From Wikipedia, the free encyclopedia
Μονομαχία είναι μια προγραμματισμένη μάχη μεταξύ δύο ατόμων με το ίδιο όπλο.
Τον 17ο και τον 18ο αι. (και νωρίτερα), οι μονομαχίες γίνονταν κυρίως με σπαθιά, αλλά ξεκινώντας από τα τέλη του 18ου αι. στην Αγγλία, οι μονομαχίες γίνονταν συχνότερα με πιστόλια. Η ξιφασκία και η σκοποβολή συνέχισαν να συνυπάρχουν όλον τον 19ο αι.
Η μονομαχία βασιζόταν σε έναν κώδικα τιμής. Οι μονομαχίες δεν γίνονταν για να θανατωθεί ο αντίπαλος, αλλά για να δοθεί «ικανοποίηση», δηλαδή για να αποκατασταθεί η τιμή κάποιου που είχε τη διάθεση να ρισκάρει τη ζωή του για αυτό. Ως εκ τούτου, η παράδοση της μονομαχίας προοριζόταν για τους αρσενικούς ευγενείς. Ωστόσο, στη σύγχρονη εποχή, επεκτάθηκε και σε εκείνες των ανώτερων τάξεων. Κατά καιρούς είχαν γίνει και μονομαχίες με ξίφη ή πιστόλια μεταξύ γυναικών.[1][2]
Η νομοθεσία κατά της μονομαχίας χρονολογείται από τη μεσαιωνική περίοδο. Η Τέταρτη Σύνοδος του Λατερανού (1215) απαγόρευσε τις μονομαχίες[3] και η αστική νομοθεσία στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατά της μονομαχίας ψηφίστηκε στον απόηχο του Τριακονταετούς Πολέμου.[4] Από τις αρχές του 17ου αι., οι μονομαχίες έγιναν παράνομες στις χώρες όπου συνηθίζονταν. Οι μονομαχίες έπεσαν σε μεγάλο βαθμό σε δυσμένεια στην Αγγλία στα μέσα του 19ου αι. και στην ηπειρωτική Ευρώπη στις αρχές του 20ού αι. Οι μονομαχίες μειώθηκαν στις ανατολικές Ηνωμένες Πολιτείες τον 19ο αι. και μέχρι την εποχή του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, οι μονομαχίες είχαν αρχίσει να εξασθενούν ακόμη και στον Νότο.[5] Η κοινή γνώμη, και όχι η νομοθεσία, προκάλεσε την αλλαγή.[5]
Στην αρχαία Ρώμη, μονομάχος ονομαζόταν αυτός που αγωνιζόταν σε αρένα εναντίον άλλων ανθρώπων ή ζώων. Η προέλευση των μονομαχιών εντοπίζεται στην περιοχή της Καμπανίας (νότια Ιταλία) και ειδικότερα στο λαό των Σαμνιτών. Αρχικά υπήρξε το υποκατάστατο των ανθρωποθυσιών που τελούνταν πάνω στους τάφους επιφανών ανδρών. Οι πρώτες μονομαχίες με 3 ζευγάρια μονομάχων, έγιναν το 264 π.Χ. στη κηδεία του Ιούνιου Βρούτου, ενώ 150 χρόνια αργότερα συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο των δημοσίων αγωνισμάτων.[6]
Το 29 π.Χ. ανεγέρθηκε το πρώτο πέτρινο κτίριο για μονομαχίες. Οι μεγάλες οικογένειες και όσοι χρηματοδοτούσαν θεάματα, συντηρούσαν ομάδες μονομάχων σε σχολές και τους μίσθωναν. Με την πάροδο των χρόνων, στους επαγγελματίες και εθελοντές μονομάχους προστέθηκαν οι αιχμάλωτοι πολέμου και όσοι είχαν καταδικαστεί σε θάνατο.[6]
Στη δυτική κοινωνία, η επίσημη έννοια της μονομαχίας αναπτύχθηκε από τη μεσαιωνική δικαστική μονομαχία και από παλαιότερες προχριστιανικές πρακτικές όπως το holmgang της εποχής των Βίκινγκ. Στη μεσαιωνική κοινωνία, οι δικαστικές μονομαχίες γίνονταν από ιππότες για να τερματιστούν διάφορες διαφορές.[7][8] Χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Αγγλία και η Ιρλανδία άσκησαν αυτήν την παράδοση. Ο δικαστικός αγώνας είχε δύο μορφές στη μεσαιωνική κοινωνία, τον άθλο των όπλων και τον ιπποτικό αγώνα.[7] Ο άθλος των όπλων χρησιμοποιήθηκε για τη διευθέτηση εχθροπραξιών μεταξύ δύο πλευρών υπό την επίβλεψη ενός δικαστή. Η μάχη διεξήχθη ως αποτέλεσμα αμφισβήτησης της τιμής της μίας πλευράς που δεν μπορούσε να επιλυθεί από δικαστήριο. Τα όπλα ήταν τυποποιημένα και τυπικά για έναν ιππότη, για παράδειγμα μακριά ξίφη, πολικά όπλα κ.λπ. Η μονομαχία διαρκούσε έως ότου μία από τις πλευρές να μην μπορεί πλέον να αντεπιτεθεί. Την πρώτη εποχή, ο ηττημένος στη συνέχεια εκτελούνταν. Αυτός ο τύπος μονομαχίας εξελίχθηκε σύντομα στο ιπποτικό pas d'armes, "πέρασμα των όπλων", που εξελίχθηκε στα τέλη του 14ου αι. και παρέμεινε δημοφιλής μέχρι τον 15ο αι.[9]
Η Καθολική Εκκλησία επάκρινε τις μονομαχίες σε όλη τη μεσαιωνική ιστορία. Οι δικαστικές μονομαχίες καταρρίφθηκαν από τη Σύνοδο του Λατερανού του 1215, αλλά η δικαστική μονομαχία παρέμεινε στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέχρι τον 15ο αι.[10] Η λέξη «μονομαχία» προέρχεται από το λατινικό duellum, συγγενικό με το bellum, που σημαίνει «πόλεμος».
Στα πρώτα χρόνια της Αναγέννησης, η μονομαχία ήταν αποδεκτός τρόπος επίλυσης διαφορών.
Ο πρώτος δημοσιευμένος κώδικας duello (κώδικας μονομαχίας) εμφανίστηκε στην αναγεννησιακή Ιταλία. Ο πρώτος επίσημος εθνικός κώδικας ήταν αυτός της Γαλλίας, κατά την Αναγέννηση. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1580 έως τη δεκαετία του 1620, υπολογίζεται ότι 10.000 Γάλλοι (οι περισσότεροι ευγενείς) σκοτώθηκαν σε μονομαχίες.[11]
Μέχρι τον 17ο αι., οι μονομαχίες θεωρούνταν προνόμιο της αριστοκρατίας σε όλη την Ευρώπη και οι προσπάθειες να τις μειώσουν ή να τις απαγορεύσουν γενικά αποτύγχαναν. Για παράδειγμα, ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΓ' της Γαλλίας απαγόρευσε τη μονομαχία το 1626 με νόμο που παρέμεινε σε ισχύ στη συνέχεια και ο διάδοχός του Λουδοβίκος ΙΔ' ενέτεινε τις προσπάθειες να εξαλείψει τις μονομαχίες. Παρά τις προσπάθειες αυτές, η μονομαχία συνεχιζόταν απτόητη, καθώς υπολογίζεται ότι μεταξύ 1685 και 1716, διεξήχθησαν στη Γαλλία 10.000 μονομαχίες, οδηγώντας σε περισσότερους από 400 θανάτους.[12]
Στην Ιρλανδία, ήδη από το 1777, συντάχθηκε ένας κώδικας πρακτικής για τη ρύθμιση των μονομαχιών στην πόλη Κλόνμελ, της κομητείας Τιπερέρι. Ένα αντίγραφο του κώδικα, γνωστό ως «Οι είκοσι έξι εντολές», έπρεπε να φυλάσσεται σε θήκη του πιστολιού των κυρίων για λόγους αναφοράς σε περίπτωση διαφωνίας σχετικά με τη διαδικασία.[13]
Στα τέλη του 18ου αι., οι αξίες του Διαφωτισμού άρχισαν να επηρεάζουν την κοινωνία με νέες ιδέες περί ευγένειας, κοινωνίας των πολιτών και νέες στάσεις απέναντι στη βία. Η τέχνη της ευγένειας απαιτούσε να μην υπάρχουν εξωτερικές εκδηλώσεις θυμού και βίας και η έννοια της τιμής εξατομικεύθηκε περισσότερο.
Μέχρι τη δεκαετία του 1770, η πρακτική της μονομαχίας δεχόταν όλο και περισσότερες επιθέσεις από πολλά τμήματα της φωτισμένης κοινωνίας, ως βίαιο απομεινάρι του μεσαιωνικού παρελθόντος της Ευρώπης ακατάλληλο για τη σύγχρονη ζωή. Καθώς η Αγγλία άρχισε να εκβιομηχανίζεται και να επωφελείται από τον πολεοδομικό σχεδιασμό και τις πιο αποτελεσματικές αστυνομικές δυνάμεις, η κουλτούρα της βίας στους δρόμους γενικά άρχισε σιγά-σιγά να εξασθενεί. Η ανερχόμενη μεσαία τάξη διαφύλασσε την τιμή της είτε μέσω προσφυγών για συκοφαντική δυσφήμιση είτε μέσω των ταχέως αναπτυσσόμενων έντυπων μέσων ενημέρωσης των αρχών του 19ου αι. μέσω αλληλογραφίας.[14]
Οι νέες πνευματικές τάσεις στις αρχές του 19ου αι. ενίσχυσαν την εκστρατεία κατά των μονομαχιών. Η ωφελιμιστική φιλοσοφία του Τζέρεμι Μπένθαμ τόνιζε ότι αξιέπαινες ενέργειες ήταν αποκλειστικά όσες μεγιστοποιούν την ανθρώπινη ευημερία και ευτυχία και η ευαγγελική έννοια της «χριστιανικής συνείδησης» άρχισε να προωθεί ενεργά τον κοινωνικό ακτιβισμό. Όσοι είχαν αγωνιστεί με επιτυχία για την κατάργηση της δουλείας καταδίκαζαν τη μονομαχία ως ανίερη βία και ως εγωκεντρική κουλτούρα.[15]
Ο πρώην υπουργός οικονομικών των Ηνωμένων Πολιτειών Αλεξάντερ Χάμιλτον σκοτώθηκε σε μονομαχία εναντίον του αντιπροέδρου Άαρον Μπερ το 1804. Μεταξύ του 1798 και του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ έχασε σε μονομαχίες τα δύο τρίτα του αριθμού των αξιωματικών που είχε χάσει σε ναυμαχίες. Πολλοί από αυτούς που σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν ήταν δόκιμοι ή κατώτεροι αξιωματικοί. Παρά τους θανάτους, οι μονομαχίες συνεχίστηκαν λόγω των σύγχρονων ιδεωδών του ιπποτισμού, ιδιαίτερα στον Νότο, και λόγω της απειλής χλευασμού σε περίπτωση απόρριψης μιας πρόκλησης.[16][17]
Γύρω στο 1770, η μονομαχία υπέστη πολλές σημαντικές αλλαγές στην Αγγλία. Πρώτον, σε αντίθεση με τους ομολόγους τους σε πολλά ηπειρωτικά ευρωπαϊκά κράτη, οι Άγγλοι υιοθέτησαν με ενθουσιασμό το πιστόλι και οι μονομαχίες με ξίφος λιγόστεψαν.[18] Για τον σκοπό αυτό κατασκευάστηκαν ειδικά πιστόλια μονομαχίας για τους πλουσιότερους ευγενείς. Επίσης, το αξίωμα του «μάρτυρα» εξελίχθηκε σε «μάρτυρες» ή «φίλους» που επιλέγονται από τα θιγόμενα μέρη για τη διεξαγωγή της μονομαχίας. Αυτοί οι φίλοι προσπαθούσαν να επιλύσουν μια διαφωνία με όρους αποδεκτούς και από τα δύο μέρη και, σε περίπτωση αποτυχίας, κανόνιζαν να επιβλέπουν τη διαδικασία της μονομαχίας.[19]
Στην Αγγλία, η θανάτωση στη διάρκεια μιας μονομαχίας θεωρούνταν επισήμως δολοφονία, αλλά γενικά τα δικαστήρια ήταν πολύ χαλαρά στην εφαρμογή του νόμου.[20] Παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για εγκληματική ενέργεια, οι στρατιωτικοί σε πολλές χώρες τιμωρούνταν εάν δεν κατάφερναν να πάρουν μέρος σε μια μονομαχία όταν η περίσταση το απαιτούσε. Το 1814, ένας Βρετανός αξιωματικός καταδικάστηκε από το στρατοδικείο και αποπέμφθηκε από τον στρατό επειδή δεν ανταποκρίθηκε σε πρόκληση που του απευνθήθηκε δημόσια.[21] Αυτή η στάση παρέμενε - η βασίλισσα Βικτώρια εξέφρασε μάλιστα την ελπίδα ότι ο λόρδος Κάρντιγκαν, που διώχθηκε για τον τραυματισμό του αντιπάλου του σε μονομαχία, «να τη γλιτώσει εύκολα». Η Αγγλικανική Εκκλησία ήταν γενικά αντίθετη στις μονομαχίες, αλλά ενεργά εναντίον της τάσσονταν κυρίως οι μη κομφορμιστικές λατρείες.
Μέχρι το 1840, οι μονομαχίες είχαν μειωθεί δραματικά. Όταν ο 7ος κόμης του Κάρντιγκαν αθωώθηκε για τεχνικούς λόγους από την κατηγορία της ανθρωποκτονίας σε μονομαχία με έναν πρώην αξιωματικό του,[22] εκφράστηκε οργή στα μέσα ενημέρωσης, με την εφημερίδα The Times να ισχυρίζεται ότι υπήρξε σκόπιμη συνέργεια υψηλών προσώπων κατά τη δίωξη και να αναφέρει ότι «στην Αγγλία υπάρχει άλλος νόμος για πλούσιους και άλλος για φτωχούς», ενώ η εφημερίδα The Examiner περιγράφει την ετυμηγορία ως «ήττα της δικαιοσύνης».[23][24]
Η τελευταία γνωστή μοιραία μονομαχία μεταξύ Άγγλων στην Αγγλία συνέβη το 1845, όταν ο Τζέιμς Αλεξάντερ Σέτον είχε μια διαμάχη με τον Χένρι Χόκαϊ για την αγάπη της συζύγου του, που οδήγησε σε μονομαχία στο Μπράουνταουν, κοντά στο Γκόσπορτ. Ωστόσο, η τελευταία γνωστή μοιραία μονομαχία στην Αγγλία έλαβε χώρα μεταξύ δύο Γάλλων πολιτικών προσφύγων, των Φρεντερίκ Κουρνέ και Εμανουέλ Μπαρτελεμί κοντά στο Ένγκελφιλντ Γκριν το 1852. Ο πρώτος σκοτώθηκε.[19] Και στις δύο περιπτώσεις, οι νικητές των μονομαχιών, Χόκαϊ[25] και Μπαρτελεμί,[26] δικάστηκαν για φόνο. Ωστόσο, ο Χόκαϊ αθωώθηκε και ο Μπαρτελεμί καταδικάστηκε μόνο για ανθρωποκτονία από αμέλεια. Εξέτισε επτά μήνες φυλάκιση. Ωστόσο, το 1855, ο Μπαρτελεμί απαγχονίστηκε αφότου πυροβόλησε και σκότωσε τον εργοδότη του και έναν ακόμη άνδρα.[26]
Οι μονομαχίες άρχισαν να επικρίνονται και στην Αμερική στα τέλη του 18ου αι. Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος κατήγγειλε την πρακτική ως άσκοπα βίαιη και ο Τζορτζ Ουάσινγκτον ενθάρρυνε τους αξιωματικούς του να αρνούνται τις προκλήσεις στη διάρκεια της Αμερικανικής Επανάστασης, επειδή πίστευε ότι ο θάνατος αξιωματικών σε μονομαχίες θα απειλούσε την επιτυχία της πολεμικής προσπάθειας.
Στις αρχές του 19ου αι., ο Αμερικανός συγγραφέας και ακτιβιστής Τζον Νιλ κατέστησε τη μονομαχία το πρώτο θέμα στις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις του,[27] επιτιθέμενος στον θεσμό στο πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο Keep Cool (1817).[28] Κατά ειρωνικό τρόπο, ο Νιλ προκλήθηκε σε μονομαχία από συνάδελφο δικηγόρο της Βαλτιμόρης για προσβολές που δημοσιεύτηκαν στο μυθιστόρημά του Ράντολφ το 1823. Αρνήθηκε και χλεύασε την πρόκληση στο επόμενο μυθιστόρημά του με τίτλο Errata, που εκδόθηκε την ίδια χρονιά.[29]
Οι αναφορές για μονομαχίες ήταν δημοφιλείς στις αρχές του 19ου αι., ιδίως στον Νότο. Ωστόσο, σε αυτό το περιφερειακό πλαίσιο, ο όρος μονομαχία είχε εκφυλιστεί από τον αρχικό ορισμό του 18ου αι. ως επίσημο κοινωνικό έθιμο μεταξύ των πλουσίων τάξεων, χρησιμοποιώντας σταθερούς κανόνες συμπεριφοράς. Αντίθετα, η «μονομαχία» χρησιμοποιήθηκε από τον Τύπο της εποχής για οποιαδήποτε μάχη σώμα με σώμα με μαχαίρι ή όπλο μεταξύ δύο ατόμων, με ξεκάθαρο αντικείμενο απλώς να σκοτώσει ο ένας τον άλλο.[30]
Οι μονομαχίες άρχισαν να μειώνονται σταθερά στον απόηχο του Εμφυλίου Πολέμου. Ακόμη και στον Νότο, η κοινή γνώμη θεωρούσε όλο και περισσότερο την πρακτική αιματοχυσία.
Το 1808, λέγεται ότι δύο Γάλλοι ότι πολέμησαν σε αερόστατα πάνω από το Παρίσι, προσπαθώντας ο ένας να πυροβολήσει και να τρυπήσει το αερόστατο του άλλου. Λέγεται ότι ένας από τους εμπλεκόμενους καταρρίφθηκε και σκοτώθηκε μαζί με τον μάρτυρά του.[31]
Το 1843, λέγεται ότι δύο άλλοι Γάλλοι ότι πήραν μέρος σε μονομαχία πετώντας ο ένας στον άλλο μπάλες μπιλιάρδου.[31]
Στις 30 Μαΐου 1832, ο Γάλλος μαθηματικός Εβαρίστ Γκαλουά τραυματίστηκε θανάσιμα σε μονομαχία σε ηλικία είκοσι ετών, διακόπτοντας την πολλά υποσχόμενη μαθηματική του καριέρα. Πέρασε τη νύχτα πριν από τη μονομαχία γράφοντας μαθηματικά. Η εύρεση ενός σημειώματος που ισχυριζόταν ότι δεν είχε χρόνο να ολοκληρώσει μια απόδειξη γέννησε τον αστικό μύθο ότι εκείνη τη νύχτα έγραψε τα πιο σημαντικά αποτελέσματά του.[32]
Λέγεται ότι τη δεκαετία του 1860, ο μετέπειτα καγκελάριος της Πρωσίας και της Γερμανικής Αυτοκρατορίας Ότο φον Μπίσμαρκ προκάλεσε σε μονομαχία τον Ρούντολφ Βίρχοβ. Ο Βίρχοβ, έχοντας δικαίωμα να επιλέξει τα όπλα, επέλεξε δύο χοιρινά λουκάνικα, ένα από τα οποία ήταν μολυσμένο με τριχινέλα. Οι δυο τους θα διάλεγαν και θα έτρωγαν από ένα λουκάνικο. Ωστόσο, ο Μπίσμαρκ φέρεται να αρνήθηκε.[33]
Η πιο διαβόητη αμερικανική μονομαχία είναι η μονομαχία Μπερ–Χάμιλτον, στην οποία ο πρώην υπουργός οικονομικών Αλεξάντερ Χάμιλτον τραυματίστηκε θανάσιμα από τον πολιτικό του αντίπαλο, εν ενεργεία Αντιπρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Άαρον Μπερ.
Ένας άλλος Αμερικανός πολιτικός, ο Άντριου Τζάκσον, που αργότερα υπηρέτησε ως στρατηγός στον Στρατό των ΗΠΑ και έγινε ο έβδομος πρόεδρος της χώρας, έδωσε δύο μονομαχίες, αν και ορισμένοι θρύλοι ισχυρίζονται ότι ήταν πολύ περισσότερες. Στις 30 Μαΐου 1806, σκότωσε τον Τσαρλς Ντίκινσον, ενώ ο ίδιος πληγώθηκε στο στήθος, αποκτώντας σοβαρούς πόνους για μια ζωή. Ο Τζάκσον φέρεται να συμμετείχε επίσης σε μια αναίμακτη μονομαχία με έναν δικηγόρο και το 1803 έφτασε πολύ κοντά σε μονομαχία με τον Τζον Σεβιέ.
Το 1827, ο Τζέιμς Μπόουι συμμετείχε σε μονομαχία με πιστόλι που γρήγορα κλιμακώθηκε σε μάχη σώμα με σώμα με μαχαίρια, πράγμα όχι ασυνήθιστο στην Αμερική εκείνη την εποχή.[34]
Στις 22 Σεπτεμβρίου 1842, ο μελλοντικός πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν, τότε νομοθέτης της πολιτείας του Ιλινόι, συναντήθηκε για να μονομαχήσει με τον κρατικό ελεγκτή Τζέιμς Σιλντς, αλλά παρενέβησαν φίλοι τους και τους έπεισαν να μη μονομαχήσουν.[35][36]
Το 1864, ο Αμερικανός συγγραφέας Μαρκ Τουέιν, τότε συνεργάτης της New York Sunday Mercury, απέφυγε τελευταία στιγμή να συμμετάσχει σε μονομαχία με έναν αντίπαλο εκδότη εφημερίδας, μέσω παρέμβασης του μάρτυρά του.[37][38]
Ο Ιρλανδός πολιτικός ηγέτης Ντάνιελ Οντόνελ σκότωσε τον Τζον Ντεστέρ σε μονομαχία τον Φεβρουάριο του 1815. Ο Οντόνελ πρόσφερε στη χήρα του Ντεστέρ σύνταξη ίση με το ποσό που κέρδιζε ο σύζυγός της εκείνη την εποχή, αλλά η Corporation of Dublin, της οποίας ήταν μέλος ο Ντεστέρ, απέρριψε την προσφορά του Οντόνελ και ψήφισε το ποσό που είχαν υποσχεθεί οι ίδιοι στη χήρα.[39] Ωστόσο, η χήρα του Ντεστέρ συναίνεσε να δεχτεί ένα επίδομα για την κόρη της, την οποία ο Οντόνελ πλήρωνε για περισσότερα από τριάντα χρόνια μέχρι τον θάνατό του. Η ανάμνηση της μονομαχίας τον στοίχειωνε για το υπόλοιπο της ζωής του.[40]
Η τελευταία γνωστή μοιραία μονομαχία στο Οντάριο έλαβε χώρα στο Περθ, το 1833, όταν ο Ρόμπερτ Λάιον προκάλεσε τον Τζον Γουίλσον σε μονομαχία με πιστόλι μετά από διαμάχη για σχόλια που έγιναν για μια δασκάλα, την οποία ο Γουίλσον παντρεύτηκε αφού σκοτώθηκε ο Λάιον στη μονομαχία. Η Βικτώρια της Μπρίτις Κολάμπια ήταν γνωστό επίκεντρο τουλάχιστον δύο μονομαχιών την εποχή των χρυσοθήρων. Η μία αφορούσε έναν Βρετανό με το όνομα Τζορτζ Σλόαν και έναν Αμερικανό, τον Τζον Λίβερπουλ, που έφτασαν στην περιοχή μέσω Σαν Φρανσίσκο το 1858. Σε μια μονομαχία με πιστόλια, ο Σλόουν τραυματίστηκε θανάσιμα και ο Λίβερπουλ επέστρεψε στις ΗΠΑ. Ο καβγάς ξεκίνησε στο πλοίο για μια νεαρή γυναίκα, τη δεσποινίδα Μπράντφορντ, και συνεχίστηκε αργότερα στη Βικτώρια.[41] Μια άλλη μονομαχία, στην οποία συμμετείχε ο κύριος Μιούιρ, έλαβε χώρα γύρω στο 1861, αλλά μεταφέρθηκε σε ένα νησί των ΗΠΑ κοντά στη Βικτώρια.
Στη Σκωτία, ο Τζέιμς Στιούαρτ από το Ντάνερν δικάστηκε και αθωώθηκε μετά από μονομαχία στην οποία τραυμάτισε θανάσιμα τον σερ Αλεξάντερ Μόσγουελ. Ο Τζορτζ Μπάκαν δημοσίευσε τα δικά του επιχειρήματα υπέρ της μονομαχίας παράλληλα με έναν απολογισμό της δίκης, που έγινε συνοπτικά.[42] Στη Σκωτία διεξήχθησαν κι άλλες μονομαχίες κυρίως μεταξύ στρατιωτών ή ευγενών και αρκετές στη συνέχεια κατέληξαν στα δικαστήρια.[43]
Τα έργα του Ρώσου ποιητή Αλεξάντερ Πούσκιν περιείχαν μια σειρά από μονομαχίες, κυρίως τη μονομαχία του Ονέκγιν με τον Λένσκι στο έργο Ευγένιος Ονέγκιν. Αυτές οι αναφορές αποδείχθηκαν προφητικές, καθώς ο ίδιος ο Πούσκιν τραυματίστηκε θανάσιμα σε μια αμφιλεγόμενη μονομαχία με τον Γάλλο αξιωματικό Ζορζ Νταντέ, που φημολογούνταν ότι ήταν εραστής της γυναίκας του. Ο Νταντέ, ο οποίος κατηγορήθηκε για απάτη σε αυτήν τη μονομαχία, παντρεύτηκε την κουνιάδα του Πούσκιν και έγινε υπουργός και γερουσιαστής στη Γαλλία.
Οι μονομαχίες είχαν σχεδόν σταματήσει να δίνονται μέχρι θανάτου από τα τέλη του 19ου αι.
Με την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι μονομαχίες όχι μόνο είχαν γίνει παράνομες σε όλον σχεδόν τον δυτικό κόσμο, αλλά θεωρούνταν ευρέως αναχρονιστικές. Οι στρατιωτικές ακαδημίες στις περισσότερες χώρες αποδοκίμαζαν τη μονομαχία επειδή οι αξιωματικοί ήταν οι κύριοι διαγωνιζόμενοι.[44]
Με το τέλος της μονομαχίας, το ξίφος έχασε τη θέση του ως αναπόσπαστο μέρος της γκαρνταρόμπας ενός κυρίου, ολοκληρώνοντας τη μακρά περίοδο κατά την οποία το ξίφος ήταν ορατό χαρακτηριστικό του ελεύθερου άνδρα, που είχε ξεκινήσει πριν από τρεις χιλιετίες με τα σπαθιά της Εποχής του Χαλκού.[45]
Ο Κάρολος Α΄ της Αυστρίας απαγόρευσε τη μονομαχία στην Αυστροουγγαρία το 1917. Η Γερμανία (τα διάφορα κράτη της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) έχει ιστορία σε νόμους κατά της μονομαχίας που χρονολογείται από την ύστερη μεσαιωνική περίοδο, με ευρεία νομοθεσία από την περίοδο μετά τον Τριακονταετή Πόλεμο. Η Πρωσία απαγόρευσε τη μονομαχία το 1851 και ο νόμος κληρονομήθηκε από τη Γερμανική Αυτοκρατορία μετά το 1871.[46] Ο πάπας Λέων ΙΓ΄ στην Pastoralis officii του (1891) ζήτησε από τους επισκόπους Γερμανίας και Αυστροουγγαρίας να επιβάλουν ποινές στους συμμετέχοντες σε μονομαχία.[47] Στη Γερμανία της ναζιστικής εποχής, η νομοθεσία για τις μονομαχίες έγινε αυστηρότερη το 1937.[48] Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι αρχές της Δυτικής Γερμανίας δίωξαν την ακαδημαϊκή ξιφασκία ως μορφή μονομαχίας μέχρι το 1951, όταν ένα δικαστήριο του Γκέτινγκεν καθόρισε τη νομική διάκριση μεταξύ ξιφασκίας και μονομαχίας.[49]
Το 1839, μετά τον θάνατο ενός βουλευτή, η μονομαχία κηρύχθηκε παράνομη στην Ουάσινγκτον.[50][51] Μια συνταγματική τροποποίηση προτάθηκε ακόμη και για να απαγορεύσει τη μονομαχία στο ομοσπονδιακό σύνταγμα.[52] Τα συντάγματα ορισμένων πολιτειών των ΗΠΑ, όπως η Δυτική Βιρτζίνια, περιέχουν ρητές απαγορεύσεις της μονομαχίας μέχρι σήμερα.[53] Στο Κεντάκι, τα μέλη του εκλεκτορικού κολεγίου της πολιτείας υποχρεούνται να ορκιστούν ότι δεν έχουν συμμετάσχει ποτέ σε μονομαχία με φονικό όπλο, σύμφωνα με το Σύνταγμα της Πολιτείας που θεσπίστηκε τη δεκαετία του 1850 και εξακολουθεί να ισχύει.[54] Άλλες πολιτείες, όπως το Μισισίπι μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970, είχαν στο παρελθόν απαγορεύσεις της μονομαχίας στα συντάγματά τους, αλλά αργότερα τις κατάργησαν,[55] ενώ άλλες, όπως η Άιοβα, απαγόρευαν συνταγματικά σε εμπλεκόμενους σε μονομαχία να κατέχουν πολιτικά αξιώματα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990.[56]
Από το 1921 έως το 1992,[57] η Ουρουγουάη ήταν ένα από τα λίγα μέρη όπου οι μονομαχίες ήταν απολύτως νόμιμες. Εκείνη την περίοδο, η μονομαχία ήταν νόμιμη σε περιπτώσεις όπου «ένα δικαστήριο τιμής τριών αξιοσέβαστων πολιτών [...] είχε αποφανθεί ότι υπήρχε επαρκής λόγος μονομαχίας».[58]
Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι., η μονομαχία με πιστόλι έγινε δημοφιλής ως άθλημα στη Γαλλία. Οι αθλητές ήταν οπλισμένοι με συμβατικά πιστόλια, αλλά τα φυσίγγια είχαν σφαίρες κεριού χωρίς μπαρούτι.[59]
Οι συμμετέχοντες φορούσαν βαριά, προστατευτικά ρούχα και μεταλλικά κράνη με γυαλί για να βλέπουν. Τα πιστόλια ήταν εφοδιασμένα με ασπίδα που προστάτευε το χέρι βολής.
Η μονομαχία με πιστόλι ήταν παράλληλο (χωρίς μετάλλιο) αγώνισμα στους Θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1908 στο Λονδίνο.[60][61]
Η κουλτούρα της μονομαχίας επιβίωσε στη Γαλλία, την Ιταλία και τη Λατινική Αμερική μέχρι τον 20ό αι. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μονομαχίες είχαν γίνει σπάνιες ακόμη και στη Γαλλία, και όσες συνέβαιναν καλύπτονταν από τον Τύπο ως εκκεντρικότητες. Οι μονομαχίες στη Γαλλία εκείνης της περιόδου, ενώ εξακολουθούσαν να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη ως ζήτημα τιμής, δεν έφταναν μέχρι θανάτου.
Το 1949, ο πρώην αξιωματούχος του Βισί Ζαν Λουί Τισιέ-Βινγιανκούρ μονομάχησε με τον δάσκαλο Ρότζερ Νόρντμαν.[62] Η τελευταία γνωστή μονομαχία στη Γαλλία έλαβε χώρα το 1967, όταν ο σοσιαλιστής αντιπρόεδρος και δήμαρχος της Μασσαλίας Γκαστόν Ντεφέρ προσέβαλε τον ντεγκολικό βουλευτή Ρενέ Ριμπιέρ στο γαλλικό κοινοβούλιο και στη συνέχεια προκλήθηκε σε μονομαχία με ξίφη. Ο Ριμπιέρ έχασε τη μονομαχία, έχοντας τραυματιστεί δύο φορές.[63] Στην Ουρουγουάη, μια μονομαχία με πιστόλι διεξήχθη το 1971 μεταξύ των Ντανίλο Σένα και Ενρίκε Έρο, στην οποία κανένας από δύο δεν τραυματίστηκε.[64][65]
Διάφορες σύγχρονες κοινωνίες εξακολουθούν να διατηρούν νόμους περί μονομαχίας, οι οποίοι επιτρέπουν τη διευθέτηση διαφορών μέσω συναινετικής άοπλης μάχης, ουσιαστικά άοπλης μονομαχίας, αν και τέτοιοι αγώνες μπορεί να οδηγήσουν σε σοβαρή σωματική βλάβη ή θάνατο.
Η κατάσταση που οδηγούσε παραδοσιακά σε μονομαχία ήταν ένα αντιληπτό αδίκημα, είτε πραγματικό είτε φανταστικό, μετά το οποίο κάποιος απαιτούσε ικανοποίηση από τον δράστη.[66] Η απαίτηση συνήθως συμβολιζόταν με μια προσβλητική χειρονομία, όπως το πέταγμα ενός γαντιού στο έδαφος ενώπιον του δράστη.[67] Από την πρακτική αυτή έχει επικρατήσει σε πολλές γλώσσες, όπως και στα ελληνικά, η έκφραση «πετώ/ρίχνω το γάντι» σε κάποιον, με την έννοια της πρόκλησης σε δυναμική αναμέτρηση.[68]
Συνήθως, οι προκλήσεις παραδίδονταν γραπτώς από έναν ή περισσότερους στενούς φίλους που λειτουργούσαν ως «μάρτυρες».[69] Η πρόκληση, γραμμένη σε επίσημη γλώσσα, εξέθετε τα πραγματικά ή φανταστικά παράπονα και την απαίτηση για ικανοποίηση. Ο παραλήπτης της πρόκλησης είχε την επιλογή να την αποδεχθεί ή να την αρνηθεί. Οι λόγοι άρνησης της πρόκλησης μπορούσαν να περιλαμβάνουν ότι ήταν επιπόλαιη ή ότι ο αμφισβητίας δεν αναγνωριζόταν γενικά ως «κύριος», καθώς η μονομαχία περιοριζόταν σε άτομα ίσης κοινωνικής θέσης. Ωστόσο, έπρεπε να ληφθεί μέριμνα πριν από την απόρριψη μιας πρόκλησης, καθώς θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατηγορίες για δειλία ή να εκληφθεί ως προσβολή για τους μάρτυρες του αποστολέα της πρόκλησης. Η συμμετοχή σε μονομαχία μπορούσε να απορριφθεί τιμητικά λόγω μεγάλης διαφοράς ηλικίας μεταξύ των εμπλεκομένων και, σε μικρότερο βαθμό, σε περιπτώσεις κοινωνικής κατωτερότητας του αποστολέα της πρόκλησης. Ωστόσο, μια τέτοια κατωτερότητα έπρεπε να είναι αμέσως εμφανής. Όπως δηλώνει ο συγγραφέας Μπέρτραμ Γουάιατ-Μπράουν, εφόσον «οι κοινωνικές διαφορές συχνά είναι δύσκολο να μετρηθούν», οι περισσότεροι άντρες δεν θα μπορούσαν να καταφύγουν σε τέτοιους λόγους χωρίς να δείξουν δειλία.[70]
Μόλις γίνει αποδεκτή μια πρόκληση, ή και πιο πριν, και οι δύο εμπλεκόμενοι ορίζουν έμπιστους εκπροσώπους για να ενεργήσουν ως μάρτυρες χωρίς να επιτρέπεται περαιτέρω άμεση επικοινωνία μεταξύ των εμπλεκομένων μέχρι να διευθετηθεί η διαφορά. Οι μάρτυρες είχαν διάφορες αρμοδιότητες, εκ των οποίων η πρώτη ήταν να κάνουν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να αποτρέψουν την αιματοχυσία, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβευόταν η τιμή του εντολέα τους. Τέτοια μέτρα μπορούσε να είναι εκατέρωθεν αλληλογραφία για μια αμοιβαίο συμβιβασμό, για παράδειγμα με μια επίσημη συγγνώμη για την υποτιθέμενη παράβαση.
Σε περίπτωση που οι μάρτυρες αποτύγχαναν να πείσουν τους εντολείς τους να αποφύγουν τη μονομαχία, προσπαθούσαν να συμφωνήσουν σε όρους για τη μονομαχία που θα περιόριζαν την πιθανότητα θανατηφόρου αποτελέσματος, σύμφωνα με τις γενικά αποδεκτές οδηγίες για θέματα τιμής. Οι ακριβείς κανόνες και η εθιμοτυπία διέφεραν ανάλογα με την εποχή και τις τοπικές πρακτικές. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο παραλήπτης της πρόκλησης είχε την επιλογή των όπλων, με τα ξίφη να προτιμώνται σε πολλά μέρη της ηπειρωτικής Ευρώπης και τα πιστόλια στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Μεγάλη Βρετανία.
Ήταν υποχρέωση των μαρτύρων να κάνουν όλες τις ρυθμίσεις εκ των προτέρων, συμπεριλαμβανομένου του πόσο θα διαρκούσε και ποιες συνθήκες θα τελείωνε η μονομαχία. Συχνά οι μονομαχίες με ξίφη γίνονταν μόνο μέχρι να βγει αίμα, περιορίζοντας έτσι σοβαρά την πιθανότητα θανάτου ή σοβαρού τραυματισμού, καθώς μια γρατσουνιά μπορούσε να θεωρηθεί ικανοποιητική τιμή. Στις μονομαχίες με πιστόλια, καθοριζόταν ο αριθμός των επιτρεπόμενων βολών και η εμβέλεια. Από τους μάρτυρες δινόταν προσοχή για να διασφαλιστεί ότι το έδαφος που θα επιλεγόταν δεν έδινε αθέμιτο πλεονέκτημα σε κανέναν εμπλεκόμενο. Ένας γιατρός χειρουργός ήταν συνήθως σε ετοιμότητα. Άλλα πράγματα που συχνά τακτοποιούσαν οι μάρτυρες ήταν λεπτομέρειες που μπορεί να φαίνονται παράδοξες σήμερα, όπως ο ενδυματολογικός κώδικας (οι μονομαχίες ήταν συχνά επίσημες υποθέσεις), ο αριθμός και τα ονόματα τυχόν άλλων μαρτύρων που θα παρευρίσκονταν και αν θα σερβιρίζονταν ποτά ή όχι.[71]
Τα κύρια κριτήρια για την επιλογή του πεδίου της μονομαχίας ήταν η απομόνωση, για να αποφευχθεί η ανακάλυψη και η διακοπή από τις αρχές και η ασάφεια της δικαιοδοσίας, προς αποφυγή νομικών συνεπειών. Νησιά μέσα σε ποτάμια που χώριζαν δύο περιοχές ήταν δημοφιλείς τοποθεσίες μονομαχίας. Οι βράχοι κάτω από το Γουιχόκεν στον ποταμό Χάντσον, όπου έλαβε χώρα η μονομαχία Χάμιλτον–Μπερ ήταν δημοφιλές πεδίο μονομαχιών στη Νέα Υόρκη λόγω της αβεβαιότητας για το εάν αποτελούσε δικαιοδοσία της πολιτείας της Νέας Υόρκης ή του Νιου Τζέρσεϊ. Οι μονομαχίες γίνονταν παραδοσιακά την αυγή, κατά την οποία το ελάχιστο φως έκανε τους συμμετέχοντες λιγότερο ορατούς και επέβαλλε ένα διάλειμμα για επανεξέταση του εγχειρήματος.
Για κάποιο διάστημα πριν από τα μέσα του 18ου αι., οι ξιφομάχοι που μονομαχούσαν την αυγή έφεραν συχνά φανάρια για να δοέπυυν ον ο ένας τον άλλον. Αυτό συνέβαινε τόσο τακτικά, που τα εγχειρίδα ξιφασκίας είχαν ενσωματώσει τα φαναράκια στα μαθήματα. Ένα παράδειγμα αυτού είναι η χρήση φαναριού για να αντιστέκονται στα χτυπήματα τυφλώνοντας τον αντίπαλο.[72] Τα εγχειρίδια δείχνουν ενίοτε τους εμπλεκόμενους να κουβαλούν το φανάρι στο αριστερό χέρι πίσω από την πλάτη, κάτι που εξακολουθεί να είναι μια από τις παραδοσιακές θέσεις στη σύγχρονη ξιφασκία.[73]
Η μονομαχία θα μπορούσε να διεξαχθεί μέχρι διαφόρων σημείων, που επιλέγονταν από το άτομο που ξεκινούσε την πρόκληση:
Υπό τις τελευταίες προϋποθέσεις, το ένα ή και τα δύο μέρη μπορούσαν να χάσουν σκόπιμα για να εκπληρώσουν τους όρους της μονομαχίας, χωρίς απώλεια ζωής ή τιμής. Ωστόσο, κάτι τέτοιο, μπορούσε να σημαίνει ότι ο αντίπαλος δεν άξιζε τον κόπο.[74]
Υπήρχαν διάφορα είδη μονομαχίας με πιστόλι. Η μέθοδος όπου οι δύο εμπλεκόμενοι στέκονταν πλάτη με πλάτη, απομακρύνονταν ο ένας από τον άλλον για καθορισμένο αριθμό βημάτων και στη συνέχεια γυρνούσαν για να πυροβολήσουν ήταν γνωστός ως «γαλλική» μέθοδος.[75] Μια άλλη μέθοδος απαιτούσε από τους εμπλεκόμενους να στέκονται ακίνητοι σε μια συμφωνημένη απόσταση και να πυροβολούν ταυτόχρονα όταν δινόταν το σήμα - αυτός ήταν ο τύπος μονομαχίας που προτιμούσαν στη Βρετανία.[75] Μια παραλλαγή αυτού απαιτούσε από τους εμπλεκόμενους να πυροβολούν εναλλάξ, με αυτόν που απηύθυνε την πρόκληση να πυροβολεί πρώτος ή με το δικαίωμα της πρώτης βολής να αποφασίζεται ρίχνοντας ένα νόμισμα.[76]
Η απόσταση από την πυροβολούσαν μπορεί να εξαρτώνταν από τις τοπικές συνήθειες, την επιθυμία των εμπλεκόμενων ή, ενίοτε, τη σοβαρότητα της προσβολής. Ο αμερικανικός κώδικας μονομαχιών του 1838 πρότεινε απόσταση μεταξύ 10 και 20 βημάτων.[77] Υπήρχαν περιστατικά μονομαχιών με πιστόλια που γίνονταν σε απόσταση μόλις δύο ή τρεις βημάτων, με σχεδόν βέβαιο τραυματισμό ή θάνατο ενός ή και των δύο εμπλεκόμενων.[78]
Μια μέθοδος δημοφιλής στην ηπειρωτική Ευρώπη ήταν γνωστή ως μονομαχία à volonté («κατά βούληση»)[79] και δεν είχε καθορισμένη απόσταση βολής. Οι δύο μονομαχίες ξεκινούσαν σε κάποια απόσταση. Ανάμεσά τους υπήρχαν δύο γραμμές στο έδαφος σε συμφωνημένη απόσταση – αυτές αποτελούσαν φράγμα που οι εμπλεκόμενοι απαγορευόταν να περάσουν. Μετά το σήμα για την έναρξη, μπορούσαν να προχωρήσουν προς το φράγμα και να πυροβολήσουν ανά πάσα στιγμή. Ωστόσο, αυτός που πυροβολούσε πρώτος έπρεπε να μείνει ακίνητος και να επιτρέψει στον αντίπαλό του να περπατήσει μέχρι τη γραμμή για να πυροβολήσει όταν επιθυμούσε.[76]
Πολλές ιστορικές μονομαχίες αποτράπηκαν λόγω δυσκολίας στον καθορισμό της απόστασης. Στην περίπτωση του Ρίτσαρντ Μρόκλσμπι, δεν μπορούσε να συμφωνηθεί ο αριθμός των βημάτων.[80] Σε αυτήν μεταξύ του Μαρκ Έικενσαϊντ και του Μπάλοου, ο ένας είχε αποφασίσει να μη μονομαχεί ποτέ πρωί και ο άλλος ότι δεν θα μονομαχεί ποτέ απόγευμα.[80]
Τα πρώτα χρόνια, η μονομαχία ήταν γνωστή ως Kampf ή Kampffechten. Η γερμανική παράδοση μονομαχίας ξεκινά από τα τέλη του Μεσαίωνα και τη γερμανική σχολή ξιφασκίας. Τον 15ο αι., διαξάγονταν μονομαχίες μεταξύ ευγενών που φορούσαν πανοπλίες.
Στα Επτάνησα τον 19ο αι., υπήρχε μια πρακτική επισημοποιημένης μονομαχίας μεταξύ ανδρών για ζητήματα τιμής. Τα μαχαίρια ήταν τα όπλα που χρησιμοποιούσαν σε τέτοιους αγώνες. Ξεκινούσαν με ανταλλαγή σεξουαλικών προσβολών σε δημόσιο χώρο όπως μια ταβέρνα, και οι άντρες μάλωναν με σκοπό να μαχαιρώσουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου και όχι να σκοτώσουν. Μόλις έβγανε αίμα, οι θεατές επενέβαιναν για να χωρίσουν τους άνδρες. Ο νικητής έφτυνε συχνά τον αντίπαλό του και βουτούσε το μαντίλι του στο αίμα του ηττημένου ή σκούπιζε με αυτό το αίμα από το μαχαίρι του. Ο νικητής γενικά δεν έκανε καμία προσπάθεια να αποφύγει τη σύλληψη και λάμβανε ελαφριά ποινή, όπως σύντομη φυλάκιση ή/και μικρό πρόστιμο.[81]
Μέχρι το 1918, η ελληνική νομοθεσία προέβλεπε σχετικά ήπιες ποινές για τους εμπλεκόμενους σε μονομαχία. Δεν είναι γνωστή η συχνότητα με την οποία γίνονταν μονομαχίες στην Αθήνα.[69] Σχετικό νομοσχέδιο κατατέθηκε τον Νοέμβριο του 1918, ψηφίστηκε από τη Βουλή στα μέσα Δεκεμβρίου[69] και δημοσιεύθηκε στις 29 του μηνός στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Νόμος 1592/1918 περί μονομαχίας).[82] Ο εν λόγω νόμος προέβλεπε ποινές για τους συμμετέχοντες στη μονομαχία που κυμαίνονταν από φυλάκιση τριών μηνών μέχρι ενός έτους, ακόμη και αν τελικώς η μονομαχία δεν διεξαγόταν, ενώ μάρτυρες, γιατροί και άλλοι βοηθοί προβλεπόταν να τιμωρούνται ως συναυτουργοί.[69] Το 1951, ο νόμος του 1918 τροποποιήθηκε με την εισαγωγή του Ποινικού Κώδικα, ενώ οι σχετικές διατάξεις καταργήθηκαν τελείως με τον Νόμο 3904/2010. Ετσι, αν σήμερα γινόταν μονομαχία και ένας από τους δύο συμμετέχοντες έπεφτε νεκρός, ο άλλος θα δικαζόταν για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, ενώ όλοι οι άλλοι εμπλεκόμενοι ως συνεργοί του.[69]
Η μονομαχία έφτασε στο νησί στα τέλη του 16ου αι. με την εισροή της ιταλικής λογοτεχνίας – με πιο αξιοσημείωτα δείγματα το Libro del Cortegiano (Βιβλίο του Αυλικού) του Μπαλντασάρε Καστιλιόνε, που εκδόθηκε το 1528 και το Il Duello του Τζιρόλαμο Μούτσιο, που εκδόθηκε στο 1550. Αυτά υπογράμμιζαν την ανάγκη προστασίας της τιμής και της κοινωνικής εικόνας κάποιου και προέβλεπαν τις συνθήκες υπό τις οποίες ένας προσβεβλημένος πρέπει να προχωρήσει σε πρόκληση. Η λέξη μονομαχία (duel) εισήχθη στη γλώσσα τη δεκαετία του 1590, από το μεσαιωνικό λατινικό duellum (αρχαϊκή λατινική μορφή του bellum «πόλεμος», αλλά συνδέεται παρετυμολογικά με το duo «δύο», εξού και «ένας προς έναν αγώνα»).[83]
Σύντομα δημιουργήθκε και εγχώρια λογοτεχνία, όπως το The Courte of Ciuill Courtesie του Σάιμον Ρόμπσον, που εκδόθηκε το 1577. Οι μονομαχίες διαδόθηκαν περισσότερο με την άφιξη Ιταλών δασκάλων ξιφασκίας όπως ο Ρόκο Μπονέτι και ο Βινσέντο Σαβιόλο. Κατά τη βασιλεία του Ιακώβου Α΄ και ΣΤ΄ της Αγγλίας και της Σκωτίας η μονομαχία ήταν καλά εδραιωμένη στον στρατό.[84] Ο Ιάκωβος Α΄ ενθάρρυνε Φράνσις Μπέικον να διώκει δικαστικά τους επίδοξους συμμετέχοντες σε μονομαχίες, οδηγώντας σε περίπου διακόσιες διώξεις μεταξύ 1603 και 1625. Εξέδωσε επίσης διάταγμα κατά της μονομαχίας το 1614.
Οι μονομαχίες, ωστόσο, συνέχισαν να εξαπλώνονται εκτός της Αυλής και στον στρατό. Στα μέσα του 17ου αι. ελέγχονταν για ένα διάστημα από Άρθρα Πολέμου που όριζαν τη θανατική ποινή για επίδοξους συμμετέχοντες. Ωστόσο, η μονομαχία επέζησε και αυξήθηκε σημαντικά με την Παλινόρθωση των Στιούαρτ.
Μέχρι τη δεκαετία του 1780, οι αξίες της μονομαχίας είχαν εξαπλωθεί στην ευρύτερη κοινωνία. Οι μονομαχίες ήταν επίσης δημοφιλείς για ένα διάστημα στους γιατρούς και στα νομικά επαγγέλματα. Η διευκρίνιση του αριθμού των μονομαχιών στη Βρετανία είναι δύσκολη, αλλά τεκμηριώνονται περίπου 1.000 μεταξύ 1785 και 1845 με ποσοστό θνησιμότητας τουλάχιστον 15%.
Το 1777, στην πόλη Κλόνμελ, της κομητείας Τιπερέρι, συντάχθηκε κώδικας πρακτικής για τη ρύθμιση των μονομαχιών. Συμφωνήθηκε από αντιπροσώπους από τις γύρω κομητείες και προοριζόταν για γενική υιοθέτηση σε όλη την Ιρλανδία.[13]
Η τελευταία μονομαχία στην Αγγλία έλαβε χώρα το 1852 μεταξύ δύο Γάλλων πολιτικών εξόριστων.[19] Το 1862, σε ένα άρθρο με τίτλο Dead (and gone) Shots στο περιοδικό του All the Year Round, ο Κάρολος Ντίκενς υπενθύμισε τους κανόνες και τους μύθους της ιρλανδικής μονομαχίας.[85]
Τέσσερις πρωθυπουργοί του Ηνωμένου Βασιλείου συμμετείχαν σε μονομαχίες, αν και μόνο δύο από αυτούς – ο Πιτ και ο Ουέλινγκτον – κατείχαν το αξίωμα τη στιγμή των μονομαχιών.
Στην Πολωνία οι μονομαχίες ήταν γνωστές από τον Μεσαίωνα. Ο πιο γνωστός πολωνικός κώδικας γράφτηκε το 1919. Εκείνη την εποχή οι μονομαχίες ήταν ήδη απαγορευμένες στη χώρα, αλλά ο κώδικας ήταν ευρέως σε χρήση. Οι τιμωρίες για συμμετοχή σε μονομαχίες ήταν μάλλον ήπιες – φυλάκιση έως και ενός έτους εάν το αποτέλεσμα της μονομαχίας ήταν θάνατος ή βαριά σωματική βλάβη.[86]
Η παράδοση της μονομαχίας και η ίδια η λέξη μονομαχία μεταφέρθηκαν στη Ρωσία τον 17ο αι. από μισθοφόρους του ρωσικού στρατού. Οι μονομαχίες έγιναν γρήγορα τόσο δημοφιλείς – και ο αριθμός των απωλειών τόσο υψηλός – που, το 1715, ο αυτοκράτορας Πέτρος Α’ αναγκάστηκε να απαγορεύσει την πρακτική διά του απαγχονισμού και των δύο εμπλεκομένων. Παρά την επίσημη απαγόρευση, οι μονομαχίες έγιναν σημαντική στρατιωτική παράδοση στη Ρωσική Αυτοκρατορία με έναν λεπτομερή άγραφο κώδικα μονομαχιών – που κυκλοφόρησε σε έντυπη μορφή το 1908.[87] Αυτός ο κώδικας απαγόρευε τις μονομαχίες μεταξύ αξιωματικών διαφορετικών βαθμών.
Οι μονομαχίες ήταν επίσης συχνές μεταξύ επιφανών Ρώσων συγγραφέων, ποιητών και πολιτικών. Ο Ρώσος ποιητής Αλεξάντρ Πούσκιν συμμετείχε 29 μονομαχίες, προκαλώντας πολλές εξέχουσες προσωπικότητες[88] και σκοτώθηκε σε μονομαχία με τον Ζορζ Νταντέ το 1837. Ο Μιχαήλ Λέρμοντοφ σκοτώθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα από τον συνάδελφό του αξιωματικό του στρατού Νικολάι Μάρτινοφ. Η παράδοση των μονομαχιών άρχισε να φθίνει στη Ρωσική Αυτοκρατορία από τα μέσα του 19ου αι.
Τα ευρωπαϊκά στιλ μονομαχίας καθιερώθηκαν στις αποικίες των ευρωπαϊκών κρατών στη Βόρεια Αμερική. Οι μονομαχίες λάμβαναν χώρα για για μια γυναίκα ή για της υπεράσπιση της τιμής κάποιου. Στις ΗΠΑ, μονομαχίες προέκυπταν και λόγω πολιτικών διαφορών.
Ήδη από το 1728, ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ άρχισαν να περιορίζουν ή να απαγορεύουν την πρακτική.[89]
Οι μονομαχίες ήταν το αντικείμενο μιας ανεπιτυχούς τροποποίησης του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών το 1838.[90]
Ωστόσο, καθώς προχωρούσε ο 19ος αι., ο αμερικανικός ορισμός της «μονομαχίας» είχε ξεκάθαρα εκφυλιστεί από ευρωπαϊκό κοινωνικό έθιμο που χρησιμοποιούσε μάρτυρες και καθορισμένους κανόνες συμπεριφοράς. Αντίθετα, ο όρος χρησιμοποιούνταν όλο και περισσότερο για να περιγράψει οποιαδήποτε βίαιη μάχη ή συμπλοκή μεταξύ δύο ή περισσότερων διαγωνιζομένων χρησιμοποιώντας διάφορα όπλα - ρόπαλα, μπουκάλια, μαχαίρια ή πυροβόλα όπλα οποιουδήποτε τύπου.[30]
Μέχρι το 1859, 18 πολιτείες είχαν καταστήσει τη μονομαχία παράνομη και με λίγες εξαιρέσεις, η παραδοσιακή μονομαχία με χρήση μαρτύρων και επίσημους κανόνες συμπεριφοράς είχε σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1870.[91] Το 1891, το Κεντάκι ψήφισε νόμο σύμφωνα με τον οποίο οποιοσδήποτε ορκίζεται σε οποιοδήποτε αξίωμα σε επίπεδο πολιτείας ή κομητείας στο Κεντάκι πρέπει να δηλώνει ενόρκως ότι δεν έχει συμμετάσχει, δεν έχει υπάρξει μάρτυρας ή άλλως βοηθήσει σε μονομαχία, νόμος που εξακολουθεί να ισχύει.[92]
Οι αποκαλούμενες μονομαχίες με «γρήγορο τράβηγμα», αν και στην πραγματικότητα πολύ σπάνιες, διεξάγονταν για λόγους τιμής στην Άγρια Δύση, εν μέρει επηρεασμένες από τον κώδικα μονομαχίας που μετέφεραν οι μετανάστες του Νότου.[93][94] Αυτού του είδους η μονομαχία είναι κοινό μοτίβο σε όλα τα γουέστερν, αν και δεν ήταν πραγματικά τόσο διαδεδομένες στην Άγρια Δύση.
Στον Άνω Καναδά, τότε βρετανική αποικία, ο Τζον Γουίλσον σκότωσε τον Ρόμπερτ Λάιον στις 13 Ιουνίου 1833, στο Περθ. Αυτή πιστεύεται από ορισμένους ότι ήταν η τελευταία μοιραία μονομαχία στον Καναδά και σίγουρα ήταν η τελευταία στην περιοχή του σημερινού Οντάριο. Ωστόσο, αρκετές πηγές αναφέρουν ότι η τελευταία μοιραία μονομαχία στον σημερινό Καναδά συνέβη στον Κάτω Καναδά (σημερινό Κεμπέκ) στις 22 Μαΐου 1838.[95][96]
Οι μονομαχίες συνηθίζονταν σε μεγάλο μέρος της Νότιας Αμερικής κατά τη διάρκεια του 20ού αι.,[58] αν και γενικά ήταν παράνομες. Στην Αργεντινή, τον 18ο και 19ο αι., ήταν σύνηθες οι γκαούτσο –καουμπόηδες– να επιλύουν τις διαφορές τους με μονομαχία χρησιμοποιώντας μαχαίρια. Με την έλευση του 19ου αι. και των πιστολιών, η χρήση του μαχαιριού ως όπλου μονομαχίας μειώθηκε. Πολλοι γκάουτσο συνέχισαν να φέρουν το μαχαίρι, αν και κυρίως ως εργαλείο.
Στο Περού υπήρξαν αρκετές μονομαχίες πολιτικών στις αρχές του 20ού αι. Το 2002, ο ανεξάρτητος βουλευτής Άιτελ Ράμος προκάλεσε τον αντιπρόεδρο Ντέιβιντ Βάισμαν σε μονομαχία με πιστόλια, λέγοντας ότι τον είχε προσβάλει. Ο Βάισμαν αρνήθηκε την πρόκληση.[97]
Η Ουρουγουάη αποποινικοποίησε τη μονομαχία το 1920,[58] και την ίδια χρονιά ο Χοσέ Μπατλ ι Ορντόνιεζ, πρώην πρόεδρος της Ουρουγουάης, σκότωσε τον Ουάσινγκτον Μπέλτραν, εκδότη της εφημερίδας El País, σε επίσημη μονομαχία με πιστόλια. Το 1990 ένας άλλος συντάκτης προκλήθηκε σε μονομαχία από υψηλόβαθμο στέλεχος της αστυνομίας.[98] Η μονομαχίες απαγορεύτηκαν για άλλη μια φορά το 1992.[99]
Ο γερουσιαστής και μελλοντικός πρόεδρος της Χιλής, Σαλβαδόρ Αλιέντε προκλήθηκε σε μονομαχία από τον συνάδελφό του Ραούλ Ρέτιγκ (ο οποίος αργότερα θα γινόταν πρεσβευτής του στη Βραζιλία) το 1952. Οι δύο άνδρες συμφώνησαν να αλληλοπυροβοληθούν και πυροβόλησαν στον αέρα.[100] Εκείνη την εποχή, η μονομαχία ήταν ήδη παράνομη στη Χιλή.
Υπάρχει μια φήμη ότι η μονομαχία είναι νόμιμη στην Παραγουάη εάν και τα δύο μέρη είναι αιμοδότες. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι αυτό είναι αλήθεια, και έχει διαψευσθεί πλήρως από κυβερνητικές πηγές.[101][102]
Η Αυστραλία είχε ιστορία μονομαχιών, με την τελευταία τεκμηριωμένη να γίνεται στο Σίδνεϊ μεταξύ των Τόμας Μίτσελ και Στιούαρτ Ντόναλντσον (αργότερα πρωθυπουργού της Νέας Νότιας Ουαλίας) το 1851. Μόνο το καπέλο του Ντόναλντσον υπέστη ζημιά.[103]
Στην περίοδο Έντο στην Ιαπωνία, υπήρχε μια παράδοση μονομαχίας την τάξη των σαμουράι.
Στις 14 Απριλίου 1612, ο διάσημος Ιάπωνας ξιφομάχος Μιγιαμότο Μουσάσι μονομάχησε με τον αντίπαλό του Σασάκι Κοτζίρο στο νησί Φουνατζίμα. Λέγεται ότι ο Μιγιαμότο συμμετείχε σε πάνω από 60 μονομαχίες και δεν νικήθηκε ποτέ.
Mονομαχίες διεξάγονταν στην αρχαία Ινδία (συμπεριλαμβανομένης της περιοχής που σήμερα είναι Πακιστάν και Μπαγκλαντές) για διάφορους λόγους. Πολλοί αριστοκράτες πολεμιστές θεωρούσαν ντροπή να πεθάνει κανείς στο κρεβάτι, και στα γηρατειά τους συχνά κανόνιζαν μονομαχία yuddha-dhan, που κυριολεκτικά σημαίνει «φιλανθρωπία μάχης». Σύμφωνα με αυτή την πρακτική, όταν ένας πολεμιστής ένιωθε ότι δεν είχε πολύ χρόνο ζωής, πήγαινε με συνοδεία και ζητούσε από κάπιον βασιλιά μονομαχία ή μάχη μικρής κλίμακας. Με αυτόν τον τρόπο, επέλεγε μόνος του την ώρα και τον τρόπο θανάτου του και ήταν σίγουρος ότι θα πεθάνει πολεμώντας. Οι μονομαχίες μέχρι θανάτου ήταν νόμιμες σε ορισμένες περιόδους, ενώ σε άλλες τιμωρούνταν με εκτέλεση.[104]
Αρχαία έπη και κείμενα όπως το Dharmashastra λένε ότι οι μονομαχίες γίνονταν με αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς η παραβίαση των οποίων ήταν ντροπή και αμαρτία. Σύμφωνα με αυτούς τους κανόνες, απαγορευόταν να τραυματιστεί ή να σκοτωθεί ένας αντίπαλος που έχασε το όπλο του, που παραδόθηκε ή που είχε χάσει τις αισθήσεις του. Και οι δύο εμπλεκόμενοι έπρεπε να χρησιμοποιούν το ίδιο όπλο. Η Μαχαμπαράτα καταγράφει ότι το χτύπημα κάτω από τη μέση απαγορευόταν στις μονομαχίες με μαχαίρι.[105] Σε μια αρχαία μορφή μονομαχίας, οι δύο εμπλεκόμενοι κρατούσαν μαχαίρι στο δεξί χέρι, ενώ τα αριστερά τους χέρια ήταν δεμένα μεταξύ τους.[104]
Ο Πορτογάλος ταξιδιώτης Ντουάρτε Μπαρμπόσα λέει ότι η μονομαχία ήταν κοινή πρακτική των ευγενών της Αυτοκρατορίας Βιτζαγιαναγκάρα και ο μόνος νόμιμος τρόπος με τον οποίο μπορούσε να διαπραχθεί «δολοφονία».[106]
Στη μεσαιωνική Κεράλα, διεξάγονταν μονομαχίες μεταξύ πολεμιστών[107] για να διευθετηθούν διαφορές μεταξύ ευγενών, αρχηγών ή ηγεμόνων. Αυτές οι μονομαχίες συνήθως γίνονταν μέχρι θανάτου.[108]
Τα όπλα και οι κανόνες της μονομαχίας στο ινδονησιακό αρχιπέλαγος διαφέρουν από τον έναν πολιτισμό στον άλλο. Στη Μαδούρα, η μονομαχία είναι γνωστή ως καρόκ και συχνά λάμβανε χώρα με δρεπάνι. Ο λαός εμπότιζε τα δρεπάνια με ένα είδος μυθικού αποστάγματος, ως προσευχή πριν τη συμμετοχή σε μονομαχία.[109]
Στην παραδοσιακή μονομαχία στην κοινότητα Μπουγκί - Μακασάρ οι εμπλεκόμενοι μονομαχούσαν με σαρόνγκ. Ο ένας στέκεται με το σαρόνγκ χαλαρό γύρω του και προσκαλεί με σεβασμό τον άλλον να μπει στο σαρόνγκ. Το ίδιο το σαρόνγκ διατηρείται τεντωμένο γύρω από τη μέση και των δύο. Όταν και οι δύο άντρες μπουν στο σαρόνγκ, συμφωνούν σε μάχη μέχρι θανάτου και δεν επιτρέπεται σε κανέναν να αμφισβητήσει τη μονομαχία.[110]
Οι μονομαχίες ήταν κοινή πρακτική στις Φιλιππίνες από την αρχαιότητα και συνέχισαν να καταγράφονται κατά τη διάρκεια της ισπανικής και αμερικανικής αποικιοκρατίας.[111] Στα Βισάγιας, υπάρχει μια παράδοση μονομαχίας όπου ο προσβεβλημένος πρώτος προκαλεί τον δράστη. Ο δράστης είχε την επιλογή να αποδεχτεί ή θα αρνηθεί την πρόκληση. Στο παρελθόν, η επιλογή των όπλων δεν ήταν περιορισμένη. Αλλά τις περισσότερες φορές, τα καλάμια μπόλο και τα μαχαίρια ήταν τα προτιμώμενα όπλα.
Μονομαχίες μπόλο εξακολουθούν να γίνονται και σήμερα, αν και σπάνια, και έχουν γίνει μέρος της αγροτικής κουλτούρας των Φιλιππίνων. Στις 7 Ιανουαρίου 2012, δύο μεσήλικες αγρότες τραυματίστηκαν μετά από μονομαχία μπόλο για τη συγκομιδή ρυζιού σε ένα χωριό της Ζαμποάγκα. Οι συγγενείς τους παρενέβησαν και τους μετέφεραν εσπευσμένα στο νοσοκομείο.[112]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.