή της οποίας ήταν η μελέτη του Ολοκαυτώματος στη Ρουμανία και την οποία αργότερα διαδέχθηκε το Εθνικό Ινστιτούτο Έλι Βίζελ. Η Τελική Έκθεση που συνέταξε η Επιτροπή επέφερε την επίσημη αναγνώριση της συμμετοχής του Ιόν Αντονέσκου στο Ολοκαύτωμα. Μετά από αυτό, οι δημόσιες εκδηλώσεις υποστήριξης του Αντονέσκου κατέστησαν παράνομες. Οι ανακρίσεις του Αντονέσκου από τη SMERSH ανακτήθηκαν από τα Ρωσικά αρχεία και δημοσιεύθηκαν το 2006.
Την ίδια χρονιά, στις 5 Δεκεμβρίου, το Εφετείο του Βουκουρεστίου ανέτρεψε την καταδίκη του Αντονέσκου για ορισμένα εγκλήματα κατά της ειρήνης, με το σκεπτικό ότι οι αντικειμενικές συνθήκες του 1940 δικαιολογούσαν έναν προληπτικό πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονός που καθιστούσε το Άρθρο 3 της Σύμβασης του 1933 για τον Ορισμό της Επιθετικότητας ανεφάρμοστο στην περίπτωσή του (όπως και σε εκείνες των Αλεξιάνου, Κονσταντίν Πανταζί, Κονσταντίν Βασίλιου, Σίμα και διάφορων άλλων πολιτικών της Σιδηράς Φρουράς). Το γεγονός προκάλεσε επίσημες διαμαρτυρίες στη Μολδαβία, το ανεξάρτητο κράτος που σχηματίστηκε στη Βεσσαραβία μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, και στη Ρωσία, το διάδοχο κράτος της, καθώς και επικρίσεις από τους ιστορικούς του Ολοκαυτώματος. Η απόφαση του Εφετείου ανατράπηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρουμανίας τον Μάιο του 2008. Την ίδια χρονιά μακρινοί κληρονόμοι της Μαρίας Αντονέσκου πρόβαλαν αξιώσεις για μια βίλα στο Πρεντεάλ που ανήκε στο ζευγάρι, αλλά δικαστήριο του Μπρασόβ απέρριψε το αίτημά τους επικαλούμενο νόμους που δήμευαν την περιουσία των εγκληματιών πολέμου.
Πέρα από τις προσπάθειες τους προπαγάνδας και λογοκρισίας, ο Αντονέσκου και το καθεστώς του είχαν σημαντικό αντίκτυπο στον ρουμανικό πολιτισμό, την τέχνη και τη λογοτεχνία. Λόγω των αυστηρών κατευθυντήριων γραμμών για τον πολιτισμό και τις συνθήκες του πολέμου, το άμεσο αποτύπωμα αυτής της περιόδου είναι μικρότερο από εκείνο των άλλων περιόδων στην ιστορία της χώρας. Λίγα μνημεία μεγάλων ηρώων χτίστηκαν στα χρόνια του πολέμου. Τα μνημεία που δημιουργήθηκαν εκείνη την εποχή ήταν κυρίως παρόδια τρίπτυχα (troiţe). Η οργάνωση Λατρεία των Ηρώων έλαβε δικαιώματα απαλλοτρίωσης στο Εβραϊκό νεκροταφείο του Βουκουρεστίου το 1942 και πρότεινε να το αντικαταστήσει με ένα σημαντικό μνημείο αυτής της κατηγορίας, αλλά το σχέδιο αυτό τελικά εγκαταλείφθηκε. Ο Αντονέσκου και η σύζυγός του προτίμησαν τις δωρεές σε Ορθόδοξες εκκλησίες και ήταν κτήτορες εκκλησιών σε τρεις ξεχωριστές περιοχές του Βουκουρεστίου: της Εκκλησίας Μεργκεανουλούι στη Ραχόβα, μίας στην Ντεμεροάγια και της εκκλησίας των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Mουντσίι, όπου απεικονίζεται τόσο ο στρατάρχης όσο και η σύζυγός του σε μια τοιχογραφία. Οταν οι πλημμύρες έπληξαν την πατρίδα του Άρτζες ο ίδιος ο στρατάρχης ίδρυσε το Αντονέστι, πρότυπο χωριό στο Κορμπένι (που χτίστηκε εν μέρει από τους Ουκρανούς αιχμαλώτους πολέμου και αργότερα πέρασε στην κρατική ιδιοκτησία), ενώ διέταξε την υδροηλεκτρική εκμετάλλευση του ποταμού Aρτζες. Είχε επίσης σποραδικές επαφές με το καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένης μιας συνέντευξης που έδωσε στον υποστηρικτή του, τον συγγραφέα Ioάν Αλεξάντρου Μπρετέσκου-Βοϊνέστι. Η δίκη του του 1946 παρακολουθήθηκε και τεκμηριώθηκε ιδιαίτερα από το Τζεόρτζε Κελινέσκου σε μια σειρά άρθρων για το περιοδικό Națiunea. Το πολιτικό χιούμορ της δεκαετίας του 1940 διέσωσε ξεχωριστές εικόνες του Ρουμάνου ηγέτη. Τα ρουμανικά ανέκδοτα που κυκλοφόρησαν επί Αντονέσκου γελοιοποίησαν την υιοθέτησή του του τίτλου Στρατάρχης της Ρουμανίας, θεωρώντας τον ως αυτοπροβολή και αποκαλώντας τον "Αυτο-Στρατάρχη". Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Σοβιετική αγκιτπρόπ απεικόνιζε τον Αντονέσκου και τους άλλους δευτερεύοντες ηγέτες του Άξονα ως κακοποιούς και θηριώδη σκυλόμορφα πλάσματα, εικόνες που εμφανίζονται κυρίως στο μουσικό θέατρο και σε παραστάσεις κουκλοθέατρου, καθώς και σε κινούμενα σχέδια στον τύπο.
Κατά τη δεκαετία του 1990, ανεγέρθησαν μνημεία στον Αντονέσκου και το όνομά του δόθηκε σε δρόμους στο Βουκουρέστι και σε αρκετές άλλες πόλεις. Μεταξύ εκείνων που συμμετείχαν άμεσα στη διαδικασία αυτή ήταν ο Ιωσήφ Κονσταντίν Ντρέγκαν, ο εθνικιστής Δήμαρχος του Κλουζ-Ναπόκα, Γκεόργκε Φούναρ και ο Στρατηγός Μιρτσέα Κελάρου, του οποίου η παραίτηση από τον στρατό ζητήθηκε στη συνέχεια. Επίσης, το διάστημα αυτό, το 1993, ο σκηνοθέτης και σοσιαλδημοκράτης πολιτικός Σέρτζιο Νικολαέσκου γύρισε την Oglinda, που παρουσιάζει τον Αντονέσκου (που τον υποδύεται ο Iόν Σιμίνιε) απολογητικά. Η τάση αποκατάστασης εκφράστηκε επίσης σε αναμνηστική έκθεση του Εθνικού Στρατιωτικού Μουσείου τον Οκτώβριο του 1994. Την ίδια χρονιά διανεμήθηκε από τις κρατικές επιχειρήσεις ένα αναθεωρητικό ντοκιμαντέρ Destinul mareşalului ("Το Πεπρωμένο του Στρατάρχη"), θέμα που προκάλεσε ανησυχία. Μετά την παρουσίαση των ευρημάτων της Επιτροπής Βίζελ και τη θέση εκτός νόμου τέτοιας δημόσιας επιδοκιμασίας, τα αγάλματα του Αντονέσκου κατεδαφίστηκαν ή με άλλους τρόπους αποκλείσθηκαν από τη δημόσια θέα. Μια ασυνήθιστη περίπτωση είναι αυτή της Εκκλησίας των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπου, μετά από μακρές συζητήσεις, η προτομή του σφραγίστηκε μέσα σε ένα μεταλλικό κιβώτιο. Εκτός αυτού η δημόσια προβολή πορτραίτων του Αντονέσκου και ρατσιστικών συνθημάτων από χούλιγκαν του ποδοσφαίρου κατά τη σεζόν 2005-2006 της Λίγκα Ι προκάλεσε την παρέμβαση της UEFA.
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.